Αλεξάνδρεια 1966
Οι δύο άντρες βλέποντας την ώρα να περνάει και την Ερασμία
να μην επιστρέφει, ανησύχησαν. Ούτε πέρασε καν από το μυαλό τους αυτό που θα αντίκριζαν . Για να βρουν τη Φεριχά είχαν έρθει στο σπίτι, ελπίζοντας να θυμάται
το όνομα του ξενοδοχείου που διέμενε η
αδελφή της Ερασμίας. Μπαίνοντας όμως μέσα στο σπίτι, η αφύσικη ησυχία ήταν
εκείνη που αρχικά τους προβλημάτισε. Η Φεριχά δεν ήταν στην κουζίνα, ούτε όμως
και στο δωμάτιο της. « Ίσως
η Λουκία να ήξερε κάτι,» πρότεινε ο Μάρκος και άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα, με
τον Μενέλαο ξωπίσω του.
Η πόρτα του υπνοδωματίου ήταν ανοιχτή και ένα χλωμό φως έβγαινε
από μέσα. Κοντοστάθηκε λίγο ο Μάρκος διστακτικός. Φώναξε το όνομα του πατέρα
του στο ενδεχόμενο να ήταν εκεί, αλλά απόκριση δεν πήρε. Και ύστερα φώναξε το
όνομα της Λουκίας, αλλά και πάλι καμία απάντηση. «Κάτι περίεργο συνέβαινε,
πλέον ήταν ξεκάθαρο», σκέφτηκε και αγνοώντας τους κινδύνους προχώρησε προς την
πόρτα.
Αίμα. Το πρώτο που είδε ο Μάρκος ήταν το αίμα στο πάτωμα.
Θόλωσαν τα μάτια του από το αίμα. Θόλωσε και η εικόνα. Και ύστερα άκουσε την
κραυγή του Μενέλαου. Μια κραυγή που δεν θα ξεχνούσε όσα χρόνια και αν περνούσαν. Μια κραυγή που θα την άκουγε, από εκείνο το βράδυ και έπειτα στα
όνειρα του. «Η Λουκία, που ήταν η Λουκία», αναρωτήθηκε ταραγμένος και άρχισε να
τρέμει σαν το ψάρι, ενώ ο Μενέλαος κρατώντας το άψυχο κορμί της Ερασμίας αγκαλιά ,
πεσμένος στο πάτωμα, τη φιλούσε και ούρλιαζε σαν λαβωμένο ζώο.
Και ύστερα την είδε. Την είδε κουλουριασμένη σε μια γωνία,
λερωμένη με αίμα, να κρατάει ένα μαχαίρι σφιχτά, να το έχει στραμμένο προς τον
εαυτό της και να το κοιτάει ακίνητη. Με ένα σάλτο βρέθηκε κοντά της, εκείνη
όμως έδειχνε να μην τον βλέπει.
-Λουκία μου, τι έγινε μάτια μου; Τι έγινε εδώ μέσα; ρώτησε
ενώ έπιανε τα χέρια της με τα χέρια του μαλακά.
-Κάρφωσε το. Δεν μπορώ… Δεν μπορώ να το κάνω. Σε παρακαλώ
κάρφωσε το εσύ, τον παρακάλεσε ικετευτικά κοιτώντας τον στα μάτια.
-Λουκία τι λες; Εγώ σε αγαπάω. Πες μου τι έγινε!
-Τη σκότωσε!!! Τη σκότωσε και ύστερα τον σκότωσα εγώ… Τη
σκότωσε, χριστέ μου τη σκότωσε… Γιατί;;;;; Εγώ φταίω, για μένα ήρθε εδώ. Για
μένα… Για να σώσει εμένα και το μωρό. Λύτρωσε με. Αν μ αγαπάς λύτρωσε με τώρα! Εδώ κάρφωσε το. Εδώ στην καρδιά… Μια και έξω…
-Ποιο μωρό; Δεν καταλαβαίνω τίποτα.
-Είμαι έγκυος Μάρκο. Ζήτησα από την Ερασμία να σε πάρουν
μαζί τους. Γι’ αυτό ήρθε. Για να με πάρει από εδώ. Εκείνος όμως γύρισε
νωρίτερα. Μας άκουσε. Μου όρμηξε και η καλή μου η Ερασμία πήγε να με
προστατέψει. Σαν κούκλα την πέταξε στον τοίχο. Σαν κούκλα. Αν είχα βρει το
μαχαίρι νωρίτερα θα ζούσε… Θα ζούσε!!!!
-Χριστέ μου. Τι θα κάνουμε τώρα; είπε απελπισμένος και με
βία απομάκρυνε το μαχαίρι από τα χέρια της.
-Να φύγετε. Πάρτε το πλοίο και φύγετε. Εγώ θα πάω να παραδοθώ. Εγώ φταίω και για τους δύο
θανάτους. Φύγετε τώρα και οι δύο! Πάρτε τα λεφτά από το χρηματοκιβώτιο και
φύγετε! Πείτε πως δεν ήρθατε ποτέ στην Αλεξάνδρεια, είπε αποφασιστικά η Λουκία
και τον έσπρωξε.
-Ο Μενέλαος πρέπει να φύγει. Δεν πρέπει να τον μπλέξουμε και
άλλο. Ντύσου. Θα φύγουμε μαζί. Θα πάμε κάπου να κρυφτούμε μέχρι να δω τι θα
κάνουμε.
-Είμαι έγκυος Μάρκο! Ακούς τι σου λέω; Έχω μέσα μου το παιδί
του! Ούρλιαξε εκείνη και ο Μάρκος την έκλεισε στην αγκαλιά του σφιχτά.
-Δεν με νοιάζει! Μαζί θα το μεγαλώσουμε. Δικό μου είναι το
παιδί! Με ακούς; είπε και την έσφιξε ακόμα περισσότερο.
-Σκάστε και οι δύο! ούρλιαξε ο Μενέλαος που με ένα σεντόνι
τόση ώρα τύλιγε το σώμα της Ερασμίας.
-Έχουμε λιγότερο από δύο ώρες. Λουκία βάλε ένα φόρεμα. Όλα
τα υπόλοιπα πράγματα σου άστα εδώ. Μάρκο φέρε τα λεφτά και το διαβατήριο σου.
Βοήθησε με να βάλουμε το σώμα της Ερασμία στο αμάξι. Ύστερα πάρε τη Λουκία και
πηγαίνετε στο λιμάνι σαν να μην τρέχει τίποτα. Βγάλε ένα εισιτήριο στο δικό σου
όνομα μόνο. Απόψε θα ταξιδέψουμε εγώ, ο Μάρκος και η Ερασμία. Με καταλάβατε;
-Δεν μπορώ να το κάνω… Δεν μπορώ να πάρω τη θέση της,
ψέλλισε η Λουκία κλαίγοντας.
-Δεν πέθανε μάταια η Ερασμία. Της το χρωστάς να μην πέθανε
μάταια! Κάντε ότι σας λέω. Θα πάω να τη θάψω και θα έρθω να σας βρω και εγώ.
Μόλις φτάσουμε στην Κύπρο θα τακτοποιήσω και τον Μάρκο. Όταν το πρωί βρουν
εκείνου το πτώμα, θα αρχίσουν να ψάχνουν εσάς τους δύο. Η Λουκία απόψε
εξαφανίστηκε για πάντα και σύντομα θα εξαφανίσω και τον Μάρκο. Για λίγο
καιρό θα πρέπει να είσαστε προσεκτικοί. Δεν θα είναι εύκολο. Θα σας πω τα
υπόλοιπα στο πλοίο. Γρήγορα τώρα! Δεν έχουμε περιθώριο για
συναισθηματισμούς. Η Ερασμία δεν χάθηκε για το τίποτα! Δεν το δέχομαι αυτό!
είπε και ήταν τέτοια η έκφρασή του, τέτοιος ο τόνος της φωνής του, που δεν άφηνε περιθώρια
να μην υπακούσουν.
Λίγες ώρες αργότερα το πλοίο έβγαινε από το λιμάνι. Πάνω στο
κατάστρωμα του τρεις άνθρωποι, δύο άντρες και μια γυναίκα, εξαντλημένοι,
κλαμμένοι και αμίλητοι κοιτούσαν τα φώτα της πόλης να
γίνονται όλο και πιο μικρά. Ώσπου στο τέλος χάθηκαν τελείως. Τρεις άνθρωποι που
ο καθένας κουβαλούσε και θα κουβαλούσε στο εξής τον δικό του σταυρό. Έναν
σταυρό που δεν ήξεραν αν θα τον άντεχαν και για πόσο.
-Δεν μπορώ να πάω στην καμπίνα μας. Να πάτε εσείς να
κοιμηθείτε εκεί. Εγώ θα πάω στη δική σου. Να πάρω μόνο κάτι να φορέσω για το
κρύο, είπε ο Μενέλαος και λίγη ώρα μετά επέστρεψε δίνοντας του Μάρκου το κλειδί
της γαμήλιας καμπίνας.
-Να κάτσω να σου κάνω παρέα; πρότεινε ο Μάρκος που η καρδιά
του γινόταν κομμάτια να τον βλέπει σε αυτή την κατάσταση.
-Όχι, να πας την Ερασμία να ξεκουραστεί. Στην κατάσταση της
δεν πρέπει να κάθεται μέσα στην υγρασία. Και κανόνισε! Αυτό που σου είπα
νωρίτερα. Πρέπει να την πείσεις. Τίποτα από όλα όσα έγινα και θα γίνουν, δεν
πρέπει να είναι μάταια! Με ακούς; του είπε και τον αγκάλιασε.
Σχεδόν με το ζόρι είχε πάει τη Λουκία στην καμπίνα. Ακόμα
έτρεμε και δεν ήταν από την υγρασία. Ευτυχώς στο λιμάνι δεν είχαν υπάρξει
σχολαστικοί με τον έλεγχο του διαβατηρίου της. Τυλιγμένη με μια μακριά εσάρπα
και λέγοντας πως ήταν έγκυος, είχαν επισπεύσει την επιβίβαση τους στο μεγάλο
πλοίο. Μόλις έφταναν στην Κύπρο, ο
άνθρωπος που θα έφτιαχνε την πλαστή ταυτότητα του Μάρκου θα αναλάμβανε να
αλλάξει τη φωτογραφία στο διαβατήριο της
Ερασμίας. Με λίγες χρυσές λίρες όλα ήταν δυνατά. Με λίγες χρυσές λίρες χανόταν
ένας άνθρωπος και εμφανιζόταν ένας άλλος. Τόσο απλά… Την κάθισε στο μεγάλο
κρεβάτι και την κοίταξε στα μάτια χωρίς να ξέρει τι να της πει. Πώς να την
κάνει να νιώσει λιγάκι καλύτερα. Την αγκάλιασε έτσι γλυκά και την ξάπλωσε στο σκληρό στρώμα. Λίγη υγρασία ένιωσε αρχικά
πάνω στο πουκάμισο του και ύστερα ένιωσε τα αναφιλητά της καθώς το σώμα της
τρανταζόταν. Και όσο εκείνη πάλευε να ξεπλύνει την απελπισία που ένιωθε, ο
Μάρκος της χάιδευε τα μαλλιά. Έτσι αποκοιμήθηκαν. Αγκαλιασμένοι σαν ένα σώμα.
«Άντρας στη θάλασσα!» ακούστηκε στα αγγλικά και το καράβι
άρχισε να επιβραδύνει απότομα. Φωνές και αναταραχή επικρατούσε έξω από το
φινιστρίνι.
-Τι γίνεται; ρώτησε τρομαγμένη η Λουκία και ο Μάρκος
σηκώθηκε βιαστικά από το κρεβάτι.
-Ατύχημα μάλλον. Κάποιος πρέπει να έπεσε στη θάλασσα,
απάντησε και έσκυψε να φορέσει τα παπούτσια του. Ένα γράμμα όμως βρισκόταν μπροστά
στην πόρτα. Με χέρια που έτρεμαν έσκυψε και το έπιασε.
«Πάω να τη βρω. Μαζί για πάντα της υποσχέθηκα. Μέσα στην
καφέ βαλίτσα είναι όλα τα χαρτιά μας. Φτάνοντας στην Κύπρο να πας να βρεις το Νεόφυτο στη διεύθυνση που σου γράφω. Είναι φίλος μου. Αυτός θα σε βοηθήσει να
αλλάξετε τις φωτογραφίες στα χαρτιά. Στο τελωνείο σπρώξε λίγες λίρες και δεν θα
έχεις θέμα. Αρκεί που είναι ελληνικά τα διαβατήρια. Μάρκο, πέταξε στη θάλασσα
αυτό το γράμμα και το διαβατήριο σου. Εξαφάνισε ότι μπορεί να σε συνδέσει με
την παλιά σου ταυτότητα, πριν φτάσετε. Στην Λεμεσό θα φτάσουν ο Μενέλαος και η
Ερασμία. Το νιόπαντρο ζευγάρι που περιμένει το πρώτο του παιδί. Να χαίρεσαι που
σπουδάσαμε το ίδιο πράγμα. Χρησιμοποίησε και το πτυχίο μου λοιπόν. Κάνε ό,τι
χρειαστεί! Ό,τι χρειαστεί για να την
κάνεις ευτυχισμένη. Ο Μενέλαος θα κάνει την Ερασμία του ευτυχισμένη, με
κατάλαβες; Δεν σας κρατάω κακία. Δεν φταίξατε σε τίποτα. Να αγαπιέστε και να
μας ξεχάσετε. Δώσε νόημα σε όλα όσα έγιναν!»
Μ.
Μ.
-Τι λέει το γράμμα; Από ποιόν είναι; ρώτησε η Λουκία τρομαγμένη με την έκφραση του Μάρκου και εκείνος της το έδωσε ενώ έσφιγγε με απόγνωση τις γροθιές του.
-Όχι, όχι, όχι, μουρμούρισε εκείνη και σηκώθηκε από το
κρεβάτι.
-Μπορεί να τον ανασύρουν ζωντανό! Τρέξε! Μπορεί να
προλάβουμε! συνέχισε και άρχισε να
τραβάει τον Μάρκο που είχε βάλει το κεφάλι του μέσα στα δύο χέρια του και το
πίεζε με δύναμη.
-Πόσοι ακόμα; Πόσοι ακόμα θα πεθάνουν; Δεν μπορεί να γίνεται
όλο αυτό. Δεν μπορεί!!!! διαμαρτυρήθηκε πανικόβλητη και άρχισε να χτυπάει με
δύναμη την κοιλιά της.
-Εσύ φταις! Εσύ φταις για όλα!!!! ούρλιαζε σε κατάσταση
πανικού. Με δύναμη ο Μάρκος την άρπαξε και άρχισε να την τραντάζει να συνέλθει.
Αν την άκουγε κανένας τότε θα άρχιζαν οι ερωτήσεις. Εκείνη όμως έδειχνε να μην επικοινωνεί. Με δύναμη σήκωσε
το χέρι του και της έδωσε ένα δυνατό χαστούκι. Τα δάχτυλα του σημάδεψαν το
λευκό της δέρμα, και τα μάτια της τον κοίταξαν με απορία.
-Αυτή είναι η πρώτη και η τελευταία φορά που σε χτυπάω. Από
εδώ και εξής κανένας δεν θα σε ξαναχτυπήσει. Από αυτό το δευτερόλεπτο είσαι η
γυναίκα μου η Ερασμία και είμαι ο άντρας σου ο Μενέλαος. Σε λίγους μήνες θα
γεννηθεί και το πρώτο μας παιδί! Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Ο Μάρκος έπεσε από
το πλοίο, νιώθοντας τύψεις που σκότωσε και λήστεψε τον πατέρα και τη μητριά
του! Τον Μάρκο δεν τον ξέραμε καλά. Τυχαία βρεθήκαμε μαζί σε αυτό το πλοίο.
Παλιοί συμφοιτητές ήμασταν απλά! Αυτά θα καταθέσουμε αν μας ρωτήσει κανένας.
Απόψε δύο άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους για να είναι ο Μενέλαος και η Ερασμία
μαζί! Και θα είναι! Αυτό το παιδί δεν φταίει σε τίποτα. Τίποτα! Αυτό το παιδί
θα μεγαλώσει με αγάπη! Με πολλή αγάπη! Αυτό το παιδί έχει δικό σου και δικό μου
αίμα και αυτό είναι αρκετό! Σκούπισε τα μάτια σου τώρα! Νιόπαντρη γυναίκα δεν
πρέπει να κλαίει! τη διέταξε τη στιγμή
που χτυπούσαν την πόρτα της καμπίνας τους.
-Συγνώμη που ενοχλούμε. Ο καπετάνιος ζήτησε να
καταμετρήσουμε όλους τους επιβάτες για να βρούμε ποιος ήταν ο κύριος που έπεσε
στη θάλασσα. Σύμφωνα με τα χαρτιά μου είστε ο κύριος Μενέλαος Αποστόλου και η
κυρία Ερασμία Αποστόλου, σωστά; ρώτησε ένας Έλληνας υπαξιωματικός του
πληρώματος.
-Σωστά! απάντησε ο Μάρκος και προσπαθώντας να είναι
ψύχραιμος, έκανε πως ψάχνει τα διαβατήρια.
-Δεν χρειάζεται. Είσαστε και νεόνυμφοι και σας διακόψαμε.
Καλή συνέχεια και ευχαριστώ, είπε νυσταγμένα και γύρισε την πλάτη του.
για τη συνέχεια πατήστε εδώ