Η πλατεία Συντάγματος έβραζε κανονικά. Όρκο θα έπαιρνε πως ο υδάτινος αχνός, που το συντριβάνι έβγαζε, δεν ήταν μικρά σταγονίδια νερού, αλλά νερό που εξατμιζόταν. Κάτι τέτοιο βέβαια θα προϋπέθετε ανατροπή της θερμοδυναμικής αρχής πως το νερό βράζει και εξατμίζεται στους 100 βαθμούς Κελσίου, αλλά ποιος χέζει τη φυσική και τους νόμους της. Εκείνη ένιωθε πως αν δεν έβρισκε λίγη σκιά άμεσα, η ίδια θα έλιωνε και θα εξατμιζόταν, εκεί ανάμεσα στα περιστέρια που σαν απτόητοι αναστενάρηδες, έκοβαν ανενόχλητα βόλτες κουτσουλώντας το σύμπαν τσιμπώντας ταυτόχρονα τα σουσάμια του κουλουρτζή παραδίπλα. Με μια γρήγορη ματιά σάρωσε τα λιγοστά παγκάκια περιμετρικά της πλατείας που είχαν σκιά και απογοητευμένη διαπίστωσε πως όλα ήταν ασφυκτικά κατειλημμένα. Covid και κουραφέξαλα! Ο ένας πάνω στον άλλο ήταν. Ξεπλυμένοι γαλακτεροί τουρίστες με σανδάλια στα πόδια και κινητά στα χέρια καταλάμβαναν τον λίγο σκιερό χώρο. Δεν ήταν ρατσίστρια προς Θεού, κουρασμένη ήταν, απογοητευμένη ήταν, μουσκεμένη από τον ιδρώτα ήταν και το μόνο που ήθελε ήταν να πάει να χωθεί σε έναν κλιματιζόμενο χώρο μήπως μπορέσει και ανασάνει. Και αυτή η χριστιανή που στα κομμάτια ήταν; Η ώρα κόντευε τρεις και μισή και εκείνη ακόμα να φανεί. Ανάθεμα την ανάγκη της και ανάθεμα τον Αύγουστο και τους καύσωνες του.
Διστακτικά επιθεώρησε ξανά τον χώρο και εντόπισε ένα μικρό άνοιγμα δίπλα από ένα δέντρο που είχε λίγη σκιά. Ένας ψηλός τύπος με γυαλιά ηλίου και καλοκαιρινό κουστούμι χειρονομούσε και μιλούσε στο τηλέφωνο δεξιά του δέντρου αφήνοντας ένα μικρό άνοιγμα. Μάσκα δεν φορούσε φυσικά, σιγά μην φορούσε! Δυσανασχετώντας έβαλε τη δική της μάσκα και αποφασιστικά πλησίασε και χώθηκε δίπλα του διεκδικώντας με πείσμα μια θέση στη σκιά. Τα πόδια της την πέθαιναν από την ορθοστασία. Καψόνια της έκανε η Λίτσα αφήνοντας την να περιμένει τόση ώρα. Και αυτός δίπλα της γλώσσα δεν έβαζε μέσα, σκέφτηκε και γύρισε λίγο στο πλάι ώστε να μην της έρθει καμία σταγόνα σάλιου έτσι όπως εκσφενδόνιζε θυμωμένα τις λέξεις. Αλλά τι λέξεις ήταν αυτές που έβγαιναν από το στόμα του; Σίγουρα δεν ήταν ελληνικά και σίγουρα δεν ήταν αγγλικά. Ούτε γαλλικά και ισπανικά έμοιαζαν να είναι. Βαβέλ το κέντρο, απεφάνθη και χάζεψε ένα ζευγάρι Ασιατών που με καπέλα και φωτογραφικές στο λαιμό περνούσε εκείνη την ώρα από μπροστά της, ζηλεύοντας λίγο τα μαύρα, στιλπνά, ίσια μαλλιά της γυναίκας που γυάλιζαν στον ήλιο.
Της πήρε λίγη ώρα να συνειδητοποιήσει ότι ο τύπος δίπλα της είχε τερματίσει επιτέλους την κλήση. Η γενικότερη φασαρία που επικρατούσε δεν της είχε επιτρέψει να το αντιληφθεί αμέσως. Μόνο όταν ένιωσε κάποιον να την κοιτάζει κατάλαβε πως από δίπλα οι ακαταλαβίστικες λέξεις είχαν σταματήσει. Αδιαφορώντας γύρισε ακόμα πιο πολύ στο πλάι προσπαθώντας να βγει από το οπτικό πεδίο του ενοχλητικού ξένου ψηλέα και αναζήτησε το κινητό της μέσα στην τσάντα της για να τσεκάρει για πολλοστή φορά την ώρα και τυχόν χαμένες κλήσεις. 15:37 και καμία κλήση. Προσπάθησε να καλέσει τη Λίτσα ακόμα μια φορά, αλλά το κινητό της ακόμα έμοιαζε να μην έχει σήμα. Αυτό σήμαινε πως κάπου στα έγκατα του μετρό ήταν και ερχόταν. Θα περίμενε μέχρι τις 16:00 και ύστερα θα το έπαιρνε απόφαση και θα έφευγε. Ίσως να είχε αλλάξει γνώμη και να μην σκόπευε να τη βοηθήσει όπως της είχε πει νωρίτερα. Δύσκολες εποχές άλλωστε για όλους και κακία δεν θα κρατούσε. Ίσως μόνο λίγη για το στήσιμο που της είχε ρίξει μέσα στη ζέστη.
-Excuse me, άκουσε μια φωνή με βαριά προφορά τη στιγμή που ένα χέρι την σκουντούσε ελαφριά στον ώμο και γύρισε εκνευρισμένη. Ο ψηλός της έδειχνε ένα τσιγάρο και εκείνη χρειάστηκε τρία ολόκληρα δευτερόλεπτα για να καταλάβει ότι μάλλον γύρευε αναπτήρα.
-Νo, no του απάντησε μαλακώνοντας λίγο το ύφος της κάνοντας ταυτόχρονα μια αρνητική κίνηση για να του δείξει πως δεν είχε αναπτήρα. Πως σκατά έλεγαν τον αναπτήρα στα αγγλικά, αναρωτήθηκε καθώς τον είδε να απομακρύνεται και να ζητάει φωτιά από έναν ηλικιωμένο κύριο που κάπνιζε στο παγκάκι παραδίπλα. Ωραία μακάρι να κάτσει εκεί με τον γέρο να καπνίσουν παρέα, γιατί το μόνο που της έλειπε με αυτή τη ζέστη, ήταν και η βρώμα του τσιγάρου. Φρούδες ελπίδες όμως. Πότε είχε φανεί τυχερή για να φανεί τώρα. Αμέσως μόλις το άναψε και ευχαρίστησε τον γέρο επέστρεψε ξανά δίπλα της. Για πρώτη φορά εκτίμησε τη μάσκα που φορούσε και που εκτός από τον covid την προστάτευε και από τους τολύπες καπνού που ένα αμυδρό, καυτό σαν ανάσα δράκου αεράκι, έφερνε προς το μέρος της. Σύντομα βέβαια διαπίστωσε πως η μάσκα προστάτευε μόνο την μύτη της, όχι όμως και τα μάτια της που ενοχλημένα άρχισαν να δακρύζουν.
-Ι am so sorry, ακούστηκε η περίεργα βαριά ίδια φωνή από δίπλα και είδε το παπούτσι, πιθανόν νούμερο 49 όπως το έκοβε, να συνθλίβει το τσιγάρο στο πλακοστρωμένο έδαφος μπροστά της. Κοίτα που ο ψηλέας είχε στοιχειώδη τρόπους διαπίστωσε και χαμογέλασε αβίαστα χωρίς να υπολογίσει πως ο αποδέκτης του χαμόγελου δεν θα μπορούσε να το δει. Χωρίς δεύτερη σκέψη ο τύπος έσκυψε και μάζεψε τη γόπα και απομακρύνθηκε προς τον κάδο απέναντι για να την πετάξει. Και ευγενής και οικολόγος, μάλλον τον είχε παρεξηγήσει, κατέληξε καθώς εκείνος επέστρεφε στη θέση του δίπλα της. Να δεις και αυτόν κάποιος τον είχε στήσει, υπέθεσε ενώ κάποιες φωνές παραδίπλα τράβηξαν την προσοχή της. Ο ηλικιωμένος καπνιστής τσακωνόταν με έναν άλλο ηλικιωμένο. Λέξεις όπως Μητσοτάκης, ακρίβεια, κιλοβατώρα που έπιασε ήταν αρκετές για να καταλάβει το θέμα της συζήτησης τους. Αναστέναξε αποκαρδιωμένη, ίσως λίγο πιο δυνατά από όσο θα ήθελε.
-Are you ok? άκουσε τον τύπο από δίπλα να τη ρωτάει και έστρεψε το βλέμμα της σε εκείνον που είχε βγάλει να γυαλιά ηλίου και την κοιτούσε ανήσυχος. Χωρίς τα γυαλιά του ήταν ακόμα πιο εμφανές ότι ήταν ξένος. Τα μάτια του είχαν ένα περίεργο γκρι χρώμα και οι ρυτίδες γύρω από αυτά πρόδιδαν ότι δεν διένυε και την πρώτη νιότη του. Το δέρμα του, τώρα που τα μάτια του ήταν γυμνά, έμοιαζε λίγο πιο σκούρο από ότι της είχε φανεί στην αρχή. Ακόμα και τα μαλλιά του που είχαν ένα απροσδιόριστο καστανόξανθο χρώμα έμοιαζαν περίεργα πιο σκούρα. Λες και το χρώμα των ματιών έκανε όλα τα υπόλοιπα φυσικά χαρακτηριστικά να μοιάζουν πιο γήινα και λιγότερο ξεπλυμένα. Μωρέ μπας και ήταν Ρώσος;
-Good, είπε και σήκωσε τον αντίχειρα της για να τονίσει το νόημα των φτωχών αγγλικών της σε περίπτωση που ο άντρας ήταν το ίδιο άσχετος με εκείνη.
Έκπληκτη τον είδε να πετάγεται λες και και τον είχε τινάξει ρεύμα, και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου το μόνο που έβλεπε πλέον ήταν η φαρδιά πλάτη του που χανόταν βιαστικά προς το κέντρο της πλατείας. Πάει ο ψηλέας, σκέφτηκε λίγο απογοητευμένη που δεν θα μάθαινε ποτέ την καταγωγή του, τη ίδια στιγμή που μια πιτσιρίκα με κοντό σορτσάκι, απορροφημένη στο κινητό της έπαιρνε τη θέση του δίπλα της φτιάχνοντας τα μαλλιά της.
“ Γεια σας τικ τόκερς από την καρδιά της Αθήνας! Η θερμοκρασία είναι στους 38 βαθμούς σήμερα και είπα να σας πάρω μαζί μου σε ένα καυτό βλογκάκι στο κέντρο της πόλης, τι λέτε;” την άκουσε να λέει ενώ κοιτούσε με νάζι την οθόνη λες και μιλούσε σε κάποιον. Κανένας όμως δεν απαντούσε από το κινητό, απεναντίας εκείνη κατσουφιασμένη ξαναέφτιαχνε λίγο τα μαλλιά της, διόρθωνε λίγο τη μάσκαρα που είχε τρέξει στο αριστερό μάτι και ξανασήκωνε την οθόνη του κινητού αλλάζοντας γωνία και επαναλαμβάνοντας τα ίδια λόγια. Πέντε λεπτά αργότερα ευχήθηκε να μην ήταν τόσο αγνώμων για τον ξένο ψηλέα, ώστε ο Θεός να μην την είχε τιμωρήσει με τη μικρή δίπλα που επαναλάμβανε το ίδιο πράγμα ξανά, και ξανά, και ξανά μέχρι μάλλον να το πετύχει όπως το ήθελε. Να θυμόταν να ρωτήσει τον Χρήστο τι ήταν αυτό το “τικ τόκερς” που χαιρετούσε η μικρή με τόση θέρμη, σημείωσε στο μυαλό της όταν κάτι παγωμένο την ακούμπησε στο χέρι και την έκανε να αναπηδήσει. Ο ψηλέας είχε επιστρέψει και λουσμένος στον ήλιο της προσέφερε ένα μπουκαλάκι νερό. Χωρίς δεύτερη σκέψη το πήρε, κατέβασε την μάσκα της και το ήπιε μονορούφι. Τελειώνοντας το καπάκωσε πάλι και του χαμογέλασε με ειλικρίνεια και ευγνωμοσύνη.
-Thank you, του είπε και ανέβασε πάλι την μάσκα της
-Parakalo, απάντησε εκείνος με την ίδια βαριά προφορά που στα ελληνικά έμοιαζε ακόμα πιο αστεία από ότι έμοιαζε στα αγγλικά.
-You Russia, τον ρώτησε χωρίς να χάσει ευκαιρία
-For God’s sake. No!, της απάντησε και γέλασε κάνοντας το σήμα της ειρήνης.
-Αmerican;
-No, Ιcelander, είπε τη στιγμή που η μικρή δίπλα ξεφυσούσε εκνευρισμένη γιατί την ενοχλούσαν να συνεχίσει ότι ήταν αυτό που έκανε.
-Μe Greece, φώναξε λίγο πιο δυνατά επίτηδες για να εκνευρίσει περισσότερο το νιάνιαρο που νόμιζε πως η πλατεία του άνηκε. Τώρα τι ήταν αυτό το Icelander ένας Θεός ήξερε. Το μόνο που ήξερε εκείνη ήταν ένα outlander που ήταν μια σειρά στο netflix που η Λίτσα της ζάλιζε τον έρωτα να δει γιατί ήταν τέλεια, όπως έλεγε, με ένα μαναράκι σκέτη κόλαση.
-Greek θείτσα όχι Greece, τη διόρθωσε με αυθάδεια η πιτσιρίκα φουρκίζοντας την ακόμα περισσότερο. Αλλά έτσι ήταν όλα τους, γλωσσάδικα! Βέβαια η αλήθεια είναι ότι περισσότερο την είχε θίξει το θείτσα παρά η διόρθωση των αγγλικών της. Άκου θείτσα! 45 χρονών στις μέρες μας δεν είσαι θείτσα! Από την άλλη, στα μάτια της μετά βίας 17χρονης, μάλλον θείτσα έμοιαζε, σκέφτηκε και νευρικά έπαιξε με το μπουκάλι που ακόμα κρατούσε στα χέρια της αποφεύγοντας να κοιτάξει τον Ιcelander/Οutlander που προφανώς θα γελούσε με την κοτσάνα που είχε πετάξει.
-Would you like an iced coffee, ακούστηκε η φωνή του άλλου απτόητη, την ίδια στιγμή που το κινητό της άρχισε να χτυπάει μέσα από την τσάντα της.
-Πόσο cringe!σχολίασε η μικρή ενώ εκείνη έβγαζε το κινητό και απαντούσε στην κλήση σημειώνοντας νοερά να ρωτήσει τον Χρήστο τι σήμαινε και αυτό.
“Που είσαι ρε Λίτσα και έχω βράσει! Τι;; Και πότε θα ανοίξει ο σταθμός; Δεν σας λένε;; Είναι καλά η κοπέλα; Ναι, σωστά που να ξέρεις… Και τώρα τι θα κάνουμε; Αύριο; Δεν μπορώ ρε Λίτσα αύριο, δουλεύω πρωί απόγευμα μπας και βγάλω κάνα φράγκο παραπάνω και βουλώσω καμία τρύπα. Να σε περιμένω όσο χρειαστεί; Θα βρω τι θα κάνω μην ανησυχείς, θα πάω να μπω σε κάνα πολυκατάστημα με κλιματισμό, απλά πάρε με όταν ξεκολλήσεις από την Πανόρμου. Είσαι ψυχούλα ρε Λίτσα, τρως και εσύ τόση ταλαιπωρία για μένα. Δεν θα το ξεχάσω να ξέρεις θα τα πούμε από κοντά. Φιλάκια!” είπε και τερμάτισε την κλήση. Μα κι αυτή η κοπέλα σήμερα της ήρθε να αυτοκτονήσει, σκέφτηκε και αμέσως ντράπηκε για τη σκέψη που είχε κάνει.
-Well, an iced coffee? ξανακούστηκε ο ψηλέας που σχεδόν τον είχε ξεχάσει. Δεν γαμιέται, σκέφτηκε, από το να την τρώει η ζέστη και να ακούει την ανάγωγη μικρά να μονολογεί τα ίδια και τα ίδια, ας έπινε έναν καφέ με τον ψηλέα, μπας και μάθαινε και κατά πούθε έπεφτε το χωρίο του. Έτσι όπως πήγαινε και γνωρίζοντας τους ρυθμούς που στην Ελλάδα αντιμετωπίζονται τέτοιες καταστάσεις, θα έπαιρνε σίγουρα σαράντα λεπτά με μία ώρα μέχρι η Λίτσα να καταφέρει να φτάσει Σύνταγμα. Νοερά υπολόγισε αν τα λεφτά της την έφταναν για έναν καφέ και το εισιτήριο της επιστροφής και αφού βεβαιώθηκε πως έφταναν, του έγνεψε καταφατικά εκπλήσσοντας τη μικρή που μάλλον δεν περίμενε η “θείτσα” να υποκύψει στον ξένο γύπα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλιαστε: