Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

"Sugar Daddy" BONUS CHAPTER



-Πάλι θα ξεπορτίσεις; Και το παιδί; Το παιδί δεν το σκέφτεσαι;

-Μάνα άρχισες πάλι το δράμα; Γιατί καλή μου γυναίκα με πρήζεις; Το παιδί θα πάει στον πατέρα του. Αντί να λες πάλι καλά που επιτέλους τα πηγαίνουν καλά με τον Στέλιο, γκρινιάζεις κιόλας;

-Άλλος προκομμένος αυτός. Το παίζει τζόβενο και θέλει και δεύτερο παιδί! Σάμπως ήταν εκεί για το πρώτο, κάνει τώρα και δεύτερο!

-Ρε μάνα έλεος... Ο Χρήστος θα έχει σε λίγο καιρό έναν αδελφό ή μια αδελφούλα. Ξέρεις πόσο ήθελε αδέλφια. 

-Και εσύ; Εσύ θα κάνεις κανένα παιδί ακόμα; Και εγώ θέλω και άλλα εγγόνια.

-Μάνα δεν υποφέρεσαι!!! Ποια είμαι ρε μαμά; Η Σάρα;;; Εσύ με γέννησες, πόσο χρονών είμαι δεν ξέρεις;

-Εγώ είδα μια ηθοποιό που έκανε παιδί στα 52! Μικρή είσαι ακόμα! Αλλά πες ότι δεν θέλει αυτός!

-Έχει όνομα και πίστεψε με κανένας από τους δυο μας δεν θέλει παιδί. 

-Φυσικά! Εδώ εσείς δυσκολεύεστε να βρεθείτε στην ίδια χώρα, το παιδί πως να το κάνετε;

-Α μια χαρά θα  μπορούσαμε να κάνουμε παιδί, γιατί αυτό που χρειάζεται για να κάνεις παιδί, μια χαρά το κάνουμε!

-Σαν δεν ντρέπεσαι λες τέτοια πράγματα στη μάνα σου!    

-Ε μα κυρά Μίνα τα ζητάει ο οργανισμός σου!

-Και για να έχουμε καλό ερώτημα για που ετοιμάζεσαι;

-Στο Λονδίνο θα πάω. Να μοιράσουμε κάπως την απόσταση. Τρείς μέρες θα κάτσω. Κυριακή βράδυ θα είμαι πίσω. 

-Τέλη Νοέμβρη χάλια θα είναι ο καιρός.

-Δεν πάω μάνα για τουρισμό!

-Και γιατί πας;

-Θες να σου απαντήσω;;;;;;;

-Όχι, όχι μην απαντάς. Μπουφάν χοντρό να πάρεις, ομπρέλα και να πεις αυτουνού πως νηστεύω για τα Χριστούγεννα. Υγείας να είναι οι σοκολάτες που θα στείλει, είπε η κυρά Μίνα και επιτέλους με άφησε στην ησυχία μου να φτιάξω τη βαλίτσα μου.

Το Χίθροου παρά την περασμένη ώρα βούιζε από πολυκοσμία την ώρα που έφτασα. Μεγάλο αεροδρόμιο και ενδιάμεσος σταθμός για πολλές πτήσεις. Με μια οικειότητα που δεν φανταζόμουν ότι θα αποκτούσα ποτέ, με άνεση προσανατολίστηκα και γρήγορα βγήκα από τον χώρο των αφίξεων για να συναντήσω απέξω τον Βασίλη και να προβληματιστώ.

-Καλώς όρισες.

-Καλώς σας βρήκα. Nα ανησυχήσω που δεν είναι εδώ;

-Όχι να μην ανησυχήσεις. Καθυστέρησε σε μια συνάντηση και ήρθα εγώ να σε πάρω. 

-Ο Άντερς καλά είναι;

-Μαζί με τον Χίλμαρ είναι. Θα τους συναντήσουμε μόλις τελειώσουν.

-Τι κάνει μαζί με τον Χίλμαρ;

-Ξέρεις πως ο Άντερς είναι δικηγόρος, ε στη συνάντηση που είναι ο Χίλμαρ ήθελε να έχει και έναν νομικό που να εμπιστεύεται. Άστα αυτά όμως, βαρετά πράγματα. Εσύ όλα καλά;

-Καλά Βασίλη μου, χαιρετισμούς έχεις από τη Λίτσα. Στη βαλίτσα έχω και υποβρύχιο μαστίχα. Μου την έδωσε η Ευτυχία να στη φέρω. Την αγαπάς λέει πολύ και δεν τη βρίσκεις στην Αμερική.

-Να ναι καλά. Αν και θα μου την έδινε η ίδια τα Χριστούγεννα που θα τη δω. Σε έβαλε να κουβαλάς. Είσαι κουρασμένη; Θες να πάμε πρώτα από το ξενοδοχείο ή να πάμε κατευθείαν στο εστιατόριο που έχουμε κάνει κράτηση;

-Ποιος έκανε τις κρατήσεις Βασίλη; Εσύ ή ο Χίλμαρ;

-Έννοια σου εγώ τις έκανα. Το δωμάτιο σας είναι μόλις στον δεύτερο όροφο και το εστιατόριο είναι μην σου πω και κάτω από τη γη. Σε κάτι κατακόμβες έκλεισα να φάμε. Ο Χίλμαρ φυσικά και με κατηγόρησε ως προδότη, αλλά θα το ξεπεράσει. Έχουμε κάνει κόμμα λέει και δεν του αρέσει. Τον έβαλα κιόλας να κάνει τις εξετάσεις που μου είπες. Μια χαρά όλα. Γερός σαν γαϊδούρι είναι. Στο τεστ κοπώσεως δε, δεν θες να ξέρεις τι γκρίνια έφαγα. Ετοιμάσου να στα ψάλλει και εσένα. Λέει αφού έχεις αμφιβολίες για τις αντοχές του, θα φροντίσει να σου τις αποδείξει εμπράκτως. Εμένα από την άλλη με προκάλεσε να πάμε μια μέρα μαζί για κωπηλασία, να δούμε τότε ποιος έχει αντοχές και ποιος όχι. Ήταν σου λέω υπέροχη εκείνη η μέρα. 

-Ξέρω γιατί τα άκουσα και εγώ μετά από το τηλέφωνο. Βέβαια για μένα παρά την αρχική γκρίνια εκείνη η νύχτα ήταν πραγματικά υπέροχη....

-Θέλω να ρωτήσω τι σημαίνει αυτό;

-Όχι δεν θέλεις! είπα την ώρα που φτάναμε στο πάρκινγκ και άνοιγαν οι ουρανοί. Η κυρά Μίνα το είχε κάνει πάλι το θαύμα της.

Αρκετή ώρα μετά βρεγμένοι ως το κόκκαλο μπαίναμε μέσα στο ρουστικ εστιατόριο που όντως έμοιαζε με κατακόμβες. Χαμηλές πέτρινες αψιδές, παλαιωμένα βαρέλια, όμορφα μοναστηριακά τραπέζια και πολλά κεριά σύνθεταν μια ατμόσφαιρα μυστηριακή και λίγο ανατριχιαστική. Τινάζοντας το νερό από πάνω μου σαν το σκύλο, αναθεμάτισα το Λονδίνο και το πρόβλημα παρκαρίσματος που ξεπερνούσε ακόμα και αυτό του κέντρου της Αθήνας. Ο Βασίλης μου είχε προτείνει να με αφήσει κάπου κοντά, αλλά το είχα θεωρήσει μεγάλη αγένεια να δεχτώ. Έγινα έτσι εντελώς μούσκεμα παρά την ομπρέλα που κρατούσα. Τουρτουρίζοντας, έβαλα την ομπρέλα στη θήκη δίπλα στην πόρτα και πριν προλάβω να σηκώσω το κεφάλι μου βρέθηκα μέσα σε μια τεράστια αγκαλιά. 

-You are here, μου ψιθύρισε στο αυτί και με σήκωσε λίγο στον αέρα σφίγγοντας με.

-I am and i am παπί!

-Papi?

-Μούσκεμα!

-Muskema?

-Wet Hilmar! i am wet!!!!

-For me??? ρώτησε παιχνιδιάρικα πειράζοντας με. 

-Only for you... του απάντησα παίζοντας και εγώ μαζί του. Η διάθεση του ήταν περίεργα χαρούμενη και παιχνιδιάρικη. Πάντα όταν συναντιόμασταν ένιωθα την χαρά του και την ανακούφιση του. Εκείνη την ημέρα όμως ήταν πιο ανάλαφρος, πιο ήρεμος, πιο ευτυχισμένος. Δεν θα του το χαλούσα λοιπόν γκρινιάζοντας για λίγο νερό.

-Why?

-Why what?

-Why are you wearing pants?

-Because it's November, we are in London, and i just came out of a 4 hours flight! I have something with best access in my suitcase. I will show you later, του είπα χρωματίζοντας τη φωνή μου λάγνα με ανείπωτες υποσχέσεις και ξεκόλλησα από πάνω του. 

Ο Βασίλης είχε ήδη πάει στον Άντερς και στο τραπέζι μας και έπειτα από τη σκηνή που είχαμε κάνει στην είσοδο του μαγαζιού ακολουθήσαμε και εμείς χασκογελώντας. Το τραπέζι μας ήταν χωμένο σε μια γωνία κάτω από μια αψίδα και ο Χίλμαρ είχε χρειαστεί να σκύψει για να μπορέσει να περάσει και να καθίσει. Ο σερβιτόρος πήρε την παραγγελία μας, ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες για τον καιρό του Λονδίνου και για το μαγαζί που ήταν από τα παλαιότερα και όταν διαπίστωσα πως τα μαλλιά μου έσταζαν ακόμα πάνω στο ξύλινο τραπέζι αυτή τη φορά, ζήτησα ευγενικά συγνώμη και άρχισα να κινούμαι προς την τουαλέτα. Έπρεπε να βρω λίγο χαρτί να τα σκουπίσω. Ακόμα και η μικρή τουαλέτα ήταν μέσα σε μια κατακόμβη. Βιαστικά μπήκα μέσα. Σκούπισα τα μαλλιά μου, έπλυνα τα χέρια μου, διόρθωσα το μολύβι που είχε τρέξει κάτω από το αριστερό μου μάτι και βγήκα, όταν ένα δυνατό χέρι με τράβηξε προς τα αριστερά σε μια σκοτεινή γωνία πίσω από κάτι βαρέλια. 

-Πας καλά παιδάκι μου; Θα πάω από καρδιά! αναφώνησα με την καρδιά μου να χτυπάει σαν ταμπούρλο μόλις κατάλαβα ποιος με είχε αρπάξει. 

-Shhhhhh...είπε εκείνος πάνω στα χείλια μου πνίγοντας τις διαμαρτυρίες μου και πλέον η καρδιά μου χτυπούσε σαν ταμπούρλο για άλλους λόγους.

-Hilmar what are you doing??? ρώτησα αγχωμένη όταν ένιωσα τα χέρια του να ξεκουμπώνουν το παντελόνι μου.

-Be quiet baby, no one can see us here, ψιθύρισε και έδιωξε μαλακά τα χέρια μου που προσπαθούσαν να σταματήσουν τα δικά του.

-In, let's go in είπα ξεψυχισμένα δείχνοντας προς την πόρτα της τουαλέτας.

-Νο, the ceilling in there is too low for me. Just be quiet, διέταξε σιγανά χαϊδεύοντας με προκλητικά.

-Hilmar, oh God...

-Shhhh, turn around!

Και γύρισα γιατί πλέον ποσώς με απασχολούσε ποιος θα μας έβλεπε. Με απεγνωσμένες κινήσεις κατέβασε το παντελόνι μου μαζί με το εσώρουχο κάνοντας το άγγιγμα του περισσότερο διεκδικητικό. Δεν θα δούλευε αυτό που ήθελε. Η διαφορά ύψους μας καθόλου δεν βοηθούσε. Δεν άργησε και εκείνος να το καταλάβει, όσο με τα δάχτυλά του ήδη κόντευε να με εκτροχιάσει. Και εκεί που ένιωθα παραζαλισμένη, ένα βήμα πριν από τον οργασμό, ένιωσα ένα κενό. Δεν ήταν πλέον πίσω μου. Σαστισμένη έστρεψα το κεφάλι μου στο σκοτάδι, αλλά δεν έβλεπα τίποτα. Που στο διάολο ήταν. Και ύστερα τον ένιωσα πάλι πίσω και άκουσα κάτι ξύλινο να ακουμπάει στο έδαφος μπροστά μου. 

-One step forward, με καθοδήγησε και ένιωσα τα χέρια του να με ανασηκώνουν. Τα πόδια μου πλέον πατούσαν πάνω σε κάτι που έμοιαζε με σκαλοπάτι. Κάποιο καφάσι ίσως; Και ενώ προσπαθούσα να καταλάβω που είχα ανέβει άκουσα το φερμουάρ του παντελονιού του να ανοίγει. Πάντα θα δούλευε με αυτόν τον άντρα, ακόμα και στο φεγγάρι χωρίς βαρύτητα! 

-Χριστέ μου, είπα πνιχτά τη στιγμή που μπήκε μέσα μου και έβαλα το χέρι μου στο τοίχο που ήταν μπροστά μου για να κρατήσω αντίσταση, ενώ εκείνος ανέβαζε το δεξί δικό του στο στόμα μου για να πνίξει τους ήχους που έβγαζα. Με κάθε ώθηση του το ξύλινο αντικείμενο που ήμουν επάνω κουνιόταν κάνοντας έναν υπόκωφο ήχο που έμοιαζε με ήχο μετρονόμου. 

-Come for me baby, i won't lαst long, ψιθύρισε στο αυτί μου λαχανιασμένα και πέρασε το δεξί χέρι του μπροστά αρχίζοντας να τρίβει την κλειτορίδα μου. Η αντίδραση του σώματος μου ήταν ακαριαία και πάνω στην ηδονή μου δάγκωσα το χέρι του που ακόμα μου κρατούσε το στόμα κλειστό. Ο δικός του οργασμός ήταν σχεδόν ταυτόχρονος. Βιαστικά, έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του, που δεν το είχε κατεβάσει καν, ένα χαρτομάντιλο και με σκούπισε τη στιγμή που τραβιόταν έξω. Ανέβασε το δικό μου παντελόνι και άρχισε να κουμπώνει το δικό του. Τα πόδια μου έτρεμαν και μέσα στο σκοτάδι δεν έβλεπα τίποτα. Στα τυφλά κούμπωσα και το δικό μου παντελόνι, αλλά μόλις πήγα να κάνω ένα βήμα βρέθηκα στο κενό. Στο αέρα με έπιασε δευτερόλεπτα πριν πέσω κάτω και με στήριξε. Με μια αξιοθαύμαστη ψυχραιμία με τράβηξε έξω από τη σκοτεινή γωνία και αφού πέταξε, σκύβοντας το κεφάλι του, στο καλαθάκι της τουαλέτας το βρώμικο χαρτομάντιλο, κρατώντας με από το χέρι άρχισε να με κατευθύνει προς το τραπέζι μας σαν να μην συμβαίνει τίποτα.

-Where the fuck is the crate for the beers i brought here earlier? ακούσαμε τον σερβιτόρο να μονολογεί μπαίνοντας στον χώρο από όπου είχαμε μόλις βγει και βάλαμε τα γέλια. Θα το έψαχνε πολλή ώρα το κιβώτιο...    

    

  

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2025

"Sugar Daddy" ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ



8 μήνες μετά 

Η κουζίνα μου αμφέβαλλα αν είχε ξαναδεί τέτοια μεγαλεία από τότε που είχα μετακομίσει εκεί. Ο πάγκος της κουζίνας και το τραπέζι ασφυκτιούσαν από τα εδέσματα που όλοι είχαν φέρει. Και όμως εγώ παρά την αφθονία φαγητού μαγείρευα.

-Παιδί μου τόσο φαγητό τι τα θες Χριστουγεννιάτικα τα μακαρόνια με κιμά; άκουσα τη μάνα μου να γκρινιάζει κάπου από πίσω μου.

-Είναι ειδική παραγγελία, της απάντησα και ανακάτεψα τον κιμά.

-Με τον κοπρίτη που μάζεψες τι θα γίνει; συνέχισε εκείνη απτόητη.

-Για ποιο αδέσποτο μιλάμε; Το τριχωτό ή το ψηλό; ρώτησε η Λίτσα μπαίνοντας και αυτή μέσα στην κουζίνα.

-Μαμά! Λίτσα! διαμαρτυρήθηκα και άφησα την κουτάλα στην άκρη.

-Να σας πω, δεν στρώνετε το τραπέζι σιγά, σιγά αντί να ασχολείστε με τα αδέσποτα μου, τις μάλωσα και έδωσα στη μάνα μου την ντάνα με τα άδεια πιάτα, αναγκάζοντας τη να φύγει.

-Άργησαν, σχολίασε η Λίτσα και έπιασε έναν κουραμπιέ από την πιατέλα.

-Στο δρόμο είναι. Με πήρε τηλέφωνο, έρχονται.

-Να σου πω, λέω να κάνω κονέ του Βασίλη με τη Λαμπρινή την κομμώτρια μου. 

-Ρε Λίτσα έλεος! Άφησες εμένα και έπιασες τον ταλαίπωρο τον Βασίλη τώρα; Να τον αφήσεις ήσυχο τον Βασίλη είναι καπαρωμένος.

-Με ποια καλέ; Εγώ τόσο καιρό μόνο πίσω από τον ψηλό τον βλέπω. 

-Ώχου! Άκου, αλλά μην σου ξεφύγει τίποτα μπροστά του σε μάδησα! Ο Βασίλης ήταν on off με έναν παιδικό φίλο του Χίλμαρ για 25 χρόνια, τον Άντερς. Έτσι τον γνώρισε ο Χίλμαρ. Ε, από την πανδημία και μετά ο Άντερς αποδέχτηκε τη σεξουαλικότητα του επιτέλους ανοιχτά και τα παιδιά είναι έκτοτε με σύμφωνο συμβίωσης. Μεγάλη ιστορία αγάπης...Τότε στην Αίγινα ήταν μαζί του, αλλά εσύ χαμπάρι δεν πήρες.

-Μωρέ μπράβο! Και θα αφήσει τον άνθρωπο χριστουγεννιάτικα για να φάει μαζί μας στη Νίκαια; 

-Όχι δεν θα τον αφήσει, θα τον φέρει και αυτόν. Γι' αυτό σου λέω το νου σου ρεμάλι!!!

-Ωραία, δεν μας έφτανε ο ένας Ισλανδός θα τους έχουμε δύο να τους κάνουμε σετ!

-Δεν είναι Ισλανδός, Σουηδός είναι.

-Ωραία, Σουηδία γίναμε... να δω πως θα το εξηγήσεις αυτό στην κυρά Μίνα.

-Τίποτα δεν έχω να της εξηγήσω, δικό μου το τραπέζι, δική μου η επιλογή ποιοι θα κάτσουν, της είπα και της έδωσα τα μαχαιροπίρουνα.

Από το σαλόνι οι φωνές των καλεσμένων μου ακούγονταν σαν βουητό. Ένα γλυκό βουητό που με έκανε να νιώθω ευγνωμοσύνη για όσα η ζωή μου είχε χαρίσει. Οχτώ μήνες είχαν περάσει. Οχτώ μήνες ανάμεικτης ευτυχίας. Οχτώ μήνες με πολλές συναντήσεις και πολλούς επώδυνους αποχαιρετισμούς σε αεροδρόμια, πολλά κολασμένα βράδια σε κρεβάτια, πολλές ήρεμες συζητήσεις από κοντά και πολλές πρόστυχες από το τηλέφωνο. Γιατί όσο αποφασισμένοι και να ήμασταν να το κάνουμε να δουλέψει όλο αυτό, παρά το όλο δράμα που είχε σηκωθεί από πάνω μας επιτέλους, τα δεδομένα ήταν απλά. Η ζωή του Χίλμαρ ήταν στη Νέα Υόρκη και η δική μου ζωή ήταν στη Νίκαια. Για πόσο καιρό θα μας ήταν αρκετές οι μέρες της άδειας μου και οι μέρες που εκείνος έκλεβε και ερχόταν Ελλάδα; 

Στους οχτώ αυτούς μήνες μου ανοίχτηκε. Όχι αμέσως, σιγά σιγά. Μου μίλησε για τον πατέρα του και για το πόσο είχε δυσκολευτεί να αποδεχτεί πως το πρότυπο του είχε φερθεί τόσο άνανδρα. Μου μίλησε για τη γυναίκα του και για το πόσο τον είχε πληγώσει η προδοσία της που είχε παίξει καταλυτικό ρόλο στη μοίρα του αδελφού του. Μου μίλησε για τα παιδιά του και για το πόσο περήφανος ήταν για εκείνα. Και μου μίλησε για τον Παύλο. Για το πόσο φωτεινό ήταν το μυαλό του όταν δεν το σκοτείνιαζαν τα ναρκωτικά και οι φωνές. Και εγώ όμως του τα είπα όλα. Για τον Στέλιο και για τον αποτυχημένο μας γάμο. Για τις δυσκολίες μου τις οικονομικές. Για το πως εκείνος χωρίς να το θέλει με είχε διαλύσει και με είχε επανασυναρμολογήσει σε μια νέα εκδοχή του εαυτού μου πιο δυνατή. Με τον Χρήστο τους γνώρισα δύο μέρες πριν φύγει από Ελλάδα μετά το συμβάν στα Λεγρενά. Η σχέση τους είχε αρχίσει με επιφυλακτικότητα, αλλά μέσα στους μήνες είχε εξελιχθεί σε μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Όπως άλλωστε άρεσε να λέει ο Χίλμαρ ο Χρήστος πρόσεχε το κορίτσι του όσο ήταν μακριά και το ανάποδο.          

Ο ήχος από το κουδούνι με έκανε να πετάξω την πετσέτα που κρατούσα στα χέρια στον νεροχύτη και να τρέξω στο σαλόνι την ώρα που ο Χίλμαρ έμπαινε μέσα κρυμμένος πίσω από ένα βουνό από πακέτα.

-Χρόνια πολλά! είπε με αστεία προφορά και ακούμπησε τα πακέτα στο πάτωμα χαμογελαστός επιτρέποντας μου να δω αυτό που φορούσε. Το είχε πει και το είχε κάνει. Το αστείο λευκό κόκκινο σκανδιναβικό πουλόβερ με τα ταρανδάκια κάλυπτε τον φαρδύ κορμό του.

-Χριστέ μου εννιά ώρες πτήση με τρέλανε προσπαθώντας να τελειοποιήσει το "Χρόνια Πολλά" που αν το ακούσω άλλη μια φορά θα κόψω τις φλέβες μου, διαμαρτυρήθηκε ο Βασίλης που έμπαινε από πίσω κρατώντας γλυκά το χέρι του Άντερς που σε αντίθεση με τον Χιλμαρ ήταν κοντούλης, κατάξανθος και με καταγάλανα μάτια. Αφού έγιναν οι συστάσεις και ο Χίλμαρ μοίρασε τα δώρα του με πλησίασε και μου χαμογέλασε δείχνοντας μου τη μπλούζα του. Σε απάντηση εγώ τράβηξα λίγο τη χαλαρή λαιμόκοψη από το φόρεμα μου και του έδειξα την τιράντα από το σουτιέν, επιβεβαιώνοντας του πως και εγώ είχα τηρήσει την υπόσχεση μου. Ικανοποιημένος έσκυψε στο αυτί μου και μου ψιθύρισε παιχνιδιάρικα.

- I need more proof than that.

-Do you want me to take my clothes off now; τον προκάλεσα γελώντας.

-Oh no, i will unwrap my gift later, είπε και με έκλεισε στην αγκαλιά του.

-What about my gift; ρώτησα δήθεν θιγμένη που είχε δώσει σε όλους δώρα εκτός από μένα.

-Later... I missed you baby..., δήλωσε σηκώνοντας το πρόσωπο μου από τον λαιμό του ώστε να με κοιτάζει στα μάτια.

-You saw me three weeks ago! διαμαρτυρήθηκα κοιτάζοντας τα γκρίζα μάτια του που γυάλιζαν.  

-To me it seems like an eternity ago, είπε γλυκά και ακούμπησε τα χείλι του στα δικά μου.

-Mayday, Mayday. Μαζευτείτε! O Κέρβερος θα αρχίσει να ρίχνει τορπίλες. Έχει οπλίσει! μας προειδοποίησε η Λίτσα και γελώντας ξεκόλλησα από τον Χίλμαρ που για ακόμα μια φορά δεν είχε καταλάβει τι είχε πει. 

Λίγη ώρα μετά όλοι καθόμασταν σε ένα γεμάτο τραπέζι και τρώγαμε. Πιο πριν είχαμε ανοίξει τα δώρα μας. Ο Χίλμαρ είχε διαλέξει τα δικά του μαζί μου τρείς βδομάδες πριν στο Λονδίνο που είχαμε συναντηθεί. 'Eνα ζευγάρι nike παπούτσια που στοίχιζαν μισό νεφρό για τον Χρήστο. Ένα επώνυμο άρωμα για τη Λίτσα, μια γραβάτα για τον Νίκο, ένα παιχνίδι για τη μικρή της Λίτσας, μια εσάρπα από μετάξι για την μάνα μου, ένα ρολόι για τον Βασίλη και ακόμα ένα για τον Άντερς που από πίσω ήταν χαραγμένα στου ενός το όνομα του άλλου και ένα κόσμημα ειδική παραγγελία για την Ευτυχία. Ένα κρεμαστός μικρός άγγελος που μέσα του είχε λίγη από την στάχτη του Παύλου. Η Ευτυχία είχε αφεθεί ελεύθερη και πλέον αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της μικρής μας παρέας. Δεν θα μπορούσε έτσι να λείπει από αυτό το τραπέζι. Συγκινημένη είχε φορέσει το δώρο του Χίλμαρ κρατώντας το σφιχτά μέσα στην παλάμη και όλη τη βραδιά κατά διαστήματα το άγγιζε με τρυφερότητα.

Η Λίτσα είχε πάρει του Χρήστου ένα παιχνίδι για το playstation, στη μάνα μου ένα πορτοφόλι, στην Ευτυχία ένα βιβλίο και στον Βασίλη μια ζώνη. Σε εμένα και τον Χίλμαρ είχε δώσει μια σακούλα και μας είχε κλείσει το μάτι. Το δώρο είχε πει ήταν και για τους δυο μας. Με περιέργεια είχαμε ανοίξει την τσάντα και ευτυχώς πριν βγάλουμε το περιεχόμενο της μπροστά σε όλους, είχαμε ρίξει μια ματιά μέσα. Το γέλιο του Χίλμαρ ήταν τόσο αυθόρμητο που σχεδόν είχε δονηθεί το σπίτι. Η αθεόφοβη μας είχε πάρει μια στολή Βίκινγκ για roll play!

Τα δικά μου δώρα ήταν μια εικόνα της Παναγίας για τη μάνα μου, μια δωροεπιταγή από ένα κατάστημα καλλυντικών για τη Λίτσα, ένα κασμιρένιο κασκόλ για τον Νίκο, ένα φορεματάκι για τη μικρή της Λίτσας, ένα ψηφιακό άλμπουμ με φωτογραφίες του Παύλου που μου είχε δώσει ο Χίλμαρ για την Ευτυχία και δύο ασορτί πουλόβερ στα χρώματα του ουράνιου τόξου για τον Βασίλη και τον Άντερς που πολύ τους είχαν αρέσει.  

-You, κρίστιαν, when;;; ρώτησε η μάνα μου τον Χίλμαρ που έμεινε με το πιρούνι με τα μακαρόνια στο χέρι.

-Μάνα κόφτο! Άσε τον άνθρωπο να φάει!

-Χριστιανική γιορτή είναι! Και αυτός τρώει μακαρόνια με κιμά! Εδώ έχουμε πίτες, λαχανοντολμάδες, κατσικάκι στη γάστρα, γαλοπούλα! Και αυτός τρώει μακαρόνια με κιμά!!! διαμαρτυρήθηκε η μάνα μου λες και υπήρχε κάποια χριστιανική ρύση που απαγόρευε τα μακαρόνια με κιμά από το τραπέζι των Χριστουγέννων.          

-Μάνα! την προειδοποίησα, αλλά ο Χίλμαρ μου έπιασε μαλακά το χέρι.

-Τell her... με παρότρυνε.

-Are you sure? τον ρώτησα κοιτάζοντας τον και εκείνος μου ένευσε θετικά.

-Ο Χίλμαρ είναι ήδη χριστιανός. Ευχαριστημένη;

-Από πότε;

-Από το 2018.

-Και γιατί τον λένε Χίλμαρ; Αυτό δεν είναι χριστιανικό όνομα.

-Έχει και χριστιανικό.

-Πως τον λένε;

-Πέτρο τον λένε μάνα, Πέτρο! σχεδόν ούρλιαξα απελπισμένη και η Ευτυχία, ο Βασίλης και η Λίτσα με κοίταξαν με γουρλωμένα μάτια.

-Μα τόσα χριστιανικά ονόματα και αυτό διάλεξε; Δεν μπορούσε να διαλέξει το Παναγιώτης; συνέχισε η κυρά Μίνα αγνοώντας το κλίμα στο τραπέζι που είχε αλλάξει.

-Δεν το διάλεξε εκείνος μάνα, το διάλεξε ο αδελφός του που ήταν και ο νονός του, είπα και η Ευτυχία με μάτια δακρυσμένα κοίταξε με ευγνωμοσύνη τον Χίλμαρ.

-Πρόλαβες και βαφτίστηκες τότε; τον ρώτησε και ο Βασίλης μετάφρασε στον Χίλμαρ.

-Two days before Aliki's death, εξήγησε ο Χίλμαρ.

-Ποιον αδελφό; Έχει και αδελφό; Ο κοντός είναι ο αδελφός του; ρώτησε σαστισμένη η μάνα μου και της έριξα μια ματιά που δεν άφηνε περιθώρια για περισσότερες κουβέντες. Θα της έλεγα. Κάποια στιγμή θα της έλεγα, αλλά όχι τώρα.

-Καλά δεν έχει σημασία, σημασία έχει ότι είναι χριστιανός. Έλα Πέτρο μου φάε τα μακαρονάκια σου, του είπε και όλοι στο τραπέζι έβαλαν τα γέλια αλλάζοντας το κλίμα και πάλι. 

Η ώρα κόντευε πέντε το απόγευμα όταν ο Χίλμαρ κοίταξε το ρολόι του και έκανε ένα νόημα στη Λίτσα.

-Ώρα να την κάνουμε σιγά σιγά, είπε η Λίτσα και σκούντηξε τον Νίκο που αμέσως σηκώθηκε και πήγε να πάρει την κόρη του που έπαιζε στο δωμάτιο του Χρήστου στον υπολογιστή του.

-Καθίστε ρε λίγο ακόμα, τώρα βγάλαμε τους καφέδες και τα γλυκά. Νωρίς είναι, διαμαρτυρήθηκα, αλλά η Λίτσα ξεκρεμούσε ήδη το παλτό της από τον καλόγερο.

-Θα κάτσουμε εγώ και η Ευτυχία να σας κάνουμε παρέα, είπε η μάνα μου αλλά ο Χρήστος και ο Βασίλης πετάχτηκαν όρθιοι ταυτόχρονα.

-Μινούλα μου εγώ έλεγα να πάμε μια βόλτα στον παππού στο  νεκροταφείο πριν νυχτώσει μέρα που είναι, πρότεινε περίεργα μελιστάλαχτα ο Χρήστος.

-Και εμείς κυρία Ευτυχία έχουμε μια δουλειά στην παραλιακή και λέγαμε να σας πάμε σπίτι αφού είστε στο δρόμο μας, τι λέτε; ρώτησε ευγενικά ο Βασίλης την Ευτυχία και εκείνη με ευγνωμοσύνη του απάντησε θετικά. Κάτι παιζόταν... Σίγουρα κάτι παιζόταν. Όλοι τους φερόντουσαν περίεργα. Με ευχαρίστησαν για τη φιλοξενία βιαστικά, με φίλησαν και σαν κυνηγημένοι έφυγαν. Μόνο η μάνα μου είχε δυσκολευτεί να ξεκολλήσει, αλλά ο Χρήστος την είχε πάρει αλαμπρατσέτα και είχαν φύγει και αυτοί. Πλέον μέσα στο σπίτι ήμασταν μόνο εγώ, ο Χίλμαρ και ο Θωρ. Σκύβοντας ο Χίλμαρ έβγαλε από την τσέπη του ένα κολάρο και βγάζοντας το παλιό φόρεσε στον Θωρ το καινούργιο που ήταν δερμάτινο και είχε χαραγμένο πάνω του με ωραία γράμματα το όνομα του. Φυσικά και δεν θα ξεχνούσε τον Θωρ...

-What's going on? ρώτησα καχύποπτη.

-What do you mean? I am just giving to the beast my gift.

-Hilmar! What's going on? Why everybody left? Did you pay them to leave, so we can have sex?

-Oh i love your dirty mind...

-My mind is dirty??? MINE???

-Rita lets go for a ride.

-You are not tired from the flight?

-No, i am not.

-Ok then, του είπα και έπιασα το παλτό, το κινητό και τα κλειδιά μου. Ας πηγαίναμε μια βόλτα. Το τζιπ έπιανε Κηφισό όταν θυμήθηκα κάτι που είχα παρατηρήσει νωρίτερα.

-Earlier i saw you giving a package to Christos, what was that?

-Honestly? I haven't the slightest idea what was that.

-Hilmar!

-It was something Christos asked me to bring him from the States. He sent me a photo and i went to an Ulta and bought it. It wasn't expensive and it wasn't drugs. But as i told you i haven't a fucking idea what that thing was. 

-Ulta? The beauty store?

-Yes Rita...

-Speak! What you know?

-Eleni, that's all you get from me. For the rest ask your son.

-No, please, tell me something more! Is she in his age? Where she lives? Is she his classmate? Is she beautiful? Is she nice to him? Something! Anything!

-Oh my God, you sound so much like your mother this moment!

-No, i am not! είπα θυμωμένη και γύρισα μπροστά βλέποντας το αυτοκίνητο να μπαίνει στα διόδια της Αττικής Οδού με κατεύθυνση προς αεροδρόμιο.

-So, you are wearing the christmassy undergarments i sent you. Did you like them? ρώτησε αλλάζοντας κουβέντα.

-They are silly and uncomfortable!

-Like the jumper i am wearing.

-The jumper i bought you is warm, cozy, colorful and sexy. Your gift is crouchless Hilmar! A Rudolph in a crouchless panty and two christmas trees in each boob are the definition of ridiculousness.

-You will tell me later if it is ridiculous or not.

-Where the hell are we going?

-To the airport.

-To do what?

-For what else? To catch a flight.

-Παιδάκι μου πας καλά; Ποιο αεροδρόμιο, ποια πτήση; Χωρίς βρακί κυριολεκτικά που με τραβάς;

-English Rita!

-Χέσε με! I have nothing with me. In four days i have to go back to work. I don't even have my id or passport with me!!!!

-Calm down. Here, take your passport and your id. Check behind your seat. Merry Christmas baby, είπε και αποσβολωμένη τον κοίταξα. Μετά από είκοσι λεπτά κρατώντας μια ολοκαίνουργια τσάντα fendi που νόμιζα πως είχα χαλβαδιάσει διακριτικά στο Λονδίνο και σέρνοντας μια βαλίτσα που δεν είχα ματαδεί έμπαινα στο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο Χίλμαρ στο υπόλοιπο της διαδρομής μου εξήγησε πως είχαν συνεννοηθεί με τον Χρήστο και τη Λίτσα όλο αυτό το σχέδιο. Η βαλίτσα που έσερνα ήταν το αποτέλεσμα της ομαδικής τους προσπάθειας. Η Λίτσα την είχε φτιάξει, ο Χρήστος είχε βοηθήσει δίνοντας στη νονά του στοιχεία για το νούμερο που φορούσα σε παντελόνια, εσώρουχα, παπούτσια και μπλούζες και ο Χίλμαρ φυσικά είχε χρηματοδοτήσει το όλο εγχείρημα. Η βαλίτσα είχε αφεθεί από τη Λίτσα στην είσοδο της πολυκατοικίας μου πίσω από την σκάλα, ώστε να μην τη δω και ο Χίλμαρ με τον Βασίλη την είχαν βάλει στο πορτμπαγκάζ του αμαξιού πριν ανέβουν. Κατά τη διάρκεια του τραπεζιού και την ώρα που εγώ με τη Λίτσα πλέναμε τα πιάτα, ο Χρήστος είχε δώσει στον Χίλμαρ το διαβατήριο και την ταυτότητα μου και ο Βασίλης είχε ενημερωθεί για το σχέδιο ώστε να πάρει την Ευτυχία την ώρα που θα έπρεπε για να προλάβουμε την πτήση. Ο αρχικός προορισμός μας όπως πληροφορήθηκα θα ήταν το Παρίσι, όπου και θα διανυκτερεύαμε σε ένα ξενοδοχείο κοντά στο αεροδρόμιο. Την επόμενη μέρα το απογευματάκι θα παίρναμε δεύτερο αεροπλάνο που θα μας πήγαινε στο Ρέικιαβικ. Ο Χίλμαρ μετά από 28 χρόνια θα πατούσε και πάλι το πόδι του στην πατρίδα του και ήθελε να το κάνει μαζί μου. Αυτό ήταν και εκείνο που με έκανε να συνεργαστώ με ότι είχε στο μυαλό του. 

Φτάνοντας στο αεροδρόμιο Σαρλ ντε Γκώλ ένα ιδιωτικό βανάκι μας παρέλαβε και μας πήγε στο Holiday inn που ήταν δίπλα. Ο Χίλμαρ που τις τελευταίες 24 ώρες τις είχε περάσει σχεδόν όλες μέσα σε αεροπλάνα και αεροδρόμια δεν έδειχνε ίχνος κούρασης. Απεναντίας είχε μια περίεργη υπερδιέγερση που μου τη μετέδιδε. Το δωμάτιο ήταν φυσικά στον ψηλότερο όροφο, ήταν τεράστιο, πολυτελές, είχε τεράστιο μπάνιο, αλλά προς απογοήτευση του Χίλμαρ είχε δύο μονά κρεβάτια. Αποφασισμένος να ζητήσει αλλαγή δωματίου, γιατί όπως μου είπε δεν έπαιζε να μην κοιμηθούμε μαζί, ξεκίνησε για τη ρεσεψιόν. Εγώ όμως ήθελα να μ αγγίξει και δεν υπήρχε περίπτωση να περιμένω και άλλο. Εντελώς άκομψα μπήκα μπροστά του εμποδίζοντας την πρόσβαση του στην πόρτα και έβγαλα τα παπούτσια μου και το καλσόν που φορούσα.

-Unwrap your present, τον διέταξα κοιτώντας τον με λαχτάρα και εκείνος με σήκωσε και με πέταξε στο ένα από τα δύο μονά κρεβάτια. Τόσους μήνες μετά και ακόμα η λαχτάρα του ενός για τον άλλο έμοιαζε άσβεστη. Δεν ήξερα αν η απόσταση συντηρούσε την επιθυμία, δεν ήξερα αν ήταν το κύκνειο άσμα της λίμπιντο και των δύο μας και γι' αυτό λυσσάγαμε σαν ξαναμμένοι έφηβοι. Αυτό που ήξερα μόνο εκείνη τη στιγμή με βεβαιότητα ήταν πως τα εσώρουχα χωρίς καβάλο, με χριστουγεννιάτικα σχέδια ή όχι ήταν πράγματι πολύ πολύ πρακτικά για τέτοιες περιστάσεις. Χορτασμένοι ο ένας από τον άλλο κοιμηθήκαμε στο ένα μονό κρεβάτι αγκαλιά και το επόμενο απόγευμα μπήκαμε στο επόμενο αεροπλάνο.

Φτάνοντας στην Ισλανδική πρωτεύουσα η συγκίνηση του Χίλμαρ ήταν πλέον διάχυτη. Επιστρέφοντας στο φυσικό του περιβάλλον έπειτα από τόσα χρόνια απουσίας έμοιαζε λυτρωμένος.

-Welcome to Iceland, baby. The country of fire and ice, μου είπε μόλις βγήκαμε από το αεροπλάνο και πλέον καταλάβαινα πως αυτό ήταν αυτός ο άνδρας, πάγος και φωτιά. Nοίκιασε ένα μαύρο τζιπ, έβαλε πίσω τις βαλίτσες μας και ξεκινήσαμε μέσα στο σκοτάδι. Η τοπική ώρα ήταν μόλις 18:50, αλλά 26 Δεκεμβρίου τόσο κοντά στον αρκτικό κύκλο ο ήλιος είχε δύσει ήδη από το μεσημέρι. Το τοπίο ήταν μαγικό. Όλα ήταν παγωμένα, αλλά ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος. Όταν τον είδα να μην ακολουθεί τις ταμπέλες προς το κέντρο τον κοίταξα προβληματισμένη.

-We are not going to the city center?

-No, we are not. We are going near to Hella. Hella is a small town in southern Iceland on the shores of the river Ytri-Ranga, my father's birthplace, μου απάντησε και συνειδητοποίησα πως υπήρχαν ακόμα πολλά που δεν ήξερα για εκείνον. Μιάμιση ώρα αργότερα φτάναμε σε ένα απομονωμένο μέρος έξω από μια μικρή πόλη και ο Χίλμαρ με ένα ασύρματο τηλεχειριστήριο άνοιγε την πόρτα μιας σιδερένιας περίφραξης. Πίσω από την πόρτα ξεκινούσε ένας μεγάλος δρόμος που κατέληγε σε ένα ξύλινο σπίτι έξω από το οποίο ήταν παρκαρισμένο ένα φορτηγό. Το σπίτι ήταν φωτισμένο και μόλις παρκάραμε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι βγήκε να μας υποδεχτεί. Ο Χίλμαρ κατέβηκε και αγκάλιασε εγκάρδια και τους δύο που έμοιαζαν πολύ συγκινημένοι που τον έβλεπαν. Μου τους σύστησε, αλλά οι άνθρωποι δεν μιλούσαν αγγλικά και ότι και να μου έλεγαν δεν καταλάβαινα Xριστό. Μας έβαλαν μέσα στο σπίτι και μας πρόσφεραν ένα διάφανο άχρωμο ποτό. Μπρένιβιν, μου το είπαν και όταν το δοκίμασα τα μάτια μου δάκρυσαν και με έπιασε βήχας. Τύφλα να έχει η ρακή, σκέφτηκα. 

-It's strong, its nickname is black death, not without reason as you can see, μου εξήγησε. Και όσο ο μαύρος θάνατος ανέβαζε τη θερμοκρασία μου ο Χίλμαρ πήρε από τον ηλικιωμένο άντρα κάτι κλειδιά,  τον χτύπησε με στοργή στην πλάτη, μάλλον τους καληνύχτισε και με τράβηξε έξω στο αμάξι. Που πηγαίναμε πάλι;  

-We are not staying here?

-No.

-And where ar... πήγα να πως όταν μπροστά μου στο βάθος εμφανίστηκε το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο. Ένας τεράστιος γυάλινος θόλος που έμοιαζε με διάφανο ιγκλού φωταγωγημένο από μέσα. Όσο πλησιάζαμε άρχισα να διακρίνω πως ήταν επιπλωμένο με ένα τεράστιο ξύλινο κρεβάτι, δυο κομοδίνα, δύο πολυθρόνες, ένα τραπεζάκι, ένα μικρό ψυγείο, ενώ πίσω από ένα παραβάν που προσέφερε μια ψευδαίσθηση ιδιωτικότητας ήταν μια μπανιέρα, ένα νιπτήρας και μια λεκάνη. Το φως όλο προερχόταν από έξυπνα τοποθετημένους κρυφούς φωτισμούς στα διάφορα έπιπλα. 

-It's like a giant snowball!!! άρχισα να ουρλιάζω ενθουσιασμένη και ο Χίλμαρ χαμογέλασε με την παιδιάστικη αντίδραση μου. Μόλις πάρκαρε απέξω κόντεψα να γλιστρήσω στο παγωμένο έδαφος έτσι όπως έτρεξα προς το υπέροχο κατασκεύασμα και όταν ο Χίλμαρ ξεκλείδωσε τη γυάλινη πόρτα και μπήκα μέσα με έκπληξη διαπίστωσα πως είχε και θέρμανση. Εκείνος έβαλε ένα ουίσκι στον εαυτό του, ένα ποτήρι κρασί σε εμένα από ένα μπουκάλι που έβγαλε από το ψυγείο και κάθισε στην πολυθρόνα όσο εγώ στριφογύριζα σαν την μέλισσα γύρω γύρω χαζεύοντας. 

-Can i ask you something? με παρακάλεσε μετά από λίγο και εγώ γύρισα προς το μέρος του.

-Anything...

-To the bed, to the headboard, to the left side is something engraved in Greek i think. Can you tell me what it says? μου ζήτησε και εγώ πήγα προς το κρεβάτι στο σημείο που μου υπόδειξε. Πράγματι κάτι ήταν χαραγμένο με όμορφα ελληνικά γράμματα. Καταλαβαίνοντας ποιος το είχε γράψει μια θλίψη με πλημμύρισε. Με το χέρι μου άγγιξα το σκαλισμένο ξύλο.

-Ι think it's from a greek poem. It says:  If i was given all eternity without you, i would prefer a small moment with you... 

-God, he was so fool...

-This place was built for her, right?

-Right, είπε και με ένα τηλεχειριστήριο έσβησε όλα τα φώτα.

Για λίγα δευτερόλεπτα τα μάτια μου δεν έβλεπαν τίποτα. Μόλις όμως συνήθισα το σκοτάδι πρόσεξα πόσο καθαρός φαινόταν ο σκοτεινός  ουρανός και τα αστέρια.

-Rita i won't make the same mistake. 7,5 months now i am trying to find a solution. Three weeks ago my lawyers finally got a settlement with the lawyers of the other side. I might not be as wealthy as i was, but i am free. I gave up the 70% of our common fortune. I still own my personal estates, and my personal bank accounts. In one year from now my contract with the company i am running will expire. I already informed the board that i am stepping down. I am also selling the house in Sounio. All the money will go to a nonprofit foundation for children with mental diseases in the name of Pavlos. Eftichia has the house in Santorini. I asked her earlier to sell it also, and keep the money for herself. I am 48 years old, i am too old to get married again, but if that is what you want, i do it. To me the papers, are just papers. All i want is to be with you. I can't stand anymore the distance. I want to sleep with you every night and wake up next to you every day. I am not running anymore from the daylight" είπε και λες και τα λόγια του ήταν μαγικά μια χαραμάδα άνοιξε στον ουρανό και ένα εξωπραγματικό γαλαζοπράσινο φως ξεχύθηκε φωτίζοντας τα πάντα γύρω μου. 

-Oh my God, Hilmar how you knew?

-Aurora forecast and some luck, είπε και ήρθε και με αγκάλιασε. 

-Ix Έλσκα Φιχ Hilmar Svenson..

-Eg elska þig líka Rita, μου ψιθύρισε στο αυτί την ώρα που τα χέρια του κρεμούσαν κάτι στο λαιμό μου. Η ροζ μαργαρίτα μου. Αυτή που είχα χάσει στη Βουδαπέστη, αυτή που μου την είχαν βγάλει μάλλον για το χειρουργείο και που μέσα στη θλίψη μου και την απόγνωση μου δεν είχα αναζητήσει.

-You had this all the time?

-Yes, i had. So what is your answer? Will you be my soulmate?

-Oh you fucking Viking, i have been your soulmate from day one, your soulmate not your sugar baby! Besides i am too old to be your sugar baby and you too young to be my sugar daddy, your words not mine, του απάντησα και τον φίλησα με πάθος.

-Come on, let's go, let's set him free, είπε και με τράβηξε έξω στο κρύο.

Λουσμένοι στο φως από το Βόρειο Σέλας σκορπίσαμε τις στάχτες του Παύλου σε όλη την αχανή έκταση γύρω από το ιγκλού της μητέρας του. Εκεί θα έβρισκε πάντα φως μέσα στο σκοτάδι και ύστερα κοκαλιασμένοι από την παγωνιά μπήκαμε μέσα και αγκαλιαστήκαμε σφιχτά. Η επόμενη μέρα δεν ξέραμε που θα μας βρει. Θα πήγαινα εγώ στη Νέα Υόρκη; Θα ερχόταν εκείνος Ελλάδα; Θα μέναμε για πάντα στο ιγκλού κρυμμένοι από τον κόσμο; Εκείνη τη στιγμή, ούτε και ξέραμε, ούτε και μας ένοιαζε. Θα ήμασταν μαζί και μόνο αυτό είχε σημασία. Γιατί μια στιγμή μαζί ήταν προτιμότερη από μια ολόκληρη αιωνιότητα χώρια._     

ΤΕΛΟΣ

Αυτή η νουβέλα ήξερε από την αρχή τι ήθελε να γίνει όταν μεγαλώσει, αυτό που δεν ήξερε ήταν ότι θα γραφόταν πάνω σε μια τόσο δύσκολη προσωπική στιγμή μου... γράφτηκε πολύ γρήγορα (πραγματικός χρόνος γραφής περίπου ένας μήνας) και πολύ αργά (βάθος χρόνου τρία χρόνια). Δεν είναι ίσως το καλύτερο δείγμα γραφής μου, αλλά για μένα σημαίνει πολλά. Ευχαριστώ όλους εσάς που της δώσατε μια δεύτερη ευκαιρία και τη διαβάσατε παρά το τεράστιο κενό που υπήρξε ανάμεσα στο πρώτο μισό και το δεύτερο μισό της. Ελπίζω να ικανοποίησα την έμφυτη ανάγκη όλων μας τελικά για ένα αισιόδοξο τέλος. Γιατί μπορεί να συνεχίζω να αγαπάω τα δράματα, αλλά όσο μεγαλώνω θέλω όλο και περισσότερο να μην τα αφήνω να καθορίζουν τελεσίδικα τις ζωές των ηρώων μου. Ποτέ δεν είναι αργά για το οτιδήποτε, πάντα θα υπάρχει τρόπος να βγαίνουμε από τα σκοτάδια μας. Να είστε όλοι καλά και να τρέχετε μόνο στο φως, να σέρνεστε εν ανάγκη σε αυτό, αξίζει.

Πατέρα δική σου φυσικά αυτή η ιστορία και ας μην είχες καμία σχέση με τους πατεράδες που περιγράφονται σε αυτή και ας μην τη διαβάσεις ποτέ. Μας λείπετε με τη μαμά άπειρα.... άπειρα όμως. Ήσουν ο καλύτερος πατέρας που θα μπορούσαμε να είχαμε ζητήσει παρά τα ελαττώματα σου. Ήσουν η πυξίδα μας. Εκείνη ήταν το τιμόνι και εσύ η πυξίδα μας. Και μείναμε τώρα μόνες μας να ψάχνουμε το δρόμο. Αλλά κάνατε τόσο καλή δουλειά και οι δύο που προχωράμε μπροστά. Και είστε πλέον τα αστέρια στον ουρανό που μας δείχνουν τον δρόμο και ο άνεμος που γεμίζει με φόρα τα πανιά μας. Ακόμα και από το επέκεινα καθορίζετε την πορεία μας. 

Με πολλή αγάπη, η μεσαία σου κόρη, το Γιαννάκη σου.... 

αν θέλετε να διαβάσετε το bonus chapter πατήστε εδώ

Αν σας άρεσε η ιστορία μπορείτε να διαβάσετε και τις υπόλοιπες που έχω γράψει.

"Παράλληλα" πατήστε εδώ 

"Με μια σοκοφρέτα" πατήστε εδώ 

"XL story" πατήστε εδώ

"Το παιχνίδι" πατήστε εδώ

"Στο παραλίγο" πατήστε εδώ 

         

  


 

     

  


       

"Sugar Daddy" ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ



Μέσα στο ασθενοφόρο ξύπνησα και προσπάθησα να βγάλω τη μάσκα που ήταν δεμένη στο πρόσωπο μου, αλλά ένας διασώστης δεν με άφηνε.

-Κυρία Δήμου με ακούτε; Σας παρακαλώ μην βγάζετε τη μάσκα, με παρακάλεσε, αλλά εγώ συνέχιζα να προσπαθώ.

-Μαργαρίτα μην τραβάς τη μάσκα, άκουσα τη φωνή της Λίτσας από κάπου δίπλα και άπλωσα το χέρι μου προς τη φωνή της. Εκείνη μου το έσφιξε και έσκυψε πάνω από το κεφάλι μου. Πλέον έβλεπα το τρομοκρατημένο πρόσωπο της.

-Όλα θα πάνε καλά. Θα γίνεις καλά. Πάμε στο νοσοκομείο, είπε και με χάιδεψε στο κεφάλι. Προσπαθούσα να της μιλήσω, αλλά με τη μάσκα η φωνή μου παραμορφωνόταν και δεν έβγαζε νόημα.

-Κάτι προσπαθεί να πει, φώναξε στον διασώστη και εκείνος ανασήκωσε λίγο την μάσκα.

-Τον Παύλο... Σω σω σώστε τον... ψέλλισα και είδα τη Λίτσα να δακρύζει.

-Όχι!!!!!!! ούρλιαξα και η μάσκα είχε ξαναμπεί στο πρόσωπο μου

-Ανεβάζει παλμούς και πίεση. Γρήγορα μια ηρεμιστική! άκουσα μια φωνή και ύστερα όλο το σώμα μου χαλάρωσε και έγινε ρευστό. Μετά βίας ένιωθα το χέρι της Λίτσας. Σαν να ήμουν και να μην ήμουν εκεί. Τα φώτα του ασθενοφόρου σαν να άπλωναν και να μπερδεύονταν. Δεν μπορεί να πέθανε! Δεν μπορεί! έλεγα ξανά και ξανά, αλλά το στόμα μου δεν έβγαζε ήχο. Ήταν σαν να το φώναζε η σκέψη μου, χωρίς να μπορεί κανένας να μ' ακούσει. Ήταν σαν η συνείδηση μου να ήταν φυλακισμένη σε ένα σώμα που δεν το ένιωθα καν.

-Θα χρειαστεί αίμα. Βρείτε ανθρώπους να δώσουν αίμα.

-Υπέρηχο και αξονική τώρα!

-Ετοιμάστε χειρουργείο και καλέστε αναισθησιολόγο.

-Ρήξη σπλήνας, θα μπούμε λαπαροσκοπικά και θα επιχειρήσουμε αποκατάσταση, μάλλον στάθηκε τυχερή. 

Κουβέντες που άκουγα σαν να ήμουν μέσα στο νερό από φωνές που δεν αναγνώριζα και ύστερα μια φωνή γνωστή.

-Παιδί μου, κοριτσάκι μου... Που έχεις μπλέξει; Πυροβολισμοί, μαχαιρώματα; Ποιος θέλει να σε βλάψει σπλάχνο μου; Θέε μου τι μας βρήκε πάλι νυχτιάτικα. Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου, γεννηθήτω το θέλημά σου...

-Μάνα...

-Παιδί μου, παιδάκι μου!!! Ξύπνησε Λίτσα!!! φώναξε η μάνα μου και πλέον πάνω από από το κεφάλι μου ήταν και η Λίτσα.

-Κάποια στιγμή αυτό πρέπει να σταματήσει φιλενάδα, καθόλου δεν σου πάνε να ξέρεις οι ρόμπες νοσοκομείου, σε χλομιάζουν, είπε η Λίτσα κλαίγοντας χαρούμενη.

-Που είμαι;

-Στο Ασκληπιείο Βούλας. 

-Ποιος παιδί μου, ποιος σε μαχαίρωσε;;;

-Κυρία Μίνα τι τη ρωτάτε; Δεν βλέπετε, ακόμα είναι ζαλισμένη από τη νάρκωση. Αφήστε τη λίγο να συνέλθει. Δεν πάτε να βρείτε κανένα γιατρό να του πείτε πως συνήλθε; 

-Πάω, πάω, άκουσα τη μάνα μου να λέει και χάθηκε από το οπτικό μου πεδίο. Με το χέρι με τον ορό άρπαξα το χέρι της Λίτσας μην φύγει και αυτή.

-Πρέπει να τον πάρεις τηλέφωνο. Πρέπει να μάθει Λίτσα. Το κινητό μου, 2808 είναι το pin. Πάρτον και πες του....Χριστέ μου τι θα του πεις;;; Πως θα του το πεις... Εγώ φταίω για όλα....Εγώ... είπα και άρχισα να κλαίω με λυγμούς.

-Ηρέμησε γιατί θα σου κάνουν πάλι ηρεμιστικές και θα είσαι σαν το ζόμπι. Μαργαρίτα δεν φταις εσύ! Σύνελθε! Το ξέρει... 

-Πως; ψέλλισα με αγωνία αναζητώντας κάποια ένδειξη στο πρόσωπο της.

-Δεν είχε φύγει από Ελλάδα μάλλον. Λίγα λεπτά αφού έχασες τις αισθήσεις σου και ενώ περιμέναμε το ασθενοφόρο μπούκαρε στο σπίτι στα Λεγρενά με τον Βασίλη. Ειλικρινά η εικόνα μας πρέπει να ήταν το κάτι άλλο. Εγώ κρατούσα εσένα αγκαλιά και πίεζα το τραύμα στα πλευρά σου, ενώ η Ευτυχία δίπλα μου κλαίγοντας κρατούσε τον Παύλο και τον λίκνιζε σαν μωρό. Είδε ο άνθρωπος το αίμα και σαν τρελός βγήκε από το σπίτι και άρχισε να τρέχει. Ο Βασίλης αποσβολωμένος είχε μαρμαρώσει. "τρέχα να τον προλάβεις! Η Μαργαρίτα ζει! Κόκκινο ford fiesta" του ούρλιαξα και του πέταξα τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου. Ευτυχώς αντέδρασε άμεσα και έτρεξε πίσω από τον Χίλμαρ. Θα τον πρόλαβε Μαργαρίτα, θα τον πρόλαβε, με καθησύχασε την ώρα που η μάνα μου με μια νοσηλεύτρια έμπαιναν μέσα στο δωμάτιο.

Δύο ώρες μετά κατάφερα να ανασηκωθώ λίγο με τη βοήθεια μαξιλαριών και με το μυαλό μου σχεδόν καθαρό από την αναισθησία, έπεισα επιτέλους τη μάνα μου να γυρίσει σπίτι. Η ώρα ήταν τέσσερις το ξημέρωμα. Ο Στέλιος που είχε εμφανιστεί λίγο νωρίτερα θα την πήγαινε σπίτι. Χωρίς να με ρωτήσει τίποτα με είχε καθησυχάσει πως θα κρατούσε το παιδί όσο χρειαζόταν. Μέχρι στιγμής ο Χρήστος δεν είχε πάρει τίποτα χαμπάρι γιατί κοιμόταν, όταν η Λίτσα τον πήρε τηλέφωνο. Μου είπε πως μόνη μου θα αποφάσιζα τι θα του έλεγα το πρωί. Υποσχέθηκε πως θα περνούσε πάλι όταν άνοιγε η αιμοδοσία να δώσει αίμα μαζί με τον Νίκο. Πήρε την μάνα μου που τον αγριοκοίταζε και έφυγαν αφήνοντας μας μόνες με τη Λίτσα.

-Τον λυπάμαι τον Στέλιο με τη μάνα σου μέσα στο αυτοκίνητο. Ειλικρινά τον λυπάμαι, είπε η Λίτσα αλλά εμένα η αγωνία μου δεν με άφηνε να κάνω συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων.

-Να φύγεις και εσύ. Εγώ καλά είμαι. Να πας να ξεκουραστείς. Σε έμπλεξα και σένα σε όλα αυτά... Συγνώμη ρε Λίτσα...

-Είσαι ηλίθια; Μα τι ρωτάω προφανώς και είσαι ηλίθια. Πρώτον δεν πάω πουθενά και δεύτερον συγνώμη να ζητάς για την μπλούζα που μου χάλασες με τα αίματα σου. Ήταν καινούργια! Θα σου έδειχνα πως μου την κατέστρεψες, αλλά την πήρε ο Νίκος που μου έφερε ρούχα να αλλάξω όσο ήσουν στο χειρουργείο και γύρισε στη μικρή. Να ξέρεις εγώ έδωσα ήδη πρόχειρη κατάθεση. Αύριο με έχουν καλέσει να δώσω και την επίσημη. Μαργαρίτα πάνω στον πανικό είπα όλη την αλήθεια... Δεν είπα για την ιστορία του Παύλου, δεν με ρώτησαν σε πρώτη φάση κιόλας. Τους είπα μόνο ότι αφορούσε το συμβάν, δηλαδή ότι βγαίνοντας από το μπάνιο είδα εκείνον να σε μαχαιρώνει και την Ευτυχία να τον πυροβολεί για να σε προστατέψει. Φαντάζομαι η Ευτυχία θα τους συμπληρώσει τα κενά.

-Που είναι η Ευτυχία;

-Στην αστυνομία υποθέτω. Περιπολικό την πήρε την ώρα που σε βάζανε στο ασθενοφόρο.

-Δεν θα μου το συγχωρήσει ποτέ Λίτσα...Θα με αφήσει πάλι και αυτή τη φορά οριστικά...

-Ποιο πράγμα να σου συγχωρήσει; Που παραλίγο να πεθάνεις πάλι για χάρη του;

-Άκουσες την ιστορία της Ευτυχίας. Τον πρόδωσα και εγώ όπως η άλλη. Δεν μπόρεσα να περιμένω να μου πει εκείνος και τώρα ... τώρα ο αδελφός του είναι νεκρός, τώρα τον έχασε για πάντα. 

-Μαργαρίτα αν φύγει, τότε δεν είναι καλύτερος από τον πατέρα του. Αν δεν μπορέσει μέσα στο πένθος του να δει πως εσύ δεν έφταιξες πουθενά, τότε να πάει στα τσακίδια!

-Και αν δεν τον πρόλαβε ο Βασίλης;

-Θα τον πρόλαβε!

-Το κινητό μου που είναι;

-Στη στάση αδελφών το φορτίζουν.

-Πήγαινε να μου το φέρεις, την παρακάλεσα και εκείνη έκανε ότι της ζήτησα. Με τα φώτα σβηστά πλέον μέσα στο θάλαμο το ξεκλείδωσα. Ακόμα στο αθόρυβο ήταν. Τέσσερα μηνύματα και 18 αναπάντητες κλήσεις από τον Χίλμαρ με περίμεναν.

18:14 Where are you Rita;

18:20 If you won't answer the phone, i won't take the God Damn plane! 

18:45 Fine, i am waiting for the car outside the airport. I am coming to your house!

20:13 Where are you baby, please pick up the phone!!! I am lossing my mind... 

έγραφαν τα μηνύματα, ενώ η τελευταία αναπάντητη κλήση του ήταν στις 21:20. Γύρω στις 21:00 πρέπει να ήταν όταν ο Παύλος είχε μπει μέσα στο σπίτι. Με τα χέρια μου να τρέμουν δοκίμασα να τον καλέσω. Το κινητό του χτυπούσε, αλλά δεν το σήκωνε. Που ήταν; Τι σκεφτόταν; Ήταν καλά; Με μισούσε; Λύσσαξα να πάρω απαντήσεις για να καταφέρω τι; Να γεμίσω πάλι αναπάντητα ερωτήματα. "Κάνε Χριστέ μου να είναι καλά και ας με μισεί" ευχήθηκα και κοίταξα με απόγνωση το κινητό. Η Λίτσα δίπλα μου στην καρέκλα αποκαμωμένη είχε αποκοιμηθεί. Με χέρια που έτρεμαν άρχισα να πληκτρολογώ,

"Ι am so sorry...I love you Hilmar... I beg you... Don't let the darkness swallow you. Run to the daylight..."  του έγραψα και το έστειλα. Το μήνυμα όμως δεν είχε διαβαστεί. Τον είχα χάσει. Άφησα το κινητό δίπλα μου και κοίταξα έξω από το παράθυρο. Σε λίγο θα ξημέρωνε.         

-Τι ώρα είναι, ρώτησε νυσταγμένα η Λίτσα την ώρα που μια νοσηλεύτρια με ένα καροτσάκι έμπαινε μέσα στο λουσμένο με φως δωμάτιο.

-Οι συνοδοί να περάσουν λίγο έξω για τη νοσηλεία, παρακάλεσε η κοπέλα στα λευκά και η Λίτσα σηκώθηκε και αφού τεντώθηκε βγήκε από τον θάλαμο.

Όταν επέστρεψε μου είχαν πάρει αίμα, είχαν ελέγξει τη θερμοκρασία και την πίεση μου, μου είχαν αλλάξει τον ορό και είχαν αδειάσει και τον καθετήρα. 

-Φιλενάδα είναι 8:15 και εγώ θα πρέπει να πάω από το σπίτι να κάνω ένα μπάνιο πριν πάω στη ΓΑΔΑ. Θα είσαι εντάξει; Λογικά η μάνα σου θα έρθει σε λιγάκι. Και θα γυρίσω και εγώ μόλις ξεμπερδέψω, μου είπε και άνοιξε το τραπεζάκι για να ακουμπήσει το δίσκο που μια τραπεζοκόμος έφερνε προς το μέρος μας.

-Πήγαινε. Καλά θα είμαι, την καθησύχασα και κοίταξα για εκατομμυριοστή φορά το κινητό μου αδιαφορώντας για τις φρυγανιές και το γάλα δίπλα μου. Το μήνυμα μου είχε μείνει στο διαβάστηκε εδώ και μια ώρα.

-Πρέπει να φας. Αν δεν φας δεν φεύγω, με απείλησε και τα μάτια μου βούρκωσαν θολώνοντας την όραση μου. Παραιτημένη σκούπισα τα μάτια μου και της έκανα νόημα να σηκώσει το κρεβάτι. Την ώρα που η Λίτσα πάλευε με τη μανιβέλα του κρεβατιού βιαστικά βήματα ακούστηκαν να πλησιάζουν και ο Χίλμαρ μπούκαρε μέσα στο δωμάτιο αλαφιασμένος, ακολουθούμενος από τον Βασίλη. Μόλις με εντόπισε κοκκάλωσε και απλά με κοιτούσε με μια έκφραση που δεν μπορούσα να καταλάβω τι έκρυβε από πίσω. Είχε μαύρους κύκλους, τα μαλλιά του ήταν ανάκατα λες και τα είχε ανακατέψει με τα χέρια του, τα ρούχα του ήταν τσαλακωμένα και οι ώμοι του ήταν γυρτοί. 

-Hilmar... ξεκίνησα να λέω αλλά η φωνή μου πνίγηκε σε έναν απεγνωσμένο λυγμό ενώ τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν ανεξέλεγκτα. Με δύο βήματα βρέθηκε δίπλα μου και αγνοώντας τους ορούς, με έκλεισε στην αγκαλιά του τόσο σφιχτά που το τραύμα στα πλευρά μου, μου έριξε μια σουβλιά.

-Με το μαλακό ψηλέ! άκουσα τη Λίτσα να τον μαλώνει τραβώντας τον ενώ ο Βασίλης μετάφραζε. Ο Χίλμαρ χαλάρωσε τα χέρια του γύρω μου και με κοίταξε με δακρυσμένα μάτια χωρίς να λέει τίποτα.

-You didn't leave me, άρχισα να λέω ξανά και ξανά κρατώντας το πρόσωπο του με τα χέρια μου χαϊδεύοντας τον και εκείνος άρχισε να με φιλάει στα μάτια σκουπίζοντας με τα χείλια του τα δάκρυα μου. Από κάπου ακούστηκε ένα κινητό να χτυπάει, αλλά εμένα εκείνη τη στιγμή δεν με ένοιαζε τίποτα. Ο Χίλμαρ ήταν εκεί, ήταν καλά και με φιλούσε. 

-Έλα τα σιρόπια μεγάλοι άνθρωποι. Πολύ λυπάμαι που σας χαλάω αυτή τη συγκινητική επανασύνδεση, αλλά αν δεν θέλετε να φάμε για μεσημεριανό Ισλανδό φρικασέ, Βασίλη πρέπει να τον πάρεις και να φύγετε γιατί έρχεται ο Κέρβερος. Μόλις με πήρε τηλέφωνο. Είναι στο ταξί, άκουσα τη Λίτσα να λέει.

-Ο ποιος; ρώτησε ο Βασίλης 

-Η μάνα της Βασίλη! Πάρε τον ψηλό από εδώ μην τον δει η κυρά Μίνα και μετά έχουμε και άλλα.

-Όχι!!! διαμαρτυρήθηκα εγώ και κατέβασα το κεφάλι μου στο στήθος του Χίλμαρ σφίγγοντας το δεξί του χέρι με απόγνωση.

-Και για να έχουμε καλό ερώτημα τόσες ώρες που σκατά ήσασταν; συνέχισε η Λίτσα αγνοώντας με κοιτάζοντας θυμωμένη τον Βασίλη.

-Στην αστυνομία. Μεγάλη ιστορία... της απάντησε ο Βασίλης και γυρίζοντας προς τον Χίλμαρ άρχισε να του λέει κάτι στα ισλανδικά. Εκείνος του ένευσε καταφατικά και αφού μου έδωσε ένα ακόμα φιλί έκανε να απομακρυνθεί, αλλά εγώ δεν τον άφηνα.

-I am not leaving. I 'll be downstairs. When your mother leaves, i 'll be back, με καθησύχασε γλυκά και εγώ χαλάρωσα τη λαβή μου.

-Κυρία Λίτσα τα κλειδιά του αμαξιού σας, άκουσα τον Βασίλη να λέει τη στιγμή που ο Χίλμαρ σηκωνόταν από το κρεβάτι μου.

-Κεριά και λιβάνια Βασίλη! Συνομήλικοι είμαστε μην σε χέσω! Άκου κυρία Λίτσα! διαμαρτυρήθηκε η Λίτσα έξαλλη.

-Just call me, μου ψιθύρισε ο Χίλμαρ στο αυτί αγνοώντας τους άλλους δύο και πριν σηκώσει το κεφάλι του συμπλήρωσε με τρεμάμενη φωνή "Ι love you too baby".  

Λίγη ώρα μετά ήμουν μόνη στο δωμάτιο. Η Λίτσα είχε πάει με τον Βασίλη και τον Χίλμαρ να της δείξουν που είχαν αφήσει το αυτοκίνητο της και εγώ έτρωγα ανόρεχτα μια φρυγανιά όταν χτύπησε το τηλέφωνο μου.

-Μαμά;

-Τι κάνεις ξύπνιος παιδί μου τόσο πρωί; Δεν είσαι καλά; Μέρα που δεν έχεις σχολείο και έχεις ξυπνήσει από τις οκτώμισι;

-Είδα ένα χαζό όνειρο και ξύπνησα.

-Τι είδες;

-Ήμασταν λέει εγώ και εσύ σε μια βάρκα και η βάρκα αναποδογύρισε και πνιγόμασταν... Εσύ που είσαι; Στο δρόμο για τη δουλειά;

-Χρήστο μου μην φοβηθείς. Είχα ένα ατύχημα, αλλά είμαι καλά.

-Τι ατύχημα πάλι ρε μαμά! Που είσαι;

-Στο νοσοκομείο είμαι, αλλά είμαι καλά σου λέω. 

-Ο μπαμπάς το ξέρει; Αν το ξέρει και δεν μου έχει πει τίποτα θα τον σκίσω!

-Ο πατέρας σου το ξέρει, αλλά δεν σου είπε τίποτα γιατί του ζήτησα να στο πω εγώ. Μην θυμώνεις...

-Αλήθεια είσαι καλά; θα έρθω εκεί!

-Είμαι αλήθεια καλά και να έρθεις. Θα πω του μπαμπά να σε φέρει σε λίγο που θα έρθει να δώσει αίμα. 

-Να δώσω και εγώ αίμα!

-Είσαι ανήλικος και δεν χρειάζεται άλλωστε. Όταν ενηλικιωθείς να γίνεις αιμοδότης. Μαζί θα πάμε να γίνω και εγώ, εντάξει;

-Εντάξει...

-Χρήστο μου; Θυμάσαι που με ρώτησες πριν τα Χριστούγεννα αν είμαι ευτυχισμένη; Τότε δεν σου είχα απαντήσει. Θες να σου απαντήσω σήμερα;

-Μαμά τι τρέχει;

-Είμαι παιδί μου ευτυχισμένη και ας είναι λίγο τραυματισμένο το σώμα μου. Είμαι ευτυχισμένη γιατί έχω εσένα και σε καμαρώνω να μεγαλώνεις, είμαι ευτυχισμένη γιατί η γιαγιά σου είναι γερή και δυνατή, είμαι ευτυχισμένη γιατί έχω για φίλη τη νονά σου που θα είναι πάντα δίπλα μου, είμαι ευτυχισμένη για τον πατέρα σου που ξαναέφτιαξε τη ζωή του και είμαι ευτυχισμένη γιατί γνώρισα έναν Βίκινγκ.

-Μάνα στο κεφάλι έχεις χτυπήσει; Σε έκαψαν αυτά που βλέπεις στο νέτφλιξ!

-Όχι χαζούλη αχαχαχαχαχα. Θα σου πω από κοντά. Κλείσε τώρα να πάρω τον μπαμπά να συνεννοηθώ να σε φέρει από εδώ. Και φέρτε και έναν φρέντο μέτριο όπως έρχεστε, γιατί με γάλα και φρυγανιές δεν παλεύεται η κατάσταση εδώ μέσα, του είπα και τερμάτισα την κλήση.      

Στο νοσοκομείο έμεινα συνολικά δέκα μέρες. Ο Χίλμαρ νοίκιασε ένα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο στη Βούλα και όποτε έφευγαν η μάνα μου και ο Χρήστος ερχόταν και μου έκανε παρέα. Η αστυνομία ήρθε και μου πήρε κατάθεση την τρίτη μέρα της νοσηλείας μου. Αυτά που τους είπα δεν πρόσθεσαν κάτι καινούργιο. Ο Χίλμαρ και η Ευτυχία είχαν καταθέσει όλα τα γεγονότα αποκρύπτοντας μόνο την ιστορία στη Βουδαπέστη. Σύμφωνα με τους δικηγόρους που προσέλαβε ο Χίλμαρ, η Ευτυχία θα αθωωνόταν. Η μεγάλη της ηλικία, το λευκό ποινικό μητρώο της και ο βαρύς ιατρικός φάκελος του Παύλου δεν άφηναν αμφιβολίες πως επρόκειτο για υπόθεση αυτοάμυνας. Με τον Χίλμαρ σαν από κοινού συνεννοημένοι αποφεύγαμε να συζητήσουμε όλα όσα είχαν γίνει εκείνο το βράδυ. Εκείνος συνέχιζε να φέρεται σαν μην γνώριζα εγώ όλα αυτά που μου είχε πει η Ευτυχία και εγώ δεν τον πίεζα. Όταν ήταν έτοιμος θα μου μιλούσε. Δεύτερη φορά το ίδιο λάθος δεν ξανάκανα. Στον Χρήστο μίλησα για τον Χίλμαρ χωρίς φυσικά να του αναφέρω τη σύνδεση του με τον πυροβολισμό τότε και με τον νέο τραυματισμό μου τώρα. Ήταν πολύ μικρός για να τον φορτώσω με μια τέτοια ιστορία και πολύ έφηβος για να μην χρεώσει τον Χίλμαρ με πράγματα που δεν του αναλογούσαν. Στην αρχή ήταν λίγο καχύποπτος για τη σχέση μου μαζί του, αλλά όσο έβλεπε πως εγώ ήμουν πράγματι καλά μου ζήτησε να τον γνωρίσει. Του υποσχέθηκα πως θα το κανόνιζα όταν θα έβγαινα από το νοσοκομείο. Η κυρά Μίνα πάλι ήταν άλλη ιστορία. Ως ο ορισμός της αθάνατης Ελληνίδας μάνας, δεν άργησε να πάρει γραμμή τι γινόταν κάθε φορά που εκείνη έφευγε. Κάποια αποκλειστική από τα διπλανά κρεβάτια του θαλάμου μάλλον της τα πρόφτασε για τον ψηλό ξένο που εμφανιζόταν ως δια μαγείας κάθε φορά που εκείνη έφευγε. Μια μέρα έτσι έκανε πως ξέχασε κάτι και τον πέτυχε στο δωμάτιο να μου χαϊδεύει, ευτυχώς Παναγία μου, το χέρι. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πως όσο χρονών και να φτάσεις, αν σε πιάσει η μάνα σου να κάνεις μαλακίες πάντα θα σου κόβονται τα ύπατα. Αναγκαστικά της τον σύστησα και εκείνη τον πέρασε γενεές δεκατέσσερις. Ο Χίλμαρ που ευτυχώς δεν καταλάβαινε τις μπηχτές της ήταν ευγενέστατος μαζί της. Όταν εκείνος πήγε να μας φέρει καφέ και μείναμε οι δύο μας με πέρασε ανάκριση τρίτου βαθμού. Ποιος είναι ο ξεπλυμένος; Που τον γνώρισα; Τι δουλειά κάνει; Από ποια χώρα είναι; Είναι χριστιανός ορθόδοξος; Πόσο χρονών είναι; Τι προθέσεις έχει; Του έχω ξεκαθαρίσει ότι δεν θα έφευγα από την Ελλάδα; Σε κάποιες ερωτήσεις της απάντησα, σε κάποιες άλλες το έπαιξα Κινέζα και σε κάποιες της αγρίεψα. Στο τέλος την ικέτεψα να με εμπιστευτεί και έκανε πίσω μην ρωτώντας περισσότερα. Ήπιε μια γουλιά από το καφέ της, του είπε ένα ξερό "κουτπάι" και μας ξανάφησε μόνους. 

Την ημέρα που θα έπαιρνα εξιτήριο, θα με γυρνούσε σπίτι η Λίτσα. Ο Χίλμαρ αποβραδίς μου είχε πει πως δεν θα μπορούσε να έρθει να με πάρει εκείνος και εγώ επειδή τον είδα στεναχωρημένο δεν τον ρώτησα γιατί. Με το χαρτί του εξιτηρίου στο χέρι είχε μπει η Λίτσα στο χέρι και το ανέμιζε σαν σημαία.

-Ακόμα δεν έχεις ετοιμαστεί. Τελείωνε χριστιανή μου και δεν θα προλάβουμε!

-Να προλάβουμε τι;

-Μαργαρίτα πρέπει να πάμε στη Ριτσώνα.

-Να μαζέψουμε χόρτα;

-Συντονίσου. Στο αποτεφρωτήριο... είπε και αμέσως κατάλαβα.

-Αν ήθελε να πάω μαζί του θα το ζητούσε Λίτσα.

-Θα σου ζητούσε να πας στην αποτέφρωση του ανθρώπου που προσπάθησε δύο φορές να σε σκοτώσει; Το ενδεχόμενο να μην ήθελε στην ανάρρωση σου να σε υποβάλλει σε κάτι τέτοιο το σκέφτηκες; Ακόμα δεν έχεις καταλάβει πως λειτουργεί αυτός ο άνθρωπος; Ακόμα δεν έχεις καταλάβει πως πάντα θα βάζει τους άλλους πάνω από τον εαυτό του. Ο Βασίλης με πήρε χθες τηλέφωνο και μου είπε ότι τους δόθηκε επιτέλους η άδεια να προχωρήσουν στην αποτέφρωση της σωρού. Μου είπε να σε ενημερώσω, γιατί ο Χίλμαρ ήταν ανένδοτος στην απόφαση του να μην σε φέρει σε δύσκολη θέση. Ο Βασίλης όμως νοιάζεται για εκείνον και ξέρει πως σε χρειάζεται. Όποτε άσε τις μαλακίες και αποφάσισε με καθαρό μυαλό αν θα πάμε ή δεν θα πάμε, είπε αυστηρά η Λίτσα. Και πήγαμε.

Δυο ώρες μετά μπαίναμε στον χώρο αναμονής του αποτεφρωτηρίου και σε ένα τραπεζάκι στη γωνία η Ευτυχία, ο Βασίλης και ο Χίλμαρ καθόντουσαν με σκυφτά τα κεφάλια, ενώ δυο αστυνομικοί διακριτικά περίμεναν παραδίπλα. Πλησιάσαμε σιγά σίγα και μόνο όταν φτάσαμε κοντά σήκωσαν τα κεφάλια τους. Το πρόσωπο του Βασίλη έδειχνε ευγνωμοσύνη, της Ευτυχίας θλίψη και του Χίλμαρ ανακούφιση. 

-You came, είπε και σηκώθηκε.

-Ι came, του απάντησα και προσπάθησα να τον κλείσω στην αγκαλιά μου. Και ήταν λες και το άγγιγμα μου εκείνη τη στιγμή είχε κατεδαφίσει με δύναμη τον τοίχο της αυτοσυγκράτησης του.

-I tried baby, i tried to save him. Oh God i did everything i could, but it wasn't enough. And now he is gone. I failed him like everybody else...Life was so unfair to him from the beggining...I tried, you have to believe me, i tried.... έλεγε μέσα σε αναφιλητά σκύβοντας το κεφάλι του πάνω στον ώμο μου και εγώ τον έσφιξα περισσότερο προσπαθώντας με το σώμα μου να απορροφήσω το τρέμουλο του δικού του κορμιού. Αυτού του θεόρατου δυνατού κορμιού που με έναν σπαρακτικό τρόπο επιτέλους άφηνε τον πόνο του να βγει προς τα έξω.

-Look at me, τον διέταξα και έπιασα με τα χέρια μου αποφασιστικά το κεφάλι του από τον ώμο μου αναγκάζοντας τον να με κοιτάξει στα μάτια. "It's not your fault! You loved him. You did nothing wrong... Oh my sweet Viking don't blame yourself. You were a good brother for him, the best brother! είπα και σκούπισα με τα χέρια μου τα δάκρυα από τα μάγουλα του, ενώ δάκρυα έτρεχαν και από τα δικά μου μάτια ανεξέλεγκτα. Και εκείνος με έκλεισε μέσα στη δική του αγκαλιά σαν να ήμουν η σανίδα σωτηρίας του φιλώντας το κεφάλι μου. Δεν ξέρω πόση ώρα μείναμε έτσι αγκαλιασμένοι να κλαίμε. Κάποια στιγμή ηρεμήσαμε και εγώ και εκείνος και αμήχανα καθίσαμε στο τραπέζι. Η Λίτσα μου έδωσε ένα χαρτομάντιλο και σκούπισα την μύτη μου, όταν σήκωσα το κεφάλι μου και συνάντησα το βλέμμα της Ευτυχίας που ήταν και εκείνη κλαμένη.

-Κυρία Ευτυχία, σας ευχαριστώ. Χωρίς εσάς... Λυπάμαι πολύ για τον Παύλο, λυπάμαι τόσο πολύ που εξαιτίας μου αναγκαστήκατε να κάνετε αυτό που κάνατε, απολογήθηκα με ειλικρίνεια, ενώ τα μάτια μου άρχισαν και πάλι να τρέχουν.

-Έκανα έστω και αργά κάτι σωστό ε; είπε εκείνη και έπιασε το χέρι μου πάνω στο τραπέζι και το έσφιξε. 

-Βασικά κυρία Ευτυχία και γαμώ τα σημάδια. Αλλά το όπλο που το βρήκατε; ρώτησε η Λίτσα και την κλώτσησα κάτω από το τραπέζι τη στιγμή που άκουσα τον Βασίλη σιγανά να μεταφράζει στον Χίλμαρ αυτά που λέγαμε.

-Το όπλο ήταν του Παύλου. Αυτό που πυροβόλησε τη Μαργαρίτα στη Βουδαπέστη. Ο Χίλμαρ μη ξέροντας τι να το κάνει όταν το μάζεψε μαζί με τον Παύλο, το έστειλε με κούριερ από την Αυστρία στον μόνο άνθρωπο που ήξερε με σιγουριά πως δεν θα το παρέδιδε στην αστυνομία, απάντησε στη Λίτσα και εγώ χλόμιασα.

-Αν είναι αυτό το όπλο, αν το έχει πιάσει ο Χίλμαρ, τα αποτυπώματα του θα είναι πάνω στο όπλο. Χρίστε μου! μονολόγησα και πανικόβλητη γύρισα προς το μέρος του.

-Μην ανησυχείς κόρη μου. Μπορεί να είμαι γριά, αλλά δεν είμαι χαζή και έχω δει πολλές αστυνομικές ταινίες. Όταν παρέλαβα το όπλο το είχα καθαρίσει από τα αποτυπώματα. Τότε νόμιζα ότι το έκανα για να προστατέψω τον Παύλο, αλλά τελικά αλλού χρησίμευσε το εξονυχιστικό καθάρισμα που του είχα κάνει. Η αστυνομία βρήκε μόνο τα δικά μου αποτυπώματα πάνω και πιστοποίησε πως το όπλο άνηκε στον Παύλο. Από το σειριακό του αριθμό η Ιντερπόλ επιβεβαίωσε πως ήταν ένα κλεμμένο όπλο που ένα πρεζάκι στη Ρώμη είχε πουλήσει σε ένα μελαχρινό ψηλό Έλληνα με γκρίζα μάτια. Τους είπα πως το είχε φέρει και το είχε αφήσει στο σπίτι νωρίτερα εκείνη τη μέρα. Δεν θα έμπλεκα ποτέ τον Χίλμαρ. Μην ανησυχείς, με καθησύχασε και αναστέναξα με ανακούφιση.

-Και ευθύβολη και έξυπνη, μπράβο κυρία Ευτυχία, την επιβράβευσε η Λίτσα και εγώ την αγριοκοίταξα.

-Βασίλη πες στον Χίλμαρ πως εγώ του το είπα. Οι μαργαρίτες δεν είναι βιολέτες, αντέχουν την παγωνιά. Και η δική του άντεξε, σχολίασε και μου έσφιξε και πάλι το χέρι.

Τρείς ώρες μετά η αποτέφρωση είχε ολοκληρωθεί και μας καλέσαν να παραλάβουμε την τέφρα. Ακόμα ζεστή ήταν η τεφροδόχος όταν ο υπάλληλος την παρέδωσε στα χέρια του Χίλμαρ που έτρεμαν. Αφού την χάιδεψε λίγο τρυφερά δακρύζοντας, την έτεινε προς την Ευτυχία. Εκείνη τον μιμήθηκε και χάιδεψε τη μαύρη τεφροδόχο. Ο Χίλμαρ κάτι είπε και ο Βασίλης μετάφρασε.

-Θα πάει την τεφροδόχο στο σπίτι στα Λεγρενά. θα τη βρείτε εκεί όταν βγείτε από τη φυλακή. Σύντομα θα γυρίσετε σπίτι σας, είπε ο Βασίλης και η Ευτυχία χαϊδεύοντας άλλη μια φορά την τεφροδόχο απάντησε.

-Πες του να τον πάει κάπου όμορφα. Να τον πάει κάπου φωτεινά. Δεν του αξίζει να μείνει κλεισμένος στο σπίτι στα Λεγρενά με μια γριά. Να τον πάει κάπου και να τον ελευθερώσει επιτέλους, πρόσταξε με αποφασιστικότητα και χωρίς να μας χαιρετίσει, μας γύρισε την πλάτη και πλησίασε τους αστυνομικούς που την περίμεναν.

για τη συνέχεια πατήστε εδώ