Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2022

"Sugar Daddy" ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ


 

"Παιδί μου άρρωστη είσαι; Δώδεκα παρά η ώρα και ακόμα κοιμάσαι;" άκουσα τη φωνή της μάνας μου την ίδια στιγμή που ένα χέρι με χάιδευε τρυφερά στο μέτωπο ελέγχοντας διακριτικά τη θερμοκρασία μου.

"Καλημέρα μαμά. Καλά είμαι. Δώσε μου ένα λεπτό να σηκωθώ" της είπα σπρώχνοντας μαλακά μακριά το χέρι της. Πειθήνια η κυρά Μίνα βγήκε από το δωμάτιο αφήνοντας με μόνη. Νωχελικά τεντώθηκα και κατέβασα το ένα πόδι από το κρεβάτι. Μόνο τη στιγμή που κατέβασα και το άλλο και έριξα το βάρος μου πάνω τους, ένιωσα πόσο πιασμένη ήμουν. Με αργά βήματα πήγα στο μπάνιο και έπλυνα το πρόσωπο μου. Το δροσερό νερό σαν να ανακούφιζε λίγο τον πονοκέφαλο που άρχιζε να σχηματίζεται. Η μυρωδιά του καφέ που ερχόταν από κουζίνα έμοιαζε με βάλσαμο. Σέρνοντας τα πόδια μου μπήκα στην κουζίνα και χωρίς να κοιτάζω τη μάνα μου κάθισα μπροστά στην κούπα με τον καφέ και άρχισα να τη φυσάω.

"Σίγουρα είσαι καλά;" ξαναρώτησε η μάνα μου ανήσυχη και εγώ έκανα ένα καθησυχαστικό νεύμα μην έχοντας το κουράγιο να της εξηγήσω με λέξεις.

"Σας έφερα παστίτσιο που αρέσει στο παιδί. Το έχω βάλει στο ψυγείο. Έφερα και κάτι άλλα πράγματα. Κάτι απορρυπαντικά και χαρτικά που βρήκα προσφορά και μερικά φρούτα και λαχανικά" είπε και κάθισε απέναντι μου μαζί με το δικό της καφέ. Ο νεροχύτης άστραφτε.

"Ευχαριστώ ρε μάνα" ψέλλισα και ήπια μια γουλιά καφέ που μου έκαψε τη γλώσσα.

"Σώπα! Στην μάνα μας δεν λέμε ευχαριστώ!" διαμαρτυρήθηκε εκείνη.

"Τέτοια λες και στον εγγονό σου και με έχει χεσμένη;"

"Όχι φυσικά! Το αγοράκι μου περνάει εφηβεία. Μήπως θες να σου θυμίσω τι μας έκανες εσύ στην εφηβεία;;; Αν θες μπορώ!"

"Λυπήσου με μάνα και έχω πονοκέφαλο" την παρακάλεσα και σηκώθηκα να πιάσω ένα ντεπόν αναβράζον από το ντουλάπι της κουζίνας.

"Ο Χριστός και η Παναγία! Τι έπαθαν τα γόνατα σου;" ούρλιαξε η μάνα μου και έσκυψα να δω τι εννοούσε. Τα γόνατα μου ήταν κατακόκκινα και πλέον δεν ήταν μόνο εκείνα κόκκινα, αλλά και τα μάγουλα μου.

"Τακτοποιούσα χθες κάτι κουτιά στην αποθήκη χαμηλά και ήμουν πολλή ώρα γονατισμένη. Δεν είναι τίποτα. Θα φύγει." εξήγησα όσο πιο αδιάφορα μπορούσα ελπίζοντας να μην καταλάβει το ψέμα. 

"Μου είπε το παιδί πως πέρασε ο Στέλιος προχθές...Τι ήθελε;" άλλαξε θέμα η μάνα μου.

"Μαλακίες, μην ανησυχείς. Όλα καλά" την καθησύχασα και πάλι όσο το ντεπόν διαλυόταν στο ποτήρι.

"Παιδί μου πρόσεχε! Μην τυχόν σε βάλει να πάρεις και άλλα δάνεια στο όνομα σου!" με παρακάλεσε και εγώ τη λυπήθηκα τη σχεδόν εβδομήντα χρονών μάνα μου που ακόμα ανησυχούσε για την αφεντιά μου.

"Μην ανησυχείς μάνα! Έπαθα και έμαθα.... Σε παρακαλώ μην σκοτίζεσαι εσύ για τέτοια και κοίτα να προσέχεις τον εαυτό σου. Και σταμάτα να μας ψωνίζεις. Πήγαινε καμία εκδρομή με την εκκλησία. Κάνε κάτι για σένα, αρκετά..." της είπα και την πήρα μια σφιχτή αγκαλιά.

"Τσακώθηκα στην εκκλησία! Μα είναι πράγματα αυτά; Η Σούλα η επίτροπος, ξέρεις αυτή που ο άντρας της ήταν βαφτισιμιός του παππού σου του συγχωρεμένου, μας έκανε μπούλιν εμένα και της Τασώς!"  

"Γιατί ρε μάνα σας έκανε "μπούλινγκ" ;" ρώτησα και ήπια το ντεπόν. 

"Επειδή έχουμε κάνει λέει το εμβόλιο και έχουμε βάλει τον εξαποδό μέσα μας! Και επειδή όλο κάτι τέτοια λέει, δεν άντεξα και εγώ και την έκανα τ αλατιού! Ο μητροπολίτης..." από εκεί και μετά σταμάτησα να ακούω. Απλά κουνούσα κάθε τόσο το κεφάλι μου ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο ρολόι του φούρνου. Γιατί όταν η κυρά Μίνα άνοιγε αυτό το θέμα ούτε τελεία έβαζε, ούτε κόμμα. Μπορούσε να μιλάει ασταμάτητα για ώρες.     

Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω από την μάνα μου, ένιωσα ανακούφιση. Την αγαπούσα, αλλά ειλικρινά δεν άντεχα το ίδιο έργο σε επανάληψη κάθε φορά. Η συζήτηση ξεκινούσε από το εμβόλιο, πήγαινε στην ακρίβεια και τις συντάξεις, για να καταλήξει στην αγωνία για τον χειμώνα που ερχόταν. Έναν χειμώνα που μου έμοιαζε εκείνη τη στιγμή παραπάνω από ευπρόσδεκτος έτσι όπως έλιωνε το σύμπαν πάλι σήμερα. Με τον ντεπόν να κάνει  επιτέλους τη δουλειά του, άνοιξα τη σιδερώστρα μπροστά στον ανεμιστήρα και άρχισα να σιδερώνω τα δυο πλυντήρια που με περίμεναν. Οριακά θα προλάβαινα μέχρι να πάω στη δουλειά. 

Μόνο εγώ ήξερα πόση προσπάθεια χρειάστηκε να καταβάλω εκείνη τη μέρα για να τελειώσω το ωράριο μου. Τέλη Αυγούστου και ο κόσμος είχε ήδη αρχίσει να επιστρέφει και μαζί του και οι ατελείωτες ώρες ορθοστασίας. Μόνη μου παρηγοριά για να σπρώξω τις ώρες ήταν το κλιματιστικό μέσα στο μαγαζί και ο διπλός φρέντο. Και μόνο όταν γύρισα το βράδυ σπίτι, αφού έκανα ένα μπάνιο και έφαγα ένα κομμάτι παστίτσιο της μάνας μου γεμίζοντας το στομάχι μου, επέτρεψα στον εαυτό μου να σκεφτεί τα χθεσινοβραδινά...

Το είχα μετανιώσει; Τα γόνατα μου μπορεί ναι, εγώ πάντως όχι. Γιατί το είχα κάνει; Γιατί ήμουν ηλίθια; Γιατί ήμουν "πεινασμένη"; Γιατί ήθελα να ατσαλωθώ απέναντι στον Στέλιο; Γιατί χρειαζόμουν κάτι να με βγάλει από το συνεχές άγχος της επιβίωσης; Ίσως για όλους τους παραπάνω λόγους, αλλά ας ήμουν ειλικρινής με τον εαυτό μου, το είχα κάνει κυρίως γιατί ο Χίλμαρ μου άρεσε και γιατί δεν κινδύνευα μαζί του. Η απόσταση χιλιομετρική και πολιτισμική με προστάτευε από μπλεξίματα. Γι' αυτό και είχα αρνηθεί να του δώσω περισσότερα στοιχεία για εμένα. Προς στιγμή σκέφτηκα να πάρω τη Λίτσα να της πω τα νεότερα, αλλά το ανέβαλα. Η ώρα κόντευε δέκα και ίσως να κοίμιζε τη μικρή. 

"Γεια" άκουσε τον Χρήστο να λέει μπαίνοντας στο σπίτι και γύρισα προς το μέρος του.

"Έχεις φάει; Θες να σου φτιάξω καμία ομελέτα;"

"Κομπλέ είμαι, δεν θέλω κάτι. Να σου πω, θα μου βάλεις μια κάρτα;"

"Πριν δέκα μέρες σου έβαλα κάρτα. Την έφαγες κιόλας;"

"Δεν έχω MB"

"Βρε Χρήστο δεν κάνουμε προκοπή έτσι αν θες μια κάρτα κάθε δέκα μέρες. Αφού πληρώνουμε ίντερνετ σπίτι, να πληρώνουμε και τόσα λεφτά σε κάρτες; Δεν είναι αμαρτία;"

"Καλά χέστο. Θα πάρω τον Στέλιο..."

"Σου έχω πει να μην τον λες Στέλιο! Πατέρας σου είναι!"

"Καλά όταν το θυμηθεί ότι είναι πατέρας μου, θα τον πω και μπαμπά!" είπε θυμωμένος και έκανε να φύγει

"Στάσου! Θα σου βάλω εγώ κάρτα. Όλοι σε αυτή την ηλικία ήμασταν παιδί μου θυμωμένοι με όλους και με όλα χωρίς λόγο, αλλά κάνε μου το χατίρι και λέγε τον μπαμπά. Μόνο αυτό, μπορείς;" τον παρακάλεσα.

"Καλά..." είπε εκείνος αδιάφορα και πήγε και χώθηκε πάλι στο δωμάτιο του.

Με στεναχωρούσε που ο Χρήστος με τον Στέλιο είχαν αποξενωθεί τόσο. Κάποτε δεν ξεκολλούσαν ο ένας από τον άλλο...Απογοητευμένη έπιασα το κινητό μου για να του βάλω κάρτα, όταν είδα πως ένα νέο εισερχόμενο υπήρχε στο email μου. Προσπαθώντας να το αγνοήσω έσβησα την ειδοποίηση και μπήκα στην εφαρμογή κινητής τηλεφωνίας. 

"Στην έβαλα" του φώναξα για να πάρω ως απάντηση ένα ξερό "thank's". Με νευρικά χέρια έπαιξα λίγο με το κινητό μου. Αν ήθελα να είμαι συνεπής με το βέτο που είχα ασκήσει θα έπρεπε εκείνη τη στιγμή να σβήσω το email χωρίς να το ανοίξω. Η φαγούρα όμως μέσα μου ήταν τόσο έντονη που δεν κατάφερνα να της επιβληθώ. Ξάπλωσα έτσι στον καναπέ και άνοιξα το email.

"So, are your feet sore today?" έγραφε το μήνυμα και έβαλα τα γέλια. Τυπικά εγώ του είχα πει ρώτα με αύριο και εκείνος το είχε κάνει. Στην τελική δεν παράβαινε αυτό που του είχα ζητήσει να υποσχεθεί. Και αν ανταλλάσσαμε κάνα μήνυμα, σιγά τον πολυέλαιο. Που με το θέμα της διαφορετικής γλώσσας σιγά και τα πολλά που θα μπορούσαμε να πουν. Ακίνδυνα πράγματα, σκέφτηκα και ξεκίνησα να του απαντάω.

"A little, but η γριά η κότα έχει το ζουμί" έγραψα γελώντας κάνοντας τον εικόνα να ψάχνει στο google translate να βρει τι του έγραφα. Πάτησα την αποστολή ικανοποιημένη με τον εαυτό μου και πέταξα το κινητό πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού. Σίγουρα δεν θα απαντούσε σε κάτι που δεν καταλάβαινε. Με το κοντρόλ της τηλεόρασης ενεργοποίησα το νετφλιξ και έβαλα το πρώτο επεισόδιο των Βίκινγκς να παίζει.         

για τη συνέχεια πατήστε εδώ 

   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιαστε: