Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

Ένα αλλιώτικο δείπνο


Με απελπισία κοίταξε την στοίβα με τα ρούχα πάνω στο τραπέζι και με παράπονο έβαλε το ατμοσίδερο στην πρίζα αναθεματίζοντας για χιλιοστή φορά εκείνον που σκέφτηκε το σιδέρωμα. Από όλες τις οικιακές υποχρεώσεις της, αυτή την απεχθανόταν περισσότερο με διαφορά.  Και όσο περίμενε το σίδερο να ζεσταθεί, κρυφοκοίταξε λιγωμένα το βιβλίο δίπλα στην στοίβα που απρόθυμα λίγη ώρα νωρίτερα είχε αφήσει από τα χέρια της.

Πάντα διάβαζε, απλά η συχνότητα που διάβαζε ήταν λίγο παράδοξη. Μπορούσαν να περάσουν και μήνες χωρίς να ανοίξει βιβλίο, αλλά όταν σαν κύμα την χτυπούσε η ανάγκη να διαβάσει, γινόταν εμμονική. Θυσίαζε πολύτιμες ώρες ύπνου, ξεχνούσε βασικές υποχρεώσεις και για μέρες θαλασσοδερνόταν στα κύματα των σελίδων σαν ψαροκάικο. Και άντε τώρα μέσα σε μια τέτοια φουρτούνα να καταφέρεις να σιδερώσεις με προθυμία. Ένα μήνα τώρα το ένα βιβλίο τελείωνε, το επόμενο ξεκινούσε και αν και ήξερε από το παρελθόν πως κρίση ήταν θα περνούσε, είχε αρχίσει να εξαντλείται.

Έβαλε πάνω στη σιδερώστρα την πρώτη μπλούζα και αφηρημένα ξεκίνησε να τη σιδερώνει ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο βιβλίο. Σαν πιάτο έτοιμο προς βρώση έμοιαζε έτσι ακουμπισμένο πάνω στο τραπέζι. Μα αυτό δεν ήταν άλλωστε τα βιβλία; Τροφή του νου και της ψυχής.... "Άραγε οι συγγραφείς που είχε διαβάσει μέσα στον τελευταίο μήνα αν ήταν πιάτα, τι πιάτα θα ήταν ;" αναρωτήθηκε. Γιαυτό το σιχαινόταν το σίδερο. Γιατί το μυαλό της πάντα το έσκαγε όσο διαρκούσε.

Ο Καζαντζάκης θα ήταν μουσακάς, αποφάσισε χωρίς πολλή σκέψη. Κυρίως πιάτο. Παραδοσιακός, πάντα διαχρονικός, γοητευτικός ακόμα και στους ξένους. Σε άλλους έπεφτε βαρύς και άλλοι δεν μπορούσαν να ζήσουν χωρίς να τον γεύονται τακτά. Και εκείνη λάτρευε τον μουσακά, χόρταινε από την πρώτη μπουκιά, τον θεωρούσε το πιο μεστό ελληνικό πιάτο, κάθε μπουκιά και μια άλλη εμπειρία, κάθε μπουκιά και μια έκπληξη. Ναι σίγουρα μουσακάς!

Και η Δημουλά; Η Δημουλά θα ήταν σίγουρα ένα φίνο ακριβό κόκκινο κρασί. Συνοδευτικό που συμπληρώνει το κυρίως, όπως η ποίηση την πεζογραφία. Γιατί ένα καλό φαΐ χωρίς το σωστό κρασί μοιάζει ανάπηρο. Ένα κρασί λοιπόν αινιγματικό, μεθυστικό, από εκείνα που σου ξυπνάνε μνήμες όταν τα πίνεις και δακρύζεις. Ναι σίγουρα κρασί...

Και ο Σουρούνης; Ο αγαπημένος της Σουρούνης; Κάτι πικάντικο. Μεζές! Ορεκτικό θα ήταν εκείνος.  Σίγουρα θα του άρεσε αν του το έλεγε. Λουκάνικα σπετσοφάι θα ήταν να τραβιέται το κρασί. Γιατί έτσι ήταν μαζί του. Πολλές φορές μόνο από το ορεκτικό είχε χορτάσει. Ναι σπετσοφάι θα ήταν.

Και ο Λειδαδίτης; Τι θα ήταν εκείνος; Σίγουρα κυρίως πιάτο. Κάτι οξύμωρο όμως γευστικά. Μοσχαράκι λεμονάτο θα ήταν, που τόσο αγαπούσε η ίδια!  Ξινό μεν αλλά απολαυστικό... Καθαρτικά απολαυστικό! Γιατί έτσι ένιωθε όσο τον διάβαζε. Κάθαρση και έκπληξη, πως λέξεις που εκείνη δεν χρησιμοποιούσε ποτέ, έμοιαζαν μαγικές όταν εκείνος τις μεταχειριζόταν. Σαν το λεμόνι ένα πράγμα, που μόνο του δύσκολα το τρως, αλλά που ένας σωστός μάγειρας μπορεί να σε κάνει να ζητάς και άλλο στο πιάτο σου! Ναι μοσχαράκι λεμονάτο!

Και εσύ Χιόνη μου που σήμερα σε γνώρισε; Εσύ άραγε τι θα ήσουν; Επιδόρπιο....Ναι επιδόρπιο. Όχι όμως κάτι λιγωτικό όπως γαλακτομπούρεκο. Ούτε όμως πάστα ή γλυκό του κουταλιού. Λουκουμάκι Συριανό θα ήσουν!  Από εκείνες τις μπουκίτσες με τα αμύγδαλα μέσα.  Γιατί έτσι ένιωθε μαζί σου. Μια γλύκα ένιωθε και μπουκίτσα, μπουκίτσα σε έτρωγε, ανάθεμα το σίδερο!  Και όταν πετύχαινε και τα αμυγδαλάκια μέσα στα γραφόμενα σου, γούρλωνε τα μάτια της έκπληκτη και τα υπογράμμιζε και ας κόντεψε μια δυο φορές "να σπάσει" δόντι. Χαλάλι σου!!!! "Ναι λουκουμάκι σίγουρα",  αναφώνησε και άρχισε να χοροπηδάει από τον πόνο γιατί η άκρη από την καυτή πλάκα ακούμπησε το δάχτυλο της.

Και όσο ικανοποιημένη με το μενού του αλλιώτικου αυτού δείπνου, άπλωνε ένα σεντόνι πάνω στην σιδερώστρα, τόλμησε να αναρωτηθεί "άραγε αν ποτέ κανένας με περιλάμβανε και εμένα σε ένα τέτοιο δείπνο, τι θα ήμουν εγώ;"  "Το φτηνό αναψυκτικό για την χώνεψη θα ήσουν αλαφροϊσκιωτη!!! Εύπεπτη, γευστικά προσωρινά ευχάριστη, μη απαραίτητη για ένα καλό δείπνο, και φυσικά χρήσιμη μέχρι το ανθρακικό να ξεθυμάνει!  Αυτό θα ήσουν ιερόσυλη που τόλμησες να παρομοιάσεις τον Καζαντζάκη με μουσακά και θες να μπεις και ανάμεσα τους στο τραπέζι!!!  Σιδέρωνε εκεί πέρα τρομάρα σου, που ούτε και αυτό δεν κάνεις σωστά!!!!! Και τράβα φτιάξε κανέναν κανονικό μουσακά που με την τρέλα σου πάλι νηστικούς θα τους αφήσεις!"  την μάλωσε η συνείδηση της και με χαμηλωμένο το κεφάλι, λυπημένη, συνέχισε να σιδερώνει χωρίς άλλες σκέψεις το πέμπτο σώβρακο μινιατούρα του γιου της. Γιαυτό το σιχαινόταν το σίδερο... Γιαυτό! _

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Τα τρία μαξιλάρια


Σε γενικές γραμμές την έλεγες καλόβολο πλάσμα. Οι παραξενίες της δεν ήταν αριθμητικά, ούτε περισσότερες, ούτε λιγότερες από αυτές ενός μέσου ανθρώπου. Και η αλήθεια ήταν πως πάντα πάλευε να τις διορθώσει,  άλλοτε με επιτυχία, άλλοτε πάλι όχι. Μια μόνο εμμονή /συνήθεια δεν πάλεψε ποτέ να αλλάξει και αυτή αφορούσε το πρωτόκολλο του ύπνου...

Για να κοιμηθεί έπρεπε απαραίτητα στο κρεβάτι να υπάρχουν τρία μαξιλάρια και όταν λέμε τρία μαξιλάρια, εννοούμε τρία μαξιλάρια μόνο για εκείνη. Όσες φορές και αν προσπάθησε να θυμηθεί ποτέ απέκτησε αυτό το παράδοξο χούι, απέτυχε οικτρά...Όσο θυμόταν τον εαυτό της πάντα με τρία μαξιλάρια κοιμόταν.

Κάποιοι το θεωρούσαν μια μορφή διαστροφής, εκείνη από την άλλη το θεωρούσε απλή ιδιοτροπία. Άλλωστε καθημερινά γνώριζε ανθρώπους με διαφορά "φετίχ" ύπνου.  Ένας φίλος της δεν μπορουσε να κοιμηθεί αν υπήρχε ρολόι μέσα στο δωμάτιο. Λες και το τικ τακ των δευτερολέπτων τρυπούσε τον εγκέφαλο του. Μια άλλη γνωστή της πάλι ήθελε απόλυτο σκοτάδι, λες και ήταν νυχτερίδα. Ακόμα και μια αχτίδα φωτός να περνούσε από τις γρύλιες, το μάτι της άνοιγε αυτόματα.  Μια ξαδέλφη της για να κοιμηθεί έπρεπε να τρίβει τη γωνία μιας μαξιλαροθήκης. Στα χρόνια οι τρύπιες μαξιλαροθήκες γέμιζαν μπαούλο. Και η λίστα δεν είχε τελειωμό. Άλλοι θέλανε σκληρό στρώμα,  άλλοι μαλακό, άλλοι απόλυτη ησυχία, άλλοι μουσική, άλλοι κάποιον άλλο άνθρωπο δίπλα τους και άλλοι αδυνατούσαν να κοιμηθούν παρουσία άλλου. Λίγο πολύ λοιπόν όλοι είχαν μια μικρή προϋπόθεση ύπνου. Γιατί η δική της να είναι η πλέον παράλογη? Όχι μια χαρά νορμάλ παράνοια ήταν γιαυτό και δεν προσπάθησε ποτέ να την αλλάξει. Και όταν κάποιος την ρωτούσε έκπληκτος, γιατί τρία και όχι δύο ή τέσσερα? Εκείνη απαντούσε με φυσικότητα, πως τα μονά νούμερα πάντα έκρυβαν μεγαλύτερη μαγεία και πως το το ένα ήταν λίγο και το πέντε πολύ...

Γιατί είχε και αυτή την εμμονή με τους μονούς αριθμούς. Για έναν επίσης περίεργο λόγο  τους θεωρούσε ανώτερους των ζυγών. Έφτασε έτσι στα εξήντα τρία με μονό αριθμό κυκλοφορίας αυτοκινήτου, μονό τηλεφωνικό αριθμό,  μονό αριθμό παιδιών και φυσικά σταθερά τρία μαξιλάρια από τη δική της μεριά του κρεβατιού.

"Ρε γυναίκα κάθε βράδυ εδώ και τριάντα χρόνια τα τακτοποιείς τριγύρω σου και κάθε πρωί ξυπνάς με μονό το ένα... Απορώ δεν βαρέθηκες ???" την ρώτησε ένα βραδυ ο άντρας της και εκείνη τον στραβοκοίταξε ενοχλημένη.
"Όχι δεν βαρέθηκα! Λες και με γνώρισες χτες κάνεις..."  του είπε και ξάπλωσε σβήνοντας το πορτατίφ στο κομοδίνο της.
"Μα να έλεγα πως μένουν και τα τρία τη νύχτα στο κρεβάτι να το αποδεχτώ. Χτες το βράδυ το ένα το είχες πετάξει πάνω στο κεφάλι μου. Ασφυξία θα πάθω καμία ώρα..."  συνέχισε εκείνος την κρεβατομουρμούρα.
"Τι θες καλέ μου άνθρωπε νυχτιάτικα ???? Τόσα χρόνια μετά,  τώρα στα γεράματα βρήκες να ενοχληθείς???" είπε αναστενάζοντας εκείνη.
"Πάντα μου την έσπαγε που για να σε φτάσω έπρεπε να διασχίσω τις συμπληγάδες πέτρες από πούπουλα που σε περιτριγύριζαν. Όλες οι προσωπικές μας στιγμές περιλαμβάνουν εικόνες με μαξιλάρια που φύτρωναν εκεί που δεν τα έσπερναν. Αλλά όπως λες συνήθισα. Αυτό ρε γυναίκα που δεν συνηθίζεται όμως με τίποτα, είναι το μόνιμο άγχος μην μου έρθει κάνα μαξιλάρι κατακέφαλα, όπως τα εκσφενδονίζεις καμία φορά προς όλες τις κατευθύνσεις στον ύπνο σου. Και λογικό βρε μάτια μου, τρία μαξιλάρια για έναν άνθρωπο είναι πολλά... Σιγά μην μείνουν στη θέση τους." παραπονέθηκε εκείνος πιο γλυκά αυτή τη φορά.
"Θες να πάω στο παιδικό να κοιμάμαι ??? Δεν έχω πρόβλημα!" πρότεινε εκείνη και αυτός την κοίταξε σαν δαρμένο σκυλί.
"Από τότε που παντρευτήκαμε δεν κοιμηθήκαμε ένα βράδυ χωριά...και τώρα μου λες ότι βάζεις τα μαξιλάρια πάνω από μένα ??? Εξήγησε μου τουλάχιστον τον λόγο να καταλάβω..."
"Αχ μεγαλόχαρη, άυπνοι θα μείνουμε απόψε με τη μύγα που τον τσίμπησε...Δεν υπάρχει λόγος συγκεκριμένος. Απλα έτσι είμαι, έχω αυτή την παραξενιά και δεν στο έκρυψα από την αρχή. Πως εσύ για να πας τουαλέτα το πρωί διαβάζεις τις ετικέτες των απορυπαντικών,  έτσι και εγώ για να με πάρει ο ύπνος χρειάζομαι τρία μαξιλάρια που κατά τη διάρκεια της νύχτας καταλήγουν όπου βρουν. Απλά τα πράγματα!"ούρλιαξε απελπισμένη από την απροειδοποίητη συζυγική απόπειρα προπαγάνδας.
"Καλά βρε κορίτσι μου, μην φωνάζεις. Ορίστε κλείνω και εγώ το φως να κοιμηθούμε "  είπε και γύρισε πλευρό. Εκείνης όμως η νύστα είχε κάνει φτερά... Πάντα έτσι ήταν ορθολογιστής. Και πάντα αυτό την εκνεύριζε περισσότερο. Το αποτέλεσμα έπρεπε πάντα να έχει μια αιτία για εκείνον ...Αν δεν έβρισκε την αιτία μπορούσε να πέσει μέχρι και σε κατάθλιψη.
"Κοιμάσαι ???"
"Γιατί έχεις όρεξη για τίποτα πονηρό??"
"Θα την φας την μαξιλαριά και εκούσια!! Άλλο θέλω να σου πω.."
"Για πες..."
"Ξέρεις γιατί θέλω τρία μαξιλάρια?? Γιατί κάθε βράδυ δεν πέφτω μόνη μου για ύπνο."
"Για νέο μου το λες?  Μαζί μου πέφτεις. Αλλά εγώ έχω το δικό μου μαξιλάρι όπως βλέπεις"
"Σώπα και άκου! Κάθε βράδυ πέφτω για ύπνο μαζί με τους φόβους και τις ελπίδες μου. Για να κοιμηθώ λοιπόν πρέπει να κοιμηθούν και αυτά.  Στο ένα μαξιλάρι ξαπλώνω εγώ και στα άλλα δύο κοιμίζω φόβους και ελπίδες για να μην με κρατάνε ξάγρυπνη. Όταν εγώ πλέον κοιμηθώ φυσικά και κάνουν ότι γουστάρουν αλλά δεν με νοιάζει μιας και πλέον κοιμάμαι... Και φυσικά δεν μπορείς να βάλεις φόβους και ελπίδες μαζί στο ίδιο μαξιλάρι.. .θα αλληλοσκοτωθούν. Και εγώ δεν θέλω να τα ξεπαστρέψω. Ανόητη δεν είμαι, ξέρω πως τα χρειάζομαι και τα δύο για να συνεχίσω να ζω. Λίγο να με αφήνουν ήσυχη θέλω για να αποκοιμηθώ. Κατάλαβες τώρα???" είπε μέσα στο σκοτάδι και εκείνος ένιωσε συγκίνηση και αγάπη για τη σοφή γυναίκα του. Ναι ακόμα και η παραξενιά της ήταν όμορφη όπως την εξηγούσε, κατέληξε και άπλωσε το χέρι του να πιάσει το δικό της.   Αλλά αντί για το χέρι της έπιασε ένα μαξιλάρι και αμέσως μετά άκουσε την ήρεμη ανάσα της που πρόδιδε πως είχε αποκοιμηθεί. Ωραία όλα αυτά τα ποιητικά αλλά πάλι με το μαξιλάρι στο χέρι είχε μείνει!,  σκέφτηκε και χολωμένος ξαναγύρισε πλευρό._

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

Όχι ντροπή...εντροπία...



Ανάβω το τσιγάρο μου και αφηρημένα κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Και όπως καθρεφτίζεται το είδωλο μου στο σκονισμένο τζάμι, δεν μπορώ να μην γελάσω με την γελοιότητα της εικόνας που βλέπω. "Πάρε εσύ τα χάδια, τα γυμνά σκοτάδια τα πρωτότυπα και άσε εδώ για μένα, κάτι στοιχειωμένα σ αγαπώ, σ αγαπώ, σ αγαπώ, καρδιά μου, στερεότυπα μου..." φωνάζει η Γαλάνη από τα ηχεία και έχει τόσο δίκιο. Μες τα στερεότυπα σε όλα μου. Καμία πρωτοτυπία.. Γιατί στον κινηματογράφο η ηρωίδα όταν το κάνει, έχει άλλη απόχρωση από αυτή που έχω εγώ; Γιατί εκείνης ο ρεμβασμός έχει πολύχρωμη αύρα και όχι αυτή τη μουντή, παθητική, γκρίζα που έχει η δική μου; Ίσως γιατί ο σκηνοθέτης της αληθινής ζωής δεν είναι τόσο ποιητικός. Ίσως γιατί απλά δεν είμαι γεννημένη ηρωίδα.

Συνειρμοί... Το χειρότερο παιχνίδι που μου παίζει το μυαλό μου. Η μεγαλύτερη παγίδα που μου κρύβει και όλο τρικλοποδιές μου βάζει. Από αλλού ξεκινάω μια σκέψη και αλλού καταλήγω. Ποτέ μου δεν μπόρεσα να το ελέγξω. Και ώρες ώρες με τρελαίνει. Βιβλίο, σχολείο,  φυσική, θερμοδυναμική, εντροπία...εντροπία...εντροπία μου φωνάζει εδώ και ώρες, λες και κόλλησε η βελόνα. Και αρχίζω τις ανασκαφές στις μνήμες να βρω τον λόγο. Και είναι το φτυάρι μου σπασμένο και το χώμα σκληρό. Και δυσκολεύομαι. Δυσκολεύομαι να ξεθάψω τον λόγο που το μυαλό μου επιμένει να πηδάει από την εντροπία στον έρωτα. Κι όμως βλέποντας μέσα από το τούνελ του χρόνου, ένας όρος της φυσικής  είναι δεμένος  χειροπόδαρα με ένα συναίσθημα. Γιατί όμως;  Πρέπει απόψε να βρω το γιατί. Το χρειάζομαι αυτό το γιατί...

"Τι λάθος κάνω;" ρωτάει τώρα ο Χαρούλης από τα ηχεία. Και καταλαβαίνω ότι κάτι κάνω λάθος. Πετάω το τσιγάρο και τρέχω στο υπόγειο. Και αφήνω τις ανασκαφές του μυαλού και ξεκινάω τις ανασκαφές σε κούτες. Δεν μπορεί κάπου εδώ θα το έχω. Δεν μπορεί να το έχω πετάξει. Εδώ δεν πέταξα άλλα και άλλα. Αυτό αποκλείεται να το πέταξα. Και το βρίσκω επιτέλους και κάθομαι στο πάτωμα και αρχίζω να διαβάζω. Κλειστό σύστημα, πρώτος θερμοδυναμικός νόμος,  δεύτερος θερμοδυναμικός νόμος, εντροπία , μόρια, αταξία, λέξεις πλέον τόσο οικείες και ξένες ταυτόχρονα. Και αρχίζω να τραβάω, με δεκανίκι της σκουριασμένης μου μνήμης ένα σκονισμένο βιβλίο, από το παρελθόν πληροφορίες τσαλαπατημένες από την ενηλικίωση  και  τα κομμάτια του παζλ παίρνουν σιγά σιγά εικόνα.

Ο κόσμος μας μωρό μου ποτέ δεν θα είναι κλειστό σύστημα. Ορθάνοιχτο είναι και μπάζει από παντού. Αιμορραγεί από παντού. Διαρροές ενέργειας. "Έστω" λοιπόν... Έστω ότι θα καταφέρναμε να βουλώσουμε όλες τις τρύπες να μην μπάζει. Έστω ότι μπαίναμε σε γυάλα. Ναι, μην με κοιτάζεις με δυσπιστία, θα δεις που στο τέλος αυτό το "έστω" ήταν περιττό. Μπες λοιπόν μαζί μου στη γυάλα. Έλα μην φοβάσαι.

" Η ζωή μου σε τάξη , η καρδιά σε αταξία" βιάζεται να πει η Μποφίλιου από τα ηχεία και τη μαλώνω. Περίμενε Νατάσα, περίμενε θα φτάσω και εκεί... Ένα ψυχρό  σώμα εσύ, ένα θερμό σώμα εγώ, μέσα σε κλειστό σύστημα. Φωτιά εγώ, πάγος εσύ. Έλα μην το αρνείσαι. Έλα κοντά μου. Φέρε τα τακτικά διατεταγμένα μόρια σου κοντά μου. Ακίνητα είναι. Σταθερά και ακίνητα. Η ζωή σου σε τάξη είπαμε. Το νιώθεις; Αλλάζεις θερμοκρασία. Και εγώ αλλάζω. Η επαφή αλλάζει. Η επαφή μεταμορφώνει... Κινείται η θερμότητα από εμένα σε σένα. Κρυώνω εγώ, ζεσταίνεσαι εσύ. Υπομονή, υπομονή... Κλειστό το σύστημα σου θυμίζω, δεν θα χάσει κανένας μας από όλο αυτό. Ή μήπως θα χάσει; Και τρέμουμε πλέον και οι δύο ανεξέλεγκτα. Μην φοβάσαι σου λέω. Η ισορροπία είναι που κοντοζυγώνει. Πρώτος θερμοδυναμικός νόμος. Μην φοβάσαι, δεν θα χάσουμε. Δεν θα κερδίσουμε, αλλά δεν θα χάσουμε κιόλας. Εισπνοή, εκπνοή και φτάσαμε. Άκου την ηρεμία του συστήματος, τη νιώθεις; Εδώ όλη η ενέργεια, εδώ ανάμεσα μας, αλλά ανήμπορη πλέον να κινηθεί, ανήμπορη να παράγει πλέον έργο. "Γιατί όμως; Αφού είναι εδώ, γιατί πλέον είναι ανήμπορη;  Δεν είναι άδικο;" με ρωτάς..  Όχι δεν είναι μωρό μου. Κοίτα εντός σου. Κοίτα καλά. Η καρδιά σε αταξία πλέον, κινούνται άτακτα προς όλες τις κατευθύνσεις τα μόρια σου. Μεγάλωσε η εντροπία, μεγάλωσε και τα ελευθέρωσε. Αυτό είναι το τίμημα. Και σε ρωτάω: αξίζει; Και σου απαντάω εγώ πριν απαντήσεις, φυσικά και αξίζει ανόητε!!! Χαράμι το έργο και χαλάλι! Μα το Θεό χαλάλι το χαράμι.  Χαμένος; Κερδισμένος; Ιδέα δεν έχω, το μόνο σίγουρο αλλαγμένος. Ναι, αλλαγμένος μέσα σε ένα εικονικό, ανύπαρκτο, ανέφικτο, κλειστό σύστημα. Εσύ και εγώ. Μόνο εσύ και εγώ να μεγαλώνουμε την εντροπία, να τη θεριεύουμε!

Γιαυτό ούρλιαζε εδώ και ώρες το μυαλό μου εντροπία , εντροπία, εντροπία... Την αγαπούσα από τότε την εντροπία. Το γιατί δεν θυμόμουν. Τώρα το θυμάμαι! Τώρα μπορώ να την κλείσω πάλι μέσα στο βιβλίο της. "Ποτέ του δεν κατάφερε να βγει σε μια λιακάδα, και ζει με ότι περίσσεψε από ένα σκάρτο ποίημα" μου πετάει ο Βασιλάκης στη μούρη όσο ανάβω το επόμενο τσιγάρο. Ναι ρε Βασιλάκη, δίκιο έχεις. Τι θέλω και τα σκαλίζω; Άλλωστε κανένας δεν θα τα καταλάβει όλα αυτά τα παρανοϊκά. Πάλι τα ίδια θα έκανα, πάλι θα την έθαβα την "εντροπία" της νιότης μου. "Μα τι νόημα έχει το όνειρο χωρίς μικρές νοθείες;" Τέλος για απόψε. Νισάφι με το παρελθόν, νισάφι... 

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Puccarina's diary Vol8: life is a drink..and love's a drug!

Δεν χορεύω.  Ποτέ μου δεν ήμουν του χορού... Τουλάχιστον όχι με την κλασσική έννοια... Ακόμα και στο γάμο μου για να χορέψω έκανα υπερπροσπάθεια... Και είναι λίγο παράδοξο αυτό δεδομένου πως δεν μπορώ να ζήσω χωρίς μουσική.... Ειλικρινά χωρίς μουσική δεν μπορώ να ζήσω!Το πρώτο πράγμα που κάνω όταν ξυπνάω είναι να ανοίξω το ραδιόφωνο (είμαι και λίγο ντεμοντέ..λατρεύω το ραδιόφωνο από παιδί...) και πριν βάλω μπροστά το αμάξι πάλι πρώτα ανοίγω το ραδιόφωνο... Ο γιος μου διαμαρτύρεται που δεν μπορώ χωρίς μουσική και ο μόνιμος καβγάς μας είναι αν θα ανοίξουμε ραδιόφωνο ή τηλεόραση... Γιατί όσο αγαπάω το ραδιόφωνο τόσο σιχαίνομαι την τηλεόραση... Αν μπορούσα θα ξήλωνα όλες τις τηλεοράσεις του σπιτιού .. Ευτυχώς το έτερο μου ήμισυ δεν αντέχει και εκείνο την τηλεόραση και έτσι όποτε μένουμε οι δυο μας ξεχνάμε πως υπάρχουν μέσα στο σπίτι. Πως τώρα ο μικρός μας βγήκε τόσο λάτρης της τηλεόρασης και εμείς απορούμε... Αυτό το ρημάδι το nickelodeon φταίει που να φάει μαύρο να ηρεμήσουμε! Ξέφυγα όμως πάλι... Αυτή η ανάρτηση δεν έχει να κάνει με την τηλεόραση.

Δεν χορεύω λοιπόν και ας ζω με μουσική σχεδόν πάντα στα αυτιά μου. Δεν χορεύω γιατί απλά δεν μου βγαίνει... Γιατί ενώ ο ρυθμός κάνει όλα μου τα κύτταρα να χορεύουν το σώμα μου αρνείται να ακολουθήσει... Και για να είμαι δίκαιη όταν μερακλώνω λικνίζομαι καθιστή , χτυπάω ρυθμικά τα πόδια μου κάτω από το τραπέζι, τραγουδάω (κακώς γιατί είμαι και παράφωνη!) ποτέ όμως δεν σηκώνομαι να χορέψω...άντε σχεδόν ποτέ. Οι φορές που έχω χορέψει είναι μετρημένες και ο λόγος συνήθως ήταν πως αν δεν χόρευα θα τραβούσα περισσότερο την προσοχή απ ότι αν χόρευα.. Και ζηλεύω τις γυναίκες που χορεύουν... αλήθεια ζηλεύω την ελευθερία που τους παρέχει το σώμα τους... Που δεν μασάνε σε ντροπές και που μέσα από την κίνηση εκφράζουν τόσα πράγματα. Και δεν μιλάω για τις χορεύτριες που αποτελούν ειδική κατηγορία...μιλάω για τις απλές γυναίκες που μπορούν την έμφυτη χάρη του γυναικείου φύλου να την παντρεύουν τόσο αρμονικά με την μουσική. Όπως είπα όμως και σε προηγούμενη ανάρτηση παλεύω να  αποδεχτώ πως δεν μπορώ να είμαι καλή σε όλα.. Γιατί αυτό ήταν το λάθος μου... Θεωρούσα μέχρι σήμερα πως για να χορέψω πρέπει να είμαι καλή και είναι 100% σίγουρο πως είμαι άθλια στον χορό... Σταμάτησα έτσι απλά να χορεύω...

Σήμερα λοιπόν το πρωί ξύπνησα, άνοιξα το ραδιόφωνο, έβαλα την καφετιέρα σε λειτουργία  και ετοίμασα το γάλα ενώ σιγοτραγουδούσα. Στη συνέχεια  ξύπνησα τον υιό μου τον αγαπητό και ρίξαμε ένα πρωινό ματς για το αν θα ακούσουμε nrg95 ή αν θα δούμε εφτά το πρωί Μπομπ ο σφουγγαράκης... Και φυσικά έχασα ακόμα μια φορά το ματς και έβαλα τα ακουστικά μου θυμωμένη που δεν πέρασε το δικό μου...Και κάπως έτσι ξεκίνησε ακόμα μια εβδομάδα... Τον ετοίμασα για το σχολείο, τον πήγα ,  πέρασα από το σούπερ μάρκετ στην επιστροφή και φορτωμένη σαν το γαϊδούρι ξαναμπήκα σπίτι αναστενάζοντας για τις δουλειές που θα έπρεπε να κάνω μέχρι να έρθει η ώρα να φύγω. Αυτές οι Δευτέρες δεν παλεύονται τις περισσότερες φορές... Και να θες να ευθυμήσεις λες και κάτι σε εμποδίζει..

Εκεί λοιπόν που έχω ανοίξει πάλι το ραδιόφωνο από αντίδραση σχεδόν στο τέρμα και τακτοποιώ τα ψώνια στα ντουλάπια  την προσοχή μου τραβάει το τραγούδι που παίζει ο ραδιοφωνικός σταθμός.. Και ενώ το έχω ξανακούσει στο παρελθόν για πρώτη φορά προσέχω τους στίχους.. "Life is a drink...and love's a drug" λένε οι coldplay και πλέον έχουν όλη μου την προσοχή ενώ το ψυγείο έχει μείνει ανοιχτό..Oh i , Oh i , Oh i  now i am feeling drunk and high ,so high... συνεχίζουν λίγο παρακάτω και άξαφνα νιώθω λες και είμαι  εγώ μεθυσμένη και μαστουρωμένη.. Χωρίς λοιπόν να το σκεφτώ και πολύ έχω αρχίσει και χοροπηδάω σαν το κατσίκι μες την μέση της κουζίνας με το μπουκάλι με το γάλα στο χέρι... Και ναι χορεύω! Ποιος εγώ, χορεύω! Πιο γελοίο θέαμα από αυτό δεν πρέπει να έχει υπάρξει αλλά ποσώς με απασχολεί. Διότι ναι ρε φίλε! Life is a drink and love's a drug! Kαι κακώς, πολύ κακώς δεν αφήνουμε τη ζωή να μας μεθύσει  και την αγάπη να μας μαστουρώσει!

Ένα θα σας πω... από εκείνη την ώρα δεν μπορώ να σταματήσω να χορεύω...Το τραγούδι παίζει στο repeat (πράγμα που επίσης συνηθίζω αν κάτι μ αρέσει...) και εγώ έκανα όλες τις δουλειές χορεύοντας! Μέχρι και το σιδέρωμα το έκανα και χόρευα!!!! Και σίδερο και χορός...χριστέ μου να δεις που ή άρρωστη είμαι...ή δεν την γλιτώνω τελικά την ζουρλομανδύα...

Στο δια ταύτα.. Δεν χόρΕΥΑ... αλλά  πλέον χορεύΩ ... Μόνη μου...στην κουζίνα μου... και το απολαμβάνω! Και χορεύω και την μαυρίλα της τσαγκαροδευτέρας διώχνω και όλα αυτά πολύ απλά γιατί.... Life is a drink and love's a drug!  

Περνάω κρίση μέσης ηλικίας..πλέον είναι αδιαμφισβήτητο... Κάποιες φορές το λέω κρίση μέσης ηλικίας, άλλες φορές το λέω δεύτερη εφηβεία, στην ουσία όμως όπως και να το βαφτίσω παραμένει το ίδιο... Όσο πλησιάζω τα σαράντα νιώθω όλο και πιο έντονα την ανάγκη να "επαναπροσδιοριστώ" σαν άνθρωπος (λες και με προσδιόρισα ποτέ....) Η διαδικασία αυτή λοιπόν ,που ας πούμε είναι πιο έντονη τον τελευταίο χρόνο, δεν είναι πάντα ευχάριστη... και όσο και αν μου προκαλεί κυκλοθυμικές αντιδράσεις (ωχ παναγία μου τι με περιμένει στην εμμηνόπαυση...) με κάνει μέρες σαν και τη σημερινή να χαμογελάω... Και αυτό γιατί μπορεί να μεγαλώνω αλλά ακόμα με ανακαλύπτω...

Και ενώ το τραγουδάκι συνεχίζει και παίζει στα αυτιά μου ακόμα και τώρα που γράφω την ανάρτηση κλεφτά στη δουλειά,  δεν μπορώ να σταματήσω να γελάω δαιμόνια σκεφτόμενη την αντίδραση του έτερου μου ήμισυ όταν θα του ζητήσω το βράδυ επιστρέφοντας από τη δουλειά να κανονίσουμε να πάμε το επόμενο σκ κάπου που να παίζει ωραία μουσική για να χορέψουμε! Ναι ο δόλιος είναι συνηθισμένος στα παλαβά μου. Ήρωας είναι για την ακρίβεια... Μαζί μου ποτέ δεν ξέρει τι θα του ξημερώσει, αλλά αυτό δεν νομίζω ότι θα το περιμένει! Κεραμίδα θα του έρθει μιας και ούτε εκείνος έχει την καλύτερη σχέση με τον χορό...

Πετράν...δεν φταίω.... "μέθυσα" και "μαστούρωσα" η γυναίκα... Βάλτα με τους coldplay και έλα να με χορέψεις τώρα που γυρίζει ;)          



Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

The power of will....ή αλλιώς "Δεν υπάρχει δεν μπορώ... Μόνο δεν θέλω..."

Πριν έναν χρόνο και έναν μήνα δεν ήξερα ούτε πως να κρατήσω τις βελόνες. Το μόνο που ήξερα με σιγουριά ήταν ότι εγώ θα μάθαινα να πλέκω! Όσοι με γνωρίζετε προσωπικά σίγουρα έχετε καταλάβει ένα πράγμα για μένα, πως είμαι ίσως ο πιο πεισματάρης άνθρωπος πάνω στο πλανήτη.

Ας σας πω όμως μια ιστορία (σιγά μην γλιτώνατε!) και ίσως καταλάβετε λίγο παραπάνω τις εμμονές που με πιάνουν κατά καιρούς. Σαν παιδί μεγάλωσα ακούγοντας Dolby από τη μαμά μου την φράση "Δεν υπάρχει δεν μπορώ...υπάρχει δεν θέλω!!!" Και ναι σαν παιδί με τσάντιζε απίστευτα που αυτή ήταν η απάντηση της κάθε φορά που λιγοψυχούσα μπροστά σε κάτι. Έμαθα λοιπόν να δίνω τις μάχες μου μέχρι τελικής πτώσης. Αρχικά ίσως για την αποδοχή της μαμάς μου, στην πορεία γιατί μου έγινε δεύτερη φύση. Με τα χρόνια απλά έγινα επιλεκτική ως προς τις μάχες μου. Πλέον τις δίνω μόνο για κάτι που αξίζει, σύμφωνα πάντα με τα δικά μου προσωπικά κριτήρια.

Αυτό μου λοιπόν το κουσούρι, να τερματίζω ότι ξεκινάω, σε συνδυασμό με τον αυθόρμητο χαρακτήρα μου, που παθιάζεται παραπάνω ίσως από ότι αρμόζει με σχεδόν οτιδήποτε μου προκαλεί ενδιαφέρον, με έχουν κάνει έναν άνθρωπο λίγο επιπόλαιο, αρκετά ειλικρινή και πολύ πεισματάρη που δεν συμβιβάζεται εύκολα με την μετριότητα και που συνεχώς βρίσκεται σε μια εσωτερική πάλη να αποδεχτεί, πως όσο και να προσπαθεί, είναι αδύνατο να τα καταφέρνει πάντα καλά.

Όσο όμως και να δουλεύω τα στραβά του χαρακτήρα μου δεν μπορώ να σταματήσω το κοριτσάκι με τα σχιστά ματάκια μέσα μου να χαζογελάει χαρούμενο όταν καταφέρνει να φέρει εις πέρας κάτι που θεωρούσε δύσκολο αρχικά. Και το πλέξιμο με βελόνες ήταν ένα από αυτά.

Πριν ένα χρόνο λοιπόν έκανα ανάρτηση αν θυμάστε, με την απελπισία μου που δεν κατάφερνα να βρω πως σκατά πρέπει να πιάνω τις βελόνες. Ένα χρόνο μετά, με επιμονή και πάθος, κατάφερα να μπορώ να δηλώνω πως πλέον έχουν γίνει προέκταση των χεριών μου! Και περήφανα θέλω να σας δείξω τι έχω καταφέρει μέσα σε αυτό τον έναν χρόνο εκτός από τα βασικά.

"Το κοριτσάκι λοιπόν (γιατί τέλος εγώ δεν θα μεγαλώσω ποτέ, το πήρα απόφαση...) έφτιαξε πολλά ζευγάρια κάλτσες....



κατάφερε να πλέξει γυναικείο πουλόβερ.....



πουλόβερ παιδικό....


ζακέτα απλή  ....

ζακέτα με σχέδιο... 



σάλι με δαντέλα.... 



Και τώρα έχει βάλει το μεγαλύτερο στοίχημα μέχρι στιγμής. Να καταφέρει να φτιάξει ένα πουλόβερ με πάνελ δαντέλας, που ειλικρινά είναι από θέμα κατασκευής ότι πιο απαιτητικό έχει τολμήσει. 

Το κοριτσάκι έτσι ευτυχισμένο χαζογελάει που κατάφερε ακόμα μια φορά, να διώξει τον αρχικό φόβο και με θέληση και υπομονή, έφερε εις πέρας την αποστολή βελόνες!!!"

Πλέον οι βελόνες μου είναι η συντροφιά μου, η παρηγοριά μου, η χαλάρωση μου και τώρα που το γράφω γελάω με το πόσο ζοριζόμουν στην αρχή. Ήθελα λοιπόν να τα μαζέψω όλα σε μια ανάρτηση για να θυμάμαι πως ναι δεν μπορώ να είμαι σε όλα καλή, αλλά μπορώ να προσπαθώ και όσο προσπαθώ, πάντα κάτι θα καταφέρνω!!!

Μην αφήσετε λοιπόν κανέναν να σας πείσει πως δεν μπορείτε να κάνετε κάτι, προσπαθήστε! Μην σηκώνετε τα χέρια ψηλά εύκολα. Γιατί λυπάμαι που θα το παραδεχτώ, αλλά η μαμά μου είχε δίκιο. Το δεν μπορώ μερικές φορές, απλά είναι η εύκολη λύση και θα την ευχαριστώ πάντα που με έμαθε έστω και με σκληρό τρόπο, να μην το βάζω κάτω. Παλεύω μάνα, παλεύω και για άλλα. Παλεύω για πολλά.... Κάθε μέρα μάχες δίνω και οι πιο δύσκολες είναι αυτές με τον εαυτό μου. Αυτές χάνω συνήθως, αλλά ξανασηκωνομαι και προσπαθώ...

Καιρό είχα να κάνω δημιουργική ανάρτηση. Σας έχω πεθάνει τον τελευταίο καιρό με το λογοτεχνικό απωθημένο μου, το ξέρω. Και ξέρω πως το μπλογκ μου έχει γίνει λίγο από όλα. Σαν να μην έχει πλέον καθαρή ταυτότητα. Πολλές φορές σκέφτηκα να προσπαθήσω να το συμμαζέψω, αλλά κατέληξα πως ναι, είναι λίγο μπάχαλο, αλλά αυτό το πολύχρωμο, φλύαρο, δημιουργικό μπάχαλο είμαι εγώ... Γιατί αυτή είμαι. Τη μια στιγμή πλέκω, την επόμενη φτιάχνω ιστορίες. Και που και που γράφω και τίποτα αυτοβιογραφικο από την καθημερινότητα μου. Εφτά χρόνια σε αυτό το blog έχετε διαβάσει και δει τόσο διαφορετικά πράγματα από μένα, που ειλικρινά απορώ ώρες ώρες, πως έρχεστε ξανά και ξανά. Προφανώς μέσα από όλα αυτά ίσως να με έχετε αγαπήσει για την τρέλα μου.

Hacuna Matata λοιπόν φίλοι μου!!!
Υγ αυτή η ανάρτηση είναι αφιερωμένη στη μαμά μου που σήμερα έχει γενέθλια. Να σε χαιρόμαστε ρε μάνα!!!

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

Το δωμάτιο με την γυάλινη οροφή...

 Όσο προσπαθώ επίμονα να σε θάψω βαθιά στο παρελθόν, τόσο σε αποζητά το "μέσα" μου. Και εκεί στην άκρη κάθεται η καταπιεσμένη  εφηβεία μου και κλαψουρίζει παρακαλώντας σε να "μπεις μέσα μου". Για μια φορά μόνο να μπεις μέσα μου... Αλήθεια; Παραμύθια;  Έχει σημασία;  Φυσικά και δεν έχει!  Στο είπα χίλιες φορές, το δικό μου το μυαλό σαλεμένο γεννήθηκε και μέσα στους λαβυρίνθους του κάνεις πολλά. Και το θέμα δεν είναι τι κάνεις εσύ, αλλά τι κάνω εγώ. Και εγώ μεταμορφώνομαι. Εγώ σε εκμεταλεύομαι σε κάθε επίπεδο και ω ναι το απολαμβάνω. Και σου το λέω με κάθε δυνατό τρόπο, αλλά επιλέγεις να μην ακούς ότι σε χρησιμοποιώ. Άσε λοιπόν τα χέρια μου που καίνε χειμώνα καλοκαίρι να σε κάψουν έστω και μέσα στο μυαλό μου. Γιατί ναι μπορεί να είναι δυο μικρά χέρια, αλλά οδοστρωτήρες γίνονται με το άγγιγμα τους. Δεν με πιστεύεις; Αυλάκια μπορούν να ανοίξουν πάνω στο σώμα σου. Και μέσα στα αυλάκια να ρέει ιδρώτας και πόθος και εγώ διψασμένη με τα χείλη μου προσεκτικά, να πιάνω κάθε σταγόνα και να μεθώ. Και σε κάθε λιγωμένο αναστεναγμό, σε κάθε μικρή γουλιά να σταματάει ο χρόνος. Δεν με έχεις ακούσει να αναστενάζω. Δεν θα με ακούσεις ποτέ να αναστενάζω... Καλύτερα έτσι. Σε εκείνο λοιπόν το δωμάτιο με την γυάλινη οροφή όλα διάφανα, όλα καθαρά, χωρίς πρέπει και δεν πρέπει, χωρίς την "πολυκοσμία" που μας περιβάλει. Μόνο εσύ και εγώ και απέξω νύχτα. Ναι νύχτα και ας είσαι άνθρωπος της μέρας. Κρύψου για λίγο μαζί μου στο σκοτάδι, κάνε μου το χατήρι... Και ύστερα βγες να ξεπλυθείς στον ήλιο σου διώχνοντας τα απομεινάρια. Το κάναμε άλλωστε και ένα άλλο βράδυ σε ένα λιγότερο ειδυλλιακό τοπίο από αυτό, θυμάσαι; Τότε με άφησες να σε τραβήξω στο σκοτάδι μου και ας με έβλεπες για πρώτη φορά.  Και ας σου ζήτησα να μην με αγγίξεις. Ναι εκεί με "κέρδισες" να ξέρεις. Όταν δέχτηκες να μην με αγγίξεις. Που να θυμάσαι όμως... Ο ρημάδης ο χρόνος όλα τα σβήνει σιγά σιγά. Την γεύση πήρε πρώτη, τους ήχους στην συνέχεια και τελευταία πήρε την μυρωδιά. Αυτή εκεί καρφωμένη να μην λέει να φύγει. Ώσπου στο τέλος λύγισε και χάθηκε και αυτή. Και απέμεινε μόνο η απορία. Αλήθεια; Παραμύθια; Έχει σημασία; Άσε με λοιπόν κάτω από τη γυάλινη οροφή, με το φεγγάρι για λάμπα, να σε κοιτάξω κατάματα και να σου χαμογελάσω με αμηχανία. Και άσε με να πιάσω τους καρπούς των χεριών σου. Άσε με να γείρω ελαφρά προς το μέρος σου και άσε με να ιχνηλατήσω αργά τη διαδρομή μέχρι τους ώμους σου. Και ύστερα άσε με να πάρω τα χέρια σου και να τα βάλω στον λαιμό μου. Αν τα ελέγχω εγώ τα χέρια σου τότε όλα θα είναι πιο εύκολα. Εύφλεκτο υλικό το δέρμα μου δυστυχώς. Και φίλα με!  Κόψε μου την ανάσα! Κόψε την παροχή οξυγόνου! Δεν καίει λεν φωτιά χωρίς οξυγόνο. Μαλακίες! Μια χαρά καίει. Και κάνε το φιλί να μοιάζει με θάνατο. Γιατί μπορείς να το κάνεις αυτό στο βεβαιώνω. Ναι βραχυκυκλώνω όταν ο εγκέφαλος  μου δεν παίρνει οξυγόνο. Και είναι η πιο λυτρωτική αίσθηση αυτή να σταματάς το δικό μου το μυαλό από την υπερλειτουργία του. Και όσο απελπισμένη θα προσπαθώ να ξεκολλήσω από πάνω σου, μην με αφήσεις... Αυτή τη φορά μην με αφήσεις χαζέ! Σφίξε με περισσότερο και κομμάτια θα γίνω, λες και είμαι και εγώ γυάλινη σαν την οροφή. Γιατί ναι σε αυτό είχες ένα δίκιο, το ορίζω από το ικετεύω ελάχιστα αγγίγματα απέχουν, ελάχιστες κοφτές ανάσες.. Και μόνη μου παραζαλισμένη θα σου ελευθερώσω κομμάτια σάρκας. Γιατί μέσα στο δωμάτιο με τη γυάλινη οροφή είμαστε μόνο εσύ και εγώ και ακόμα και οι ανασφάλειες μου, κλειδωμένες είναι απέξω. Και καθώς κάθε ρούχο  θα φεύγει θυσία στη νύχτα , μην σταματάς να με αγγίζεις. Και κλείσε με γυμνή μέσα στην δική σου γυμνή αγκαλιά και άσε τα σώματα να κουμπώσουν με τον μοναδικό τρόπο που κουμπώνουν ακόμα και τα πιο αταίριαστα. Το νιώθεις; Δεν είναι το τρέμουλο δισταγμός. Αδημονία λέγεται και πλέον κυλάει σε κάθε κύτταρο. Και να θες να κρυφτείς το σώμα σου σε προδίδει. Και δεν προδίδει μόνο εσάς τους άντρες. Δεν μπορεί να μην το νιώθεις. Άγγιξε τα σωστά σημεία και θα πάρεις την μεγαλοπρεπή επιβεβαίωση σου πως πλέον όλα πάνω μου ικετεύουν. Μα γιατί διστάζεις; Ακόμα δεν είσαι σίγουρος; Άσε με τότε να χαράξω διαδρομή μέχρι το αυτί σου και άσε με να στο ψιθυρίσω. Πρώτη προσπάθεια και πνίγονται οι λέξεις σε μικρά φιλιά. Δεύτερη προσπάθεια και τις κόβει ένας λυγμός. Τρίτη προσπάθεια  και επιτέλους κατάφερα να τις ξεστομίσω. Και πλέον γελάει η δική σου ματαιοδοξία, σχεδόν με ξεκουφαίνει αλλά δεν με νοιάζει. Μέσα από το δωμάτιο με την γυάλινη οροφή  κανένας δεν θα βγει νικητής ή χαμένος. Και θέλω να σε βασανίσω. Αλήθεια το θέλω. Θέλω να σε κάνω να το ζητάς εσύ αντί για μένα, αλλά το έσκασε και ο εγωισμός από το παράθυρο μαζί με τις ανασφάλειες και άντε να βγω στο κρύο να τον μαζέψω. Και είναι τόσο ζεστά έτσι όπως είμαι γυμνή κολλημένη πάνω σου. Ποιος τον χέζει τον εγωισμό! Και σε καθίζω γλυκέ μου Γολιάθ στην άκρη του κρεβατιού ανυπόμονα και πριν προλάβεις να καταλάβεις τι ετοιμάζω, πλέον δεν ικευτεύω. Πλέον απαιτώ και παίρνω! Πλέον δεν σε παρακαλώ να μπεις μέσα μου. Πλέον μόνη μου τυλίγοντας σφιχτά τα πόδια μου γύρω σου σε καλωσορίζω εντός μου. Το νιώθεις; Εσοχή προεξοχή σε πλήρη αρμονία κάτω από το φεγγάρι. Μείνε ακίνητος! Γιαυτό σε σφίγγω. Μην κουνιέσαι. Νιώσε για λίγα δευτερόλεπτα πως συσπώνται οι μυς από το κούμπωμα. Αλήθεια, αντανακλαστικά γίνεται. Το ξένο σώμα προσπαθεί να γίνει ένα με τον υποδοχέα. Και εκείνος αντιδρά. Ανόητε υποδοχέα, χαμένος κόπος, άδικα παλεύεις. Μην με κοιτάς στα μάτια, μην με φιλάς, μη σου λέω..Ορίστε χαλάρωσα τα πόδια μου. Σε ελευθέρωσα. Δικό σου το παιχνίδι, πάντα δικό σας ήταν άλλωστε. Άσε με μόνο, ναι αυτό, άσε με έτσι καθισμένη πάνω σου και δώσε εσύ ρυθμό. Μην ανησυχείς θα σε προφτάσω. Αυτοαναφλεγόμενο σου θυμίζω. Με ακούς; Ο ρυθμός της ανάσας μου στο αυτί σου με προδίδει. Με νιώθεις; Τα χέρια μου που σε σφίγγουν όλο και περισσότερο και οι μυς μου που συσπώνται ανεξέλεγκτα με προδίδουν. Με βλέπεις; Η έκφραση του προσώπου μου με προδίδει. Ποτέ μου δεν κατάλαβα πως μια γυναίκα μπορεί να το προσποιηθεί αυτό. Μάλλον μια γυναίκα που δεν το έχει νιώσει ποτέ στη ζωή της! Ποτέ μου δεν κατάλαβα πως μπορεί ένας άντρας να μην καταλάβει το ψέμα. Μάλλον ένας άντρας που δεν έχει δει τη συγκεκριμένη γυναίκα να τελειώνει αληθινά! Και όσο εγώ θα χάνομαι, γιατί με χάσιμο μοιάζει η αίσθηση, εκμεταλεύσου τον παραδομένο ξέπνοο υποδοχέα. Ναι κάνε το σου λέω! Μύθος και χίμαιρα ο συγχρονισμός, που δεν χωράει ούτε μέσα σε μια ουτοπία σαν αυτή. Έλα μωρό μου, είναι η δική μου σειρά τώρα,  μην μου το στερείς... Άσε τις δικές μου αισθήσεις να χορτάσουν από την δική σου ικανοποίηση. Τώρα εγώ σε ακούω, εγώ σε νιώθω, εγώ σε βλέπω. Και πες το μου. Πες το μου αφού ξέρεις πόσο αγαπάω τις λέξεις. Ναι ιδρωμένοι και αποκαμωμένοι,  εκεί στην γωνία του τεράστιου κρεβατιού που χρησιμοποιήσαμε μόνο την άκρη του,  κάτω από τη γυάλινη οροφή,  με λάμπα το φεγγάρι, θα κοιτάξω εγώ εσένα και εσύ εμένα. Και όσο θα γλιστράω μαλακά μακρυά σου αφήνοντας το οξυγόνο , τα ρούχα, την απόσταση, τα πρέπει και τα δεν πρέπει, τα χιλιόμετρα, τις ανασφάλειες να ορμήξουν και πάλι ανάμεσα μας θα σε ακούσω όσο κλείνω πίσω μου την πόρτα να λες. Αλήθεια; Παραμύθια; Έχει σημασία; Φυσικά και δεν έχει... _            

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

Puccarina's diary Vol7:Καλή σχολική χρονιά μας βρε!

Η αρχή της νέας σχολικής χρονιάς είναι τόσο όμορφη. Φρεσκοξυσμένα μολύβια,  καθαρές τσάντες, μυρωδάτα κολαριστά βιβλία και νοσταλγία. Άπειρη νοσταλγία... Σοβαρά τώρα υπάρχει έστω και ένας που να έχαψε τις μπούρδες που μόλις έγραψα; Αν ναι, τότε δεν έχεις ακόμα παιδιά φίλε μου!  Πάμε λοιπόν πάλι από την αρχή, αυτή τη φορά μέσα στη σφαίρα της πραγματικότητας!!!

Ώρα Ελλάδος έντεκα πάρα το βράδυ και από την σημερινή υπερένταση γράφω πρώτη φορά ανάρτηση ξαπλωμένη από το κινητό μου...οποία κατάντια!!! Η έναρξη κάθε νέας σχολικής χρονιάς είναι λες και δοκιμάζει τις αντοχές μου και δυστυχώς όχι μόνο τις δικές μου.

Μετά από ένα γεμάτο οχτάωρο στη δουλειά επιστρέφεις στο σπίτι που σε περιμένει ένα τρέξιμο ολυμπιακών διαστάσεων. Μια τεράστια λίστα, που την αποκαλώ χαριτολογώντας η "λίστα του Σίντλερ",  σε περιμένει μέσα στην τσάντα μαζί με ένα σωρό βιβλία. Τρως στα γρήγορα κάτι και αρχίζεις να μελετάς την λίστα, που από την κούραση είναι λες και είναι γραμμένη στα σουαχίλι. Ετοιμάζεις το φαΐ της επόμενης μέρας,  γιατί νηστικό αρκούδι ως γνωστό δεν χορεύει, και τρέχεις στο πλησιέστερο βιβλιοπωλείο, για να διαπιστώσεις με φρίκη ακόμα μια φορά, πως δεν πρωτοτύπησες σε τίποτα. Κάθεσαι λοιπόν υπομονετικά και περιμένεις να έρθει η σειρά σου και παρατηρείς. Λίγο παραδίπλα μια μαμά προσπαθεί απεγνωσμένα να πείσει τον γιο της πως οι ετικέτες star wars δεν είναι ότι καλύτερο για τα βιβλία των θρησκευτικών,  ενώ μπροστά σου ακριβώς μια άλλη ταλαίπωρη προσπαθεί να πείσει το κοριτσάκι της πως η δασκάλα ζήτησε πορτοκαλί τετράδιο και όχι ροζ όπως εκείνο επιμένει. Έτοιμη είσαι να πεις στη μικρούλα πως "orange is the new black", αλλά αμφιβάλλεις αν η μικρή βλέπει αμερικανικές σειρές και το βουλώνεις. Και τα λεπτά περνάνε και η ορθοστασία αρχίζει  να σε γονατίζει. Ώσπου έρχεται η σειρά σου και ενώ είσαι αποφασισμένη πως εσύ δεν θα κάνεις δύο ώρες να διαλέξεις μολύβια , σκαλώνει ο εγκέφαλος σου και δυσκολεύεσαι να διαλέξεις χρώμα φάκελο.

Και κάποτε επιτέλους τελειώνεις και φορτωμένη σαν το γαϊδούρι, με τα χαρτόνια κανσόν να εξέχουν από τη σακούλα και να μαγκώνουν παντού, τρέχεις πίσω στο σπίτι γιατί έχεις και συνέχεια.

Φτιάχνεις στα γρήγορα ένα καφέ ντεκαφεινε, γιατί δεν έχεις και χολή πλέον μέσα σε όλα τα άλλα και ο γιατρός είπε με το μαλακό οι καφέδες (καλέ μου γιατρούλη σοβαρά πως θα την βγάλω χωρίς καφεΐνη πλάκα με κάνεις ;),  και στρώνεσαι στο τραπέζι της κουζίνας με τα ψαλιδάκια σου, βέβαιη πως φέτος θα τα καταφέρεις να ντύσεις τα βιβλία χωρίς να βρίζεις από μέσα σου Θεούς και δαίμονες. Γιατί είσαι μάνα της νέας γενιάς και το μπινελίκι πρέπει να το πνίγεις για να δίνεις το σωστό παράδειγμα!

Και αρχίζει το μέγα μαρτύριο....Φυσαλίδες αέρα που αναρωτιέσαι πως σκατά δημιουργήθηκαν σε όλη την επιφάνεια,  εσύ με ένα χάρακα να προσπαθείς να απεγκλωβίσεις τον αέρα και να κολλάει μια τρίχα στα γυμνά σημεία του αυτοκόλλητου. Να προσπαθείς να βγάλεις την τρίχα και το αυτοκόλλητο να έχει κολλήσει πλέον στο τραπέζι. Να τραβάς να το ξεκολλήσεις από εκεί και να βλέπεις πως πλέον υπάρχει και ένα ψίχουλο πάνω. Και αφού μετά από ώρα κοιτάζεις το φρεσκοντυμμένο βιβλίο και αναρωτιέσαι αν όλες είναι τόσο κουλές όσο εσύ, διαπιστώνεις πως το ζώον ναι μεν κόλλησες την ετικέτα, αλλά ξέχασες να την γράψεις!!!  Και πλέον το καταπιεσμένο μπινελίκι δεν μπορεί να συγκρατηθεί...

-Μαμά!!!!
-Συγνώμη μου ξέφυγε...
-Ρε μαμά εδώ έχει μια τρίχα από τα μαλλιά σου...
-Φτου και άλλη είχε κολλήσει;  Δεν την είδα.
-Και τώρα τι κάνουμε μου λες;
-Τώρα την αφήνουμε...είδες η μαμά μέχρι και το DNA της βάζει στα βιβλία σου!!
- Το ποιο;
-Άστο βρε αγάπη μου και πήγαινε πιο εκεί να ντύσω το επόμενο.
- Πιο καλό να το κάνεις όμως και χωρίς τρίχες!
-Θα προσπαθήσω....

Και ώρες μετά έχεις τελειώσει με τα βιβλία, τις ετικέτες των βιβλίων , τις ετικέτες των τετραδίων, τις ετικέτες που ζήτησε η δασκάλα να κολλήσεις πάνω σε μπογιές μαρκαδόρους και λοιπό εξοπλισμό εικαστικών που έχεις ξεχάσει πλέον πως λένε εσένα την ίδια τόσες φορές που έγραψε το όνομα του παιδιού σου.

Και φυσικά πάνω που λες, οκ τα κατάφερα και φέτος, θυμάσαι πως έχεις να γράψεις τις ετικέτες και στα βιβλία των αγγλικών!  Γιατί είχες και τη φαϊνή ιδέα να αυτοβασανιστείς και με αγγλικά φέτος. Αρχίζεις λοιπόν να γράφεις αγγλικά το όνομα και να ρίχνεις λονδρέζικα μπινελίκια από μέσα σου για να είσαι και συντονισμένη με το αντικείμενο!

-Πρέπει να διαλέξουμε και ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη σου...Δεν μου λες ποιο προτιμάς να δώσουμε;
-Δεν μιλάς σοβαρά μαμά!
- Έλα βρε αγάπη μου διάλεξε ένα να τελειώνουμε.
-Όχι από τα βιβλία της νονάς και όχι από τα βιβλία που μου έχουν πάρει οι θείες μου.
-Ναι συμφωνώ σε αυτό , κάποιο που να μην στο έχουν πάρει δώρο.
-Ούτε από τα βιβλία που μου έχεις πάρει εσύ.
-Δημήτρη καταλαβαίνεις πως έτσι δεν μένει και κανένα βιβλίο...; Έλα διάλεξε ένα!!! Να δώσουμε αυτό;
-Πας καλά;  Αυτό είναι το αγαπημένο μου!!!
-Μια φορά το διαβάσαμε ρε παιδάκι μου, ποιο αγαπημένο σου;
-Μαμά άκου έχω μια ιδέα..  Δεν μπαίνεις να παραγγγείλουμε ένα καινούριο από αυτό το μαγαζί στο ίντερνετ που μου είχες πάρει την άλλη φορά;
- Να παραγγγείλουμε, τι να σε κάνω!
- Α και να σου πω, διάλεξε ότι θες αλλά να το πάρεις δύο φορές να το έχω και εγώ στο σπίτι.

Και κάθεσαι μπροστά στο κινητό θολωμένη να διαλέξεις και παραμύθι και τραβάς και τα μαλλιά σου που είχες δεν είχες τον κόλλησες την αγάπη για τα βιβλία. Πλήρωνε τώρα ηλίθια και διπλά βιβλία! Εντάξει καταβάθος χαίρεσαι, αλλά πολλά τα λεφτά Άρη μέσα σε λίγες μέρες.

Και τελειώνεις επιτέλους με όλα και ψήνεις ένα τοστ, ταΐζεις το σκυλάκι που παραλίγο να το ξεχάσεις νηστικό και λες επιτέλους θα ξεκουραστώ τώρα.  Αμ δε!! Ρούχα να φορέσει αύριο σιδερωμένα δεν έχει. Τον κάνεις λοιπόν ένα μπάνιο στα γρήγορα, τον βάζεις να πλύνει δόντια και τον στέλνεις για ύπνο γιατί δεν θα ξυπνάει το πρωί.

Και αφού ξεραθεί στον ύπνο ανοίγεις τη σιδερώστρα, βάζεις και το ραδιόφωνο χαμηλά χαμηλά μην τον ξυπνήσεις και αρχίζεις να σιδερώνεις στον εντελώς αυτόματο.

Ώρα Ελλάδος λοιπόν έντεκα και μισή μμ και εσύ πριν δέκα λεπτά έβγαλες από πάνω σου τα ρούχα που φόρεσες στις έξι το πρωί...
Ώρα Ελλάδος έντεκα και μισή μμ και από την υπερένταση αντί να κλέβεις καμία ώρα ύπνο κάθεσαι και γράφεις...
Ώρα Ελλάδος έντεκα και μισή μμ και ξαπλωμένη αναρωτιέσαι αν μόνο εσύ μετράς τις μέρες για τα Χριστούγεννα...
Ώρα Ελλάδος έντεκα και μισή μμ και τα μάτια σου επιτέλους αρχίζουν να βαραίνουν...

Καλή σχολική χρονιά μας λοιπόν και καληνύχτα!


Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

Φύγε...

Πατρίδα όσο και αν έψαξα δεν βρήκα
του νου μου τα υπόστεγα είναι τρύπια
και μπάζει από κάθε κυτταρό μου
λίγο η τρέλα, λίγο η φωτιά, λίγο ετούτο το παραπονό μου.

Δεν χάραξαν επάνω μου οι μοίρες
του χρόνου τα σημάδια αυτά που είδες
και αν νόμιζες πως κάτι έχω να δώσω
συγνώμη σου ζητώ, λυπάμαι τόσο.

Πυξίδα της ζωής μου η ανάγκη
ποτέ δεν ακολούθησα έναν χάρτη
προσπέρασε και φύγε μακριά
τόσες φορές σου το πα είμαι πυρκαγιά

Τραμπάλα κάνουνε το θέλω και το πρέπει
και λάμπει ο ήλιος έξω ένω βρέχει
τα αντίθετα πως μοιάζουν τελικά
τα αντίθετα κουμπώνουν πιο σωστά.

Γιαυτό σου λέω πάψε να πεισμώνεις
δεν έχει νοήμα όσο και να θυμώνεις
χαμένο το παιχνίδι απ' την αρχή
ψευδαίσθηση της νύχτας η σιωπή.

Και όσο θα φεύγεις μακρυά απο μένα
καπνός θα γίνομαι απο σώμα και αίμα
και στου τσιγάρου μου την πρώτη ρουφηξιά
θα λιώνει η μνήμη μες την λησμονιά.

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2016

Με μια σοκοφρέτα: Κεφάλαιο 20

-Ελπίδα, έχεις επισκέψεις..
-Σου είπα δεν θα δω κανέναν. Διώξε όποιον και αν ήρθε...είπε και γύρισε πλευρό
-Ελπίδα δεν φεύγει..και νομίζω πως με τον συγκεκριμένο πρέπει να μιλήσεις... Δύο εβδομάδες τώρα δεν δέχτηκες να μιλήσεις με κανέναν... Έδιωξα την μάνα σου...έδιωξα τα ξαδέλφια σου...Αλλά δεν πάει άλλο η κατάσταση... Είσαι με υπνωτικά δύο εβδομάδες...
-Δεν έχω μάνα...δεν έχω ξαδέλφια...δεν έχω κανέναν... ψέλλισε και χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα. Και ύστερα άκουσε μια φασαρία και πριν προλάβει να καταλάβει τι γινόταν κάποιος την ξεσκέπαζε απότομα και την σήκωνε με τη βία όρθια.
-Θα μου μιλήσεις ακόμα και αν το κάνεις με το ζόρι! απαίτησε ο Νίκος ενώ ο Αργύρης σαστισμένος στην πόρτα αμφιταλαντευόταν αν θα τον άφηνε να την πιέσει ή όχι. Και βλέποντας για πρώτη φορά μετά από τόσες μέρες λίγη ζωντάνια στο βλέμμα της αποφάσισε πως θα τον άφηνε και έκλεισε την πόρτα του υπνοδωματίου αφήνοντας τους μόνους.
-Τώρα που θέλετε εσείς να μιλήσετε , δεν θέλω εγώ... τόσο δύσκολο σας είναι να το δεχτείτε? είπε και προσπάθησε να ξανα ξαπλώσει αλλά ο Νίκος την σήκωσε πάλι όρθια και σέρνοντας την στο μπάνιο άρχισε να την καταβρέχει στο κεφάλι.
-Είσαι τρελός? Τι κάνεις???
-Προσπαθώ να σε συνεφέρω να μιλήσουμε!  Γιατί θα μιλήσουμε Ελπίδα!
-Με προδώσατε...
-Ναι εγώ ίσως και να σε πρόδωσα! Εκείνη όμως δεν σε πρόδωσε δευτερόλεπτο!
-Ψέματα...όλη η ζωή μου ένα ψέμα...
-Ελπίδα άκου με και άκου με καλά! Ο άνθρωπος που σου έχει σταθεί περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο κόντεψε να πεθάνει... Και εσύ αντί να είσαι δίπλα του κάθεσαι εδώ και κλαις τα δεινά που σε βρήκαν. Και ναι δεν λέω...Ήταν μεγάλο σοκ για σένα...Αλλά για ένα λεπτό σκέψου τι έχει περάσει εκείνη! Την χτυπούσε Ελπίδα...Χρόνια την χτυπούσε...και όταν δεν την χτυπούσε την πλήγωνε λεκτικά... Και εγώ ένα εξάμηνο είναι που ξέρω πως το έκανε συστηματικά ...Είχα μια πρώτη ένδειξη πολύ καιρό πριν αλλά νόμιζα πως δεν θα είχε συνέχεια. Αλλά έκανα λάθος! Και για χρόνια την πλήγωνε με κάθε δυνατό τρόπο και εκείνη άντεχε...έκανε υπομονή και δεν είχε πει κουβέντα σε κανέναν... Πως να ζητήσει βοήθεια από εσένα που δεν μπορούσες να διαχειριστείς ούτε τα δικά σου προβλήματα? Και ύστερα πέθανε ο πατέρας της και εσύ δεν εμφανίστηκες καν...Αλλά εκείνη σε συγχώρεσε... Και σαν να μην έφτανε η απώλεια της, έμαθε πως είσαστε και αδελφές... Και έπρεπε να στο κρύψει.. Σε αναζητούσε ο πατέρας σας πριν ξεψυχήσει μου είπε πριν από χρόνια και τότε δεν κατάλαβα λέξη... τώρα καταλαβαίνω γιατί...Μπες για λίγο στην θέση της...Όσο για μένα, με άκουσες εκείνο το βράδυ? Ποτέ της! Ποτέ της δεν με άφησε να την πλησιάσω ερωτικά...Και φορτώθηκε και αυτό να κουβαλάει... Τι να σου έλεγε? Θα μπορούσες να το αντέξεις? Το κατάπιε έτσι και με κάθε αφορμή με έσπρωχνε να είμαι δίπλα σου. Τι της χρεώνεις? Πρέπει να διαβάσεις την ομολογία του καθάρματος.... Τόσο άρρωστος είναι που τα περιέγραψε όλα στον ανακριτή με κάθε λεπτομέρεια...Έχει κατάγματα Ελπίδα στο θώρακα και μπορεί τελικά να κατάφεραν να σώσουν το νεφρό της και να ράψουν τα σχισίματα αλλά οι ψυχολόγοι λένε πως ίσως να μην καταφέρει το μυαλό της να ξεπεράσει το σοκ. Σαν σακί την κλωτσούσε ένας Θεός ξέρει πόση ώρα...και αυτό γιατί του είπε πως θα έφευγε... Γιατί νωρίτερα μας είχε δει μαζί... Γιατί την έβλεπα μια φορά την εβδομάδα από όταν κατάλαβα τι της έκανε το καθίκι για να βεβαιώνομαι πως δεν θα την σκοτώσει. Αλλά ήταν ανένδοτη να πάμε στην αστυνομία... Μέχρι τελευταία στιγμή τον προστάτευε... Εκείνον και εσένα προστάτευε και ορίστε τώρα...Εκείνος την έστειλε στο νοσοκομείο και εσύ ακόμα μια φορά την άφησες μόνη της! Ίδιοι λοιπόν είσαστε! Εκείνος την "σκότωσε" από κάθε άποψη και εσύ την σπρώχνεις μες τον τάφο στερώντας της το μόνο πράγμα που ίσως την βοηθήσει. Κάτσε λοιπόν εδώ με τα χάπια σου και κλάψε για τον χαμένο μας έρωτα... Κάτσε εδώ και κλάψε για τους γονείς σου που σε μια στιγμή ανάγκης σε έδωσαν...Κλάψε για τα ψέματα που αναγκάστηκε να σου πει για να μην περάσεις αυτό που περνάς τώρα θυσιάζοντας τον εαυτό της... Κλάψε παρέα με τον πληγωμένο σου εγωισμό και άσε την μόνη της! Κανένας μας δεν είναι άξιος της να ξέρεις... Εκείνος την έκανε κομμάτια, εσύ έριξες μια κλωτσιά και τα σκόρπισες και εγώ καθόμουν και σας κοιτούσα... Και οι τρεις μας θα πρέπει να ζήσουμε με τις τύψεις μας από εδώ και στο εξής! Και όλοι μας στο όνομα της γαμημένης της αγάπης...Στο όνομα της αγάπης...   είπε και θυμωμένος βγήκε από το μπάνιο αφήνοντας την Ελπίδα βρεγμένη στο πάτωμα να σκέφτεται τα λόγια του...


..................................................................................................................................................

Κοίταξε νευρικά τα χέρια της που έτρεμαν από αμηχανία και τα έδεσε μεταξύ τους για να τα σταματήσει.
-Συγνώμη που άργησα...
-Δεν πειράζει κάθισε...
-Πως είσαι Ελπίδα?
-Καλύτερα... Εκείνη πως είναι?
-Αύριο μας δίνουν εξιτήριο...
-Μίλησε καθόλου? Τρώει?
-Ελάχιστα και από τα δύο...
-Στο χωριό θα την πάρετε?
-Ναι...και θα την πηγαίνουμε για τακτικούς ελέγχους
-Εντάξει...Τα νομικά τα έχω τακτοποιήσει όπως σου είπα και την προηγούμενη φορά... Θα τον κλείσουμε μέσα Μαρία...βρήκα συνάδελφο που θα τον κάνει να πληρώσει για όλα όσα έκανε...
-Μακάρι....Γιατί δεν με αφήνεις να της πω τι έχεις κάνει ένα μήνα τώρα? Γιατί δεν έρχεσαι να την δεις η ίδια?
-Τίποτα δεν έχω κάνει... Μπροστά σε ότι έκανε εκείνη για μένα.. Και αν δεν έρχομαι δεν είναι γιατί δεν θέλω...αλλά γιατί ντρέπομαι...
-Ελπίδα η Βασούλα σε αγαπάει...Πάντα σε αγαπούσε... Μόνο το όνομα σου βγήκε από τα χείλι της όταν συνήλθε ...Αυτό και μετά σιωπή... Έλα να την δεις...
-Δεν είμαι καλός άνθρωπος Μαρία...Δύο φορές την πρόδωσα... Δύο... Ειλικρινά αυτή τη φορά κρατιέμαι μακρυά για να μην την πληγώσω άλλο...Είναι τόσο ευάλωτη αυτή τη στιγμή... Το ξέρω πως ίσως να με συγχωρέσει αλλά πλέον δεν μπορώ να συγχωρέσω εγώ τον εαυτό μου... Το μόνο που μπορώ να κάνω για να βρει λίγη ηρεμία η συνείδηση μου είναι αυτό που κάνω...Να βεβαιωθώ πως θα σαπίσει εκείνος στη φυλακή και να αφήσω τον Νίκο ελεύθερο να την βοηθήσει... Πες μου έχει καταφέρει τίποτα?
-Λίγα πράγματα...Μαζί του πάντα είναι ήρεμη... Τις ώρες που εκείνος έρχεται πάντα είναι πιο ήρεμη...
-Κάτι είναι και αυτό....Σιγά σιγά θα τον αφήσει να την πλησιάσει...Αν δεν είμαι εγώ στην μέση όλα θα διορθωθούν...
-Όχι Ελπίδα...κάνεις λάθος... Τίποτα δεν θα διορθωθεί...Σκέψου το λιγάκι και έλα να την δεις..Χωρίς εσένα δεν θα είναι ποτέ ίδια... Κανείς μας χωρίς εσένα δεν θα είναι ποτέ ίδιος... Αρκετά δεν υποφέραμε όλοι από αυτή την ιστορία? Έλα και δώσε ένα τέλος...Κάνε το όνομα σου το τέλος που όλοι θέλουμε...Δώσε μας Ελπίδα λίγη ελπίδα... , είπε η Μαρία και αφού την φίλησε βγήκε σκυφτή από την μικρή καφετέρια...

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ένα μικρό χτύπημα στο τζαμάκι της πόρτας της κουζίνας ακούστηκε μέσα στην ησυχία του σπιτιού. Η μάνα της είχε πάει στο νεκροταφείο. Θα αργούσε να γυρίσει... Μα ποιος μπορεί να χτυπούσε το τζαμάκι μες το μεσημέρι?  Με προσοχή έσπρωξε το φλιτζανάκι του μπαμπά της στο κέντρο του τραπεζιού και σηκώθηκε με δυσκολία να δει ποιος της χτυπούσε.

Πρώτα είδε την σοκοφρέτα....και ύστερα είδε το πρόσωπο της Ελπίδας..Και με δάκρυα στα μάτια άνοιξε την πόρτα... Και την έπιασε η Ελπίδα τρυφερά από το χέρι και την παρέσυρε στην αυλή με αργά προσεκτικά βήματα. Και την βοήθησε να ανεβεί πάνω στην μάντρα και κάθισε δίπλα της..
-Η τρίτη και φαρμακερή, είπε και ξετύλιξε την σοκοφρέτα. Και την έκοψε στην μέση και της έδωσε την μισή...
-Με αυτή τη σοκοφρέτα υπόσχομαι με μια σοκοφρέτα πάντα να γυρίζω πίσω.... Με μια σοκοφρέτα να σβήνω τα λάθη...Με μια σοκοφρέτα να κάνω καινούρια ξεκινήματα...Με μια σοκοφρέτα να βρίσκω το χαμένο δρόμο μου πίσω σε σένα...
-Υπόσχομαι....είπε η Βασούλα συγκινημένη...  Και την πήρε αγκαλιά η Ελπίδα και κλαίγοντας έφαγαν την σοκοφρέτα. Και λέρωσαν τα ρούχα τους με δάκρυα και σοκολάτα κάτω από το μεσημεριανό ήλιο...

Γιατί αυτή η ιστορία ξεκίνησε σε ένα μικρό χωριό με ένα σοκολατένιο λεκέ πάνω σε ένα καρό φορεματάκι, με ένα πιάτο φασολάδα λίγο πιο αλμυρό από το κανονικό λόγο κάποιων δακρύων και με δύο κοριτσάκια πάνω σε ένα μαντρότοιχο και τελείωνε με δύο γυναίκες πάνω στον ίδιο μαντρότοιχο με καινούριους λεκέδες από σοκολάτα και με γλυκά δάκρυα ελπίδας αυτή τη φορά._  

ΤΕΛΟΣ

Ποτέ στη ως τώρα ζωή μου δεν μπόρεσα να κατανοήσω τη βία σε οποιαδήποτε μορφή της, πόσο μάλλον μέσα σε μια σχέση αγάπης... Και όποτε τη συνάντησα τυχαία σαν παρατηρητής, πάντα το μυαλό μου αντανακλαστικά έτρεξε να την αφορίσει...Η ιστορία της Βασούλας ξεκίνησε να γράφεται πριν από σχεδόν δύο χρόνια και για πολύ καιρό έμενε στο "συρτάρι". Κάτι με δυσκόλευε σε αυτή την ιστορία... Ίσως επειδή το έναυσμα και η αφετηρίας της αφορούσε κάτι που προερχόταν από το άμεσο οικογενειακό μου περιβάλλον...και δεν αναφέρομαι για να είμαι ξεκάθαρη στην γυναικεία κακοποίηση, που ήρθε και προστέθηκε στην πορεία από ένα άλλο ατυχές ερέθισμα.. Αυτή η ιστορία λοιπόν είναι εντελώς πλασματική εμπνευσμένη από τρεις διαφορετικές γυναίκες που συνάντησα στην ζωή μου... Τις δυο από αυτές θα μου επιτρέψετε να μην τις αναφέρω...στην τρίτη και σπουδαιότερη όμως θα  αφιερώσω αυτή την καλοκαιρινή νουβέλα με όλη μου την αγάπη...

Μικρή μου Ευτυχία....αδελφή μου εξ αίματος...αδελφή της ψυχής μου....αδελφή μου και φίλη μου ...
μπορεί η δική μας σχέση να μην έχει περάσει από όλα αυτά τα τραγικά που πέρασαν οι ηρωίδες, αλλά η αγάπη μας είναι τόσο δυνατή και τόσο αδιαπέραστη όσο εκείνων...Συνένοχε σε  κάθε παιδική και μη τρέλα μου, συγκάτοικε του ενίοτε ταραγμένου μου νου, σταθερέ συνοδοιπόρε της ζωής μου.... σε ευχαριστώ ... απλά σε ευχαριστώ... Και ενώ ξέρω πως θα τρολάρεις αυτή την αφιέρωση με το μοναδικό σου τρόπο και θα με κάνεις να γελάω... εγώ θα συνεχίσω ως γνωστή κλαψιάρα και θα σου πω ακόμα μια φορά και δημόσια...πως ούτε χιλιόμετρα...ούτε χρόνια...ούτε λάθη... μπορούν να μας χωρίσουν... Σε αγαπώ μικρό μου αδελφάκι να το θυμάσαι...

Τέλος λοιπόν και για φέτος...Ελπίζω να το ευχαριστηθήκατε και αυτό το ταξίδι... Αποβίβαση από τη δεξιά αποβάθρα και προσοχή στο κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας ;)

Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού
Με εκτίμηση
Δαμαλίτη Ιωάννα


Τετάρτη 10 Αυγούστου 2016

Με μια σοκοφρέτα:Κεφάλαιο 19

Ένας μονότονος επαναλαμβανόμενος ήχος, μια μεταλλική γεύση στο στόμα και σκοτάδι. Και ύστερα ένας ύπνος. Ένας ύπνος βαθύς και ήρεμος. Ένας ύπνος επιτέλους χωρίς εφιάλτες... Και ύστερα κάποιες φωνές να προσπαθούν να την βγάλουν από τον ύπνο και εκείνη να αρνείται..Να θέλει να φωνάξει "αφήστε με να κοιμηθώ" αλλά να μην μπορεί... Και εκείνη η μεταλλική γεύση σταθερά μέσα στο στόμα της. Και ο πόνος επιτέλους να έχει σβήσει...
"Ναι αφήστε με να κοιμηθώ...."

Τρεις ώρες άντεξε την αναμονή... Και ύστερα που το σκεφτόταν μάλωνε τον εαυτό του που δεν είχε ακούσει νωρίτερα τον ένστικτο του.. Αν το είχε κάνει ίσως και να είχε προλάβει. Τρεις ώρες καθόταν μπροστά στο κινητό του και περίμενε. Και κάθε λεπτό που περνούσε χωρίς το κινητό να χτυπάει, σαν κόκκος άμμου στην κλεψύδρα μέσα του καθόταν η ανησυχία. Και κόκκο τον κόκκο ξεχείλισε και ετοιμαζόταν να τον καταπιεί. Βούτηξε τα κλειδιά και  βγήκε στο δρόμο σαν τρελός..Γιατί την είχε ακούσει? Γιατί την είχε αφήσει να γυρίσει πίσω? Μικρές επιλογές που κάνουν οι άνθρωποι σε διάφορα σταυροδρόμια χωρίς να ξέρουν τις συνέπειες...

Μα γιατί δεν είχε στείλει ένα μήνυμα? Το φως στο διαμέρισμα της πρόδιδε πως κάποιος ήταν πάνω...Γιατί τον άφηνε σε αυτή την αγωνία... ? Δέκα λεπτά καθόταν στο αυτοκίνητο προβληματισμένος να μην ξέρει τι να κάνει...και άλλες ανώφελες καθυστερήσεις... Και νίκησε επιτέλους η αγωνία και έτρεξε στην είσοδο της πολυκατοικίας την ώρα που κάποιος έβγαινε... Και ανέβηκε τις σκάλες λαχανιάζοντας για να κοντοσταθεί μαρμαρωμένος μπροστά στην μισάνοιχτη πόρτα του διαμερίσματος που ένα αεράκι την έκανε να κινείται ρυθμικά και να χτυπάει επαναλαμβανόμενα μαλακά. Και το χέρι του έτρεμε όσο έσπρωχνε την πόρτα τρομαγμένος. Δεν μπορεί...Δεν μπορεί να συνέβαινε αυτό σκέφτηκε μπαίνοντας μέσα στο φωτισμένο δωμάτιο. Και αναζήτησε με την ματιά του εκείνη αλλά δεν την έβλεπε πουθενά. Και ένιωσε μια προσωρινή ανακούφιση όταν πρόσεξε στο πάτωμα ένα πόδι πίσω από τον καναπέ να εξέχει. Και έτρεξε πανικόβλητος για να αντικρίσει ένα ανθρώπινο κουβάρι μέσα στο αίμα.

Όχι!!!! ούρλιαξε και προσπάθησε να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει. Όχι άλλες καθυστερήσεις, απαίτησε από τον εαυτό του και προσπάθησε να σκεφτεί καθαρά τι έπρεπε να κάνει. Και τα χέρια του να τρέμουν και να μην βοηθάνε να σχηματίσει τον αριθμό... Και η φωνή του μπερδεμένη να προσπαθεί να δώσει οδηγίες. Και ύστερα η αναμονή... ποτέ του δεν θα ξεχνούσε εκείνη την αναμονή... Να θέλει να την πάρει αγκαλιά και να φοβάται μην της κάνει έτσι περισσότερο κακό... Να της μιλάει χωρίς να ξέρει αν τον ακούει. Και να σκύβει συνεχώς από πάνω της μετρώντας κάθε αδύναμη ανάσα που εκείνη έβγαζε...

Μια ανάσα. Θα τον σκότωνε...
Δυο ανάσες. Πως μπόρεσε να της το κάνει αυτό...?
Τρεις ανάσες..Πως μπόρεσε και ο ίδιος να μην ακούσει το ένστικτο του νωρίτερα..?
Τέσσερις ανάσες... Κάνε υπομονή έρχονται...
Πέντε ανάσες....  Μακάρι να μην πονάει....κάνε τουλάχιστον να μην πονάει..
Έξι ανάσες...  Βασούλα μου....γλυκιά μου Βασούλα...
Μα γιατί δεν ανέπνεε? Όχι!! ούρλιαξε και έσκυψε στο στόμα της.. Και ενώ δεν το είχε ξανά κάνει ποτέ άρχισε να φυσάει ρυθμικά μέσα σε εκείνο. Και η μεταλλική γεύση από το αίμα να τον πνίγει, αλλά εκεί να επιμένει. "Δεν θα πεθάνεις σου λέω!!!" να ουρλιάζει και να συνεχίζει. Πνοή από την πνοή μου να λέει σε επανάληψη από μέσα του και ο χρόνος να χάνει κάθε διάσταση. Δευτερόλεπτα?Λεπτά? 'Ωρες? Χρόνια? Αιώνες? Ιδέα δεν είχε μετά για πόση ώρα σκυμμένος πάνω από εκείνη προσπαθούσε. Δύο χέρια όμως τον απομάκρυναν μαλακά... Επιτέλους κάποιος θα την βοηθούσε ,κάποιος που ήξερε τι να κάνει. Και σωριάστηκε σε μια καρέκλα προσπαθώντας να καταλάβει τι γινόταν. Αλλά τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια του δεν τον άφηναν να δει καθαρά...

-Την μεταφέρουμε στο νοσοκομείο, με ακούτε κύριε? είπε ένας αστυνομικός
-Πρέπει να ειδοποιήσω τους δικούς της..μουρμούρισε σαστισμένος
-Ναι αυτό να κάνετε και άμεσα γιατί τα πράγματα δεν είναι πολύ καλά..Εσείς ειδοποιήσατε το ΕΚΑΒ? Εσείς την βρήκατε?
-Ναι...
-Ξέρετε ποιος μπορεί να το έχει κάνει?
-Πρέπει να ειδοποιήσω τους δικούς της...Πρέπει να ειδοποιήσω την Ελπίδα...
-Κύριε είσαστε σε κατάσταση σοκ... Θέλετε να μου δώσετε  τα νούμερα να πάρω εγώ? πρότεινε ο αστυνομικός και ο Νίκος του έδειξε δύο αριθμούς στο κινητό του με τα χέρια του που ακόμα έτρεμαν και που ήταν πασαλειμμένα πλέον με αίμα...Με το δικό της αίμα...

..........................................................................................................

-Μάνα ξύπνα! Μάνα η Βασούλα
-Μαρία? Τι έγινε παιδί μου?
-Μάνα ντύσου γρήγορα..απέξω είναι ο Γιώργος με το αυτοκίνητο θα σου εξηγήσω στο δρόμο
-Που πάμε?
-Στην Αθήνα μάνα...Γρήγορα μόνο, γρήγορα!! είπε η Μαρία και έφερε στην κυρά Θοδώρα ένα φόρεμα από την ντουλάπα
-Πες μου τι έγινε Μαρία τώρα! απαίτησε εκείνη στρώνοντας τα ανακατωμένα μαλλιά της
-Στο νοσοκομείο μάνα...Έχουν την Βασούλα στο νοσοκομείο. Λεπτομέρειες δεν ξέρω... Η θεία με πήρε τηλέφωνο που την πήρε ένας αστυνομικός από την Αθήνα. Πήρε εμένα γιατί ήξερε πως έχουμε αμάξι για να μην καθυστερήσουμε. Έχω ενημερώσει ήδη την Γωγώ και τον Στέλιο. Από το δρόμο θα πάρω και τον Λευτέρη. Έλα μάνα μην τρέμεις σε παρακαλώ... παρακάλεσε η Μαρία και βοήθησε την κυρά Θοδώρα να φορέσει τα παπούτσια της.
-Το ήξερα...το ήξερα... ψέλλιζε επαναλαμβανόμενα η κυρά Θοδώρα σαστισμένη αλλά η Μαρία δεν την άκουγε. Την έσπρωχνε μαλακά έξω από το σπίτι και την έβαζε μέσα στο αυτοκίνητο.

Και ένα αεράκι παγωμένο να φυσάει ρυθμικά και να σηκώνει σκόνη...

.....................................................................................................................

Πρώτη στο νοσοκομείο έφτασε η Ελπίδα αλλά κανένας δεν της έλεγε τίποτα. Την είχαν λέει μέσα στο χειρουργείο , μόνο αυτό της είχαν πει. Και ο αστυνομικός που την είχε πάρει τηλέφωνο δεν είχε πει λεπτομέρειες. Πηγαινοερχόταν έτσι ανήσυχη στον άδειο διάδρομο μην ξέροντας τι να κάνει..πως να βοηθήσει, με έναν πανικό να την κυκλώνει όλο και πιο απειλητικά. Προσπάθησε να πάρει τον Μάνο αλλά εκείνος δεν το σήκωνε. Η μάνα της την είχε ενημερώσει ήδη ότι όλοι ήταν καθ οδόν από το χωριό αλλά και εκείνους η αστυνομία τους είχε ενημερώσει.. Ιδέα δεν είχαν τι μπορεί να είχε συμβεί.

Και ο χρόνος να κυλάει αργά και καμία ενημέρωση... Και εκεί στην είσοδο για τα χειρουργεία ένας αστυνομικός να στέκεται κάνοντας την Ελπίδα να αναρωτιέται για ποιο λόγο. Και άρχισαν να καταφτάνουν ένας ένας όλοι τους, ανήσυχοι και σαστισμένοι... Η μάνα της με μάτια κόκκινα να κρατάει αγκαλιά την κυρά Θοδώρα που κόντευε να καταρρεύσει. Η Γωγώ με τον Στέλιο να σταματάνε όποιον έβγαινε παρακαλώντας για μια ενημέρωση. Και η Μαρία να μιλάει στο τηλέφωνο.
'Ώσπου επιτέλους ένας γιατρός βγήκε από εκεί μέσα και όλοι έτρεξαν γύρω του.

-Έχει χάσει πολύ αίμα.... Η αιμοδοσία είναι στον πρώτο όροφο. Όσο περισσότερες φιάλες μπορέσετε να μαζέψετε καλό θα ήταν .Η επίθεση που υπέστει ήταν τόσο σφοδρή που υπάρχει εκτεταμένη βλάβη σε όλη την κοιλιακή περιοχή.  Χρειάστηκε να αφαιρέσουμε το ένα νεφρό. Είχε υποστεί πλήρη ρήξη. Δεν γινόταν τίποτα για να το σώσουμε. Αυτή τη στιγμή παλεύουμε να σώσουμε το δεύτερο αλλά τα πράγματα είναι δύσκολα. Την βάλαμε ήδη στην λίστα για μεταμόσχευση αλλά καλό θα ήταν αν υπάρχουν αδέλφια να σκεφτούν την πιθανότητα δωρεάς.. Θα χρειαστεί να γίνουν εξετάσεις συμβατότητας αλλά επειδή ο χρόνος μας κυνηγάει καλό θα ήταν να είμαστε προετοιμασμένοι στο ενδεχόμενο αυτό από τώρα. Τα κατάγματα και οι εκδορές είναι δευτερευούσης σημασίας, αυτή τη στιγμή προτεραιότητα έχει να σταματήσουμε την αιμορραγία στην κοιλιακή περιοχή και να διασώσουμε το νεφρό της. Θα πάρει χρόνο η επέμβαση. Μόλις έχω νεώτερα θα σας ενημερώσω" είπε ψυχρά ο χειρούργος και εξαφανίστηκε και πάλι πίσω από την κλειστή πόρτα.

Μουδιασμένοι όλοι τους προσπάθησαν να καταλάβουν τι τους είχε μόλις πει. Πρώτοι ο Γιώργος και ο Στέλιος έφυγαν προς την αιμοδοσία ενώ η Μαρία και η Γωγώ έφυγαν για να βρουν πληροφορίες σχετικά με τη δωρεά νεφρού. Η Ελπίδα θέλησε να πάει και εκείνη μαζί τους αλλά η Μαρία την παρακάλεσε να καθίσει με την μάνα και τη θεία της.
-Ελπίδα θα σου μεταφέρουμε ότι μάθουμε..Ας είναι κάποιος εδώ μαζί τους..της είπε ήρεμα και εκείνη δέχτηκε.
-Έλα Θοδώρα μην χάνεις το κουράγιο σου...παρακάλεσε η κυρά Χαρά
-Ποιος.... ποιος έκανε τέτοιο κακό στο παιδί μου???  Ελπίδα εσύ ξέρεις κάτι??? Πες μου σε ικετεύω...
-Θεία δεν έχω ιδέα... Και προσπαθώ ειλικρινά να επικοινωνήσω με τον μόνο άνθρωπο που ίσως ξέρει αλλά δεν μου το σηκώνει...
-Ελπίδα ρώτα παιδί μου τον αστυνομικό στην  πόρτα...Αυτός μπορεί να ξέρει Τουλάχιστον να μάθουμε ποιος την βρήκε...
-Εντάξει μαμά θα πάω... είπε η Ελπίδα και σηκώθηκε από την καρέκλα που καθόταν. Πλησίασε με αργά βήματα τον αστυνομικό και μαζεύοντας το κουράγιο της παρακάλεσε να μάθει ποιος είχε βρει την Βασούλα. Και όσο ο αστυνομικός προσπαθούσε να της εξηγήσει πως δεν γνώριζε το όνομα του κυρίου που την είχε βρει, άνοιξε η πόρτα του ανελκυστήρα και από μέσα βγήκε ο Νίκος συνοδεία δύο άλλων αστυνομικών. Και έκπληκτη η Ελπίδα προσπαθούσε να καταλάβει πως ο Νίκος είχε βρεθεί εκεί για να μείνει στήλη άλατος όταν ο αστυνομικός μπροστά της της τον έδειχνε λέγοντας της πως αυτός ο κύριος είχε ειδοποιήσει. Σαστισμένη έτρεξε κοντά του και χώθηκε στην αγκαλιά του. Και μόνο τότε πρόσεξε τα αίματα στα ρούχα του και τραβήχτηκε απότομα.
-Τι συμβαίνει? Γιατί είσαι εδώ? Γιατί είσαι ματωμένος? Τι έπαθε η Βασούλα? Μίλα! ούρλιαξε και όλοι γύρισαν προς το μέρος τους
-Ελπίδα σύνελθε! Ξέρεις που μπορεί να είναι ο Μάνος?
-Δεν μπορώ να τον βρώ!!! Τι τρέχει? Πες μου!!! είπε και άρχισε να τον χτυπάει μανιασμένη και απορροφημένοι όλοι με το σκηνικό που παιζόταν ανάμεσα στην Ελπίδα και τον Νίκο δεν πρόσεξαν τον Μάνο που προχωρούσε με αργά βήματα στο διάδρομο προς το μέρος τους. Πρώτος ο Νίκος τον είδε και σπρώχνοντας την Ελπίδα από μπροστά του έτρεξε με φόρα κατά πάνω του ουρλιάζοντας "Θα σε σκοτώσω!!!!"  Και πριν προλάβουν οι αστυνομικοί να τους χωρίσουν αίμα έτρεχε από το δεξί μάγουλο του Μάνου που δεν έκανε τίποτα να υπερασπιστεί τον εαυτό του παρά κοιτούσε βλοσυρός τον Νίκο.
-Είσαι δειλός παλιομαλάκα! Θα σε σκοτώσω στο λέω!!! ούρλιαζε όσο ο αστυνομικός τον τραβούσε μακρυά από τον Μάνο
-Αν δεν την έχω εγώ ...δεν θα την έχεις και εσύ...κανένας δεν θα την έχει...  είπε ο Μάνος όσο ο άλλος αστυνομικός του περνούσε τις χειροπέδες και πλέον δύο αστυνομικοί κρατούσαν τον Νίκο που πάλευε να τους ξεφύγει.
-Θα σου περάσω και εσένα χειροπέδες αν δεν ηρεμήσεις..απείλησε ο ένας τους και ο Νίκος σωριάστηκε σε μια καρέκλα...
-Ο Μάνος....ο Μάνος της το έκανε? Και εσύ? Εσύ το ήξερες??? Πόσο καιρό την χτυπούσε?? Μίλα Νίκο... απαίτησε η Ελπίδα που δάκρυα έτρεχα ανεξέλεγκτα από τα μάτια της
-Ελπίδα...εκείνη θα σου τα έλεγε όλα...Αύριο θα στα έλεγε όλα...
-Δεν καταλαβαίνω τίποτα....Γιατί μίλησε σε σένα και όχι σε μένα? Εσύ και η Βασούλα μήπως? Όχι δεν μπορεί...δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο...Πες μου ότι κάνω λάθος!!!
-Ελπίδα...εκείνη ποτέ...ποτέ δεν έκανε κάτι που θα σε πλήγωνε...ποτέ.... Εγώ όμως την αγαπάω...και τώρα θα την χάσω....θα την χάσω Ελπίδα... είπε και ξέσπασε σε λυγμούς και η Ελπίδα πισωπάτησε σοκαρισμένη σε αυτό που είχε ακούσει! Δεν μπορεί να είχε ακούσει καλά...Δεν μπορεί ο Νίκος να αγαπούσε την Βασούλα... Σαν δαιμονισμένη άρχισε να τρέχει στους διαδρόμους αναζητώντας την έξοδο. Λίγο αέρα, έπρεπε να πάρει λίγο αέρα...

Πως? Πως δεν είχε καταλάβει τίποτα τόσο καιρό? Γιατί δεν της είχε πει τίποτα η Βασούλα? Γιατί? Και με το παράπονο να μεγαλώνει μέσα της κάθισε κατάχαμα δίπλα σε ένα κάδο στο προαύλιο του νοσοκομείου και κουλουριάστηκε προσπαθώντας να καταλάβει. Ο Νίκος αγαπούσε την Βασούλα...Ο δικός της Νίκος...η δική της Βασούλα... και εκείνη τώρα χαροπάλευε.. και εκείνος θρηνούσε... Πως θα το διαχειριζόταν όλο αυτό, σκέφτηκε και δεν κατάλαβε τις δύο γυναίκες που στεκόντουσαν λίγα μέτρα παραδίπλα αγνοώντας την.  Μόνο άκουσε τις φωνές τους που ο αέρας παρέσερνε προς εκείνη. Σκόρπια λόγια...κομματάκια ενός παζλ .... ενός παράλογου και αδιανόητου παζλ που σιγά σιγά έπαιρνε σχήμα μέσα στο θολωμένο της μυαλό

-Χαρά πρέπει να μάθει!
-Όχι Θοδώρα... όχι τώρα...
-Δεν στο ζητάω, το απαιτώ! Πρέπει να μάθει απόψε!
-Το παιδί μου Θοδώρα... θα χάσω το παιδί μου...Λυπήσου με.. Την είδες πως έφυγε... Ο άντρας της Θοδώρα...Ο άντρας που αγάπησε όσο κανέναν άλλο με τη Βασούλα...Καταλαβαίνεις τι έχει συμβεί...?Αν μάθει και αυτό δεν θα το αντέξει...
-Χαρά έχασα ένα παιδί πριν από χρόνια και δεν σκοπεύω να χάσω και δεύτερο! Η Ελπίδα πρέπει να μάθει πως η Βασούλα είναι αδελφή της. Πρέπει να την βοηθήσει αν προκύψει ανάγκη! Πρέπει να την συγχωρέσει! Η Βασούλα το ξέρεις πως το ξέρει ήδη...και ξέρεις πόση αυτοθυσία χρειάστηκε από μέρους της για να μην της το πει...Δεν σου το ζητάω λοιπόν. Το απαιτώ! Καλύτερα να το μάθει από σένα παρά από μένα...Διάλεξε Χαρά θα την πάρεις εσύ τηλέφωνο ή εγώ? Πρέπει να επιστρέψει, η Βασούλα την έχει ανάγκη περισσότερο από κάθε φορά!
-Εντάξει Θοδώρα...θα την πάρω εγώ...αλλά το κρίμα στο λαιμό σου αν πάθει κάτι το παιδί μου....
-Χαρά μην ξεχνάς πως είναι και δικό μου παιδί...είπε η Θοδώρα πικραμένη όσο η Χαρά σχημάτιζε το νούμερο... Και ακούστηκε μέσα στην ησυχία της νύχτα μια μελωδία πίσω από τον κάδο... Και σηκώθηκε η Ελπίδα τρέμοντας κοιτώντας και τις δύο τους με αηδία και απογοήτευση... Και άρχισε να τρέχει και πάλι μακρυά...Όσο πιο μακρυά μπορούσε από όλους εκείνους που με τα ψέματα τους χρόνια τώρα την κρατούσαν στην άγνοια... Λες και μπορείς να τρέξεις μακρυά από την μοίρα σου ...λες και μπορείς να τρέξεις μακρυά από την ιστορία σου...λες και μπορείς να τρέξεις μακρυά από την αλήθεια...


Με μια σοκοφρέτα:Κεφάλαιο 18

-Νιώθω τόσο περίεργα... Και είναι τόσο επίμονος και τόσο γλυκός... Και Βασούλα μπορεί να μην μοιάζει με αυτό που έζησα με τον Νίκο αλλά είμαι καλά...Είμαι ήρεμη και αυτό έχω ανάγκη τώρα... λες να κάνω λάθος?
-Δεν ξέρω Ελπίδα...
-Πως δεν ξέρεις? Εσύ δεν μου είπες στην Αγγλία να θυμάμαι πως δεν υπάρχει λάθος και σωστό?
-Ναι το είπα...
-Τι έχεις Βασούλα μου?
-Τίποτα μια χαρά είμαι...
-Αγχωμένη για το γάμο είσαι? Είναι νωρίς ακόμα μην το σκέφτεσαι...Μέχρι το καλοκαίρι έχουμε καιρό. Και μην ανησυχείς παρέα θα πάμε στο χωριό να το πούμε στους δικούς σου...Αχ πόσο χαίρομαι για σένα να ήξερες!
-Το ξέρω..
-Λοιπόν και συνεχίζω... Ξέρεις που έκλεισε ο Αργύρης να πάμε την Παρασκευή που έρχεται?? Σε ένα εξαιρετικό μαγαζί που καιρό είχα βάλει στο μάτι αλλά που χρειαζόταν μήνες πριν κράτηση! Και εκείνος την είχε κάνει Βασούλα και ας μην ήξερε αν θα ήμασταν μαζί.. Δεν είναι πολύ γλυκό και ρομαντικό από μέρους του?
-Ναι .. είναι.. πολύ χαίρομαι και εγώ για σένα...
-Είδες ρε Βασούλα όλα καλά θα πάνε. Εσύ θα παντρευτείς τον Μάνο και εγώ που θα πάει, θα ξαναγεννηθώ από τις στάχτες μου... Είμαι σε καλό δρόμο σου λέω. Η μάνα μου δε όταν της είπα πως βγαίνω πλέον με τον Αργύρη μόνο τα κλάματα δεν έβαλε από την χαρά της. Ναι όλα καλά θα πάνε...
-Ναι όλα καλά θα πάνε, είπε η Βασούλα και αγκάλιασε την αισιόδοξη Ελπίδα λίγο πιο σφιχτά από συνήθως... Και την φίλησε και έφυγε βγαίνοντας στην βροχή για να επιστρέψει σπίτι της. Ο Μάνος μέρες τώρα κουβαλούσε τα τελευταία του πράγματα και όλα τα δωμάτια έμοιαζαν βομβαρδισμένα. Σιγά σιγά θα τα τακτοποιούσε όλα.

Η προθεσμία του εξαμήνου άλλωστε κόντευε να εκπνεύσει. Ο Νίκος πλέον θα είχε βεβαιωθεί πως δεν διέτρεχε κανέναν κίνδυνο και θα αραίωναν και εκείνες τις συναντήσεις που  σαν βαρίδι την έδεναν με τον άνθρωπο που κάποτε είχε υπάρξει.Γιατί πλέον το μόνο που την κρατούσε σε επαφή με τον αλλοτινό εαυτό της ήταν το βλέμμα εκείνου όποτε την συναντούσε. Αυτή η μικρή κλωστίτσα...που σύντομα θα κοβόταν.. Και μπορεί εκείνος να είχε παραιτηθεί από την προσπάθεια να της αλλάξει γνώμη για τον γάμο, αλλά συνέχιζε και ερχόταν. Καθόταν μαζί της δέκα λεπτά έξω από το ξενοδοχείο μέχρι εκείνη να κάνει δύο τσιγάρα και ύστερα έφευγε. Και όλα αυτά πια μέσα στην απόλυτη σιωπή....Από παντού σιωπή... Μέσα της ...γύρω της...

-Που θα πας μωρό μου?
-Να δώσω κάτι σημειώσεις σε μια συνάδελφο δεν θα αργήσω..Θες να έρθεις μαζί?
-Όχι άστο, θα κάτσω να κάνω πρόβα ένα κομμάτι καινούριο
-Δεν θα αργήσω , είπε και βγήκε από το διαμέρισμα κρατώντας ένα μεγάλο κλασέρ.

Και άφησε  ο Μάνος βιαστικά την κιθάρα από χέρια του τη στιγμή που η πόρτα έκλεισε πίσω της. Κάτι δεν πήγαινε καλά... Τους τελευταίους μήνες η Βασούλα είχε γίνει ότι εκείνος ήθελε, αλλά δεν του άρεσε. Ναι το παραδεχόταν... καθόλου δεν του άρεσε ! Γιαυτό και την είχε απατήσει με ευκολία τότε τα Χριστούγεννα. Επιτέλους μπορούσε και λειτουργούσε και με άλλες γυναίκες! Τελικά δεν τον είχε ευνουχίσει εντελώς όπως νόμιζε. Και θα την είχε παρατήσει αν δεν είχε αυτό το προαίσθημα ότι κάτι δεν κολλούσε σε αυτή την απότομη μεταστροφή. Αλλά όσο και αν έψαχνε, όσο και αν την παρατηρούσε, τίποτα δεν έβρισκε  και αυτό τον εκνεύριζε απίστευτα. Αντί λοιπόν να φύγει μακρυά από αυτή την χλιαρή εκδοχή της Βασούλας που δεν τον έφτιαχνε πια σε κανένα επίπεδο έκανε το πλέον παράλογο και της ξαναζήτησε να παντρευτούν! Και εκείνη είχε δεχτεί αμέσως. Χωρίς ενθουσιασμό...χωρίς όμως και δυσφορία. Και αυτό τον μπέρδεψε ακόμα περισσότερο...  Σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά... Το μόνο που είχε καταφέρει να εντοπίσει ήταν πως κάθε Παρασκευή βράδυ κάτι είχε να κάνει. Δεν ήξερε πόσο καιρό γινόταν αυτό γιατί εδώ και μήνες κάθε Παρασκευή έλλειπε από το σπίτι. Μια καινούρια συνεργασία τον υποχρέωνε να δουλεύει από Παρασκευή ως Κυριακή. Αλλά τις τρεις τελευταίες Παρασκευές λόγω κρίσης οι εμφανίσεις είχαν μειωθεί και κάθε Παρασκευή η Βασούλα έφευγε για λίγη ώρα. Αυτό το λίγη ώρα ήταν που δεν τον είχε προβληματίσει αρχικά. Σε μία ώρα είχε επιστρέψει τις δύο προηγούμενες φορές και αυτό τον είχε καθησυχάσει. Αλλά όταν του ανακοίνωσε πως και αυτή την Παρασκευή θα έφευγε ο διάολος μπήκε μέσα του. Δεν έμοιαζε για κάτι πονηρό εκ πρώτης όψεως, Εκείνη ούτε ενθουσιασμένη έδειχνε, ούτε βιαστική και πάντα του πρότεινε να πάει μαζί της. Και όμως η ευλάβεια που επαναλαμβανόταν το σκηνικό κάθε Παρασκευή εκείνον τον ενοχλούσε. Γιαυτό και απόψε θα την ακολουθούσε και θα μάθαινε... Το πιθανότερο ήταν να παραλογίζεται... Λες και ο σαδιστής που έκρυβε μέσα του ζητούσε αφορμές για να ξαναβγεί στην επιφάνεια. Και την ώρα που έβγαινε πίσω της με διαφορά λεπτών, σκέφτηκε πως ειλικρινά δεν ήξερε τι προτιμούσε να δει απόψε.... Μια Βασούλα να παραδίδει ένα κλασέρ σημειώσεις για να επιβεβαιώσει πως όλα μεταξύ τους είχαν τελειώσει ή κάτι άλλο???

...................................................................................................................................................................  
-Σήμερα θα μπούμε μέσα στο ξενοδοχείο για τον καθιερωμένο έλεγχο. Έχεις πρόβλημα? είπε σπάζοντας την σιωπή τόσων συναντήσεων και εκείνη τηρώντας την, απλά ένευσε συγκαταβατικά. Και την έπιασε μαλακά από το χέρι και την οδήγησε στο εσωτερικό του ξενοδοχείου. Προσπέρασαν την ρεσεψιόν και στάθηκαν ακόμα μια φορά μπροστά στον ανελκυστήρα. Αυτή τη φορά ελάχιστοι άνθρωποι περίμεναν μαζί τους. Προβληματισμένος φαινόταν ο Νίκος όσο ο ανελκυστήρας ανέβαινε, διαπίστωσε με πλήρη απάθεια η Βασούλα . Και ακόμα και όταν ξεκλείδωσε ένα δωμάτιο με μια κάρτα δεν μπόρεσε να αντιδράσει. Λες και πλέον δεν την ένοιαζε απολύτως τίποτα.

-Με τη σημερινή συνάντηση ολοκληρώνεται το εξάμηνο, το ξέρεις? την ρώτησε κλείνοντας την πόρτα πίσω τους
-Το ξέρω, αποκρίθηκε εκείνη και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.
-Επιμένεις να θες να κάνεις αυτή την τρέλα? συνέχισε εκείνος γονατίζοντας μπροστά της
-Ναι... ψιθύρισε εκείνη χωρίς να τον κοιτάζει
-Ωραία...αυτή είναι και η τελευταία φορά που βρισκόμαστε. Βίον ανθόσπαρτο και καλά στέφανα , πέταξε ειρωνικά ενώ απομακρυνόταν πληγωμένος από κοντά της
-Ευχαριστούμε , είπε εκείνη χωρίς να αλλάξει έκφραση
-Και τώρα γδύσου. Μέχρι απόψε ήταν αρκετό να βλέπω πως δεν έχεις σημάδια σε εμφανή σημεία... Απόψε θέλω να βεβαιωθώ πως δεν υπάρχουν κρυμμένα, απαίτησε με γυρισμένη την πλάτη. Και πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρόταση του εκείνη είχε αρχίσει ήδη να βγάζει πειθήνια τα ρούχα της. Και όσο δεν την άκουγε να του απαντάει στην παράλογη απαίτηση του, γύρισε μπερδεμένος για να την βρει γυμνή μπροστά του.
-Τι σου έχει κάνει ρε Βασούλα.....? Η ζημιά έχει ξεφύγει πολύ παραπάνω από αυτό που φοβόμουν.... Ντύσου σε παρακαλώ.... της είπε συντετριμμένος και της έδωσε τα ρούχα της
-Μα γιατί το λες αυτό...Ούτε μισό σημάδι...Κοίτα... τον προέτρεψε απομακρύνοντας τον σωρό από τα ρούχα που κουβάρι της είχε αφήσει στην αγκαλιά της.
-Θα τον σκοτώσω , μα τον θεό θα τον σκοτώσω στο λέω...είπε και με δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια του την πήρε αγκαλιά έτσι γυμνή...
-Πως σε μετέτρεψε σε αυτό το πλάσμα...?Πως τα κατάφερε...? Που είναι η Βασούλα που είδα στο χωριό τότε? Τι της έχει κάνει....?Την κομμάτιασε...Η Βασούλα που ήξερα δεν θα δεχόταν από κανέναν να απαιτήσει να γυμνωθεί μπροστά του με το έτσι θέλω...Πόσο μάλλον σε εμένα... Που είσαι??? Κάπου εκεί μέσα είσαι εσύ δεν μπορεί να χάθηκες για πάντα...Έλα πίσω!  Βρίσε με! Αυτό ήθελα! Αυτό ήλπιζα!!!! Να ζητήσω κάτι τρελό για να σε ξυπνήσω αλλά απέτυχα.... Σε παρακαλώ...γύρνα πίσω!!! Γύρνα και ας μην σε έχω ποτέ... Απλά γύρνα σε ικετεύω, την παρακάλεσε και εκείνη ξαφνικά συνειδητοποίησε τι συνέβαινε... Ήταν γυμνή και ήταν μέσα στην αγκαλιά του...Εκείνη την αγκαλιά που θύμιζε τόσο εκείνη την ανιδιοτελή αγκαλιά που είχε χάσει οριστικά. Και με τα λόγια του καταπέλτες να την χτυπάνε από παντού ένας τεράστιος πόνος την πλημμύρισε από παντού και ήταν τόσο μεγάλος και τόσο ανυπόφορος που άρχισε να ουρλιάζει σαν λαβωμένο ζώο... Και οι μνήμες είχαν ξυπνήσει οριστικά... Με μια αγκαλιά, με μια ανιδιοτελή αγκαλιά όλα πονούσαν όπως θα έπρεπε να πονάνε εξαρχής. Τα σπασίματα, οι μώλωπες, τα χαστούκια, οι απώλειες, τα ψέματα όλα ήταν εκεί μέσα σε αυτή την ανιδιοτελή αγκαλιά.
-Ναι πονάει το ξέρω...της έλεγε ήρεμα  όσο εκείνη ούρλιαζε, έκλαιγε και προσπαθούσε να τον σπρώξει μακρυά της. Εκείνος όμως δεν την άφηνε... Της χάιδευε στοργικά το κεφάλι και την παρηγορούσε. Και κατάφερνε με αυτή την ηρεμία του, που από την πρώτη στιγμή είχε διακρίνει πάνω του, να  κάνει τον πόνο με έναν μαγικό τρόπο πιο υποφερτό...
-Μην μου το κάνεις αυτό...μην με γυρνάς πάλι πίσω...δεν μπορώ άλλο... είπε ξέπνοα όταν βρήκε την αυτοκυριαρχία της
-Μπορείς Βασούλα! Κοίταξε με στα μάτια! Μπορείς!!! Πάμε τώρα στην αστυνομία...
-Δεν έχω καμία απόδειξη αυτή τη στιγμή...Δεν θα με πιστέψουν...
-Θα έρθω και εγώ μαζί..Θα επιβεβαιώσω ότι τους πεις. Θα το πούμε και στην Ελπίδα. Θα βγάλουμε ασφαλιστικά μέτρα. Δεν θα μπορεί να σε πλησιάσει ποτέ ξανά... Άκουσε με...
-Τα πράγματα μου... πρέπει να πάρω τα πράγματα μου...
-Θα τα πάρεις αργότερα..
-Όχι , όχι θα πάω απόψε σπίτι κανονικά και αύριο το πρωί που θα φύγει θα φύγω. Αν δεν γυρίσω απόψε θα γίνει φασαρία...Και δεν μπορώ να πάω ούτε στην Ελπίδα...θα είναι κάπου έξω και ήταν πολύ χαρούμενη που θα πήγαινε εκεί απόψε. Δεν μπορώ να της το χαλάσω απόψε... Αύριο το πρωί θα πάω από εκεί και θα της μιλήσω..
-Και τι σε κάνει να πιστεύεις πως δεν θα το καταλάβει εκείνος απόψε ρε Βασούλα?
-Δεν θα το καταλάβει... ξέρω πως να προσποιούμαι.. πίστεψε με τελευταία το έχω εξασκήσει τόσο πολύ που μου έχει γίνει δεύτερη φύση όπως διαπίστωσες, είπε και άρχισε να ντύνεται..
-Δεν ξέρω , δεν το βρίσκω καλή ιδέα...
-Μην ανησυχείς... ήταν να μην ξυπνήσω...και τα κατάφερες Νίκο...με ξύπνησες για τα καλά... Σε ευχαριστώ...
-Κάνε μου μόνο μια χάρη... Στείλε μου ένα μήνυμα ότι όλα πάνε καλά...μέχρι αύριο το πρωί θα τρελαθώ..
-Θα σου στείλω... Και εγώ θέλω μια τελευταία χάρη..Αύριο θα έρθεις να με πάρεις? Στις δέκα έχει πρόβα και θα φύγει...
-Δέκα και μισή θα είμαι από κάτω. Εγώ θα σε πάω στης Ελπίδας. Της το λέμε και μαζί αν θες.
-Όχι όχι, μόνο να με πας ..Μόνη μου θα της τα πω όλα...
-Όλα?
-Όλα Νίκο...έχεις πρόβλημα?
-Φυσικά και δεν έχω...Χρόνια το περιμένω αυτό Βασούλα ...
-Μην μπερδεύεσαι...η σχέση η δική μας δεν αλλάζει...
-Το ξέρω και δεν σου ζητάω τίποτα...Μόνο την αλήθεια θέλω να ηρεμήσει και η δική μου συνείδηση...
-Και πάλι σε ευχαριστώ, είπε και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο βγαίνοντας από το δωμάτιο.

Τέλος Φεβρουαρίου ήταν και όλος ο κόσμος είχε χυθεί στους δρόμους για τις Απόκριες... Ειρωνεία της φαινόταν στην διαδρομή της επιστροφής πως μέσα στις απόκριες θα έβγαζε επιτέλους εκείνη τη δική της μάσκα και θα έπαιρνε αέρα... Αλλά θα το έκανε... Δρόμος επιστροφής δεν υπήρχε. Θα πήγαινε στην αστυνομία. Θα τα έλεγε όλα στην Ελπίδα και ήλπιζε εκείνη να καταλάβει. Θα ξαναγινόταν αυτό που κάποτε είχε υπάρξει. Θα έπαιρνε λίγο χρόνο , αλλά θα τα κατάφερνε. Ήταν η Βασούλα στο κάτω κάτω, η Βασούλα που όταν της πετούσαν πέτρες δεν καθόταν να της τρώει αδιαμαρτύρητα..πετούσε και εκείνη πίσω! Γιατί ο έρωτας της ζωής της πέτρες της πετούσε και την είχε γεμίσει τρύπες που έμπαζαν από παντού. Και τόσα χρόνια μετά , παρά τις εμπειρίες στην αφετηρία από όπου είχε ξεκινήσει ήταν...Να απορεί και πάλι πως μπορούσε, κάτι που πλέον δεν έμοιαζε θεωρητικά μόνο επιθετικό αλλά ήταν κιόλας, να είναι και γλυκό ταυτόχρονα...Αλλά θα την έβρισκε κάποτε την απάντηση, σκέφτηκε αισιόδοξα ξεκλειδώνοντας την πόρτα του διαμερίσματος. Και βλέποντας το πρόσωπο του Μάνου ήξερε πως η τελική τους παρτίδα απόψε θα παιζόταν τελικά. Και αντί να φύγει τρέχοντας, πήρε μια βαθιά ανάσα και ετοιμάστηκε για την τελική αναμέτρηση. Γιατί διάολε ήταν η Βασούλα και τίποτα δεν θα την έκανε ξανά να το ξεχάσει!       

     
  


Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

Με μια σοκοφρέτα:Κεφάλαιο 17

Κοίταξε αφηρημένη τον νυχτερινό ουρανό και αναρωτήθηκε τι την ενοχλούσε περισσότερο. Ότι είχε δίκιο σε όλα όσα της έλεγε ή ότι ένιωθε σαν παιδάκι που το μαλώνουν... ? Στηρίχθηκε με τους αγκώνες τις στο καπό του αυτοκινήτου κουρασμένη και ένιωσε μια σουβλιά πόνου στο σημείο που το είχε σπάσει στο παρελθόν. Αντανακλαστικά τραβήχτηκε και μορφάζοντας από τον πόνο άνοιξε την πόρτα και κάθισε στο κάθισμα του συνοδηγού παίρνοντας βαθιές ανάσες. Με τα πόδια της έξω από το αυτοκίνητο προσπάθησε να θυμηθεί τι έχει διαβάσει κάποτε για τις κρίσεις πανικού. "Προσπαθήστε να βάλετε το κεφάλι σας ανάμεσα στα πόδια σας και πάρτε βαθιές εισπνοές" άκουσε μέσα της μια φωνή και το προσπάθησε. Πόσο ανόητη θα έμοιαζε σε αυτή την στάση... Και όσο προσπαθούσε να συνέλθει τα λόγια του εκεί να επιστρέφουν και να παίζουν στο μυαλό της σε επανάληψη

-Το υποσχέθηκες! Πόσο ηλίθια είσαι τελικά? Θα σε σκοτώσει στο τέλος..αυτό θες? της είπε με πικρία βγάζοντας την από το ξενοδοχείο. 
-Σταμάτα να με τραβολογάς. Ρεζίλι γίναμε έτσι όπως μπήκες και με άρπαξες...Όλοι ίδιοι είστε τελικά! ούρλιαξε η Βασούλα και εκείνος αυτόματα απομάκρυνε τα χέρια του
-Δεν μπορεί να πιστεύεις πως θα σου έκανα εγώ ποτέ κακό... Πως μπορείς να μας βάζεις στον ίδιο παρανομαστή? Εγώ δεν έχω σηκώσει ποτέ μου χέρι σε γυναίκα και ούτε και σκοπεύω να το κάνω τώρα... πόσο μάλλον σε σένα! Αν σε έβγαλα έξω ήταν γιατί έπρεπε να μιλήσουμε και δεν ερχόσουν από μόνη σου..  
-Τι θες ρε Νίκο? Αφήστε με όλοι σας....Αφήστε με επιτέλους... είπε εκείνη έτοιμη να καταρρεύσει.
-Μπες μέσα στο αυτοκίνητο και πάμε κάπου να μιλήσουμε ήρεμα ρε Βασούλα, την παρακάλεσε και ξεκλείδωσε το αμάξι 
-Δεν πάω πουθενά μαζί σου. Σπίτι μου θα πάω!
-Γιατί το κάνεις αυτό? Πες μου μόνο γιατί! Και μην μου πεις αυτά που μου είπες και τότε! Κανένας έρωτας δεν δικαιολογεί αυτό που σου κάνει! Πες μου τουλάχιστον πως το καταλαβαίνεις..!
-Ξαναρωτάω. Τι θες Νίκο?
-Θέλω να τηρήσεις την υπόσχεση που μου έδωσες!!!
-Εσύ δεν τήρησες τη δική σου, γιατί να το κάνω εγώ? 
-Και όμως την τήρησα... Να την αγαπάω και να την προσέχω δεν σου υποσχέθηκα? Να μην της το πω ποτέ δεν σου υποσχέθηκα? Όλα τα έκανα Βασούλα! Όλα! Και αν έβλεπες την κατάσταση που ήταν τα τελευταία δύο χρόνια θα καταλάβαινες γιατί την χώρισα... Πλέον της έκανα περισσότερο κακό με το να είμαι μαζί της. Γιατί εσύ θεώρησες πως αν μέναμε με το ζόρι μαζί εκείνη θα ήταν ευτυχισμένη, αλλά έκανες λάθος! Και σου είχα υποσχεθεί να την προσέχω και γιαυτό την άφησα. Δεν είμαστε όμως το θέμα εγώ και η Ελπίδα και μην αλλάζεις κουβέντα! Εσύ είσαι το θέμα! Εσύ και αυτός! Και αφού εσύ δεν τήρησες την συμφωνίας μας θα σταματήσω να την τηρώ και εγώ Βασούλα. Αύριο κιόλας θα ενημερώσω την Ελπίδα για αυτό που συμβαίνει!
-Μην τολμήσεις!
-Από εμένα βοήθεια δεν δέχεσαι και προφανώς είμαι ο μόνος που το ξέρει! Αργά ή γρήγορα θα ξεφύγει η κατάσταση και εγώ τύψεις για την ζωή σου δεν μπορώ να κουβαλάω. Μην μου ζητάς να κουβαλήσω και αυτό... Μου φτάνουν όλα τα υπόλοιπα που κουβαλάω...
-Νίκο αν ένιωσες ποτέ έστω και το παραμικρό για μένα δεν θα πεις κουβέντα σε κανένα!
-Πόσο διαστρεβλώμενα τα βλέπεις όλα!!!! Είναι δυνατόν να ζητάς στο όνομα αυτών που νιώθω να μην μιλήσω???? Πως μπορείς και ζητάς κάτι τέτοιο! Όχι Βασούλα, όχι! Ακριβώς επειδή νιώθω για σένα πολλά πράγματα που δεν δέχτηκες ποτέ να ακούσεις κιόλας, γιαυτό ακριβώς το λόγο εγώ συνένοχος δεν γίνομαι! Και μην τολμήσεις στιγμή να πιστέψεις πως το κάνω σαν εκδίκηση επειδή δεν νιώθεις για μένα το ίδιο! Ποτέ, με ακούς? είπε και θυμωμένος απομακρύνθηκε από το αυτοκίνητο.

Πως θα τον έπειθε να μην μιλήσει? Και εκείνη ένα τέρας είχε γίνει... και προσπαθούσε να κάνει και εκείνον τέρας...το καταλάβαινε, το έβλεπε το παράλογο της απαίτησης της και όμως το μυαλό της δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται τρόπους να τον πείσει. Και αυτός ο πανικός ότι όλοι θα το μάθαιναν να μην την αφήνει να αναπνεύσει, να μην την αφήνει να σκεφτεί καθαρά. Και ξαφνικά η πασμίνα γλιστρούσε απαλά  από πάνω της. Και ένα χέρι  χάιδευε τους ώμους της. Και ύστερα δύο χείλια  ακουμπούσαν με ευλάβεια τα μελανιασμένα σημεία και δάκρυα πλέον έτρεχαν από τα μάτια της ανεξέλεγκτα. Και με τα χείλια του ήρεμα να σβήνει τον πόνο από τα σημάδια, τον πόνο από την ψυχή, την απελπισία από το μυαλό. Και σήκωσε το κεφάλι της και είδε εκείνα τα ήρεμα μάτια του να την κοιτάζουν με πόνο. Και χώθηκε στην αγκαλιά του βρέχοντας με τα δάκρυα της το πουκάμισο που φορούσε. Και εκείνος να την κρατάει και να την χαϊδεύει σαν μωρό.
-Δεν σου ζητάω να με αγαπήσεις. Δεν σου ζητάω καν να σταματήσεις να αγαπάς εκείνον...Να αγαπήσεις λιγάκι τον εαυτό σου σου ζητάω..., της ψιθύρισε όταν εκείνη σταμάτησε να κλαίει
-Θα το κάνω... Δώσε μου έξι μήνες και θα το κάνω..είπε εκείνη προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο
-Βασούλα ποιόν προσπαθείς να κοροϊδέψεις τώρα? Εμένα ή εσένα? 
-Κανέναν Νίκο...
-Δεν μπορώ και το ξέρεις. Μέσα σε έξι μήνες πολλά μπορεί να συμβούν. Πάμε τώρα μαζί στην αστυνομία...σε παρακαλώ...
-Όχι, άσε με να το κάνω με το δικό μου τρόπο. Έχε μου εμπιστοσύνη... Και αν θες μπορούμε να βρισκόμαστε μια φορά την εβδομάδα να πίνουμε έναν καφέ και να βλέπεις πως είμαι αρτιμελής..Τι λες? είπε και ξεκόλλησε από πάνω του.
-Και τώρα εκμεταλεύεσαι αυτά που νιώθω για σένα ... Δεν είμαι χαζός...ερωτευμένος είμαι...
-Δεν σου ανοίγω πόρτα στο κρεβάτι μου Νίκο...Σε αυτό νομίζω ήμουν ξεκάθαρη εξαρχής και δεν αλλάζει κάτι. Για μένα όσα διαζύγια και να πάρετε θα είσαι πάντα ο άντρας της Ελπίδας. Πόρτα σου ανοίγω σαν φίλο..  Και ξέρεις πόση ανάγκη έχω έναν άνθρωπο αυτή τη στιγμή που να μην χρειάζεται να κρύβομαι... Αν θες λοιπόν να με βοηθήσεις πες ότι θα δεχτείς αυτό που ζητάω. 
-Ας γίνει ακόμα μια φορά το θέλημα σου... Αλλά έξι μήνες Βασούλα! Στους έξι μήνες αν δεν τον έχεις πετάξει έξω από τη ζωή σου  θα κάνω ότι χρειαστεί για να τον πετάξω εγώ και δεν κάνω πλάκα!
-Ωραία , είπε εκείνη και άναψε ένα τσιγάρο.
-Και κάθε Παρασκευή από εδώ και στο εξής στις οχτώ το βράδυ ραντεβού εδώ. Θα πίνουμε έναν καφέ και θα φεύγεις... Μια φορά αν δεν έρθεις, την επόμενη στιγμή θα έχω ενημερώσει την Ελπίδα.
-Σύμφωνοι.
-Να σε πάω τώρα σπίτι?
-Όχι, δεν χρειάζεται... Θέλω να περπατήσω λίγο , είπε, πέταξε το τσιγάρο, μάζεψε την πασμίνα από τον δρόμο και τον καληνύχτισε. 

Έξι μήνες ήταν πολύς χρόνος. Σε έξι μήνες θα έβρισκε τον τρόπο. Σε λίγο θα ήταν η Ελπίδα στην Ελλάδα και με εκείνη ξανά στη ζωή της θα τα κατάφερνε. Εντάξει θα έπρεπε να της κρύψει τις συναντήσεις που θα είχε με τον Νίκο , αλλά εδώ τις έκρυβε άλλα πιο σημαντικά. Και στην τελική δεν θα έκανε κάτι κακό. Έναν καφέ θα έπιναν μια φορά την εβδομάδα. Ναι με ψυχραιμία θα έβρισκε μια λύση για όλο αυτό το μπάχαλο. Με τη βοήθεια της Ελπίδας και του Νίκου θα κατάφερνε να τον βγάλει από τη ζωή της οριστικά, κατέληξε αποφασιστικά όσο απομακρυνόταν από το ξενοδοχείο. Και ούτε μια φορά δεν γύρισε πίσω να κοιτάξει τον Νίκο που την κοιτούσε ανήσυχος να χάνεται στον ορίζοντα.

..................................................................................................................................................................

Νευριασμένη τράβηξε την κορδέλα σχίζοντας και το περιτύλιγμα. Καλά να πάθει που ήθελε φέτος να τυλίξει τα δώρα μόνη της. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και ξαναπροσπάθησε. Στην τρίτη απόπειρα το πακέτο έμοιαζε κάπως με δώρο. Αυτά τα χέρια της καθόλου δεν συνεργάζονταν όταν το χρειαζόταν. Απο παιδί παράπονο το είχε που δεν μπορούσε να ζωγραφίσει μέσα στο περίγραμμα. "Δεν είναι κακό Βασούλα μου να μην μένεις μέσα στο περίγραμμα, δείχνει χαρακτήρα" της έλεγε ο μπαμπάς της και εκέινη χαμογελούσε. Μα πως τις είχε καρφωθεί η ιδέα να τυλίξει τόσα πακέτα μόνη της? Ποια ανάγκη την είχε σπρώξει σε αυτό το βασανιστήριο? Σίγουρα εκείνο το χαρτί με τους διάφανους αγγέλους έφταιγε! Εκείνο είχε δεί και το είχε ερωτευτεί από το πρώτο λεπτό. Και ορίστε τώρα πάλευε πάνω από μια ώρα και είχε τυλίξει ούτε τα μισά από τα Χριστουγεννιάτικα δώρα της. Και οι δόλιοι οι άγγελοι τσαλακωμένοι από τις προσπάθειες δεν έμοιαζαν καθόλου μα καθόλου γοητευτικοί και άσπιλοι όπως της είχαν φανεί αρχικά...

-Ακόμα τα δώρα τυλίγεις?
-Δεν βάζεις ένα χεράκι μπας και δούμε φως? Εσένα τα χέρια σου είναι συνηθισμένα σε λεπτές κινήσεις..
-Αυτά τα δύο χέρια όπως έχεις καταλάβει με δύο πράγματα έχουν εμμονή μόνο....Και μοιάζουν τόσο στο σχήμα αυτές οι δύο εμμονές μου που μπορείς να της πεις και μια...Θα τα στείλεις με το ταχυδρομείο τα δώρα?
-Όχι θα τα πάει η Ελπίδα...
-Εκεί θα κάνει γιορτές?
-Ναι , αύριο φεύγει. Προσπαθεί να αποφύγει τον Αργύρη που την πιέζει να πάνε κάπου μαζί.
-Και αυτή ήμαρτον πια τόσο καιρό τον έχει στο περίμενε . Μια χαρά άνθρωπος είναι.
-Μάνο με το ζόρι δεν γίνεται τίποτα. Αν δεν νιώθει έτοιμη, γιατί να τον παιδεύει?
-Και εσύ μωρό μου μόνη σου θα περάσεις το βράδυ των Χριστουγέννων? Γιατί δεν πας και εσύ στο χωριό?
-Σου είπα γιατί δεν πάω.... Χριστούγεννα εκεί χωρίς τον πατέρα μου δεν πρόκειται να ξανακάνω....
-Έλα τότε μαζί μου!
-Και αυτό νομίζω το ξανασυζητήσαμε...εσύ θα είσαι συνέχεια στο τρέξιμο και εγώ σε μια επαρχιακή πόλη τι να κάνω ανάμεσα σε αγνώστους? Θα κάτσω εδώ... Θα κατεβάσω πέντε ταινίες , θα φτιάξω έναν κουβά ποπ κόρν και θα περάσω καταπλητκικά μέσα στις πυτζάμες μου. Γιατί με κοιτάς έτσι?
-Ρε Βασούλα τρείς μήνες τώρα έχεις αλλάξει...
-Και δεν χαίρεσαι? Τρεις μήνες και δεν έχουμε ρίξει ούτε μισό καβγά...
-Ναι το ξέρω και δεν λέω... αλλά σαν να μην είσαι ο εαυτός σου. Πολύ εύκολα λες ναι σε ότι προτείνω. Δεν βγαίνεις σχεδόν ποτέ από το σπίτι. Και ακόμα και όταν κάνουμε έρωτα είσαι διαφορετική...
-Και σε ξαναρωτάω δεν χαίρεσαι? Αυτό νόμιζα πως ήθελες...Δεν σου αρέσει?
-Φυσικά και μου αρέσει.. Ηρέμησα και εγώ μαζί σου... Μπορώ και γράφω τραγούδια πάλι..  Και τα χέρια μου περιορίζονται στις λεπτές κινήσεις που ανέφερες πριν και όχι σε εκείνες που με έκαναν μετά να ντρέπομαι για τον εαυτό μου.... Αλλά κάτι με ενοχλεί... και δεν ξέρω τι... σαν να μην είναι αληθινό όλο αυτό...
-Πάντως αν επιμένεις να έρθω μαζί, σου είπα πως θα έρθω και πως θα κάτσω στο ξενοδοχείο να δώ τις ταινίες μου...
-Όχι ρε μωρό μου. Έχεις δίκιο τι να σε τραβάω και εσένα...Σε δύο μέρες άλλωστε θα επιστρέψω και θα κάνουμε κάτι μαζί.., είπε ο Μάνος και πήγε στο διπλανό δωμάτιο που ήταν η κιθάρα του αφήνοντας την μόνη να συνεχίσει την μάχη της με το σελοτέιπ και τις κορδέλες.

Και όσο η Βασούλα προσπαθούσε να φτιάξει ένα μεγάλο φιόγκο χαμογέλασε σχεδόν δαιμονικά. Αυτο που είχε σκεφτεί δούλευε ρολόι. Θέμα χρόνου ήταν να βαρεθεί...Θέμα χρόνου ήταν να φύγει από μόνος του. Αυτό δεν έκαναν άλλωστε οι κατακτητές? Λεηλατούσαν και κατέστρεφαν μέχρι να μην έχει απομείνει  τίποτα. Και όταν βεβαιωνόντουσαν πως κατέστρεψαν τα πάντα ξεκινούσαν για νέους τόπους. Αυτό λοιπόν του προσέφερε επιτέλους η Βασούλα, γιαυτό και είχε ηρεμήσει... γιατί πλέον έμοιαζε και εκείνη με καμμένη γη....

Το βράδυ εκείνο μετά την τυχαία συνάντηση της με τον Νίκο το είχε σκεφτεί πολύ. Αν τον άφηνε και έφευγε εκείνος δεν θα το επέτρεπε έτσι απλά... Να ζητήσει τη βοήθεια της αστυνομίας από την άλλη της φαινόταν αδιανοήτο. Ακόμα τον αγαπούσε άλλωστε και όσο και αν καταλάβαινε το παράλογο του συναισθήματος της δεν μπορούσε να το αποβάλει.. Το είχε δοκιμάσει και στο παρελθόν χωρίς επιτυχία. Πως λοιπόν θα ξέφευγε οριστικά από αυτό τον φαύλο κύκλο που είχε μπλέξει? Μόνο αν αυτό ήταν δική του επιλογή. Και για να γίνει δική του επιλογή θα έπρεπε να του παραδώσει και το τελευταίο οχυρό. Αυτό που τόσα χρόνια πάλευε να ρίξει. Ριψοκίνδυνο το ήξερε αλλά δεν είχε άλλη λύση... Αν ήθελε να ελευθερωθεί από το μαρτύριο , εκείνος θα έπρεπε να την ελευθερώσει. Και για να το κάνει αυτό έπρεπε να πιστέψει πως δεν είχε απομείνει τίποτε άλλο από εκείνη να πάρει.

Σταμάτησε έτσι να τον πολεμάει. Δεν της ήταν καθόλου εύκολο στην αρχή. Την πονούσε περισσότερο και από τη βία που της ασκούσε. Να παραδίδει το σώμα της ήταν το εύκολο κομμάτι να παραδίδει την ψυχή της όμως... Γιατί τόσο διεστραβλωμένα τα έβλεπε όλα η Βασούλα μέσα από το πρίσμα του έρωτα. Θεωρούσε πως μέσα σε αυτή την λαίλαπα είχε καταφέρει να κρατήσει ένα κομμάτι της καθαρό και ζωντανό, ίσως εκείνο που είχε και τη μεγαλύτερη αξία για την ίδια . Ναι ήταν απελπισμένη, ναι ένιωθε αδύναμη και ανήμπορη , ναι η θέληση της την είχε εγκαταλείψει οριστικά αλλά ένα μικρό κομματάκι μέσα της γυάλιζε ακόμα και αυτό το μικρό κομματάκι της ήταν εκείνο που την είχε κρατήσει στην διαύγεια τα τελευταία χρόνια. Με κόπο λοιπόν του το προσέφερε στο πιάτο... Και εκείνος φυσικά το κατασπάραζε.

Με μόνες σανίδες σωτηρίας πλέον την Ελπίδα και τον Νίκο του τα παραχώρησε όλα. Και έγινε το απόλυτο υποχείριο στα χέρια του χωρίς άποψη για τίποτα. Πήδα έλεγε ο Μάνος....πήδαγε η Βασούλα... Άσπρο έλεγε ο Μάνος το μαύρο, άσπρο συμφωνούσε εκείνη... Και αν δεν ήταν εκείνοι οι καφέδες κάθε Παρασκευή θα είχε πέσει στα χάπια... Γιατί μπορεί να μην συζητούσαν το θέμα με το Νίκο αλλά εκείνος ήξερε και αυτό την έκανε να ελπίζει πως ίσως μετά μαζί με την Ελπίδα οι δύο τους θα μπορούσαν να της θυμίσουν και εκείνης ποια ήταν... και ενώ στην αρχή έκανε υπερπροσπάθεια να μπορεί να αποδέχεται τα πάντα στην πορεία διαπίστωσε πως της έβγαινε πλέον αβίαστα...

Μόνο που όσο εκείνη του παραχωρούσε και τα τελευταία της αποθέματα όλα πλέον άλλαζαν οπτική...Ναι πρέπει να πιάσεις εντελώς πάτο για να αρχίσεις κάποτε να ανεβαίνεις. Εκεί από τον πάτο τα χέρια του πλέον δεν την καθόριζαν με κανέναν τρόπο... Για να δώσεις πρέπει να πάρεις, νόμος του εμπορίου... Και εκείνη χωρίς να έχει τίποτα άλλο να δώσει να μην μπορεί να πάρει πίσω τίποτα απολύτως... Έπαψαν έτσι τα χέρια του και να την βλάπτουν αλλά και να την ανασταίνουν...Το νεκρό άλλωστε πως να αναστηθεί? Και εκείνος τρεις μήνες μετά το καταλάβαινε...το διαισθανόταν πως πλέον εκείνη έρημος ήταν και πως δεν είχε τίποτα να του προσφέρει και είχε αρχίσει να βαριέται...επιτέλους είχε αρχίσει να χάνει το ενδιαφέρον του...

-Χρόνια Πολλά Βασούλα
-Χρόνια Πολλά Νίκο
-Πως πέρασες τις γιορτές?
-Ήσυχα...
-Όλα καλά?
-Ναι...
-Βασούλα το ξέρω πως τόσους μήνες δεν συζητάμε για το θέμα αλλά έχουν περάσει σχεδόν τέσσερις μήνες... Πως πάει θες να μου πεις?
-Δεν βλέπεις πως πάει το θέμα? Αρτιμελής δεν είμαι?
-Ναι... αλλά δεν είσαι καλά ρε Βασούλα...μην σου πω πως είσαι σε χειρότερη κατάσταση από αυτή που σε βρήκα... Απορώ η Ελπίδα δεν το βλέπει?
-Η Ελπίδα φυσικά και το βλέπει και πιστεύει πως επιτέλους ωρίμασα... Ίσως να έχει και δίκιο...
-Ωριμότητα το λέτε εσείς αυτό που βλέπω?
-Δεν ξέρω τι βλέπεις...
-Βλέπω έναν άνθρωπο διαφορετικό..αλλαγμένο...παραδομένο....
-Και σύντομα και παντρεμένο...
-Δεν μπορεί να μιλάς σοβαρά! είπε και πετάχτηκε όρθιος από την καρέκλα του
-Κάτσε κάτω Νίκο και άκουσε με... Να σταματήσει να με χτυπάει δεν απαίτησες? Ε αυτό συμβαίνει....και για να συνεχίσει να συμβαίνει δέχτηκα να παντρευτούμε...
-Πώς??? Εγώ νόμιζα πως θα χωρίζατε οριστικά και εσύ μου λες πως θα παντρευτείτε τώρα???
-Ναι... Θα τον παντρευτώ και εσύ δεν θα κάνεις κάτι να το αλλάξεις...Σου θυμίζω την συμφωνία μας... Να μην ξανασηκώσει χέρι πάνω μου ζήτησες...
-Είναι αδιανόητο....Τον αγαπάς? πες μου μόνο αυτό....Σε κάνει ευτυχισμένη?
-Πλέον τίποτα δεν αγαπάω και τίποτα δεν με κάνει ευτυχισμένη... τελείωσε η ιστορία Νίκο. Αποδέξου το όπως το αποδέχτηκα και εγώ...
-Γιατί το κάνεις? Γιατί???
-Τελείωσε σου λέω... εσύ απλά τήρησε το δικό σου σκέλος της συμφωνίας μας...Όσο είμαι αρτιμελής δεν ανοίγεις το στόμα σου...
-Το ξέρεις πως ανά πάσα στιγμή , με την πρώτη αφορμή, θα το ξανακάνει...Πες μου ότι το ξέρεις!
-Δεν θα το ξανακάνει, γιατί πολύ απλά δεν θα ξαναυπάρξει αφορμή...Τελείωσε γιατί εγώ τελείωσα..., είπε και σηκώθηκε από την καρέκλα της.
-Σε παρακαλώ Βασούλα μην το κάνεις....
-Και πάλι χρόνια πολλά Νίκο, είπε και απομακρύνθηκε από το τραπέζι που καθόντουσαν...