Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2022

"Sugar Daddy" ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ



Τον Στέλιο τον είχε γνωρίζει σε μια φάση της ζωής της που ορκιζόταν υπέρμαχος της εργένικης ζωής. Σε αντίθεση με τη Λίτσα που σε κάθε σχέση που έκανε, έβλεπε τον μελλοντικό πατέρα των παιδιών της, εκείνη διασκέδαζε τη ζωή της στα όρια και το απολάμβανε. Ως μοναχοπαίδι και κατ' επέκταση λίγο κακομαθημένη, ελάχιστα είχε κοπιάσει για το οτιδήποτε. Στο σχολείο περισσότερο την απασχολούσε ο καφές στο Πασαλιμάνι και τα μπιλιαρδάδικα και λιγότερο τα μαθήματα. Οι γονείς της απλοί μεροκαματιάρηδες άνθρωποι προσπαθούσαν να τη συνετίσουν, αλλά αυτή όπως έλεγε η μάνα της από το ένα αυτί της έμπαιναν και από το άλλο αυτί της έβγαιναν. Ήταν νέα, ήταν όμορφη και η ζωή ήταν πολύ μικρή για να την ξοδεύει ανάμεσα σε βιβλία. Με τα χίλια ζόρια και με πολλά φροντιστήρια είχε τελειώσει το λύκειο και παρά τις πιέσεις της μάνας της να πάει έστω σε μια ιδιωτική σχολή για γραμματέας, εκείνη είχε πιάσει δουλειά ως πωλήτρια σε ένα κατάστημα με ρούχα που είχε ένας γνωστός του πατέρα της.

Το καλοκαίρι της δευτέρας Λυκείου είχε την πρώτη της σεξουαλική επαφή. Για κάποιο λόγο την απειρία της την ένιωθε εμπόδιο και είχε φροντίσει με συνοπτικές διαδικασίες να τη βγάλει από τη μέση. Πρωτοετής φοιτητής ήταν αυτός και το ειδύλλιο είχε κρατήσει σχεδόν ένα μήνα. Αν την ρωτούσες τι της είχε μείνει από τη "σχέση" αυτή θα σου έλεγε ένα σημάδι στη γάμπα της από την εξάτμιση της μηχανής του. Σχετικά άβγαλτος και εκείνος, οι όποιες συνευρέσεις τους θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από επίθετα όπως γρήγορες, άτσαλες, ιδρωμένες και γλυκανάλατες.

Το ίδιο βέβαια δεν συνέβη με τη δεύτερη "σχέση" της. Απαλλαγμένη από την ταμπέλα της παρθένας δεν σκόπευε να ασχοληθεί άλλο με τα αγόρια της ηλικίας της. Αν ήθελε να μάθει το σώμα της και τις δυνατότητες που αυτό είχε, θα έπρεπε να βρει κάποιον πολύ πιο έμπειρο. Γιατί μπορεί η Μαργαρίτα να μην είχε καμία κλίση στην εκπαίδευση του μυαλού της, είχε όμως μια ασίγαστη επιθυμία να εκπαιδεύσει το σώμα της. Από τον πρώτο μήνα στη δουλειά το κατάλαβε πως την κοιτούσε διαφορετικά, όχι ψέματα, από το πρώτο λεπτό το είχε καταλάβει. Απλά στον πρώτο μήνα το είχε σιγουρέψει. Τι κι αν τους χώριζαν δεκαετίες. Εκείνος μάλλον είχε ανάγκη κάποια μικρούλα και εκείνη είχε ανάγκη κάποιον που να ξέρει τι να κάνει με τα χέρια του, το στόμα του και το πουλί του. Και ήξερε. Ήξερε πολύ καλά. Ούτε και αυτό βέβαια πήγε όπως θα ήθελε. Κάποιος τους είδε, το είπε στον πατέρα της και τα πράγματα ξέφυγαν εντελώς από τον έλεγχο της. Γιατί αυτό που δεν είχε υπολογίσει η Μαργαρίτα ήταν πως ο 40άρης την είχε δαγκώσει τη λαμαρίνα στο ενδιάμεσο με την πιτσιρίκα που τόσο πρόθυμη ήταν να διερευνήσει τη σεξουαλικότητα της.

Η πρόταση γάμου που της έκανε απορρίφθηκε χωρίς κανέναν ενδοιασμό και μαζί με τον μέντορα της στο σεξ, έχασε και τη δουλειά της. Σιγά μην παντρευόταν από τα 19. Εκείνη κορόιδο δεν ήταν. Ευτυχώς οι γονείς της λογικοί άνθρωποι, δεν την πίεσαν. Απεναντίας ανακουφίστηκαν. Γιατί το παιδί τους το ήξεραν καλά και ήξεραν πως όσο ευκατάστατος και αν ήταν εκείνος, αυτό δεν θα αρκούσε για να συγκρατήσει τον τυφώνα Μαργαρίτα. Μετά τη δεύτερη αυτή "σχέση" η Μαργαρίτα συνειδητοποίησε για πρώτη φορά πως κάτι έπρεπε να κάνει με τη ζωή της αν δεν ήθελε να καταλήξει πριν τα είκοσι παντρεμένη με παιδί. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να γίνει οικονομικά ανεξάρτητη, για να μην αναγκαστεί να κάνει επιλογές στο μέλλον που θα υποκινούνταν από οικονομικά κίνητρα. Κάθισε έτσι και τα έβαλε κάτω. Σε τι ήταν καλή; Ποιο ήταν το δυνατό χαρτί της; Είχε κάποιο ταλέντο, κάποιο χάρισμα; Στα γράμματα δεν είχε έφεση, στις τέχνες ομοίως... Λίγο ενοχλημένη που δεν έβρισκε κάτι αποφάσισε να ρωτήσει τη μάνα της. "Σε τι είμαι καλή ρε μάνα;" είχε εκτοξεύσει ένα απόγευμα που έπιναν παρέα έναν ελληνικό καφέ και η κυρά Μίνα με την υπερφυσική ιδιότητα των Ελληνίδων μανάδων να εντοπίζουν τα θετικά στα παιδιά τους, αγνοώντας τα αρνητικά, της είχε απαντήσει "είσαι γλωσσού, μπορείς να πείσεις τον άλλο να κάνει το οτιδήποτε, μέχρι και άμμο θα μπορούσες να πουλήσεις σε κάτοικο της ερήμου!". 

Καθόλου δεν είχε αρέσει αρχικά η απάντηση στην Μαργαρίτα. Ήταν αυτό χάρισμα; Ναι η αλήθεια ήταν πως πράγματι όσο δούλευε στο μαγαζί με τα ρούχα δεν είχε υπάρξει ούτε μια πελάτισσα που να είχε μπει στο κατάστημα και να μην είχε αγοράσει κάτι. Πάντα κατάφερνε να τις τουμπάρει και μάλιστα προς την κατεύθυνση που εκείνη ήθελε. Μωρέ μήπως είχε δίκιο η μάνα της; Μήπως η διαφήμιση και το εμπόριο ήταν πράγματι το κάλεσμα της; Όσο γρήγορα είχε αποφασίσει να μην σπουδάσει, άλλο τόσο γρήγορα είχε αποφασίσει πως ήθελε το χάρισμα της να το έχει και πιστοποιημένο με ένα χαρτί σχολής. Έναν χρόνο διάβαζε και οι γονείς της έτριβαν τα μάτια τους και σταυροκοπιόντουσαν. Γιατί εκτός από επικοινωνιακή η Μαργαρίτα είχε άλλο ένα χάρισμα, ήταν εξωφρενικά πεισματάρα.

Με ευκολία είχε περάσει στο τμήμα επιχειρησιακής έρευνας και μάρκετινγκ και με ακόμα μεγαλύτερη ευκολία την είχε τελειώσει διαπιστώνοντας έκπληκτη πως όταν κάτι την ενδιέφερε, μια χαρά μπορούσε να συγκεντρωθεί. Τα φοιτητικά της χρόνια ήταν τα καλύτερα της ζωής της. Τι κι αν ήταν λίγο μεγαλύτερη από τους συμφοιτητές της, εκείνη περνούσε υπέροχα. Με διάβασμα, ξενύχτια, μεθύσια, μουσική, καφέδες, τσιγάρα, σεξ και μηδέν υποχρεώσεις και έγνοιες είχαν κυλήσει τα φοιτητικά της χρόνια. Δυστυχώς όμως αυτό δεν μπορούσε να διαρκέσει για πάντα. Μαζί με το πτυχίο έφαγε και την πρώτη ήττα διαπιστώνοντας πως ο χώρος που ονειρευόταν να δουλέψει, ήταν πολύ πιο σκληρός και πολύ πιο ανταγωνιστικός από όσο υπολόγιζε. 

Στα 26 είχε πλέον αποδεχθεί τη μοίρα της πως θα σάπιζε κάνοντας χρέη καφετζούς και τηλεφωνήτριας για το υπόλοιπο της ζωής της στη διαφημιστική που δούλευε, ελπίζοντας πως ίσως κάποτε της δινόταν η ευκαιρία να ανέλθει. Σε αυτή την φάση της ζωής της γνώρισε τον Στέλιο. Στη φάση που με ταγιέρ, γόβες και σκουλαρίκια πέρλες προσπαθούσε να πείσει τους προϊστάμενους της να την πάρουν πιο σοβαρά. 

Ως πελάτης είχε μπει στην εταιρεία που δούλευε και από την πρώτη στιγμή που τον είχε δει, είχε καταλάβει πως με αυτόν τον τύπο θα είχε κακά ξεμπερδέματα. Μελαχρινός, ηλιοκαμένος, με κατάλευκα ολόισια δόντια, ακριβά ντυμένος και με εντυπωσιακή σωματική διάπλαση είχε περάσει από μπροστά της χωρίς να γυρίσει καν να κοιτάξει προς το μέρος της αφήνοντας πίσω του μια ακριβή μυρωδιά αντρικού αρώματος. Δεν άργησε να μάθει πως ήταν μόλις ένα χρόνο μικρότερος της και πως παρά το νεαρό της ηλικίας του, ετοιμαζόταν να ανοίξει νυχτερινό μαγαζί στο κέντρο της Αθήνας. Λεπτομέρεια της είχαν φανεί τότε τα ειρωνικά σχόλια των συναδέλφων της πως ποτέ του δεν είχε δουλέψει πραγματικά και πως ότι άνοιγμα έκανε το έκανε με τις πλάτες των γονιών του. Ποσώς άλλωστε απασχολούσε τη Μαργαρίτα η οικονομική του κατάσταση. Εκείνη στο κρεβάτι της τον ήθελε και για πρώτη φορά στη ζωή της ήθελε κάτι τόσο συγκεκριμένο και τόσο επιτακτικά. Θέμα χρόνου ήταν να κάμψει την έπαρση που τον χαρακτήριζε. Μέσα στον ένα μήνα που μπαινόβγαινε στην εταιρεία όχι απλά είχε καταφέρει να τον κάνει να γυρνάει πάντα προς το μέρος της όποτε έμπαινε μέσα, αλλά και να κοντοστέκεται για λίγο ρωτώντας τη διάφορα που αφορούσαν τη διαφημιστική καμπάνια που ετοίμαζαν για τα εγκαίνια, στα οποία φυσικά δεν παράλειψε να την προσκαλέσει. 

Στην τουαλέτα του νέου μαγαζιού που γυάλιζε από καθαριότητα είχαν πηδηχτεί την πρώτη φορά και ακόμα και τόσα χρόνια μετά, αδυνατούσε να απαλλαγεί  από τη συγκεκριμένη ανάμνηση. Μια αλληλεπίδραση που όμοια της δεν είχε ξανασυναντήσει υπήρχε ανάμεσα τους. Με έναν μαγικό τρόπο αυτός ο άνθρωπος ήξερε ακριβώς τι να κάνει, πότε να το κάνει και πως να το κάνει, χωρίς να χρειάζεται εκείνη καν να το ζητήσει. Λες και ως πομπός εκείνη έστελνε σε εκείνον τα σήματα και εκείνος ως σωστός δέκτης αμέσως τα αποκωδικοποιούσε. Γι' αυτό και χθες παραλίγο να είχε γίνει η μαλακία. Γιατί ακόμα και μετά από όλα όσα είχαν μεσολαβήσει τα τελευταία σχεδόν είκοσι χρόνια, παρά την ανευθυνότητα του στην οικονομική διαχείριση και την αναπόφευκτη οικονομική καταστροφή, παρά την οκνηρία του, παρά τον αποτυχημένο γάμο τους με απιστίες, ζήλιες και φωνές, παρά τον έρωτα που είχε έρθει και είχε φύγει, παρά τον έφηβο γιό τους που θα έπρεπε να προστατεύουν από κοινού, ο Στέλιος ακόμα και τώρα στα 44 είχε ακριβώς την ίδια επίδραση πάνω στο σώμα της. Μια επίδραση που πλέον τη γέμιζε απογοήτευση με τον εαυτό της. 

"Ε, Μαργαρίτα! Πελάτισσα!" άκουσε τη φωνή της Γωγώς και βγήκε από την ονειροπόληση της. Με κουρασμένα πόδια σύρθηκε προς την πελάτισσα ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά προς το ρολόι τοίχου. Εννιά παρά είκοσι η ώρα. Το δωδεκάωρο κόντευε να τελειώσει. Της το είχε ξεκαθαρίσει άλλωστε το αφεντικό, αυτό ήταν και το τελευταίο. Όσο καλή και αν ήταν στις πωλήσεις και όσο και αν τον διαβεβαίωνε η ίδια πως δεν είχε πρόβλημα, δεν θα ρίσκαρε να του φέρει κανένας την επιθεώρηση εργασίας και να πληρώνει πρόστιμα. Και εκείνη χρειαζόταν τα γαμημένα τα λεφτά. Η πανδημία και το κλείσιμο του λιανικού εμπορίου είχε εξαντλήσει και τις τελευταίες οικονομίες της και τα έξοδα εκεί, όχι μόνο δεν έλεγαν να μειωθούν, αλλά κάθε μέρα αυξάνονταν. Πόσο ακόμα θα πλήρωνε τα λάθη του παρελθόντος;      

Εννιά και μισή είχε πάει όταν επιτέλους μπήκε στο σπίτι της για να την υποδεχτεί η γνωστή ακαταστασία που έσπερνε ο μικρός στο διάβα του. Συνηθισμένη στο σκηνικό, έσκυψε και μάζεψε μια πεταμένη μπλούζα από το μπράτσο του καναπέ και κινήθηκε προς την κουζίνα. Ένα άδειο πιάτο πάνω στο τραπέζι παρατημένο πρόδιδε πως παρά την γκρίνια, ο Χρήστος είχε φάει. Το έβαλε μέσα στο νεροχύτη και του έριξε λίγο νερό. Ύστερα προχώρησε προς το μπάνιο και έβαλε την μπλούζα στο καλάθι των απλύτων, βγάζοντας ταυτόχρονα τα αθλητικά της, τα οποία στη συνέχεια τακτοποίησε στην παπουτσοθήκη. Βγαίνοντας από το μπάνιο κοντοστάθηκε λίγο έξω από το δωμάτιο του Χρήστου και τον άκουσε που μιλούσε. Πάλι κάποιο παιχνίδι θα έπαιζε με τους φίλους του. Χωρίς να ανοίξει την πόρτα του φώναξε απέξω ότι είχε γυρίσει, για να πάρει ως απάντηση ένα ξερό "ΟΚ". Η τελευταία του αγαπημένη συνήθεια ήταν να απαντάει σε όλα μονολεκτικά. Προχώρησε προς το υπνοδωμάτιο της και άρχισε να βγάζει τα ρούχα της, παραδομένη στο γεγονός πως εκείνη που μπορούσε να πουλήσει άμμο σε βεδουίνο όπως έλεγε η μάνα της, δεν μπορούσε να "πουλήσει" τίποτα στο ίδιο της το παιδί. Ο μεγάλος καθρέφτης απέναντι από το κρεβάτι της σκληρός της φανέρωνε πως ο χρόνος που δεν χαριζόταν σε κανέναν, δεν σκόπευε να κάνει ούτε σε εκείνη εξαίρεση. Το σώμα της από καιρό είχε χάσει τη σφριγηλότητα που κάποτε είχε. Δεν ήταν αποκρουστικό, αλλά δεν ήταν και θελκτικό. Ένα κανονικό σώμα που πονούσε από την κούραση σε διάφορα σημεία ήταν, και αυτό δεν άφηνε κανένα περιθώριο σε όποια γυναικεία ματαιοδοξία της είχε απομείνει να μεμψιμοιρήσει. Φόρεσε ένα καθαρό σορτσάκι και ένα αμάνικο μπλουζάκι και ξαναπήγε στην κουζίνα. Βαριεστημένα έβαλε ένα πιάτο γιουβέτσι που έμοιαζε πλέον με οικοδομικό μπετόν και το πέταξε μέσα στο φούρνο μικροκυμάτων. Για έναν απροσδιόριστο λόγο όσο αυτό ζεσταινόταν στο μυαλό της ήρθε μια καραβιδομακαρονάδα που είχαν φάει με τον Στέλιο κάποτε στο Λιμένι. Πέντε λεπτά αργότερα καθόταν στον καναπέ, μπροστά από την τηλεόραση, με τον ανεμιστήρα απέναντι της και ανακάτευε ανόρεχτα τη μάζα από το κριθαράκι. Θυμήθηκε το χτεσινό σκηνικό που είχε παιχτεί στο ίδιο ακριβώς σημείο και της κόπηκε εντελώς η όρεξη. Με συνοπτικές διαδικασίες τον είχε πετάξει έξω από το σπίτι μόλις ο Χρήστος είχε φύγει, χωρίς να συζητήσει τίποτα περισσότερο μαζί του. Γιατί λοιπόν τώρα ευχόταν να μην τους είχε διακόψει το παιδί και να είχαν ολοκληρώσει ότι είχαν ξεκινήσει;

Κάτι μέσα από τη τσάντα της δονούταν. Το κινητό της. Το είχε ξεχάσει στο αθόρυβο. Τεντώνοντας το χέρι της έπιασε την τσάντα από το τραπεζάκι και το έβγαλε. 

-Επιτέλους! Δέκα κλήσεις σου έχω κάνει από το πρωί, ακούστηκε η φωνή της Λίτσας

-Δούλευα ρε και το είχα χαμηλωμένο.

-Έστειλε;

-Ποιος να στείλει τι;

-Ο Βίκινγκ, έστειλε μήνυμα; ρώτησε με αγωνία και μόνο τότε η Μαργαρίτα θυμήθηκε το χτεσινό συναπάντημα με τον ψηλό Ισλανδό. 

-Δεν έχω δει. Δούλευα σου λέω δώδεκα ώρες σερί και γινόταν χαμός σήμερα. 

-Δεν σε πιστεύω! Σε κλείνω να τσεκάρεις και να με πάρεις να μου πεις!

-Άσε με ρε Λίτσα και δεν έχω καμία όρεξη. Ήρθε ο Στέλιος χτες από εδώ...

-Ωχ...Τι ήθελε; Λεφτά;

-Όχι ακριβώς. Να μου προτείνει να μείνουμε μαζί ήθελε για να μειώσουμε τα έξοδα μας.

-Πλάκα κάνεις; Αν δέχτηκες, εγώ δεν θα σου ξαναμιλήσω!

-Δεν δέχτηκα, αλλά...

-Αλλά;;;; Πες μου ότι έκανες πάλι καμία μαλακία μαζί του! Πάνε 3 χρόνια από την τελευταία φορά. Πες μου σε ικετεύω ότι δεν βγάλατε πάλι τα μάτια σας!

-Στο παρά τσακ. Μπορείς να μου εξηγήσεις πως γίνεται να θέλω να του σπάσω το κεφάλι και ταυτόχρονα μόλις με γαμωαγγίζει να το ξεχνάω;

-Άκου! Είναι απλή βιολογική ανάγκη! Μπορεί εσύ να νομίζεις ότι είσαι τόσο κουρασμένη που δεν έχεις αντοχές για τσιλιμπουρδίσματα, αλλά είσαι ζωντανός άνθρωπος! Όπως τρως, χέζεις και αναπνέεις, έτσι έχεις ανάγκη και το σεξ. Απλά με τον Στέλιο είναι πιο εύκολο, γιατί δεν χρειάζεται να καλλιεργήσεις οικειότητα. Δεν τρώμε όμως εκεί που χέζουμε, κατάλαβες;;; 

-Φοβερή συζήτηση...επιπέδου!

-Άσε σε εμένα τα επιπέδου! Μέχρι να γνωρίσεις τον Στέλιο ρε άνθρωπε δεν σε προλάβαινα. Και ύστερα τον γνώρισες και έφαγες τα μούτρα σου. Και πάνω που νόμιζα τότε με τον Γιαννάκη ότι βρήκες τον παλιό καλό σου εαυτό, γίνατε μύλος και κατέβασες διακόπτες που επιλεκτικά σηκώνεις όποτε έρθει του Στελάρα η όρεξη! Βρίσκεις λογική εσύ; Γιατί εγώ δεν βρίσκω!

-Λίτσα ειλικρινά δεν έχω το κουράγιο να κάνω αυτή τη συζήτηση τώρα. Με τον Γιάννη έκανα μαλακία, τελεία! Χάλασα τότε μια φιλία χρόνων επειδή ήμουν πληγωμένη. Τους διακόπτες τώρα με τον Στέλιο δεν τους ανεβάζω εγώ, μόνος του μπαίνει, λες και μπαίνει στο σπίτι του και τους σηκώνει. Στο έχω πει ένα εκατομμύριο φορές δεν το ελέγχω. Είναι καθαρά σαρκικό το πράγμα. Για καλή μου τύχη γερνάω και θέλω να ελπίζω πως θα κατέβει οριστικά ο διακόπτης της λίμπιντο μου, που όχι ο Στέλιος, ούτε ο Τόμας Έντισον δεν θα μπορεί να τον σηκώσει!

-Σε αυτό ελπίζεις δηλαδή; Στον απόλυτο θάνατο της λίμπιντο σου; Άσε μας κουκλίτσα μου και αν σου πω εγώ τι γίνεται στα ΚΑΠΗ θα σου πέσουν τα μαλλιά!

-Ωραία ας φτάσω σε ηλικία για τα ΚΑΠΗ και θα βρω πρώτο γκομενέτο τότε να ικανοποιεί την ασίγαστη γεροντική μου λίμπιντο! Και τώρα σε κλείνω γιατί με έκοψες πάνω που έτρωγα μια μπουκιά φαΐ!

-Καλά, κλείσε με, αλλά να θυμάσαι: πρώτον ότι δεν τρώμε εκεί που χέζουμε και δεύτερον να κοιτάξεις το email σου!

-Και καλή μου όρεξη, είπε και έκλεισε γελώντας το τηλέφωνο.

Αν κάτι παραδεχόταν η Μαργαρίτα ήταν πως με τη Λίτσα ότι και αν συζητούσαν, πάντα θα έκλειναν γελώντας. Ακόμα και τότε που την είχε πάρει να της πει ότι ο πατέρας της είχε πεθάνει, ακόμα και σε εκείνο το τηλεφώνημα είχαν καταφέρει να το κλείσουν γελώντας. Η τηλεόραση έπαιζε μια αμερικάνικη ταινία με τον Μπρους Γουίλις που είχε ξαναδεί, το γιουβέτσι έμοιαζε ακόμα πιο αποκρουστικό και το τηλέφωνο της εκτός από τις κλήσεις της Λίτσας και της μάνας της δεν είχε κάτι άλλο ενδιαφέρον. Ούτε ο Στέλιος, ούτε ο Βίκινγκ είχαν φανεί. Αναμενόμενο και για τους δύο. Έκλεισε την τηλεόραση και τον ανεμιστήρα και πιάνοντας το μισογεμάτο πιάτο με το ένα χέρι και το κινητό με το άλλο μπήκε και πάλι στην κουζίνα. Πέταξε το φαΐ στα σκουπίδια και έβαλε και το δικό της πιάτο μαζί με του Χρήστου μέσα στον νεροχύτη. Αύριο δούλευε απόγευμα, θα τα έπλενε αύριο λοιπόν. Άνοιξε το ψυγείο και έβγαλε ένα  μισογεμάτο μπουκάλι κόκκινο κρασί. Σε πείσμα όσων έλεγαν πως το κόκκινο κρασί πρέπει να πίνεται σε θερμοκρασία δωματίου, εκείνη το ήθελε παγωμένο. Με τα δόντια τράβηξε το φελλό και γέμισε ένα νεροπότηρο. Οι εποχές των ακριβών κρασιών και των κολονάτων ποτηριών είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Τότε στα πρώτα χρόνια της σχέσης της με το Στέλιο η γκλαμουριά και η δηθενιά ήταν σήμα κατατεθέν της εικόνας τους. Τότε το channel κόκκινο κραγιόν που φορούσε άφηνε πρώτα σημάδια πάνω στο χείλος του ποτηριού και μετά στο πουκάμισο του και καρφάκι δεν της καιγόταν που το Ralf Lauren υποκάμισο θα πήγαινε την άλλη μέρα στα σκουπίδια. 

Μια γουλιά από το κρασί και θυμήθηκε το επόμενο σημείο πάνω στον Στέλιο που έκαναν στάση τα κόκκινα χείλια της μετά το πουκάμισο, κάπου πιο χαμηλά. 

Δεύτερη γουλιά και η εικόνα των κόκκινων χειλιών της να κυκλώνουν  όλη τη διάμετρο του ήταν πλέον πεντακάθαρη μπροστά της. 

Τρίτη γουλιά και πλέον τον άκουγε στα αυτιά της να βαριανασαίνει. 

Τέταρτη γουλιά και ένιωθε σχεδόν μέσα στο στόμα της την ίδια ικανοποίηση που ένιωθε τότε, όταν μόνο με την γλώσσα της, μπορούσε να διαστείλει τον χώρο, τον χρόνο, το σύμπαν ολόκληρο. 

Πέμπτη γουλιά και τα είχε χεσμένα τα ακριβά κρασιά, τα χαμένα Channel και τα χαμένα Ralf Lauren, το μόνο που πραγματικά της έλλειπε από εκείνη την εποχή ήταν αυτό, το να μπορεί χωρίς ενοχές να αφεθεί! 

"Δεν τρώμε εκεί που χέζουμε!" ακούστηκε η φωνή της Λίτσας μέσα στο κεφάλι της και γεμίζοντας και πάλι το ποτήρι της σύρθηκε στο δωμάτιο της. Το κρασί είχε ήδη αρχίσει να παίρνει μακριά την υπερένταση της μέρας. Μόλις θα ξάπλωνε σίγουρα θα αποκοιμιόταν. Με μια αποφασιστική κίνηση ήπιε μονορούφι το περιεχόμενο του ποτηριού και αγνοώντας το αγγελάκι μέσα της που την έσπρωχνε να πάει να πλύνει τα δόντια της και το πρόσωπο της, έκλεισε το φως και ξάπλωσε. Και θα είχε κοιμηθεί, δύο λεπτά αν εκείνος είχε καθυστερήσει, τότε αυτή η ιστορία ίσως να μην γραφόταν ποτέ. Ίσως η Μαργαρίτα να είχε δει εκείνο το μήνυμα όταν πλέον θα ήταν αργά. Οι πλανήτες όμως εκείνο το Αυγουστιάτικο βράδυ είχαν ευθυγραμμιστεί και η ειδοποίηση στο κινητό της είχε ακουστεί νανοδευτερόλεπτα πριν την πάρει ο ύπνος.         

για τη συνέχεια πατήστε εδώ   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιαστε: