Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

"Στο παραλίγο" κεφάλαιο δέκατο πέμπτο

Από την μέρα που η Άννα έφυγε για να πάει στους δικούς της η ζωή του Παύλου ήταν σαν να είχε μπει σε άλλη τροχιά...Λες και για έναν περίεργο λόγο οι εξομολογήσεις που της είχε κάνει εκείνο το βράδυ τον είχαν δέσει μαζί της. Χρόνια είχε να νοιώσει δεμένος με κάτι ή με κάποιον και όσο και αν το ενοχλούσε κάποιες στιγμές, ένοιωθε παράλληλα και μια ανακούφιση που δεν είχε νεκρωθεί εντελώς όπως νόμιζε....

Του έλειπε και μάλιστα πολύ γιαυτό και της το έγραψε...Ο Παύλος δεν έπαιζε...αν ένοιωθε κάτι ή αν δεν το ένοιωθε πάντα το έλεγε και αυτό του είχε στοιχίσει στο παρελθόν ακριβά...Μεσημεράκι το έστειλε το μήνυμα και μέχρι αργά το απόγευμα το κινητό του έμενε βουβό και εκείνος βασανιζόταν... Αυτό το γλυκό βασανιστήριο της αναμονής που μπορεί να φέρει ένα ερωτευμένο άνθρωπο στο πρόθυρα της τρέλας. Γιατί ήταν ερωτευμένος με την Άννα όπως ήταν και εκείνη μαζί του... Μπορεί να μην ήξερε ποια χρονική στιγμή το ενδιαφέρον και η περιέργεια που ένοιωθε αρχικά μετατράπηκαν σε έρωτα, αλλά ήξερε πως πλέον ήταν ερωτευμένος.

Και όσο απάντηση δεν ερχόταν στο κινητό του τόσο βυθιζόταν σε μια απελπισία τόσο γλυκιά που του ξυπνούσε μνήμες... Πόσα χρόνια είχαν περάσει  από την τελευταία φορά που είχε νοιώσει αντίστοιχα συναισθήματα...Πόσο διαφορετικά ήταν όλα τότε...Όχι το τότε είχε λήξει οριστικά. Κάποια πράγματα περνάνε στην ιστορία και πρέπει να μένουν θαμμένα εκεί....

Και αν την είχε τρομάξει??? Και αν όσα της είχε πει την έκαναν να μείνει μακρυά του??? Φοβόταν αλλά ακόμα και τον φόβο που πιασμένος χέρι χέρι με την απελπισία του έκαναν παρέα όλες αυτές τις ώρες δεν προσπαθούσε να τον διώξει...Ακόμα και ερωτευμένος ο Παύλος άκουγε τη φωνή της λογικής που του έλεγε πως μόνο με την αλήθεια μπορείς να ζήσεις αληθινά πράγματα..και όλα όσα της είχε πει ήταν η δική του αλήθεια...

Προσπάθησε αρκετές φορές να ξαναζωντανέψει στο μυαλό του το χτεσινό βράδυ...Προσπαθούσε να θυμηθεί τις εκφράσεις της όσο της μιλούσε, αλλά το μόνο που μπορούσε ακόμα να νοιώσει ήταν τα χέρια της την ώρα που πάλευε να τον πάρει αγκαλιά. Εκείνη τη στιγμή τα χέρια της είχαν τόση δύναμη και τόση τρυφερότητα...Λες και κάθε άγγιγμα τους ήταν παυσίπονο...

Πόσο ανόητους κάνει ο έρωτας τους ανθρώπους συλλογίστηκε χολωμένος... Πόσο ανόητους και ευάλωτους... Και μετά σου λένε ανώτερα συναισθήματα...Και για ποιο λόγο??? Για να καταλάβεις αργά η γρήγορα πως βαρέθηκες....και να ξαναμπείς ορμητικά στο παιχνίδι της αναζήτησης. Με το συναίσθημα είμαστε ερωτευμένοι και όχι με το άτομο που το προκάλεσε αυτό και ενώ όλοι μας το ξέρουμε πάντα πιστεύουμε πως είναι το άτομο η αιτία και ελπίζουμε πως μπορεί να κρατήσει για πάντα... 

Ώρες οκνηρίας γεννάνε αιώνιες και ατέρμονες αναζητήσεις χωρίς τέλος και αρχή...αναστέναξε και ξάπλωσε στο καναπέ προσπαθώντας να αδειάσει το κεφάλι του από όλα αυτά που μέχρι χτες νόμιζε πως είχε πλέον αποδεχτεί ως σαπουνόφουσκες της ανθρώπινης φύσης. Για να ακουστεί ένα μικρό μπιπ λίγα λεπτά αργότερα και να τον βάλει και πάλι μέσα σε αυτό το παιχνίδι. "Κι εμένα..." του έγραφε η Άννα από κάπου μέσα στη θάλασσα... Και ήταν σαν να την είδε μπροστά του σαν άλλη γοργόνα να του γνέφει μέσα από τα αφρισμένα κύματα και να χάνετε... και πριν προλάβει να ξεχωρίσει την πραγματικότητα από τη φαντασία  πληκτρολόγησε σαν ουρλιαχτό..."μην φεύγεις από κοντά μου!"

Τρεις μέρες κράτησε το μαρτύριο του....Τρεις μέρες έμεινε κλεισμένος μέσα στο σπίτι... Δεν απαντούσε σε κανέναν τηλεφώνημα και με την Άννα δεν ξαναμίλησαν... Σε μια φάση διαύγειας θεώρησε πως στέλνοντας της μηνύματα δεν της έδινε τον χρόνο που του ζήτησε..Με τον μόνο που μίλησε αυτές τις τρεις μέρες ήταν με την κυρα Μαργαρίτα που της τηλεφώνησε να μην έρθει για να καθαρίσει. Στο ατελιέ μπήκε μόνο μια φορά και βγήκε σχεδόν αμέσως...Όχι τα χρώματα δεν μπορούσαν να βοηθήσουν αυτή τη φορά... Κοιτούσε τα πινέλα και σκεφτόταν πως αυτά έφταιγαν για όλα, γιατί αυτά είχαν φέρει την Άννα στο δρόμο του... 

Ο Αντώνης και η Λένα του είχαν στείλει από ένα μήνυμα και είχαν κάνει μερικές κλήσεις αλλά ούτε στα μηνύματα ούτε στις κλήσεις απάντησε. Τον ήξεραν και οι δύο αρκετά καλά για να καταλάβουν πως έχει τις κλειστές του και δεν τον ξαναενόχλησαν...Και ο ήλιος έβγαινε έκανε τη διαδρομή του πάνω στον ουρανό και χανόταν για να δώσει τη θέση του στο φεγγάρι και εκείνος εκεί καρφωμένος στον καναπέ με το παλιό φθαρμένο  του τζιν, το τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα και το κινητό στο ένα του χέρι να περιμένει...

Ώσπου ήρθε το μήνυμα που περίμενε και όταν το μήνυμα ήρθε χρειάστηκε να το διαβάσει 3 φορές για να βεβαιωθεί πως από την αϋπνία δεν φανταζόταν πράγματα...

"Φτάνω απόψε στις 9 στον Πειραιά..." του έγραφε η Άννα και εκείνος αν και ήταν ακόμα 6 το απόγευμα έβαλε το μπουφάν του και βγήκε με φόρα από την πολυκατοικία για να πέσει σε μια παρέα με μασκαρεμένα πιτσιρίκια που προχώραγαν χαζογελώντας στο δρόμο...

...................................................................................................................................................

Τις τρεις μέρες που έμεινα στο νησί ένοιωσα και πάλι σαν παιδί. Η μάνα μου από τη δεύτερη μέρα το πήρε απόφαση πως δεν θα έπαιρνε απαντήσεις και σταμάτησε να με πιέζει. Το έριξε λοιπόν στην μαγειρική, ελπίζοντας έτσι να ξορκίσει το όποιο κακό με είχε βρει. Γιατί ήταν σίγουρη πως κάποιο κακό με είχε βρει. Πάντα με το φαγητό η ταλαίπωρη η μάνα μου προσπαθούσε να λύσει τα προβλήματα. Όταν βρήκαν στο Νοσοκομείο της Σύρου πως ο πατέρας θα χρειαζόταν να αφαιρέσει την χολή του σε κάποιο νοσοκομείο της Αθήνας, το βράδυ όταν γυρίσαμε στο νησί, μαγείρεψε λαγό στιφάδο λες και είχαμε γλέντι... Όταν  βγήκε το φύλλο πορείας του αδελφού μου και αντί για τη μετάθεση που περιμέναμε τον έστελναν στο Έβρο, εκείνη μαγείρεψε λαχανοντολμάδες αβγολέμονο...Ακόμα και όταν βρήκα δουλειά στην Αθήνα και τους ανακοίνωσα πως δεν θα επέστρεφα στο νησί, εκείνη έφτιαξε ένα ταψί γαλακτομπούρεκο και με μια γλυκόπικρη έκφραση κέρασε όλη τη γειτονιά. 

Έτσι και τώρα το ένα έδεσμα διαδεχόταν το άλλο και όσο με έβλεπε σκεφτική και προβληματισμένη τόσο έβαζε τα δυνατά της... Ο πατέρας μου κόντευε να σκάσει ο κακομοίρης από το φαΐ και κοροϊδευτικά της έλεγε πως όταν ήταν οι δύο τους όλο τραχανά και όσπρια μαγείρευε. Και οι μέρες κυλούσαν ήρεμα χωρίς μηνύματα από τον Παύλο. Και ενώ τα πρωινά ήμουν γαλήνια και χαρούμενη τα βράδια ένα βάρος ερχόταν και στεκόταν στο στήθος μου σαν τσιμεντόλιθος και ήξερα πως ήταν το βάρος των αποφάσεων που θα έπρεπε να πάρω...

Αυτές τις τρεις μέρες έκανα βόλτες σε όλο το νησί με τα πόδια....Κατέβηκα στα ψαροκάικα και έπιασα κουβέντα με τους ψαράδες που με ήξεραν από μωρό, κάθισα μαζί με τις φίλες της μάνας μου μπροστά στο τζάκι και καθάρισα φασολάκια ακούγοντας τα τελευταία κουτσομπολιά,μέχρι και στο εκκλησάκι πήγα και ας μην ήμουν ιδιαίτερα θρήσκα...Στο νησί ο χρόνος πάντα ένιωθα να  διαστέλλεται και να κινείται πιο αργά, γιαυτό το απολάμβανα όσο μπορούσα.

Όταν στο πρωινό της τρίτης μέρας τους ανακοίνωσα πως θα έφευγα με το μεσημεριανό πλοίο, τους είδα που συννέφιασαν...Τους λείπαμε και εγώ και ο αδελφός μου και το ήξερα..Δεν είπαν όμως τίποτα ο πατέρας μου έφυγε να πάει στο πρακτορείο να μου βγάλει το εισιτήριο και η μάνα μου άρχισε με φούρια να τσιγαρίζει το κρεμμύδι για να προλάβει να μου δώσει μαζί μου ένα τάπερ πατατάτο να έχω να φάω το βράδυ που θα έφτανα...

"Τι το θες βρε μαμά το φαΐ κάτσε να σε δω λιγάκι..."
"Και τι θα φας παιδί μου το βράδυ που θα φτάσεις????"
"Μαμά να σε ρωτήσω κάτι???? Μπορεί να πεθάνει κάποιος από αγάπη??"
"Φτου φτου παιδάκι μου μην λες τέτοια!!! Αχ παιδί μου που έχεις μπλέξει???"
"Έλα βρε μαμά μια ερώτηση σου έκανα και αν σε καθησυχάζει δεν αφορά εμένα. Πες μου μπορεί????"
"Μα βρε Αννούλα η αγάπη δεν σκοτώνει παιδί μου....η αγάπη ζωντανεύει! Είδες ο Χριστός με την αγάπη που είχε, μέχρι και τον Λάζαρο ανάστησε!"
"Αχ βρε μάνα με τα θρησκευτικά σου... "
"Δεν ξέρω γιατί με ρωτάς αυτά τα περίεργα πράγματα και το ξέρεις εγώ μορφωμένη δεν είμαι. Θα σου πω λοιπόν απλά τι πιστεύω. Η αγάπη παιδί μου μόνο καλό μπορεί να κάνει όχι να σκοτώσει. Είμαι 60 χρονών και σκοπεύω να ζήσω πολλά πολλά χρόνια ακόμα και ξέρεις γιατί??? Γιατί αγαπάω εσένα, τον αδελφό σου και τον πατέρα σου τόσο πολύ, που η αγάπη μου αυτή παίρνει μακρυά ακόμα και τους πόνους στα κόκαλα"
"Και αν έχανες κάποιον από εμάς??? Τότε η αγάπη που νιώθεις θα μπορούσε να σε σκοτώσει???"
"Βρε παιδάκι μου τι σε έπιασε πρωινιάτικα με τον ρημάδι τον Χάρο! Άστον να κάτσει εκεί που είναι!"
"Πες μου βρε μαμά, σε παρακαλώ..."
"Τότε Άννα θα θρηνούσα....ένα κομμάτι μου θα χανόταν μαζί με όποιον είχε φύγει ,αλλά για χάρη των υπολοίπων θα έκανα κουράγιο...Όλοι παιδί μου θα πεθάνουμε αλλά θα ξανανταμώσουμε δεν τα έχουμε πει αυτά???"
"Επειδή μυρίζομαι πως θα ακούσω για χιλιοστή φορά την ιστορία περί παραδείσου εκτός από το κρεμμύδι που σου καίγεται, πάω να κάνω μια βόλτα να σε αφήσω και εσένα να τελειώσεις το φαΐ" της είπα, της έσκασα ένα φιλί στο μάγουλο και βγήκα στα δρομάκια να αποχαιρετίσω τις γειτόνισσες.

Το μεσημέρι εκείνο με το χειμωνιάτικο ήλιο να προσπαθεί με νύχια και με δόντια να φανεί πίσω από τα σύννεφα  εκεί στο λιμάνι τους κοίταξα και τους δύο να με χαιρετάνε στην προβλήτα και συνειδητοποίησα πόσο είχαν γεράσει...Έπρεπε να πηγαίνω συχνότερα στο νησί και να τους βλέπω, σκέφτηκα και έσφιξα πάνω μου την τσάντα με τα τάπερ της μάνας μου σαν φυλαχτό...

Τις πρώτες ώρες μέσα στο πλοίο αφού το γύρισα άπειρες φορές μέσα στο μυαλό μου πήρα τις οριστικές μου αποφάσεις... Ο Παύλος με τις απαντήσεις του το μόνο που είχε καταφέρει να κάνει ήταν να με γεμίσει με νέες ερωτήσεις. Αυτή τη φορά όμως δεν θα τον πιέζα. Θα τον άφηνα να μου τις δώσει μόνος του. Ένα πληγωμένο παιδί ήταν που κρυβόταν πίσω από τις ζωγραφιές και το αλαζονικό του ύφος...Έφερα στο μυαλό μου εκείνο τον πρώτο πίνακα και τώρα που ήξερα κατάλαβα πόσο πρέπει να του είχε στοιχίσει η εθελούσια "φυγή" της μητέρας του από τη ζωή... Μπορεί να είχε σκοτεινή πλευρά όπως έλεγε ο ίδιος, αλλά εμένα δεν με ένοιαζε πια...Με είχε βγάλει στο φως και πλέον δεν θα μπορούσα ξανά εύκολα να λουφάξω στο σκοτάδι μου... Και αν αυτό το φως στο τέλος θα με έκαιγε, ας με έκαιγε. Τόσα χρόνια στην ασφάλεια τι είχα καταφέρει.??? Όχι θα το ζούσα και ας καιγόμουν!  Θα το ζούσα και ας ήταν το τελευταίο πράγμα που θα ζούσα. Εγώ η ανύπαρκτη Άννα πρώτη φορά έπαιζα ρόλο πρωταγωνίστριας και αν και δεν το είχα επιδιώξει,  δεν σκόπευα να το αφήσω να γλιστρήσει από τα χέρια μου. Μέχρι το τέλος είπα σχεδόν φωναχτά και έγραψα το μήνυμα! 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιαστε: