Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2022

"Sugar Daddy" ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ



Το ταβερνάκι στη Δραπετσώνα ήταν γεμάτο κόσμο και τσιγαρίλα. Το τραπέζι που τους είχαν κρατήσει ήταν δίπλα σε ένα παράθυρο με πλεκτά κουρτινάκια. Η Λίτσα αγριοκοιτάζοντας τη Μαργαρίτα την έβαλε να κάτσει δίπλα της και απέναντι τους έκατσαν ο Νίκος και ο Ιάκωβος. Οι συστάσεις είχαν γίνει νωρίτερα στο αυτοκίνητο και από εκείνη την ώρα η Μαργαρίτα δεν είχε πει κουβέντα, μόνο χασμουριόταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Ένας φουριόζος σερβιτόρος τους έφερε τους καταλόγους. Ανοίγοντας προσεκτικά τον κατάλογο μπροστά τους η Λίτσα έσκυψε προς τη Μαργαρίτα και της είπε ψιθυριστά

"Θα σε κοπανήσω με τον κατάλογο, μα το Θεό! Χασμουριέσαι συνέχεια, έχεις μαύρους κύκλους και δεν μιλάς καθόλου! Επίτηδες το κάνεις; Και τι δουλειά είχες στο Σύνταγμα;"

"Λίτσα δεν έχω κοιμηθεί σχεδόν καθόλου. Δεν πρόλαβα να σου πω στο αμάξι. Χθες ήμουν με τον Βίκινγκ. Και για να ξέρεις ο Χρήστος ξέρει πως κοιμήθηκα σε εσάς. Του είπα χθες βράδυ ότι επειδή θα βγαίναμε σήμερα θα ερχόσουν να με πάρεις αποβραδίς να κοιμηθώ σε σένα. Γι' αυτό σου είπα να με μαζέψεις από το Σύνταγμα."

"Δεν το πιστεύω... Ναι και κολοκυθάκια τηγανητά και καμία τυροκαυτερή και φυσικά μπεκρή μεζέ! Τι θα πιούμε;"

"Καφέ λέτε να κάνουν;" ρώτησε η Μαργαρίτα και η Λίτσα την κλώτσησε κάτω από το τραπέζι.

"Να πάρουμε μισό κιλό λευκό και μισό κόκκινο να τα δοκιμάσουμε;" πρότεινε ο Νίκος και συμφώνησαν όλοι.

"Πάω λίγο τουαλέτα μέχρι να παραγγείλουμε", είπε η Λίτσα και σηκώθηκε κοιτώντας τη Μαργαρίτα που έπαιζε με μια χαρτοπετσέτα.

"ΠΑΩ ΛΙΓΟ ΤΟΥΑΛΕΤΑ ΛΕΜΕ" ξαναείπε και η Μαργαρίτα επιτέλους έπιασε το σύνθημα και σηκώθηκε και εκείνη.

"Δεν προλαβαίνουμε να μου πεις λεπτομέρειες τι και πως. Πάρε βάλε λίγο κονσίλερ και λίγο ρουζ που είσαι σαν πεθαμένη και ρίξε μια περίληψη" είπε βγάζοντας από την τσάντα της ένα κονσίλερ και ένα ρουζ.

"Τι να σου πω ρε. Σάμπως ξέρω και εγώ τι έγινε; Βασικά σεξ έγινε, αλλά με δαύτον αυτό είναι το μόνο ξεκάθαρο, το σεξ!"

"Πως βρέθηκε στην Ελλάδα πάλι;"

"Δεν ξέρω..."

"Γιατί σε παράτησε στη Ρώμη;"

"Συνεχίζω να μην ξέρω..."

"Αφού δεν σου έδωσε καμία εξήγηση, γιατί του έκατσες πάλι;"

"ΔΕΝ ΞΕΡΩ!!!"

"Ξεράδια ξέρεις λοιπόν!"

"Ακριβώς..." 

"Και τι θα γίνει τώρα; Αυτή η βιόλα θα συνεχιστεί καιρό; Θα έρχεται όποτε του καυλώσει και θα πηδιέστε; Προφυλάξεις μωρή παίρνεις τουλάχιστον;"

"Παίρνω μαμά..."

"Σκάσε που θα με ειρωνευτείς κιόλας! Κάναμε 15 χρόνια να σε ξεκολλήσουμε από τον έναν μαλάκα, για να πέσεις τώρα σε ένα διεθνή μαλάκα; Οκ είχε την πλάκα του μέχρι ένα σημείο, αλλά δεν είναι και τόσο αστείο πλέον."

"Όχι δεν είναι..."

"Χαίρομαι που συμφωνούμε τουλάχιστον σε αυτό. Πάμε τώρα μέσα γιατί θα νομίζουν πως θάβουμε εκείνους", είπε και την τράβηξε έξω από την τουαλέτα.

Όταν έφτασαν στο τραπέζι είχαν έρθει τα πρώτα ορεκτικά και το κρασί. Η Μαργαρίτα κάθισε στη θέση της δίπλα στο παράθυρο και προσπάθησε να χαμογελάσει στον Ιάκωβο απέναντι της.

"Λευκό ή Κόκκινο;" τη ρώτησε και εκείνη έδειξε το κόκκινο κρασί.

"Μπορούμε να τους πούμε να φέρουν λίγα παγάκια;" παρακάλεσε τη Λίτσα και ο Ιάκωβος την κοίταξε με απορία δίνοντας της το ποτήρι που είχε μόλις γεμίσει.

"Άστο ρε Ιάκωβε, είναι λίγο βλαμμένη η φίλη μου. Θέλει το κόκκινο κρασί, αλλά το θέλει παγωμένο!" εξήγησε η Λίτσα κάνοντας νόημα στον σερβιτόρο.

"Δεν είναι πολύ ζεστό πάντως", σχολίασε εκείνος πίνοντας μια γουλιά από το δικό του ποτήρι.

"Εδώ λέγαμε με τον Ιάκωβο πόσο όμορφο είναι το Πήλιο τον χειμώνα. Είναι η καταγωγή του Ιάκωβου από εκεί. Να κανονίσουμε να πάμε κάνα διήμερο μετά τις γιορτές." πρότεινε ο Νίκος τσιμπώντας μια πατάτα.

"Έχεις πάει ποτέ στο Πήλιο;" ρώτησε ο Ιάκωβος τη Μαργαρίτα προσπαθώντας να ανοίξει κουβέντα μαζί της.

"Πάνε χρόνια. Είχαμε κάνει ένα Πάσχα στις Μηλιές με τον πρώην άντρα μου", του απάντησε ρίχνοντας ένα παγάκι μέσα στο ποτήρι με το κρασί της.

"Χωρισμένη και εσύ ε;"

"Επίσημα από προχθές. Ποιος να το έλεγε ότι τα διαζύγια θα έβγαιναν μέσα σε 12 μέρες πλέον."

"Τόσο φρέσκο; Νόμιζα πως ήσουν καιρό χωρισμένη..."

"Ήμουν τυπικά χρόνια, απλά πλέον είμαι και νομικά."

"Να πιούμε λοιπόν στην ελευθερία σου;"

"Φυσικά και να πιούμε! Στους διαλυμένους γάμους λοιπόν και στις δεύτερες ευκαιρίες!" είπε ο Νίκος και σήκωσε το ποτήρι του κλείνοντας τους το μάτι. Η Μαργαρίτα προσπάθησε να χαμογελάσει και τσούγκρισε το ποτήρι της με τα ποτήρια των υπολοίπων, όταν το κινητό της που βρισκόταν δίπλα στο πιάτο της φωτίστηκε και δονήθηκε. Ήπιε μια γουλιά από το κρασί της και με τρόπο σήκωσε το κινητό της κάτω από το αποδοκιμαστικό βλέμμα της Λίτσας.

"I am on my way to  the airport. I wish i could stay longer. How is the blind date going?" έγραφε το μήνυμα του Χίλμαρ και εκείνη θυμήθηκε τη μούρη του νωρίτερα την ώρα που του είχε πει πως έπρεπε να φύγει γιατί η φίλη της, της είχε κανονίσει να βγει ραντεβού στα τυφλά με κάποιον. Επίτηδες δεν του είχε αναφέρει ότι θα ήταν και η Λίτσα με τον Νίκο. Η γυναικεία  ματαιοδοξία της ήθελε να τσεκάρει αν θα έδειχνε έστω ένα ίχνος ζήλειας. Και εκείνος είχε ενοχληθεί. Ήταν ξεκάθαρο πως είχε ενοχληθεί. Δεν είχε πει κάτι, αλλά η έκφραση στο πρόσωπο του τα έλεγε όλα. Τι κι αν μόλις είχε βγει γυμνή από το κρεβάτι του χορτασμένη, εκείνη τη στιγμή όλη η αυτοπεποίθηση του είχε εξατμιστεί μέσα σε δευτερόλεπτα και είχε κατσουφιάσει σαν παρατημένο κουτάβι. Λες και εκείνη ήταν που έφευγε, όταν στην ουσία εκείνος ήταν που με ένα αεροπλάνο θα χανόταν πάλι... Πουθενά δεν είχαν καταλήξει για ακόμα μια φορά. Ελάχιστα είχαν πει από εκείνον τον πρώτο διάλογο τους και μετά και ας είχαν μείνει σχεδόν άυπνοι. Ότι κουβέντες είχαν ανταλλάξει ήταν κουβέντες πάνω στο σεξ που ο καθένας ξεστόμιζε στη δική του γλώσσα πάνω στην παραφορά. Και ούτε και την ώρα του αποχαιρετισμού που είχε ντυθεί και ήταν έτοιμη δεν είχε πει κάτι. Είχε απλά σταθεί μπροστά του χώνοντας το κεφάλι της στο στήθος του χτυπώντας το μερικές φορές, ενώ εκείνος την έσφιγγε μέσα στην αγκαλιά του. Όλη της τη δύναμη είχε χρειαστεί να επιστρατεύσει για να ξεκολλήσει από πάνω του. Είχε σηκωθεί στις μύτες, τον είχε φιλήσει με πάθος και είχε βγει από το δωμάτιο. Για έναν περίεργο λόγο κάθε νέος αποχαιρετισμός γινόταν όλο και πιο δύσκολος, από τον προηγούμενο, σκεφτόταν ενώ κατέβαινε με το ασανσέρ στο ισόγειο.        

"Σου μιλάει ο άνθρωπος, ξεκόλλα!" της είπε η Λίτσα απηυδισμένη και η Μαργαρίτα βγήκε από την ονειροπόληση της αμήχανη.

"Συγνώμη, αφαιρέθηκα..." 

"Σε ρωτούσα πόσο χρονών είναι ο γιος σου;"

"Ο Χρήστος μου; Τα 15 έκλεισε τον Ιούνιο" , απάντησε απολογητικά αφήνοντας το κινητό της διακριτικά πάνω στο τραπέζι με την οθόνη προς τα κάτω. Η Λίτσα ήταν αδελφή της και εκείνη την εξέθετε με τη συμπεριφορά της. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά κρασί, έπιασε με το πιρούνι της ένα κολοκυθάκι και προσπάθησε να συμμετάσχει στη συζήτηση καταπνίγοντας και τα χασμουρητά, αλλά και την απελπισία που ένιωθε.

Δύο ώρες μετά το μαρτύριο είχε τελειώσει. Την είχαν πάει στο σπίτι της και εκείνη είχε δεσμευτεί να το επαναλάβουν. Νυσταγμένη ανέβηκε στο διαμέρισμα της. Το μόνο που ήθελε ήταν να πέσει να κοιμηθεί. Το ξενύχτι σε συνδυασμό με το κρασί την είχαν εξαντλήσει. Αφού χαιρέτησε τον Χρήστο που διάβαζε στο δωμάτιο του δίπλα σε ένα άδειο τάπερ με χυλοπίτες της κυρά Μίνας, μπήκε στο δωμάτιο της, έβγαλε τα ρούχα της, έβαλε ένα φούτερ και μια παλιά φόρμα και παίρνοντας το κινητό της στα χέρια της μπήκε κάτω από το πάπλωμα. Όση ώρα ήταν με τα παιδιά στην ταβέρνα το κινητό είχε δονηθεί άλλες δύο φορές, αλλά αποφασισμένη να μην εκνευρίσει τη Λίτσα, το είχε βάλει μέσα στην τσάντα χωρίς να το κοιτάξει. Τώρα επιτέλους θα μπορούσε απερίσπαστη να δει τι είχε στείλει ο άλλος. Πράγματι μόλις η οθόνη φωτίστηκε δύο μηνύματα από τον Χίλμαρ την περίμεναν στο viber.

"I wish he is bαld, short and with hairy  nose and ears!"

"Not even read?" της έγραφε και εκείνη ένιωσε μια μικρή ικανοποίηση που τον είχε τσούξει λίγο και το έδειχνε. Νιώθοντας ασφάλεια πως πλέον θα ήταν στον αέρα, άρχισε να του απαντάει.

"He had hair on his head and not in his nose or ears! If i find out about the hairs on the other parts of his body, i will let you know since you care about it so much :p" πληκτρολόγησε και πάτησε την αποστολή. Έσβησε το κινητό, το έβαλε στο κομοδίνο και έκλεισε τα μάτια της όταν ακούστηκε ο ήχος ενός νέου μηνύματος. Μα δεν μπορεί να απαντούσε! Με περιέργεια ενεργοποίησε το κινητό ξανά για να δει ότι όντως της απαντούσε!

"So don't you know already?"

"How the hell are you answering me?"

"Emirates business class. Available wi-fi inflight! So? Does he have hair on other parts?

"I was way too exhausted to find out..."

"What are you wearing?"

"Seriously? Sexting? On a plane? With my poor english? In our age?"

"If you were here on board with me, you would know that first class cabins in long distance flights have as much privacy and space, as a hotel room. All i am thinking about since we took off from Athens is the different ways we could fuck in here...As for your age, you are my sugar baby, baby :p"

"LOL! Baby??? Your 45 year-old sugar baby was ready to fall asleep wearing a hoodie and a sweatpants!"

"Sexy! The perfect match to your granny panties! You know how to turn on a man..."

"Are you doubting my seduction skills? Be careful daddy and don't challenge me... Heart attacks are typical at your age... "

"The best death i could ever wish for...Hearing you crying my name the way you do while you come...my name and all the other stuff you say that i don't understand... Will you have the courtesy to translate whatever you say for me now?

"I can send Vasilis what i say to translate them for you..."

"Do i want him to translate?"

"No, you don't...I mostly swear.. I also inform you about me being close to come and finally i order you to do things not in a very polite way..."

"And how am i supposed to do those things, if i don't understand you?"

"It doesn't matter if you do them or not... And you? What are you saying in Icelandic?"

"Male stuff... how hard you make me... how tight and wet you are...how fucking amazing is to feel horny like teen at this age...how i love the way you grab my shoulders leaving marks on them...how i long to leave marks on you with my teeth...how desperately i crave licking every inch of you..."  

"Stop it Hilmar... I'll buy a dildo and then i wont need you at all!"

"So you DO need me! You said no more gifts...What if i bought you something that it would actually be a gift for me? Something you would wear only for me...I would put it on you... Would you consent?"

"You have to show me first what we are talking about..."

"Give me ten minutes! Don't fall asleep...ok?"

"I will try..." είπε και ξαναδιάβασε τη στιχομυθία τους όσο περίμενε νιώθοντας ξαναναμμένη λες και όλα όσα έγραφαν ο ένας στον άλλο, είχαν λειτουργήσει σαν προκαταρκτικά. Πανάθεμα τον! Τι σκατά την αναστάτωνε όταν βρισκόταν τόσο μακριά; Πως θα την πάλευε τώρα; Αλλά αυτό που του άξιζε ήταν να αρχίσει να αγγίζει μόνη της τον εαυτό της και να του γράψει με κάθε λεπτομέρεια τι κάνει! Αχ και να ήξερε λίγο καλύτερα αγγλικά... Όχι δεν ήταν είκοσι χρονών. Ήταν κουρασμένη...ήταν το παιδί μέσα.. Σύνελθε Μαργαρίτα! μάλωσε τον εαυτό της όταν το κινητό ξαναδονήθηκε.

"Ι am back. Check your email. You will find an airplane ticket. Next Saturday night i want to take you out on a date. Will you escort me to the opening of my company's department in Budapest? It's a two hour flight... Say yes... Say yes and i will show you what i was talking about... You will be in Budapest by 21:00 and you will be getting back on the morning flight... 15 hours of your life! That's all i am asking for!"

"You are crazy!!!"

"I am...for you... Say yes..."

"No penthouse hotel rooms! And you will not dump me again!"

"No penthouse hotel room and i wont dump you.. My flight from New York lands in Budapest hours before yours and on Sunday morning your flight departs first..."

"Fine...now tell me once more how much you crave to lick every inch of my body and i will tell you what i am doing right now with my hand pretending its yours..." του έγραψε βάζοντας το χέρι της μέσα από τη φόρμα της και ο Χίλμαρ σε ύψος χιλιάδων μέτρων κάπου πάνω από τον Ατλαντικό πάτησε το κουμπί για να κλείσουν τα διαχωριστικά της καμπίνας του.   


  


 

    


  

   

   

 

   

"Sugar Daddy" ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ

 "Ήρθα..."

"Καλώς τον."

"Τελικά βρήκες άκρη με το πακέτο;"

"Ναι. Ο πατέρας σου μου έστειλε κάτι τελευταία πράγματα μου, που είχαν ξεμείνει σπίτι του και ξέχασε να με ενημερώσει."

"Φυσικά. Εξαφανίζει και τα τελευταία ίχνη σου."

"Δεν είναι έτσι και το ξέρεις... Γιατί είσαι τόσο θυμωμένος μαζί του; Δεν χαίρεσαι που θα ξαναφτιάξει τη ζωή του;"

"Εγώ απορώ πως δεν είσαι εσύ θυμωμένη μαζί του!"

"Γιατί να είμαι παιδί μου θυμωμένη. Εγώ θέλω να είναι ευτυχισμένος."

"Και εσύ; Εσύ είσαι ευτυχισμένη;"

"Η δική μου ευτυχία έχει πάψει εδώ και πολύ καιρό να συνδέεται με τον πατέρα σου. Γι' αυτό άλλωστε δεν είμαστε και μαζί. Σου το έχω εξηγήσει πολλές φορές και θα στο πω ακόμα μια. Η απόφαση να μην είμαστε μαζί δεν είναι κάτι που μου το επέβαλε εκείνος. Ήταν κάτι που το θέλαμε και οι δύο. Μην τον χρεώνεις επομένως για πράγματα που δεν ευθύνεται. Ήσουν μικρούλης τότε και δεν ξέρω τι θυμάσαι, αλλά εγώ με τον μπαμπά δεν ήμασταν καλή ομάδα. Το μόνο καλό πράγμα στη σχέση μας ήσουν εσύ. Γι'  αυτό και θα αγαπιόμαστε πάντα ότι και να γίνει."

"Καλά, καλά... Βάλε μου κάνα κουραμπιέ τώρα", είπε βγάζοντας το γάλα από το ψυγείο.

"Δεν βλέπω οι κουραμπιέδες να επιβιώνουν  μέχρι τα Χριστούγεννα όπως το πάμε μάνα και γιός", σχολίασε γελώντας και του έβαλε δύο σε ένα πιάτο. 

"Θα πως εγώ στη Μινούλα μου να μου φτιάξει και άλλους", δήλωσε με έπαρση και άρχισε να τρώει τους κουραμπιέδες γεμίζοντας το τραπεζομάντιλο της κουζίνας με ζάχαρη άχνη. Πόσο είχε μεγαλώσει και πόσο έμοιαζε στον πατέρα του, σκέφτηκε η Μαργαρίτα τη στιγμή που εκείνος άδειαζε το ποτήρι με το γάλα που είχε μπροστά του. Και ενώ περίμενε πως θα σηκωνόταν και θα πήγαινε στο δωμάτιο του, εκείνος κάθισε εκεί παίζοντας με τα ψίχουλα νευρικά.

"Πες το!" τον παρότρυνε.

"Θα σε ρωτήσω κάτι και θέλω να μου απαντήσεις μόνο σε αυτό που θα σε ρωτήσω,  χωρίς να κάνεις ερωτήσεις. Μπορείς;"

"Μπορώ!"

"Ωραία... Πως διαλέγεις δώρο για ένα κορίτσι; Εννοώ τι αρέσει στα κορίτσια να τους κάνουν δώρο;" είπε και η Μαργαρίτα τον κοίταξε αποσβολωμένη για μερικά δευτερόλεπτα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τιθασεύοντας την ανάγκη της να ρωτήσει λεπτομέρειες για το κορίτσι ξεκίνησε να του απαντάει.

"Χρήστο μου όλες οι γυναίκες μεγάλες και μικρές ένα πράγμα εκτιμούν σε ένα δώρο που θα τους κάνει κάποιος άντρας και αυτό δεν είναι η αξία του. Οκ, εντάξει κάποιες το μετράνε και αυτό, αλλά πίστεψε με άλλο είναι το σπουδαιότερο. Το δώρο που θα κάνεις σε ένα κορίτσι λοιπόν, πρέπει να δείχνει νοιάξιμο. Και τι σημαίνει αυτό; Πχ αν θες να πάρεις λουλούδια σε μια γυναίκα δεν θα μπαίνεις σε ένα ανθοπωλείο και θα αγοράζεις ότι λουλούδια σου πουλήσει ο ανθοπώλης. Θα αγοράζεις στοχευμένα τα λουλούδια που ξέρεις πως αγαπάει η κοπέλα που θα τα προσφέρεις, ακόμα και αν αυτά είναι μολόχες. Εν ολίγοις πρέπει να ακούς το κορίτσι όταν μιλάει και το δώρο σου πρέπει να δείχνει πως το ακούς. Μικρές ασήμαντες λεπτομέρειες που την αφορούν και που εσύ έχεις δώσει σημασία θα κάνουν το δώρο σου μοναδικό. Σκέψου λοιπόν... Τι κάνει αυτό το κορίτσι ιδιαίτερο για σένα; Και βρες... βρες ένα τρόπο μέσα από το δώρο σου να της το δείξεις αυτό", τον συμβούλεψε και εκείνος έδειξε να καταλαβαίνει.

"Το 'χω", είπε εκείνος και σηκώθηκε από το τραπέζι. Πριν βγει όμως από την κουζίνα γύρισε πάλι πίσω, της έσκασε ένα πεταχτό φιλί και της είπε "μαμά, το δέντρο σου είναι μια κούκλα σαν εσένα!" και πριν εκείνη προλάβει να αντιδράσει πήγε και κλείστηκε στο δωμάτιο του αφήνοντας τη συγκινημένη να κοιτάζει την κούτα κάτω από το τραπέζι που ακόμα δεν είχε βρει το κουράγιο να ανοίξει το περιεχόμενο της. 

Η συζήτηση με τον Χρήστο της είχε αλλάξει τη διάθεση. Δεν ήταν πλέον θυμωμένη με την παγίδα του Χίλμαρ. Γιατί παγίδα ήταν. Αν ήθελε να επιστρέψει τα δώρα έπρεπε να τον δει. Αν δεν τον έβλεπε θα έπρεπε να τα κρατήσει. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα η κατάσταση και εκείνη δεν ήξερε ακόμα ούτε τι ακριβώς είχαν μέσα οι επώνυμες σακούλες. Έσκυψε κάτω από το τραπέζι και τράβηξε την κούτα. Την έπιασε στα χέρια της και πήγε στο δωμάτιο της. Θα τα άνοιγε. Έπρεπε να ξέρει με τι είχε να κάνει. Πρώτη τράβηξε τη λευκή χαρτοσακούλα που έγραφε Jo Malone LONDON. Αυτή ήταν και ίσως η πλέον προβλέψιμη. Προφανώς και είχε κάποιο άρωμα. Έλυσε τη μαύρη κορδέλα και έβγαλε ένα κουτί πολυτελείας που ήταν επίσης δεμένο με μαύρη κορδέλα. Έλυσε και τη δεύτερη κορδέλα και άνοιξε το κουτί για να δει ένα γυάλινο μεγάλο μπουκάλι με ασημί καπάκι με μια μικρή καρτούλα πάνω του. Η καρτούλα έγραφε με καθαρά κοφτά γράμματα "Jo Malone was easier to be found, than Vivi from Nikaia", και το μπουκάλι έγραφε πάνω NECTARINE BLOSSOM AND HONEY COLOGNE. Της είχε πάρει το άρωμα που φορούσε και ας μην του είχε πει ποτέ πως το έλεγαν. Τον έκανε εικόνα να μπαίνει μέσα στο μαγαζί ψάχνοντας το άρωμα που μύριζε ροδάκινα στη βροχή. Σχεδόν τον έβλεπε μπροστά της να το μυρίζει και να το διαλέγει. Κολακευμένη έβαλε το μπουκάλι στη θέση του και τράβηξε τη δεύτερη σακούλα. Αυτή που έλεγε "La perla". Αυτή σίγουρα είχε κάποιο εσώρουχο. Πιθανόν κάτι τολμηρό, υπέθεσε και έλυσε ακόμα μια κορδέλα, βγάζοντας από μέσα ένα χρυσό χαρτί περιτυλίγματος που τύλιγε κάτι μαλακό. Άνοιξε προσεκτικά το χαρτί και έβαλε τα γέλια. Ένα σετ βαμβακερά εσώρουχα σε κρεμ χρώμα με ελάχιστη δαντέλα στα τελειώματα στο νούμερο της και ακόμα μια καρτούλα με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα που έγραφε "i never thought granny panties would look so sexy on a woman". Δύο στα δύο, σκέφτηκε και τράβηξε την τρίτη σακούλα του Cartier. Κάποιο κόσμημα προφανώς, αλλά τι; Τράβηξε την κόκκινη κορδέλα και άδειασε το περιεχόμενο της σακούλας πάνω στο κρεβάτι. Ένα κόκκινο κουτάκι και ακόμα μια καρτούλα. "Roses are red, violets are blue, but who fucks roses and violets when he can fuck daisies!" έγραφε η τρίτη αυτή κάρτα και μέσα στο κουτάκι υπήρχε ένα ροζ χρυσό κολιέ με μια όμορφη μαργαρίτα που στο κέντρο της είχε ένα μικρό διαμάντι. Προβληματισμένη τακτοποίησε τα δώρα του Χίλμαρ όμορφα στις συσκευασίες τους και τα τοποθέτησε μέσα στην κούτα. Πήρε τις τρείς κάρτες, κατέβασε την κούτα στο πάτωμα, ξάπλωσε και ξαναδιάβασε τα σημειώματα. "Τα δώρα πρέπει να δείχνουν νοιάξιμο" έλεγε του Χρήστου λίγη ώρα πριν και να που ο σκατοισλανδός που την είχε παρατήσει ήδη δυο φορές σύξυλη, έκανε ακριβώς αυτό. Απελπισμένη μην ξέροντας τι να νιώσει και τι να κάνει, πέταξε τις κάρτες στο κομοδίνο της, έκλεισε το φως και έχωσε το κεφάλι της στο μαξιλάρι της για να μην ουρλιάξει! Για λίγα λεπτά έμεινε έτσι σαν πεισματάρικο παιδί. Ο αέρας όμως κάτω από το μαξιλάρι λιγόστευε... Με μια νευρική κίνηση το πέταξε στο πάτωμα και άναψε πάλι το φως. Πήρε το κινητό της από το κομοδίνο και έβγαλε το μεγαλύτερο σημείωμα του Χίλμαρ που πάνω του έγραφε τον αριθμό του κινητού του. Πέρασε το νούμερο του στη μνήμη του δικού τη κινητού και άρχισε να πληκτρολογεί αδιαφορώντας για την ώρα ή το κόστος του μηνύματος σε νούμερο του εξωτερικού.

"Thank's for the gifts. You have put some efford in them, beside their cost... and i appreciate it", έγραψε λακωνικά και το έστειλε. Ένα λεπτό μετά το κινητό της δονούταν, γιατί ο Χίλμαρ φυσικά την καλούσε.

"That's all? A dry thank you?"

"Hello to you too Hilmar."

"Rita i need to see you..."

"We have n't spoken for almost three months and now you need to see me?"

"Let me come over and pick you up... Lets talk face to face. Please..." την παρακάλεσε και εκείνη τον άφησε επίτηδες λίγη ώρα να σιγοβράζει πριν του απαντήσει,

"Οκ.  Where are you? I 'll be there in less than an hour."

"No it 's late. I pick you up!"

"No! Tell me where you are or i' ll hang up!"

"Fine, i am staying at the Hotel Grande Bretagne in Syntagma."

"I know where Grande Bretagne is, jesus!"

"I will be waiting for you in the lobbie. My room is at the penthouse..."

"You have an issue with rooms in the highest floors! Έλεος πια!" διαμαρτυρήθηκε και του το έκλεισε. Ευτυχώς που τα ξενοδοχεία στην Αθήνα δεν ήταν τόσο ψηλά, σκέφτηκε και σηκώθηκε από το κρεβάτι.

Μία ώρα και ένα τέταρτο μετά το ταξί την άφηνε μπροστά στη Μεγάλη Βρετανία. Αμέσως τον εντόπισε έξω από το ξενοδοχείο να καπνίζει. Μόλις την είδε έσβησε το τσιγάρο του και την πλησίασε. Φορούσε ένα μαύρο μακρύ παλτό και είχε αφήσει τα γένια του να μακρύνουν. Έμοιαζε κουρασμένος... 

"Ι missed you Rita" της είπε και χωρίς να περιμένει να του απαντήσει την έκλεισε στην αγκαλιά του. Για ένα ολόκληρο λεπτό έμειναν έτσι. Εκείνη σαν το κούτσουρο αιφνιδιασμένη από τη διαχυτικότητα του και εκείνος να τη σφίγγει χωρίς να μιλάει. 

"Ι am freezing right here", διαμαρτυρήθηκε εκείνη ελπίζοντας το make up της να μην λερώσει το παλτό του και εκείνος πιάνοντας την από το χέρι άρχισε να την τραβάει προς το εσωτερικό του ξενοδοχείου.

"Ηilmar one step of yours is three steps of mine. Slow down!" τον παρακάλεσε και εκείνος επιβράδυνε τον βηματισμό του.

Στα βουβά ανέβηκαν με το ασανσέρ κρατημένοι χέρι χέρι. Προσπάθησε η Μαργαρίτα σε κάποια φάση να τραβήξει το χέρι της, αλλά εκείνος δεν το άφηνε. Μόνο όταν στάθηκαν μπροστά στην πόρτα της σουίτας το άφησε για να ανοίξει την πόρτα. Αδιαφορώντας κυριολεκτικά για το δωμάτιο  μπήκε μέσα και πέταξε σε μια καρέκλα το μπουφάν της και τη τσάντα της, γυρνώντας του την πλάτη. Όταν τα χέρια του έπιασαν τους ώμους της, εκείνη τραβήχτηκε κάνοντας μερικά βήματα μπροστά.

"We need to talk first!", απαίτησε και προχώρησε μπρος το bar που ήταν μέσα στο δωμάτιο βάζοντας στον εαυτό της ένα ποτήρι βότκα που ήπιε μονορούφι.

"What you want from me Rita? What am i doing wrong? Wasn't i honest with you from the beginning?" είπε εκείνος και κάθισε παραδομένος σε μια πολυθρόνα.

"Οh yes you were! From the first moment you were clear. Only sex, gifts and travels right? This is what you offer. Well, put your offer to you butthole!"

"Why? You need a husband?"

"Fuck you Hilmar! I don't need a husband, but i don't need a sugar daddy either!!!"

"I am too young to be your sugar daddy and you are too old to be my sugar baby..."

"Άντε γαμήσου που θα μου πεις ότι είμαι και μεγάλη!"

"English... Don't tell me what you don't want. Tell me what you want instead!"

"First of all i want to be respected! You left without even saying goodbye! I am not a prostitute either you like it or not!"

"I never treated you like a prostitute... You judge me wrong..."

"Am i? And what is this? After three months you are horny and you said lets go see the available Greek chick!"

"You make it sound cheap..."

"It is cheap Hilmar beside the suites, the gifts and all the luxury!"

"So you didn't miss me at all? You don't want me this moment as much i want you?"

"This is not what i am saying!!! Pay attention to what i am saying! For first time after ten years my life is getting better. I love your company. I enjoy it like hell when you fuck my body, but i will not permit you fuck my life coming and going like tornedo! No strings attached, is fine with me. What is not fine, is you behaving like a total asshole!"

"Rita my life at this moment is a total mess..."

"Fix the mess and maybe we can find then a way to make this thing, whatever it is, to work somehow!" είπε και χωρίς να περιμένει να της πει κάτι άλλο τον πλησίασε, έσκυψε μπροστά του και κλείνοντας το κεφάλι του μέσα στα χέρια της τον φίλησε με πάθος. 

"Ι thought I was the pervert guy trying to take advantage of you" ψιθύρισε εκείνος στο αυτί της αρπάζοντας την και ανεβάζοντας την στην αγκαλιά του.

"Shut up and fuck me now. Your beard is so sexy!!! Take my clothes off. I want to feel it on my bare skin..." είπε και εκείνος άρχισε να τη γδύνει.   

     


  

 

    

                      


  

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2022

"Sugar Daddy" ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ




Σε όλη την πτήση της επιστροφής η Μαργαρίτα σκεφτόταν πως το κεφάλαιο Χίλμαρ είχε κλείσει ακριβώς όπως είχε ξεκινήσει, απροσδόκητα. Ξεπερνώντας την αρχική πικρία και όσο το αεροπλάνο την επέστρεφε στην πραγματικότητα της, τόσο πιο σίγουρη ένιωθε πως η τροπή των πραγμάτων ήταν η καλύτερη δυνατή. Τι παραπάνω θα είχε προσφέρει ένας αποχαιρετισμός; Τίποτα απολύτως. Γύρισε έτσι σπίτι της και προσπάθησε να κρατήσει τις λίγες αναμνήσεις που είχαν μοιραστεί μέσα στο κουτάκι του μυαλού της που απ' έξω έγραφε "τρελά και όμορφα". Διέγραψε τα email του, ώστε να μην έχει η ίδια τρόπο επικοινωνίας και ζήτησε από τη Λίτσα να σταματήσει να ρωτάει συνέχεια αν εκείνος είχε επικοινωνήσει. Το πράγμα είχε κάνει τον σύντομο κύκλο του και άνηκε στο παρελθόν.  

Και κυλούσαν οι μέρες και ο χειμώνας πλέον ήταν γεγονός. Το όνειρο της σόμπας πέλετ αντικαταστάθηκε με την αγορά μιας σόμπας υγραερίου, το όνειρο μιας νέας καλύτερης δουλειάς έγινε αναζήτηση μιας δεύτερης οποιασδήποτε δουλειάς, η συζήτηση με τον Χρήστο αναβλήθηκε μέχρι το επόμενο καλοκαίρι και η αποστασιοποίηση από τον Στέλιο έπαψε να αποτελεί πλέον δική της επιλογή. Τέλη Νοεμβρίου ήταν όταν ο Στέλιος της είχε ζητήσει να περάσει από το σπίτι για να συζητήσουν κάτι σοβαρό, κάνοντας την αρχικά να ανησυχήσει για την υγεία του. Βλέποντας τον όμως στο κατώφλι της πόρτας της χαρούμενο και λαμπερό κατάλαβε πως κάτι άλλο ήταν το σοβαρό και όχι ευτυχώς κάποιο θέμα υγείας.

"Μπορείς αύριο το πρωί να πάμε στην τράπεζα; Πούλησε ο πατέρας μου το οικόπεδο στη Μήλο σε πολύ καλή τιμή και μου έδωσε τα λεφτά. Μαργαρίτα επιτέλους θα είμαστε και πάλι ελεύθεροι. Θα μπορέσουμε να βγάλουμε και το διαζύγιο χωρίς προβλήματα. Να κάνουμε μια καινούργια αρχή. Θα μπορέσει η μάνα σου να σου γράψει το σπίτι, χωρίς να φοβάται μην σου το πάρει η τράπεζα. Και εγώ... Εγώ θέλω να ξαναπαντρευτώ Μαργαρίτα. Έχω βρει νομίζω τη κατάλληλη γυναίκα για να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου μαζί της", της είχε πει κρατώντας της τα χέρια και η Μαργαρίτα δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί ή να λυπηθεί. Το χρέος θα έφευγε από πάνω της και μαζί του θα έφευγε και ότι την έδενε με τον Στέλιο. Θα έμενε μόνο ο Χρήστος να θυμίζει πως κάποτε αυτοί οι δύο άνθρωποι είχαν υπάρξει ζευγάρι. Και ενώ μια μελαγχολία την έπιανε που και αυτός ο κύκλος επιτέλους έκλεινε, δεν μπορούσε να μην νιώθει μια κάθαρση. Τον είχε αγκαλιάσει τρυφερά, του είχε δώσει ένα τελευταίο φιλί και του είχε ευχηθεί ότι καλύτερο, σίγουρη πως ότι ξόρκι τον είχε δέσει μαζί της, είχε πλέον λυθεί οριστικά.

Η καινούργια χρονιά θα την έβρισκε πιο ελαφριά από ποτέ. Όλα θα πήγαιναν καλά. Ήταν υγιής, ήταν ελεύθερη, ήταν ανεξάρτητη και σύντομα θα έβρισκε και μια δεύτερη δουλειά ώστε να μην νιώθει τόσο μόνη. Όλα θα πήγαιναν καλά, σκεφτόταν καθώς κρεμούσε τις χρυσές μπάλες στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο δύο εβδομάδες μετά, ξεπερνώντας το γεγονός πως ο Χρήστος δεν είχε ρίξει ούτε μια δεύτερη ματιά στο ημιτελές στολισμένο δέντρο πριν φύγει. Ο Χρήστος που σαν παιδάκι λύσσαγε για το δέντρο, πλέον δεν έδινε δεκάρα τσακιστή αν θα στόλιζαν ή όχι. Πως να του κρατήσει όμως κακία; Ήταν ερωτευμένος. Μέρες τώρα τον έβλεπε να υποφέρει μπροστά στο κινητό του. Είχε χάσει την όρεξη του. Έκανε τρεις φορές τη μέρα μπάνιο. Της είχε ζητήσει έναν άρωμα δώρο για τα Χριστούγεννα. Όλα τα σημάδια ήταν εκεί και εκείνη διασκέδαζε τόσο πολύ με το δράμα του, που δεν μπορούσε να του θυμώσει για τα νεύρα και τις παραξενιές. Τον χάζευε όπως φωτιζόταν ολόκληρο το πρόσωπό του όταν το πολυπόθητο μήνυμα ερχόταν και τον καμάρωνε, ζηλεύοντας ίσως λιγάκι εκείνο το πρώτο καρδιοχτύπι του έρωτα που μαζί του θα έφερνε φουρτούνες και βάσανα που σιγά σιγά θα τον ωρίμαζαν ετοιμάζοντας τον για τον κόσμο της ενηλικίωσης. Είχε σκεφτεί να τον ρωτήσει ευθέως τι έπαιζε, αλλά είχε συγκρατηθεί. Αν έκανε το λάθος να ανοίξει εκείνη πρώτη την κουβέντα, εκείνος θα σήκωνε τοίχο και δεν θα μάθαινε ποτέ. Έκανε έτσι υπομονή βράζοντας στο ζουμί της, ελπίζοντας κάποια στιγμή να της μιλούσε από μόνος του για την κοπελίτσα που είχε κάνει την καρδούλα του να σκιρτήσει.

Εννιά το βράδυ είχε πάει όταν είχε τελειώσει με το στόλισμα του δέντρου. Έξω είχε νυχτώσει από ώρα. Ευτυχώς ο καιρός ήταν ακόμα σχετικά γλυκός. Ο Θεός τους είχε λυπηθεί και ο χειμώνας μέχρι στιγμής δεν είχε δείξει τα δόντια του. Άναψε τα λαμπάκια, έφτιαξε μια ζεστή σοκολάτα και κάθισε μπροστά στο δέντρο χαζεύοντας το μέσα στην απόλυτη ησυχία. Την ξεκούραζε αυτή η ησυχία. Από εβδομάδα θα ξεκινούσε το πανδαιμόνιο του εορταστικού ωραρίου και εκείνη θα έτρεχε σαν ποδήλατο. Σκέφτηκε να πάει στην κουζίνα να πάρει ακόμα έναν κουραμπιέ από αυτούς που της είχε φέρει νωρίτερα η μάνα της, αλλά είχε χαλαρώσει τόσο πολύ που ακόμα και αυτό βαριόταν να σηκωθεί να κάνει. Τυλίχτηκε έτσι στην μάλλινη ζακέτα της και συνέχισε να κοιτάζει τα λαμπάκια αδειάζοντας το μυαλό της, όταν χτύπησε το τηλέφωνο της.

"Αν δεν σηκώσω εγώ το τηλέφωνο να σε πάρω γαϊδούρα, εσύ δεν παίρνεις!" παραπονέθηκε η Λίτσα μόλις το σήκωσε.

"Θα σε έπαιρνα ρε και εγώ. Έμπλεξα με το στόλισμα του δέντρου!"

"Χθες στολίσαμε και εμείς. Σου έχω πει πόσο σιχαίνομαι τη διαδικασία ε; Αλλά τι να έκανα; Μου είχε φάει τα αυτιά η μικρή..."

"Λίτσα απόλαυσε το όσο μπορείς! Ο δικός μου χεσμένο το έχει πλέον το δέντρο."

"Μάθαμε τίποτα για τη μικρή ξελογιάστρα;"

"Κουβέντα δεν λέει... Ντύθηκε, στολίστηκε, έκανε τρείς ώρες να φτιάξει το μαλλί του και έφυγε ο γαμπρός! Το μόνο που μου είπε η μάνα μου το πρωί που πέρασε να μας φέρει μελομακάρονα και κουραμπιέδες, ήταν πως της ζήτησε 50 ευρώ για να πάρει λέει κάποια δώρα τα Χριστούγεννα. Είμαι ειλικρινά περίεργη τι θα πάει να της πάρει της κοπέλας."

"Έφτιαξε η κυρά Μίνα κουραμπιέδες;;;;;;"

"Έφτιαξε που να μην έφτιαχνε! Πέντε έχω φάει από εκείνη την ώρα! Μου έφερε και για σένα ένα πακέτο. Ξέρεις το κλασσικό πακέτο με το μεταλλικό χριστουγεννιάτικο κουτί που σου δίνει κάθε χρόνο. Αυτό με τα καλαίσθητα Αγιοβασιλάκια και χιονανθρωπάκια απ' έξω!"

"Ποιος το χέζει το κουτί. Το περιεχόμενο μετράει! Μάθε μωρή άχρηστη να φτιάχνεις τους κουραμπιέδες της!"

"Μην αρχίζεις και εσύ! Και αυτή τα ίδια έλεγε το πρωί. Θα πεθάνω και δεν θα ξέρεις να φτιάχνεις έναν κουραμπιέ και ένα μελομακάρονο... "

"Να σου πω, θα βρεθούμε αύριο; Κυριακή είναι, δεν δουλεύεις. Πάμε για ένα κρασάκι; Θα κρατήσει η πεθερά μου τη μικρή. Θα μου δώσεις και τους κουραμπιέδες μου."

"Που να τρέχουμε ρε; Δεν θες να έρθεις από εδώ;"

"Όχι δεν θέλω να έρθω από εκεί! Θέλω να βγω έξω και κανονικά θα έπρεπε να θες και εσύ! Άσε που δεν θα είμαι μόνη μου. Θα είναι και ο Νίκος μαζί με έναν συνάδελφό του."

"Λίτσα προξενιό μου ετοιμάζεις;"

"Άσε μας κουκλίτσα μου, άκου προξενιό! Μια γνωριμία. Και στην τελική ακόμα δεν έχουμε γιορτάσει το διαζύγιο σου! Όσο για τον Ιάκωβο καλή φάση είναι, καλό παιδί, χωρισμένος και αυτός, στην ηλικία μας, με περιουσία, δουλειά, βλέπεται, τι άλλο θες;"

"Ρε Λίτσα τώρα σοβαρά, θες να μου τα φτιάξει με άνθρωπο που τον λένε Ιάκωβο; Και ποιος σου είπε ότι εγώ ψάχνω για άντρα;"

"Κοίτα ρε φίλε που κόλλησε! Στο όνομα! Θα έρθεις και ας μην γίνει τίποτα! Θα έρθεις έτσι για να πάρεις αέρα. Θα έρθεις και θα πεις και ένα τραγούδι, γιατί μου χρωστάς! Τρώγοντας θα σου έρθει και η όρεξη! Δεν ακούω κουβέντα!"   

"Μην με σταυρώνεις ρε Λίτσα. Άσε με στην ησυχία μου να ξεκουραστώ αύριο. Τι τις θες τώρα τις εξόδους;" είπε τη στιγμή που ακούστηκε το κουδούνι της κάτω πόρτας.

"Περιμένεις παρέα;" 

"Ο Χρήστος θα ξέχασε τα κλειδιά του. Κάτσε να του ανοίξω μια στιγμή."

"Δεν κάθομαι! Σε κλείνω. Τα λέμε αύριο. Θα περάσουμε κατά τη μία το μεσημέρι να σε πάρουμε!"

"Λίτσα περίμενε!!! Λίτσα;;;" είπε πατώντας το κουμπί του θυροτηλεφώνου, αλλά η Λίτσα το είχε κλείσει. Εκνευρισμένη με το ένα χέρι ξεκλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματος και την άνοιξε, ενώ με το άλλο χέρι καλούσε πίσω την Λίτσα. Μόλις όμως είδε έναν άγνωστο άντρα να ανεβαίνει τη σκάλα κρατώντας στα χέρια του μια κούτα, τερμάτισε την κλήση και σιχτίρισε που δεν είχε ρωτήσει ποιος ήταν.

"Παρακαλώ;" είπε διστακτικά.

"Είστε η κυρία Δήμου;" ρώτησε εκείνος ευγενικά.

"Μάλιστα", απάντησε κοιτώντας τον καλοντυμένο νεαρό με επιφύλαξη.

"Έχω κάτι για εσάς", εξήγησε προσφέροντας της την κούτα που δεν έγραφε κάτι διευκρινιστικό απ' έξω.

"Δεν έχω κάνει κάποια παραγγελία. Κάποιο λάθος έχει γίνει ", ξεκίνησε να λέει, αλλά ο νεαρός αγνοώντας την, ακούμπησε την κούτα μπροστά στα πόδια της, είπε ένα βιαστικό "καλό βράδυ", έκανε μια μεταβολή και άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα βιαστικά.

"Μισό λεπτό!!!" φώναξε η Μαργαρίτα και έτρεξε να βάλει παπούτσια, αλλά όταν επέστρεψε στην πόρτα ο τύπος είχε χαθεί. Άρπαξε την κούτα και τα κλειδιά της και κατέβηκε τη σκάλα. Βγήκε από την είσοδο και κοίταξε τον δρόμο μπροστά της. Κανένα ίχνος όμως του μυστήριου διανομέα. "Γαμώτο!" αναφώνησε και ανατριχιάζοντας από το κρύο ξαναμπήκε θυμωμένη στην είσοδο και άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες με την κούτα στα χέρια. 

Για κάνα δεκάλεπτο είχε την κούτα πάνω στο τραπέζι και την κοιτούσε προβληματισμένη. Ίσως να είχε παραγγείλει κάτι ο Χρήστος, σκέφτηκε και έπιασε το κινητό της για να τον πάρει τηλέφωνο. Ο Χρήστος όμως ενοχλημένος από την κλήση της, από την άλλη άκρη της γραμμής τη διαβεβαίωνε βιαστικά πως ούτε και εκείνος είχε παραγγείλει κάτι. Τότε τι σκατά ήταν αυτή η κούτα; Η παράδοση δεν είχε γίνει σε εργάσιμες ώρες, από κάποιον που να μοιάζει με υπάλληλο ταχυμεταφορικής. Ίσως ο Στέλιος να της έστελνε επιτέλους με κάποιον φίλο του τα βινύλια της που είχαν ξεμείνει στην αποθήκη του σπιτιού που έμεναν τότε μαζί. Και πάλι όμως, τώρα τα θυμήθηκε; Δέκα χρόνια μετά; Χώρια που αν ήταν οι δίσκοι της η κούτα θα ήταν πιο βαριά. Κούνησε λιγάκι την κούτα δεξιά αριστερά μήπως και καταλάβει τι ήταν, αλλά μάταια. Κάτι είχε μέσα το μόνο βέβαιο, αλλά κανένας ενδεικτικός ήχος να προδίδει τι μπορεί να περιέχει. Παραδομένη έπιασε ένα μαχαίρι από το συρτάρι με τα μαχαιροπίρουνα και άρχισε να κόβει την ταινία ασφαλείας που κρατούσε την κούτα κλειστή. Η περιέργεια της είχε νικήσει τον φόβο της για το άγνωστο περιεχόμενο της κούτας. Μόλις έκοψε και την τελευταία ταινία πήρε μια βαθιά ανάσα και σήκωσε αποφασιστικά τα αυτιά του ανοίγματος της κούτα για να αντικρίσει κάτι που είχε ξαναδεί. Μέσα από ένα ιβουάρ ρυζόχαρτο, οι τρεις σακούλες που είχε αφήσει πάνω στο πάσο της κουζίνας στη Ρώμη πριν από σχεδόν τρεις μήνες, της έβγαζαν κοροϊδευτικά τη γλώσσα περιγελώντας την. Το αίμα είχε ήδη αρχίσει να ανεβαίνει στο κεφάλι της, όταν πρόσεξε έναν φάκελο ανάμεσα στις χαρτοσακούλες. Θυμωμένη άρπαξε τον φάκελο και κάθισε σε μια καρέκλα ανοίγοντας τον.

"Δεν ξέρω αν στη δική σου κουλτούρα ισχύει το ίδιο, αλλά στη δική μου είναι τρομερή αγένεια να μη δέχεται κάποιος το δώρο που του κάνεις. Τουλάχιστον άνοιξε τα πρώτα, πριν τα απορρίψεις. Θα στα είχα στείλει και νωρίτερα, αλλά περίμενα να βρίσκομαι στην Ελλάδα. Αυτό είναι το τηλέφωνο μου. Σου υποσχέθηκα να μην παραβιάσω ξανά την ιδιωτικότητα σου και θα το τηρήσω. Αν δεν θες να με δεις θα το σεβαστώ. Αν πάλι θες να μου τα επιστρέψεις συναντώντας με, δεν έχεις παρά να μου στείλεις ένα μήνυμα", έγραφε το σημείωμα που ήταν τυπωμένο σε βαρύ χαρτί θυμίζοντας προσκλητήριο γάμου. Ο Βασιλάκης είχε βγάλει πάλι μεροκάματο.