Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2022

"Sugar Daddy" ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ


 

"I have to leave for an hour", είπε αόριστα επιστρέφοντας στο σαλόνι και έσκυψε να μαζέψει βιαστικά την μπλούζα του.

"Πλάκα μου κάνεις" του απάντησα αυθόρμητα σηκώνοντας το βλέμμα μου από τον λεκέ στο πάσο που έτριβα κοιτώντας τον έκπληκτη.

"I am sorry..." συνέχισε να λέει και με δυσκολία συγκράτησα το χέρι μου που ετοιμαζόταν να του πετάξει το βέτεξ που κρατούσα. Εκείνος όμως έμοιαζε ανήσυχος, νευρικός και εντελώς αλλού ήδη, σαν να μην με έβλεπε καν. Κάτι σοβαρό μάλλον είχε συμβεί. Τον είδα να βάζει στην τσέπη του τα κλειδιά και το κινητό του και να κινείται βιαστικά προς την πόρτα.  "There is food in the fridge. Make yourself feel at home. Take a bath. Watch some TV. I wont be late." πέταξε κλείνοντας την πόρτα πίσω του, αφήνοντας με σύξυλη με το σουτιέν ακόμα λυμένο.

"Πόσο μαλάκας Χριστέ μου!!!" μονολόγησα δυνατά και πέταξα θυμωμένη το βέτεξ στον νεροχύτη. Αν ήταν δυνατόν! Τι δουλειά ήταν αυτή που έπρεπε να τακτοποιηθεί στις δέκα το βράδυ; Εγώ είχα κάνει τόσα χιλιόμετρα για να περάσουμε κάποιες ώρες μαζί και αυτός σηκωνόταν και έφευγε χωρίς να δώσει καμία εξήγηση; Στην τελική εκείνος είχε λυσσάξει να βρεθούμε! Θυμωμένη κούμπωσα το σουτιέν μου και προχώρησα προς τον διάδρομο. Θα σηκωνόμουν και θα έφευγα. Ποιος στο διάολο νόμιζε ότι ήταν; Ανοιγοκλείνοντας πόρτες άρχισα να ψάχνω για τη βαλίτσα μου. Πίσω από μια πόρτα ήταν μια κάβα. Πίσω από μια δεύτερη ένα δωμάτιο υπηρεσίας. Πίσω από μια τρίτη ένα υπνοδωμάτιο. Πίσω από μια τέταρτη ένα πολυτελές μπάνιο. Πίσω από μια πέμπτη ένα γραφείο. Η βαλίτσα όμως πουθενά. Και ήμουν τόσο εκνευρισμένη που καρφάκι δεν μου καιγόταν για την ομορφιά και την πολυτέλεια των δωματίων που άνοιγα. Ώσπου άνοιξα την πόρτα στο τέλος του διαδρόμου και έμεινα για ακόμα μια φορά άφωνη. Οι δύο από τους τέσσερις τοίχους του δωματίου ήταν γυάλινοι σχηματίζοντας ένα γάμμα που στη μέση του βρισκόταν ένας τεράστιος καναπές με ένα τραπεζάκι. Γυρνώντας στα αριστερά μου ένα μεγαλοπρεπες κρεβάτι στραμμένο προς τη θεά ήταν στρωμένο άψογα. Το κεφαλάρι του κρεβατιού ακουμπούσε στη συνέχεια του τοίχου που βρισκόταν η πόρτα από όπου είχα μπει. Ο τέταρτος τοίχος στα δεξιά μου είχε μια ακόμα πόρτα και κάτι που έμοιαζε με εντοιχισμένη ντουλάπα. Διστακτικά προχώρησα προς την άλλη πόρτα και την άνοιξα. Ένα ιδιωτικό μπάνιο με μια μπανιέρα μπροστά στην προέκταση της τζαμαρίας του υπνοδωματίου, μια φιμέ γυάλινη καμπίνα, μια λεκάνη και δύο νιπτήρες. Ήταν φοβερό πως ο αρχιτέκτονας αυτού του διαμερίσματος είχε καταφέρει να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τη θέα που το διαμέρισμα αυτό διέθετε. Με τόσα τζάμια και γυαλιά βέβαια δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση εκείνου που τα καθάριζε, σκέφτηκα και βγήκα από το μπάνιο. Η βαλίτσα μου βρισκόταν μπροστά στην ντουλάπα. Αγνοώντας την, έσυρα το ένα φύλλο της ντουλάπας και μια γνώριμη μυρωδιά ήρθε στα ρουθούνια μου. Η μυρωδιά του Χίλμαρ. Κάτι ανάμεικτο από ξύλο κέδρου, μαλακτικό και κεχριμπάρι. Τα ρούχα του ήταν όμορφα τακτοποιημένα σε κρεμάστρες. Λευκά και μαύρα t-shirt, τζιν παντελόνια, καλοκαιρινά και χειμερινά κουστούμια και λευκά πουκάμισα. Όλα λευκά, μαύρα και μπλε. Κανένα άλλο χρώμα. Ακόμα και κάτι φόρμες και κάτι φούτερ και εκείνα στις ίδιες αποχρώσεις. Και καμία γραβάτα ή ζώνη. Ξαφνικά ένιωσα αδιάκριτη και έκλεισα το φύλλο. Έπιασα τη βαλίτσα μου και βγήκα από το δωμάτιο. Φτάνοντας στο σαλόνι έβαλα το κινητό μέσα στην τσάντα μου και άρχισα να κινούμαι προς την εξώπορτα. Όσο όμορφο και αν ήταν αυτό το διαμέρισμα, δεν σκόπευα να μείνω λεπτό παραπάνω εκεί μέσα. Πιάνοντας όμως το πόμολο συνειδητοποίησα πως αν ήθελα να φύγω θα έπρεπε να κατέβω 30 ολόκληρους ορόφους ολομόναχη και άφησα το πόμολο. Ήμουν φυλακισμένη εκεί μέσα μέχρι να γυρίσει, αποδέχτηκα αναθεματίζοντας τη φοβία μου. Κουρασμένη παράτησα τη βαλίτσα δίπλα στην πόρτα και πήγα στην κουζίνα. Έβγαλα το κρασί από το ψυγείο και γέμισα το ποτήρι μου. Στην συνέχεια άνοιξα και ξαναέβαλα το μπουκάλι στο ψυγείο τραβώντας μια μαύρη σοκολάτα hersey's από μέσα. Σύρθηκα μέχρι τον καναπέ και έψαξα να βρω πως σκατά άνοιγε η 75 ιντσών τηλεόραση. Μετά από κάμποση ώρα εντόπισα το τηλεκοντρόλ και την άνοιξα. Θα έτρωγα τη σοκολάτα, θα έπινα το κρασί μου, θα χάζευα λίγη τηλεόραση και όταν εκείνος θα επέστρεφε θα απαιτούσα να με πάει στο αεροδρόμιο. 

Η ώρα όμως περνούσε και εκείνος δεν έλεγε να φανεί. Κόντευε 00:30 όταν το πήρα απόφαση ότι ο Χίλμαρ θα αργούσε. Και ήμουν τόσο κουρασμένη. Έβγαλα από τη βαλίτσα ένα σορτς, ένα μπλουζάκι, ένα βαμβακερό εσώρουχο και την οδοντόβουρτσά μου και πήγα στο μπάνιο των ξένων. Έκανα ένα γρήγορο ντους, έπλυνα τα δόντια μου, έβαλα τις πιτζάμες μου και αφού τακτοποίησα τα πράγματα μου πάλι μέσα στη βαλίτσα ξάπλωσα ξανά στον καναπέ του σαλονιού σβήνοντας τα φώτα. Πλέον ο χώρος φωτιζόταν μόνο από την τηλεόραση που έπαιζε κάποιο ιταλικό talk show. Νυσταγμένα γύρισα στο πλάι και χαζεύοντας τα φώτα της πόλης αποκοιμήθηκα.

Βαθιά κοιμόμουν όταν σαν μέσα από όνειρο ένιωσα ένα χέρι να χαϊδεύει το σημάδι από την καισαρική τομή που ακόμα και 15 χρόνια μετά κάποιες φορές με τραβούσε. Και ύστερα η αίσθηση του χεριού αντικαταστάθηκε από κάτι πιο μαλακό και πιο υγρό. Χείλια. Και μια καυτή ανάσα να ζεσταίνει την κοιλιά μου. Πόσο ζωντανό ήταν αυτό το όνειρο. Ή μήπως δεν ήταν όνειρο; Το εσώρουχο μου κατέβαινε μαζί με το σορτσάκι και η καυτή ανάσα πλέον χτυπούσε πιο χαμηλά επαναφέροντας σε εγρήγορση όλες τις αισθήσεις μου. Νυσταγμένα άνοιξα τα μάτια μου και είδα το πάνω μέρος του κεφαλιού του Χίλμαρ χωμένο ανάμεσα στα πόδια μου. Προσπάθησα να του πιάσω το κεφάλι για να τον σταματήσω αλλά εκείνος ακινητοποίησε τα χέρια μου με τα δικά του και συνέχισε να φιλάει το εσωτερικό των μηρών μου.

"What time is it?" ρώτησα και αναστέναξα τη στιγμή που η γλώσσα του έπαιρνε την εκδίκηση της ακουμπώντας πάνω στην κλειτορίδα μου κόβοντας μου την ανάσα. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να μην του δώσω την ικανοποίηση, θέλοντας να τον τιμωρήσω, σύστρεψα λίγο το σώμα μου ελπίζοντας εκείνος να χάσει το σημείο. Μάταια όμως. Εκείνος όχι απλά το είχε ξαναβρεί σε χρόνο dt, αλλά πλέον το βασάνιζε και πιο έντονα. 

Stop ήθελα να πω, μα το Θεό! Αντ' αυτού όμως είχα πει "don't stop" με τόσο λιγωμένο τρόπο που ούτε και η ίδια αναγνώριζα τη φωνή μου. Πλέον το σώμα μου όχι απλά δεν προσπαθούσε να τον διώξει, απεναντίας τον καλούσε. Τα χέρια μου γλίστρησαν από τα δικά του και χάιδεψαν το κεφάλι του. Εκείνη τη στιγμή ότι και αν μου ζητούσε θα του το έδινα ευχαρίστως, αρκεί να μην σταματούσε αυτό που έκανε. Και το ΑΦΜ μου θα του έδινα, όχι μόνο το όνομα μου. Γι' αυτό και εκείνος την προηγούμενη φορά είχε δεχτεί αυτό που του είχα ζητήσει... Με κλειστά τα μάτια προσπάθησα να χαλαρώσω τους μυς όλου μου του κορμιού, αδύνατο ήταν όμως. Τα δάχτυλα του, η γλώσσα του, η ανάσα του όλα εκεί και πουθενά, με έκαναν να τεντώνομαι λες και με χτυπούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Και ήταν τόσο καταλυτικός ο οργασμός που ήρθε που μια κράμπα έπιασε την αριστερή μου γάμπα μπλέκοντας την ηδονή με τον πόνο. Με τα μάτια κλειστά, άφησα τα χέρια μου να πέσουν ελεύθερα στο πλάι και προσπάθησα να πάρω μερικές αργές ανάσες. 

"Sorry for being late", ψιθύρισε εκείνος ακουμπώντας το κεφάλι του μαλακά πάνω στη κοιλιά μου.

"Συγχωρεμένος..." του απάντησα κουνώντας λίγο το αριστερό μου πόδι σε μια προσπάθεια να διώξω την κράμπα.

"What's wrong?" 

"Cramp", είπα και το ξανακούνησα κουνώντας μαζί και τον Χίλμαρ που γελούσε.

"Don't laugh! You are destroying my feet each time we meet", παραπονέθηκα και εκείνος συνεχίζοντας να γελάει πέρασε το ένα χέρι του κάτω από τα πόδια μου και το άλλο κάτω από τις μασχάλες μου και με σήκωσε στον αέρα.

"Είσαι τρελός! Άσε με παιδάκι μου κάτω! Είμαι βαριά!!!" διαμαρτυρήθηκα, αλλά εκείνος με αγνόησε συνεχίζοντας να με κουβαλάει προς το δωμάτιο του και το κρεβάτι του. Δεν καταλάβαινε άλλωστε κουβέντα από ότι του έλεγα, αλλά και να καταλάβαινε, δεν θα με άφηνε.         

για τη συνέχεια πατήστε εδώ               

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιαστε: