Τρίτη 2 Αυγούστου 2016

Με μια σοκοφρέτα:Κεφάλαιο 11

Κάθισε αναπαυτικά στην κρύα αίθουσα του αεροδρομίου. Η βαλίτσα της ήδη θα φορτωνόταν στην κοιλιά του αεροσκάφους. Μετάνιωσε που βιάστηκε να περάσει τον έλεγχο. Πως θα την πάλευε τόσες ώρες χωρίς τσιγάρο, σκέφτηκε και έπαιξε νευρικά με το κινητό της όταν αυτό άρχισε να δονείται.

-Συγνώμη μωρό μου... Δεν ξέρω τι με έπιασε πάλι.... Γύρισα αλλά είχες φύγει...
-Μάνο θα τα πούμε όταν επιστρέψω...
-Πες μου πως με αγαπάς....Πες μου μόνο  αυτό... είσαι η ζωή μου ρε Βασούλα. Χωρίς εσένα δεν μπορώ να αναπνεύσω!!!
-Μάνο σε λίγο θα πρέπει να μπω στο αεροπλάνο και θα κλείσω το τηλέφωνο..
-Πες το Βασούλα! Πες το αφού και εσύ δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς εμένα... Γιαυτό έχουμε αυτές τις εντάσεις. Επειδή είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο...Πες το!
-Ναι Μάνο...δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα, ευχαριστήθηκες τώρα?
-Θα τα διορθώσω όλα.. Όταν γυρίσεις θα το δεις. Μόλις σε πάρω αγκαλιά θα τα ξεχάσεις όλα. Θα τους λιώσω τους πάγους και ξέρεις πως μπορώ να το κάνω... Τόσα χρόνια μετά και ακόμα σε καίνε τα χέρια μου. Δεν σε καίνε?
-Πολλά μου κάνουν τα χέρια σου....
-Αφού το ξέρεις δίπλα σου παραλογίζομαι... Με έχεις τρελάνει ρε Βασούλα...
-Πρέπει να κλείσω..
-Πότε θα γυρίσεις???
-Σοβαρά θέλεις να αρχίσουμε πάλι αυτή την κουβέντα? Από εκεί δεν ξεκίνησε χτες το ξέσπασμα σου?
-Σου είπα μακρυά σου δεν μπορώ να αναπνεύσω... Είσαι δικιά μου Βασούλα, μόνο δικιά μου!
-Μην αρχίζεις πάλι Μάνο...Τα είπαμε θα κάτσω όσο χρειαστεί στην Αγγλία.
-Γιατί δεν με παντρεύεσαι....? Αν με παντρευόσουν θα ήμουν ήρεμος...
-Θα σε πάρω όταν φτάσω.... Κλείνω...
-Σε αγαπάω να μην το ξεχνάς..
-Και εγώ αντίο, είπε και πέταξε θυμωμένη το κινητό της μέσα στην τσάντα της.

Πως τα είχε καταφέρει έτσι... Μέσα στην τελευταία πενταετία όλα τα δεδομένα της είχαν αλλάξει. Η ίδια είχε αλλάξει. Πόσο ευτυχισμένη ήταν πιο πριν... Μπορεί η Ελπίδα να ζούσε στην Αγγλία αλλά την έβλεπε τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο. Και ήταν η ζωή της τόσο έντονη που ούτε μελαγχολία και νοσταλγία δεν προλάβαινε να την πιάσει. Σαν μέλισσα μάζευε εμπειρίες και ας πλήγωνε κάποιους κάνοντας το. Ακόμα θυμόταν πόσο είχε δυσκολευτεί να χωρίσει τον Αντώνη. Από εκεί και μετά όμως κάθε φορά ήταν και πιο εύκολο. Χαλινάρι σε εκείνη δεν θα περνούσε κανένας. Μόνο τον πατέρα της λυπόταν που η κυρά Θοδώρα τον είχε πλαντάξει με την γκρίνια της για την άσωτη την κόρη τους που δεν έλεγε να μαζευτεί. Μέχρι και ο Στέλιος είχε ηρεμήσει που ήταν και αγόρι. Γκρίνιαζε που άρχισε το κάπνισμα, γκρίνιαζε που δεν πατούσε πλέον στο χωριό , γκρίνιαζε που δεν ενδιαφερόταν για τα αδέλφια της και τα ανίψια της. Και ο κυρ Γιάννης να προσπαθεί να εξηγήσει στην θυμωμένη Θοδώρα του πως αυτό το παιδί δεν ήταν φτιαγμένο για να το κλείσουν μέσα σε κλουβί, και ας ένιωθε και εκείνος πως η Βασούλα ακροβατούσε σε λεπτές ισορροπίες.
-Παιδί μου άσε την μάνα σου, εγώ πιστεύω σε σένα και ξέρω πως ποτέ δεν θα έκανες κάτι κακό... Μην τσακωνόσαστε όμως σε παρακαλώ...
-Μα ρε μπαμπά το πτυχίο μου πήρα και αντί να πει ένα μπράβο άρχισε πάλι τις βλακείες να γυρίσω στο χωριό! Πότε θα το πάρει επιτέλους απόφαση πως εγώ στο χωριό δεν θα γυρίσω?
-Με τη Γωγώ μακρυά και τον Στέλιο να ετοιμάζεται να φύγει και αυτός νομίζεις της είναι εύκολο? Σε λίγο καιρό θα φύγει και ο Λευτέρης.... Πέντε παιδιά και της απέμεινε μόνο η Μαρία.. Θα κάνεις παιδιά και θα καταλάβεις... Της λείπετε  της μάνας σου. Μην την βλέπεις έτσι σκληρή...Έχει μεγάλο μαράζι μέσα της...
-Μιλάει ρε μπαμπά και η μαμά? Τι να πει η θεία που μια κόρη έχει και αυτή είναι σε άλλη χώρα?
-Μαζί μαραζώνουν παιδί μου οι δύο τους. Και ευτυχώς που έχουμε τα παιδιά της Μαρίας και ξεχνιόμαστε...
-Μπαμπά εγώ στο χωρίο δεν γυρίζω. Σας αγαπάω όλους πολύ και το ξέρεις, αλλά δεν μπορώ να γυρίσω. Και για να μην γκρινιάζει η κυρά Θοδώρα και σε πρήζει θα κάνω τα χαρτιά μου στον ΑΣΕΠ να βρω και δουλειά από αυτές που εγκρίνει.
-Αυτό να κάνεις κόρη μου και έννοια σου θα την μαλακώσω εγώ... Άντε να μας πας τώρα στο ΚΤΕΛ να γυρίσουμε πίσω γιατί πονοκέφαλος με έπιασε από το καυσαέριο. Και να ξέρεις παιδί μου είμαι πολύ περήφανος για σένα!
-Το ξέρω μπαμπά μου...  είπε η Βασούλα και κρύφτηκε στην τεράστια αγκαλιά του πατέρα της. Γιατί μπορεί να έκανε σέρφ στα κύματα της νιότης της αλλά το σημείο αναφορά της θα ήταν πάντα εκείνη η τεράστια αγκαλιά που σαν παιδάκι την παρηγορούσε.

Πόσο της έλλειπε εκείνη η αγκαλιά... Κανενός άντρα η αγκαλιά δεν έμοιαζε με εκείνη....Όλων των άλλων οι αγκαλιές ζητούσαν...μόνο εκείνου η αγκαλιά ήταν ανιδιοτελής... Εκείνου και του άλλου...

Πόσο χαρούμενη ήταν όταν η Ελπίδα την είχε πάρει τηλέφωνο και της είχε πει πως θα παντρευόντουσαν... Το περίμενε πως θα γινόταν αυτό κάποια στιγμή. Η Ελπίδα στην Αγγλία ήταν ευτυχισμένη και γιαυτό και η Βασούλα της είχε συγχωρήσει καιρό τώρα που η απόσταση θα ήταν οριστική ανάμεσα τους. Την αγάπη δεν την μετράς στα χιλιόμετρα...Έτσι εκείνο το καλοκαίρι κατάφερε να βάλει μια εβδομάδα άδεια για να επιστρέψει στο χωριό για τον γάμο. Τελικά το να διοριστεί μέσω ΑΣΕΠ ήταν δυσκολότερο από όσο φανταζόταν.... Βολευόταν έτσι να βγάζει τα έξοδα της με ότι δουλειά έβρισκε και ο έξω καρδιά χαρακτήρα της την έκαναν ιδανική για να σερβίρει ποτά. Και έφτασε στο χωριό ενθουσιασμένη που επιτέλους θα γνώριζε τον άνθρωπο που έκανε την Ελπίδα τόσο ευτυχισμένη. Σαν ειρωνεία της τύχης σχεδόν οχτώ χρόνια δεν είχε καταφέρει να τον γνωρίσει. Και αφού αγκάλιασε την χαμογελαστή Ελπίδα που έμοιαζε ομορφότερη από ποτέ την άφησε να την παρασύρει κοντά σε εκείνον τον άντρα που με τον καλοκαιρινό ήλιο κόντρα δυσκολευόταν να δει καθαρά. Και έφτασε κοντά και τον είδε καθαρά και ήταν κάτι στο χαμόγελο του που την έκανε να νιώσει μέσα της μια περίεργη ηρεμία. Μια ηρεμία που στα 22 της χρόνια δεν είχε νιώσει ποτέ. Και του χαμογέλασε όσο τους σύστηνε η Ελπίδα με μια γνησιότητα και μια απαλλαγή που έσπαζε κόκαλα. Ναι η Ελπίδα θα ήταν καλά με εκείνον δίπλα της, είχε σκεφτεί τότε ίσως λίγο μελαγχολικά. Και ενώ μέσα της το έβλεπε πως αυτός ο άντρας ήταν ένας καλός άντρας κάτι στο ένστικτό της της έλεγε πως κάτι δεν πήγαινε καλά... Γιαυτό παρασυρμένη από αυτό το προαίσθημα τον είχε απειλήσει την ήμερα του γάμου να μην την πληγώσει ποτέ.

Ούτε και η ίδια ήξερε πότε κατάφερε να βαφτίσει τι ήταν εκείνο το αρχικό προαίσθημα... Τους έβλεπε άλλωστε ελάχιστα... Αλλά κάθε φορά που τους έβλεπε κάτι μέσα της χτυπούσε σαν προειδοποιητική σειρήνα. Και ύστερα ήρθαν τα πάνω κάτω... Μια τυχαία συνάντηση με τον Μάνο, ένας καφές και ένα ολοκαύτωμα εντός της που δεν έμοιαζε σε τίποτα με ότι είχε ζήσει μέχρι στιγμής. Απαλλαγμένη από την τότε απειρία της διεκδίκησε το ενδιαφέρον του και όταν το κέρδισε με ευκολία η ματαιοδοξία της τράφηκε όσο ποτέ άλλοτε. Και παρασυρμένη από το πάθος που τους κυρίευε όποτε ακουμπούσαν ο ένας τον άλλο αγνοούσε όλα τα υπόλοιπα. Αγνοούσε τις εντάσεις, αγνοούσε τις ψυχικές μεταπτώσεις, αγνοούσε ακόμα και τα δάκρυα που της προκαλούσε και που τόσο μισούσε Και ήταν καλά τα δύο πρώτα χρόνια. Καλά, καυτά και υγρά... Ώσπου ήρθε εκείνο το καλοκαίρι που ξαπλωμένη κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο ήθελε να πεθάνει από ευτυχία.. Είχε διοριστεί, έκανε διακοπές με την Ελπίδα μετά από τόσα χρόνια και ο Μάνος την λάτρευε και δεν έχανε ευκαιρία να της το δείχνει έστω και με ένα κτητικό τρόπο που άλλοτε θα την τρέλαινε. Παρά όμως την ευφορία που ένιωθε η προειδοποιητική σειρήνα εκεί.... απτόητη να χτυπάει κάθε φορά που το βλέμμα του Νίκου έπεφτε πάνω στο δικό της. "ίσως να ζηλεύω την ηρεμία τους" σκεφτόταν τα βράδια όταν ιδρωμένη μέσα στην σκηνή ξάπλωνε γυμνή  και ξέπνοη πάνω στο στέρνο του Μάνου. Και ύστερα ήρθε το τηλεφώνημα του Αντώνη  , μια σκηνή ζηλοτυπίας που ξέφυγε , λόγια άσχημα, λόγια προσβλητικά και ένα χαστούκι που πονούσε περισσότερο την ψυχή και λιγότερο το σώμα. Και το χειρότερο ήταν πως σε όλο αυτό το σκηνικό μάρτυρας είχε υπάρξει άθελα του ο Νίκος... Για να ακολουθήσει μια συζήτηση που θα έκανε πλέον στην Βασούλα τα πράγματα τόσο ξεκάθαρα που δεν θα χωρούσε καμία υπεκφυγή και καμία αμφιβολία. Και έφυγαν τα δύο ζευγάρια από το νησί με περισσότερες αποσκευές από αυτές που είχαν φτάσει.Ο Μάνος κουβαλούσε πίσω ενοχές, ο Νίκος θυμό, η Βασούλα  φόβο και η Ελπίδα κουβαλούσε στην κοιλιά της το παιδί του Νίκου αλλά δεν το ήξερε...       

-Ναι στο Λαϊκό..., ακούστηκε η τρομαγμένη φωνή της Μαρίας μέσα στην νύχτα και η Βασούλα χρειάστηκε πέντε ολόκληρα δευτερόλεπτα να καταλάβει πως το τηλεφώνημα δεν το είχε ονειρευτεί.
Σαν υπνοβάτης είχε σηκωθεί από το κρεβάτι αφήνοντας τον Μάνο δίπλα να κοιμάται και σαν υπνοβάτης είχε μπει στο ταξί να πάει στο νοσοκομείο. Δεν μπορεί να συνέβαινε αυτό. Η καρδιά του πατέρα της τα τελευταία χρόνια συνέχεια τους τρόμαζε. Και αυτή τη φορά μια κρίση θα ήταν, σκέφτηκε τη στιγμή που πατούσε το κουμπί με τον όροφο που της είχε πει η Μαρία. Μόλις όμως είδε τα αδέλφια της έξω στο διάδρομο νευρικά και την μάνα της σωριασμένη σε μια καρέκλα κατάλαβε πως αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν πιο σκούρα..
-Εσένα περιμένει....είπε κυρά Θοδώρα μόλις την πρόσεξε με μια απάθεια που έμοιαζε απόκοσμη. Λες και ο πόνος είχε κάνει αυτή τη δυνατή και σκληρή γυναίκα ακόμα μια σκληρή.
-Μαρία πες μου τι έγινε? ρώτησε η Βασούλα  με αγωνία την μεγάλη της αδελφή που τα χέρια της έτρεμαν
-Έμφραγμα Βάσω.... λένε πως δεν θα καταφέρουν να τον επαναφέρουν αν τον χτυπήσει και δεύτερο στο καπάκι, είπε η Μαρία και ξαφνικά στο άκουσμα του ονόματος της όχι στον υποκοριστικό βαθμό όπως είχε συνηθίσει την έκανε να νιώσει πως τα αστεία είχαν τελειώσει οριστικά.
-Την Ελπίδα την ενημέρωσε κανείς? είπε στη θεία Χαρά που κλαμμένη στεκόταν παρά δίπλα
-Βασούλα μου την πήρα , μετά την αποβολή δεν είναι σε θέση να ταξιδέψει... Θα σε πάρει είπε τηλέφωνο μόλις ηρεμήσουν τα πράγματα... απολογήθηκε η θεία Χαρά που ένιωθε άσχημα για την αντίδραση της Ελπίδας..
-Μάλιστα...είπε πικραμένη η Βασούλα και άρχισε να προχωράει προς το δωμάτιο που ήταν ο πατέρας της. Μέσα στο λευκό δωμάτιο ένας γιατρός παρακολουθούσε ένα μηχάνημα και σημείωνε κάτι νούμερα. Μόλις τη είδε να μπαίνει  της χαμογέλασε λίγο αμήχανα και βγήκε διακριτικά από το δωμάτιο.... Πόσο μικρός έμοιαζε ο πατέρας της παρά τα 95 του κιλά πάνω στο κρεβάτι. Μικρός και γέρος. Τον πλησίασε και του έπιασε το χέρι. Παγωμένο ήταν. Αντανακλαστικά άρχισε να το τρίβει και τότε εκείνος άνοιξε τα μάτια του.
-Ήρθες Βασουλα μου...
-Ήρθα μπαμπά...Μην μιλάς ...Ξεκουράσου...
-Θα ξεκουραστώ...Να σου πω πρώτα κάτι τώρα που είμαστε μόνοι μας...
-Τι είναι μπαμπά μου?
-Την Ελπίδα, Βασούλα...να προσέχεις την Ελπίδα και τη μάνα σου...και να της πεις συγνώμη....δεν το θέλαμε... δεν είχαμε επιλογή...
-Ποιο πράγμα μπαμπά μου?
-Ήρθε η Ελπίδα??
-Θα έρθει μπαμπά στο δρόμο θα είναι...Αλλά τι ήταν αυτό που δεν θέλατε?
-Κοίτα Βασούλα η γιαγιά σου...Μια Βασούλα με παραδίδει σε μια άλλη Βασούλα... είπε και έκλεισε τα μάτια του...

Σε πόσα κομμάτια μπορεί να σπάσει μια ανθρώπινη καρδιά? Πόσο κρύο μπορεί να αντέξει ξαφνικά και πόση μοναξιά? Πόσο πόνο μπορούν να σηκώσουν οι άνθρωποι και δεν το ξέρουν? Χιλιάδες κομμάτια μέσα της η Βασούλα εκείνο το βράδυ και σαν τραπουλόχαρτα να πέφτουν μια μια οι άμυνες που τόσα χρόνια έχτιζε με κόπο. Η μόνη αντρική αγκαλιά που δεν ζητούσε είχε πετάξει μακριά και όλοι τριγύρω της παραζαλισμένοι να χάνουν τον βηματισμό τους. Και η μάνα της σαν βράχος να στέκει μαρμαρωμένη και να κοιτάζει το κενό λες και πλέον τίποτα δεν είχε νοήμα για εκείνη. Γιατί μπορεί αυτοί οι δύο άνθρωποι να ήταν δυο αμόρφωτοι απλοί άνθρωποι ενός μικρού χωριού ...αλλά η αγάπη δεν έχει συνιστώσες.... Η αγάπη γεννιέται χωρίς να ρωτάει πως και γιατί.

Και εκεί ανάμεσα σε μαύρα φορέματα και μαύρα κουστούμια ένα μεσημεράκι του Νοέμβρη αποχαιρέτησαν όλοι τους τον κυρ Γιάννη. Όλοι εκτός από την Ελπίδα... Μια Ελπίδα που πάλευε να κολλήσει τα κομμάτια της μην μπορώντας να καταλάβει γιατί όλα τους τελευταίους μήνες έμοιαζαν διαφορετικά. Και ενώ θρηνούσε το χαμένο της παιδί δεν μπορούσε το μυαλό της να σταματήσει να σκέφτεται πόσο χλιαρά είχε πάρει ο Νίκος την είδηση της εγκυμοσύνης και πόσο πιο χλιαρά είχε πάρει την είδηση της αποβολής. Όχι η θλίψη δεν την άφηνε να δει καθαρά. Και αυτός πληγωμένος ήταν γιαυτό και είχε εξαφανιστεί όταν η Βασούλα είχε τρέξει κοντά της μόλις έμαθε πως έχασε το μωρό. Δύο μέρες είχε κάτσει τότε η Βασούλα και ο Νίκος δεν είχε εμφανιστεί καθόλου. Και να που τώρα η Βασούλα της, την είχε εκείνη ανάγκη και εκείνη έσκιζε το εισιτήριο. Αν τον άφηνε τώρα και έφευγε θα τον έχανε... Για ένα περίεργο λόγο ενώ η καρδιά της της έλεγε να τρέξει στην Ελλάδα τα πόδια και τα χέρια της αρνιόντουσαν να ακολουθήσουν. Και έμεινε στην Αγγλία η Ελπίδα βρίσκοντας δικαιολογία την ταραγμένη της υγεία, σωματική και ψυχική . Και ήξερε πως με αυτή της την επιλογή ίσως και να είχε χάσει για πάντα τη Βασούλα. Η σπασμένη φωνή της Βασούλας στο τηλέφωνο μπορεί να έλεγε δεν πειράζει αλλά η Ελπίδα το ένιωθε πως διέπραττε την έσχατη προδοσία... "Τίποτα δεν θα μπει ανάμεσα μας" ερχόντουσαν σαν ηχώ τα λόγια της πάνω στην μάντρα και στοίχειωναν τα βράδια τον ύπνο της. Γιατί πρώτη η Ελπίδα είχε αφήσει εκείνον να μπει ανάμεσα τους αλλά αυτό θα το καταλάβαινε μερικά χρόνια αργότερα.

Και όσο η Ελπίδα πάλευε να βρει ισορροπίες θυσιάζοντας τα πάντα η Βασουλα ρημαγμένη από την απώλεια προσπαθούσε να νιώσει κάτι... Κάτι έστω μικρό για θυμηθεί πως είναι να νιώθεις. Πολλές οι απώλειες και μαζεμένες της είχαν πέσει. Και ούτε και ο Μάνος δεν μπορούσε να βοηθήσει. Απαιτητικός στεκόταν δίπλα της διεκδικώντας τη γυναίκα που ήξερε, μάταια όμως...
-Πότε θα συνέλθεις? Ένας μήνας έχει περάσει... Ένα μήνα τώρα κάνω υπομονή ...
-Μάνο τον πατέρα μου έχασα....
-Ναι το ξέρω και δεν είσαι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία. Η ζωή προχωράει μπροστά... Σταμάτα να κάνεις σαν παιδάκι επιτέλους... της είχε πει και και είχε φύγει θυμωμένος.Η απόρριψη της κάθε φορά που προσπαθούσε να την αγγίξει του είχε σπάσει τα νεύρα. Και ντυμένη στα μαύρα είχε φτιάξει μια μικρή βαλίτσα έτοιμη να φύγει για το χωριό για το μνημόσυνο. Και θα είχε φύγει αν ένας ταξιτζής δεν είχε σταματήσει να πάρει τσιγάρα λίγους δρόμους παρακάτω.. Δέκα λεπτά νωρίτερα αν είχε έρθει εκείνο το ταξί η ιστορία αυτή ίσως και να έπαιρνε άλλη τροπή. Ίσως πάλι και όχι. Γιατί κατέβηκε η Βασούλα στο δρόμο να  βρει ταξί αντί όμως για ταξί μπροστά της λίγο αργότερα σταμάτησε ένα αυτοκίνητο. Και μέσα στο αυτοκίνητο ήταν ο Νίκος. Και την ώρα που η Βασούλα έμπαινε μέσα στο λευκό αυτοκίνητο το ταξί έστριβε από την γωνία. Δέκα λεπτά νωρίτερα.... 

-Τι κάνεις στην Ελλάδα? Που είναι η Ελπίδα??
-Μπες μέσα Βασούλα...
-Ήρθε η Ελπίδα για το μνημόσυνο?
-Μπες Βασούλα να σε πάω στο ΚΤΕΛ σε παρακαλώ...
-Πες μου ήρθε???? Μα δεν μπορεί χτες μιλήσαμε ...Θα μου το έλεγε...
-Δεν ήρθε Βασούλα... εγώ ήρθα... είπε εκείνος και  της άνοιξε την πόρτα. Και η Βασούλα βιαζόταν, βιαζόταν και ήταν κουρασμένη και μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο. Και όσο αυτό έτρεχε στην εθνική δάκρυα ανεξέλεγκτα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της. Δάκρυα γα τον Μάνο που μόνο τον εαυτό του σκεφτόταν, δάκρυα για την μάνα της που είχε σηκώσει τοίχο αδιαπέραστο από την κηδεία και μετά, δάκρυα για την Ελπίδα που ακόμα μια φορά ήταν απούσα. Αλλά κυρίως δάκρυα για εκείνη την ανιδιοτελή αγκαλιά που τόσο της έλλειπε...

-Θα έρθεις στο χωριό?
-Όχι δεν θα έρθω... Κανένας δεν ξέρει πως είμαι Ελλάδα.. Με την πρωινή πτήση ήρθα με την απογευματινή πτήση επιστρέφω...
-Και γιατί ήρθες τότε?
-Γιατί ήθελα να σε δω έστω και για δέκα λεπτά...Από την Ελπίδα ήξερα πως περίπου τέτοια ώρα θα ξεκινούσες για το χωριό. Ρίσκαρα και φάνηκα τυχερός.. Αν δεν σε πετύχαινα κάτω από το σπίτι σου θα πήγαινα στα ΚΤΕΛ ελπίζοντας να σε πετύχω εκεί.
-Νίκο σε ευχαριστώ που με πας αλλά δεν έπρεπε να έρθεις, είπε εκείνη και σκούπισε τα μάτια της.
-Βασούλα ξέρω τι σήμαινε ο μπαμπάς σου για σένα...Και η Ελπίδα το ξέρει... Μην της κρατάς κακία.. Τα έχει χαμένα...
-Δεν έχω κουράγιο να κρατήσω κακία σε κανέναν πλέον...Άδειασα...
-Δεν μπορείς να αδειάσεις εσύ.....είσαι ο πιο αστείρευτος άνθρωπος που έχω συναντήσει...
-Αυτό νομίζουν όλοι...αυτό απαιτούν όλοι από εμένα... ψέλλισε με παράπονο η Βασούλα ενώ το αυτοκίνητο σταματούσε στην είσοδο του σταθμού. Και πάνω που ετοιμαζόταν να ανοίξει την πόρτα και να κατέβει εκείνος την κοίταξε κατάματα.
-Εγώ δεν απαιτώ τίποτα...χρόνια τώρα τα έχω παραδώσει όλα στη θέληση σου...είπε περισσότερο σαν παραδοχή και λιγότερο σαν δήλωση. Και ήταν τέτοιος ο τόνος της φωνής του που η Βασούλα ένιωσε μέσα στο μεδούλι της την αλήθεια των λόγων του. Και χώθηκε μέσα στην αγκαλιά του για λίγα δευτερόλεπτα.  Και θύμιζε η αγκαλιά αυτή τόσο εκείνη που είχε χάσει που ζαλισμένη δεν μπορούσε να βγει από εκεί μέσα. Με κόπο ξεκόλλησε από πάνω του τρομαγμένη.
-Φύγε και να μην σε ξαναδώ...Αυτή με άφησε μόνη μου στην μάντρα ... Στα τελευταία του λόγια την αποζητούσε... Δεν της το είπα για να μην την στεναχωρήσω... Δεν ξέρω το λόγο αλλά θα τον μάθω..
-Δεν καταλαβαίνω λέξη από όσα λες Βασούλα..
-Φύγε Νίκο και κράτα την μακρυά μου... Και οι δύο κρατηθείτε μακρυά μου... είπε η Βασούλα και βγήκε από το αυτοκίνητο σέρνοντας την βαλίτσα της.

Ναι στην τελευταία πενταετία όλα είχαν γυρίσει τούμπα... Ένα χαστούκι, μια συζήτηση σε μια αμμουδιά, μια αποβολή, ένας θάνατος, ένα καθυστερημένο ταξί και μια αγκαλιά είχαν γυρίσει μέσα σε πέντε χρόνια τον κόσμο της Βασούλας πάνω κάτω. Και η κατρακύλα έμοιαζε να μην έχει τελειωμό... Γιατί η κυρά Θοδώρα είχε επιτέλους λυγίσει στις πιέσεις της και μαραμένη από το πένθος είχε παραδεχτεί στην κόρη της όλη την αλήθεια για την Ελπίδα. Και αυτή η γνώση της αλήθειας πως η Ελπίδα ήταν αδελφή της έκαψε και το τελευταίο κομματάκι θέλησης της Βασούλας. Και ήρθε ένας σπασμένος αγκώνας μερικές μέρες μετά να θάψει ακόμα και τις στάχτες της χαμένης της θέλησης. "Όσο ζεις θα είσαι δική μου μωρό μου" της είχε πει ο Μάνος κρατώντας το εξιτήριο στα χέρια του και μαστουρωμένη από τα παυσίπονα η Βασούλα είχε νεύσει θετικά. Γιατί αυτό της άξιζε... και κακώς είχε προσπαθήσει αντανακλαστικά να ξεφύγει από εκείνον ζητώντας του να χωρίσουν γυρίζοντας από το μνημόσυνο....  ποιόν είχε προσπαθήσει να κοροϊδέψει με αυτή την απέλπιδα προσπάθεια της?

Όλοι είχαν φύγει... Και μαζί τους καθένας είχε πάρει και ένα κομμάτι της. Και το μόνο που δεν έλεγε να μικρύνει ήταν η απελπισία.. Μόνο αυτή θέριευε...

-Φεύγει...
-Ελπίδα...?
-Φεύγει.....οριστικά..
-Ελπίδα, εσύ είσαι?
-Το ξέρω πως έχουμε πάνω από χρόνο να μιλήσουμε αλλά δεν ήξερα ποιόν άλλο να πάρω. Θα κάνω καμία τρέλα...
-Έρχομαι...βγάζω τώρα εισιτήριο και έρχομαι, μην κάνεις καμία χαζομάρα...
-Βασούλα...τον έχασα οριστικά...
-Ελπίδα άκουσε με προσεκτικά. Σταμάτα να πίνεις τα χάπια που πίνεις γιατί από τη φωνή σου καταλαβαίνω πως κάτι έχεις πάρει. Κανε ένα μπάνιο και περίμενε σε λίγες ώρες θα είμαι εκεί. Με άκουσες???
-Να κοιμηθώ θέλω....να μου κρατάς το χέρι και να κοιμηθώ.
-Ελπίδα! Σε παρακαλώ.... Για μένα, κάντο για μένα! Ορκίσου μου ότι θα με περιμένεις... Ορκίσου το!
-Πολλά σου ορκίστηκα... τίποτα δεν τήρησα...
-Δεν είναι ώρα να τα πούμε αυτά.. Ορκίσου!
-Στο ορκίζομαι...
-Θα σου στείλω με μήνυμα τον αριθμό της πτήσης μου. Να είσαι στο αεροδρόμιο να με περιμένεις ακούς??
-Αλήθεια θα έρθεις?
-Θα έρθω!
-Πόσα λάθη έχω κάνει....
-Ελπίδα συγκεντρώσου! Κάνε ένα μπάνιο , πιες ένα καφέ και σύνελθε! Σε λίγες ώρες θα είμαι εκεί...
-Να φέρεις και μια σοκοφρέτα...
-Σοκοφρέτα??
-Ναι μια σοκοφρέτα....Μπορείς να φέρεις μια σοκοφρέτα?
-Μεγαλώσαμε Ελπίδα για σοκοφρέτες...
-Σε παρακαλώ....
-Σταμάτα να κλαις θα φέρω!
-Σε ευχαριστώ Βασούλα...

Ναι όλοι είχαν φύγει....όλοι την είχαν αφήσει να βουλιάζει αγνοώντας την απελπισία της. Μα να που η Ελπίδα γύριζε.... Και ενώ ήθελε να του ανοίξει το κεφάλι που την είχε φέρει σε αυτήν την κατάσταση μέσα της ένιωθε για πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια να θυμίζει σε κάτι την παλιά Βασούλα με τη θέληση και με το πείσμα. Από τα μεγάφωνα τους καλούσαν για επιβίβαση. Κοίταξε την σοκοφρέτα μέσα στην τσάντα της , κατέβασε τα μανίκια για να μην φαίνονται οι μελανιές της και με την κάρτα επιβίβασης στο χέρι άρχισε να προχωράει προς την γυάλινη πόρτα.
   

    
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιαστε: