Μπαίνοντας στο σπίτι άμμος γλίστρησε από την τσάντα και προσγειώθηκε στο λευκό πλακάκι. Η Μαρία κοίταξε την σκόρπια άμμο μελαγχολικά. Mε το χέρι της έτριψε το μπράτσο της και ξεφλούδισε μια λεπτή στρώση αλατιού. Σκέφτηκε πως θα έπρεπε να πλυθεί, αλλά το άφησε για αργότερα....Πέταξε την τσάντα στο πάτωμα και πήγε και ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Χωρίς να κάνει την παραμικρή σκέψη έκλεισε τα μάτια της και ήρθε ο ύπνος, ήρεμος και βαθύς να την παρασύρει και να την ξεκουράσει.
Ώρες μετά όταν ξύπνησε, ένιωσε τόσο ανανεωμένη, όσο είχε καιρό να νιώσει. Έκανε ένα μπάνιο, πήρε τον Ορέστη τηλέφωνο και κάθισε να απολαύσει την ησυχία του σπιτιού. Για το υπόλοιπο της μέρας δεν θα έβλεπε τον Άρη και όταν της το είχε πει το είχε θεωρήσει καλή ιδέα να κρατήσουν για λίγο αποστάσεις. Μια πρόκληση είχε απομείνει άλλωστε και το παιχνίδι θα έληγε. Σιγά σιγά και οι δύο έπρεπε να συνηθίζουν την ιδέα του να είναι χώρια...Τόσες μέρες τώρα είχαν σχεδόν κολλήσει ο ένας πάνω στον άλλο και θα τους κακοφαινόταν όταν θα έπρεπε να κόψουν ξαφνικά την όποια επαφή σωματική και μη.
Με χαρά διαπίστωσε πως πλέον η ησυχία δεν την ενοχλούσε, σχεδόν της άρεσε. Ξεφύλλισε το μισοτελειωμένο βιβλίο της και σκέφτηκε με ειλικρίνεια πως θα της έλλειπε η συντροφιά του Άρη. Ναι όσο και αν την εκνεύριζε ώρες ώρες, σίγουρα θα της έλλειπε και ήταν σίγουρη πως θα του έλλειπε και εκείνου. Έκανε μια γρήγορη αναδρομή και διαπίστωσε πως ο άντρας αυτός είχε υπάρξει εκτός από εραστής και φίλος της. Ίσως ο πρώτος εραστής φίλος που είχε περάσει από τη ζωή της.
Μελαγχόλησε λιγάκι στην σκέψη του τέλους, αλλά γρήγορα η μελαγχολία έφυγε. Ήξερε καλά πως για να έχει μόνιμη επίδραση αυτό το περίεργο παιχνίδι που έπαιζαν, έπρεπε να ολοκληρωθεί και τέλος σήμαινε αυτόματα και αποχωρισμός. Γιαυτό άλλωστε είχε βάλει αυτόν τον όρο. Σαν να διαισθανόταν εξαρχής, πως αυτό το παιχνίδι θα ήταν κάτι παραπάνω από ένα ανόητο παιχνίδι. Μπορεί πλέον να τους έδεναν τόσα πράγματα, η όλη ιστορία όμως είχε ξεκινήσει τόσο ανορθόδοξα που δεν υπήρχε καμία ελπίδα να μπει όλο αυτό σε κάτι κανονικό κάτι συμβατικό.
Όχι το σωστό ήταν να τελειώσει με ένα εντυπωσιακό φινάλε. Δεν του άξιζε να ξεφτίσει μέσα στο χρόνο και τη συνήθεια, σκέφτηκε αποφασισμένη και γύρισε στο βιβλίο της.
Την ίδια ώρα, αρκετά χιλιόμετρα μακρυά όμως, ο Άρης βρισκόταν σε εντελώς διαφορετική ψυχολογική κατάσταση από αυτή της Μαρίας. Μπερδεμένος προσπαθούσε, πάνω από ένα ποτήρι ουίσκι, να σκεφτεί πως θα την κρατούσε κοντά του. Εντάξει το ήξερε πως ο χρόνος θα τα ξεθώριαζε όλα, αλλά δεν τον ένοιαζε. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να υπάρχει η Μαρία στη ζωή του. Γιατί είχε δεχτεί μετά το τέλος των δύο εβδομάδων να κόψουν εντελώς....γιατί δεν είχε ακούσει τη διαίσθηση του που ούρλιαζε τότε??? Και τώρα τι θα έκανε??? Αν την εμπόδιζε να φύγει, ίσως να πετύχαινε ακριβώς το αντίθετο. Χώρια που ήθελε να της αποδείξει πως τιμούσε τις υποσχέσεις του. Έπρεπε να σκεφτεί και γρήγορα έναν τρόπο, ώστε και επίορκος να μην γίνει, και να κρατήσει την Μαρία κοντά του. Το κεφάλι του πονούσε υπερβολικά από την αϋπνία και οι σκέψεις λες και δεν μπορούσαν να βρουν τον ίσιο δρόμο. Αυτός έφταιγε και αυτό το ηλίθιο παιχνίδι που τώρα θα του κόστιζε ότι καλύτερο του είχε συμβεί τα τελευταία χρόνια... Μα να αυτό ήταν που έψαχνε! Όσο το παιχνίδι κρατούσε η Μαρία δεν μπορούσε να τον διώξει. Αν λοιπόν δεν τελείωνε ποτέ, δεν θα υπήρχε λόγος να την χάσει...Ο μόνος τρόπος επομένως ήταν απλά να το σταματήσει, πριν αυτό τελειώσει, αρνούμενος να παίξει στην τελευταία πρόκληση. Ποιος νοιαζόταν άλλωστε για παιχνίδια και νίκες τώρα... Ίσως να μην ήταν ο πιο έντιμος τρόπος, αλλά ήταν ο μόνος και με το καιρό η Μαρία θα καταλάβαινε γιατί το είχε κάνει. Χάιδεψε την πλάτη του Μαρκήσιου και ξάπλωσε κατάκοπος στον καναπέ.
...................................................................................................................................................
Τρεις μέρες μετά και η Μαρία είχε αρχίσει να ανησυχεί. Ο Άρης χαμένος εντελώς, χωρίς ούτε ένα νέο και ο χρόνος να πιέζει για την τελευταία πρόκληση. Σάββατο το αργότερο το παιχνίδι έπρεπε να τελειώσει. Την Κυριακή θα πήγαινε να φέρει πίσω τον Ορέστη. Φοβήθηκε μήπως είχε πάθει κάτι...μετά θύμωσε μαζί του στην σκέψη ότι ίσως το έκανε επίτηδες, για να είναι το φινάλε πιο δραματικό και στο τέλος κατέληξε πως δεν θα έπρεπε να την επηρεάζει τόσο η απουσία του. Γύρισε το κινητό της σε απόρρητο και σχημάτισε το νούμερο του
"Παρακαλώ?"
"Που χάθηκες εσύ???? Έχουμε εκκρεμότητες εμείς οι δύο.."
"Μαρία???? Απίστευτο πρώτη φορά ακούω τη φωνή σου στο τηλέφωνο. Σχεδόν δεν σε γνώρισα.. Που βρήκες το νούμερο μου???"
"Μας είχες δώσει κάτι κάρτες και αν και τη δική μου την είχα καταστρέψει, ευτυχώς ο συνάδελφος την είχε κρατήσει...Λοιπόν τι θα γίνει? Δεν μένει πολύς καιρός και έχουμε αφήσει μισοτελειωμένα πράγματα"
"Βαρέθηκα ρε Μαρία..." είπε και αμέσως μετάνοιωσε για τις λέξεις που είχε επιλέξει και δαγκώθηκε.
"Βαρέθηκες???"
"Ναι, σαν να μην έχει πια ενδιαφέρον αυτό το παιχνίδι.."
"Μάλιστα...Και αν σε παρακαλούσα να το τερματίσουμε ακόμα και αν βαρέθηκες? Θα σου ήταν πολύ δύσκολο?" είπε μην μπορώντας να κρύψει την απογοήτευση στην φωνή της.
"Πολύ δύσκολο δεν θα μου ήταν, αλλά με ξέρεις...αν δεν θέλω κάτι, απλά δεν το κάνω..."
"Καλά Άρη τότε καλή σου τύχη"
"Ευχαριστώ επίσης!"
Φανερά μπερδεμένη κλείνοντας το τηλέφωνο άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο δωμάτιο. Μα τι τον είχε πιάσει στα καλά καθούμενα..."Βαρέθηκε" είπε, αλλά γιατί δεν την έπειθε? Δεν μπορεί ο ίδιος άνθρωπος που μιλούσε στην σκηνή με τόση ειλικρίνεια, να δήλωνε τώρα έτσι ατάραχος απλά βαρέθηκα. Στην τελική μια πρόκληση είχε απομείνει σιγά το πράγμα....Κάτι έκρυβε, αλλά τι? Και τι δηλαδή το παιχνίδι θα έμενε έτσι στον αέρα??? Όχι σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά και η Μαρία δεν θα το άφηνε έτσι. "Σηκωτή" δεν την είχε σύρει μέσα σε αυτό το παιχνίδι??? Ε "σηκωτό" θα τον έσερνε τώρα εκείνη να το τελειώσουν! Ντύθηκε βιαστικά και βγήκε στο δρόμο.
Χωρίς δεύτερη σκέψη μόλις βρέθηκε κάτω από το σπίτι του χτύπησε το κουδούνι και όταν εκείνος άνοιξε χωρίς χαιρετούρες μπήκε θυμωμένη μέσα...
"Μα καλά άλλη δουλειά δεν έχεις με αυτόν τον καύσωνα από το να ξημεροβραδιάζεσαι στην πόρτα μου???" επανέλαβε ειρωνικά τα δικά της λόγια από την αρχή της γνωριμίας τους
"Άρη κόψε τις μαλακίες, ήρθα να παίξουμε και θα παίξουμε!"
"Είσαι τρελή το ξέρεις???" συνέχισε εκείνος στο ίδιο ύφος
"Θα σταματήσεις να λες πράγματα που σου έχω πει εγώ?"
"Θεέ μου πόσο αλαζονική είσαι. Δεν σου έχει πει κανένας ποτέ Όχι???"
"Άρη σταμάτα το αυτή τη στιγμή! Μα τι σε έπιασε μου λες????"
"...."
"Άρη μίλα!!!"
"Δεν θέλω να παίξω. Νομίζω στο είπα και νωρίτερα...απλό είναι Μαρία"
"Απλό είναι. Το γιατί δεν καταλαβαίνω."
"Γιατί βαρέθηκα και τώρα βαριέμαι οικτρά που πρέπει να λέω τα ίδια και τα ίδια....στο είχα πει άλλωστε στην πρώτη μας συνάντηση. Περιπτώσεις σαν τη δική σου, όσο ενδιαφέρον έχουν στην αρχή, τόσο βαρετές γίνονται στην πορεία..."
"Μάλιστα..."
"Στο είχα γράψει σε ένα σημείωμα, πως σύντομα θα έβλεπες πως έχω δίκιο..."
"Αυτό θες να ακούσεις???? Πως είχες δίκιο??????"
"Τίποτα δεν θέλω Μαρία....πλέον δεν θέλω τίποτα...."
"Καλά λοιπόν, καλύτερα να φύγω" είπε και λίγο πριν βγει από την πόρτα, γύρισε, τον κοίταξε και έτρεξε πάνω του γεμίζοντας τον φιλιά
"Σταμάτα Μαρία..." αναστέναξε εκείνος αλλά η Μαρία δεν υπάκουσε.Τον αγκάλιαζε και τον φιλούσε και όσο τα χέρια της τον άγγιζαν, λόγια σκόρπια έβγαιναν από το στόμα της..."είσαι άθλιος ψεύτης" "και εγώ φοβάμαι, δεν είναι κακό" "έτσι πρέπει μωρό μου" και εκείνος να ραγίζει κάτω από τα λόγια της, κάτω από τα φιλιά της, κάτω από τα χάδια της, να μην μπορεί άλλο να υποκρίνεται τον αδιάφορο. Και να ναι τόσος ο πόνος του, που να νιώθει το στομάχι του ένα τεράστιο κόμπο και τη καρδία του να χάνει όλο και περισσότερους χτύπους. Θα έφευγε πλέον το έβλεπε πεντακάθαρα μπροστά του. Ότι και αν έκανε, ότι και αν της έλεγε....τον ήξερε πια πολύ καλά για να μπορέσει να την κοροϊδέψει... Άφησε έτσι τον εαυτό του ελεύθερο, γιατί δεν ήθελε το τελευταίο σμίξιμο τους, να έχει το χρώμα της πίκρας... Το τελευταίο σμίξιμο τους θα είχε το χρώμα της αγάπης, πολύ απλά γιατί μόνο αυτό του ταίριαζε.
για τη συνέχεια πατήστε εδώ
Ώρες μετά όταν ξύπνησε, ένιωσε τόσο ανανεωμένη, όσο είχε καιρό να νιώσει. Έκανε ένα μπάνιο, πήρε τον Ορέστη τηλέφωνο και κάθισε να απολαύσει την ησυχία του σπιτιού. Για το υπόλοιπο της μέρας δεν θα έβλεπε τον Άρη και όταν της το είχε πει το είχε θεωρήσει καλή ιδέα να κρατήσουν για λίγο αποστάσεις. Μια πρόκληση είχε απομείνει άλλωστε και το παιχνίδι θα έληγε. Σιγά σιγά και οι δύο έπρεπε να συνηθίζουν την ιδέα του να είναι χώρια...Τόσες μέρες τώρα είχαν σχεδόν κολλήσει ο ένας πάνω στον άλλο και θα τους κακοφαινόταν όταν θα έπρεπε να κόψουν ξαφνικά την όποια επαφή σωματική και μη.
Με χαρά διαπίστωσε πως πλέον η ησυχία δεν την ενοχλούσε, σχεδόν της άρεσε. Ξεφύλλισε το μισοτελειωμένο βιβλίο της και σκέφτηκε με ειλικρίνεια πως θα της έλλειπε η συντροφιά του Άρη. Ναι όσο και αν την εκνεύριζε ώρες ώρες, σίγουρα θα της έλλειπε και ήταν σίγουρη πως θα του έλλειπε και εκείνου. Έκανε μια γρήγορη αναδρομή και διαπίστωσε πως ο άντρας αυτός είχε υπάρξει εκτός από εραστής και φίλος της. Ίσως ο πρώτος εραστής φίλος που είχε περάσει από τη ζωή της.
Μελαγχόλησε λιγάκι στην σκέψη του τέλους, αλλά γρήγορα η μελαγχολία έφυγε. Ήξερε καλά πως για να έχει μόνιμη επίδραση αυτό το περίεργο παιχνίδι που έπαιζαν, έπρεπε να ολοκληρωθεί και τέλος σήμαινε αυτόματα και αποχωρισμός. Γιαυτό άλλωστε είχε βάλει αυτόν τον όρο. Σαν να διαισθανόταν εξαρχής, πως αυτό το παιχνίδι θα ήταν κάτι παραπάνω από ένα ανόητο παιχνίδι. Μπορεί πλέον να τους έδεναν τόσα πράγματα, η όλη ιστορία όμως είχε ξεκινήσει τόσο ανορθόδοξα που δεν υπήρχε καμία ελπίδα να μπει όλο αυτό σε κάτι κανονικό κάτι συμβατικό.
Όχι το σωστό ήταν να τελειώσει με ένα εντυπωσιακό φινάλε. Δεν του άξιζε να ξεφτίσει μέσα στο χρόνο και τη συνήθεια, σκέφτηκε αποφασισμένη και γύρισε στο βιβλίο της.
Την ίδια ώρα, αρκετά χιλιόμετρα μακρυά όμως, ο Άρης βρισκόταν σε εντελώς διαφορετική ψυχολογική κατάσταση από αυτή της Μαρίας. Μπερδεμένος προσπαθούσε, πάνω από ένα ποτήρι ουίσκι, να σκεφτεί πως θα την κρατούσε κοντά του. Εντάξει το ήξερε πως ο χρόνος θα τα ξεθώριαζε όλα, αλλά δεν τον ένοιαζε. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να υπάρχει η Μαρία στη ζωή του. Γιατί είχε δεχτεί μετά το τέλος των δύο εβδομάδων να κόψουν εντελώς....γιατί δεν είχε ακούσει τη διαίσθηση του που ούρλιαζε τότε??? Και τώρα τι θα έκανε??? Αν την εμπόδιζε να φύγει, ίσως να πετύχαινε ακριβώς το αντίθετο. Χώρια που ήθελε να της αποδείξει πως τιμούσε τις υποσχέσεις του. Έπρεπε να σκεφτεί και γρήγορα έναν τρόπο, ώστε και επίορκος να μην γίνει, και να κρατήσει την Μαρία κοντά του. Το κεφάλι του πονούσε υπερβολικά από την αϋπνία και οι σκέψεις λες και δεν μπορούσαν να βρουν τον ίσιο δρόμο. Αυτός έφταιγε και αυτό το ηλίθιο παιχνίδι που τώρα θα του κόστιζε ότι καλύτερο του είχε συμβεί τα τελευταία χρόνια... Μα να αυτό ήταν που έψαχνε! Όσο το παιχνίδι κρατούσε η Μαρία δεν μπορούσε να τον διώξει. Αν λοιπόν δεν τελείωνε ποτέ, δεν θα υπήρχε λόγος να την χάσει...Ο μόνος τρόπος επομένως ήταν απλά να το σταματήσει, πριν αυτό τελειώσει, αρνούμενος να παίξει στην τελευταία πρόκληση. Ποιος νοιαζόταν άλλωστε για παιχνίδια και νίκες τώρα... Ίσως να μην ήταν ο πιο έντιμος τρόπος, αλλά ήταν ο μόνος και με το καιρό η Μαρία θα καταλάβαινε γιατί το είχε κάνει. Χάιδεψε την πλάτη του Μαρκήσιου και ξάπλωσε κατάκοπος στον καναπέ.
...................................................................................................................................................
Τρεις μέρες μετά και η Μαρία είχε αρχίσει να ανησυχεί. Ο Άρης χαμένος εντελώς, χωρίς ούτε ένα νέο και ο χρόνος να πιέζει για την τελευταία πρόκληση. Σάββατο το αργότερο το παιχνίδι έπρεπε να τελειώσει. Την Κυριακή θα πήγαινε να φέρει πίσω τον Ορέστη. Φοβήθηκε μήπως είχε πάθει κάτι...μετά θύμωσε μαζί του στην σκέψη ότι ίσως το έκανε επίτηδες, για να είναι το φινάλε πιο δραματικό και στο τέλος κατέληξε πως δεν θα έπρεπε να την επηρεάζει τόσο η απουσία του. Γύρισε το κινητό της σε απόρρητο και σχημάτισε το νούμερο του
"Παρακαλώ?"
"Που χάθηκες εσύ???? Έχουμε εκκρεμότητες εμείς οι δύο.."
"Μαρία???? Απίστευτο πρώτη φορά ακούω τη φωνή σου στο τηλέφωνο. Σχεδόν δεν σε γνώρισα.. Που βρήκες το νούμερο μου???"
"Μας είχες δώσει κάτι κάρτες και αν και τη δική μου την είχα καταστρέψει, ευτυχώς ο συνάδελφος την είχε κρατήσει...Λοιπόν τι θα γίνει? Δεν μένει πολύς καιρός και έχουμε αφήσει μισοτελειωμένα πράγματα"
"Βαρέθηκα ρε Μαρία..." είπε και αμέσως μετάνοιωσε για τις λέξεις που είχε επιλέξει και δαγκώθηκε.
"Βαρέθηκες???"
"Ναι, σαν να μην έχει πια ενδιαφέρον αυτό το παιχνίδι.."
"Μάλιστα...Και αν σε παρακαλούσα να το τερματίσουμε ακόμα και αν βαρέθηκες? Θα σου ήταν πολύ δύσκολο?" είπε μην μπορώντας να κρύψει την απογοήτευση στην φωνή της.
"Πολύ δύσκολο δεν θα μου ήταν, αλλά με ξέρεις...αν δεν θέλω κάτι, απλά δεν το κάνω..."
"Καλά Άρη τότε καλή σου τύχη"
"Ευχαριστώ επίσης!"
Φανερά μπερδεμένη κλείνοντας το τηλέφωνο άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο δωμάτιο. Μα τι τον είχε πιάσει στα καλά καθούμενα..."Βαρέθηκε" είπε, αλλά γιατί δεν την έπειθε? Δεν μπορεί ο ίδιος άνθρωπος που μιλούσε στην σκηνή με τόση ειλικρίνεια, να δήλωνε τώρα έτσι ατάραχος απλά βαρέθηκα. Στην τελική μια πρόκληση είχε απομείνει σιγά το πράγμα....Κάτι έκρυβε, αλλά τι? Και τι δηλαδή το παιχνίδι θα έμενε έτσι στον αέρα??? Όχι σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά και η Μαρία δεν θα το άφηνε έτσι. "Σηκωτή" δεν την είχε σύρει μέσα σε αυτό το παιχνίδι??? Ε "σηκωτό" θα τον έσερνε τώρα εκείνη να το τελειώσουν! Ντύθηκε βιαστικά και βγήκε στο δρόμο.
Χωρίς δεύτερη σκέψη μόλις βρέθηκε κάτω από το σπίτι του χτύπησε το κουδούνι και όταν εκείνος άνοιξε χωρίς χαιρετούρες μπήκε θυμωμένη μέσα...
"Μα καλά άλλη δουλειά δεν έχεις με αυτόν τον καύσωνα από το να ξημεροβραδιάζεσαι στην πόρτα μου???" επανέλαβε ειρωνικά τα δικά της λόγια από την αρχή της γνωριμίας τους
"Άρη κόψε τις μαλακίες, ήρθα να παίξουμε και θα παίξουμε!"
"Είσαι τρελή το ξέρεις???" συνέχισε εκείνος στο ίδιο ύφος
"Θα σταματήσεις να λες πράγματα που σου έχω πει εγώ?"
"Θεέ μου πόσο αλαζονική είσαι. Δεν σου έχει πει κανένας ποτέ Όχι???"
"Άρη σταμάτα το αυτή τη στιγμή! Μα τι σε έπιασε μου λες????"
"...."
"Άρη μίλα!!!"
"Δεν θέλω να παίξω. Νομίζω στο είπα και νωρίτερα...απλό είναι Μαρία"
"Απλό είναι. Το γιατί δεν καταλαβαίνω."
"Γιατί βαρέθηκα και τώρα βαριέμαι οικτρά που πρέπει να λέω τα ίδια και τα ίδια....στο είχα πει άλλωστε στην πρώτη μας συνάντηση. Περιπτώσεις σαν τη δική σου, όσο ενδιαφέρον έχουν στην αρχή, τόσο βαρετές γίνονται στην πορεία..."
"Μάλιστα..."
"Στο είχα γράψει σε ένα σημείωμα, πως σύντομα θα έβλεπες πως έχω δίκιο..."
"Αυτό θες να ακούσεις???? Πως είχες δίκιο??????"
"Τίποτα δεν θέλω Μαρία....πλέον δεν θέλω τίποτα...."
"Καλά λοιπόν, καλύτερα να φύγω" είπε και λίγο πριν βγει από την πόρτα, γύρισε, τον κοίταξε και έτρεξε πάνω του γεμίζοντας τον φιλιά
"Σταμάτα Μαρία..." αναστέναξε εκείνος αλλά η Μαρία δεν υπάκουσε.Τον αγκάλιαζε και τον φιλούσε και όσο τα χέρια της τον άγγιζαν, λόγια σκόρπια έβγαιναν από το στόμα της..."είσαι άθλιος ψεύτης" "και εγώ φοβάμαι, δεν είναι κακό" "έτσι πρέπει μωρό μου" και εκείνος να ραγίζει κάτω από τα λόγια της, κάτω από τα φιλιά της, κάτω από τα χάδια της, να μην μπορεί άλλο να υποκρίνεται τον αδιάφορο. Και να ναι τόσος ο πόνος του, που να νιώθει το στομάχι του ένα τεράστιο κόμπο και τη καρδία του να χάνει όλο και περισσότερους χτύπους. Θα έφευγε πλέον το έβλεπε πεντακάθαρα μπροστά του. Ότι και αν έκανε, ότι και αν της έλεγε....τον ήξερε πια πολύ καλά για να μπορέσει να την κοροϊδέψει... Άφησε έτσι τον εαυτό του ελεύθερο, γιατί δεν ήθελε το τελευταίο σμίξιμο τους, να έχει το χρώμα της πίκρας... Το τελευταίο σμίξιμο τους θα είχε το χρώμα της αγάπης, πολύ απλά γιατί μόνο αυτό του ταίριαζε.
για τη συνέχεια πατήστε εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλιαστε: