Δευτέρα 7 Ιουλίου 2025

"Sugar Daddy" ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ



Μέσα στο ασθενοφόρο ξύπνησα και προσπάθησα να βγάλω τη μάσκα που ήταν δεμένη στο πρόσωπο μου, αλλά ένας διασώστης δεν με άφηνε.

-Κυρία Δήμου με ακούτε; Σας παρακαλώ μην βγάζετε τη μάσκα, με παρακάλεσε, αλλά εγώ συνέχιζα να προσπαθώ.

-Μαργαρίτα μην τραβάς τη μάσκα, άκουσα τη φωνή της Λίτσας από κάπου δίπλα και άπλωσα το χέρι μου προς τη φωνή της. Εκείνη μου το έσφιξε και έσκυψε πάνω από το κεφάλι μου. Πλέον έβλεπα το τρομοκρατημένο πρόσωπο της.

-Όλα θα πάνε καλά. Θα γίνεις καλά. Πάμε στο νοσοκομείο, είπε και με χάιδεψε στο κεφάλι. Προσπαθούσα να της μιλήσω, αλλά με τη μάσκα η φωνή μου παραμορφωνόταν και δεν έβγαζε νόημα.

-Κάτι προσπαθεί να πει, φώναξε στον διασώστη και εκείνος ανασήκωσε λίγο την μάσκα.

-Τον Παύλο... Σω σω σώστε τον... ψέλλισα και είδα τη Λίτσα να δακρύζει.

-Όχι!!!!!!! ούρλιαξα και η μάσκα είχε ξαναμπεί στο πρόσωπο μου

-Ανεβάζει παλμούς και πίεση. Γρήγορα μια ηρεμιστική! άκουσα μια φωνή και ύστερα όλο το σώμα μου χαλάρωσε και έγινε ρευστό. Μετά βίας ένιωθα το χέρι της Λίτσας. Σαν να ήμουν και να μην ήμουν εκεί. Τα φώτα του ασθενοφόρου σαν να άπλωναν και να μπερδεύονταν. Δεν μπορεί να πέθανε! Δεν μπορεί! έλεγα ξανά και ξανά, αλλά το στόμα μου δεν έβγαζε ήχο. Ήταν σαν να το φώναζε η σκέψη μου, χωρίς να μπορεί κανένας να μ' ακούσει. Ήταν σαν η συνείδηση μου να ήταν φυλακισμένη σε ένα σώμα που δεν το ένιωθα καν.

-Θα χρειαστεί αίμα. Βρείτε ανθρώπους να δώσουν αίμα.

-Υπέρηχο και αξονική τώρα!

-Ετοιμάστε χειρουργείο και καλέστε αναισθησιολόγο.

-Ρήξη σπλήνας, θα μπούμε λαπαροσκοπικά και θα επιχειρήσουμε αποκατάσταση, μάλλον στάθηκε τυχερή. 

Κουβέντες που άκουγα σαν να ήμουν μέσα στο νερό από φωνές που δεν αναγνώριζα και ύστερα μια φωνή γνωστή.

-Παιδί μου, κοριτσάκι μου... Που έχεις μπλέξει; Πυροβολισμοί, μαχαιρώματα; Ποιος θέλει να σε βλάψει σπλάχνο μου; Θέε μου τι μας βρήκε πάλι νυχτιάτικα. Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου, γεννηθήτω το θέλημά σου...

-Μάνα...

-Παιδί μου, παιδάκι μου!!! Ξύπνησε Λίτσα!!! φώναξε η μάνα μου και πλέον πάνω από από το κεφάλι μου ήταν και η Λίτσα.

-Κάποια στιγμή αυτό πρέπει να σταματήσει φιλενάδα, καθόλου δεν σου πάνε να ξέρεις οι ρόμπες νοσοκομείου, σε χλομιάζουν, είπε η Λίτσα κλαίγοντας χαρούμενη.

-Που είμαι;

-Στο Ασκληπιείο Βούλας. 

-Ποιος παιδί μου, ποιος σε μαχαίρωσε;;;

-Κυρία Μίνα τι τη ρωτάτε; Δεν βλέπετε, ακόμα είναι ζαλισμένη από τη νάρκωση. Αφήστε τη λίγο να συνέλθει. Δεν πάτε να βρείτε κανένα γιατρό να του πείτε πως συνήλθε; 

-Πάω, πάω, άκουσα τη μάνα μου να λέει και χάθηκε από το οπτικό μου πεδίο. Με το χέρι με τον ορό άρπαξα το χέρι της Λίτσας μην φύγει και αυτή.

-Πρέπει να τον πάρεις τηλέφωνο. Πρέπει να μάθει Λίτσα. Το κινητό μου, 2808 είναι το pin. Πάρτον και πες του....Χριστέ μου τι θα του πεις;;; Πως θα του το πεις... Εγώ φταίω για όλα....Εγώ... είπα και άρχισα να κλαίω με λυγμούς.

-Ηρέμησε γιατί θα σου κάνουν πάλι ηρεμιστικές και θα είσαι σαν το ζόμπι. Μαργαρίτα δεν φταις εσύ! Σύνελθε! Το ξέρει... 

-Πως; ψέλλισα με αγωνία αναζητώντας κάποια ένδειξη στο πρόσωπο της.

-Δεν είχε φύγει από Ελλάδα μάλλον. Λίγα λεπτά αφού έχασες τις αισθήσεις σου και ενώ περιμέναμε το ασθενοφόρο μπούκαρε στο σπίτι στα Λεγρενά με τον Βασίλη. Ειλικρινά η εικόνα μας πρέπει να ήταν το κάτι άλλο. Εγώ κρατούσα εσένα αγκαλιά και πίεζα το τραύμα στα πλευρά σου, ενώ η Ευτυχία δίπλα μου κλαίγοντας κρατούσε τον Παύλο και τον λίκνιζε σαν μωρό. Είδε ο άνθρωπος το αίμα και σαν τρελός βγήκε από το σπίτι και άρχισε να τρέχει. Ο Βασίλης αποσβολωμένος είχε μαρμαρώσει. "τρέχα να τον προλάβεις! Η Μαργαρίτα ζει! Κόκκινο ford fiesta" του ούρλιαξα και του πέταξα τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου. Ευτυχώς αντέδρασε άμεσα και έτρεξε πίσω από τον Χίλμαρ. Θα τον πρόλαβε Μαργαρίτα, θα τον πρόλαβε, με καθησύχασε την ώρα που η μάνα μου με μια νοσηλεύτρια έμπαιναν μέσα στο δωμάτιο.

Δύο ώρες μετά κατάφερα να ανασηκωθώ λίγο με τη βοήθεια μαξιλαριών και με το μυαλό μου σχεδόν καθαρό από την αναισθησία, έπεισα επιτέλους τη μάνα μου να γυρίσει σπίτι. Η ώρα ήταν τέσσερις το ξημέρωμα. Ο Στέλιος που είχε εμφανιστεί λίγο νωρίτερα θα την πήγαινε σπίτι. Χωρίς να με ρωτήσει τίποτα με είχε καθησυχάσει πως θα κρατούσε το παιδί όσο χρειαζόταν. Μέχρι στιγμής ο Χρήστος δεν είχε πάρει τίποτα χαμπάρι γιατί κοιμόταν, όταν η Λίτσα τον πήρε τηλέφωνο. Μου είπε πως μόνη μου θα αποφάσιζα τι θα του έλεγα το πρωί. Υποσχέθηκε πως θα περνούσε πάλι όταν άνοιγε η αιμοδοσία να δώσει αίμα μαζί με τον Νίκο. Πήρε την μάνα μου που τον αγριοκοίταζε και έφυγαν αφήνοντας μας μόνες με τη Λίτσα.

-Τον λυπάμαι τον Στέλιο με τη μάνα σου μέσα στο αυτοκίνητο. Ειλικρινά τον λυπάμαι, είπε η Λίτσα αλλά εμένα η αγωνία μου δεν με άφηνε να κάνω συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων.

-Να φύγεις και εσύ. Εγώ καλά είμαι. Να πας να ξεκουραστείς. Σε έμπλεξα και σένα σε όλα αυτά... Συγνώμη ρε Λίτσα...

-Είσαι ηλίθια; Μα τι ρωτάω προφανώς και είσαι ηλίθια. Πρώτον δεν πάω πουθενά και δεύτερον συγνώμη να ζητάς για την μπλούζα που μου χάλασες με τα αίματα σου. Ήταν καινούργια! Θα σου έδειχνα πως μου την κατέστρεψες, αλλά την πήρε ο Νίκος που μου έφερε ρούχα να αλλάξω όσο ήσουν στο χειρουργείο και γύρισε στη μικρή. Να ξέρεις εγώ έδωσα ήδη πρόχειρη κατάθεση. Αύριο με έχουν καλέσει να δώσω και την επίσημη. Μαργαρίτα πάνω στον πανικό είπα όλη την αλήθεια... Δεν είπα για την ιστορία του Παύλου, δεν με ρώτησαν σε πρώτη φάση κιόλας. Τους είπα μόνο ότι αφορούσε το συμβάν, δηλαδή ότι βγαίνοντας από το μπάνιο είδα εκείνον να σε μαχαιρώνει και την Ευτυχία να τον πυροβολεί για να σε προστατέψει. Φαντάζομαι η Ευτυχία θα τους συμπληρώσει τα κενά.

-Που είναι η Ευτυχία;

-Στην αστυνομία υποθέτω. Περιπολικό την πήρε την ώρα που σε βάζανε στο ασθενοφόρο.

-Δεν θα μου το συγχωρήσει ποτέ Λίτσα...Θα με αφήσει πάλι και αυτή τη φορά οριστικά...

-Ποιο πράγμα να σου συγχωρήσει; Που παραλίγο να πεθάνεις πάλι για χάρη του;

-Άκουσες την ιστορία της Ευτυχίας. Τον πρόδωσα και εγώ όπως η άλλη. Δεν μπόρεσα να περιμένω να μου πει εκείνος και τώρα ... τώρα ο αδελφός του είναι νεκρός, τώρα τον έχασε για πάντα. 

-Μαργαρίτα αν φύγει, τότε δεν είναι καλύτερος από τον πατέρα του. Αν δεν μπορέσει μέσα στο πένθος του να δει πως εσύ δεν έφταιξες πουθενά, τότε να πάει στα τσακίδια!

-Και αν δεν τον πρόλαβε ο Βασίλης;

-Θα τον πρόλαβε!

-Το κινητό μου που είναι;

-Στη στάση αδελφών το φορτίζουν.

-Πήγαινε να μου το φέρεις, την παρακάλεσα και εκείνη έκανε ότι της ζήτησα. Με τα φώτα σβηστά πλέον μέσα στο θάλαμο το ξεκλείδωσα. Ακόμα στο αθόρυβο ήταν. Τέσσερα μηνύματα και 18 αναπάντητες κλήσεις από τον Χίλμαρ με περίμεναν.

18:14 Where are you Rita;

18:20 If you won't answer the phone, i won't take the God Damn plane! 

18:45 Fine, i am waiting for the car outside the airport. I am coming to your house!

20:13 Where are you baby, please pick up the phone!!! I am lossing my mind... 

έγραφαν τα μηνύματα, ενώ η τελευταία αναπάντητη κλήση του ήταν στις 21:20. Γύρω στις 21:00 πρέπει να ήταν όταν ο Παύλος είχε μπει μέσα στο σπίτι. Με τα χέρια μου να τρέμουν δοκίμασα να τον καλέσω. Το κινητό του χτυπούσε, αλλά δεν το σήκωνε. Που ήταν; Τι σκεφτόταν; Ήταν καλά; Με μισούσε; Λύσσαξα να πάρω απαντήσεις για να καταφέρω τι; Να γεμίσω πάλι αναπάντητα ερωτήματα. "Κάνε Χριστέ μου να είναι καλά και ας με μισεί" ευχήθηκα και κοίταξα με απόγνωση το κινητό. Η Λίτσα δίπλα μου στην καρέκλα αποκαμωμένη είχε αποκοιμηθεί. Με χέρια που έτρεμαν άρχισα να πληκτρολογώ,

"Ι am so sorry...I love you Hilmar... I beg you... Don't let the darkness swallow you. Run to the daylight..."  του έγραψα και το έστειλα. Το μήνυμα όμως δεν είχε διαβαστεί. Τον είχα χάσει. Άφησα το κινητό δίπλα μου και κοίταξα έξω από το παράθυρο. Σε λίγο θα ξημέρωνε.         

-Τι ώρα είναι, ρώτησε νυσταγμένα η Λίτσα την ώρα που μια νοσηλεύτρια με ένα καροτσάκι έμπαινε μέσα στο λουσμένο με φως δωμάτιο.

-Οι συνοδοί να περάσουν λίγο έξω για τη νοσηλεία, παρακάλεσε η κοπέλα στα λευκά και η Λίτσα σηκώθηκε και αφού τεντώθηκε βγήκε από τον θάλαμο.

Όταν επέστρεψε μου είχαν πάρει αίμα, είχαν ελέγξει τη θερμοκρασία και την πίεση μου, μου είχαν αλλάξει τον ορό και είχαν αδειάσει και τον καθετήρα. 

-Φιλενάδα είναι 8:15 και εγώ θα πρέπει να πάω από το σπίτι να κάνω ένα μπάνιο πριν πάω στη ΓΑΔΑ. Θα είσαι εντάξει; Λογικά η μάνα σου θα έρθει σε λιγάκι. Και θα γυρίσω και εγώ μόλις ξεμπερδέψω, μου είπε και άνοιξε το τραπεζάκι για να ακουμπήσει το δίσκο που μια τραπεζοκόμος έφερνε προς το μέρος μας.

-Πήγαινε. Καλά θα είμαι, την καθησύχασα και κοίταξα για εκατομμυριοστή φορά το κινητό μου αδιαφορώντας για τις φρυγανιές και το γάλα δίπλα μου. Το μήνυμα μου είχε μείνει στο διαβάστηκε εδώ και μια ώρα.

-Πρέπει να φας. Αν δεν φας δεν φεύγω, με απείλησε και τα μάτια μου βούρκωσαν θολώνοντας την όραση μου. Παραιτημένη σκούπισα τα μάτια μου και της έκανα νόημα να σηκώσει το κρεβάτι. Την ώρα που η Λίτσα πάλευε με τη μανιβέλα του κρεβατιού βιαστικά βήματα ακούστηκαν να πλησιάζουν και ο Χίλμαρ μπούκαρε μέσα στο δωμάτιο αλαφιασμένος, ακολουθούμενος από τον Βασίλη. Μόλις με εντόπισε κοκκάλωσε και απλά με κοιτούσε με μια έκφραση που δεν μπορούσα να καταλάβω τι έκρυβε από πίσω. Είχε μαύρους κύκλους, τα μαλλιά του ήταν ανάκατα λες και τα είχε ανακατέψει με τα χέρια του, τα ρούχα του ήταν τσαλακωμένα και οι ώμοι του ήταν γυρτοί. 

-Hilmar... ξεκίνησα να λέω αλλά η φωνή μου πνίγηκε σε έναν απεγνωσμένο λυγμό ενώ τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν ανεξέλεγκτα. Με δύο βήματα βρέθηκε δίπλα μου και αγνοώντας τους ορούς, με έκλεισε στην αγκαλιά του τόσο σφιχτά που το τραύμα στα πλευρά μου, μου έριξε μια σουβλιά.

-Με το μαλακό ψηλέ! άκουσα τη Λίτσα να τον μαλώνει τραβώντας τον ενώ ο Βασίλης μετάφραζε. Ο Χίλμαρ χαλάρωσε τα χέρια του γύρω μου και με κοίταξε με δακρυσμένα μάτια χωρίς να λέει τίποτα.

-You didn't leave me, άρχισα να λέω ξανά και ξανά κρατώντας το πρόσωπο του με τα χέρια μου χαϊδεύοντας τον και εκείνος άρχισε να με φιλάει στα μάτια σκουπίζοντας με τα χείλια του τα δάκρυα μου. Από κάπου ακούστηκε ένα κινητό να χτυπάει, αλλά εμένα εκείνη τη στιγμή δεν με ένοιαζε τίποτα. Ο Χίλμαρ ήταν εκεί, ήταν καλά και με φιλούσε. 

-Έλα τα σιρόπια μεγάλοι άνθρωποι. Πολύ λυπάμαι που σας χαλάω αυτή τη συγκινητική επανασύνδεση, αλλά αν δεν θέλετε να φάμε για μεσημεριανό Ισλανδό φρικασέ, Βασίλη πρέπει να τον πάρεις και να φύγετε γιατί έρχεται ο Κέρβερος. Μόλις με πήρε τηλέφωνο. Είναι στο ταξί, άκουσα τη Λίτσα να λέει.

-Ο ποιος; ρώτησε ο Βασίλης 

-Η μάνα της Βασίλη! Πάρε τον ψηλό από εδώ μην τον δει η κυρά Μίνα και μετά έχουμε και άλλα.

-Όχι!!! διαμαρτυρήθηκα εγώ και κατέβασα το κεφάλι μου στο στήθος του Χίλμαρ σφίγγοντας το δεξί του χέρι με απόγνωση.

-Και για να έχουμε καλό ερώτημα τόσες ώρες που σκατά ήσασταν; συνέχισε η Λίτσα αγνοώντας με κοιτάζοντας θυμωμένη τον Βασίλη.

-Στην αστυνομία. Μεγάλη ιστορία... της απάντησε ο Βασίλης και γυρίζοντας προς τον Χίλμαρ άρχισε να του λέει κάτι στα ισλανδικά. Εκείνος του ένευσε καταφατικά και αφού μου έδωσε ένα ακόμα φιλί έκανε να απομακρυνθεί, αλλά εγώ δεν τον άφηνα.

-I am not leaving. I 'll be downstairs. When your mother leaves, i 'll be back, με καθησύχασε γλυκά και εγώ χαλάρωσα τη λαβή μου.

-Κυρία Λίτσα τα κλειδιά του αμαξιού σας, άκουσα τον Βασίλη να λέει τη στιγμή που ο Χίλμαρ σηκωνόταν από το κρεβάτι μου.

-Κεριά και λιβάνια Βασίλη! Συνομήλικοι είμαστε μην σε χέσω! Άκου κυρία Λίτσα! διαμαρτυρήθηκε η Λίτσα έξαλλη.

-Just call me, μου ψιθύρισε ο Χίλμαρ στο αυτί αγνοώντας τους άλλους δύο και πριν σηκώσει το κεφάλι του συμπλήρωσε με τρεμάμενη φωνή "Ι love you too baby".  

Λίγη ώρα μετά ήμουν μόνη στο δωμάτιο. Η Λίτσα είχε πάει με τον Βασίλη και τον Χίλμαρ να της δείξουν που είχαν αφήσει το αυτοκίνητο της και εγώ έτρωγα ανόρεχτα μια φρυγανιά όταν χτύπησε το τηλέφωνο μου.

-Μαμά;

-Τι κάνεις ξύπνιος παιδί μου τόσο πρωί; Δεν είσαι καλά; Μέρα που δεν έχεις σχολείο και έχεις ξυπνήσει από τις οκτώμισι;

-Είδα ένα χαζό όνειρο και ξύπνησα.

-Τι είδες;

-Ήμασταν λέει εγώ και εσύ σε μια βάρκα και η βάρκα αναποδογύρισε και πνιγόμασταν... Εσύ που είσαι; Στο δρόμο για τη δουλειά;

-Χρήστο μου μην φοβηθείς. Είχα ένα ατύχημα, αλλά είμαι καλά.

-Τι ατύχημα πάλι ρε μαμά! Που είσαι;

-Στο νοσοκομείο είμαι, αλλά είμαι καλά σου λέω. 

-Ο μπαμπάς το ξέρει; Αν το ξέρει και δεν μου έχει πει τίποτα θα τον σκίσω!

-Ο πατέρας σου το ξέρει, αλλά δεν σου είπε τίποτα γιατί του ζήτησα να στο πω εγώ. Μην θυμώνεις...

-Αλήθεια είσαι καλά; θα έρθω εκεί!

-Είμαι αλήθεια καλά και να έρθεις. Θα πω του μπαμπά να σε φέρει σε λίγο που θα έρθει να δώσει αίμα. 

-Να δώσω και εγώ αίμα!

-Είσαι ανήλικος και δεν χρειάζεται άλλωστε. Όταν ενηλικιωθείς να γίνεις αιμοδότης. Μαζί θα πάμε να γίνω και εγώ, εντάξει;

-Εντάξει...

-Χρήστο μου; Θυμάσαι που με ρώτησες πριν τα Χριστούγεννα αν είμαι ευτυχισμένη; Τότε δεν σου είχα απαντήσει. Θες να σου απαντήσω σήμερα;

-Μαμά τι τρέχει;

-Είμαι παιδί μου ευτυχισμένη και ας είναι λίγο τραυματισμένο το σώμα μου. Είμαι ευτυχισμένη γιατί έχω εσένα και σε καμαρώνω να μεγαλώνεις, είμαι ευτυχισμένη γιατί η γιαγιά σου είναι γερή και δυνατή, είμαι ευτυχισμένη γιατί έχω για φίλη τη νονά σου που θα είναι πάντα δίπλα μου, είμαι ευτυχισμένη για τον πατέρα σου που ξαναέφτιαξε τη ζωή του και είμαι ευτυχισμένη γιατί γνώρισα έναν Βίκινγκ.

-Μάνα στο κεφάλι έχεις χτυπήσει; Σε έκαψαν αυτά που βλέπεις στο νέτφλιξ!

-Όχι χαζούλη αχαχαχαχαχα. Θα σου πω από κοντά. Κλείσε τώρα να πάρω τον μπαμπά να συνεννοηθώ να σε φέρει από εδώ. Και φέρτε και έναν φρέντο μέτριο όπως έρχεστε, γιατί με γάλα και φρυγανιές δεν παλεύεται η κατάσταση εδώ μέσα, του είπα και τερμάτισα την κλήση.      

Στο νοσοκομείο έμεινα συνολικά δέκα μέρες. Ο Χίλμαρ νοίκιασε ένα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο στη Βούλα και όποτε έφευγαν η μάνα μου και ο Χρήστος ερχόταν και μου έκανε παρέα. Η αστυνομία ήρθε και μου πήρε κατάθεση την τρίτη μέρα της νοσηλείας μου. Αυτά που τους είπα δεν πρόσθεσαν κάτι καινούργιο. Ο Χίλμαρ και η Ευτυχία είχαν καταθέσει όλα τα γεγονότα αποκρύπτοντας μόνο την ιστορία στη Βουδαπέστη. Σύμφωνα με τους δικηγόρους που προσέλαβε ο Χίλμαρ, η Ευτυχία θα αθωωνόταν. Η μεγάλη της ηλικία, το λευκό ποινικό μητρώο της και ο βαρύς ιατρικός φάκελος του Παύλου δεν άφηναν αμφιβολίες πως επρόκειτο για υπόθεση αυτοάμυνας. Με τον Χίλμαρ σαν από κοινού συνεννοημένοι αποφεύγαμε να συζητήσουμε όλα όσα είχαν γίνει εκείνο το βράδυ. Εκείνος συνέχιζε να φέρεται σαν μην γνώριζα εγώ όλα αυτά που μου είχε πει η Ευτυχία και εγώ δεν τον πίεζα. Όταν ήταν έτοιμος θα μου μιλούσε. Δεύτερη φορά το ίδιο λάθος δεν ξανάκανα. Στον Χρήστο μίλησα για τον Χίλμαρ χωρίς φυσικά να του αναφέρω τη σύνδεση του με τον πυροβολισμό τότε και με τον νέο τραυματισμό μου τώρα. Ήταν πολύ μικρός για να τον φορτώσω με μια τέτοια ιστορία και πολύ έφηβος για να μην χρεώσει τον Χίλμαρ με πράγματα που δεν του αναλογούσαν. Στην αρχή ήταν λίγο καχύποπτος για τη σχέση μου μαζί του, αλλά όσο έβλεπε πως εγώ ήμουν πράγματι καλά μου ζήτησε να τον γνωρίσει. Του υποσχέθηκα πως θα το κανόνιζα όταν θα έβγαινα από το νοσοκομείο. Η κυρά Μίνα πάλι ήταν άλλη ιστορία. Ως ο ορισμός της αθάνατης Ελληνίδας μάνας, δεν άργησε να πάρει γραμμή τι γινόταν κάθε φορά που εκείνη έφευγε. Κάποια αποκλειστική από τα διπλανά κρεβάτια του θαλάμου μάλλον της τα πρόφτασε για τον ψηλό ξένο που εμφανιζόταν ως δια μαγείας κάθε φορά που εκείνη έφευγε. Μια μέρα έτσι έκανε πως ξέχασε κάτι και τον πέτυχε στο δωμάτιο να μου χαϊδεύει, ευτυχώς Παναγία μου, το χέρι. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πως όσο χρονών και να φτάσεις, αν σε πιάσει η μάνα σου να κάνεις μαλακίες πάντα θα σου κόβονται τα ύπατα. Αναγκαστικά της τον σύστησα και εκείνη τον πέρασε γενεές δεκατέσσερις. Ο Χίλμαρ που ευτυχώς δεν καταλάβαινε τις μπηχτές της ήταν ευγενέστατος μαζί της. Όταν εκείνος πήγε να μας φέρει καφέ και μείναμε οι δύο μας με πέρασε ανάκριση τρίτου βαθμού. Ποιος είναι ο ξεπλυμένος; Που τον γνώρισα; Τι δουλειά κάνει; Από ποια χώρα είναι; Είναι χριστιανός ορθόδοξος; Πόσο χρονών είναι; Τι προθέσεις έχει; Του έχω ξεκαθαρίσει ότι δεν θα έφευγα από την Ελλάδα; Σε κάποιες ερωτήσεις της απάντησα, σε κάποιες άλλες το έπαιξα Κινέζα και σε κάποιες της αγρίεψα. Στο τέλος την ικέτεψα να με εμπιστευτεί και έκανε πίσω μην ρωτώντας περισσότερα. Ήπιε μια γουλιά από το καφέ της, του είπε ένα ξερό "κουτπάι" και μας ξανάφησε μόνους. 

Την ημέρα που θα έπαιρνα εξιτήριο, θα με γυρνούσε σπίτι η Λίτσα. Ο Χίλμαρ αποβραδίς μου είχε πει πως δεν θα μπορούσε να έρθει να με πάρει εκείνος και εγώ επειδή τον είδα στεναχωρημένο δεν τον ρώτησα γιατί. Με το χαρτί του εξιτηρίου στο χέρι είχε μπει η Λίτσα στο χέρι και το ανέμιζε σαν σημαία.

-Ακόμα δεν έχεις ετοιμαστεί. Τελείωνε χριστιανή μου και δεν θα προλάβουμε!

-Να προλάβουμε τι;

-Μαργαρίτα πρέπει να πάμε στη Ριτσώνα.

-Να μαζέψουμε χόρτα;

-Συντονίσου. Στο αποτεφρωτήριο... είπε και αμέσως κατάλαβα.

-Αν ήθελε να πάω μαζί του θα το ζητούσε Λίτσα.

-Θα σου ζητούσε να πας στην αποτέφρωση του ανθρώπου που προσπάθησε δύο φορές να σε σκοτώσει; Το ενδεχόμενο να μην ήθελε στην ανάρρωση σου να σε υποβάλλει σε κάτι τέτοιο το σκέφτηκες; Ακόμα δεν έχεις καταλάβει πως λειτουργεί αυτός ο άνθρωπος; Ακόμα δεν έχεις καταλάβει πως πάντα θα βάζει τους άλλους πάνω από τον εαυτό του. Ο Βασίλης με πήρε χθες τηλέφωνο και μου είπε ότι τους δόθηκε επιτέλους η άδεια να προχωρήσουν στην αποτέφρωση της σωρού. Μου είπε να σε ενημερώσω, γιατί ο Χίλμαρ ήταν ανένδοτος στην απόφαση του να μην σε φέρει σε δύσκολη θέση. Ο Βασίλης όμως νοιάζεται για εκείνον και ξέρει πως σε χρειάζεται. Όποτε άσε τις μαλακίες και αποφάσισε με καθαρό μυαλό αν θα πάμε ή δεν θα πάμε, είπε αυστηρά η Λίτσα. Και πήγαμε.

Δυο ώρες μετά μπαίναμε στον χώρο αναμονής του αποτεφρωτηρίου και σε ένα τραπεζάκι στη γωνία η Ευτυχία, ο Βασίλης και ο Χίλμαρ καθόντουσαν με σκυφτά τα κεφάλια, ενώ δυο αστυνομικοί διακριτικά περίμεναν παραδίπλα. Πλησιάσαμε σιγά σίγα και μόνο όταν φτάσαμε κοντά σήκωσαν τα κεφάλια τους. Το πρόσωπο του Βασίλη έδειχνε ευγνωμοσύνη, της Ευτυχίας θλίψη και του Χίλμαρ ανακούφιση. 

-You came, είπε και σηκώθηκε.

-Ι came, του απάντησα και προσπάθησα να τον κλείσω στην αγκαλιά μου. Και ήταν λες και το άγγιγμα μου εκείνη τη στιγμή είχε κατεδαφίσει με δύναμη τον τοίχο της αυτοσυγκράτησης του.

-I tried baby, i tried to save him. Oh God i did everything i could, but it wasn't enough. And now he is gone. I failed him like everybody else...Life was so unfair to him from the beggining...I tried, you have to believe me, i tried.... έλεγε μέσα σε αναφιλητά σκύβοντας το κεφάλι του πάνω στον ώμο μου και εγώ τον έσφιξα περισσότερο προσπαθώντας με το σώμα μου να απορροφήσω το τρέμουλο του δικού του κορμιού. Αυτού του θεόρατου δυνατού κορμιού που με έναν σπαρακτικό τρόπο επιτέλους άφηνε τον πόνο του να βγει προς τα έξω.

-Look at me, τον διέταξα και έπιασα με τα χέρια μου αποφασιστικά το κεφάλι του από τον ώμο μου αναγκάζοντας τον να με κοιτάξει στα μάτια. "It's not your fault! You loved him. You did nothing wrong... Oh my sweet Viking don't blame yourself. You were a good brother for him, the best brother! είπα και σκούπισα με τα χέρια μου τα δάκρυα από τα μάγουλα του, ενώ δάκρυα έτρεχαν και από τα δικά μου μάτια ανεξέλεγκτα. Και εκείνος με έκλεισε μέσα στη δική του αγκαλιά σαν να ήμουν η σανίδα σωτηρίας του φιλώντας το κεφάλι μου. Δεν ξέρω πόση ώρα μείναμε έτσι αγκαλιασμένοι να κλαίμε. Κάποια στιγμή ηρεμήσαμε και εγώ και εκείνος και αμήχανα καθίσαμε στο τραπέζι. Η Λίτσα μου έδωσε ένα χαρτομάντιλο και σκούπισα την μύτη μου, όταν σήκωσα το κεφάλι μου και συνάντησα το βλέμμα της Ευτυχίας που ήταν και εκείνη κλαμένη.

-Κυρία Ευτυχία, σας ευχαριστώ. Χωρίς εσάς... Λυπάμαι πολύ για τον Παύλο, λυπάμαι τόσο πολύ που εξαιτίας μου αναγκαστήκατε να κάνετε αυτό που κάνατε, απολογήθηκα με ειλικρίνεια, ενώ τα μάτια μου άρχισαν και πάλι να τρέχουν.

-Έκανα έστω και αργά κάτι σωστό ε; είπε εκείνη και έπιασε το χέρι μου πάνω στο τραπέζι και το έσφιξε. 

-Βασικά κυρία Ευτυχία και γαμώ τα σημάδια. Αλλά το όπλο που το βρήκατε; ρώτησε η Λίτσα και την κλώτσησα κάτω από το τραπέζι τη στιγμή που άκουσα τον Βασίλη σιγανά να μεταφράζει στον Χίλμαρ αυτά που λέγαμε.

-Το όπλο ήταν του Παύλου. Αυτό που πυροβόλησε τη Μαργαρίτα στη Βουδαπέστη. Ο Χίλμαρ μη ξέροντας τι να το κάνει όταν το μάζεψε μαζί με τον Παύλο, το έστειλε με κούριερ από την Αυστρία στον μόνο άνθρωπο που ήξερε με σιγουριά πως δεν θα το παρέδιδε στην αστυνομία, απάντησε στη Λίτσα και εγώ χλόμιασα.

-Αν είναι αυτό το όπλο, αν το έχει πιάσει ο Χίλμαρ, τα αποτυπώματα του θα είναι πάνω στο όπλο. Χρίστε μου! μονολόγησα και πανικόβλητη γύρισα προς το μέρος του.

-Μην ανησυχείς κόρη μου. Μπορεί να είμαι γριά, αλλά δεν είμαι χαζή και έχω δει πολλές αστυνομικές ταινίες. Όταν παρέλαβα το όπλο το είχα καθαρίσει από τα αποτυπώματα. Τότε νόμιζα ότι το έκανα για να προστατέψω τον Παύλο, αλλά τελικά αλλού χρησίμευσε το εξονυχιστικό καθάρισμα που του είχα κάνει. Η αστυνομία βρήκε μόνο τα δικά μου αποτυπώματα πάνω και πιστοποίησε πως το όπλο άνηκε στον Παύλο. Από το σειριακό του αριθμό η Ιντερπόλ επιβεβαίωσε πως ήταν ένα κλεμμένο όπλο που ένα πρεζάκι στη Ρώμη είχε πουλήσει σε ένα μελαχρινό ψηλό Έλληνα με γκρίζα μάτια. Τους είπα πως το είχε φέρει και το είχε αφήσει στο σπίτι νωρίτερα εκείνη τη μέρα. Δεν θα έμπλεκα ποτέ τον Χίλμαρ. Μην ανησυχείς, με καθησύχασε και αναστέναξα με ανακούφιση.

-Και ευθύβολη και έξυπνη, μπράβο κυρία Ευτυχία, την επιβράβευσε η Λίτσα και εγώ την αγριοκοίταξα.

-Βασίλη πες στον Χίλμαρ πως εγώ του το είπα. Οι μαργαρίτες δεν είναι βιολέτες, αντέχουν την παγωνιά. Και η δική του άντεξε, σχολίασε και μου έσφιξε και πάλι το χέρι.

Τρείς ώρες μετά η αποτέφρωση είχε ολοκληρωθεί και μας καλέσαν να παραλάβουμε την τέφρα. Ακόμα ζεστή ήταν η τεφροδόχος όταν ο υπάλληλος την παρέδωσε στα χέρια του Χίλμαρ που έτρεμαν. Αφού την χάιδεψε λίγο τρυφερά δακρύζοντας, την έτεινε προς την Ευτυχία. Εκείνη τον μιμήθηκε και χάιδεψε τη μαύρη τεφροδόχο. Ο Χίλμαρ κάτι είπε και ο Βασίλης μετάφρασε.

-Θα πάει την τεφροδόχο στο σπίτι στα Λεγρενά. θα τη βρείτε εκεί όταν βγείτε από τη φυλακή. Σύντομα θα γυρίσετε σπίτι σας, είπε ο Βασίλης και η Ευτυχία χαϊδεύοντας άλλη μια φορά την τεφροδόχο απάντησε.

-Πες του να τον πάει κάπου όμορφα. Να τον πάει κάπου φωτεινά. Δεν του αξίζει να μείνει κλεισμένος στο σπίτι στα Λεγρενά με μια γριά. Να τον πάει κάπου και να τον ελευθερώσει επιτέλους, πρόσταξε με αποφασιστικότητα και χωρίς να μας χαιρετίσει, μας γύρισε την πλάτη και πλησίασε τους αστυνομικούς που την περίμεναν.

για τη συνέχεια πατήστε εδώ                   

 

                                     

                

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιαστε: