Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2022

"Sugar Daddy" ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ



Πόσα χρόνια είχαν περάσει από την τελευταία φορά που είχε πιεί καφέ με έναν άγνωστο; Τόσα πολλά που δεν μπορούσε καν να θυμηθεί. Τα τελευταία άλλωστε δέκα χρόνια η ζωή της είχε επιβιβαστεί στην ταχεία με την επωνυμία "επιβίωση" που κανένα περιθώριο δεν άφηνε για τέτοιες αυθόρμητες και ενδεχομένως κουτές παρορμήσεις. Να τώρα όμως, που με τον υδράργυρο να βαράει κόκκινο και τον ιδρώτα να τρέχει στην πλάτη της, ετοιμαζόταν να πιεί καφέ με έναν εντελώς άγνωστο, που σαν να μην έφταναν όλα τα άλλα, δεν θα μπορούσαν να συνεννοηθούν κιόλας. Εξαιρετικά! Πως σκατά είχε μπλέξει έτσι; Μήπως είχε πάθει ηλίαση; Και γιατί την οδηγούσε σε αυτές τις χαζές καφετέριες στο πλάι της πλατείας; Πρώτον έβραζε ο τόπος και εκεί και δεύτερον θα τους έπιαναν τον κώλο για έναν καφέ που δεν θα πινόταν! Ζύγισε λίγο το ενδεχόμενο να αποδεχτεί την χαζή επιλογή που ετοιμαζόταν εκείνος να κάνει, με το ενδεχόμενο να προσπαθήσει να του εξηγήσει κάπως πως δεν άξιζαν τα μαγαζιά αυτά. Στο τέλος όμως νίκησε η λογική και αποδέχτηκε πως θα έπινε ένα νερόπλυμα που θα στοίχιζε στην καλύτερη πέντε με έξι ευρώ, αποχαιρετώντας το όνειρο ενός κλιματιζόμενου χώρου. Μόλις εκείνος διάλεξε ένα τραπέζι, ευτυχώς κοντά στον ανεμιστήρα υδρονέφωσης, του έκανε ένα νόημα με το χέρι της δείχνοντας προς το μαγαζί φωνάζοντας δυνατά "toilet" λες και ο άνθρωπος ήταν κουφός. Εκείνος δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το γέλιο του αυτή τη φορά και εκείνη ντροπιασμένη του γύρισε την πλάτη και άρχισε να απομακρύνεται. Σε όλη τη διαδρομή προς την τουαλέτα  σιχτίριζε τον εαυτό της που δεν είχε ακούσει τη μάνα της και δεν είχε πάρει ποτέ το γαμημένο το lower στα αγγλικά, λες και αν το είχε πάρει θα μπορούσε να μιλήσει καλύτερα αγγλικά.

Η μπόχα της τουαλέτας, παρά την προστασία της μάσκας, την έπιασε από την κορυφή της στενής σκάλα που έπρεπε να κατέβει, οιωνός όχι και τόσο ενθαρρυντικός γι' αυτό που θα την περίμενε στο τέλος της. Παραδόξως όμως ο χώρος της τουαλέτας αποδείχθηκε να μην είναι τόσο χάλια, όσο προμήνυε η οσμή. Μάλλον είχε να κάνει περισσότερο με τις παμπάλαιες αποχετεύσεις και λιγότερο με την καθαριότητα. "Ευτυχώς Παναγία μου", αναφώνησε και μπήκε βιαστικά. Βγαίνοντας κοντοστάθηκε στον νιπτήρα να πλύνει τα χέρια της και μόνο όταν σήκωσε το κεφάλι της αναζητώντας λίγο χαρτί, πρόσεξε το είδωλο της στον καθρέφτη και πάγωσε. Τα μαλλιά της ιδρωμένα είχαν ξεφύγει από τη αλογοουρά  που τα είχε πιασμένα και είχαν κολλήσει στο πλάι του λαιμού της. Το πρόσωπο της, όσο φαινόταν τουλάχιστον, γυάλιζε λες και το είχε πασαλείψει με λάδι. Η μαύρη μπλούζα κάτω από τις μασχάλες της είχε δύο μεγάλες στάμπες που πρόδιδαν πόσο ιδρωμένη ήταν και το χρώμα της, το χρώμα της ήταν ένα χρώμα που μόνο υγεία και ευεξία δεν πρόδιδε. Δεν ήταν να απορείς που ο άνθρωπος είχε πάει να της φέρει νερό και που την είχε προσκαλέσει για έναν παγωμένο καφέ. Αυτός μάλλον νόμιζε πως ήταν ένα βήμα πριν το επεισόδιο θερμοπληξίας. Βιαστικά, έβγαλε τη μάσκα μορφάζοντας με τη μυρωδιά που βίαια εισερχόταν πλέον αφιλτράριστη στα ρουθούνια της, και έπλυνε το πρόσωπο της. Με λίγο χαρτί το σκούπισε και παίρνοντας λίγο ακόμα χαρτί σκούπισε και τις μασχάλες της. Με τα δάχτυλα της προσπάθησε να χτενίσει τα μαλλιά της πιάνοντας τα με το λαστιχάκι σε μια νέα χαμηλή αλογοουρά. Παίρνοντας γρήγορα στροφές προσπάθησε να θυμηθεί τι μπορεί να είχε μέσα στη τσάντα της που θα έσωζε έστω και λίγο από την αξιοπρέπεια της. Κάπου καταχωνιασμένο στο πάτο της τσάντας βρήκε ένα βάλσαμο για τα χείλι που είχε ένα ροζ χρώμα. Το πέρασε από τα χείλια της και έβαλε λίγο στα μάγουλα της τρίβοντας τα μπας και έπαιρναν ένα πιο υγιές χρώμα. Ύστερα έβγαλε ένα μικρό μπουκαλάκι με το άρωμα τύπου που είχε μαζί της και έριξε πάνω της δυο ψεκασμούς. Το ήξερε πως χειρότερο μείγμα από τον ιδρώτα με το το άρωμα δεν υπήρχε, αλλά στην περίπτωση της πόσο χειρότερη από όσο ήταν ήδη η κατάσταση θα μπορούσε να γίνει. Άλλωστε το άρωμα που είχε πάρει αυτή τη φορά υποτίθεται ότι ήταν αντίγραφο ενός πολύ ακριβού αρώματος που μύριζε καλοκαίρι και δροσιά, γι' αυτό άλλωστε το είχε επιλέξει και όχι γιατί ήταν αυτουνού του Jon Malone. Βασικά δεν ήταν του Jon Malone, της Βιβής ήταν που είχε το μαγαζί με τα αρώματα τύπου δίπλα στο σπίτι της και που επέμενε να θέλει να την πείσει πως ο Jon Malone ήταν για την ακρίβεια η Jo Malone. Λες και θα έβγαζε ποτέ λογικός άνθρωπος το κορίτσι του Jo. Ποσώς την απασχολούσε βέβαια αν ήταν γυναίκα ή άντρας ο άνθρωπος που είχε εμπνευστεί αυτό το άρωμα. Εκείνη ήξερε πως χρόνια είχε να μυρίσει κάτι τόσο όμορφο, γι' αυτό και είχε υποκύψει αγνοώντας τις αφραγκιές της και το είχε αγοράσει. Τι ψυχή είχαν 8 ευρώ, δεν θα την έσωζαν, και αυτό το άρωμα μύριζε...μύριζε πρασινάδα μετά τη βροχή και ροδάκινα! Σίγουρη πως δεν υπήρχε τίποτα άλλο που να μπορούσε να κάνει για να γίνει πιο άνθρωπος, έριξε το μπουκαλάκι πάλι μέσα στην τσάντα της και ξεκίνησε για να επιστρέψει στο τραπέζι της και την αποπνικτική ζέστη.

Έκπληκτη διαπίστωσε μόλις έφτασε πως ο ψηλέας δεν είχε κουνηθεί εκατοστό από εκεί που τον είχε αφήσει. Κάθισε ήσυχα και πριν προλάβει να πει το οτιδήποτε ο σερβιτόρος βιαστικός πλησίασε.

- One iced americano, please and for the lady...

Εκείνην είχε πει lady; Πολλή πλάκα είχε ο τυπάκος!

-Έναν φραπέ μέτριο με γάλα, πρόσθεσε προσπαθώντας να καταπνίξει το γέλιο που της προξενούσε η αναφορά στο άτομο της ως lady. Ο σερβιτόρος βαρύθυμος σημείωσε την παραγγελία τους και απομακρύνθηκε το ίδιο βιαστικά όσο είχε εμφανιστεί. 

-Hilmar, είπε και της πρότεινε το χέρι του.

-Μαργαρίτα, είπε εκείνη πιάνοντας το διστακτικά.

-Μagarita?

-No, Μα ργα ρί τα ! ξαναείπε προφέροντας αργά αργά τις συλλαβές. Κοιτώντας όμως το μπερδεμένο του ύφος, είπε να τον γλιτώσει από το μαρτύριο του ονόματος της

-Χέστο, Ρίτα, λέγε με Ρίτα.

-Rita, nice to meet you Rita. Forgive my english, απολογήθηκε αφήνοντας επιτέλους το χέρι της.

-Μας δουλεύεις ρε Χιλμάρ; 

-Hilmar, επανέλαβε αυτός.

-ΟΚ Χίλμαρ.

-Ι don't speak Greek, sorry. Only efkaristo, parakalo... A and malakas.

-Ωραία και γαμώ τις συνεννοήσεις θα κάνουμε. Me little english, very very little. Where are you from; τόλμησε να ρωτήσει για ακόμα μια φορά τη στιγμή που ο σερβιτόρος ακουμπούσε τους καφέδες τους στο τραπέζι.

-Wait, μουρμούρισε και άρχισε να ψάχνει κάτι στο κινητό του. From here, Iceland Reykjavik, είπε μόλις το βρήκε και της έδειξε στον χάρτη την Ισλανδία.

-Ισλανδός είσαι καλέ; Και πως σκατά βρέθηκες από εκεί πάνω εδώ κάτω μάνα μου που βράζει ο τόπος;

-What;

-I say, Iceland too far! How you here;

-For business. 

-Μάλιστα, για τι άλλο... Στην υγεία σου ρε Xίλμαρ και welcome to Greece!

-Εfkaristo Rita! είπε και ήπιε μερικές γουλιές από τον καφέ του αφήνοντας μια αμήχανη σιωπή να πέσει ανάμεσα τους, κάνοντας τη Μαργαρίτα να αρχίσει να παίζει νευρικά με το χάρτινο καλαμάκι του φραπέ της που σε λίγη ώρα θα είχε γίνει παπάρα.  

-How old are you? τον άκουσε να τη ρωτάει και εξεπλάγη που με τόση αμεσότητα, χωρίς φίλτρο, ρωτούσε μια μεσήλικη γυναίκα έτσι ευθέως την ηλικία της. Αν του απαντούσε τι θα ρωτούσε μετά; Πόσα κιλά ήταν; Σκασίλα της βασικά, λες και θα τον ξανάβλεπε. Δε πα να ρωτούσε ότι ήθελε.

-Forty-five. You;

-Forty-seven.

-Same age, old people, είπε χαμογελώντας κάνοντας και εκείνον να χαμογελάσει.

-Married; συνέχισε εκείνος την ανάκριση. Καλύτερα να ρωτούσε κιλά, σκέφτηκε η Μαργαρίτα. Άντε τώρα να εξηγήσει τι σκατά ήταν.

-Νοt married.

-Single;

-Not single, είπε και είδε το μπερδεμένο του ύφος

-Divorced; Widowed; 

-No και no, μισό είπε και έβγαλε το κινητό από την τσάντα της για να ψάξει να βρει πως σκατά έλεγαν στα αγγλικά το μπερδεμένη κατάσταση. "It is complicated" αναφώνησε όταν το βρήκε χαρούμενη που είχε βρει επιτέλους τη λέξη.

-Ι am married, είπε εκείνος και εκείνης το κινητό κόντεψε να της πέσει από τα χέρια. Ο τυπάκος δεν παιζόταν. Από την μια ήταν ειλικρινέστατος και αυτό του το αναγνώριζε, από την άλλη γιατί παντρεμένος άνθρωπος τη φλέρταρε; Ή μήπως δεν τη φλέρταρε και απλά ξεκαθάριζε ο άνθρωπος τη θέση του να μην γίνει καμία παρεξήγηση; Μάλλον το δεύτερο. Αχ βρε ηλίθια, πανάθεμα σε που νόμιζες ότι σε φλερτάρει κιόλας ο Βίκινγκ... Οι Βίκινγκς άραγε να ήταν από την Ισλανδία; Μήπως από τη Σουηδία;

-Vikings are Icelanders; ρώτησε αγνοώντας το σχόλιο του περί οικογενειακής κατάστασης.

-You are funny Rita. You make me laugh. No Vikings were not Icelanders, είπε χαμογελώντας.

-You tall like a Viking! συνέχισε εκείνη απτόητη. Τόσες σεζόν Βίκινγκς δεν θα πήγαιναν χαμένες. Πότε άλλοτε θα έβρισκε ευκαιρία να μιλήσει με κάποιον για τη Βαλχάλλα. 

-I am just tall, not a Viking. My mother was Swedish and my father was Icelander. Both very tall. So me and my brother came out also tall, σχολίασε πίνοντας την τελευταία γουλιά από τον καφέ του που τον είχε κατεβάσει σαν σφηνάκι.         

-Κρίμα... δεν πειράζει εγώ θα λέω πως γνώρισα ένα Βίκινγκ.

-What;

-Nothing, nothing... είπε και τον κοίταξε πιο προσεκτικά θαυμάζοντας πως ένας τόσο βόρειος άνθρωπος δεν είχε ούτε μια σταγόνα ιδρώτα στο πρόσωπο του με τέτοια ζέστη.

-Do you have an email; τη ρώτησε μπερδεύοντας τη για ακόμα μια φορά. Tι σκατά το ήθελε το email της;

-Of course, απάντησε εκείνη για να μην φανεί απαρχαιωμένη ελπίζοντας να ήταν από μια μεριά εκεί η miss Poppi η δασκάλα της στα αγγλικά να τη θαυμάσει.  

-Can i have it; συνέχισε ανοίγοντας το σημειωματάριο στο κινητό του.

-Why; δεν άντεξε να μην τον ρωτήσει και ας φοβόταν πως ίσως να μην της άρεσε αυτό που θα της απαντούσε.

-Honestly, i don't know! Ι enjoyed your company. You are the only friend i made in Greece and i have been here ten days now, της απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια για ακόμα μια φορά και εκείνη που είχε καταπατήσει κάθε λογική εκείνο το απόγευμα έπιασε το κινητό του και άρχισε να γράφει το email της που άλλωστε σπάνια το χρησιμοποιούσε. Σιγά μην επικοινωνούσε. Δεν υπήρχε λόγος να είναι αγενής. Δεν είχε προλάβει να τελειώσει όταν το δικό της κινητό άρχισε να χτυπάει. Αλαφιασμένη λες και την είχαν πιάσει να κάνει σκανδαλιά, ολοκλήρωσε τη διεύθυνση και σήκωσε το κινητό της.

"Έλα, που είσαι; Έφτασες; Έρχομαι, σε πέντε λεπτά είμαι εκεί!" είπε στη Λίτσα και σηκώθηκε από την καρέκλα.

-Μy friend is here. I have to go, ψέλλισε και έκανε την κίνηση να βγάλει χρήματα για τον καφέ της.

-Please, της είπε εκείνος και με το χέρι του απομάκρυνε μαλακά το δικό της από την τσάντα κλείνοντας το μέσα στο δικό του. Ο Βίκινγκ ήθελε να την κεράσει τον καφέ. Ας ήταν. Το χέρι όμως γιατί δεν το άφηνε; 

-Τhank you, είπε και έκανε να το τραβήξει, εκείνος όμως το έπιασε και το φίλησε με έναν ιπποτισμό που εκτός από εξωφρενικά παλιομοδίτικός, έμοιαζε και ηρωικά ριψοκίνδυνος με τον covid να σέρνεται εκεί έξω. 

-Parakalo Rita, της απάντησε καθώς απομάκρυνε τα χείλη του, χαϊδεύοντας με την ανάσα του το χέρι της που παρέμενε εγκλωβισμένο στο δικό του. Θέλοντας να σπάσει την περίεργη αυτή φυσική επαφή που δεν έμοιαζε να έχει καμία, μα καμία λογική, τράβηξε απότομα το χέρι της και λίγο παραζαλισμένη του γύρισε την πλάτη και του φώναξε ένα bye που πολύ αμφέβαλλε αν θα το είχε ακούσει έτσι που έτρεχε σαν κυνηγημένη μακριά από τον παντρεμένο Ισλανδό που ανάθεμα και αν ήξερε τι σκατά ήθελε από εκείνη.           

για τη συνέχεια πατήστε εδώ



   

                    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιαστε: