Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2022

"Sugar Daddy" ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ




Σε όλη την πτήση της επιστροφής η Μαργαρίτα σκεφτόταν πως το κεφάλαιο Χίλμαρ είχε κλείσει ακριβώς όπως είχε ξεκινήσει, απροσδόκητα. Ξεπερνώντας την αρχική πικρία και όσο το αεροπλάνο την επέστρεφε στην πραγματικότητα της, τόσο πιο σίγουρη ένιωθε πως η τροπή των πραγμάτων ήταν η καλύτερη δυνατή. Τι παραπάνω θα είχε προσφέρει ένας αποχαιρετισμός; Τίποτα απολύτως. Γύρισε έτσι σπίτι της και προσπάθησε να κρατήσει τις λίγες αναμνήσεις που είχαν μοιραστεί μέσα στο κουτάκι του μυαλού της που απ' έξω έγραφε "τρελά και όμορφα". Διέγραψε τα email του, ώστε να μην έχει η ίδια τρόπο επικοινωνίας και ζήτησε από τη Λίτσα να σταματήσει να ρωτάει συνέχεια αν εκείνος είχε επικοινωνήσει. Το πράγμα είχε κάνει τον σύντομο κύκλο του και άνηκε στο παρελθόν.  

Και κυλούσαν οι μέρες και ο χειμώνας πλέον ήταν γεγονός. Το όνειρο της σόμπας πέλετ αντικαταστάθηκε με την αγορά μιας σόμπας υγραερίου, το όνειρο μιας νέας καλύτερης δουλειάς έγινε αναζήτηση μιας δεύτερης οποιασδήποτε δουλειάς, η συζήτηση με τον Χρήστο αναβλήθηκε μέχρι το επόμενο καλοκαίρι και η αποστασιοποίηση από τον Στέλιο έπαψε να αποτελεί πλέον δική της επιλογή. Τέλη Νοεμβρίου ήταν όταν ο Στέλιος της είχε ζητήσει να περάσει από το σπίτι για να συζητήσουν κάτι σοβαρό, κάνοντας την αρχικά να ανησυχήσει για την υγεία του. Βλέποντας τον όμως στο κατώφλι της πόρτας της χαρούμενο και λαμπερό κατάλαβε πως κάτι άλλο ήταν το σοβαρό και όχι ευτυχώς κάποιο θέμα υγείας.

"Μπορείς αύριο το πρωί να πάμε στην τράπεζα; Πούλησε ο πατέρας μου το οικόπεδο στη Μήλο σε πολύ καλή τιμή και μου έδωσε τα λεφτά. Μαργαρίτα επιτέλους θα είμαστε και πάλι ελεύθεροι. Θα μπορέσουμε να βγάλουμε και το διαζύγιο χωρίς προβλήματα. Να κάνουμε μια καινούργια αρχή. Θα μπορέσει η μάνα σου να σου γράψει το σπίτι, χωρίς να φοβάται μην σου το πάρει η τράπεζα. Και εγώ... Εγώ θέλω να ξαναπαντρευτώ Μαργαρίτα. Έχω βρει νομίζω τη κατάλληλη γυναίκα για να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου μαζί της", της είχε πει κρατώντας της τα χέρια και η Μαργαρίτα δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί ή να λυπηθεί. Το χρέος θα έφευγε από πάνω της και μαζί του θα έφευγε και ότι την έδενε με τον Στέλιο. Θα έμενε μόνο ο Χρήστος να θυμίζει πως κάποτε αυτοί οι δύο άνθρωποι είχαν υπάρξει ζευγάρι. Και ενώ μια μελαγχολία την έπιανε που και αυτός ο κύκλος επιτέλους έκλεινε, δεν μπορούσε να μην νιώθει μια κάθαρση. Τον είχε αγκαλιάσει τρυφερά, του είχε δώσει ένα τελευταίο φιλί και του είχε ευχηθεί ότι καλύτερο, σίγουρη πως ότι ξόρκι τον είχε δέσει μαζί της, είχε πλέον λυθεί οριστικά.

Η καινούργια χρονιά θα την έβρισκε πιο ελαφριά από ποτέ. Όλα θα πήγαιναν καλά. Ήταν υγιής, ήταν ελεύθερη, ήταν ανεξάρτητη και σύντομα θα έβρισκε και μια δεύτερη δουλειά ώστε να μην νιώθει τόσο μόνη. Όλα θα πήγαιναν καλά, σκεφτόταν καθώς κρεμούσε τις χρυσές μπάλες στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο δύο εβδομάδες μετά, ξεπερνώντας το γεγονός πως ο Χρήστος δεν είχε ρίξει ούτε μια δεύτερη ματιά στο ημιτελές στολισμένο δέντρο πριν φύγει. Ο Χρήστος που σαν παιδάκι λύσσαγε για το δέντρο, πλέον δεν έδινε δεκάρα τσακιστή αν θα στόλιζαν ή όχι. Πως να του κρατήσει όμως κακία; Ήταν ερωτευμένος. Μέρες τώρα τον έβλεπε να υποφέρει μπροστά στο κινητό του. Είχε χάσει την όρεξη του. Έκανε τρεις φορές τη μέρα μπάνιο. Της είχε ζητήσει έναν άρωμα δώρο για τα Χριστούγεννα. Όλα τα σημάδια ήταν εκεί και εκείνη διασκέδαζε τόσο πολύ με το δράμα του, που δεν μπορούσε να του θυμώσει για τα νεύρα και τις παραξενιές. Τον χάζευε όπως φωτιζόταν ολόκληρο το πρόσωπό του όταν το πολυπόθητο μήνυμα ερχόταν και τον καμάρωνε, ζηλεύοντας ίσως λιγάκι εκείνο το πρώτο καρδιοχτύπι του έρωτα που μαζί του θα έφερνε φουρτούνες και βάσανα που σιγά σιγά θα τον ωρίμαζαν ετοιμάζοντας τον για τον κόσμο της ενηλικίωσης. Είχε σκεφτεί να τον ρωτήσει ευθέως τι έπαιζε, αλλά είχε συγκρατηθεί. Αν έκανε το λάθος να ανοίξει εκείνη πρώτη την κουβέντα, εκείνος θα σήκωνε τοίχο και δεν θα μάθαινε ποτέ. Έκανε έτσι υπομονή βράζοντας στο ζουμί της, ελπίζοντας κάποια στιγμή να της μιλούσε από μόνος του για την κοπελίτσα που είχε κάνει την καρδούλα του να σκιρτήσει.

Εννιά το βράδυ είχε πάει όταν είχε τελειώσει με το στόλισμα του δέντρου. Έξω είχε νυχτώσει από ώρα. Ευτυχώς ο καιρός ήταν ακόμα σχετικά γλυκός. Ο Θεός τους είχε λυπηθεί και ο χειμώνας μέχρι στιγμής δεν είχε δείξει τα δόντια του. Άναψε τα λαμπάκια, έφτιαξε μια ζεστή σοκολάτα και κάθισε μπροστά στο δέντρο χαζεύοντας το μέσα στην απόλυτη ησυχία. Την ξεκούραζε αυτή η ησυχία. Από εβδομάδα θα ξεκινούσε το πανδαιμόνιο του εορταστικού ωραρίου και εκείνη θα έτρεχε σαν ποδήλατο. Σκέφτηκε να πάει στην κουζίνα να πάρει ακόμα έναν κουραμπιέ από αυτούς που της είχε φέρει νωρίτερα η μάνα της, αλλά είχε χαλαρώσει τόσο πολύ που ακόμα και αυτό βαριόταν να σηκωθεί να κάνει. Τυλίχτηκε έτσι στην μάλλινη ζακέτα της και συνέχισε να κοιτάζει τα λαμπάκια αδειάζοντας το μυαλό της, όταν χτύπησε το τηλέφωνο της.

"Αν δεν σηκώσω εγώ το τηλέφωνο να σε πάρω γαϊδούρα, εσύ δεν παίρνεις!" παραπονέθηκε η Λίτσα μόλις το σήκωσε.

"Θα σε έπαιρνα ρε και εγώ. Έμπλεξα με το στόλισμα του δέντρου!"

"Χθες στολίσαμε και εμείς. Σου έχω πει πόσο σιχαίνομαι τη διαδικασία ε; Αλλά τι να έκανα; Μου είχε φάει τα αυτιά η μικρή..."

"Λίτσα απόλαυσε το όσο μπορείς! Ο δικός μου χεσμένο το έχει πλέον το δέντρο."

"Μάθαμε τίποτα για τη μικρή ξελογιάστρα;"

"Κουβέντα δεν λέει... Ντύθηκε, στολίστηκε, έκανε τρείς ώρες να φτιάξει το μαλλί του και έφυγε ο γαμπρός! Το μόνο που μου είπε η μάνα μου το πρωί που πέρασε να μας φέρει μελομακάρονα και κουραμπιέδες, ήταν πως της ζήτησε 50 ευρώ για να πάρει λέει κάποια δώρα τα Χριστούγεννα. Είμαι ειλικρινά περίεργη τι θα πάει να της πάρει της κοπέλας."

"Έφτιαξε η κυρά Μίνα κουραμπιέδες;;;;;;"

"Έφτιαξε που να μην έφτιαχνε! Πέντε έχω φάει από εκείνη την ώρα! Μου έφερε και για σένα ένα πακέτο. Ξέρεις το κλασσικό πακέτο με το μεταλλικό χριστουγεννιάτικο κουτί που σου δίνει κάθε χρόνο. Αυτό με τα καλαίσθητα Αγιοβασιλάκια και χιονανθρωπάκια απ' έξω!"

"Ποιος το χέζει το κουτί. Το περιεχόμενο μετράει! Μάθε μωρή άχρηστη να φτιάχνεις τους κουραμπιέδες της!"

"Μην αρχίζεις και εσύ! Και αυτή τα ίδια έλεγε το πρωί. Θα πεθάνω και δεν θα ξέρεις να φτιάχνεις έναν κουραμπιέ και ένα μελομακάρονο... "

"Να σου πω, θα βρεθούμε αύριο; Κυριακή είναι, δεν δουλεύεις. Πάμε για ένα κρασάκι; Θα κρατήσει η πεθερά μου τη μικρή. Θα μου δώσεις και τους κουραμπιέδες μου."

"Που να τρέχουμε ρε; Δεν θες να έρθεις από εδώ;"

"Όχι δεν θέλω να έρθω από εκεί! Θέλω να βγω έξω και κανονικά θα έπρεπε να θες και εσύ! Άσε που δεν θα είμαι μόνη μου. Θα είναι και ο Νίκος μαζί με έναν συνάδελφό του."

"Λίτσα προξενιό μου ετοιμάζεις;"

"Άσε μας κουκλίτσα μου, άκου προξενιό! Μια γνωριμία. Και στην τελική ακόμα δεν έχουμε γιορτάσει το διαζύγιο σου! Όσο για τον Ιάκωβο καλή φάση είναι, καλό παιδί, χωρισμένος και αυτός, στην ηλικία μας, με περιουσία, δουλειά, βλέπεται, τι άλλο θες;"

"Ρε Λίτσα τώρα σοβαρά, θες να μου τα φτιάξει με άνθρωπο που τον λένε Ιάκωβο; Και ποιος σου είπε ότι εγώ ψάχνω για άντρα;"

"Κοίτα ρε φίλε που κόλλησε! Στο όνομα! Θα έρθεις και ας μην γίνει τίποτα! Θα έρθεις έτσι για να πάρεις αέρα. Θα έρθεις και θα πεις και ένα τραγούδι, γιατί μου χρωστάς! Τρώγοντας θα σου έρθει και η όρεξη! Δεν ακούω κουβέντα!"   

"Μην με σταυρώνεις ρε Λίτσα. Άσε με στην ησυχία μου να ξεκουραστώ αύριο. Τι τις θες τώρα τις εξόδους;" είπε τη στιγμή που ακούστηκε το κουδούνι της κάτω πόρτας.

"Περιμένεις παρέα;" 

"Ο Χρήστος θα ξέχασε τα κλειδιά του. Κάτσε να του ανοίξω μια στιγμή."

"Δεν κάθομαι! Σε κλείνω. Τα λέμε αύριο. Θα περάσουμε κατά τη μία το μεσημέρι να σε πάρουμε!"

"Λίτσα περίμενε!!! Λίτσα;;;" είπε πατώντας το κουμπί του θυροτηλεφώνου, αλλά η Λίτσα το είχε κλείσει. Εκνευρισμένη με το ένα χέρι ξεκλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματος και την άνοιξε, ενώ με το άλλο χέρι καλούσε πίσω την Λίτσα. Μόλις όμως είδε έναν άγνωστο άντρα να ανεβαίνει τη σκάλα κρατώντας στα χέρια του μια κούτα, τερμάτισε την κλήση και σιχτίρισε που δεν είχε ρωτήσει ποιος ήταν.

"Παρακαλώ;" είπε διστακτικά.

"Είστε η κυρία Δήμου;" ρώτησε εκείνος ευγενικά.

"Μάλιστα", απάντησε κοιτώντας τον καλοντυμένο νεαρό με επιφύλαξη.

"Έχω κάτι για εσάς", εξήγησε προσφέροντας της την κούτα που δεν έγραφε κάτι διευκρινιστικό απ' έξω.

"Δεν έχω κάνει κάποια παραγγελία. Κάποιο λάθος έχει γίνει ", ξεκίνησε να λέει, αλλά ο νεαρός αγνοώντας την, ακούμπησε την κούτα μπροστά στα πόδια της, είπε ένα βιαστικό "καλό βράδυ", έκανε μια μεταβολή και άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα βιαστικά.

"Μισό λεπτό!!!" φώναξε η Μαργαρίτα και έτρεξε να βάλει παπούτσια, αλλά όταν επέστρεψε στην πόρτα ο τύπος είχε χαθεί. Άρπαξε την κούτα και τα κλειδιά της και κατέβηκε τη σκάλα. Βγήκε από την είσοδο και κοίταξε τον δρόμο μπροστά της. Κανένα ίχνος όμως του μυστήριου διανομέα. "Γαμώτο!" αναφώνησε και ανατριχιάζοντας από το κρύο ξαναμπήκε θυμωμένη στην είσοδο και άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες με την κούτα στα χέρια. 

Για κάνα δεκάλεπτο είχε την κούτα πάνω στο τραπέζι και την κοιτούσε προβληματισμένη. Ίσως να είχε παραγγείλει κάτι ο Χρήστος, σκέφτηκε και έπιασε το κινητό της για να τον πάρει τηλέφωνο. Ο Χρήστος όμως ενοχλημένος από την κλήση της, από την άλλη άκρη της γραμμής τη διαβεβαίωνε βιαστικά πως ούτε και εκείνος είχε παραγγείλει κάτι. Τότε τι σκατά ήταν αυτή η κούτα; Η παράδοση δεν είχε γίνει σε εργάσιμες ώρες, από κάποιον που να μοιάζει με υπάλληλο ταχυμεταφορικής. Ίσως ο Στέλιος να της έστελνε επιτέλους με κάποιον φίλο του τα βινύλια της που είχαν ξεμείνει στην αποθήκη του σπιτιού που έμεναν τότε μαζί. Και πάλι όμως, τώρα τα θυμήθηκε; Δέκα χρόνια μετά; Χώρια που αν ήταν οι δίσκοι της η κούτα θα ήταν πιο βαριά. Κούνησε λιγάκι την κούτα δεξιά αριστερά μήπως και καταλάβει τι ήταν, αλλά μάταια. Κάτι είχε μέσα το μόνο βέβαιο, αλλά κανένας ενδεικτικός ήχος να προδίδει τι μπορεί να περιέχει. Παραδομένη έπιασε ένα μαχαίρι από το συρτάρι με τα μαχαιροπίρουνα και άρχισε να κόβει την ταινία ασφαλείας που κρατούσε την κούτα κλειστή. Η περιέργεια της είχε νικήσει τον φόβο της για το άγνωστο περιεχόμενο της κούτας. Μόλις έκοψε και την τελευταία ταινία πήρε μια βαθιά ανάσα και σήκωσε αποφασιστικά τα αυτιά του ανοίγματος της κούτα για να αντικρίσει κάτι που είχε ξαναδεί. Μέσα από ένα ιβουάρ ρυζόχαρτο, οι τρεις σακούλες που είχε αφήσει πάνω στο πάσο της κουζίνας στη Ρώμη πριν από σχεδόν τρεις μήνες, της έβγαζαν κοροϊδευτικά τη γλώσσα περιγελώντας την. Το αίμα είχε ήδη αρχίσει να ανεβαίνει στο κεφάλι της, όταν πρόσεξε έναν φάκελο ανάμεσα στις χαρτοσακούλες. Θυμωμένη άρπαξε τον φάκελο και κάθισε σε μια καρέκλα ανοίγοντας τον.

"Δεν ξέρω αν στη δική σου κουλτούρα ισχύει το ίδιο, αλλά στη δική μου είναι τρομερή αγένεια να μη δέχεται κάποιος το δώρο που του κάνεις. Τουλάχιστον άνοιξε τα πρώτα, πριν τα απορρίψεις. Θα στα είχα στείλει και νωρίτερα, αλλά περίμενα να βρίσκομαι στην Ελλάδα. Αυτό είναι το τηλέφωνο μου. Σου υποσχέθηκα να μην παραβιάσω ξανά την ιδιωτικότητα σου και θα το τηρήσω. Αν δεν θες να με δεις θα το σεβαστώ. Αν πάλι θες να μου τα επιστρέψεις συναντώντας με, δεν έχεις παρά να μου στείλεις ένα μήνυμα", έγραφε το σημείωμα που ήταν τυπωμένο σε βαρύ χαρτί θυμίζοντας προσκλητήριο γάμου. Ο Βασιλάκης είχε βγάλει πάλι μεροκάματο. 

    

   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιαστε: