Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

"Sugar Daddy" ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ



Το ξυπνητήρι που χτυπούσε επίμονα δίπλα στο κομοδίνο θα μπορούσα να το πετάξω και να το σπάσω, και αν αυτό δεν ήταν ταυτόχρονα και το κινητό μου, ίσως και να το είχα κάνει. Νυσταγμένα το σταμάτησα και γυρίζοντας πλευρό, χώθηκα στην αγκαλιά του Χίλμαρ.

-Goodmorning... άκουσα τη φωνή του να με καλημερίζει και δεν ήξερα αν ήθελα να τον σκοτώσω ή να τον φιλήσω. Αυτός έφταιγε που δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου, αυτός που πονούσα σε όλο μου το κορμί. 

-Why!!!??? κλαψούρισα και έχωσα ακόμα βαθύτερα το πρόσωπο μου στο στέρνο του.

-Why what baby?

-Do not you baby me! Νυστάζω!!!! Και νυστάζω τόσο που δεν μπορώ να θυμηθώ καν πως λέγεται το νυστάζω στα αγγλικά. Και εσύ τώρα θα αρχίσεις τα English Rita, αλλά πίστεψε με καλύτερα που δεν καταλαβαίνεις αυτή τη στιγμή τη μουρμούρα μου. Γιατί πρέπει να σηκωθούμε;;;; Είναι άδικο!!!! Το κρεββάτι είναι τόσο μαλακό...και εσύ είσαι τόσο ζεστός... Ποιος βγαίνει πάλι στο ψοφόκρυο; Ποιος παίρνει πάλι αεροπλάνο; Ποιος γυρνάει πάλι σε άδειο κρεβάτι;;; 

-It's not so cold outside today, as for your empty bed... τον άκουσα να μου λέει και μπερδεμένη άνοιξα τα μάτια μου και ανασήκωσα το κεφάλι μου κοιτώντας τον Χίλμαρ που κοιτούσε το κινητό του.

-Google translate baby.

-Σε μισώ! Είσαι εκνευριστικός! Και έχεις μικρό πούτσο! συνέχισα εγώ αργά και καθαρά ώστε να πιάσει ο μεταφραστής κάθε μου λέξη. Μόλις ο Χίλμαρ διάβασε τι του είχα πει άρχισε να γελάει και με αγκάλιασε σφιχτά.

-My dick was fine for you last night, μου είπε και με φίλησε γλυκά. Και έγινε το φιλί από γλυκό, πιο επιθετικό και με συνοπτικές διαδικασίες βάλθηκε να μου αποδεικνύει για ακόμα μια φορά πόσο fine ήταν το πουλί του. 

Μία ώρα μετά ντυμένη και με τη βαλίτσα δίπλα μου καθόμουν στο τραπέζι του εστιατορίου του ξενοδοχείου πίνοντας σιωπηλή τον καφέ μου, ενώ ο Χίλμαρ εξίσου σιωπηλός, έπινε απέναντι μου τον δικό του καφέ. 

-Say something, με παρακάλεσε, αλλά εγώ δεν ήξερα τι να του πω. Πως να του παραδεχόμουν πως δεν ήθελα να φύγω, πως να του παραδεχόμουν πως σιχαινόμουν όλο και περισσότερο τους αποχαιρετισμούς μας, πως να ξεστόμιζα ότι ήδη μου έλλειπε και ας ήταν εκεί απέναντι μου. Έμεινα έτσι σιωπηλή και ήπια ακόμα μια γουλιά από τον καφέ μου όσο εκείνος έπαιρνε το κινητό μου και μου το έδινε προφανώς για να του το ξεκλειδώσω. Παραδομένη στην καταθλιπτική μου διάθεση, του το ξεκλείδωσα και εκείνος αφού ρύθμισε κάτι, άρχισε να μιλάει στα ισλανδικά κοιτώντας με στα μάτια. Αφού τελείωσε με ότι είχε να πει μου έδωσε το κινητό πίσω και άρχισα να διαβάζω τη μετάφραση όσων μου είχε πει.

" Ούτε για μένα είναι εύκολο. Και το δικό μου κρεβάτι το ίδιο άδειο με το δικό σου είναι και ας μην το πιστεύεις. Ίσως και η δική μου περίπτωση να είναι περίπλοκη σαν τη δική σου. Ίσως ακόμα πιο περίπλοκη. Θέλω να σου τα εξηγήσω όλα και θα το κάνω, απλά χρειάζομαι χρόνο. Μπορείς να μου δώσεις λίγο χρόνο; Μόνο αυτό σου ζητάω, λίγο χρόνο. Και γνωρίζω καλά πως στις ηλικίες μας ο χρόνος είναι πολύτιμος. Μου ζήτησες να καθαρίσω το χάλι της ζωής μου και αυτό προσπαθώ να κάνω, αλήθεια. Δεν σου υπόσχομαι πράγματα που δεν μπορώ να σου δώσω. Σε αυτό ήμουν ειλικρινής από την αρχή μαζί σου. Δεν είμαι άνθρωπος των υποσχέσεων, είμαι άνθρωπος των πράξεων. Χρόνο. Δώσε μου χρόνο και θα σου εξηγήσω." έγραφε το κείμενο και εγώ του ένευσα θετικά, έσβησα την οθόνη του κινητού μου και το έριξα μέσα στη τσάντα. Χρόνο ζήταγε, χρόνο θα του έδινα. 

Αποδεχόμενη πως ακόμα μια σύντομη συνεύρεση μας έφτανε στο τέλος της, σηκώθηκα από το τραπέζι και συμμάζεψα τα πράγματα μου. Αν ήθελα να είμαι έγκαιρα στο αεροδρόμιο θα έπρεπε να φύγουμε. Βαρύθυμος ο Χίλμαρ σηκώθηκε και αυτός, και παίρνοντας τη βαλίτσα μου στο ένα χέρι και το δικό μου χέρι στο άλλο άρχισε να με συνοδεύει προς την κεντρική πόρτα του ξενοδοχείου που κάποιος βαλές θα έφερνε το τζιπ. 

Τρία βήματα πριν από τις συρόμενες γυάλινες πόρτες της εισόδου του ξενοδοχείου πρώτα άκουσα μια κραυγή κάπου από πίσω και ύστερα είδα το όπλο που τον σημάδευε απ' έξω. Το χέρι του Χίλμαρ που με κρατούσε σε κλάσματα του δευτερολέπτου με είχε σπρώξει βίαια προς τα δεξιά και στη συνέχεια είχε πέσει άνευρο στο πλάι του σώματος του. Μια σπαραχτική θλίψη αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά του, μια θλίψη και μια αποδοχή γι' αυτό που ερχόταν. Και απλά στεκόταν. Στεκόταν και περίμενε το αναπόφευκτο, ενώ οι κραυγές γύρω μας πολλαπλασιάζονταν. Ειλικρινά δεν ήξερα τι ήταν αυτό που με είχε υποκινήσει. Ποια εσωτερική ανάγκη, ποια κρυφή παρόρμηση. Το μόνο που ήξερα ήταν πως τα πόδια μου λες και είχαν δική τους βούληση κινούνταν βιαστικά προς το μέρος του. Και ύστερα ο ήχος από ένα τζάμι να σπάει και ένας οξύς πόνος σαν κάψιμο κάπου δεξιά στην ωμοπλάτη μου. Ένα ουρλιαχτό σαν αλύχτισμα, δυο χέρια κατακόκκινα να με κρατάνε στον αέρα, και πόνος, διάχυτος πλέον πόνος να μου κόβει την ανάσα. Και άλλες φωνές τριγύρω που δεν έβγαζαν νόημα και μια τεράστια πίεση στον ώμο που έκανε τον πόνο ακόμα πιο δυσβάσταχτο. Δεν τον άντεχα τον τόσο πόνο, με εξαντλούσε, με έκανε να θέλω να κοιμηθώ. Να κοιμηθώ για να πάψω να πονάω. Ο Χρήστος μου... να έβλεπα έστω ακόμα μια φορά τον Χρήστο μου, ευχήθηκα προσπαθώντας να φωνάξω το όνομά του. Και με τη σκέψη του παιδιού μου ένιωσα το σκοτάδι να με κυκλώνει, ένα λυτρωτικό σκοτάδι χωρίς πόνο. 

Το επόμενο που θα θυμόμουν θα ήταν ο ήχος της φωνής της Λίτσας να με παροτρύνει να ξυπνήσω. Όλα ένα όνειρο ήταν. Ο Χίλμαρ, το Σύνταγμα, το ξενοδοχείο στο Φάληρο, η Ρώμη, η Μεγάλη Βρετανία τα εγκαίνια, η ροζ χρυσή μαργαρίτα που φορούσα στον λαιμό μου, το όπλο, το αίμα, ο πόνος. Όλα ένα γλυκόπικρο όνειρο, σκέφτηκα και προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου. Το πρώτο που είδα ήταν ένα έντονο λευκό φως που με τύφλωνε και όσο η όραση μου καθάριζε και το πρόσωπο της Λίτσας εμφανιζόταν ένας πόνος στο δεξί μου χέρι με έκανε να μορφάσω.

-Ώπα με το μαλακό! με μάλωσε η Λίτσα που με ανασήκωσε στηρίζοντας με, πατώντας ταυτόχρονα κάποιο κουμπάκι στο πλάι του κρεββατιού ώστε να ανασηκωθεί η πλάτη.

-Που είμαι; ρώτησα αποπροσανατολισμένη με βραχνή φωνή

-Στο νοσοκομείο.

-Σε ποιο νοσοκομείο; Τι έγινε; 

-Στον Ευαγγελισμό! Σε ποιο νοσοκομείο ρε Μαργαρίτα στο γενικό νοσοκομείο Βουδαπέστης ξερωγώ. Σε κάποιο ιδιωτικό νοσοκομείο της Βουδαπέστης θαρρώ είμαστε, αλλά ονόματα μην με ρωτάς. Δεν θυμάσαι τι έγινε;

-Δεν ήταν όνειρο; Και εσύ πως βρίσκεσαι εδώ; Πέθανα;

-Δεν ξέρω αν είναι φυσιολογικό από το σοκ, αλλά αρχίζεις να με φρικάρεις περισσότερο από ότι ήμουν ήδη φρικαρισμένη. Και πίστεψέ με ήμουν ήδη τέρμα φρικαρισμένη! 

-Ο Χρήστος; Που είναι ο Χρήστος;

-Ο Χρήστος είναι στην Ελλάδα και είναι μια χαρά. Ηρέμησε. Θα σου τα εξηγήσω όλα.

-Ο Χίλμαρ; Που είναι ο Χίλμαρ; ρώτησα με αγωνία, αλλά το πρόσωπο της Λίτσας σκοτείνιασε και πριν προλάβει να μου απαντήσει μπούκαραν μέσα στο μονόκλινο δωμάτιο μια ομάδα γιατρών που έβγαλαν τη Λίτσα έξω και άρχισαν να με εξετάζουν.

Μισή ώρα μετά οι γιατροί με σπαστά αγγλικά μου είχαν εξηγήσει πως είχε η κατάσταση της υγείας μου. Με πληροφόρησαν πως η σφαίρα είχε καρφωθεί στο οστό της δεξιάς μου ωμοπλάτης και πως είχε χρειαστεί να με χειρουργήσουν για να την αφαιρέσουν. Πως για καλή μου τύχη το οστό είχε πάθει μικρή ζημιά σε αντίθεση με τένοντες, νεύρα και μύες που είχε χρειαστεί να επιδιορθωθούν. Η μεγάλη απώλεια του αίματος ήταν εκείνη που μου είχε προκαλέσει αιμοδυναμικό σοκ και με είχε ρίξει αρχικά σε κώμα. Με μεταγγίσεις είχαν καταφέρει να με σταθεροποιήσουν ώστε να προχωρήσουν στην επέμβαση. Μετά το χειρουργείο είχαν επιλέξει να με κρατήσουν για τρείς μέρες σε τεχνητό κώμα ώστε να δώσουν στο σώμα μου χρόνο για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις ανάγκες των πρώτων ημερών της ανάρρωσης. Με διαβεβαιώσαν πως δεν θα υπήρχε μόνιμη βλάβη στο δεξί μου χέρι και πως σε μερικές μέρες θα μπορούσα να πάρω εξιτήριο.

Ζαλισμένη ακόμα από τις ιατρικές πληροφορίες που μου είχαν δώσει και που δεν ήμουν 100% σίγουρη πως τις είχα καταλάβει πλήρως, είδα τους γιατρούς να φεύγουν από το δωμάτιο, την ίδια στιγμή που ένας άλλος άγνωστος άντρας έμπαινε μέσα. Πιθανόν κάποιος αστυνομικός υπέθεσα και αναστέναξα με δυσφορία γιατί εγώ τον μόνο που ήθελα να δω ήταν ο Χίλμαρ.

-Καλησπέρα σας κυρία Δήμου, λέγομαι Βασίλης Καμπούρης και ελπίζω να νιώθετε καλύτερα, μου συστήθηκε σε άψογα ελληνικά και συνοφρυώθηκα με επιφύλαξη. Ίσως κάποιος από το ελληνικό προξενείο;

-Από την ελληνική πρεσβεία είστε;

-Όχι κυρία Δήμου. Δεν είμαι από την ελληνική πρεσβεία. Είμαι υπάλληλος του κυρίου Σβένσον. Για την ακρίβεια είμαι μεταφραστής.

-Είσαι ο γνωστός Βασίλης; ρώτησα κοκκινίζοντας, ξεχνώντας τους τρόπους μου και τον πληθυντικό ευγενείας.

-Μάλιστα.

-Συγνώμη, είσαι Έλληνας και μιλάς προφανώς ισλανδικά, φαντάζομαι και αγγλικά. Μιλάς και ουγγρικά;

-Είμαι Έλληνας και διαπιστευμένος μεταφραστής σε δέκα γλώσσες συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αναφέρατε. 

-Η μαμά σου πρέπει να είναι πολύ περήφανη...

-Η μαμά μου με θεωρεί λίγο προβληματικό για την ακρίβεια λόγω της πετριάς μου με τις ξένες γλώσσες.

-Βασίλη, συγχώρησε μου τον ενικό αλλά ειλικρινά δεν είμαι σε κατάσταση να κρατάω τους τύπους και χρειάζομαι άμεσα απαντήσεις.

-Κανένα πρόβλημα με τον ενικό. Και θα απαντήσω στις ερωτήσεις σας, εφόσον έχω απαντήσεις να σας προσφέρω, αλλά υπάρχουν άμεσα ζητήματα που πρέπει να συζητήσουμε πριν έρθει η αστυνομία για να πάρει την κατάθεση σας. Έχουν ενημερωθεί ήδη από το νοσοκομείο ότι ανακτήσατε τις αισθήσεις σας. Λόγω του ότι δεν είστε Ουγγαρέζα πολίτης έχετε δικαίωμα κατά την κατάθεση να ζητήσετε την παρουσία μεταφραστή. Αυτός είναι και ο λόγος που βρίσκομαι εδώ. Ο κύριος Σβένσον έχει δώσει ήδη την κατάθεση του στις Ουγγρικές αρχές, καθώς και άλλοι αυτόπτες μάρτυρες από το ξενοδοχείο. Ο άνθρωπος που σας πυροβόλησε φαίνεται να είναι άρρεν, ψηλός, μελαχρινός, ηλικίας 25-35, άγνωστης εθνικότητας. Συμφωνείτε με την περιγραφή;

-Δεν έχω την παραμικρή ιδέα... Το μόνο που θυμάμαι είναι το όπλο. Αυτό μπορώ να στο περιγράψω με μεγαλύτερη λεπτομέρεια από τον άνθρωπο που το κρατούσε. Τα μάτια μου είχαν εστιάσει πάνω στο όπλο...

-Ωραία. Άρα να υποθέσω πως ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν κάποιος γνωστός σας;

-Τώρα μόλις δεν σου εξήγησα πως δεν τον πρόσεξα καθόλου; Πως είναι δυνατόν να ξέρω αν ήταν κάποιος γνωστός μου. Το μόνο που ξέρω με βεβαιότητα είναι πως δεν στόχευε εμένα. Οπότε λίγο δύσκολο να ήταν δικός μου γνωστός.

-Τι εννοείται;

-Εννοώ πως το όπλο ήταν στραμμένο προς τον Χίλμαρ, Βασίλη. Δεν ήμουν εγώ ο στόχος.

-Ειλικρινά δεν νομίζω πως υπάρχει κομψός τρόπος να σας το πω, οπότε θα είμαι ευθύς γιατί ο χρόνος μας πιέζει. Ο κύριος Σβένσον σας παρακαλεί να αποκρύψετε αυτό που μόλις αναφέρατε. Ξέρει ότι σας ζητάει πολλά, ειδικά μετά από ότι κάνατε για εκείνον. Είναι όμως ζωτικής σημασίας να μην πληροφορηθούν οι αρχές πως ο στόχος της επίθεσης ήταν ο ίδιος. Ήδη οι καταθέσεις που έχουν συλλεχθεί δεν αντικρούουν αυτό που σας ζητάει να καταθέσετε. Πάνω στον πανικό ελάχιστοι μπόρεσαν να δουν τι ακριβώς συνέβη. Οι περισσότεροι εκείνη τη στιγμή έψαχναν κάποιο καταφύγιο. Οι μόνοι άνθρωποι που ξέρουν τι ακριβώς έγινε είστε εσείς και ο κύριος Σβένσον.

-Και γιατί δεν είναι εδώ ο κύριος Σβένσον να μου το ζητήσει ο ίδιος;

-Κυρία Δήμου δεν έχουμε χρόνο. Σας υπόσχομαι πως θα σας εξηγήσω. Πείτε μου μόνο ότι καταλάβατε, είπε και πριν προλάβω να απαντήσω η πόρτα του δωματίου άνοιξε ακόμα μια φορά και μια ομάδα ένστολων αστυνομικών μπήκε μέσα.

Η κατάθεση μου ήταν πιο αόριστη και από τις αόριστες αντωνυμίες. Οι αστυνομικοί σε διάφορες φάσεις έδειχναν να δυσανασχετούν, αλλά τους είχα πραγματικά χεσμένους. Όχι δεν ήξερα ποιος με πυροβόλησε, όχι δεν μπορούσα να δώσω περιγραφή, όχι δεν ήξερα γιατί η σφαίρα με είχε βρει από πίσω, ναι ίσως να με πέτυχε σε κάποια φάση που προσπαθούσα να φύγω από τον χώρο, ναι στη Βουδαπέστη είχα έρθει για αναψυχή, όχι δεν γνώριζα κάποιον που θα ήθελε να με πυροβολήσει, ναι ήμουν καλεσμένη του κυρίου Σβένσον για τα εγκαίνια, φιλική, ναι η σχέση μας ήταν φιλική όπως είχε δηλώσει ο ίδιος. Φανερά κουρασμένη και βαθιά πληγωμένη τους είχα διώξει άρον άρον προφασιζόμενη την υγεία μου και αμέσως μετά είχα πετάξει έξω και τον Βασίλη παρά τις διαμαρτυρίες του. Ήθελα να μείνω μόνη μου. Τους είχα κάνει το χατίρι και σαν καλό κορίτσι είχα πει ότι ήθελαν. Ας με άφηναν επιτέλους μόνη μου να γλύψω τις πληγές μου. 

Μόλις το δωμάτιο άδειασε επιτέλους προσπάθησα να κλάψω, αλλά ούτε αυτό μπορούσα να κάνω. Μια παγωμάρα είχε απλωθεί μέσα μου και με είχε ρίξει σε ένα αισθητηριακό κενό που ειλικρινά με τρόμαζε περισσότερο από τους επιδέσμους και τους ορούς. 

-Θα πετάξεις και εμένα έξω ή εγώ μπορώ να μπω; ακούστηκε η φωνή της Λίτσας από τη μισάνοιχτη πόρτα και της έκανα νόημα να μπει.

-Πονάς;

-Πολύ....

-Να ζητήσουμε κάποιο παυσίπονο; Πως λένε γαμώτι μου το παυσίπονο στα αγγλικά. Που είναι αυτός ο μαλάκας ο Βασίλης όταν τον χρειάζεσαι!

-Δεν πονάω στον ώμο μου.

-Και που πονάς μάτια μου; Χτύπησες και αλλού;

-Μέσα μου Λίτσα. Πονάω μέσα μου, είπα και έσφιξα με το καλό μου χέρι το ύφασμα από τη ρόμπα στο ύψος του στήθους μου για να δώσω έμφαση στα λόγια μου.

-Από τους πόνους που δεν περνάνε με παυσίπονο;

-Από αυτούς...

-Αχ βρε Μαργαριτάκι.

-Που είναι Λίτσα; Γιατί δεν είναι εδώ; 

-Δεν ξέρω πουλάκι μου που είναι. Πριν τέσσερις μέρες έλαβα ένα τηλεφώνημα από τον Βασίλη. Στην αρχή νόμιζα ότι μου έκαναν πλάκα. Όταν όμως σε πήρα για να βεβαιωθώ ότι είσαι καλά και το σήκωσε και πάλι ο Βασίλης κατάλαβα ότι δεν μου έκαναν πλάκα. Μου είπε ότι έπαθες κάποιο σοβαρό ατύχημα και ότι θα έπρεπε να ενημερώσω τους δικούς σου. Ρώτησα τι ακριβώς είχες πάθει και εκεί μου το μπουμπούνισε ότι σε είχαν πυροβολήσει. Μου κόπηκαν τα πόδια όταν το άκουσα, δεν ήξερα τι να κάνω. Μου εξήγησε ότι ήσουν λέει κάτι, κάτσε να δεις πως το είπε, αιμοδυναμικά ασταθής νομίζω και ότι θα έπρεπε να σε σταθεροποιήσουν για να γίνει η επέμβαση. Μου ζήτησε τα στοιχεία μου και μέσα στο επόμενο μισάωρο μου ήρθε με email ένα εισιτήριο για Βουδαπέστη με την επόμενη διαθέσιμη πτήση που ήταν το ίδιο βράδυ. Λογικά θα προλάβαινα να είμαι εδώ για την επέμβαση. Τελικά δεν πρόλαβα, όταν έφτασα σε είχαν βγάλει ήδη από το χειρουργείο. Πριν με πάει ο Νίκος στο αεροδρόμιο πέρασα από τη μάνα σου. Προσπάθησα να είμαι ψύχραιμη όταν της εξήγησα την κατάσταση, αλλά όπως καταλαβαίνεις το ραντάρ της έπιασε και αυτά που δεν είπα. Φοβήθηκα Μαργαρίτα πως θα πάθει και αυτή κάτι μεγάλη γυναίκα έτσι όπως άσπρισε και άρχισε τις προσευχές, αλλά με διαβεβαίωσε ότι εκείνη θα ήταν καλά, αρκεί να ήταν και το παιδί της. Με χιλιοπαρακάλεσε να την πάρω μαζί μου, αλλά δεν ήξερα τι θα βρω και φοβήθηκα. Έπαιξα έτσι το χαρτί του Χρήστου... Της είπα ότι έπρεπε να είναι δυνατή για τον Χρήστο και έτσι την έπεισα να μείνει Ελλάδα. Όπως φαντάζεσαι με έχει πάρει χιλιάδες τηλέφωνα και θα πρέπει να της μιλήσεις και εσύ τώρα που συνήλθες, γιατί δεν με πιστεύει ότι έχεις διαφύγει κάθε κίνδυνο. Στο παιδί συμφωνήσαμε να μην πούμε τίποτα, να του πούμε πως απλά θα παράτεινες λίγο το ταξίδι σου, αλλά ο γιος σου σε ξέρει καλά και δεν το έφαγε. Προχθές μας κρυφάκουσε που μιλούσαμε στο τηλέφωνο και από εκείνη την ώρα ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Η δόλια η μάνα σου αναγκάστηκε να του πει ότι ήξερε, αλλά ο μικρός ήταν έξαλλος. Πήρε τον μαλάκα τον πατέρα του και απαίτησε να τον φέρει Βουδαπέστη, απειλώντας πως δεν θα του ξαναμιλούσε αν δεν τον έφερνε. Όπως φαντάζεσαι ο Στέλιος που δεν είχε ιδέα τι είχε συμβεί έπαθε αποπληξία. Με πήρε και αυτός τηλέφωνο και του είπα μέσες άκρες τι έχει γίνει. Φυσικά ζητούσε περισσότερες λεπτομέρειες για το πως βρέθηκες στη Βουδαπέστη, αλλά το έπαιξα Κινέζα και του το έκλεισα. Η τελευταία ενημέρωση που είχα από Ελλάδα ήταν πως προς τιμή του ο Στέλιος έβγαλε εισιτήρια ώστε να φέρει τον Χρήστο, αλλά ο δικηγόρος του το ξέκοψε. Είναι λέει ανήλικος, είστε διαζευγμένοι, και αν χωρίς τη δική σου συναίνεση έβγαζε το παιδί από την Ελλάδα θα ήταν αρπαγή ανηλίκου και θα έμπλεκε. Ο Χρήστος σταμάτησε να του μιλάει έκτοτε, για την ακρίβεια ούτε στην κυρά Μίνα μιλάει. Δεν χωράει το έφηβο μυαλό του νομικές παραμέτρους και χρεώνει και τους δύο τους που δεν τον φέρνουν να σε δει. Και με αυτόν πρέπει να μιλήσεις...άμεσα. 

-Χριστέ μου σκατά τα έχω κάνει. Το παιδί μου υποφέρει και εγώ ρωτάω που είναι ο άλλος... Είμαι εγώ μάνα;

-Ώπα, κόψε λίγο το αυτομαστίγωμα. Σύμφωνα με όσα μου είπαν η μόνη λέξη που κατάφερες να πεις από τη στιγμή που έφαγες τη σφαίρα μέχρι και που λιποθύμησες ήταν το όνομα του Χρήστου, και η ίδια αυτή λέξη ήταν και από τις πρώτες που βγήκαν από το στόμα σου μόλις συνήλθες. Οπότε όχι, δεν είσαι τόσο γαϊδούρα μάνα όσο νομίζεις. 

-Ποιος στο είπε αυτό; Ο Βασίλης;

-Γιατί ήταν μπροστά ο Βασίλης όταν έφαγες τη σφαίρα; Ο άλλος μαλάκας σου μου το είπε...

-Τον είδες;

-Ναι τον είδα... Όταν προσγειώθηκα στο αεροδρόμιο ήρθε αυτός ο μπαγλαμάς ο Βασίλης και με πήρε. Εδώ να πω ότι του έριξα κάποιες Χριστοπαναγίες γιατί δεν μου έλεγε τίποτα. Τώρα εκ των υστέρων νιώθω λίγο άσχημα για τα καντήλια που του κατέβασα στη διαδρομή από το αεροδρόμιο στο νοσοκομείο. Τεσπά, φτάνουμε στο νοσοκομείο, που παρεμπιπτόντως είναι και γαμώ τα νοσοκομεία, και άρχισε ο Βασίλης να με οδηγεί προς έναν προθάλαμο έξω από τα χειρουργεία. Στη διαδρομή για εκεί με ενημέρωσε πως εσύ ήσουν στην ανάνηψη και θα περιμέναμε να σε πάνε στη μονάδα που θα σε κρατούσαν σε κώμα για τρεις μέρες. Κατά τη μεταφορά σου θα σε βλέπαμε για λίγο. Μου εξήγησε ο Βασίλης ότι είχαν βγάλει τη γαμωσφαίρα και ότι ήσουν σταθερή. Και φτάνουμε επιτέλους στον προθάλαμο και εκεί βλέπω τον δικό σου. Μπορεί φιλενάδα να μην υπάρχει άνθρωπος πάνω στο πλανήτη που να θέλει να τον χαστουκίσει περισσότερο αυτή τη στιγμή από εμένα, αλλά ο άνθρωπος ήταν ένα ράκος. Ήταν πασαλειμμένος από πάνω μέχρι κάτω με αίματα και μετά βίας στεκόταν όρθιος. Φυσικά μετά το σοκ της εικόνας του, έτρεξα να του ζητήσω τα ρέστα. Με τη βοήθεια του Βασίλη, που στάθηκε και κάπου χρήσιμος, έμαθα τις λεπτομέρειες. Πως σαν την ηλίθια μπήκες μπροστά και έφαγες εσύ την σφαίρα. Πως λόγω της διαφοράς ύψους σας και επειδή ο τρελός που πυροβόλησε στόχευε την καρδιά εκείνου, εσύ την έφαγες ψηλά στην ωμοπλάτη. Πως χωρίς τη τζαμαρία που επιβράδυνε κάπως τη σφαίρα και χωρίς το κόκκαλο της ωμοπλάτης σου που τη σταμάτησε, αν η σφαίρα έβρισκε σημείο εξόδου από το σώμα σου εκείνος θα ήταν νεκρός παρά την αυτοθυσία σου. Πως το μόνο που είχες πει ήταν το όνομα του Χρήστου. Αυτά μέσες άκρες. Ο άνθρωπος ήταν σου λέω σε άθλια κατάσταση, μετά βίας μιλούσε σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα. Το μόνο που έλεγε ξανά και ξανά ήταν κάτι που ακουγόταν σαν "xβερς βέγκνα". Πρέπει να το είπε και είκοσι φορές λες και είχε κολλήσει η βελόνα. Ο Βασίλης που τον ρώτησα τι σήμαινε αυτό που έλεγε ξανά και ξανά ήταν "γιατί". Και ύστερα σε έβγαλαν από το χώρο της ανάνηψης και μα το Θεό μόλις σε είδα μου ήρθε εμένα λιποθυμία. Ήσουν κάτασπρη λες και είχε στραγγίξει όλο σου το αίμα. Ο ψηλός μόλις σε είδε παρέλυσε κυριολεκτικά. Δύο μέτρα άντρας και έτρεμε σαν το φύλλο. Σαν υπνωτισμένος πλησίασε το φορείο και χωρίς να λογαριάσει ότι τον έβλεπαν γιατροί, νοσοκόμοι, εγώ, ο Βασίλης γονάτισε στο πλάι του φορείου και έβαλε τα κλάματα σαν παιδί ενώ σου ζητούσε συγνώμη στα αγγλικά. Τρεις τραυματιοφορείς χρειάστηκαν να τον σηκώσουν από το δάπεδο και ενώ δεν του άξιζε, εκείνη την ώρα τον λυπήθηκα. Το φορείο με εσένα επάνω άρχισε πάλι να κινείται και εγώ φυσικά ακολούθησα εσένα να δω που θα σε πάνε. Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που τον είδα Μαργαρίτα. Έκτοτε δεν τον έχω δει. Μέχρι και σήμερα που σε έφεραν εδώ, εγώ και ο Βασίλης ερχόμασταν δυο φορές τη μέρα στη μονάδα εντατικής θεραπείας στο επισκεπτήριο. Εκείνον δεν τον ξαναείδα και ο Βασίλης δεν μου λέει τίποτα. Μακάρι να είχα κάτι περισσότερο να σου πω, αλλά αυτά είναι όλα... είπε και μου έπιασε το χέρι παρηγορητικά μην ξέροντας τι άλλο να κάνει. Και εγώ για λίγα λεπτά δεν είπα τίποτα, μόνο κοιτούσα τον λευκό τοίχο απέναντι. 

-Πες κάτι... με παρακάλεσε η Λίτσα που τώρα πρόσεχα πόσο κουρασμένη έμοιαζε.

-Δώσε μου το κινητό μου, είπα μόνο και η Λίτσα μου το έπιασε από το κομοδίνο δίπλα. Με το αριστερό μου χέρι άτσαλα το ξεκλείδωσα, πάτησα κάτι και το έβαλα στο αριστερό μου αυτί .

-Μαμά;;;;; Μαμά μου!!!!  ακούστηκε η απεγνωσμένη φωνή του Χρήστου μέσα από το ακουστικό του κινητού και τα δάκρυα που τόση ώρα δεν έλεγαν να ξεπαγώσουν από μέσα μου επιτέλους έτρεχαν σαν χείμαρρος μέσα από τα μάτια μου και ζέσταιναν την παγωμένη μου καρδιά κάνοντας την να πονάει λίγο λιγότερο. 


                


Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

"Sugar Daddy" ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ






Τα αεροπλάνα από μικρή μου γεννούσαν ένα περίεργο συναίσθημα. Πρώτη φορά είχα μπει σε αεροπλάνο στην ηλικία των δέκα πηγαίνοντας με τους γονείς μου ένα καλοκαίρι στην Κέρκυρα. Εκείνο το πρώτο ταξίδι μου είχε μάθει πως όσο συναρπαστική και αν έμοιαζε θεωρητικά η ιδέα του να πετάς, η πραγματικότητα ξεπερνούσε την προσδοκία. Η αδρεναλίνη της απογείωσης και της προσγείωσης μου προκαλούσαν μια γλυκιά νευρικότητα που με έκανε να νιώθω περίεργα ζωντανή. Μια νευρικότητα που όσα ταξίδια και αν είχα κάνει δεν είχα καταφέρει ποτέ να αποβάλλω εξολοκλήρου. Με τον Στέλιο ταξιδεύαμε συχνά στο εξωτερικό και στο εσωτερικό με αεροπλάνο, περισσότερο ως κομμάτι της κοινωνικής μας εικόνας. Τριήμερα στη Μάλτα, γαμήλιο ταξίδι στην Ρώμη, καλοκαιρινές διακοπές στα Κανάρια νησιά, Χριστούγεννα στην Βιέννη ήταν τα ταξίδια που είχαμε κάνει στο εξωτερικό, ενώ τα αεροπορικά ταξίδια στα ελληνικά νησιά και στη Θεσσαλονίκη ήταν ακόμα περισσότερα. Και ύστερα είχε έρθει η οικονομική μας καταστροφή και μαζί της είχε φέρει και την καταστροφή της σχέσης μας, καθιστώντας το οποιοδήποτε ταξίδι πλέον αδύνατο. Θα ήμουν ψεύτρα αν δεν παραδεχόμουν πως το σύντομο πρόσφατο ταξίδι στη Ρώμη, ανεξάρτητα από το πως είχε εξελιχθεί, δεν είχε ξυπνήσει μέσα μου ξανά την ανάγκη να νιώθω συχνότερα αυτή τη λυτρωτική νευρικότητα που μου προσέφεραν οι πτήσεις. Ίσως αυτό να με είχε κάνει να αποδεχτώ την πρόσκληση του Χίλμαρ να πάω στη Βουδαπέστη ή ίσως να κορόιδευα για ακόμα μια φορά τον εαυτό μου μη θέλοντας να παραδεχτώ πως απλά ήθελα να τον ξαναδώ, να τον ξαναγγίξώ, να μάθω τι ήταν αυτό που ήθελε να μου φορέσει. 

Η Λίτσα όταν την είχα ενημερώσει πως θα πεταγόμουν για 15 ώρες στη Βουδαπέστη είχε σηκώσει τα χέρια της ψηλά. "Μακάρι φιλενάδα να βγει κάτι καλό από όλο αυτό" μου είχε ευχηθεί ανήσυχη, αλλά εμένα δεν με ένοιαζε πλέον που θα έβγαζε όλο αυτό. Απελευθερωμένη, όντας επίσημα και πλέον διαζευγμένη και μη χρεωμένη, είχα πάρει απόφαση να ζήσω αυτή την τρέλα και ας ήταν και η τελευταία μου. Μάλιστα από τη στιγμή που είχα αποδεχτεί πως θα το ζούσα χωρίς ενοχές, είχα γίνει και πιο θρασύς απέναντι στους ανθρώπους της ζωής μου. 45 χρονών γυναίκα δεν θα έπαιζα κρυφτό με τη μάνα μου και δεν θα έδινε λογαριασμό στον Χρήστο, υποτιμώντας τη νοημοσύνη τους με ψέματα. "Θα πάω ένα σύντομο ταξίδι στην Βουδαπέστη να επισκεφτώ έναν φίλο μου", τους είχα πει και είχα αρνηθεί να δώσω περισσότερες λεπτομέρειες για τον φίλο που θα επισκεπτόμουν στις επίμονες ερωτήσεις της κυρά Μίνας. Ο Χρήστος από την άλλη δεν είχε ρωτήσει τίποτα περισσότερο, ευλογημένη εφηβεία! 

Βρέθηκα έτσι και πάλι μέσα σε ένα αεροπλάνο στην πρώτη θέση να αμφισβητώ τις ενδυματολογικές επιλογές μου που βρίσκονταν πάνω από το κάθισμά μου μέσα στη μπλε δανεική βαλίτσα καμπίνας της Λίτσας. Θα έπρεπε να αγοράσω μια δική μου όπως πήγαιναν τα πράγματα, σκέφτηκα πίνοντας μια γουλιά από τον καφέ που η αεροσυνοδός μου είχε φέρει λίγο μετά την απογείωση και που είχε ήδη κρυώσει. Ο Χίλμαρ με είχε ενημερώσει πως θα με έπαιρνε από το αεροδρόμιο και πως θα είχαμε ελάχιστο χρόνο μέχρι να πάμε στο κτήριο που θα γινόντουσαν τα εγκαίνια. Το ένδυμα φυσικά και θα έπρεπε να είναι επίσημο. Για να προλάβω την πτήση όμως, χωρίς να πάρω και πάλι άδεια, έπρεπε να φύγω κατευθείαν από τη δουλειά για το αεροδρόμιο. Ήταν επομένως ουσιαστικά αδύνατο να ετοιμαστώ από το πρωί. Αδιανόητο μου είχε φανεί να δουλέψω και στη συνέχεια να ταξιδέψω με φόρεμα και γόβες. Ήλπιζα έτσι πως ο ελάχιστος χρόνος που μου είχε αναφέρει ο Χίλμαρ θα σήμαινε έστω ένα τέταρτο χρόνο να αλλάξω. Άραγε το απλό μαύρο φόρεμα που είχα ξεθάψει από την ντουλάπα να ήταν οκ για την περίσταση ή παρά ήταν απλό; Ω σκασίλα μου! Απλό, ξε απλό αυτό θα φορούσα , πρώτον γιατί με κολάκευε και δεύτερον γιατί ποτέ τίποτα δεν είχε πάει στραβά με ένα little black dress σε όποια ηλικία και αν ήσουν. Στην τελική οι κόκκινες γόβες με το χρυσό τακούνι που είχα πάρει από το μαγαζί που δούλευα με έκπτωση, σε συνδυασμό με το κόκκινο κραγιόν που θα φορούσα και τα κόκκινα εσώρουχα που με τρόπο είχα ήδη φορέσει στην τουαλέτα της δουλειάς θα έκαναν όλη τη δουλειά εκεί που πραγματικά με ένοιαζε. Θα μάθαινε ο Βίκινγκ που είχε αμφισβητήσει τις ικανότητες μου στην αποπλάνηση! Στην τσάντα άλλωστε είχα το τελευταίο όπλο μου και αυτό θα ήταν και εκείνο που θα επισφράγιζε το μαρτύριο του ψηλέα που μέχρι να τελειώσει η εκδήλωση θα λύσσαγε για την ώρα που θα μέναμε μόνοι και θα μπορούσε να μου το βγάλει.         

Και ενώ η αδημονία μου όλο και μεγάλωνε όσο πλησιάζαμε στη Βουδαπέστη, ήρθε η ανακοίνωση από τα μεγάφωνα που με έκανε να μην μπορώ να σταματήσω να κουνιέμαι πλέον από τη νευρικότητα μου στο κάθισμα. Λόγω ομίχλης πάνω από το αεροδρόμιο της Βουδαπέστης το αεροπλάνο θα έκανε μερικούς κύκλους πάνω από την πόλη μέχρι να είναι εφικτή η ασφαλής προσγείωση. Θα καθυστερούσα... Και πράγματι με μισή ώρα καθυστέρηση και τα νεύρα μου τσαλακωμένα ίσως και περισσότερο από το φόρεμα στη βαλίτσα, βρέθηκα να τρέχω πανικόβλητη στους διαδρόμους του αεροδρομίου αναζητώντας τον Χίλμαρ. Λίγο το άγχος της καθυστέρησης, λίγο η κούραση όλης της μέρας και του ταξιδιού και παραλίγο να τον προσπεράσω. Τελευταία στιγμή είχα φρενάρει μπροστά του και για λίγα δευτερόλεπτα σαν μαρμαρωμένη απλά τον κοιτούσα. Από εκείνη την πρώτη φορά είχα να τον δω μέσα σε κουστούμι και σχεδόν είχα ξεχάσει πόσο πολύ ταίριαζαν τα κουστούμια στο επιβλητικό του ανάστημα. Το μαύρο ατσαλάκωτο σακάκι αγκάλιαζε υπέροχα το σώμα του ενώ το λευκό πουκάμισο από μέσα και το μαύρο παντελόνι που κάλυπτε τα χιλιόμετρα των δυνατών ποδιών του απλά υπογράμμιζαν αβίαστα και φυσικά την επισημότητα που ανέδυε. Μέσα σε μια αναμενόμενη αρσενική επιλογή ο Χιλμάρ αποδείκνυε περίτρανα πως πράγματι δεν κάνει το ρούχο τον παπά, αλλά ο παπάς το ρούχο. Γιατί αυτός ο άντρας ακόμα και το φτηνότερο κουστούμι από την Αιόλου, θα το πήγαινε σε άλλο επίπεδο. 

- I missed you Rita, μου είπε χαμογελώντας και χωρίς να προβληματιστεί ούτε λεπτό για την αλαφιασμένη μου έκφραση και την εντελώς ανεπίσημη εμφάνιση μου, με τράβηξε και με έκλεισε στην αγκαλιά του φιλώντας το κεφάλι μου βγάζοντας με από την νιρβάνα που με είχε ρίξει η βγαλμένη από εξώφυλλο περιοδικού εικόνα του.

-I missed you too, του απάντησα παίρνοντας μια βαθιά εισπνοή γεμίζοντας τα πνευμόνια μου με το χαρακτηριστικό του άρωμα που πραγματικά μου είχε λείψει πολύ. Μια ανάσα που στην εκπνοή της ακούστηκε άβολα σαν αναστεναγμός.

-Ι am so sorry for the delay, απολογήθηκα χαζά λες και εγώ πιλοτάριζα το αεροπλάνο χωρίς να κάνω την παραμικρή κίνηση να ξεκολλήσω από πάνω του.

-It's fine. Don't worry, με καθησύχασε εκείνος χαϊδεύοντας ταυτόχρονα γλυκά την πλάτη μου, χωρίς να δείχνει ούτε και ο ίδιος την παραμικρή διάθεση να με αφήσει από την αγκαλιά του

-We shouldn't do this right now... I am wearing make up and i will ruin your suit, του είπα και έκανα να τραβηχτώ από πάνω του, αλλά εκείνος με έσφιξε περισσότερο ακινητοποιώντας με.

-Who cares? μου ψιθύρισε στο αυτί σκύβοντας λίγο την ίδια στιγμή που τα χέρια του ανέβαιναν από την πλάτη μου στο πρόσωπο μου. Με μαλακές κινήσεις μου ανασήκωσε το πρόσωπο από το πέτο του και κρατώντας το τρυφερά αντικρυστά από το δικό του κάρφωσε τα μάτια του στα δικά μου.

-I really, really missed you, μου επανέλαβε κοιτάζοντας με, με τόση ένταση και λαχτάρα που σαν παιδούλα ένιωσα τα πόδια μου να λυγίζουν. Πριν προλάβω όμως να καώ ολοσχερώς μέσα στον παγετώνα των ματιών του τα χείλη του ήταν ήδη πάνω στα δικά μου διψασμένα και αδηφάγα. Εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα του φιλιού μας και όσο η γλώσσα του λαίμαργα έψαχνε τη δική μου το σύμπαν έμοιαζε να έχει βουβαθεί, η γη να έχει σταματήσει. Και ενώ εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να κατανοήσω την περίεργη δυναμική εκείνου του φιλιού, μιας και δεν ήταν ούτε το πρώτο, ούτε και το τελευταίο που θα ανταλλάσσαμε, είχα αγνοήσει τα προειδοποιητικά καμπανάκια που χτυπούσαν κάπου βαθιά μέσα μου και είχα παραδοθεί ολοκληρωτικά.

Αν κάποιος περαστικός με μια τεράστια βαλίτσα δεν είχε χτυπήσει τη δική μου ρίχνοντας την στο πάτωμα μπορεί να μέναμε εκεί κολλημένοι για ώρες μέσα στη μέση του αεροδρομίου. Ο ήχος όμως της βαλίτσας που έπεφτε μας έβγαλε απότομα από την έκσταση του φιλιού. Με αμήχανα χαμόγελα και πιασμένοι χέρι χέρι βγήκαμε από τον εσωτερικό χώρο του αεροδρομίου σχεδόν τρέχοντας μέχρι που φρενάρισα απότομα μόλις αντίκρισα το χιονισμένο τοπίο.

-It is snowing!!!! ούρλιαξα εκστασιασμένη δείχνοντας το τοπίο στον Χίλμαρ που με κοιτούσε παραξενεμένος. 

-Yes, it is. It 's December Rita, μου είπε αδυνατώντας να καταλάβει την έκπληξή μου.

-Oh you fucking Viking! You don't understand!!! It is snowing!!!! It almost never snows where i live! συνέχισα εγώ ενώ σχεδόν χοροπηδούσα από την χαρά μου πιάνοντας με τα χέρια μου τις μικρές νιφάδες που έπεφταν αδιάκοπα από τον ουρανό. And it's freezing! συμπλήρωσα μόλις το κρύο άρχισε να διαπερνά το παλτό μου κάνοντας τα δόντια μου να χτυπάνε. Πλέον ο Χίλμαρ, εντελώς ανεπηρέαστος από τη χαμηλή θερμοκρασία, γελούσε δυνατά και άρχισε και πάλι να με τραβάει προς το πάρκινγκ του αεροδρομίου.

Πέντε λεπτά αργότερα βρισκόμουν μέσα σε ένα μαύρο τζίπ, με την θέρμανση στο μάξιμουμ, στο πίσω κάθισμα μαζί με την βαλίτσα μου, ενώ ο Χίλμαρ από τη θέση του οδηγού, με το σακάκι του απλωμένο επιμελώς στη θέση του συνοδηγού έβγαζε το όχημα από το πάρκινγκ στον δρόμο. Σχεδόν αποπληξία μου είχε έρθει όταν με είχε πληροφορήσει πως θα έπρεπε να ντυθώ μέσα στο όχημα εν κινήσει γιατί είχαμε ήδη καθυστερήσει περισσότερο από όσο επέτρεπε το πρωτόκολλο. Τον είχα βρίσει στα ελληνικά, εκείνος μου είχε χαμογελάσει μιας και δεν είχε καταλάβει Χριστό και τώρα πάλευα μέσα στο ημίφως να ξεκουμπώσω το τζιν και να το βγάλω, ρίχνοντας κλεφτές ματιές ταυτόχρονα έξω από το παράθυρο. Ευτυχώς Παναγία μου το χιόνι στα παράθυρα που ακόμα δεν είχε λιώσει μου προσέφερε λίγη ιδιωτικότητα. Μια λακκούβα στο δρόμο και το κεφάλι μου χτυπούσε στον ουρανό του αυτοκινήτου τη στιγμή που περνούσα τα μανίκια του φορέματος προκαλώντας ένα δεύτερο γύρο γαμωσταυριδίων να αρχίσει να εκτοξεύεται από το στόμα μου υπό την ηχητική υπόκρουση του γέλιου του Χίλμαρ. 

-Το διασκεδάζεις βλέπω, του πέταξα με κακία ενώ κατέβαζα το φόρεμα χολωμένη με την όλη κατάσταση.

 -I am so sorry, μου απάντησε κοιτώντας με μέσα από τον καθρέφτη ακόμα χαμογελαστός.

Και πάνω που πίστευα πως η τέλεια σκηνή αποπλάνησης που είχα σκηνοθετήσει στο μυαλό μου θα πήγαινε άκλαφτη δεδομένων των συνθηκών, μια διαβολική ιδέα μου ήρθε σαν κομήτης. Και όσο το ζεστό απολογητικό βλέμμα του ήταν ακόμα καρφωμένο πάνω μου μέσα από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου, με όση χάρη μου επέτρεπε ο χώρος, ανέβηκα με τα γόνατα πάνω στο κάθισμα σκύβοντας το κεφάλι μου για να χωρέσω.                    

-What are you doing back there, be careful!, με μάλωσε ενώ ταυτόχρονα έπιανε δεξιά λωρίδα και επιβράδυνε γιατί μια ακόμα λακκούβα με την ταχύτητα που πηγαίναμε σίγουρα θα μου προκαλούσε διάσειση.

-I am dressing, του απάντησα αθώα ενώ σήκωνα επιδεικτικά το κάτω μέρος του φορέματος πάνω από τη μέση μου προσφέροντας του μέσα από το καθρέφτη μια μεγαλοπρεπή εικόνα του κάτω μισού του σώματος μου.

-To me it seems like you are undressing, είπε εκείνος βραχνά εναλλάσσοντας το βλέμμα του από το δρόμο στον καθρέφτη και πάλι πίσω νευρικά.

-Eyes on the road mister, τιτίβισα εγώ εύθυμα ενώ με τα χέρια μου έβγαζα από την τσάντα το μεγάλο μου όπλο. Ισορροπώντας με δυσκολία πάνω στο δερμάτινο κάθισμα και με τα γόνατα μου ήδη να με πονάνε, άρχισα να περνάω την κόκκινη ζαρτιέρα γύρω από την μέση μου ασφαλίζοντας τη στη θέση της. Ένας αναστεναγμός από το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου μου έκανε ξεκάθαρο πως το κοινό για το οποίο έδινα όλο αυτό το σόου β' διαλογής παρακολουθούσε. Ικανοποιημένη κάθισα και πάλι στο κάθισμα και ξαπλώνοντας λίγο την πλάτη μου σήκωσα το δεξί μου πόδι ψηλά και άρχισα να περνάω τη μεταξωτή μαύρη κάλτσα με τη ρίγα/ραφή στο πίσω μέρος και τη δαντέλα στο τελείωμα αργά και σταθερά στρώνοντας την όσο καλύτερα μπορούσα. Αύριο θα πλήρωνα τα ακροβατικά που έκανα τώρα, αλλά χαλάλι. Οι κοφτές σχεδόν λαχανιασμένες ανάσες που ακουγόντουσαν από μπροστά άξιζαν με το παραπάνω το ενδεχόμενο λουμπάγκο.

-You are killing me... τον άκουσα σχεδόν να βλαστημάει τη στιγμή που ασφάλιζα την κάλτσα στην ζαρτιέρα και κατέβαζα το δεξί πόδι για να σηκώσω το αριστερό. 

-I was hoping you would help me wear those, but now i am just hoping you will help me take them off, σχολίασα παιχνιδιάρικα τη στιγμή που ασφάλιζα τη δεύτερη κάλτσα και πριν προλάβω καλά καλά να ολοκληρώσω την πρόταση μου ένα κορνάρισμα ακούστηκε από πίσω και το αμάξι με φόρα έκανε και άλλο δεξιά και φρενάριζε απότομα κάνοντας με να κολλήσω στο μπροστινό κάθισμα. Ζαλισμένη από την πρόσκρουση και σε μια εντελώς μη κολακευτική στάση με το φόρεμα μου ανασηκωμένο, η μισή πάνω στο κάθισμα και η άλλη μισή με τα χέρια στο πατάκι του αυτοκινήτου, πριν προλάβω να ανασυγκροτηθώ και να ανακτήσω την αξιοπρέπεια μου άκουσα την πόρτα του οδηγού να ανοίγει και στη συνέχεια να κλείνει με δύναμη. Βιαστικά ανασήκωσα το σώμα μου πάνω στο κάθισμα, αλλά πριν προλάβω να το επαναφέρω από την ξαπλωτή στάση στην καθιστή, η πίσω πόρτα άνοιξε και ακριβώς μπροστά στα μισάνοιχτα πόδια μου φάνηκε ο Χίλμαρ τη ίδια στιγμή που ο κρύος αέρας με βία εισερχόταν στα πιο απόκρυφα σημεία μου ανατριχιάζοντας με. Χωρίς κουβέντα και με το βλέμμα του σχεδόν θυμωμένο, με ευκολία ανασήκωσε τα πόδια μου και γλίστρησε στο πίσω κάθισμα κλείνοντας ξανά την πόρτα. Τα πόδια μου πλέον κρέμονταν άνευρα πάνω στην αγκαλιά του ενώ εγώ στηριγμένη στους αγκώνες μου είχα ανασηκωθεί και τον κοιτούσα χαμογελαστή.

-I thought we were late, είπα ικανοποιημένη με τον εαυτό μου και έριξα όλο μου το βάρος στο δεξί μου αγκώνα προσπαθώντας την ίδια στιγμή με το αριστερό χέρι να κατεβάσω λίγο το φόρεμα. Το χέρι του όμως σαν μέγγενη έπιασε το δικό μου και το ακινητοποίησε. Για λίγα δευτερόλεπτα το μόνο που ακουγόταν ήταν οι ανάσες μας και το ρυθμικό τικ τικ των αλάρμ του αυτοκινήτου.

-You wanna play games with me Rita? Lets play games... ακούστηκε η φωνή του να σπάει την ησυχία την ίδια στιγμή που με κινήσεις ταχυδακτυλουργικές με άρπαζε και από τα δύο χέρια, με ανασήκωνε σε καθιστή στάση και με κάθιζε πάνω στους μηρούς του κάνοντας μου ξεκάθαρο πως η αποστολή μου εξετελέσθη με επιτυχία. Η σημαία σίγουρα ήταν σε πλήρη έγερση. Η αυταρέσκεια μου όμως έμελλε να διαρκέσει ελάχιστα, γιατί πριν προλάβω να σκύψω και να τον φιλήσω όπως σχεδίαζα, από τη θέση του εξουσιαστή βρέθηκα στη θέση του εξουσιαζόμενου. Με μια επίσης αξιοθαύμαστα ρευστή κίνηση το σώμα μου και πάλι είχε αλλάξει θέση και πλέον το στομάχι μου ακουμπούσε στους μηρούς του φέρνοντας του ημίγυμνούς γλουτούς μου σε πλήρη θέα μπροστά του. Πως στο διάολο με στριφογύριζε έτσι εύκολα μέσα στον μικρό σχετικά χώρο χωρίς να ιδρώνει καν, αναρωτήθηκα αλλά αμέσως οι σκέψεις μου πάγωσαν τη στιγμή που το μεγάλο χέρι του άρχισε να χαϊδεύει αρχικά το δέρμα κάτω από τη ζαρτιέρα και στη συνέχεια το γυμνό δέρμα ανάμεσα στο εσώρουχο και την κάλτσα. 

-I see you are not wearing your granny panties any more... σχολίασε επιβραβεύοντας με για την επιλογή των εσωρούχων, αλλά η αίσθηση του χεριού του πάνω στο δέρμα μου δεν μου επέτρεπε να σκεφτώ κάτι έξυπνο και πνευματώδες να απαντήσω. Αντ' αυτού έτσι ένευσα θετικά και δάγκωσα το κάτω χείλος μου σε μια προσπάθεια να συγκρατήσω τους ήχους που προσπαθούσαν να δραπετεύσουν από το λαιμό μου.

-Do you wanna see my present? The one i was texting you about? με ρώτησε διφορούμενα την ίδια στιγμή που ένα βελουτέ μαύρο κουτί έκανε την εμφάνιση του μπροστά μου. Ένα κουτί που το μέγεθος του μαρτυρούσε πως δεν ήταν κόσμημα, ευτυχώς Παναγία μου. Ένα κουτί που εκείνος προφανώς είτε είχε βγάλει από κάποιο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου, είτε είχε ανασύρει από τη θέση του συνοδηγού σε κάποια φάση που εγώ δεν πρόσεχα. Αυτός ο άντρας ήταν ο Χουντίνι μα το Χριστό! Διστακτικά γύρισα λίγο το κεφάλι μου προς τα πίσω και σχεδόν ψιθυριστά τον ρώτησα:" Do I?", εκείνος όμως δεν απάντησε παρά συνέχισε να με χαϊδεύει και να με κοιτάζει αινιγματικά δίνοντας μου χρόνο να αποφασίσω. Στο τέλος η περιέργεια νίκησε τον φόβο και στρέφοντας πάλι την προσοχή μου στο βελούδινο κουτί άρχισα να το ανοίγω. Μέσα σε ένα μαξιλαράκι ένα μεταλλικό ροζ χρυσό αντικείμενο που έμοιαζε με πέταλο αλλά πιο φουσκωτό, καθόταν και γυάλιζε. Για λίγα δευτερόλεπτα προσπαθούσα να αντιληφθώ τι ήταν αυτό που κοιτούσα, αλλά στο τέλος αποδέχτηκα ότι θα έπρεπε να ρίξω την περηφάνια μου και να τον ρωτήσω.

-I don't know what this is, παραδέχτηκα ενώ πλέον με τα χέρια μου το στριφογύριζα ψάχνοντας για κάποια λεπτομέρεια που ίσως να πρόδιδε τι στο διάολο ήταν. Πριν προλάβω όμως να το περιεργαστώ πλήρως, το αντικείμενο βρισκόταν στα χέρια του Χίλμαρ που με τις παλάμες του προσπαθούσε να το ζεστάνει. Με το κεφάλι μου στραμμένο και πάλι προς το μέρος του τον είδα να βάζει τη μια άκρη του πέταλου μέσα στο στόμα του την ίδια στιγμή που το άλλο του χέρι τραβούσε στην άκρη το εσώρουχο μου. 

-Open your legs as far as you can, με διάταξε και ειλικρινά δεν ήξερα τι από όλα ήταν πιο διεγερτικό εκείνη τη στιγμή, το χέρι του που παραμέριζε το εσώρουχο, η εντολή που μου είχε δώσει, τα μάτια του που με κοιτούσαν όλο ανάγκη, η στύση του που μου τρυπούσε το στομάχι, το γυαλιστερό και υγρό πλέον αντικείμενο; Χωρίς να το σκεφτώ δεύτερη φορά προσπάθησα να ακολουθήσω την εντολή του και τη στιγμή που ένιωσα το δάχτυλο του μέσα μου παραδόθηκα στην αίσθηση και κατέβασα το κεφάλι μου στο κάθισμα διακόπτοντας την βλεμματική μας επαφή. Το ένα δάχτυλο το διαδέχτηκε ένα δεύτερο και πλέον ποσώς με απασχολούσαν οι ήχοι που έβγαζα, δεν έκανα καμία προσπάθεια να τους σιγάσω. Και πάνω που νόμιζα πως ήξερα πως θα συνεχιζόταν όλο αυτό, ένιωσα κάτι άλλο πιο σκληρό και ελαφρώς παγωμένο να βυθίζεται μέσα μου με ευκολία την ίδια στιγμή που κάτι άλλο επίσης σκληρό και παγωμένο ακουμπούσε την ευαίσθητη κλειτορίδα μου ανατριχιάζοντας με. Με μια αποφασιστική κίνηση του χεριού του και πριν προλάβω καν να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς συνέβαινε, το εσώρουχο μου είχε επανέλθει στη θέση του ακινητοποιώντας το αντικείμενο. Προφανώς το μεταλλικό πέταλο ήταν κάποιο ερωτικό παιχνίδι, κατέληξα και ο Χίλμαρ πλέον μου κατέβαζε και το φόρεμα. 

-We are going to be extremely late, σχολίασε τη στιγμή που με ανασήκωνε και με κάθιζε δίπλα του ελευθερώνοντας τον εαυτό του από το βάρος μου. 

-Ωπα, ώπα αυτό που μου έβαλες κύριος μήπως ξέχασες να το βγάλεις, λέω εγώ τώρα, διαμαρτυρήθηκα, αλλά ο Χίλμαρ ήδη άνοιγε την πόρτα και κινούταν προς τη θέση του οδηγού. 

-Πόσο μαλάκας χριστέ μου! ούρλιαξα και άρχισα να ανεβάζω και πάλι το φόρεμα για να βγάλω το μαραφέτι από μέσα μου.

-Don't you dare! Come here... τον άκουσα να μου λέει και τον είδα να βγάζει το σακάκι του από τη θέση του οδηγού και να το πετάει πίσω. Εκνευρισμένη φόρεσα τις γόβες μου, ξανακατέβασα το φόρεμα και αγέρωχη βγήκα από το αμάξι για να πάω στη θέση του συνοδηγού. Μεγάλη γυναίκα ήμουν, αν έπρεπε να μείνω όλο το βράδυ με το περίεργο αντικείμενο μέσα μου θα έμενα. Δεν θα του έδινα την ικανοποίηση ότι ήμουν καμία μυξοπαρθένα. Στην τελική όσο η ώρα περνούσε το συνήθιζα. Σε λίγο δεν θα το ένιωθα καν, κατέληξα και ισορροπώντας με δυσκολία στο παγωμένο κράσπεδο, καλωσορίζοντας το κρύο που ανακούφιζε την έξαψη μου, μπήκα ξανά στο αυτοκίνητο και κάθισα στητή σαν να μην τρέχει τίποτα.

Η υπόλοιπη διαδρομή αποδείχτηκε ευτυχώς χωρίς άλλα παρατράγουδα. Ο Χίλμαρ εντελώς ψύχραιμος πλέον, είχε βγάλει το αμάξι από τον χώρο προσωρινής στάθμευσης που το είχε βάλει και σαν να μην συνέβαινε τίποτα οδηγούσε αμέριμνος. Εγώ πεισμωμένη, είχα σπρώξει το όποιον εκνευρισμό μου βαθιά μέσα μου, είχα αγνοήσει την αίσθηση του ξένου σώματος και αφού είχα ολοκληρώσει βιαστικά το μακιγιάζ μου, για το υπόλοιπο της διαδρομής απλά χάζευα το μαγικό χιονισμένο τοπίο που ξετυλιγόταν γύρω μου. Άλλωστε πόσες φορές στη ζωή μου θα διέσχιζα παράλληλα τον Δούναβη, ενώ ψιλό χιόνι θα έπεφτε από τον ουρανό.

Για καλή μου τύχη ο χώρος που λάμβαναν χώρο τα εγκαίνια πρώτον διέθετε υπόγειο πάρκινγκ και δεύτερον δεν ήταν σε κάποιο ψηλό όροφο ενός ουρανοξύστη, αλλά σε ένα ισόγειο χώρο. Έτσι ούτε καμία γλίστρα δεν θα έτρωγα με τα ψιλοτάκουνα στην παγωνιά, ούτε θα έπρεπε να ανεχτώ ακόμα μια μακρά βασανιστική διαδρομή με κάποιο ανελκυστήρα. Βέβαια όλα αυτά τα θετικά στοιχεία έμοιαζαν ελάσσονος σημασίας τη στιγμή που βρέθηκα μέσα στον χώρο της δεξίωσης. Η πολυτέλεια ξεχείλιζε από παντού και εγώ ένιωθα σαν κάλπικη δεκάρα μέσα σε ένα πουγκί με χρυσά νομίσματα. Ένα μεγάλο πιάνο με ουρά από κάπου στο βάθος πλημμύριζε τον χώρο με μια λίγο άνευρη χριστουγεννιάτικη μελωδία ενώ ένας τεράστιος πολυέλαιος δέσποζε το κέντρο της οροφής και σκορπούσε ένα γλυκερό κίτρινο φως που έλουζε όλους τους συνδαιτυμόνες που καθόντουσαν σε λευκές ροτόντες που τις στόλιζαν περίτεχνες ανθοσυνθέσεις με λευκές και ροζ παιώνιες. Αψεγάδιαστοι σερβιτόροι και σερβιτόρες πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στα τραπέζια και εγώ με το χαζό φορεματάκι μου και τις ακόμα πιο χαζές γόβες μου στεκόμουν κοκαλωμένη έξω από τον ανεκλυστήρα σαν στήλη άλατος δίπλα σε ένα θεόρατο, καλαίσθητο, φωταγωγημένο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ακόμα και το χέρι του Χίλμαρ που ενθαρρυντικά ακουμπούσε στην πλάτη μου δεν ήταν αρκετό να με χαλαρώσει. Γιατί μπορεί να είχα ζήσει στο παρελθόν, έστω και δανεικά, το δικό μου μερίδιο στη χλιδή, ποτέ όμως άλλοτε δεν είχα νιώσει τόσο λαθρεπιβάτης όσο εκείνη τη στιγμή. Με το ζόρι είχα καταφέρει να κάνω τρία τέσσερα βήματα κάτω από το ελαφρύ σπρώξιμο του Χίλμαρ, όταν η παρουσία μας έγινε αισθητή με αποτέλεσμα καμιά δεκαριά άνθρωποι να βρεθούν γύρω μας αρχίζοντας να εκσφενδονίζουν αβρότητες και καλωσορίσματα στον συνοδό μου, αγνοώντας ευτυχώς παντελώς εμένα. Ευγενικά ο Χιλμάρ απαντούσε δεξιά και αριστερά, ενώ ταυτόχρονα κρατώντας με πλέον από το χέρι με οδηγούσε σε ένα κεντρικό τραπέζι που ήδη καθόντουσαν κάποια ζευγάρια. 

-Relax... μου ψιθύρισε στο αυτί τη στιγμή που τραβούσε την καρέκλα και με βοηθούσε να καθίσω και αμέσως μετά έκατσε και ο ίδιος στην καρέκλα δίπλα μου. Για τα επόμενα μερικά λεπτά βουβή παρακολουθούσα τις συστάσεις με τους υπόλοιπους στο τραπέζι και απλά έγνεφα κάθε φορά που ο Χίλμαρ με σύστηνε σε κάποιον. Τόσο ήταν το άγχος μου που ούτε μισό όνομα δεν είχα συγκρατήσει, πόσο μάλλον τις ιδιότητες τους. Με ευγνωμοσύνη καλωσόρισα την πρώτη γουλιά από τη σαμπάνια που έβαλαν μπροστά μου και ας τη σιχαινόμουν γενικότερα ως ποτό. Εκείνη τη στιγμή και οινόπνευμα για εντριβές θα έπινα προκειμένου να χαλαρώσω λίγο. Γιατί στην πραγματικότητα η πηγή του άγχους μου δεν ήταν η χλιδή, ήταν η συνειδητοποίηση πως βρισκόμουν μέσα στο φυσικό περιβάλλον του Χίλμαρ, περιτριγυρισμένη από ανθρώπους που πιθανόν γνώριζαν περισσότερα για εκείνον από όσα γνώριζα η ίδια. Ανθρώπους που δεν θα αργούσαν να κάνουν τις πράξεις στο μυαλό τους ώστε να συμπεράνουν πως ένα και ένα κάνουν τρία στην προκειμένη περίπτωση. Στα πρόθυρα μιας ωραιότατης κρίσης πανικού κατέβασα χωρίς καθόλου χάρη μονορούφι το υπόλοιπο περιεχόμενο του ποτηριού μου και συστράφηκα στην καρέκλα έτοιμη να σηκωθώ και να φύγω από εκεί μέσα. Πριν προλάβω όμως να σηκωθώ μια δόνηση άρχισε κάπου βαθιά μέσα στο κορμί μου να με γαργαλάει και με γουρλωμένα μάτια γύρισα προς τον Χίλμαρ που φαινομενικά αδιάφορος συζητούσε με έναν γέρο δίπλα του. Και όσο η ένταση της δόνησης ανέβαινε, οι σκέψεις που έκανα πριν εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας και το μόνο που μπορούσα πλέον να σκεφτώ ήταν πως θα εμπόδιζα τον οργασμό που ερχόταν σε δημόσια θέα. Μια απέλπιδα προσπάθεια να σφίξω τα πόδια μου το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να κάνει ακόμα πιο έντονη την αίσθηση γι' αυτό και αμέσως τα ξαναχαλάρωσα. Με μια σταγόνα ιδρώτα να διατρέχει την ραχοκοκκαλιά μου, αυτόματη αντίδραση του ερεθισμένου μου κορμιού, έσφιξα τα χέρια μου στις άκρες του τραπεζιού βαριανασαίνοντας. 

-Stop whatever you are doing, ψέλλισα σιγανά, αλλά απειλητικά προς τον Χίλμαρ προσέχοντας να μην με ακούσει κανένας άλλος και η δόνηση επιτέλους σταμάτησε παρέχοντας μου μια ανακουφιστική ανάπαυλα. Προσπαθώντας με κόπο να ανακτήσω την αυτοκυριαρχία μου, σήκωσα θυμωμένη το βλέμμα μου προς την κατεύθυνση του για να συναντήσω το βλέμμα του. Οι κόρες των ματιών του ήταν τόσο διεσταλμένες που σχεδόν έπνιγαν το ανοιχτό γκρίζο χρώμα της ίριδας, ενώ στα χείλια του ένα λίγο αυτάρεσκο χαμόγελο αχνοφαινόταν. Προφανώς και διασκέδαζε με τη δύσκολη θέση που με είχε φέρει. Μια κίνηση του δεξιού του χεριού τράβηξε την προσοχή μου και δεν άργησα να εντοπίσω μέσα στο χέρι του το μικρό τηλεκοντρόλ που κρατούσε διακριτικά. Αυτό το μικρό τηλεκοντρόλ ήταν η πηγή της εξουσίας του, γι' αυτό και εντέχνως βρισκόταν στο χέρι του που απείχε περισσότερο από εμένα. 

-Try to take it off and you won't make it to the bathroom. Try to leave me here and you also won't make it to the exit. Relax and enjoy your dinner Rita. Be a good girl and i'll be a good man. Simple as that... μου είπε σχεδόν ψιθυριστά και σαν να μην συνέβαινε τίποτα, επέστρεψε την προσοχή του στους υπόλοιπους του τραπεζιού απαντώντας σε μια ερώτηση που κάποιος του είχε κάνει. Εκνευρισμένη σε απίστευτο βαθμό, ανακάθισα στην καρέκλα μου και προσπάθησα να χαλαρώσω την έκφραση του προσώπου μου. Η εκδίκηση ήταν άλλωστε ένα πιάτο που τρώγεται κρύο. Γιατί μπορεί ο Χίλμαρ να την είχε δει απόψε κύριος Γκρέι, αλλά εγώ δεν ήμουν καμία μουρόχαβλη Αναστέζια, εγώ ήμουν η Μαργαρίτα από τη Νίκαια.                                       

Είναι ειλικρινά απίστευτο τι μπορεί να κάνει λίγο παραπάνω αλκοόλ στο ανθρώπινο αίμα. Δύο ποτήρια σαμπάνια και δύο ποτήρια κρασί μετά και είχα ειλικρινά χεσμένη τη γνώμη του κόσμου τριγύρω. Αν δεν απασχολούσε εκείνον που ήταν ο παντρεμένος της υπόθεσης, τότε σίγουρα δεν απασχολούσε και εμένα. Το μόνο βέβαιο άλλωστε ήταν πως δεν θα συναντούσα ποτέ ξανά κανέναν από τους παρευρισκόμενους. Χαλαρή έτσι έφαγα το ορεκτικό μου, που πιθανολογούσα πως ήταν χτένια χωρίς να είμαι και βέβαιη, τσίμπησα το κυρίως μου ένα εμφανώς άψητο φιλέτο που έσταζε αίμα και έγλυψα σχεδόν και το πιάτο από το επιδόρπιο μου, μια σοκολατένια χριστουγεννιάτικη μπάλα που όταν την έσπαγες από μέσα ανέβλυζε κρέμα και καραμέλα. Η νύχτα κυλούσε όμορφα και μόνο όταν ο Χίλμαρ σηκώθηκε και άρχισε να προχωράει προς ένα αναλόγιο με ένα μικρόφωνο που είχε στηθεί, η αμηχανία μου και πάλι επέστρεψε. Η μουσική σταμάτησε και ο χώρος ξαφνικά ησύχασε. Με επαγγελματισμό και σοβαρότητα ο Χίλμαρ άρχισε να ευχαριστεί τους καλεσμένους για την παρουσία τους και με άνεση άρχισε να εξηγεί την κομβική σημασία του νέου παραρτήματος της Βουδαπέστη για την αγορά της νοτιοανατολικής κεντρικής Ευρώπης.

-So you are Greek? άκουσα τον νεαρό δίπλα μου να με ρωτάει και ενώ εδώ και πάνω από μία ώρα καθόμασταν δίπλα δίπλα γύρισα και τον πρόσεξα για πρώτη φορά.

-Yes Greek, του απάντησα βιαστικά και επέστρεψα την προσοχή μου στον Χίλμαρ για να ακούσω την υπόλοιπη ομιλία του.

-You are a friend of Hilmar's brother? συνέχισε απτόητος ο τύπος που ούτε το όνομα του θυμόμουν και πλέον είχε όλη την προσοχή μου. Πριν προλάβω όμως να του απαντήσω αρνητικά και να ζητήσω διευκρινίσεις γιατί η εθνικότητα μου με συνέδεε κάπως με τον αδελφό του Χίλμαρ, η δόνηση ξανά ξεκίνησε κάνοντας με να βγάλω ένα πνιχτό επιφώνημα. 

-Are you ok? με ρώτησε ανήσυχος ο συνομιλητής μου πιάνοντας το χέρι μου, γεγονός που έκανε τη δόνηση να ανέβει μερικές σκάλες.

-Θα τον σκοτώσω μα το Θεό! Fine, fine... είπα στον ξένο και τράβηξα το χέρι μου απότομα κάνοντας με αυτό λίγο αέρα. Hot in here, δικαιολογήθηκα τη στιγμή που η δόνηση σταματούσε ευτυχώς και πάλι. Η φωνή του Χίλμαρ συνεχιζόταν αδιάκοπη και μονότονη στα ηχεία σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Ίσως να είχε πατήσει κατά λάθος το κουμπάκι, σκέφτηκα και είπα να κάνω μια δοκιμή. Με προσποιητή ψυχραιμία ακούμπησα το χέρι του αγνώστου και του ζήτησα ευγενικά να μου πιάσει την κανάτα με το νερό και η δόνηση επέστρεψε δριμύτερη και πάλι. Όχι δεν το είχε πατήσει αρχικά κατά λάθος, σίγουρα όχι κατά λάθος. Μόλις το χέρι μου άφησε το χέρι του νεαρού, η δόνηση και πάλι σταμάτησε. Καψόνια μου έκανε από το αναλόγιο ο Ισλανδός χωρίς να ιδρώνει καν το αυτί του! Αναστατωμένη ήπια ένα ολόκληρο ποτήρι παγωμένο νερό τη στιγμή που όλη η αίθουσα χειροκροτούσε τον Χίλμαρ που πλησίαζε και πάλι στο τραπέζι μας χαμογελαστός.

-Είσαι πολύ μαλάκας, του είπα μελιστάλαχτα την ώρα που καθόταν και εκείνος προσπάθησε να πνίξει το γέλιο που του είχε προκαλέσει η μια από τις τρεις μόνο ελληνικές λέξεις που γνώριζε. Πριν προλάβει όμως να πει οτιδήποτε το κινητό του δονήθηκε και όταν είδε ποιος τον καλούσε, ταραγμένος ζήτησε συγνώμη και άρχισε να απομακρύνεται για να απαντήσει στην κλήση. Για καλή μου τύχη όμως έτσι βιαστικά όπως είχε βγάλει το κινητό του από την τσέπη του, το τηλεκοντρόλ των βασανιστηρίων μου είχε ξεμείνει πάνω στο τραπέζι και εγώ δεν έχασα ευκαιρία και το άρπαξα. Ευλογημένος όποιος τον είχε καλέσει και τον είχε ταράξει τόσο ώστε να το ξεχάσει. Ευλογημένος! ευχήθηκα και έκλεισα μέσα στο χέρι μου το μικρό τηλεκοντρόλ χαρούμενη. Τώρα θα δούμε πόσα απίδια πιάνει ο σάκος, σκέφτηκα τη στιγμή που ο Χίλμαρ επέστρεφε στο τραπέζι φανερά προβληματισμένος και αφηρημένος. 

-Are you ok? τον ρώτησα ακουμπώντας δήθεν τυχαία με ενδιαφέρον το χέρι μου στο μηρό του ενώ σταύρωνα τα πόδια μου προς το μέρος του γυρνώντας ελαφρά την πλάτη μου προς τον νεαρό σε μια προσπάθεια να κρύψω από το οπτικό του πεδίο το χέρι μου.  

-All good, μου απάντησε βάζοντας το κινητό πάλι στη τσέπη του. Εγώ όμως το χέρι μου δεν το είχα βγάλει από το πόδι του, απεναντίας πλέον το ανέβαζα προς τα πάνω και εκείνος αποσβολωμένος τράβηξε διακριτικά την καρέκλα του πιο κοντά στο τραπέζι ώστε να κρύβεται ο καβάλος του κάτω από το λευκό τραπεζομάντιλο.

-Behave yourself, μου είπε προειδοποιητικά και έκανε να πιάσει το τηλεχειριστήριο από το τραπέζι πιάνοντας όμως το κενό. 

-Bazinga sucker! θριαμβολόγησα δείχνοντας του το αριστερό μου χέρι που το κρατούσε. 

-Βa what? ρώτησε εκείνος μπερδεμένος, ενώ προσπαθούσε να γυρίσει το σώμα του προς το μέρος μου διακριτικά για να μην πάρει κανένας τριγύρω χαμπάρι τι γινόταν κάτω από το τραπέζι.

-Απορώ τι σου βρίσκω βρε ψηλέα, ούτε  Big Bang Theory δεν έχεις δει! τον μάλωσα ενώ το χέρι μου χάιδευε με νωχελικές κινήσεις την ήδη ημίσκληρη στύση του. 

-English Rita! γάβγισε εκείνος ενώ με το δικό του αριστερό χέρι ακινητοποιούσε το δικό μου δεξί κάτω από το τραπέζι.

-Let's play a game my friend. Leave my hand and let's see who lasts the longest. Fair game this time, του ψιθύρισα κουνώντας επιδεικτικά το τηλεχειριστήριο με το αριστερό μου χέρι. Για λίγα δευτερόλεπτα ο Χιλμάρ φάνηκε διστακτικός, στο τέλος όμως αποδέχτηκε την πρόκληση και ελευθέρωσε το χέρι μου ανεβάζοντας το δικό του πάνω στο τραπέζι. Σίγουρη για την αυτοσυγκράτηση μου και ελαφρώς μεθυσμένη πάτησα με το αριστερό μου χέρι το μικρό κουμπάκι την ίδια στιγμή που με το δεξί επιθετικότερα αυτή τη φορά άρχισα πάλι να τον χαϊδεύω κοιτώντας τον κατάματα. Το παντελόνι του αν και λεπτό έκανε τη μάχη λίγο άνιση γι' αυτό και διακριτικά κατέβασα το αριστερό μου χέρι στην άκρη του φορέματος μου και προσέχοντας να μην αυξήσω την ένταση μιας και κρατούσα ακόμα το τηλεχειριστήριο, τράβηξα διακριτικά το φόρεμα μου αποκαλύπτοντας ένα κομμάτι από τη δαντέλα της καλτσοδέτας του δεξιού μου ποδιού που βρισκόταν σχεδόν κολλητά σε εκείνον. Η αντίδραση του Χίλμαρ ήταν άμεση στο οπτικό ερέθισμα και πλέον το χέρι μου κάτω από το τραπέζι ακουμπούσε, χάιδευε και πίεζε την απόλυτη στύση του. Ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα προσπάθησα να αγνοήσω την πίεση που ένιωθα η ίδια χαμηλά να κλιμακώνεται και δήθεν τυχαία έσκυψα προς το μέρος του και του ψιθύρισα στο αυτί δαγκώνοντας του τον λοβό "Ι am dripping all over my panty, don't you want to feel how wet i am?"

Αυτά που ακολούθησαν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως κωμικοτραγικά και ενδεχομένως να συζητιόντουσαν για κάποιες μέρες. Ο Χίλμαρ αγνοώντας τον χώρο που βρισκόμασταν είχε αρπάξει το τηλεχειριστήριο από το χέρι μου ρίχνοντας ένα ποτήρι κρασί με την απότομη κίνηση του. Την ίδια στιγμή είχε διώξει με δύναμη το άλλο χέρι μου κάτω από το τραπέζι. Χωρίς πολλά πολλά με είχε τραβήξει σε όρθια στάση και εντέχνως είχε σηκωθεί και ο ίδιος κρύβοντας το σώμα του με το δικό μου. Είχε καληνυχτίσει βιαστικά τους υπόλοιπους και χωρίς να σταματήσουμε πουθενά με είχε σπρώξει από πίσω μέχρι τον ανελκυστήρα που θα μας πήγαινε στο πάρκινγκ. Τη στιγμή που μπαίναμε μέσα στον ανελκυστήρα ο οργασμός έβρισκε πλέον εμένα και πιθανόν να είχα σωριαστεί στο πάτωμα αν δεν με συγκρατούσε ο Χίλμαρ. 

-Oh God! Stop it! σχεδόν ούρλιαξα την στιγμή που έκλειναν οι πόρτες του ασανσέρ και στην καλύτερη των περιπτώσεων ο κόσμος θα νόμιζε πως ο CEO του νέου παραρτήματος με κακοποιούσε.

Λαχανιασμένοι βγήκαμε στο υπόγειο πάρκινγκ και σχεδόν τρέχοντας φτάσαμε στο μαύρο τζιπ και μπήκαμε μέσα. Για μερικά δευτερόλεπτα απλά παλεύαμε να ανακτήσουμε την ανάσα μας και ύστερα μας έπιασε και τους δύο νευρικό γέλιο. 

- I am a fucking 47 years old man and i just came in my almost 10.000 dollars Brioni suit in front of 100 people! Like a teenager!!!! μονολογούσε ο Χίλμαρ γελώντας ακατάπαυστα λες και αδυνατούσε ακόμα να πιστέψει τι είχε μόλις συμβεί. 

- I am not sorry at all! It's all your fault! Hilmar, i think that they might think that you abuse me...

-Do i look like I give a shit about what all these assholes think? Rita I have been in more than 20 openings of new departments, and i can tell you this one was by far the greatest of all! If only Rita...

-If only what?

-If only you could feel, how you make me feel... είπε και με κοίταξε με τόση λατρεία που ότι κακία και να του κρατούσα για την απαράδεκτη χρήση που είχε κάνει δημόσια του μικρού διαβολικού παιχνιδιού που ακόμα βρισκόταν μέσα μου εξατμίστηκε. 

-Let's go old man, i need to take everything i am wearing off my body, i need a shower, i need a bed and most of all i need a proper adult fuck not necessarily in that particular order, τον παρακάλεσα και εκείνος έβαλε μπροστά την μηχανή του αυτοκινήτου και ικανοποίησε όλες τις ανάγκες μου, όχι φυσικά με τη σειρά που τις είχα απαριθμήσει.                     

για τη συνέχεια πατήστε εδώ