Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

Με μια σοκοφρέτα:Κεφάλαιο 16

Αξημέρωτα σηκώθηκε την επόμενη μέρα η κυρά Θοδώρα και νυχοπατώντας μην ξυπνήσει την Βασούλα, βγήκε από το σπίτι. Όλο το βράδυ στριφογύριζε στο κρεβάτι ανήσυχη και μόλις είδε πως πήγαινε να χαράξει ντύθηκε και ξεκίνησε για το νεκροταφείο.

Ανάμεσα στα κυπαρίσσια από μακριά ξεχώριζαν τα λευκά μάρμαρα που όσο ο ήλιος ανέβαινε αγέρωχος βαφόντουσαν πορτοκαλοκόκκινα. Η Θοδώρα αν και άνθρωπος του Θεού πάντα θεωρούσε υπερβολές όλα εκείνα που πλαισίωναν την τελευταία κατοικία των ανθρώπων. Γιαυτό και για τον Γιάννη της, αφήνοντας έκπληκτα τα παιδιά της, είχε διαλέξει ότι πιο απλό κόντρα στον πληθωρικό χαρακτήρα της. Άλλωστε ο Γιάννης δεν θα της το συγχωρούσε ποτέ αν στόλιζε το μνήμα με υπερβολές και φανφάρες. Ο Γιάννης από παλικάρι ήταν ολιγαρκής. "Εσύ είσαι το μόνο στολίδι της ζωής μου, εσύ και τα παιδιά μας..", της έλεγε όποτε εκείνη τον πίεζε για διάφορα αν και στο τέλος δεν της χαλούσε χατήρι και φορούσε στην εκκλησία την καινούρια γραβάτα που του είχε πάρει. Έπρεπε να τον χάσει για να δεχτεί πως ναι τελικά είχε δίκιο. Κανένα υλικό αγαθό δεν ομόρφαινε έναν άνθρωπο περισσότερο από το χάδι ενός άλλου ανθρώπου... Και αν και μέσα στο φέρετρο του στο πλάι  είχε βάλει μια γραβάτα, μήπως μετά θάνατο άλλαζε γνώμη, αυτό που θα ήθελε στην πραγματικότητα θα ήταν να μπορούσε να του βάλει ένα χάδι της να του κρατάει συντροφιά μέχρι να ξανά ανταμώσουν.

Λαχανιασμένη ανέβηκε το λόφο που έστεκε το νεκροταφείο και κοντοστάθηκε λίγο στην είσοδο. Τελευταία τα πόδια της δεν την υπάκουαν όπως στο παρελθόν. Γερνούσε και το σώμα της φρόντιζε με κάθε ευκαιρία να της το θυμίζει. Και αφού βρήκε την αναπνοή της άρχισε να περπατάει ανάμεσα στους διαδρόμους κάνοντας αντανακλαστικά ησυχία για να μην ταράξει τον αιώνιο ύπνο των νεκρών. Με μικρά και σταθερά βήματα πλησίασε το μνήμα  και για λίγα λεπτά απλά στάθηκε μπροστά του ακίνητη κοιτώντας την φωτογραφία. "Μάνα δεν είναι σωστό να βάλουμε αυτή τη φωτογραφία, καλύτερα εκείνη από το γάμο του Στέλιου με το κουστούμι..", είχε πει τότε η Μαρία αλλά η Θοδώρα δεν άκουγε κανέναν. Αυτή η φωτογραφία θα έμπαινε ακόμα και αν χρειαζόταν να τσακωθεί με όλους τους. "Ναι βρε Θοδώρα έχει δίκιο η Μαρία, που ακούστηκε σε τάφο φωτογραφία ανθρώπου που χαμογελάει, άσε που εδώ ζήτημα είναι να είναι 40 χρονών... το χωριό θα νομίζει πως παλάβωσες..." είχε προσπαθήσει και η Χαρά αλλά μάταια. Μόνο η Βασούλα δεν είχε πει τίποτα και είχε πάρει την φωτογραφία και την είχε βάλει μέσα στην κορνίζα. Που να τους εξηγούσε πως αυτή τη φωτογραφία σήμαινε τόσα για εκείνη...

Χριστούγεννα ήταν όταν η Χαρά τους είχε πάρει δώρο την πρώτη  φωτογραφική μηχανή. Και ενώ στην αρχή η Θοδώρα είχε θυμώσει με το δώρο δεν άργησε να παραδεχτεί πως ήταν ότι πιο χρήσιμο της είχαν χαρίσει ποτέ. Ένα ολόκληρο βράδυ πάλευαν να βρουν πως δούλευε και ευτυχώς που η δεκαεξάχρονη Μαρία ήταν πανέξυπνη, γιατί αλλιώς ακόμα να κουμπώσουν το φιλμ μέσα στην μηχανή θα προσπαθούσαν. Και άρχισε η Θοδώρα να φωτογραφίζει εκστασιασμένη τα πάντα. Έντυσε τα παιδιά της με τα ομορφότερα ρούχα τους και τα έστηνε το ένα μετά το άλλο και τα φωτογράφιζε. Και ο Γιάννης γελούσε να την βλέπει να μιμείται τον Ανδρέα τον φωτογράφο στην πόλη που είχαν βγάλει όλες τις φωτογραφίες τους

-Έλα Βασούλα μην πειράζεις την Γωγώ! Στήσου παιδί μου ίσια! Μην καμπουριάζεις!
-Στέλιο χαμογέλα παιδάκι μου λίγο!
-Βασούλα φόρα αμέσως το φόρεμα που σου έβγαλα γιατί θα σε μαδήσω!
-Λευτέρη άσε το μήλο κάτω και έλα εδώ!
-Μαρία οργάνωσε τους παιδί μου λίγο...

Και ο Γιάννης σε μια γωνία να τους βλέπει και να γελάει με την ψυχή του.... Και να νευριάζει η Θοδώρα με τα παιδιά της που δεν συνεργάζονταν και με τον Γιάννη περισσότερο που δεν βοηθούσε την κατάσταση. Και πάνω που ήταν έτοιμη από τα νεύρα να του πετάξει την φωτογραφική μηχανή στο κεφάλι γύρισε και ήταν τέτοιο το χαμόγελο του που δεν άντεξε και πάτησε ένα αυθόρμητο κλικ. Το μόνο κλικ σε εκείνο το φιλμ που τελικά άξιζε... Γιατί όταν εμφάνισαν τις φωτογραφίες η Θοδώρα απογοήτευτηκε από τις φωτογραφικές ικανότητες της. Οι μισές ήταν κουνημένες και στις άλλες μισές το θέμα ήταν κομμένο. Μια όμως, μόνο μια, άξιζε...Εκείνη η μια φωτογραφία του Γιάννη να χαμογελάει...

-Έλα μην στεναχωριέσαι, θα πάρουμε άλλο φιλμ και θα ξαναπροσπαθήσεις. Και άσε επιτέλους κάτω αυτή τη φωτογραφία..
-Δεν σου αρέσει?
-Με κάνει να νιώθω άβολα... Αφού το ξέρεις βρε γυναίκα πως δεν τα πάω καλά με τις φωτογραφίες
-Ναι το ξέρω στις δύο του γάμου μας μην σου πω καλύτερα πως είσαι... Αλλά αυτή , αυτή η συγκεκριμένη δεν σ αρέσει?
-Εσένα σου αρέσει?
-Γιάννη απάντα μου και θα σου πω και εγώ..
-Δεν ξέρω ...νομίζω πως δεν είμαι τόσο όμορφος όσο φαίνομαι σε αυτή τη φωτογραφία... γιαυτό με κάνει να νιώθω διπλά άβολα. Άντε Θοδώρα μου κρύψε την...
-Είσαι τρελός??? Στον μπουφέ θα την στολίσω! Και έτσι για να ξέρεις εγώ αυτόν άντρα ερωτεύτηκα..Αυτόν εδώ της φωτογραφίας! Και τόσα χρόνια μετά είναι ίδιος και απαράλλαχτος..Και είναι ακόμα πιο όμορφος από κοντά αλλά δεν το ξέρει ο χαζός... Και όταν γελάει χριστέ μου...
-Γυναίκα ερωτική εξομολόγηση μου κάνεις?? Έλα εδώ να σου πω και εγώ κάτι... είπε και την κάθισε στα πόδια του. Και την πήρε αγκαλιά και της ψιθύρισε στο αυτί "εσύ με κάνεις τον άντρα της φωτογραφίας...εσύ και μόνο εσύ..." και ύστερα την φίλησε  και έπεσε η φωτογραφία από τα χέρια της Θοδώρας...

Ναι είχε δίκιο η Χαρά...Εκείνη είχε αγαπηθεί παραπάνω ίσως από ότι της άξιζε.. Και έβγαλε το σφουγγάρι και άρχισε να τρίβει το λευκό μάρμαρο με παράπονο. Και αφού έλαμψε το μνήμα κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο, άναψε το καντηλάκι και έκατσε σε μια γωνία.
-Κάτι δεν πάει καλά Γιάννη μου. Και δεν ανησυχώ για την Ελπίδα. Τον αγαπούσε αυτόν, θυμάσαι που το συζητούσαμε.. Πως ίσως τον αγαπούσε παραπάνω από ότι θα έπρεπε. Αλλά πέσαμε έξω άντρα μου. Αυτός μάλλον δεν ήταν τόσο σωστός όσο φαινόταν. Και τώρα χωρίζουν..και εμένα δεν μου το βγάζεις από το μυαλό πως δεν ήταν δική της επιλογή. Αλλά όπως λέει και η Χαρά πως αντέχεται μια ζωή χωρίς να αγαπάς και να αγαπιέσαι εξίσου?? Δεν είναι όλοι τόσο τυχεροί όσο ήμασταν εμείς..... Θα τον βρει το δρόμο της η Ελπίδα... Για την άλλη ανησυχώ και δεν είσαι εδώ να μου πεις πως αυτή είναι φτιαγμένη από άλλο υλικό να με καθησυχάσεις. Και το ξέρω πως πάντα για την Βασούλα ανησυχούσα περισσότερο από όλα τους και ας με μάλωνες πως ήμουν υπερβολική... Αλλά και εσένα σε τύφλωνε η αδυναμία που της είχες... παραδέξου του... Κάτι δεν πάει καλά.... Και ξέρω πως πάντα αυτό σου έλεγα, αλλά αυτή τη φορά είμαι 100% σίγουρη. Ναι , ναι ξέρω πως αυτή μου μοιάζει περισσότερο από όλα μου τα κορίτσια..."ίδιες είσαστε Θοδώρα γιαυτό συνέχεια τρώγεστε..."  σαν να σε ακούω βρε Γιάννη... Και ναι το βλέπω πλέον καθαρά πως μοιάζουμε γιαυτό σου λέω κάτι δεν πάει καλά... Τα βλέπω τα σημάδια...κάτι κακό παραμονεύει... Και έχω τον ίδιο κόμπο στο στομάχι μου με αυτόν που είχα τότε που αποφασίσαμε να δώσουμε την Ελπίδα... Και την βλέπω που φέρετε όπως πάντα αλλά ξέρω πως κάτι κρύβει, δεν μιλάει όμως.. Θα κάτσει λέει μια εβδομάδα στο χωριό...  Περίεργο... Σαν να ετοιμάζεται και εκείνη να κάνει μια δύσκολη επιλογή σαν αυτή που έκανα και εγώ τότε... Και πως να την βοηθήσω? Αχ βρε άντρα μου....που είσαι?? Που είσαι να με βγάλεις τρελή να ηρεμήσει η ψυχή μου? , είπε και δάκρυσε πάνω στο λευκό μάρμαρο.


...............................................................................................................................................................

-Και πότε έρχεται η λατρεμένη σου ξαδέλφη?
-Σε μια εβδομάδα. Θα πάει για λίγες μέρες στην μάνα της στο χωριό και μετά θα εγκατασταθεί στο σπίτι που μέναμε φοιτήτριες. Της προσέφεραν και μια καλή δουλειά σε ένα μεγάλο γραφείο στο κέντρο.
-Υποθέτω άρα πως είσαι χαρούμενη , σωστά?
-Δεν φαντάζεσαι πόσο...
-Θα έχω ανταγωνισμό δηλαδή στο εξής..
-Αυτό μας έλειπε τώρα, να αρχίσεις να ζηλεύεις και την Ελπίδα ρε Μάνο...
-Και τον αέρα που αναπνέεις ζηλεύω μωρό μου...είπε και την φίλησε με πάθος κόβοντας της την ανάσα. Αυτό ήταν το πρόβλημα ήθελε να του πει αλλά δεν τα κατάφερε... Πλέον είχε μπει ακόμα μια φορά ζαλισμένη στη ζώνη εκείνη που το μυαλό και το σώμα της δεν λειτουργούσαν σωστά.  Στη ζώνη εκείνη που ο χώρος και ο χρόνος έχαναν την διάσταση τους. Και μόνο ώρα μετά ιδρωμένη και ξέπνοη μάλωνε τον εαυτό της που το ρημάδι το σώμα της πάντα μα πάντα ανταποκρινόταν με το ίδιο πάθος στο κάλεσμα του παρά τη ζημιά που του έκανε.

-Που πας?
-Στο είπα και χτες θα βγούμε με συναδέλφους. Θα πάμε σε μια φιλανθρωπική εκδήλωση
-Και θα φορέσεις αυτό?
-Μάνο αν και Σεπτέμβρης έξω σκάει ο τόπος..Μπούρκα θες να βάλω?
-Δηλαδή ή σαν πουτάνα πρέπει να ντυθείς ή σαν καλόγρια?
-Επειδή έχω αργήσει, να το παίξουμε στο γρήγορο σήμερα το εργάκι? Αφού στο τέλος θα το φορέσω και το ξέρεις, γιατί πρέπει να το κάνουμε όλο αυτό πάλι...?Συγνώμη θα ζητάς μετά...είπε και εκείνος θυμωμένος με την ειρωνεία της σηκώθηκε και γυμνός όπως ήταν με βίαιες κινήσεις άρχισε να σκίζει το φόρεμα που φορούσε. Και κοίταξε η Βασούλα τα κομμάτια από το ύφασμα στεναχωρημένη. Και άνοιξε την ντουλάπα της και έβγαλε ένα ακόμα πιο προκλητικό φόρεμα και χώθηκε μέσα του.
-Επίτηδες το κάνεις?? ούρλιαξε πιέζοντας την στους ώμους και τραντάζοντας την με τόση δύναμη που ένιωσε μια αναγούλα να ανεβαίνει από το στομάχι της. Και πριν προλάβει να ελευθερωθεί από την λαβή του και να τρέξει στο μπάνιο, το μισοχωνευμένο περιεχόμενο του στομαχιού της βρισκόταν παντού. Πάνω του , πάνω της , στο φόρεμα, στο πάτωμα. Αηδιασμένος την άφησε και έκανε ένα βήμα πίσω. Ξεστόμισε μια βρισιά και χάθηκε στο μπάνιο.

Μια ώρα μετά κοιτούσε το είδωλο της στο καθρέφτη και με λύπη διαπίστωνε πως ακόμα και απών μια χαρά είχε πετύχει αυτό που ήθελε. Γιατί αφού είχε πλυθεί, είχε ντυθεί και είχε κοπανήσει την πόρτα πίσω του. Και εκείνη είχε ενημερώσει πως θα καθυστερούσε, είχε καθαρίσει τους εμετούς, είχε πετάξει τα απομεινάρια από τα δύο φορέματα της, είχε κάνει ένα μπάνιο και είχε βάλει ένα τρίτο φόρεμα. Αλλά μπροστά στο καθρέφτη τώρα διαπίστωνε πως οι μελανιές στους ώμους της δεν θα της επέτρεπαν να το φορέσει αν δεν ήθελε να προκαλέσει ερωτήματα.. Και αυτό ήταν που την θύμωνε περισσότερο...πως θα περνούσε το δικό του...

Με πείσμα έψαξε μέσα στα συρτάρια της και έβγαλε μια πασμίνα δώρο της Ελπίδας πριν από χρόνια. Αποφασιστικά την ξεδίπλωσε και την τύλιξε γύρω από τους μελανιασμένους ώμους της. Όχι , απόψε θα φορούσε ότι γούσταρε εκείνη ακόμα και αν θα έπρεπε να περιφέρεται με την πασμίνα ολόκληρο το βράδυ, σκέφτηκε και βγήκε από το διαμέρισμα.

Φτάνοντας έξω από το ξενοδοχείο που θα γινόταν η εκδήλωση έψαξε το κινητό της μέσα στην τσάντα της και αφού πληροφορήθηκε τον όροφο της αίθουσας από τη φίλη της ανέβηκε βιαστικά τα μεγάλα σκαλιά και μπήκε στο φωταγωγημένο και υπερπολυτελές σαλόνι υποδοχής. Προσπέρασε την ρεσεψιόν και πλησίασε το σημείο που υπήρχαν τρεις μεγάλοι ανελκυστήρες. Για λίγα δευτερόλεπτα σκέφτηκε ποιο βελάκι έπρεπε να πατήσει. Πάντα το πάθαινε αυτό... "Που θέλω να πάω?...Πάνω θέλω να πάω, το πάνω βελάκι πατάω..." είπε στον εαυτό της και πάτησε το πάνω βελάκι. Οξύμωρο, σκέφτηκε για πολλοστή φορά. Να πατάς το πάνω βελάκι για να κατεβάσεις κάτι κάτω...

Μέσα στο λόμπι του ξενοδοχείου ένας μικρός πανικός  επικρατούσε και δεν άργησε να μαζευτεί και άλλος κόσμος δίπλα της να περιμένει. Ένα ζευγάρι από τουρίστες, μια υπάλληλος του ξενοδοχείου, δύο κύριοι με κουστούμια, μια κυρία με τουαλέτα και άξαφνα είδε και εκείνον που της χαμογελούσε.

-Απίστευτο.. Τι κάνεις εσύ εδώ?
-Επαγγελματικό γεύμα στο εστιατόριο στο ρετιρέ. Εσύ πως και από εδώ?
-Φιλανθρωπική εκδήλωση στον τρίτο... είπε η Βασούλα και ακούστηκε το κουδούνι του ανελκυστήρα που σήμαινε την άφιξη του. Και την έπιασε εκείνος μαλακά από το χέρι και την απομάκρυνε για να μπορέσουν να μπουν οι υπόλοιποι.
-Παίρνουμε το επόμενο δρομολόγιο , απολογήθηκε εκείνος όταν οι πόρτες έκλεισαν μπροστά τους
-Μια χαρά είσαι, διαπίστωσε εκείνη λίγο ειρωνικά
-Και εσύ το ίδιο...Πως και μόνη δεν συνοδεύεσαι?
-Έχει πρόβες...Εσύ πάλι να ρωτήσω αν συνοδεύεσαι?
-Επαγγελματικό το γεύμα Βασούλα..
-Σωστά...
-Καλά είναι? Έρχεται Ελλάδα σε λίγες μέρες ε?
-Ναι σε μια εβδομάδα. Και είναι καλύτερα...
-Σε ευχαριστώ που την προσέχεις, είπε και ακούστηκε και πάλι το κουδούνι του ανελκυστήρα. Και αυτή τη φορά μπήκαν μέσα. Και όσο ο θάλαμος ανέβαινε ο Νίκος την κοίταξε με παράπονο και αγωνία. Και σταμάτησε ο θάλαμος στον τρίτο όροφο και όπως έκανε να βγει εκείνος δεν άντεξε
-Βασούλα , ψέλλισε και πήγε να πιάσει το χέρι της αλλά καταλάθος έπιασε την πασμίνα τραβώντας την . Και αποκαλύφθηκε ο αριστερός ώμος της Βασούλας. Μόλις εκείνη συνειδητοποίησε τι είχε γίνει οι πόρτες άνοιξαν και με μια απότομη κίνηση βγήκε από τον θάλαμο βιαστικά ενώ τύλιγε σφιχτά και πάλι το ντελικάτο ύφασμα γύρω της. Και το μόνο που πρόλαβε να δει όσο οι πόρτες έκλειναν ήταν το θυμωμένο του βλέμμα...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιαστε: