Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2022

"Sugar Daddy" ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ



Τον Στέλιο τον είχα γνωρίζει σε μια φάση της ζωής μου που ορκιζόμουν υπέρμαχος της εργένικης ζωής. Σε αντίθεση με τη Λίτσα που σε κάθε σχέση που έκανε, έβλεπε τον μελλοντικό πατέρα των παιδιών της, εγώ διασκέδαζα τη ζωή μου στα όρια και το απολάμβανα. Ως μοναχοπαίδι και κατ' επέκταση λίγο κακομαθημένη, ελάχιστα είχα κοπιάσει για το οτιδήποτε. Στο σχολείο περισσότερο με απασχολούσε ο καφές στο Πασαλιμάνι και τα μπιλιαρδάδικα και λιγότερο τα μαθήματα. Οι γονείς μου απλοί μεροκαματιάρηδες άνθρωποι προσπαθούσαν να με συνετίσουν, αλλά εγώ όπως έλεγε η μάνα μου από το ένα αυτί μου έμπαιναν και από το άλλο αυτί μου έβγαιναν. Ήμουν νέα, ήμουν όμορφη και η ζωή ήταν πολύ μικρή για να την ξοδεύω ανάμεσα σε βιβλία. Με τα χίλια ζόρια και με πολλά φροντιστήρια είχα τελειώσει το λύκειο και παρά τις πιέσεις της μάνας μου να πάω έστω σε μια ιδιωτική σχολή για γραμματέας, εγώ είχα πιάσει δουλειά ως πωλήτρια σε ένα κατάστημα με ρούχα που είχε ένας γνωστός του πατέρα μου.

Το καλοκαίρι της δευτέρας Λυκείου είχα την πρώτη μου σεξουαλική επαφή. Για κάποιο λόγο την απειρία μου την ένιωθα εμπόδιο και είχα φροντίσει με συνοπτικές διαδικασίες να τη βγάλω από τη μέση. Πρωτοετής φοιτητής ήταν αυτός και το ειδύλλιο είχε κρατήσει σχεδόν ένα μήνα. Αν με ρωτούσες τι μου είχε μείνει από τη "σχέση" αυτή θα σου έλεγα ένα σημάδι στη γάμπα από την εξάτμιση της μηχανής του. Σχετικά άβγαλτος και εκείνος, οι όποιες συνευρέσεις μας θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από επίθετα όπως γρήγορες, άτσαλες, ιδρωμένες και γλυκανάλατες.

Το ίδιο βέβαια δεν συνέβη με τη δεύτερη "σχέση" μου. Απαλλαγμένη από την ταμπέλα της παρθένας, δεν σκόπευα να ασχοληθώ άλλο με τα αγόρια της ηλικίας μου. Αν ήθελα να μάθω το σώμα μου και τις δυνατότητες που αυτό είχε, θα έπρεπε να βρω κάποιον πολύ πιο έμπειρο. Γιατί μπορεί να μην είχα καμία κλίση στην εκπαίδευση του μυαλού μου, είχα όμως μια ασίγαστη επιθυμία να εκπαιδεύσω το σώμα μου. Από τον πρώτο μήνα στη δουλειά το κατάλαβα πως με κοιτούσε διαφορετικά, όχι ψέματα, από το πρώτο λεπτό το είχα καταλάβει. Απλά στον πρώτο μήνα το είχα σιγουρέψει. Τι κι αν μας χώριζαν δεκαετίες. Εκείνος μάλλον είχε ανάγκη κάποια μικρούλα και εγώ είχα ανάγκη κάποιον που να ξέρει τι να κάνει με τα χέρια του, το στόμα του και το πουλί του. Και ήξερε. Ήξερε πολύ καλά. Ούτε και αυτό βέβαια πήγε όπως θα ήθελα. Κάποιος μας είδε, το πρόφτασε στον πατέρα μου και τα πράγματα ξέφυγαν εντελώς από τον έλεγχο μου. Γιατί αυτό που δεν είχα υπολογίσει ήταν πως ο 40άρης την είχε δαγκώσει τη λαμαρίνα στο ενδιάμεσο με την πιτσιρίκα που τόσο πρόθυμη ήταν να διερευνήσει τη σεξουαλικότητα της.

Η πρόταση γάμου που μου έκανε απορρίφθηκε χωρίς κανέναν ενδοιασμό και μαζί με τον μέντορα μου στο σεξ, έχασα και τη δουλειά μου. Σιγά μην παντρευόμουν από τα 19. Εγώ κορόιδο δεν ήμουν. Ευτυχώς οι γονείς μου λογικοί άνθρωποι, δεν με πίεσαν. Απεναντίας ανακουφίστηκαν. Γιατί το παιδί τους το ήξεραν καλά και ήξεραν πως όσο ευκατάστατος και αν ήταν εκείνος, αυτό δεν θα αρκούσε για να συγκρατήσει τον τυφώνα Μαργαρίτα. Μετά τη δεύτερη αυτή "σχέση" συνειδητοποίησα για πρώτη φορά πως κάτι έπρεπε να κάνω με τη ζωή μου αν δεν ήθελε να καταλήξω πριν τα είκοσι παντρεμένη με παιδί. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να γίνω οικονομικά ανεξάρτητη, για να μην αναγκαστώ να κάνω επιλογές στο μέλλον που θα υποκινούνταν από οικονομικά κίνητρα. Κάθισα έτσι και τα έβαλα κάτω. Σε τι ήμουν καλή; Ποιο ήταν το δυνατό χαρτί μου; Είχα κάποιο ταλέντο, κάποιο χάρισμα; Στα γράμματα δεν είχα έφεση, στις τέχνες ομοίως... Λίγο ενοχλημένη που δεν έβρισκα κάτι αποφάσισα να ρωτήσω τη μάνα μου. "Σε τι είμαι καλή ρε μάνα;" είχα εκτοξεύσει ένα απόγευμα που πίναμε παρέα έναν ελληνικό καφέ και η κυρά Μίνα με την υπερφυσική ιδιότητα των Ελληνίδων μανάδων να εντοπίζουν τα θετικά στα παιδιά τους, αγνοώντας τα αρνητικά, μου είχε απαντήσει "είσαι γλωσσού, μπορείς να πείσεις τον άλλο να κάνει το οτιδήποτε, μέχρι και άμμο θα μπορούσες να πουλήσεις σε κάτοικο της ερήμου!". 

Καθόλου δεν μου είχε αρέσει αρχικά η απάντηση. Ήταν αυτό χάρισμα; Ναι η αλήθεια ήταν πως πράγματι όσο δούλευα στο μαγαζί με τα ρούχα δεν είχε υπάρξει ούτε μια πελάτισσα που να είχε μπει στο κατάστημα και να μην είχε αγοράσει κάτι. Πάντα κατάφερνα να τις τουμπάρω και μάλιστα προς την κατεύθυνση που εγώ ήθελα. Μωρέ μήπως είχε δίκιο η μάνα μου; Μήπως η διαφήμιση και το εμπόριο ήταν πράγματι το κάλεσμα μου; Όσο γρήγορα είχα αποφασίσει να μην σπουδάσω, άλλο τόσο γρήγορα είχα αποφασίσει πως ήθελα το χάρισμα μου να το έχω και πιστοποιημένο με ένα χαρτί σχολής. Έναν χρόνο διάβαζα και οι γονείς μου έτριβαν τα μάτια τους και σταυροκοπιόντουσαν. Γιατί εκτός από επικοινωνιακή είχα και άλλο ένα χάρισμα, ήμουν εξωφρενικά πεισματάρα.

Με ευκολία είχα περάσει στο τμήμα επιχειρησιακής έρευνας και μάρκετινγκ και με ακόμα μεγαλύτερη ευκολία το είχα τελειώσει διαπιστώνοντας έκπληκτη πως όταν κάτι με ενδιέφερε, μια χαρά μπορούσα να συγκεντρωθώ. Τα φοιτητικά μου χρόνια ήταν τα καλύτερα της ζωής μου. Τι κι αν ήμουν λίγο μεγαλύτερη από τους συμφοιτητές μου, εγώ περνούσα υπέροχα. Με διάβασμα, ξενύχτια, μεθύσια, μουσική, καφέδες, τσιγάρα, σεξ και μηδέν υποχρεώσεις και έγνοιες είχαν κυλήσει τα φοιτητικά μου χρόνια. Δυστυχώς όμως αυτό δεν μπορούσε να διαρκέσει για πάντα. Μαζί με το πτυχίο έφαγα και την πρώτη ήττα διαπιστώνοντας πως ο χώρος που ονειρευόμουν να δουλέψω, ήταν πολύ πιο σκληρός και πολύ πιο ανταγωνιστικός από όσο υπολόγιζα. 

Στα 26 είχα πλέον αποδεχθεί πως θα σάπιζα κάνοντας χρέη καφετζούς και τηλεφωνήτριας για το υπόλοιπο της ζωής μου στη διαφημιστική που δούλευα, ελπίζοντας πως ίσως κάποτε μου δινόταν η ευκαιρία να ανέλθω. Σε αυτή την φάση της ζωής μου γνώρισα τον Στέλιο. Στη φάση που με ταγιέρ, γόβες και σκουλαρίκια πέρλες προσπαθούσα να πείσω τους προϊστάμενους μου να με πάρουν πιο σοβαρά. 

Ως πελάτης είχε μπει στην εταιρεία που δούλευα και από την πρώτη στιγμή που τον είχα δει κατάλαβα πως με αυτόν τον τύπο θα είχα κακά ξεμπερδέματα. Μελαχρινός, ηλιοκαμένος, με κατάλευκα ολόισια δόντια, ακριβά ντυμένος και με εντυπωσιακή σωματική διάπλαση είχε περάσει από μπροστά μου χωρίς να γυρίσει καν να κοιτάξει προς το μέρος μου αφήνοντας πίσω του μια ακριβή μυρωδιά αντρικού αρώματος. Δεν άργησα να μάθω πως ήταν μόλις ένα χρόνο μικρότερος μου και πως παρά το νεαρό της ηλικίας του, ετοιμαζόταν να ανοίξει νυχτερινό μαγαζί στο κέντρο της Αθήνας. Λεπτομέρεια μου είχαν φανεί τότε τα ειρωνικά σχόλια των συναδέλφων μου πως ποτέ του δεν είχε δουλέψει πραγματικά και πως ότι άνοιγμα έκανε το έκανε με τις πλάτες των γονιών του. Ποσώς άλλωστε με απασχολούσε η οικονομική του κατάσταση. Εγώ στο κρεβάτι μου τον ήθελα και για πρώτη φορά στη ζωή μου ήθελα κάτι τόσο συγκεκριμένο και τόσο επιτακτικά. Θέμα χρόνου ήταν να κάμψω την έπαρση που τον χαρακτήριζε. Μέσα στον ένα μήνα που μπαινόβγαινε στην εταιρεία όχι απλά είχα καταφέρει να τον κάνω να γυρνάει πάντα προς το μέρος μου όποτε έμπαινε μέσα, αλλά και να κοντοστέκεται για λίγο ρωτώντας με διάφορα που αφορούσαν τη διαφημιστική καμπάνια που ετοιμάζαμε για τα εγκαίνια, στα οποία φυσικά δεν παράλειψε να με προσκαλέσει. 

Στην τουαλέτα του νέου μαγαζιού που γυάλιζε από καθαριότητα είχαμε πηδηχτεί την πρώτη φορά και ακόμα και τόσα χρόνια μετά, αδυνατούσα να απαλλαγώ  από τη συγκεκριμένη ανάμνηση. Μια αλληλεπίδραση που όμοια της δεν είχα ξανασυναντήσει υπήρχε ανάμεσα μας. Με έναν μαγικό τρόπο αυτός ο άνθρωπος ήξερε ακριβώς τι να κάνει, πότε να το κάνει και πως να το κάνει, χωρίς να χρειάζεται εγώ να το ζητήσω καν. Λες και ως πομπός εγώ έστελνα σε εκείνον τα σήματα και εκείνος ως σωστός δέκτης αμέσως τα αποκωδικοποιούσε. Γι' αυτό και χθες παραλίγο να είχε γίνει η μαλακία. Γιατί ακόμα και μετά από όλα όσα είχαν μεσολαβήσει τα τελευταία σχεδόν είκοσι χρόνια, παρά την ανευθυνότητα του στην οικονομική διαχείριση και την αναπόφευκτη οικονομική καταστροφή, παρά την οκνηρία του, παρά τον αποτυχημένο γάμο μας με τις απιστίες, τις ζήλιες και τις φωνές, παρά τον έρωτα που είχε έρθει και είχε παρέλθει, παρά τον έφηβο γιό μας που θα έπρεπε να προστατεύουμε από κοινού, ο Στέλιος ακόμα και τώρα στα 44 είχε ακριβώς την ίδια επίδραση πάνω στο σώμα μου. Μια επίδραση που πλέον με γέμιζε απογοήτευση με τον εαυτό μου. 

"Ε, Μαργαρίτα! Πελάτισσα!" άκουσα τη φωνή της Γωγώς και βγήκα από την ονειροπόληση μου. Με κουρασμένα πόδια σύρθηκα προς την πελάτισσα ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά προς το ρολόι τοίχου. Εννιά παρά είκοσι η ώρα. Το δωδεκάωρο κόντευε να τελειώσει. Μου το είχε ξεκαθαρίσει άλλωστε το αφεντικό, αυτό ήταν και το τελευταίο. Όσο καλή και αν ήμουν στις πωλήσεις και όσο και αν τον διαβεβαίωνα η ίδια πως δεν είχα πρόβλημα, δεν θα ρίσκαρε να του φέρει κανένας την επιθεώρηση εργασίας και να πληρώνει πρόστιμα. Και εγώ χρειαζόμουν τα γαμημένα τα λεφτά. Η πανδημία και το κλείσιμο του λιανικού εμπορίου είχαν εξαντλήσει και τις τελευταίες οικονομίες μου και τα έξοδα εκεί, όχι μόνο δεν έλεγαν να μειωθούν, αλλά κάθε μέρα αυξάνονταν. Πόσο ακόμα θα πλήρωνα τα λάθη του παρελθόντος;      

Εννιά και μισή είχε πάει όταν επιτέλους μπήκα στο σπίτι για να με υποδεχτεί η γνωστή ακαταστασία που έσπερνε ο μικρός στο διάβα του. Συνηθισμένη στο σκηνικό, έσκυψα και μάζεψα μια πεταμένη μπλούζα από το μπράτσο του καναπέ και κινήθηκα προς την κουζίνα. Ένα άδειο πιάτο πάνω στο τραπέζι παρατημένο πρόδιδε πως παρά την γκρίνια, ο Χρήστος είχε φάει. Το έβαλα μέσα στο νεροχύτη και του έριξα λίγο νερό. Ύστερα προχώρησα προς το μπάνιο και έβαλα την μπλούζα στο καλάθι των απλύτων, βγάζοντας ταυτόχρονα τα αθλητικά μου, τα οποία στη συνέχεια τακτοποίησα στην παπουτσοθήκη. Βγαίνοντας από το μπάνιο κοντοστάθηκα λίγο έξω από το δωμάτιο του Χρήστου και τον άκουσα που μιλούσε. Πάλι κάποιο παιχνίδι θα έπαιζε με τους φίλους του. Χωρίς να ανοίξω την πόρτα του φώναξα απέξω ότι είχα γυρίσει, για να πάρω ως απάντηση ένα ξερό "ΟΚ". Η τελευταία του αγαπημένη συνήθεια ήταν να απαντάει σε όλα μονολεκτικά. Προχώρησα προς το υπνοδωμάτιο μου και άρχισα να βγάζω τα ρούχα μου, παραδομένη στο γεγονός πως εγώ που μπορούσα να πουλήσω άμμο σε βεδουίνο όπως έλεγε η μάνα μου, δεν μπορούσα να "πουλήσω" τίποτα στο ίδιο μου το παιδί. Ο μεγάλος καθρέφτης απέναντι από το κρεβάτι μου σκληρός μου φανέρωνε πως ο χρόνος που δεν χαριζόταν σε κανέναν, δεν σκόπευε να κάνει ούτε σε εμένα εξαίρεση. Το σώμα μου από καιρό είχε χάσει τη σφριγηλότητα που κάποτε είχε. Δεν ήταν αποκρουστικό, αλλά δεν ήταν και θελκτικό. Ένα κανονικό σώμα που πονούσε από την κούραση σε διάφορα σημεία ήταν, και αυτό δεν άφηνε κανένα περιθώριο σε όποια γυναικεία ματαιοδοξία μου είχε απομείνει να μεμψιμοιρήσει. Φόρεσα ένα καθαρό σορτσάκι και ένα αμάνικο μπλουζάκι και ξαναπήγα στην κουζίνα. Βαριεστημένα έβαλα ένα πιάτο γιουβέτσι που έμοιαζε πλέον με οικοδομικό μπετόν και το πέταξα μέσα στο φούρνο μικροκυμάτων. Για έναν απροσδιόριστο λόγο όσο αυτό ζεσταινόταν στο μυαλό μου ήρθε μια καραβιδομακαρονάδα που είχαμε φάει με τον Στέλιο κάποτε στο Λιμένι. Πέντε λεπτά αργότερα καθόμουν στον καναπέ, μπροστά από την τηλεόραση, με τον ανεμιστήρα απέναντι και ανακάτευα ανόρεχτα τη μάζα από το κριθαράκι. Θυμήθηκα όμως το χτεσινό σκηνικό που είχε παιχτεί στο ίδιο ακριβώς σημείο και μου κόπηκε εντελώς η όρεξη. Με συνοπτικές διαδικασίες τον είχα πετάξει έξω από το σπίτι μόλις ο Χρήστος είχε φύγει, χωρίς να συζητήσω τίποτα περισσότερο μαζί του. Γιατί λοιπόν τώρα ευχόμουν να μην μας είχε διακόψει το παιδί και να είχαμε ολοκληρώσει ότι είχαμε ξεκινήσει;

Κάτι μέσα από τη τσάντα μου δονούταν. Το κινητό. Το είχα ξεχάσει στο αθόρυβο. Τεντώνοντας το χέρι έπιασα την τσάντα από το τραπεζάκι και το έβγαλα. 

-Επιτέλους! Δέκα κλήσεις σου έχω κάνει από το πρωί, ακούστηκε η φωνή της Λίτσας

-Δούλευα ρε και το είχα χαμηλωμένο.

-Έστειλε;

-Ποιος να στείλει τι;

-Ο Βίκινγκ, έστειλε μήνυμα; ρώτησε με αγωνία και μόνο τότε θυμήθηκα το χτεσινό συναπάντημα με τον ψηλό Ισλανδό. 

-Δεν έχω δει. Δούλευα σου λέω δώδεκα ώρες σερί και γινόταν χαμός σήμερα. 

-Δεν σε πιστεύω! Σε κλείνω να τσεκάρεις και να με πάρεις να μου πεις!

-Άσε με ρε Λίτσα και δεν έχω καμία όρεξη. Ήρθε ο Στέλιος χτες από εδώ...

-Ωχ...Τι ήθελε; Λεφτά;

-Όχι ακριβώς. Να μου προτείνει να μείνουμε μαζί ήθελε για να μειώσουμε τα έξοδα μας.

-Πλάκα κάνεις; Αν δέχτηκες, εγώ δεν θα σου ξαναμιλήσω!

-Δεν δέχτηκα, αλλά...

-Αλλά;;;; Πες μου ότι έκανες πάλι καμία μαλακία μαζί του! Πάνε 3 χρόνια από την τελευταία φορά. Πες μου σε ικετεύω ότι δεν βγάλατε πάλι τα μάτια σας!

-Στο παρά τσακ. Μπορείς να μου εξηγήσεις πως γίνεται να θέλω να του σπάσω το κεφάλι και ταυτόχρονα μόλις με γαμωαγγίζει να το ξεχνάω;

-Άκου! Είναι απλή βιολογική ανάγκη! Μπορεί εσύ να νομίζεις ότι είσαι τόσο κουρασμένη που δεν έχεις αντοχές για τσιλιμπουρδίσματα, αλλά είσαι ζωντανός άνθρωπος! Όπως τρως, χέζεις και αναπνέεις, έτσι έχεις ανάγκη και το σεξ. Απλά με τον Στέλιο είναι πιο εύκολο, γιατί δεν χρειάζεται να καλλιεργήσεις οικειότητα. Δεν τρώμε όμως εκεί που χέζουμε, κατάλαβες;;; 

-Φοβερή συζήτηση...επιπέδου!

-Άσε σε εμένα τα επιπέδου! Μέχρι να γνωρίσεις τον Στέλιο ρε άνθρωπε δεν σε προλάβαινα. Και ύστερα τον γνώρισες και έφαγες τα μούτρα σου. Και πάνω που νόμιζα τότε με τον Γιαννάκη ότι βρήκες τον παλιό καλό σου εαυτό, γίνατε μύλος και κατέβασες διακόπτες που επιλεκτικά σηκώνεις όποτε έρθει του Στελάρα η όρεξη! Βρίσκεις λογική εσύ; Γιατί εγώ δεν βρίσκω!

-Λίτσα ειλικρινά δεν έχω το κουράγιο να κάνω αυτή τη συζήτηση τώρα. Με τον Γιάννη έκανα μαλακία, τελεία! Χάλασα τότε μια φιλία χρόνων επειδή ήμουν πληγωμένη. Τους διακόπτες τώρα με τον Στέλιο δεν τους ανεβάζω εγώ, μόνος του μπαίνει, λες και μπαίνει στο σπίτι του και τους σηκώνει. Στο έχω πει ένα εκατομμύριο φορές δεν το ελέγχω. Είναι καθαρά σαρκικό το πράγμα. Για καλή μου τύχη γερνάω και θέλω να ελπίζω πως θα κατέβει οριστικά ο διακόπτης της λίμπιντο μου, που όχι ο Στέλιος, ούτε ο Τόμας Έντισον δεν θα μπορεί να τον σηκώσει!

-Σε αυτό ελπίζεις δηλαδή; Στον απόλυτο θάνατο της λίμπιντο σου; Άσε μας κουκλίτσα μου και αν σου πω εγώ τι γίνεται στα ΚΑΠΗ θα σου πέσουν τα μαλλιά!

-Ωραία ας φτάσω σε ηλικία για τα ΚΑΠΗ και θα βρω πρώτο γκομενέτο τότε να ικανοποιεί την ασίγαστη γεροντική μου λίμπιντο! Και τώρα σε κλείνω γιατί με έκοψες πάνω που έτρωγα μια μπουκιά φαΐ!

-Καλά, κλείσε με, αλλά να θυμάσαι: πρώτον ότι δεν τρώμε εκεί που χέζουμε και δεύτερον να κοιτάξεις το email σου!

-Και καλή μου όρεξη, είπα και έκλεισα γελώντας το τηλέφωνο.

Αν κάτι μπορούσα να παραδεχτώ ήταν πως με τη Λίτσα ότι και αν συζητούσαμε, πάντα θα κλείναμε γελώντας. Ακόμα και τότε που την είχα πάρει να της πω ότι ο πατέρας μου είχε πεθάνει, ακόμα και σε εκείνο το τηλεφώνημα είχαμε καταφέρει να το κλείσουμε γελώντας. Η τηλεόραση έπαιζε μια αμερικάνικη ταινία με τον Μπρους Γουίλις που είχα ξαναδεί, το γιουβέτσι έμοιαζε ακόμα πιο αποκρουστικό και το τηλέφωνο μου εκτός από τις κλήσεις της Λίτσας και της μάνας μου δεν είχε κάτι άλλο ενδιαφέρον. Ούτε ο Στέλιος, ούτε ο Βίκινγκ είχαν φανεί. Αναμενόμενο και για τους δύο. Έκλεισα την τηλεόραση και τον ανεμιστήρα και πιάνοντας το μισογεμάτο πιάτο με το ένα χέρι και το κινητό με το άλλο μπήκα και πάλι στην κουζίνα. Πέταξα το φαΐ στα σκουπίδια και έβαλα και το δικό μου πιάτο μαζί με του Χρήστου μέσα στον νεροχύτη. Αύριο δούλευα απόγευμα, θα τα έπλενα αύριο λοιπόν. Άνοιξα το ψυγείο και έβγαλα ένα μισογεμάτο μπουκάλι κόκκινο κρασί. Σε πείσμα όσων έλεγαν πως το κόκκινο κρασί πρέπει να πίνεται σε θερμοκρασία δωματίου, εγώ το ήθελα παγωμένο. Με τα δόντια τράβηξα το φελλό και γέμισα ένα νεροπότηρο. Οι εποχές των ακριβών κρασιών και των κολονάτων ποτηριών είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Τότε στα πρώτα χρόνια της σχέσης μας με το Στέλιο η γκλαμουριά και η δηθενιά ήταν σήμα κατατεθέν της εικόνας μας. Τότε το channel κόκκινο κραγιόν που φορούσα άφηνε πρώτα σημάδια πάνω στο χείλος του ποτηριού και μετά στο πουκάμισο του και καρφάκι δεν μου καιγόταν που το Ralf Lauren υποκάμισο θα πήγαινε την άλλη μέρα στα σκουπίδια. 

Μια γουλιά από το κρασί και θυμήθηκα το επόμενο σημείο πάνω στον Στέλιο που έκαναν στάση τα κόκκινα χείλια μου μετά το πουκάμισο, κάπου πιο χαμηλά. 

Δεύτερη γουλιά και η εικόνα των κόκκινων χειλιών μου να κυκλώνουν όλη τη διάμετρο του ήταν πλέον πεντακάθαρη μπροστά μου. 

Τρίτη γουλιά και πλέον τον άκουγα στα αυτιά μου να βαριανασαίνει. 

Τέταρτη γουλιά και ένιωθα σχεδόν μέσα στο στόμα μου την ίδια ικανοποίηση που ένιωθα τότε, όταν μόνο με την γλώσσα μου, μπορούσε να διαστείλω τον χώρο, τον χρόνο, το σύμπαν ολόκληρο. 

Πέμπτη γουλιά και τα είχα χεσμένα τα ακριβά κρασιά, τα κόκκινα Channel και τα κατεστραμμένα Ralf Lauren, το μόνο που πραγματικά μου έλλειπε από εκείνη την εποχή ήταν αυτό, το να μπορεί χωρίς ενοχές να αφεθείς! 

"Δεν τρώμε εκεί που χέζουμε!" ακούστηκε η φωνή της Λίτσας μέσα στο κεφάλι μου και γεμίζοντας και πάλι το ποτήρι σύρθηκα στο δωμάτιο μου. Το κρασί είχε ήδη αρχίσει να παίρνει μακριά την υπερένταση της μέρας. Μόλις θα ξάπλωνα σίγουρα θα αποκοιμιόμουν. Με μια αποφασιστική κίνηση ήπια μονορούφι το περιεχόμενο του ποτηριού και αγνοώντας το αγγελάκι μέσα μου που με έσπρωχνε να πάω να πλύνω τα δόντια μου και το πρόσωπο μου, έκλεισα το φως και ξάπλωσα. Και θα είχα κοιμηθεί. Δύο λεπτά αν εκείνος είχε καθυστερήσει, τότε αυτή η ιστορία ίσως να μην γραφόταν ποτέ. Ίσως να είχα δει εκείνο το μήνυμα όταν πλέον θα ήταν αργά. Οι πλανήτες όμως εκείνο το Αυγουστιάτικο βράδυ είχαν ευθυγραμμιστεί και η ειδοποίηση στο κινητό μου είχε ακουστεί νανοδευτερόλεπτα πριν με πάρει ο ύπνος.         

για τη συνέχεια πατήστε εδώ   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιαστε: