Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2022

"Sugar Daddy" ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ




Σε όλη την πτήση της επιστροφής σκεφτόμουν πως το κεφάλαιο Χίλμαρ είχε κλείσει ακριβώς όπως είχε ξεκινήσει, απροσδόκητα. Ξεπερνώντας την αρχική πικρία και όσο το αεροπλάνο με επέστρεφε στην πραγματικότητα μου, τόσο πιο σίγουρη ένιωθα πως η τροπή των πραγμάτων ήταν η καλύτερη δυνατή. Τι παραπάνω θα είχε προσφέρει ένας αποχαιρετισμός; Τίποτα απολύτως. Γύρισα έτσι σπίτι μου και προσπάθησα να κρατήσω τις λίγες αναμνήσεις που είχαμε μοιραστεί μέσα στο κουτάκι του μυαλού μου που απ' έξω έγραφε "τρελά και όμορφα". Διέγραψα τα email του, ώστε να μην έχω η ίδια τρόπο επικοινωνίας και ζήτησα από τη Λίτσα να σταματήσει να ρωτάει συνέχεια αν εκείνος είχε επικοινωνήσει. Το πράγμα είχε κάνει τον σύντομο κύκλο του και άνηκε στο παρελθόν.  

Και κυλούσαν οι μέρες και ο χειμώνας πλέον ήταν γεγονός. Το όνειρο της σόμπας πέλετ αντικαταστάθηκε με την αγορά μιας σόμπας υγραερίου, το όνειρο μιας νέας καλύτερης δουλειάς έγινε αναζήτηση μιας δεύτερης οποιασδήποτε δουλειάς, η συζήτηση με τον Χρήστο αναβλήθηκε μέχρι το επόμενο καλοκαίρι και η αποστασιοποίηση από τον Στέλιο έπαψε να αποτελεί πλέον δική μου επιλογή. Τέλη Νοεμβρίου ήταν όταν ο Στέλιος μου είχε ζητήσει να περάσει από το σπίτι για να συζητήσουμε κάτι σοβαρό, κάνοντας με αρχικά να ανησυχήσω για την υγεία του. Βλέποντας τον όμως στο κατώφλι της πόρτας μου χαρούμενο και λαμπερό κατάλαβα πως κάτι άλλο ήταν το σοβαρό και όχι ευτυχώς κάποιο θέμα υγείας.

"Μπορείς αύριο το πρωί να πάμε στην τράπεζα; Πούλησε ο πατέρας μου το οικόπεδο στη Μήλο σε πολύ καλή τιμή και μου έδωσε τα λεφτά. Μαργαρίτα επιτέλους θα είμαστε και πάλι ελεύθεροι. Θα μπορέσουμε να βγάλουμε και το διαζύγιο χωρίς προβλήματα. Να κάνουμε μια καινούργια αρχή. Θα μπορέσει η μάνα σου να σου γράψει το σπίτι, χωρίς να φοβάται μην σου το πάρει η τράπεζα. Και εγώ... Εγώ θέλω να ξαναπαντρευτώ Μαργαρίτα. Έχω βρει νομίζω την κατάλληλη γυναίκα για να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου μαζί της", μου είχε πει κρατώντας τα χέρια μου και εγώ δεν ήξερα αν έπρεπε να χαρώ ή να λυπηθώ. Το χρέος θα έφευγε από πάνω μου και μαζί του θα έφευγε και ότι με έδενε με τον Στέλιο. Θα έμενε μόνο ο Χρήστος να θυμίζει πως κάποτε εμείς οι δύο είχαμε υπάρξει ζευγάρι. Και ενώ μια μελαγχολία με έπιανε που και αυτός ο κύκλος επιτέλους έκλεινε, δεν μπορούσα να μην νιώθω μια κάθαρση. Τον είχα αγκαλιάσει τρυφερά, του είχα δώσει ένα τελευταίο φιλί και του είχα ευχηθεί ότι καλύτερο, σίγουρη πως το ξόρκι που τον είχε δέσει μαζί μου, είχε πλέον λυθεί οριστικά.

Η καινούργια χρονιά θα με έβρισκε πιο ελαφριά από ποτέ. Όλα θα πήγαιναν καλά. Ήμουν υγιής, ήμουν ελεύθερη, ήμουν ανεξάρτητη και σύντομα θα έβρισκα και μια δεύτερη δουλειά ώστε να μην νιώθω τόσο ευάλωτη. Όλα θα πήγαιναν καλά, σκεφτόμουν καθώς κρεμούσα τις χρυσές μπάλες στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο δύο εβδομάδες μετά, ξεπερνώντας το γεγονός πως ο Χρήστος δεν είχε ρίξει ούτε μια δεύτερη ματιά στο ημιτελές στολισμένο δέντρο πριν φύγει. Ο Χρήστος που σαν παιδάκι λύσσαγε για το δέντρο, πλέον δεν έδινε δεκάρα τσακιστή αν θα στολίζαμε ή όχι. Πως να του κρατήσω όμως κακία; Ήταν ερωτευμένος. Μέρες τώρα τον έβλεπα να υποφέρει μπροστά στο κινητό του. Είχε χάσει την όρεξη του. Έκανε τρεις φορές τη μέρα μπάνιο. Μου είχε ζητήσει ένα άρωμα δώρο για τα Χριστούγεννα. Όλα τα σημάδια ήταν εκεί και εγώ διασκέδαζα τόσο πολύ με το δράμα του, που δεν μπορούσα να του θυμώσω για τα νεύρα και τις παραξενιές. Τον χάζευα όπως φωτιζόταν ολόκληρο το πρόσωπό του όταν το πολυπόθητο μήνυμα ερχόταν και τον καμάρωνα, ζηλεύοντας ίσως λιγάκι εκείνο το πρώτο καρδιοχτύπι του έρωτα που μαζί του θα έφερνε φουρτούνες και βάσανα που σιγά σιγά θα τον ωρίμαζαν ετοιμάζοντας τον για τον κόσμο της ενηλικίωσης. Είχα σκεφτεί να τον ρωτήσω ευθέως τι έπαιζε, αλλά είχα συγκρατηθεί. Αν έκανα το λάθος να ανοίξω εγώ πρώτη την κουβέντα, εκείνος θα σήκωνε τοίχο και δεν θα μάθαινα ποτέ. Έκανα έτσι υπομονή βράζοντας στο ζουμί μου, ελπίζοντας κάποια στιγμή να μου μιλούσε από μόνος του για την κοπελίτσα που είχε κάνει την καρδούλα του να σκιρτήσει.

Εννιά το βράδυ είχε πάει όταν τελείωσα με το στόλισμα του δέντρου. Έξω είχε νυχτώσει από ώρα. Ευτυχώς ο καιρός ήταν ακόμα σχετικά γλυκός. Ο Θεός μας είχε λυπηθεί και ο χειμώνας μέχρι στιγμής δεν είχε δείξει τα δόντια του. Άναψα τα λαμπάκια, έφτιαξα μια ζεστή σοκολάτα και κάθισα μπροστά στο δέντρο χαζεύοντας το μέσα στην απόλυτη ησυχία. Με ξεκούραζε αυτή η ησυχία. Από εβδομάδα θα ξεκινούσε το πανδαιμόνιο του εορταστικού ωραρίου και θα έτρεχα σαν ποδήλατο. Σκέφτηκα να πάω στην κουζίνα να πάρω ακόμα έναν κουραμπιέ από αυτούς που μου είχε φέρει νωρίτερα η μάνα μου, αλλά είχα χαλαρώσει τόσο πολύ που ακόμα και αυτό βαριόμουν να κάνω. Τυλίχτηκα έτσι στη μάλλινη ζακέτα μου και συνέχισα να κοιτάζω τα λαμπάκια αδειάζοντας το μυαλό μου, όταν χτύπησε το τηλέφωνο.

"Αν δεν σηκώσω εγώ το τηλέφωνο να σε πάρω γαϊδούρα, εσύ δεν παίρνεις!" παραπονέθηκε η Λίτσα μόλις το σήκωσα.

"Θα σε έπαιρνα ρε και εγώ. Έμπλεξα με το στόλισμα του δέντρου!"

"Χθες στολίσαμε και εμείς. Σου έχω πει πόσο σιχαίνομαι τη διαδικασία ε; Αλλά τι να έκανα; Μου είχε φάει τα αυτιά η μικρή..."

"Λίτσα απόλαυσε το όσο μπορείς! Ο δικός μου χεσμένο το έχει πλέον το δέντρο."

"Μάθαμε τίποτα για τη μικρή ξελογιάστρα;"

"Κουβέντα δεν λέει... Ντύθηκε, στολίστηκε, έκανε τρείς ώρες να φτιάξει το μαλλί του και έφυγε ο γαμπρός! Το μόνο που μου είπε η μάνα μου το πρωί που πέρασε να μας φέρει μελομακάρονα και κουραμπιέδες, ήταν πως της ζήτησε 50 ευρώ για να πάρει λέει κάποια δώρα τα Χριστούγεννα. Είμαι ειλικρινά περίεργη τι θα πάει να της πάρει της κοπέλας."

"Έφτιαξε η κυρά Μίνα κουραμπιέδες;;;;;;"

"Έφτιαξε που να μην έφτιαχνε! Πέντε έχω φάει από εκείνη την ώρα! Μου έφερε και για σένα ένα πακέτο. Ξέρεις το κλασσικό πακέτο με το μεταλλικό χριστουγεννιάτικο κουτί που σου δίνει κάθε χρόνο. Αυτό με τα καλαίσθητα Αγιοβασιλάκια και χιονανθρωπάκια απ' έξω!"

"Ποιος το χέζει το κουτί. Το περιεχόμενο μετράει! Μάθε μωρή άχρηστη να φτιάχνεις τους κουραμπιέδες της!"

"Μην αρχίζεις και εσύ! Και αυτή τα ίδια έλεγε το πρωί. Θα πεθάνω και δεν θα ξέρεις να φτιάχνεις έναν κουραμπιέ και ένα μελομακάρονο... "

"Να σου πω, θα βρεθούμε αύριο; Κυριακή είναι, δεν δουλεύεις. Πάμε για ένα κρασάκι; Θα κρατήσει η πεθερά μου τη μικρή. Θα μου δώσεις και τους κουραμπιέδες μου."

"Που να τρέχουμε ρε; Δεν θες να έρθεις από εδώ;"

"Όχι δεν θέλω να έρθω από εκεί! Θέλω να βγω έξω και κανονικά θα έπρεπε να θες και εσύ! Άσε που δεν θα είμαι μόνη μου. Θα είναι και ο Νίκος μαζί με έναν συνάδελφό του."

"Λίτσα προξενιό μου ετοιμάζεις;"

"Άσε μας κουκλίτσα μου, άκου προξενιό! Μια γνωριμία. Και στην τελική ακόμα δεν έχουμε γιορτάσει το διαζύγιο σου! Όσο για τον Ιάκωβο καλή φάση είναι, καλό παιδί, χωρισμένος και αυτός, στην ηλικία μας, με περιουσία, δουλειά, βλέπεται, τι άλλο θες;"

"Ρε Λίτσα τώρα σοβαρά, θες να μου τα φτιάξει με άνθρωπο που τον λένε Ιάκωβο; Και ποιος σου είπε ότι εγώ ψάχνω για άντρα;"

"Κοίτα ρε φίλε που κόλλησε! Στο όνομα! Θα έρθεις και ας μην γίνει τίποτα! Θα έρθεις έτσι για να πάρεις αέρα. Θα έρθεις και θα πεις και ένα τραγούδι, γιατί μου χρωστάς! Τρώγοντας θα σου έρθει και η όρεξη! Δεν ακούω κουβέντα!"   

"Μην με σταυρώνεις ρε Λίτσα. Άσε με στην ησυχία μου να ξεκουραστώ αύριο. Τι τις θες τώρα τις εξόδους;" είπα τη στιγμή που ακούστηκε το κουδούνι της κάτω πόρτας.

"Περιμένεις παρέα;" 

"Ο Χρήστος θα ξέχασε τα κλειδιά του. Κάτσε να του ανοίξω μια στιγμή."

"Δεν κάθομαι! Σε κλείνω. Τα λέμε αύριο. Θα περάσουμε κατά τη μία το μεσημέρι να σε πάρουμε!"

"Λίτσα περίμενε!!! Λίτσα;;;" είπα πατώντας το κουμπί του θυροτηλεφώνου, αλλά η Λίτσα το είχε κλείσει. Εκνευρισμένη με το ένα χέρι ξεκλείδωσα την πόρτα του διαμερίσματος και την άνοιξα, ενώ με το άλλο χέρι καλούσα πίσω τη Λίτσα. Μόλις όμως είδα έναν άγνωστο άντρα να ανεβαίνει τη σκάλα κρατώντας στα χέρια του μια κούτα, τερμάτισα την κλήση και σιχτίρισα που δεν είχα ρωτήσει ποιος ήταν.

"Παρακαλώ;" είπα διστακτικά.

"Είστε η κυρία Δήμου;" ρώτησε εκείνος ευγενικά.

"Μάλιστα", απάντησα κοιτώντας τον καλοντυμένο νεαρό με επιφύλαξη.

"Έχω κάτι για εσάς", εξήγησε προσφέροντας μου την κούτα που δεν έγραφε κάτι διευκρινιστικό απ' έξω.

"Δεν έχω κάνει κάποια παραγγελία. Κάποιο λάθος έχει γίνει ", ξεκίνησα να λέω, αλλά ο νεαρός με αγνόησε, ακούμπησε την κούτα μπροστά στα πόδια μου, είπε ένα βιαστικό "καλό βράδυ", έκανε μια μεταβολή και άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα βιαστικά.

"Μισό λεπτό!!!" φώναξα και έτρεξα να βάλω παπούτσια, άρπαξα την κούτα και τα κλειδιά μου και κατέβηκα τη σκάλα. Βγήκα από την είσοδο και κοίταξα τον δρόμο μπροστά. Κανένα ίχνος όμως του μυστήριου διανομέα. "Γαμώτο!" αναφώνησα και ανατριχιάζοντας από το κρύο ξαναμπήκα θυμωμένη στην είσοδο και άρχισα να ανεβαίνω τις σκάλες με την κούτα στα χέρια. 

Για κάνα δεκάλεπτο είχα την κούτα πάνω στο τραπέζι και την κοιτούσα προβληματισμένη. Ίσως να είχε παραγγείλει κάτι ο Χρήστος, σκέφτηκα και έπιασα το κινητό για να τον πάρω τηλέφωνο. Ο Χρήστος όμως ενοχλημένος από την κλήση μου, από την άλλη άκρη της γραμμής με διαβεβαίωσε βιαστικά πως ούτε και εκείνος είχε παραγγείλει κάτι. Τότε τι σκατά ήταν αυτή η κούτα; Η παράδοση δεν είχε γίνει σε εργάσιμες ώρες, από κάποιον που να μοιάζει με υπάλληλο ταχυμεταφορικής. Ίσως ο Στέλιος να μου έστελνε επιτέλους με κάποιον φίλο του τα βινύλια μου που είχαν ξεμείνει στην αποθήκη του σπιτιού που μέναμε τότε μαζί. Και πάλι όμως, τώρα τα θυμήθηκε; Δέκα χρόνια μετά; Χώρια που αν ήταν οι δίσκοι μου η κούτα θα ήταν πιο βαριά. Κούνησα λιγάκι την κούτα δεξιά αριστερά μήπως και καταλάβω τι ήταν, αλλά μάταια. Κάτι είχε μέσα το μόνο βέβαιο, αλλά κανένας ενδεικτικός ήχος να προδίδει τι μπορεί να περιείχε. Παραδομένη έπιασα ένα μαχαίρι από το συρτάρι με τα μαχαιροπίρουνα και άρχισα να κόβω την ταινία ασφαλείας που κρατούσε την κούτα κλειστή. Η περιέργεια μου είχε νικήσει τον φόβο για το άγνωστο περιεχόμενο της κούτας. Μόλις έκοψα και την τελευταία ταινία πήρα μια βαθιά ανάσα και σήκωσα αποφασιστικά τα αυτιά του ανοίγματος της κούτα για να αντικρίσω κάτι που είχα ξαναδεί. Μέσα από ένα ιβουάρ ρυζόχαρτο, οι τρεις σακούλες που είχα αφήσει πάνω στο πάσο της κουζίνας στη Ρώμη πριν από σχεδόν τρεις μήνες, μου έβγαζαν κοροϊδευτικά τη γλώσσα περιγελώντας με. Το αίμα είχε ήδη αρχίσει να ανεβαίνει στο κεφάλι μου, όταν πρόσεξα έναν φάκελο ανάμεσα στις χαρτοσακούλες. Θυμωμένη άρπαξα τον φάκελο και κάθισα σε μια καρέκλα ανοίγοντας τον.

"Δεν ξέρω αν στη δική σου κουλτούρα ισχύει το ίδιο, αλλά στη δική μου είναι τρομερή αγένεια να μη δέχεται κάποιος το δώρο που του κάνεις. Τουλάχιστον άνοιξε τα πρώτα, πριν τα απορρίψεις. Θα στα είχα στείλει και νωρίτερα, αλλά περίμενα να βρίσκομαι στην Ελλάδα. Αυτό είναι το τηλέφωνο μου. Σου υποσχέθηκα να μην παραβιάσω ξανά την ιδιωτικότητα σου και θα το τηρήσω. Αν δεν θες να με δεις θα το σεβαστώ. Αν πάλι θες να μου τα επιστρέψεις συναντώντας με, δεν έχεις παρά να μου στείλεις ένα μήνυμα", έγραφε το σημείωμα που ήταν τυπωμένο σε βαρύ χαρτί θυμίζοντας προσκλητήριο γάμου. Ο Βασιλάκης είχε βγάλει πάλι μεροκάματο. 

για τη συνέχεια πατήστε εδώ       

   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιαστε: