Τετάρτη 31 Αυγούστου 2022

"Sugar Daddy" ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ





 Αύγουστος 2022

Η πλατεία Συντάγματος έβραζε κανονικά. Όρκο θα έπαιρνα πως ο υδάτινος αχνός, που το συντριβάνι έβγαζε, δεν ήταν μικρά σταγονίδια νερού, αλλά νερό που εξατμιζόταν. Κάτι τέτοιο βέβαια θα προϋπέθετε ανατροπή της θερμοδυναμικής αρχής πως το νερό βράζει και εξατμίζεται στους 100 βαθμούς Κελσίου, αλλά ποιος χέζει τη φυσική και τους νόμους της. Εγώ ένιωθα πως αν δεν έβρισκα άμεσα λίγη σκιά, ακόμα και εγώ θα έλιωνα και θα εξατμιζόμουν, εκεί ανάμεσα στα περιστέρια που σαν απτόητοι αναστενάρηδες, έκοβαν ανενόχλητα βόλτες κουτσουλώντας το σύμπαν τσιμπώντας ταυτόχρονα τα σουσάμια του κουλουρτζή παραδίπλα. Με μια γρήγορη ματιά σάρωσα τα λιγοστά παγκάκια περιμετρικά της πλατείας που είχαν σκιά και απογοητευμένη διαπίστωσα πως όλα ήταν ασφυκτικά κατειλημμένα. Covid και κουραφέξαλα! Ο ένας πάνω στον άλλο ήταν. Ξεπλυμένοι γαλακτεροί τουρίστες με σανδάλια στα πόδια και κινητά στα χέρια καταλάμβαναν τον λίγο σκιερό χώρο. Δεν είμαι ρατσίστρια προς Θεού, κουρασμένη ήμουν, απογοητευμένη ήμουν, μουσκεμένη από τον ιδρώτα ήμουν και το μόνο που ήθελα ήταν να πάω να χωθώ σε έναν κλιματιζόμενο χώρο μήπως μπορέσω και ανασάνω. Και αυτή η χριστιανή που στα κομμάτια ήταν; Η ώρα κόντευε τρεις και μισή και εκείνη ακόμα να φανεί. Ανάθεμα την ανάγκη μου και ανάθεμα τον Αύγουστο και τους καύσωνες του.



Διστακτικά επιθεώρησα ξανά τον χώρο και εντόπισα ένα μικρό άνοιγμα δίπλα από ένα δέντρο που είχε λίγη σκιά. Ένας ψηλός τύπος με γυαλιά ηλίου και καλοκαιρινό κουστούμι χειρονομούσε και μιλούσε στο τηλέφωνο δεξιά του δέντρου αφήνοντας ένα μικρό άνοιγμα. Μάσκα δεν φορούσε φυσικά. Σιγά μην φορούσε! Δυσανασχετώντας έβαλα τη δική μου μάσκα και αποφασιστικά πλησίασα και χώθηκα δίπλα του διεκδικώντας με πείσμα μια θέση στη σκιά. Τα πόδια μου με πέθαιναν από την ορθοστασία. Καψόνια μου έκανε η Λίτσα αφήνοντας με να περιμένω τόση ώρα. Και αυτός δίπλα μου γλώσσα δεν έβαζε μέσα, σκέφτηκα και γύρισα λίγο στο πλάι ώστε να μην μου έρθει καμία σταγόνα σάλιου έτσι όπως εκσφενδόνιζε θυμωμένα τις λέξεις. Αλλά τι λέξεις ήταν αυτές που έβγαιναν από το στόμα του; Σίγουρα δεν ήταν ελληνικά και σίγουρα δεν ήταν αγγλικά. Ούτε γαλλικά και ισπανικά έμοιαζαν να είναι. Βαβέλ το κέντρο, απεφάνθη και χάζεψα ένα ζευγάρι Ασιατών που με καπέλα και φωτογραφικές στο λαιμό περνούσε εκείνη την ώρα από μπροστά μου. Μα πόσο όμορφα ήταν τα μαύρα, στιλπνά, ίσια μαλλιά της γυναίκας που γυάλιζαν στον ήλιο.

Μου πήρε λίγη ώρα να συνειδητοποιήσω ότι ο τύπος δίπλα είχε τερματίσει επιτέλους την κλήση. Η γενικότερη φασαρία που επικρατούσε δεν μου είχε επιτρέψει να το αντιληφθώ αμέσως. Μόνο όταν ένιωσα κάποιον να με κοιτάζει κατάλαβα πως από δίπλα οι ακαταλαβίστικες λέξεις είχαν σταματήσει. Αδιαφορώντας γύρισα ακόμα πιο πολύ στο πλάι σε μια προσπάθεια να βγω από το οπτικό πεδίο του ενοχλητικού ξένου ψηλέα και αναζήτησα το κινητό μου μέσα στην τσάντα για να τσεκάρω για πολλοστή φορά την ώρα και τυχόν χαμένες κλήσεις. 15:37 και καμία κλήση. Προσπάθησα να καλέσω τη Λίτσα ακόμα μια φορά, αλλά το κινητό της ακόμα έμοιαζε να μην έχει σήμα. Αυτό σήμαινε πως κάπου στα έγκατα του μετρό ήταν και ερχόταν. Θα περίμενα μέχρι τις 16:00 και ύστερα θα το έπαιρνα απόφαση και θα έφευγα. Ίσως να είχε αλλάξει γνώμη και να μην σκόπευε να με βοηθήσει όπως μου είχε πει νωρίτερα. Δύσκολες εποχές άλλωστε για όλους και κακία δεν θα κρατούσα. Ίσως μόνο λίγη για το στήσιμο που μου είχε ρίξει μέσα στη ζέστη.

-Excuse me, άκουσα μια φωνή με βαριά προφορά τη στιγμή που ένα χέρι με σκουντούσε ελαφριά στον ώμο και γύρισα εκνευρισμένη. Ο ψηλός μου έδειχνε ένα τσιγάρο και τρία ολόκληρα δευτερόλεπτα μετά κατάλαβα ότι μάλλον γύρευε αναπτήρα.

-Νo, no του απάντησα μαλακώνοντας λίγο το ύφος μου κάνοντας ταυτόχρονα μια αρνητική κίνηση για να του δείξω πως δεν είχα αναπτήρα. Πως σκατά έλεγαν τον αναπτήρα στα αγγλικά, αναρωτήθηκα καθώς τον είδα να απομακρύνεται και να ζητάει φωτιά από έναν ηλικιωμένο κύριο που κάπνιζε στο παγκάκι παραδίπλα. Ωραία μακάρι να κάτσει εκεί με τον γέρο να καπνίσουν παρέα, γιατί το μόνο που μου έλειπε με αυτή τη ζέστη, ήταν και η βρώμα του τσιγάρου. Φρούδες ελπίδες όμως. Πότε είχα φανεί τυχερή για να φανώ τώρα. Αμέσως μόλις το άναψε και ευχαρίστησε τον γέρο επέστρεψε ξανά δίπλα μου. Για πρώτη φορά εκτίμησα τη μάσκα που φορούσα και που εκτός από τον covid με προστάτευε και από τις τολύπες καπνού που ένα αμυδρό, καυτό σαν ανάσα δράκου αεράκι, έφερνε προς το μέρος μου. Σύντομα βέβαια διαπίστωσα πως η μάσκα προστάτευε μόνο τη μύτη μου, όχι όμως και τα μάτια μου που ενοχλημένα άρχισαν να δακρύζουν.

-Ι am so sorry, ακούστηκε η περίεργα βαριά ίδια φωνή από δίπλα και είδα το παπούτσι, πιθανόν νούμερο 49 όπως το έκοβα, να συνθλίβει το τσιγάρο στο πλακοστρωμένο έδαφος μπροστά μου. Κοίτα που ο ψηλέας είχε στοιχειώδη τρόπους, διαπίστωσα και χαμογέλασα αβίαστα χωρίς να υπολογίζω πως ο αποδέκτης του χαμόγελου δεν θα μπορούσε να το δει. Χωρίς δεύτερη σκέψη ο τύπος έσκυψε και μάζεψε τη γόπα και απομακρύνθηκε προς τον κάδο απέναντι για να την πετάξει. Και ευγενής και οικολόγος, μάλλον τον είχα παρεξηγήσει, κατέληξα καθώς εκείνος επέστρεφε στη θέση του δίπλα μου. Να δεις και αυτόν κάποιος τον είχε στήσει, υπέθεσα ενώ κάποιες φωνές παραδίπλα τράβηξαν την προσοχή μου. Ο ηλικιωμένος καπνιστής τσακωνόταν με έναν άλλο ηλικιωμένο. Λέξεις όπως Μητσοτάκης, ακρίβεια, κιλοβατώρα που έπιασα ήταν αρκετές για να καταλάβω το θέμα της συζήτησης τους. Αναστέναξα αποκαρδιωμένη, ίσως λίγο πιο δυνατά από όσο θα ήθελα.

-Are you ok? άκουσα τον τύπο από δίπλα να με ρωτάει και έστρεψα την προσοχή μου σε εκείνον που είχε βγάλει τα γυαλιά ηλίου και με κοιτούσε ανήσυχος. Χωρίς τα γυαλιά του ήταν ακόμα πιο εμφανές ότι ήταν ξένος. Τα μάτια του είχαν ένα περίεργο γκρι χρώμα και οι ρυτίδες γύρω από αυτά πρόδιδαν ότι δεν διένυε και την πρώτη νιότη του. Το δέρμα του, τώρα που τα μάτια του ήταν γυμνά, έμοιαζε λίγο πιο σκούρο από ότι μου είχε φανεί στην αρχή. Ακόμα και τα μαλλιά του που είχαν ένα απροσδιόριστο καστανόξανθο χρώμα έμοιαζαν περίεργα πιο σκούρα. Λες και το χρώμα των ματιών έκανε όλα τα υπόλοιπα φυσικά του χαρακτηριστικά να μοιάζουν πιο γήινα και λιγότερο ξεπλυμένα. Μωρέ μπας και ήταν Ρώσος;

-Good, είπα και σήκωσα τον αντίχειρα μου για να τονίσω το νόημα των φτωχών αγγλικών μου σε περίπτωση που ο άντρας ήταν το ίδιο άσχετος με εμένα.

Έκπληκτη τον είδα να πετάγεται λες και και τον είχε τινάξει ρεύμα, και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου το μόνο που έβλεπα πλέον ήταν η φαρδιά πλάτη του που χανόταν βιαστικά προς το κέντρο της πλατείας. Πάει ο ψηλέας, σκέφτηκα λίγο απογοητευμένη που δεν θα μάθαινα ποτέ την καταγωγή του, τη ίδια στιγμή που μια πιτσιρίκα με κοντό σορτσάκι, απορροφημένη στο κινητό της έπαιρνε τη θέση του δίπλα μου φτιάχνοντας τα μαλλιά της.

"Γεια σας τικ τόκερς από την καρδιά της Αθήνας! Η θερμοκρασία είναι στους 38 βαθμούς σήμερα και είπα να σας πάρω μαζί μου σε ένα καυτό βλογκάκι στο κέντρο της πόλης, τι λέτε;" την άκουσα να λέει ενώ κοιτούσε με νάζι την οθόνη λες και μιλούσε σε κάποιον. Κανένας όμως δεν απαντούσε από το κινητό, απεναντίας εκείνη κατσουφιασμένη ξαναέφτιαχνε λίγο τα μαλλιά της, διόρθωνε λίγο τη μάσκαρα που είχε τρέξει στο αριστερό μάτι και ξανασήκωνε την οθόνη του κινητού αλλάζοντας γωνία και επαναλαμβάνοντας τα ίδια λόγια. Πέντε λεπτά αργότερα ευχήθηκα να μην ήμουν τόσο αγνώμων για τον ξένο ψηλέα, ώστε ο Θεός να μην με είχε τιμωρήσει με τη μικρή δίπλα που επαναλάμβανε το ίδιο πράγμα ξανά, και ξανά, μέχρι μάλλον να το πετύχει όπως το ήθελε. Να θυμόμουν να ρωτήσω τον Χρήστο τι ήταν αυτό το “τικ τόκερς” που χαιρετούσε η μικρή με τόση θέρμη, σημείωσα στο μυαλό μου όταν κάτι παγωμένο με ακούμπησε στο χέρι και με έκανε να αναπηδήσω. Ο ψηλέας είχε επιστρέψει και λουσμένος στον ήλιο μου προσέφερε ένα μπουκαλάκι νερό. Χωρίς δεύτερη σκέψη το πήρα, κατέβασα τη μάσκα και το ήπια μονορούφι. Τελειώνοντας το καπάκωσα πάλι και του χαμογέλασα με ειλικρίνεια και ευγνωμοσύνη.

-Thank you, του είπα και ανέβασα πάλι την μάσκα.

-Parakalo, απάντησε εκείνος με την ίδια βαριά προφορά που στα ελληνικά έμοιαζε ακόμα πιο αστεία απ' ότι έμοιαζε στα αγγλικά.

-You Russia, τον ρώτησα χωρίς να χάσω ευκαιρία

-For God’s sake. No!,μου απάντησε και γέλασε κάνοντας το σήμα της ειρήνης.

-Αmerican;

-No, Ιcelander, είπε τη στιγμή που η μικρή δίπλα ξεφυσούσε εκνευρισμένη γιατί την ενοχλούσαμε να συνεχίσει ότι ήταν αυτό που έκανε.

-Μe Greece, φώναξα λίγο πιο δυνατά επίτηδες για να εκνευρίσω περισσότερο το νιάνιαρο που νόμιζε πως η πλατεία του άνηκε. Τώρα τι ήταν αυτό το Icelander ένας Θεός ήξερε. Το μόνο που ήξερα εγώ ήταν ένα outlander που ήταν σύμφωνα με τα λεγόμενα της Λίτσας μια τέλεια σειρά στο netflix με ένα μαναράκι σκέτη κόλαση.

-Greek θείτσα, όχι Greece, με διόρθωσε με αυθάδεια η πιτσιρίκα φουρκίζοντας με ακόμα περισσότερο. Αλλά έτσι ήταν όλα τους, γλωσσάδικα! Βέβαια η αλήθεια ήταν ότι περισσότερο με είχε θίξει το θείτσα παρά η διόρθωση των αγγλικών μου. Άκου θείτσα! 45 χρονών στις μέρες μας δεν είσαι θείτσα! Από την άλλη, στα μάτια της μετά βίας 17χρονης, μάλλον θείτσα έμοιαζα, σκέφτηκα και νευρικά έπαιξα με το μπουκάλι που ακόμα κρατούσα στα χέρια μου αποφεύγοντας να κοιτάξω τον Ιcelander/Οutlander που προφανώς θα γελούσε με την κοτσάνα που είχα πετάξει.

-Would you like an iced coffee, ακούστηκε η φωνή του άλλου απτόητη, την ίδια στιγμή που το κινητό μου άρχισε να χτυπάει μέσα από την τσάντα.

-Πόσο cringe! σχολίασε η μικρή ενώ έβγαζα το κινητό και απαντούσα στην κλήση σημειώνοντας νοερά να ρωτήσω τον Χρήστο τι σήμαινε και αυτό.

"Που είσαι ρε Λίτσα και έχω βράσει! Τι;; Και πότε θα ανοίξει ο σταθμός; Δεν σας λένε;; Είναι καλά η κοπέλα; Ναι, σωστά που να ξέρεις… Και τώρα τι θα κάνουμε; Αύριο; Δεν μπορώ ρε Λίτσα αύριο, δουλεύω πρωί απόγευμα μπας και βγάλω κάνα φράγκο παραπάνω και βουλώσω καμία τρύπα. Να σε περιμένω όσο χρειαστεί; Θα βρω τι θα κάνω μην ανησυχείς, θα πάω να μπω σε κάνα πολυκατάστημα με κλιματισμό, απλά πάρε με όταν ξεκολλήσεις από την Πανόρμου. Είσαι ψυχούλα ρε Λίτσα, τρως και εσύ τόση ταλαιπωρία για μένα. Δεν θα το ξεχάσω να ξέρεις, θα τα πούμε από κοντά. Φιλάκια!” είπα και τερμάτισα την κλήση. Μα κι αυτή η κοπέλα σήμερα της ήρθε να αυτοκτονήσει, σκέφτηκα και αμέσως ντράπηκα για τη σκέψη που είχα κάνει.

-Well, an iced coffee? ξανακούστηκε ο ψηλέας που σχεδόν τον είχα ξεχάσει. Δεν γαμιέται, σκέφτηκα, από το να με τρώει η ζέστη και να ακούω την ανάγωγη μικρά να μονολογεί τα ίδια και τα ίδια, ας έπινα έναν καφέ με τον ψηλέα, μπας και μάθαινα και κατά πούθε έπεφτε το χωρίο του. Έτσι όπως πήγαινε και γνωρίζοντας τους ρυθμούς που στην Ελλάδα αντιμετωπίζονται τέτοιες καταστάσεις, θα έπαιρνε σίγουρα σαράντα λεπτά με μία ώρα μέχρι η Λίτσα να κατάφερνε να φτάσει Σύνταγμα. Νοερά υπολόγισα αν τα λεφτά μου με έφταναν για έναν καφέ και το εισιτήριο της επιστροφής και αφού βεβαιώθηκα πως έφταναν, του έγνεψα καταφατικά εκπλήσσοντας τη μικρή που μάλλον δεν περίμενε η “θείτσα” να υποκύψει στον ξένο γύπα.



για τη συνέχεια πατήστε εδώ