Πόσα χρόνια είχαν περάσει από την τελευταία φορά που ήπια καφέ με έναν άγνωστο; Τόσα πολλά που δεν μπορούσα καν να θυμηθώ. Τα τελευταία άλλωστε δέκα χρόνια η ζωή μου είχε επιβιβαστεί στην ταχεία με την επωνυμία "επιβίωση" που κανένα περιθώριο δεν άφηνε για τέτοιες αυθόρμητες και ενδεχομένως κουτές παρορμήσεις. Να τώρα όμως, που με τον υδράργυρο να βαράει κόκκινο και τον ιδρώτα να τρέχει στην πλάτη μου, ετοιμαζόμουν να πιώ καφέ με έναν εντελώς άγνωστο, που σαν να μην έφταναν όλα τα άλλα, δεν θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε κιόλας. Εξαιρετικά! Πως σκατά είχα μπλέξει έτσι; Μήπως είχα πάθει ηλίαση; Και γιατί με οδηγούσε σε αυτές τις χαζές καφετέριες στο πλάι της πλατείας; Πρώτον έβραζε ο τόπος και εκεί και δεύτερον θα μας έπιαναν τον κώλο για έναν καφέ που δεν θα πινόταν! Ζύγισα λίγο το ενδεχόμενο να αποδεχτώ τη χαζή επιλογή που ετοιμαζόταν εκείνος να κάνει, με το ενδεχόμενο να προσπαθήσω να του εξηγήσω κάπως πως δεν άξιζαν τα μαγαζιά αυτά. Στο τέλος όμως νίκησε η λογική και αποδέχτηκα πως θα έπινα ένα νερόπλυμα που θα στοίχιζε στην καλύτερη πέντε με έξι ευρώ, αποχαιρετώντας το όνειρο ενός κλιματιζόμενου χώρου. Μόλις εκείνος διάλεξε ένα τραπέζι, ευτυχώς κοντά στον ανεμιστήρα υδρονέφωσης, του έκανα ένα νόημα με το χέρι δείχνοντας προς το μαγαζί φωνάζοντας δυνατά "toilet" λες και ο άνθρωπος ήταν κουφός. Εκείνος δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το γέλιο του αυτή τη φορά και ντροπιασμένη του γύρισα την πλάτη και άρχισα να απομακρύνομαι. Σε όλη τη διαδρομή προς την τουαλέτα με σιχτίριζα που δεν είχα ακούσει τη μάνα μου και δεν είχε πάρει ποτέ το γαμημένο το lower στα αγγλικά, λες και αν το είχα πάρει θα μπορούσα να μιλήσω καλύτερα αγγλικά.
Η μπόχα της τουαλέτας, παρά την προστασία της μάσκας, με έπιασε από την κορυφή της στενής σκάλα που έπρεπε να κατέβω, οιωνός όχι και τόσο ενθαρρυντικός γι' αυτό που θα με περίμενε στο τέλος της. Παραδόξως όμως ο χώρος της τουαλέτας αποδείχθηκε να μην είναι τόσο χάλια όσο προμήνυε η οσμή. Μάλλον είχε να κάνει περισσότερο με τις παμπάλαιες αποχετεύσεις και λιγότερο με την καθαριότητα. "Ευτυχώς Παναγία μου", αναφώνησα και μπήκα βιαστικά. Βγαίνοντας κοντοστάθηκα στον νιπτήρα να πλύνω τα χέρια μου και μόνο όταν σήκωσα το κεφάλι μου αναζητώντας λίγο χαρτί, πρόσεξα το είδωλο μου στον καθρέφτη και πάγωσα. Τα μαλλιά μου ιδρωμένα είχαν ξεφύγει από τη αλογοουρά που τα είχα πιασμένα και είχαν κολλήσει στο πλάι του λαιμού μου. Το πρόσωπο μου, όσο φαινόταν τουλάχιστον, γυάλιζε λες και το είχα πασαλείψει με λάδι. Η μαύρη μπλούζα κάτω από τις μασχάλες μου είχε δύο μεγάλες στάμπες που πρόδιδαν πόσο ιδρωμένη ήμουν και το χρώμα μου, το χρώμα μου ήταν ένα χρώμα που μόνο υγεία και ευεξία δεν πρόδιδε. Δεν ήταν να απορείς που ο άνθρωπος είχε πάει να μου φέρει νερό και που με είχε προσκαλέσει για έναν παγωμένο καφέ. Αυτός μάλλον νόμιζε πως ήμουν ένα βήμα πριν το επεισόδιο θερμοπληξίας. Βιαστικά, έβγαλα τη μάσκα μορφάζοντας με τη μυρωδιά που βίαια εισερχόταν πλέον αφιλτράριστη στα ρουθούνια μου, και έπλυνα το πρόσωπο μου. Με λίγο χαρτί το σκούπισα και παίρνοντας λίγο ακόμα χαρτί σκούπισα και τις μασχάλες μου. Με τα δάχτυλα μου προσπάθησα να χτενίσω τα μαλλιά μου πιάνοντας τα με το λαστιχάκι σε μια νέα χαμηλή αλογοουρά. Παίρνοντας γρήγορα στροφές προσπάθησα να θυμηθώ τι μπορεί να είχα μέσα στη τσάντα μου που θα έσωζε έστω και λίγο από την αξιοπρέπεια μου. Κάπου καταχωνιασμένο στον πάτο της τσάντας βρήκα ένα βάλσαμο για τα χείλι που είχε ένα ροζ χρώμα. Το πέρασα από τα χείλια μου και έβαλα λίγο στα μάγουλα μου τρίβοντας τα μπας και έπαιρναν ένα πιο υγιές χρώμα. Ύστερα έβγαλα ένα μικρό μπουκαλάκι με το άρωμα τύπου που είχα μαζί και έριξα πάνω μου δυο ψεκασμούς. Το ήξερα πως χειρότερο μείγμα από τον ιδρώτα με το το άρωμα δεν υπήρχε, αλλά στην περίπτωση μου πόσο χειρότερη από όσο ήταν ήδη η κατάσταση θα μπορούσε να γίνει. Άλλωστε το άρωμα που είχα πάρει αυτή τη φορά υποτίθεται ότι ήταν αντίγραφο ενός πολύ ακριβού αρώματος που μύριζε καλοκαίρι και δροσιά, γι' αυτό άλλωστε το είχα επιλέξει και όχι γιατί ήταν αυτουνού του Jon Malone. Βασικά δεν ήταν του Jon Malone, της Βιβής ήταν που είχε το μαγαζί με τα αρώματα τύπου δίπλα στο σπίτι μου και που επέμενε να θέλει να με πείσει πως ο Jon Malone ήταν για την ακρίβεια η Jo Malone. Λες και θα έβγαζε ποτέ λογικός άνθρωπος το κορίτσι του Jo. Ποσώς με απασχολούσε βέβαια αν ήταν γυναίκα ή άντρας ο άνθρωπος που είχε εμπνευστεί αυτό το άρωμα. Εγώ ήξερα πως χρόνια είχα να μυρίσω κάτι τόσο όμορφο, γι' αυτό και είχα υποκύψει αγνοώντας τις αφραγκιές μου και το είχα αγοράσει. Τι ψυχή είχαν 8 ευρώ, δεν θα με έσωζαν, και αυτό το άρωμα μύριζε...μύριζε πρασινάδα μετά τη βροχή και ροδάκινα! Σίγουρη πως δεν υπήρχε τίποτα άλλο που να μπορούσα να κάνω για να γίνω πιο άνθρωπος, έριξα το μπουκαλάκι πάλι μέσα στην τσάντα και ξεκίνησα για το τραπέζι και την αποπνικτική ζέστη.
Έκπληκτη διαπίστωσα μόλις έφτασα πως ο ψηλέας δεν είχε κουνηθεί εκατοστό από εκεί που τον είχα αφήσει. Κάθισα ήσυχα και πριν προλάβω να πω το οτιδήποτε ο σερβιτόρος βιαστικός πλησίασε.
- One iced americano please and for the lady...
Εκείνην είχε πει lady; Πολλή πλάκα είχε ο τυπάκος!
-Έναν φραπέ μέτριο, πρόσθεσα προσπαθώντας να καταπνίξω το γέλιο που μου προξενούσε η αναφορά στο άτομο μου ως lady. Ο σερβιτόρος βαρύθυμος σημείωσε την παραγγελία μας και απομακρύνθηκε το ίδιο βιαστικά όσο είχε εμφανιστεί.
-Hilmar, είπε και μου πρότεινε το χέρι του.
-Μαργαρίτα, είπα εγώ πιάνοντας το διστακτικά.
-Μagarita?
-No, Μα ργα ρί τα ! ξαναείπα προφέροντας αργά αργά τις συλλαβές. Κοιτώντας όμως το μπερδεμένο του ύφος, αποφάσισα να τον γλιτώσω από το μαρτύριο του ονόματος μου.
-Χέστο, Ρίτα, λέγε με Ρίτα.
-Rita, nice to meet you Rita. Forgive my english, απολογήθηκε αφήνοντας επιτέλους το χέρι μου.
-Μας δουλεύεις ρε Χιλμάρ;
-Hilmar, επανέλαβε αυτός.
-ΟΚ Χίλμαρ.
-Ι don't speak Greek, sorry. Only efkaristo, parakalo... A and malakas.
-Ωραία και γαμώ τις συνεννοήσεις θα κάνουμε. Me little english, very very little. Where are you from; τόλμησα να ρωτήσω για ακόμα μια φορά τη στιγμή που ο σερβιτόρος ακουμπούσε τους καφέδες μας στο τραπέζι.
-Wait, μουρμούρισε και άρχισε να ψάχνει κάτι στο κινητό του. From here, Iceland Reykjavik, είπε μόλις το βρήκε και μου έδειξε στον χάρτη την Ισλανδία.
-Ισλανδός είσαι καλέ; Και πως σκατά βρέθηκες από εκεί πάνω εδώ κάτω μάνα μου που βράζει ο τόπος;
-What;
-I say, Iceland too far! How you here;
-For business.
-Μάλιστα, για τι άλλο... Στην υγεία σου ρε Xίλμαρ και welcome to Greece!
-Εfkaristo Rita! είπε και ήπιε μερικές γουλιές από τον καφέ του αφήνοντας μια αμήχανη σιωπή να πέσει ανάμεσα μας, κάνοντας με να αρχίσω να παίζω νευρικά με το χάρτινο καλαμάκι του φραπέ που σε λίγη ώρα θα είχε γίνει παπάρα.
-How old are you? τον άκουσα να με ρωτάει σπάζοντας τη σιωπή και εξεπλάγη που με τόση αμεσότητα, χωρίς φίλτρο, ρωτούσε μια μεσήλικη γυναίκα έτσι ευθέως την ηλικία της. Αν του απαντούσα τι θα ρωτούσε μετά; Πόσα κιλά ήμουν; Σκασίλα μου βασικά, λες και θα τον ξανάβλεπα. Δε πα να ρωτούσε ότι ήθελε.
-Forty-five. You;
-Forty-seven.
-Same age, old people, είπα χαμογελώντας κάνοντας και εκείνον να χαμογελάσει.
-Married; συνέχισε εκείνος την ανάκριση. Καλύτερα να ρωτούσε κιλά, σκέφτηκα. Άντε τώρα να εξηγήσω τι σκατά ήμουν.
-Νοt married.
-Single;
-Not single, είπα και είδα το μπερδεμένο του ύφος
-Divorced; Widowed;
-No και no, μισό είπα και έβγαλα το κινητό από την τσάντα για να ψάξω να βρω πως σκατά έλεγαν στα αγγλικά το μπερδεμένη κατάσταση. "It is complicated" αναφώνησα όταν το βρήκα χαρούμενη που είχα βρει επιτέλους τη λέξη.
-Ι am married, είπε εκείνος και το κινητό κόντεψε να μου πέσει από τα χέρια. Ο τυπάκος δεν παιζόταν. Από την μια ήταν ειλικρινέστατος και αυτό του το αναγνώριζα, από την άλλη γιατί παντρεμένος άνθρωπος με φλέρταρε; Ή μήπως δεν με φλέρταρε και απλά ξεκαθάριζε ο άνθρωπος τη θέση του να μην γίνει καμία παρεξήγηση; Μάλλον το δεύτερο. Αχ βρε ηλίθια, πανάθεμα σε που νόμιζες ότι σε φλερτάρει κιόλας ο Βίκινγκ... Οι Βίκινγκς άραγε να ήταν από την Ισλανδία; Μήπως από τη Σουηδία;
-Vikings are Icelanders; ρώτησα αγνοώντας το σχόλιο του περί οικογενειακής κατάστασης.
-You are funny Rita. You make me laugh. No Vikings were not Icelanders, είπε χαμογελώντας.
-You tall like a Viking! συνέχισα εγώ απτόητη. Τόσες σεζόν Βίκινγκς δεν θα πήγαιναν χαμένες. Πότε άλλοτε θα έβρισκα ευκαιρία να μιλήσω με κάποιον για τη Βαλχάλλα.
-I am just tall, not a Viking. My mother was Swedish and my father was Icelander. Both very tall. So me and my brother came out also tall, σχολίασε πίνοντας την τελευταία γουλιά από τον καφέ του που τον είχε κατεβάσει σαν σφηνάκι.
-Κρίμα... δεν πειράζει εγώ θα λέω πως γνώρισα ένα Βίκινγκ.
-What;
-Nothing, nothing... είπα και τον κοίταξα πιο προσεκτικά θαυμάζοντας πως ένας τόσο βόρειος άνθρωπος δεν είχε ούτε μια σταγόνα ιδρώτα στο πρόσωπο του με τέτοια ζέστη.
-Do you have an email; με ρώτησε σαστίζοντας με, για ακόμα μια φορά. Tι σκατά το ήθελε το email μου;
-Of course, απάντησα για να μην φανώ απαρχαιωμένη ελπίζοντας να ήταν από μια μεριά εκεί η miss Poppi η δασκάλα μου στα αγγλικά να με θαυμάσει.
-Can i have it; συνέχισε ανοίγοντας το σημειωματάριο στο κινητό του.
-Why; δεν άντεξα να μην τον ρωτήσω και ας φοβόμουν πως ίσως να μην μου άρεσε αυτό που θα μου απαντούσε.
-Honestly, i don't know! Ι enjoyed your company. You are the only friend i made in Greece and i have been here ten days now, μου απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια για ακόμα μια φορά και εγώ που είχα καταπατήσει κάθε λογική εκείνο το απόγευμα έπιασα το κινητό του και άρχισα να γράφω το email μου που άλλωστε σπάνια το χρησιμοποιούσα. Σιγά μην επικοινωνούσε. Δεν υπήρχε λόγος να είμαι αγενής. Δεν είχα προλάβει να τελειώσω όταν το δικό μου κινητό άρχισε να χτυπάει. Αλαφιασμένη λες και με είχαν πιάσει να κάνω σκανδαλιά, ολοκλήρωσα τη διεύθυνση και απάντησα στην εισερχόμενη κλήση.
"Έλα, που είσαι; Έφτασες; Έρχομαι, σε πέντε λεπτά είμαι εκεί!" είπα στη Λίτσα και σηκώθηκα από την καρέκλα.
-Μy friend is here. I have to go, ψέλλισα και έκανα την κίνηση να βγάλω χρήματα για τον καφέ.
-Please, μου είπε εκείνος και με το χέρι του απομάκρυνε μαλακά το δικό μου από την τσάντα κλείνοντας το μέσα στο δικό του. Ο Βίκινγκ ήθελε να με κεράσει τον καφέ. Ας ήταν. Το χέρι όμως γιατί δεν το άφηνε;
-Τhank you, είπα και έκανα να το τραβήξω, εκείνος όμως το έπιασε και το φίλησε με έναν ιπποτισμό που εκτός από εξωφρενικά παλιομοδίτικός, έμοιαζε και ηρωικά ριψοκίνδυνος με τον covid να σέρνεται εκεί έξω.
-Parakalo Rita, μου απάντησε καθώς απομάκρυνε τα χείλη του, χαϊδεύοντας με την ανάσα του το χέρι μου που παρέμενε εγκλωβισμένο στο δικό του. Θέλοντας να σπάσω την περίεργη αυτή φυσική επαφή που δεν έμοιαζε να έχει καμία, μα καμία λογική, τράβηξα απότομα το χέρι μου και λίγο παραζαλισμένη του γύρισα την πλάτη και του φώναξα ένα bye που πολύ αμφέβαλλα αν θα το είχε ακούσει έτσι που έτρεχα σαν κυνηγημένη μακριά από τον παντρεμένο Ισλανδό που ανάθεμα και αν ήξερα τι σκατά ήθελε από εμένα.
για τη συνέχεια πατήστε εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλιαστε: