8 μήνες μετά
Η κουζίνα μου αμφέβαλλα αν είχε ξαναδεί τέτοια μεγαλεία από τότε που είχα μετακομίσει εκεί. Ο πάγκος της κουζίνας και το τραπέζι ασφυκτιούσαν από τα εδέσματα που όλοι είχαν φέρει. Και όμως εγώ παρά την αφθονία φαγητού μαγείρευα.
-Παιδί μου τόσο φαγητό τι τα θες Χριστουγεννιάτικα τα μακαρόνια με κιμά; άκουσα τη μάνα μου να γκρινιάζει κάπου από πίσω μου.
-Είναι ειδική παραγγελία, της απάντησα και ανακάτεψα τον κιμά.
-Με τον κοπρίτη που μάζεψες τι θα γίνει; συνέχισε εκείνη απτόητη.
-Για ποιο αδέσποτο μιλάμε; Το τριχωτό ή το ψηλό; ρώτησε η Λίτσα μπαίνοντας και αυτή μέσα στην κουζίνα.
-Μαμά! Λίτσα! διαμαρτυρήθηκα και άφησα την κουτάλα στην άκρη.
-Να σας πω, δεν στρώνετε το τραπέζι σιγά, σιγά αντί να ασχολείστε με τα αδέσποτα μου, τις μάλωσα και έδωσα στη μάνα μου την ντάνα με τα άδεια πιάτα, αναγκάζοντας τη να φύγει.
-Άργησαν, σχολίασε η Λίτσα και έπιασε έναν κουραμπιέ από την πιατέλα.
-Στο δρόμο είναι. Με πήρε τηλέφωνο, έρχονται.
-Να σου πω, λέω να κάνω κονέ του Βασίλη με τη Λαμπρινή την κομμώτρια μου.
-Ρε Λίτσα έλεος! Άφησες εμένα και έπιασες τον ταλαίπωρο τον Βασίλη τώρα; Να τον αφήσεις ήσυχο τον Βασίλη είναι καπαρωμένος.
-Με ποια καλέ; Εγώ τόσο καιρό μόνο πίσω από τον ψηλό τον βλέπω.
-Ώχου! Άκου, αλλά μην σου ξεφύγει τίποτα μπροστά του σε μάδησα! Ο Βασίλης ήταν on off με έναν παιδικό φίλο του Χίλμαρ για 25 χρόνια, τον Άντερς. Έτσι τον γνώρισε ο Χίλμαρ. Ε, από την πανδημία και μετά ο Άντερς αποδέχτηκε τη σεξουαλικότητα του επιτέλους ανοιχτά και τα παιδιά είναι έκτοτε με σύμφωνο συμβίωσης. Μεγάλη ιστορία αγάπης...Τότε στην Αίγινα ήταν μαζί του, αλλά εσύ χαμπάρι δεν πήρες.
-Μωρέ μπράβο! Και θα αφήσει τον άνθρωπο χριστουγεννιάτικα για να φάει μαζί μας στη Νίκαια;
-Όχι δεν θα τον αφήσει, θα τον φέρει και αυτόν. Γι' αυτό σου λέω το νου σου ρεμάλι!!!
-Ωραία, δεν μας έφτανε ο ένας Ισλανδός θα τους έχουμε δύο να τους κάνουμε σετ!
-Δεν είναι Ισλανδός, Σουηδός είναι.
-Ωραία, Σουηδία γίναμε... να δω πως θα το εξηγήσεις αυτό στην κυρά Μίνα.
-Τίποτα δεν έχω να της εξηγήσω, δικό μου το τραπέζι, δική μου η επιλογή ποιοι θα κάτσουν, της είπα και της έδωσα τα μαχαιροπίρουνα.
Από το σαλόνι οι φωνές των καλεσμένων μου ακούγονταν σαν βουητό. Ένα γλυκό βουητό που με έκανε να νιώθω ευγνωμοσύνη για όσα η ζωή μου είχε χαρίσει. Οχτώ μήνες είχαν περάσει. Οχτώ μήνες ανάμεικτης ευτυχίας. Οχτώ μήνες με πολλές συναντήσεις και πολλούς επώδυνους αποχαιρετισμούς σε αεροδρόμια, πολλά κολασμένα βράδια σε κρεβάτια, πολλές ήρεμες συζητήσεις από κοντά και πολλές πρόστυχες από το τηλέφωνο. Γιατί όσο αποφασισμένοι και να ήμασταν να το κάνουμε να δουλέψει όλο αυτό, παρά το όλο δράμα που είχε σηκωθεί από πάνω μας επιτέλους, τα δεδομένα ήταν απλά. Η ζωή του Χίλμαρ ήταν στη Νέα Υόρκη και η δική μου ζωή ήταν στη Νίκαια. Για πόσο καιρό θα μας ήταν αρκετές οι μέρες της άδειας μου και οι μέρες που εκείνος έκλεβε και ερχόταν Ελλάδα;
Στους οχτώ αυτούς μήνες μου ανοίχτηκε. Όχι αμέσως, σιγά σιγά. Μου μίλησε για τον πατέρα του και για το πόσο είχε δυσκολευτεί να αποδεχτεί πως το πρότυπο του είχε φερθεί τόσο άνανδρα. Μου μίλησε για τη γυναίκα του και για το πόσο τον είχε πληγώσει η προδοσία της που είχε παίξει καταλυτικό ρόλο στη μοίρα του αδελφού του. Μου μίλησε για τα παιδιά του και για το πόσο περήφανος ήταν για εκείνα. Και μου μίλησε για τον Παύλο. Για το πόσο φωτεινό ήταν το μυαλό του όταν δεν το σκοτείνιαζαν τα ναρκωτικά και οι φωνές. Και εγώ όμως του τα είπα όλα. Για τον Στέλιο και για τον αποτυχημένο μας γάμο. Για τις δυσκολίες μου τις οικονομικές. Για το πως εκείνος χωρίς να το θέλει με είχε διαλύσει και με είχε επανασυναρμολογήσει σε μια νέα εκδοχή του εαυτού μου πιο δυνατή. Με τον Χρήστο τους γνώρισα δύο μέρες πριν φύγει από Ελλάδα μετά το συμβάν στα Λεγρενά. Η σχέση τους είχε αρχίσει με επιφυλακτικότητα, αλλά μέσα στους μήνες είχε εξελιχθεί σε μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Όπως άλλωστε άρεσε να λέει ο Χίλμαρ ο Χρήστος πρόσεχε το κορίτσι του όσο ήταν μακριά και το ανάποδο.
Ο ήχος από το κουδούνι με έκανε να πετάξω την πετσέτα που κρατούσα στα χέρια στον νεροχύτη και να τρέξω στο σαλόνι την ώρα που ο Χίλμαρ έμπαινε μέσα κρυμμένος πίσω από ένα βουνό από πακέτα.
-Χρόνια πολλά! είπε με αστεία προφορά και ακούμπησε τα πακέτα στο πάτωμα χαμογελαστός επιτρέποντας μου να δω αυτό που φορούσε. Το είχε πει και το είχε κάνει. Το αστείο λευκό κόκκινο σκανδιναβικό πουλόβερ με τα ταρανδάκια κάλυπτε τον φαρδύ κορμό του.
-Χριστέ μου εννιά ώρες πτήση με τρέλανε προσπαθώντας να τελειοποιήσει το "Χρόνια Πολλά" που αν το ακούσω άλλη μια φορά θα κόψω τις φλέβες μου, διαμαρτυρήθηκε ο Βασίλης που έμπαινε από πίσω κρατώντας γλυκά το χέρι του Άντερς που σε αντίθεση με τον Χιλμαρ ήταν κοντούλης, κατάξανθος και με καταγάλανα μάτια. Αφού έγιναν οι συστάσεις και ο Χίλμαρ μοίρασε τα δώρα του με πλησίασε και μου χαμογέλασε δείχνοντας μου τη μπλούζα του. Σε απάντηση εγώ τράβηξα λίγο τη χαλαρή λαιμόκοψη από το φόρεμα μου και του έδειξα την τιράντα από το σουτιέν, επιβεβαιώνοντας του πως και εγώ είχα τηρήσει την υπόσχεση μου. Ικανοποιημένος έσκυψε στο αυτί μου και μου ψιθύρισε παιχνιδιάρικα.
- I need more proof than that.
-Do you want me to take my clothes off now; τον προκάλεσα γελώντας.
-Oh no, i will unwrap my gift later, είπε και με έκλεισε στην αγκαλιά του.
-What about my gift; ρώτησα δήθεν θιγμένη που είχε δώσει σε όλους δώρα εκτός από μένα.
-Later... I missed you baby..., δήλωσε σηκώνοντας το πρόσωπο μου από τον λαιμό του ώστε να με κοιτάζει στα μάτια.
-You saw me three weeks ago! διαμαρτυρήθηκα κοιτάζοντας τα γκρίζα μάτια του που γυάλιζαν.
-To me it seems like an eternity ago, είπε γλυκά και ακούμπησε τα χείλι του στα δικά μου.
-Mayday, Mayday. Μαζευτείτε! O Κέρβερος θα αρχίσει να ρίχνει τορπίλες. Έχει οπλίσει! μας προειδοποίησε η Λίτσα και γελώντας ξεκόλλησα από τον Χίλμαρ που για ακόμα μια φορά δεν είχε καταλάβει τι είχε πει.
Λίγη ώρα μετά όλοι καθόμασταν σε ένα γεμάτο τραπέζι και τρώγαμε. Πιο πριν είχαμε ανοίξει τα δώρα μας. Ο Χίλμαρ είχε διαλέξει τα δικά του μαζί μου τρείς βδομάδες πριν στο Λονδίνο που είχαμε συναντηθεί. 'Eνα ζευγάρι nike παπούτσια που στοίχιζαν μισό νεφρό για τον Χρήστο. Ένα επώνυμο άρωμα για τη Λίτσα, μια γραβάτα για τον Νίκο, ένα παιχνίδι για τη μικρή της Λίτσας, μια εσάρπα από μετάξι για την μάνα μου, ένα ρολόι για τον Βασίλη και ακόμα ένα για τον Άντερς που από πίσω ήταν χαραγμένα στου ενός το όνομα του άλλου και ένα κόσμημα ειδική παραγγελία για την Ευτυχία. Ένα κρεμαστός μικρός άγγελος που μέσα του είχε λίγη από την στάχτη του Παύλου. Η Ευτυχία είχε αφεθεί ελεύθερη και πλέον αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της μικρής μας παρέας. Δεν θα μπορούσε έτσι να λείπει από αυτό το τραπέζι. Συγκινημένη είχε φορέσει το δώρο του Χίλμαρ κρατώντας το σφιχτά μέσα στην παλάμη και όλη τη βραδιά κατά διαστήματα το άγγιζε με τρυφερότητα.
Η Λίτσα είχε πάρει του Χρήστου ένα παιχνίδι για το playstation, στη μάνα μου ένα πορτοφόλι, στην Ευτυχία ένα βιβλίο και στον Βασίλη μια ζώνη. Σε εμένα και τον Χίλμαρ είχε δώσει μια σακούλα και μας είχε κλείσει το μάτι. Το δώρο είχε πει ήταν και για τους δυο μας. Με περιέργεια είχαμε ανοίξει την τσάντα και ευτυχώς πριν βγάλουμε το περιεχόμενο της μπροστά σε όλους, είχαμε ρίξει μια ματιά μέσα. Το γέλιο του Χίλμαρ ήταν τόσο αυθόρμητο που σχεδόν είχε δονηθεί το σπίτι. Η αθεόφοβη μας είχε πάρει μια στολή Βίκινγκ για roll play!
Τα δικά μου δώρα ήταν μια εικόνα της Παναγίας για τη μάνα μου, μια δωροεπιταγή από ένα κατάστημα καλλυντικών για τη Λίτσα, ένα κασμιρένιο κασκόλ για τον Νίκο, ένα φορεματάκι για τη μικρή της Λίτσας, ένα ψηφιακό άλμπουμ με φωτογραφίες του Παύλου που μου είχε δώσει ο Χίλμαρ για την Ευτυχία και δύο ασορτί πουλόβερ στα χρώματα του ουράνιου τόξου για τον Βασίλη και τον Άντερς που πολύ τους είχαν αρέσει.
-You, κρίστιαν, when;;; ρώτησε η μάνα μου τον Χίλμαρ που έμεινε με το πιρούνι με τα μακαρόνια στο χέρι.
-Μάνα κόφτο! Άσε τον άνθρωπο να φάει!
-Χριστιανική γιορτή είναι! Και αυτός τρώει μακαρόνια με κιμά! Εδώ έχουμε πίτες, λαχανοντολμάδες, κατσικάκι στη γάστρα, γαλοπούλα! Και αυτός τρώει μακαρόνια με κιμά!!! διαμαρτυρήθηκε η μάνα μου λες και υπήρχε κάποια χριστιανική ρύση που απαγόρευε τα μακαρόνια με κιμά από το τραπέζι των Χριστουγέννων.
-Μάνα! την προειδοποίησα, αλλά ο Χίλμαρ μου έπιασε μαλακά το χέρι.
-Τell her... με παρότρυνε.
-Are you sure? τον ρώτησα κοιτάζοντας τον και εκείνος μου ένευσε θετικά.
-Ο Χίλμαρ είναι ήδη χριστιανός. Ευχαριστημένη;
-Από πότε;
-Από το 2018.
-Και γιατί τον λένε Χίλμαρ; Αυτό δεν είναι χριστιανικό όνομα.
-Έχει και χριστιανικό.
-Πως τον λένε;
-Πέτρο τον λένε μάνα, Πέτρο! σχεδόν ούρλιαξα απελπισμένη και η Ευτυχία, ο Βασίλης και η Λίτσα με κοίταξαν με γουρλωμένα μάτια.
-Μα τόσα χριστιανικά ονόματα και αυτό διάλεξε; Δεν μπορούσε να διαλέξει το Παναγιώτης; συνέχισε η κυρά Μίνα αγνοώντας το κλίμα στο τραπέζι που είχε αλλάξει.
-Δεν το διάλεξε εκείνος μάνα, το διάλεξε ο αδελφός του που ήταν και ο νονός του, είπα και η Ευτυχία με μάτια δακρυσμένα κοίταξε με ευγνωμοσύνη τον Χίλμαρ.
-Πρόλαβες και βαφτίστηκες τότε; τον ρώτησε και ο Βασίλης μετάφρασε στον Χίλμαρ.
-Two days before Aliki's death, εξήγησε ο Χίλμαρ.
-Ποιον αδελφό; Έχει και αδελφό; Ο κοντός είναι ο αδελφός του; ρώτησε σαστισμένη η μάνα μου και της έριξα μια ματιά που δεν άφηνε περιθώρια για περισσότερες κουβέντες. Θα της έλεγα. Κάποια στιγμή θα της έλεγα, αλλά όχι τώρα.
-Καλά δεν έχει σημασία, σημασία έχει ότι είναι χριστιανός. Έλα Πέτρο μου φάε τα μακαρονάκια σου, του είπε και όλοι στο τραπέζι έβαλαν τα γέλια αλλάζοντας το κλίμα και πάλι.
Η ώρα κόντευε πέντε το απόγευμα όταν ο Χίλμαρ κοίταξε το ρολόι του και έκανε ένα νόημα στη Λίτσα.
-Ώρα να την κάνουμε σιγά σιγά, είπε η Λίτσα και σκούντηξε τον Νίκο που αμέσως σηκώθηκε και πήγε να πάρει την κόρη του που έπαιζε στο δωμάτιο του Χρήστου στον υπολογιστή του.
-Καθίστε ρε λίγο ακόμα, τώρα βγάλαμε τους καφέδες και τα γλυκά. Νωρίς είναι, διαμαρτυρήθηκα, αλλά η Λίτσα ξεκρεμούσε ήδη το παλτό της από τον καλόγερο.
-Θα κάτσουμε εγώ και η Ευτυχία να σας κάνουμε παρέα , είπε η μάνα μου αλλά ο Χρήστος και ο Βασίλης πετάχτηκαν όρθιοι ταυτόχρονα.
-Μινούλα μου εγώ έλεγα να πάμε μια βόλτα στον παππού στο νεκροταφείο πριν νυχτώσει μέρα που είναι, πρότεινε περίεργα μελιστάλαχτα ο Χρήστος.
-Και εμείς κυρία Ευτυχία έχουμε μια δουλειά στην παραλιακή και λέγαμε να σας πάμε σπίτι αφού είστε στο δρόμο μας, τι λέτε; ρώτησε ευγενικά ο Βασίλης την Ευτυχία και εκείνη με ευγνωμοσύνη του απάντησε θετικά. Κάτι παιζόταν... Σίγουρα κάτι παιζόταν. Όλοι τους φερόντουσαν περίεργα. Με ευχαρίστησαν για τη φιλοξενία βιαστικά, με φίλησαν και σαν κυνηγημένοι έφυγαν. Μόνο η μάνα μου είχε δυσκολευτεί να ξεκολλήσει, αλλά ο Χρήστος την είχε πάρει αλαμπρατσέτα και είχαν φύγει και αυτοί. Πλέον μέσα στο σπίτι ήμασταν μόνο εγώ, ο Χίλμαρ και ο Θωρ. Σκύβοντας ο Χίλμαρ έβγαλε από την τσέπη του ένα κολάρο και βγάζοντας το παλιό φόρεσε στον Θωρ το καινούργιο που ήταν δερμάτινο και είχε χαραγμένο πάνω του με ωραία γράμματα το όνομα του. Φυσικά και δεν θα ξεχνούσε τον Θωρ...
-What's going on? ρώτησα καχύποπτη.
-What do you mean? I am just giving to the beast my gift.
-Hilmar! What's going on? Why everybody left? Did you pay them to leave, so we can have sex?
-Oh i love your dirty mind...
-My mind is dirty??? MINE???
-Rita lets go for a ride.
-You are not tired from the flight?
-No, i am not.
-Ok then, του είπα και έπιασα το παλτό, το κινητό και τα κλειδιά μου. Ας πηγαίναμε μια βόλτα. Το τζιπ έπιανε Κηφισό όταν θυμήθηκα κάτι που είχα παρατηρήσει νωρίτερα.
-Earlier i saw you giving a package to Christos, what was that?
-Honestly? I haven't the slightest idea what was that.
-Hilmar!
-It was something Christos asked me to bring him from the States. He sent me a photo and i went to an Ulta and bought it. It wasn't expensive and it wasn't drugs. But as i told you i haven't a fucking idea what that thing was.
-Ulta? The beauty store?
-Yes Rita...
-Speak! What you know?
-Eleni, that's all you get from me. For the rest ask your son.
-No, please, tell me something more! Is she in his age? Where she lives? Is she his classmate? Is she beautiful? Is she nice to him? Something! Anything!
-Oh my God, you sound so much like your mother this moment!
-No, i am not! είπα θυμωμένη και γύρισα μπροστά βλέποντας το αυτοκίνητο να μπαίνει στα διόδια της Αττικής Οδού με κατεύθυνση προς αεροδρόμιο.
-So, you are wearing the christmassy undergarments i sent you. Did you like them? ρώτησε αλλάζοντας κουβέντα.
-They are silly and uncomfortable!
-Like the jumper i am wearing.
-The jumper i bought you is warm, cozy, colorful and sexy. Your gift is crouchless Hilmar! A Rudolph in a crouchless panty and two christmas trees in each boob are the definition of ridiculousness.
-You will tell me later if it is ridiculous or not.
-Where the hell are we going?
-To the airport.
-To do what?
-For what else? To catch a flight.
-Παιδάκι μου πας καλά; Ποιο αεροδρόμιο, ποια πτήση; Χωρίς βρακί κυριολεκτικά που με τραβάς;
-English Rita!
-Χέσε με! I have nothing with me. In four days i have to go back to work. I don't even have my id or passport with me!!!!
-Calm down. Here, take your passport and your id. Check behind your seat. Merry Christmas baby, είπε και αποσβολωμένη τον κοίταξα. Μετά από είκοσι λεπτά κρατώντας μια ολοκαίνουργια τσάντα fendi που νόμιζα πως είχα χαλβαδιάσει διακριτικά στο Λονδίνο και σέρνοντας μια βαλίτσα που δεν είχα ματαδεί έμπαινα στο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο Χίλμαρ στο υπόλοιπο της διαδρομής μου εξήγησε πως είχαν συνεννοηθεί με τον Χρήστο και τη Λίτσα όλο αυτό το σχέδιο. Η βαλίτσα που έσερνα ήταν το αποτέλεσμα της ομαδικής τους προσπάθειας. Η Λίτσα την είχε φτιάξει, ο Χρήστος είχε βοηθήσει δίνοντας στη νονά του στοιχεία για το νούμερο που φορούσα σε παντελόνια, εσώρουχα, παπούτσια και μπλούζες και ο Χίλμαρ φυσικά είχε χρηματοδοτήσει το όλο εγχείρημα. Η βαλίτσα είχε αφεθεί από τη Λίτσα στην είσοδο της πολυκατοικίας μου πίσω από την σκάλα, ώστε να μην τη δω και ο Χίλμαρ με τον Βασίλη την είχαν βάλει στο πορτμπαγκάζ του αμαξιού πριν ανέβουν. Κατά τη διάρκεια του τραπεζιού και την ώρα που εγώ με τη Λίτσα πλέναμε τα πιάτα, ο Χρήστος είχε δώσει στον Χίλμαρ το διαβατήριο και την ταυτότητα μου και ο Βασίλης είχε ενημερωθεί για το σχέδιο ώστε να πάρει την Ευτυχία την ώρα που θα έπρεπε για να προλάβουμε την πτήση. Ο αρχικός προορισμός μας όπως πληροφορήθηκα θα ήταν το Παρίσι, όπου και θα διανυκτερεύαμε σε ένα ξενοδοχείο κοντά στο αεροδρόμιο. Την επόμενη μέρα το απογευματάκι θα παίρναμε δεύτερο αεροπλάνο που θα μας πήγαινε στο Ρέικιαβικ. Ο Χίλμαρ μετά από 28 χρόνια θα πατούσε και πάλι το πόδι του στην πατρίδα του και ήθελε να το κάνει μαζί μου. Αυτό ήταν και εκείνο που με έκανε να συνεργαστώ με ότι είχε στο μυαλό του.
Φτάνοντας στο αεροδρόμιο Σαρλ ντε Γκώλ ένα ιδιωτικό βανάκι μας παρέλαβε και μας πήγε στο Holiday in που ήταν δίπλα. Ο Χίλμαρ που τις τελευταίες 24 ώρες τις είχε περάσει σχεδόν όλες μέσα σε αεροπλάνα και αεροδρόμια δεν έδειχνε ίχνος κούρασης. Απεναντίας είχε μια περίεργη υπερδιέγερση που μου τη μετέδιδε. Το δωμάτιο ήταν φυσικά στον ψηλότερο όροφο, ήταν τεράστιο, πολυτελές, είχε τεράστιο μπάνιο, αλλά προς απογοήτευση του Χίλμαρ είχε δύο μονά κρεβάτια. Αποφασισμένος να ζητήσει αλλαγή δωματίου, γιατί όπως μου είπε δεν έπαιζε να μην κοιμηθούμε μαζί, ξεκίνησε για τη ρεσεψιόν. Εγώ όμως ήθελα να μ αγγίξει και δεν υπήρχε περίπτωση να περιμένω και άλλο. Εντελώς άκομψα μπήκα μπροστά του εμποδίζοντας την πρόσβαση του στην πόρτα και έβγαλα τα παπούτσια μου και το καλσόν που φορούσα.
-Unwrap your present, τον διέταξα κοιτώντας τον με λαχτάρα και εκείνος με σήκωσε και με πέταξε στο ένα από τα δύο μονά κρεβάτια. Τόσους μήνες μετά και ακόμα η λαχτάρα του ενός για τον άλλο έμοιαζε άσβεστη. Δεν ήξερα αν η απόσταση συντηρούσε την επιθυμία, δεν ήξερα αν ήταν το κύκνειο άσμα της λίμπιντο και των δύο μας και γι' αυτό λυσσάγαμε σαν ξαναμμένοι έφηβοι. Αυτό που ήξερα μόνο εκείνη τη στιγμή με βεβαιότητα ήταν πως τα εσώρουχα χωρίς καβάλο, με χριστουγεννιάτικα σχέδια ή όχι ήταν πράγματι πολύ πολύ πρακτικά για τέτοιες περιστάσεις. Χορτασμένοι ο ένας από τον άλλο κοιμηθήκαμε στο ένα μονό κρεβάτι αγκαλιά και το επόμενο απόγευμα μπήκαμε στο επόμενο αεροπλάνο.
Φτάνοντας στην Ισλανδική πρωτεύουσα η συγκίνηση του Χίλμαρ ήταν πλέον διάχυτη. Επιστρέφοντας στο φυσικό του περιβάλλον έπειτα από τόσα χρόνια απουσίας έμοιαζε λυτρωμένος.
-Welcome to Iceland, baby. The country of fire and ice, μου είπε μόλις βγήκαμε από το αεροπλάνο και πλέον καταλάβαινα πως αυτό ήταν αυτός ο άνδρας, πάγος και φωτιά. Nοίκιασε ένα μαύρο τζίπ, έβαλε πίσω τις βαλίτσες μας και ξεκινήσαμε μέσα στο σκοτάδι. Η τοπική ώρα ήταν μόλις 18:50, αλλά 26 Δεκεμβρίου τόσο κοντά στον αρκτικό κύκλο ο ήλιος είχε δύσει ήδη από το μεσημέρι. Το τοπίο ήταν μαγικό. Όλα ήταν παγωμένα, αλλά ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος. Όταν τον είδα να μην ακολουθεί τις ταμπέλες προς το κέντρο τον κοίταξα προβληματισμένη.
-We are not going to the city center?
-No, we are not. We are going near to Hella. Hella is a small town in southern Iceland on the shores of the river Ytri-Ranga, my father's birthplace, μου απάντησε και συνειδητοποίησα πως υπήρχαν ακόμα πολλά που δεν ήξερα για εκείνον. Μιάμιση ώρα αργότερα φτάναμε σε ένα απομονωμένο μέρος έξω από μια μικρή πόλη και ο Χίλμαρ με ένα ασύρματο τηλεχειριστήριο άνοιγε την πόρτα μιας σιδερένιας περίφραξης. Πίσω από την πόρτα ξεκινούσε ένας μεγάλος δρόμος που κατέληγε σε ένα ξύλινο σπίτι έξω από το οποίο ήταν παρκαρισμένο ένα φορτηγό. Το σπίτι ήταν φωτισμένο και μόλις παρκάραμε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι βγήκε να μας υποδεχτεί. Ο Χίλμαρ κατέβηκε και αγκάλιασε εγκάρδια και τους δύο που έμοιαζαν πολύ συγκινημένοι που τον έβλεπαν. Μου τους σύστησε, αλλά οι άνθρωποι δεν μιλούσαν αγγλικά και ότι και να μου έλεγαν δεν καταλάβαινα Xριστό. Μας έβαλαν μέσα στο σπίτι και μας πρόσφεραν ένα διάφανο άχρωμο ποτό. Μπρένιβιν, μου το είπαν και όταν το δοκίμασα τα μάτια μου δάκρυσαν και με έπιασε βήχας. Τύφλα να έχει η ρακή, σκέφτηκα.
-It's strong, its nickname is black death, not without reason as you can see, μου εξήγησε. Και όσο ο μαύρος θάνατος ανέβαζε τη θερμοκρασία μου ο Χίλμαρ πήρε από τον ηλικιωμένο άντρα κάτι κλειδιά, τον χτύπησε με στοργή στην πλάτη, μάλλον τους καληνύχτισε και με τράβηξε έξω στο αμάξι. Που πηγαίναμε πάλι;
-We are not staying here?
-No.
-And where ar... πήγα να πως όταν μπροστά μου στο βάθος εμφανίστηκε το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο. Ένας τεράστιος γυάλινος θόλος που έμοιαζε με διάφανο ιγκλού φωταγωγημένο από μέσα. Όσο πλησιάζαμε άρχισα να διακρίνω πως ήταν επιπλωμένο με ένα τεράστιο ξύλινο κρεβάτι, δυο κομοδίνα, δύο πολυθρόνες, ένα τραπεζάκι, ένα μικρό ψυγείο, ενώ πίσω από ένα παραβάν που προσέφερε μια ψευδαίσθηση ιδιωτικότητας ήταν μια μπανιέρα, ένα νιπτήρας και μια λεκάνη. Το φως όλο προερχόταν από έξυπνα τοποθετημένους κρυφούς φωτισμούς στα διάφορα έπιπλα.
-It's like a giant snowball!!! άρχισα να ουρλιάζω ενθουσιασμένη και ο Χίλμαρ χαμογέλασε με την παιδιάστικη αντίδραση μου. Μόλις πάρκαρε απέξω κόντεψα να γλιστρήσω στο παγωμένο έδαφος έτσι όπως έτρεξα προς το υπέροχο κατασκεύασμα και όταν ο Χίλμαρ ξεκλείδωσε τη γυάλινη πόρτα και μπήκα μέσα με έκπληξη διαπίστωσα πως είχε και θέρμανση. Εκείνος έβαλε ένα ουίσκι στον εαυτό του, ένα ποτήρι κρασί σε εμένα από ένα μπουκάλι που έβγαλε από το ψυγείο και κάθισε στην πολυθρόνα όσο εγώ στριφογύριζα σαν την μέλισσα γύρω γύρω χαζεύοντας.
-Can i ask you something ? με παρακάλεσε μετά από λίγο και εγώ γύρισα προς το μέρος του.
-Anything...
-To the bed, to the headboard, to the left side is something engraved in Greek i think. Can you tell me what it says? μου ζήτησε και εγώ πήγα προς το κρεβάτι στο σημείο που μου υπόδειξε. Πράγματι κάτι ήταν χαραγμένο με όμορφα ελληνικά γράμματα. Καταλαβαίνοντας ποιος το είχε γράψει μια θλίψη με πλημμύρισε. Με το χέρι μου άγγιξα το σκαλισμένο ξύλο.
-Ι think it's from a greek poem. It says: If i was given all eternity without you, i would prefer a small moment with you...
-God, he was so fool...
-This place was built for her, right?
-Right, είπε και με ένα τηλεχειριστήριο έσβησε όλα τα φώτα.
Για λίγα δευτερόλεπτα τα μάτια μου δεν έβλεπαν τίποτα. Μόλις όμως συνήθισα το σκοτάδι πρόσεξα πόσο καθαρός φαινόταν ο σκοτεινός ουρανός και τα αστέρια.
-Rita i won't make the same mistake. 7,5 months now i am trying to find a solution. Three weeks ago my lawyers finally got a settlement with the lawyers of the other side. I might not be as wealthy as i was, but i am free. I gave up the 70% of our common fortune. I still own my personal estates, and my personal bank accounts. In one year from now my contract with the company i am running will expire. I already informed the board that i am stepping down. I am also selling the house in Sounio. All the money will go to a nonprofit foundation for children with mental diseases in the name of Pavlos. Eftichia has the house in Santorini. I asked her earlier to sell it also, and keep the money for herself. I am 48 years old, i am too old to get married again, but if that is what you want, i do it. To me the papers, are just papers. All i want is to be with you. I can't stand anymore the distance. I want to sleep with you every night and wake up next to you every day. I am not running anymore from the daylight" είπε και λες και τα λόγια του ήταν μαγικά μια χαραμάδα άνοιξε στον ουρανό και ένα εξωπραγματικό γαλαζοπράσινο φως ξεχύθηκε φωτίζοντας τα πάντα γύρω μου.
-Oh my God, Hilmar how you knew?
-Aurora forecast and some luck, είπε και ήρθε και με αγκάλιασε.
-Ix Έλσκα Φιχ Hilmar Svenson..
-Eg elska þig líka Rita, μου ψιθύρισε στο αυτί την ώρα που τα χέρια του κρεμούσαν κάτι στο λαιμό μου. Η ροζ μαργαρίτα μου. Αυτή που είχα χάσει στη Βουδαπέστη, αυτή που μου την είχαν βγάλει μάλλον για το χειρουργείο και που μέσα στη θλίψη μου και την απόγνωση μου δεν είχα αναζητήσει.
-You had this all the time?
-Yes, i had. So what is your answer? Will you be my soulmate?
-Oh you fucking Viking, i have been your soulmate from day one, your soulmate not your sugar baby! Besides i am too old to be your sugar baby and you too young to be my sugar daddy, your words not mine, του απάντησα και τον φίλησα με πάθος.
-Come on, let's go, let's set him free, είπε και με τράβηξε έξω στο κρύο.
Λουσμένοι στο φως από το Βόρειο Σέλας σκορπίσαμε τις στάχτες του Παύλου σε όλη την αχανή έκταση γύρω από το ιγκλού της μητέρας του. Εκεί θα έβρισκε πάντα φως μέσα στο σκοτάδι και ύστερα κοκαλιασμένοι από την παγωνιά μπήκαμε μέσα και αγκαλιαστήκαμε σφιχτά. Η επόμενη μέρα δεν ξέραμε που θα μας βρει. Θα πήγαινα εγώ στη Νέα Υόρκη; Θα ερχόταν εκείνος Ελλάδα; Θα μέναμε για πάντα στο ιγκλού κρυμμένοι από τον κόσμο; Εκείνη τη στιγμή, ούτε και ξέραμε, ούτε και μας ένοιαζε. Θα ήμασταν μαζί και μόνο αυτό είχε σημασία. Γιατί μια στιγμή μαζί ήταν προτιμότερη από μια ολόκληρη αιωνιότητα χώρια._
ΤΕΛΟΣ
Αυτή η νουβέλα ήξερε από την αρχή τι ήθελε να γίνει όταν μεγαλώσει, αυτό που δεν ήξερε ήταν ότι θα γραφόταν πάνω σε μια τόσο δύσκολη προσωπική στιγμή μου... γράφτηκε πολύ γρήγορα (πραγματικός χρόνος γραφής περίπου ένας μήνας) και πολύ αργά (βάθος χρόνου τρία χρόνια). Δεν είναι ίσως το καλύτερο δείγμα γραφής μου, αλλά για μένα σημαίνει πολλά. Ευχαριστώ όλους εσάς που της δώσατε μια δεύτερη ευκαιρία και τη διαβάσατε παρά το τεράστιο κενό που υπήρξε ανάμεσα στο πρώτο μισό και το δεύτερο μισό της. Ελπίζω να ικανοποίησα την έμφυτη ανάγκη όλων μας τελικά για ένα αισιόδοξο τέλος. Γιατί μπορεί να συνεχίζω να αγαπάω τα δράματα, αλλά όσο μεγαλώνω θέλω όλο και περισσότερο να μην τα αφήνω να καθορίζουν τελεσίδικα τις ζωές των ηρώων μου. Ποτέ δεν είναι αργά για το οτιδήποτε, πάντα θα υπάρχει τρόπος να βγαίνουμε από τα σκοτάδια μας. Να είστε όλοι καλά και να τρέχετε μόνο στο φως, να σέρνεστε εν ανάγκη σε αυτό, αξίζει.
Πατέρα δική σου φυσικά αυτή η ιστορία και ας μην είχες καμία σχέση με τους πατεράδες που περιγράφονται σε αυτή και ας μην τη διαβάσεις ποτέ. Μας λείπετε με τη μαμά άπειρα.... άπειρα όμως. Ήσουν ο καλύτερος πατέρας που θα μπορούσαμε να είχαμε ζητήσει παρά τα ελαττώματα σου. Ήσουν η πυξίδα μας. Εκείνη ήταν το τιμόνι και εσύ η πυξίδα μας. Και μείναμε τώρα μόνες μας να ψάχνουμε το δρόμο. Αλλά κάνατε τόσο καλή δουλειά και οι δύο που προχωράμε μπροστά. Και είστε πλέον τα αστέρια στον ουρανό που μας δείχνουν τον δρόμο και ο άνεμος που γεμίζει με φόρα τα πανιά μας. Ακόμα και από το επέκεινα καθορίζετε την πορεία μας.
Με πολλή αγάπη, η μεσαία σου κόρη, το Γιαννάκη σου....
Αν σας άρεσε η ιστορία μπορείτε να διαβάσετε και τις υπόλοιπες που έχω γράψει.
"Παράλληλα" πατήστε εδώ
"Με μια σοκοφρέτα" πατήστε εδώ
"XL story" πατήστε εδώ
"Το παιχνίδι" πατήστε εδώ
"Στο παραλίγο" πατήστε εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλιαστε: