Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ: κεφάλαιο πέμπτο


Αν σε κάτι είχε δει βελτίωση η Έρη στους πέντε μήνες, αυτό ήταν στις μαγειρικές ικανότητες της. Ούτε και η ίδια πίστευε, πως σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, είχε μάθει τόσα πράγματα. Στα λίγα χρόνια της έγγαμης ζωής της, το τηγανητό αυγό και τα νερόβραστα μακαρόνια είχαν πάει σύννεφο. Εκείνη άλλωστε ουδέποτε είχε πιστέψει πως ο έρωτας περνούσε από το στομάχι. Ο έρωτας περνούσε από το κρεβάτι. Αυτό ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της σχέσης της με τον "πρώην άντρα της". "Πρώην άντρας της"... Πόσο απρόσωπος ακουγόταν αυτός ο χαρακτηρισμός για έναν άνθρωπο που τόσο είχε αγαπήσει. Ίσως αν του μαγείρευε μελωμένες κοτόσουπες και μαλακά γιουβαρλάκια να μην τα είχαν κάνει τόσο "σαλάτα". Ίσως αν είχαν θρέψει με υγιεινό τρόπο τα θεμέλια της σχέσης τους να μην είχαν καταρρεύσει αυτά τόσο απότομα και επώδυνα στην πρώτη αναποδιά.

Τέτοια σκεφτόταν όσο τύλιγε τους λαχανοντολμάδες για την επόμενη μέρα, όταν η κυρία Ερασμία  μπήκε στην κουζίνα.

-Θα τους πληρώσουμε ακριβά αυτούς τους ντολμάδες κόρη μου.
-Εγώ σας το είπα πως είναι βαρύ φαγητό, αλλά επιμένατε. Μου είπε και η κυρία Άννα να σας υπακούσω και το έκανα.
-Δεν σε μαλώνω. Απλά μια διαπίστωση κάνω, Έρη. Από που βγαίνει το Έρη;
-Από το Εριφύλη.
-Περίεργο όνομα... Εριφύλη...Ερασμία..Ερωτήσεις...Έρωτας... Έρινύες..., μονολόγησε και ξαναβγήκε από την κουζίνα αφήνοντας την Έρη να αναρωτιέται αν οι ασυναρτησίες που μόλις είχε ξεστομίσει προμήνυαν μια καινούργια κρίση.

Μέχρι και το απόγευμα όμως, που τους είχε καληνυχτίσει, όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν μια χαρά. Μ' ένα τάπερ ανάλατους, αλάδωτους, σχεδόν νερόβραστους λαχανοντολμάδες, που η κυρία Ερασμία είχε επιμείνει να πάρει μαζί της, γύρισε σπίτι της έτοιμη να περάσει ένα σαββατόβραδο και μια Κυριακή βυθισμένη στη σπαρίλα. Συνήθως στο εβδομαδιαίο ρεπό της αναλωνόταν με δουλειές του σπιτιού και κανένα κινηματογράφο με φίλες. Αυτή την Κυριακή όμως σκόπευε να την περάσει κάτω από το σκέπασμα της, συντροφιά με τους λαχανοντολμάδες που με καμάρι είχε φτιάξει. Η αλλεργική ρινίτιδα που την είχε πιάσει αμέσως μόλις είχε φύγει από το σπίτι δεν έδινε και περιθώρια για κάτι άλλο. Χαπακωμένη με αντισταμινικά που της έφερναν ανυπόφορη υπνηλία και με ένα χαρτομάντιλο στο χέρι αποκοιμήθηκε ξεχνώντας την τηλεόραση ανοιχτή. Και όταν ώρες μετά, σαν μέσα από όνειρο, το κινητό της επέμενε να χτυπάει παρατεταμένα, άγνωστο για πόση ώρα, έτριψε τα μάτια της και διαπίστωσε πως κοιμόταν για σχεδόν δεκαπέντε ώρες.

-Ναι, είπε και ανακάθισε ζαλισμένη στο κρεβάτι τρίβοντας το πρησμένο από τον ύπνο πρόσωπό της πιστεύοντας πως μάλλον η μάνα της θα ήταν στο τηλέφωνο.
-Για το Θεό! Επιτέλους το σήκωσες! Αυτό που όταν σας χρειάζομαι, δεν βρίσκω ούτε την μια, ούτε την άλλη!
-Ποιος είναι;
-Ο Γιώργος είμαι!!!
-Ποιος Γιώργος;
-Σε παρακαλώ, συγκεντρώσου! Πες μου τι ώρα έφυγες χθες από το σπίτι; Προσπαθώ από το πρωί να επικοινωνήσω μαζί τους. Δεν σηκώνουν το τηλέφωνο και έχω τρελαθεί. Κάθε Κυριακή πρωί μιλάμε και συνήθως η μάνα μου το σηκώνει πριν προλάβει να χτυπήσει καν, λες και κάθεται από πάνω. Έχω πάρει πάνω από δέκα φορές και δεν το σηκώνουν! Ήταν καλά όταν έφυγες;
-Ναι... Ναι μια χαρά ήταν. Ίσως να είναι έξω στον κήπο, έχει πολύ καλό καιρό εδώ στην Ελλάδα. Ίσως να μην το ακούνε.
-Αποκλείεται. Δεν βρίσκω και την Άννα που μένει κοντά να πεταχτεί. Άκουσε με, πάρε ένα ταξί και πήγαινε από εκεί. Μόλις φτάσεις πάρε με τηλέφωνο στο νούμερο που σε έχω πάρει. Κατάλαβες;
-Έχω αμάξι...
-Εριφύλη δεν με ενδιαφέρει πως θα πας, το μόνο που με νοιάζει αυτή τη στιγμή είναι να πας όσο πιο γρήγορα γίνεται! Κάτι έχει συμβεί είμαι σίγουρος. Ο πατέρας μου σήμερα έχει τα γενέθλια του. Εγώ κοιτάζω ήδη να βρω θέση στην επόμενη πτήση. Πες μου σε παρακαλώ πως θα φύγεις τώρα αμέσως!
-Ναι, ντύνομαι και φεύγω.
-Τηλέφωνο Εριφύλη! Αμέσως μόλις φτάσεις, ότι και αν βρεις εκεί, τηλέφωνο!
-Ναι μην φωνάζεις! Φεύγω, είπε και τερμάτισε την κλήση.

Με τις πυτζάμες είχε φύγει η Έρη από το σπίτι της τρομοκρατημένη. Ο Γιώργος είχε καταφέρει να την πανικοβάλει με τον τόνο της φωνής του. Η βεβαιότητα του πως κάτι είχε συμβεί την έκανε να βάζει με το νου της τα χειρότερα. Μπερδεύοντας συμπλέκτη με φρένο από την ταραχή και καταφέρνοντας να σβήσει το αμάξι τόσες φορές, όσες δεν είχε σβήσει ούτε τότε που μάθαινε οδήγηση, έφτασε επιτέλους στη μονοκατοικία που απέξω έμοιαζε όπως την είχε αφήσει την προηγούμενη μέρα. Τρέμοντας ξεκλείδωσε την πόρτα και το πρώτο που είδε ήταν σταγόνες από αίμα πάνω στο γυαλισμένο παρκέ, ενώ κάτι σαν βρυχηθμός ακουγόταν από την ανοιχτή πόρτα του σαλονιού. Αγνοώντας το αίμα, έτρεξε μέσα και εκεί είδε τον κύριο Μενέλαο ξαπλωμένο στο πάτωμα να βαριανασαίνει. Το χρώμα του έμοιαζε σχεδόν μπλε. Πανικόβλητη έτρεξε στο υπνοδωμάτιο τους και πήρε την μπουκάλα με το οξυγόνο. Με χέρια που έτρεμαν και δεν συνεργαζόντουσαν, ξετύλιξε τα σωληνάκια και αποφασιστικά έβαλε την μάσκα στο στόμα του ενώ με το άλλο χέρι ρύθμισε τη στρόφιγγα της μπουκάλας.

Χωρίς να σκέφτεται σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου από το τραπεζάκι δίπλα της και κάλεσε το ΕΚΑΒ. Μέσα στην σαστιμάρα της δυσκολευόταν να θυμηθεί ακόμα και τη διεύθυνση. Ευτυχώς η κοπέλα στην άλλη άκρη της γραμμής, μάλλον εξοικειωμένη σε τέτοιες καταστάσεις, της πρότεινε ευγενικά να πάρει βαθιές ανάσες. Ακολουθώντας τη συμβουλή της κατάφερε να δώσει τα στοιχεία και αφού τη διαβεβαίωσαν πως το συντομότερο, θα έφταναν, έκλεισε το ακουστικό. Το χρώμα του κυρίου Μενέλαου έμοιαζε να επανέρχεται και τα μάτια του άρχιζαν να τρεμοπαίζουν. Κάτι προσπαθούσε να της πει, αλλά η μάσκα έπνιγε την αδύναμη φωνή του. Έσκυψε κοντά στο στόμα του για να ακούσει, αλλά μάταια. Ανασήκωσε λίγο τη μάσκα και τότε κατάλαβε τι έλεγε.

"Την... Ερ... την...Ερασμία.... Βρες..." έλεγε με αγωνία και η Έρη θυμήθηκε το αίμα στο παρκέ.

Βιαστικά σηκώθηκε και αφού σκέπασε με μια κουβέρτα το σώμα του κυρίου Μενέλαου, άρχισε να αναζητά την κυρία Ερασμία. Το κινητό στην τσάντα της χτυπούσε σαν δαιμονισμένο, αλλά εκείνη δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Ακολουθώντας τις σταγόνες από αίμα δεν άργησε να την βρει μέσα στο μπάνιο.  

Μια μικρή κραυγή βγήκε από το στόμα της μόλις αντίκρισε το θέαμα. Αλλά ούτε η κραυγή, ούτε ο ήχος του τηλεφώνου μέσα από τη τσάντα φάνηκε να τραβάνε τη προσοχή της κυρίας Ερασμίας. Μηχανικά έβγαλε το τηλέφωνο και απάντησε στην κλήση ενώ δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της.

-Γαμώ το κέρατο μου, επιτέλους! Έφτασες;
-.......
-Μίλα, σε ικετεύω! Μίλα!!!!
-Αίμα...Παντού αίμα... Τόσο αίμα...
-Εριφύλη θα τρελαθώ! Πες μου τι βλέπεις! Απλά πες μου τι βλέπεις...
-Κρατάει ένα μαχαίρι... Ένα παλιό μαχαίρι.. Κρατάει ένα μαχαίρι και κάνει χαρακιές πάνω της. Τι να κάνω; Χριστέ μου, τι να κάνω;;;;
-Σταμάτα να κλαις! Δεν καταλαβαίνω τι μου λες!!!! Ποιος κρατάει μαχαίρι;
-Εκ..Εκείνη
-Μην προσπαθήσεις να της το πάρεις! Με ακούς!!!
-Ναι..
-Ο πατέρας μου που είναι;
-Στο σαλόνι. Στο πάτωμα. Κρίση δύσπνοιας...Έρχεται το ΕΚΑΒ
-Δεν το πιστεύω...Όχι ρε πούστη μου!!!! Άκου με προσεκτικά. Καλούν την πτήση μου. Σε πέντε ώρες το πολύ θα είμαι Ελλάδα. Σε παρακαλώ, σταμάτα να κλαις το φελέκι μου και άκου με!!!! Πες μου πως με ακούς!
-Ακούω...
-Ανέβα στη σοφίτα. Θα βρεις ένα μπαούλο πίσω, πίσω. Άνοιξε το! Μέσα εκεί θα βρεις ένα λευκό φόρεμα. Βγάλτο και φέρτο στη μητέρα μου. Βάλτο μπροστά της. Όσο πιο αθόρυβα μπορείς, βάλε το μπροστά της για να το δει, Μόλις το δει θα θελήσει να το πιάσει. Θα αφήσει το μαχαίρι. Μόλις πέσει το μαχαίρι πάρτο γρήγορα και απομακρύνσου. Μην φοβηθείς αν αρχίσει να ουρλιάζει και να κλαίει! Σημασία έχει να αφήσει το μαχαίρι! Να σταματήσει να πληγώνει τον εαυτό της!Τα υπόλοιπα θα τα αναλάβει το ΕΚΑΒ. Πες μου ότι θα κάνεις ότι σου λέω!
-Δεν.. Δεν μπορώ... Απαγορεύεται να ψάχνω τα πράγματά τους... Θα με απολύσει...
-Δεν θα σε απολύσω!!!! Σε παρακαλώ... Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο...Είμαι απελπισμένος! Βοήθησε την... Βοήθησε την... είπε η φωνή στο ακουστικό με τέτοιο λυγμό που η Έρη σκούπισε τα δάκρυα της και άρχισε να προχωράει προς τη σοφίτα.
-Θα το κάνω!
-Σε ευχαριστώ.... Πρέπει να κλείσω. Δεν αργώ. Έρχομαι Εριφύλη. Μόλις τους μεταφέρουν στο νοσοκομείο, γράψε μου που σας πήγαν να έρθω κατευθείαν εκεί...
-Θα σου στείλω μήνυμα...
-Σε ευχαριστώ... Σε ευχαριστώ...μονολόγησε και τερμάτισε την κλήση.

για τη συνέχεια πατήστε εδώ
    


  

1 σχόλιο:

Σχόλιαστε: