Το ξυπνητήρι που χτυπούσε επίμονα δίπλα στο κομοδίνο θα μπορούσα να το πετάξω και να το σπάσω, και αν αυτό δεν ήταν ταυτόχρονα και το κινητό μου, ίσως και να το είχα κάνει. Νυσταγμένα το σταμάτησα και γυρίζοντας πλευρό, χώθηκα στην αγκαλιά του Χίλμαρ.
-Goodmorning... άκουσα τη φωνή του να με καλημερίζει και δεν ήξερα αν ήθελα να τον σκοτώσω ή να τον φιλήσω. Αυτός έφταιγε που δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου, αυτός που πονούσα σε όλο μου το κορμί.
-Why!!!??? κλαψούρισα και έχωσα ακόμα βαθύτερα το πρόσωπο μου στο στέρνο του.
-Why what baby?
-Do not you baby me! Νυστάζω!!!! Και νυστάζω τόσο που δεν μπορώ να θυμηθώ καν πως λέγεται το νυστάζω στα αγγλικά. Και εσύ τώρα θα αρχίσεις τα English Rita, αλλά πίστεψε με καλύτερα που δεν καταλαβαίνεις αυτή τη στιγμή τη μουρμούρα μου. Γιατί πρέπει να σηκωθούμε;;;; Είναι άδικο!!!! Το κρεββάτι είναι τόσο μαλακό...και εσύ είσαι τόσο ζεστός... Ποιος βγαίνει πάλι στο ψοφόκρυο; Ποιος παίρνει πάλι αεροπλάνο; Ποιος γυρνάει πάλι σε άδειο κρεβάτι;;;
-It's not so cold outside today, as for your empty bed... τον άκουσα να μου λέει και μπερδεμένη άνοιξα τα μάτια μου και ανασήκωσα το κεφάλι μου κοιτώντας τον Χίλμαρ που κοιτούσε το κινητό του.
-Google translate baby.
-Σε μισώ! Είσαι εκνευριστικός! Και έχεις μικρό πούτσο! συνέχισα εγώ αργά και καθαρά ώστε να πιάσει ο μεταφραστής κάθε μου λέξη. Μόλις ο Χίλμαρ διάβασε τι του είχα πει άρχισε να γελάει και με αγκάλιασε σφιχτά.
-My dick was fine for you last night, μου είπε και με φίλησε γλυκά. Και έγινε το φιλί από γλυκό, πιο επιθετικό και με συνοπτικές διαδικασίες βάλθηκε να μου αποδεικνύει για ακόμα μια φορά πόσο fine ήταν το πουλί του.
Μία ώρα μετά ντυμένη και με τη βαλίτσα δίπλα μου καθόμουν στο τραπέζι του εστιατορίου του ξενοδοχείου πίνοντας σιωπηλή τον καφέ μου, ενώ ο Χίλμαρ εξίσου σιωπηλός, έπινε απέναντι μου τον δικό του καφέ.
-Say something, με παρακάλεσε, αλλά εγώ δεν ήξερα τι να του πω. Πως να του παραδεχόμουν πως δεν ήθελα να φύγω, πως να του παραδεχόμουν πως σιχαινόμουν όλο και περισσότερο τους αποχαιρετισμούς μας, πως να ξεστόμιζα ότι ήδη μου έλλειπε και ας ήταν εκεί απέναντι μου. Έμεινα έτσι σιωπηλή και ήπια ακόμα μια γουλιά από τον καφέ μου όσο εκείνος έπαιρνε το κινητό μου και μου το έδινε προφανώς για να του το ξεκλειδώσω. Παραδομένη στην καταθλιπτική μου διάθεση, του το ξεκλείδωσα και εκείνος αφού ρύθμισε κάτι, άρχισε να μιλάει στα ισλανδικά κοιτώντας με στα μάτια. Αφού τελείωσε με ότι είχε να πει μου έδωσε το κινητό πίσω και άρχισα να διαβάζω τη μετάφραση όσων μου είχε πει.
" Ούτε για μένα είναι εύκολο. Και το δικό μου κρεβάτι το ίδιο άδειο με το δικό σου είναι και ας μην το πιστεύεις. Ίσως και η δική μου περίπτωση να είναι περίπλοκη σαν τη δική σου. Ίσως ακόμα πιο περίπλοκη. Θέλω να σου τα εξηγήσω όλα και θα το κάνω, απλά χρειάζομαι χρόνο. Μπορείς να μου δώσεις λίγο χρόνο; Μόνο αυτό σου ζητάω, λίγο χρόνο. Και γνωρίζω καλά πως στις ηλικίες μας ο χρόνος είναι πολύτιμος. Μου ζήτησες να καθαρίσω το χάλι της ζωής μου και αυτό προσπαθώ να κάνω, αλήθεια. Δεν σου υπόσχομαι πράγματα που δεν μπορώ να σου δώσω. Σε αυτό ήμουν ειλικρινής από την αρχή μαζί σου. Δεν είμαι άνθρωπος των υποσχέσεων, είμαι άνθρωπος των πράξεων. Χρόνο. Δώσε μου χρόνο και θα σου εξηγήσω." έγραφε το κείμενο και εγώ του ένευσα θετικά, έσβησα την οθόνη του κινητού μου και το έριξα μέσα στη τσάντα. Χρόνο ζήταγε, χρόνο θα του έδινα.
Αποδεχόμενη πως ακόμα μια σύντομη συνεύρεση μας έφτανε στο τέλος της, σηκώθηκα από το τραπέζι και συμμάζεψα τα πράγματα μου. Αν ήθελα να είμαι έγκαιρα στο αεροδρόμιο θα έπρεπε να φύγουμε. Βαρύθυμος ο Χίλμαρ σηκώθηκε και αυτός, και παίρνοντας τη βαλίτσα μου στο ένα χέρι και το δικό μου χέρι στο άλλο άρχισε να με συνοδεύει προς την κεντρική πόρτα του ξενοδοχείου που κάποιος βαλές θα έφερνε το τζιπ.
Τρία βήματα πριν από τις συρόμενες γυάλινες πόρτες της εισόδου του ξενοδοχείου πρώτα άκουσα μια κραυγή κάπου από πίσω και ύστερα είδα το όπλο που τον σημάδευε απ' έξω. Το χέρι του Χίλμαρ που με κρατούσε σε κλάσματα του δευτερολέπτου με είχε σπρώξει βίαια προς τα δεξιά και στη συνέχεια είχε πέσει άνευρο στο πλάι του σώματος του. Μια σπαραχτική θλίψη αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά του, μια θλίψη και μια αποδοχή γι' αυτό που ερχόταν. Και απλά στεκόταν. Στεκόταν και περίμενε το αναπόφευκτο, ενώ οι κραυγές γύρω μας πολλαπλασιάζονταν. Ειλικρινά δεν ήξερα τι ήταν αυτό που με είχε υποκινήσει. Ποια εσωτερική ανάγκη, ποια κρυφή παρόρμηση. Το μόνο που ήξερα ήταν πως τα πόδια μου λες και είχαν δική τους βούληση κινούνταν βιαστικά προς το μέρος του. Και ύστερα ο ήχος από ένα τζάμι να σπάει και ένας οξύς πόνος σαν κάψιμο κάπου δεξιά στην ωμοπλάτη μου. Ένα ουρλιαχτό σαν αλύχτισμα, δυο χέρια κατακόκκινα να με κρατάνε στον αέρα, και πόνος, διάχυτος πλέον πόνος να μου κόβει την ανάσα. Και άλλες φωνές τριγύρω που δεν έβγαζαν νόημα και μια τεράστια πίεση στον ώμο που έκανε τον πόνο ακόμα πιο δυσβάσταχτο. Δεν τον άντεχα τον τόσο πόνο, με εξαντλούσε, με έκανε να θέλω να κοιμηθώ. Να κοιμηθώ για να πάψω να πονάω. Ο Χρήστος μου... να έβλεπα έστω ακόμα μια φορά τον Χρήστο μου, ευχήθηκα προσπαθώντας να φωνάξω το όνομά του. Και με τη σκέψη του παιδιού μου ένιωσα το σκοτάδι να με κυκλώνει, ένα λυτρωτικό σκοτάδι χωρίς πόνο.
Το επόμενο που θα θυμόμουν θα ήταν ο ήχος της φωνής της Λίτσας να με παροτρύνει να ξυπνήσω. Όλα ένα όνειρο ήταν. Ο Χίλμαρ, το Σύνταγμα, το ξενοδοχείο στο Φάληρο, η Ρώμη, η Μεγάλη Βρετανία τα εγκαίνια, η ροζ χρυσή μαργαρίτα που φορούσα στον λαιμό μου, το όπλο, το αίμα, ο πόνος. Όλα ένα γλυκόπικρο όνειρο, σκέφτηκα και προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου. Το πρώτο που είδα ήταν ένα έντονο λευκό φως που με τύφλωνε και όσο η όραση μου καθάριζε και το πρόσωπο της Λίτσας εμφανιζόταν ένας πόνος στο δεξί μου χέρι με έκανε να μορφάσω.
-Ώπα με το μαλακό! με μάλωσε η Λίτσα που με ανασήκωσε στηρίζοντας με, πατώντας ταυτόχρονα κάποιο κουμπάκι στο πλάι του κρεββατιού ώστε να ανασηκωθεί η πλάτη.
-Που είμαι; ρώτησα αποπροσανατολισμένη με βραχνή φωνή
-Στο νοσοκομείο.
-Σε ποιο νοσοκομείο; Τι έγινε;
-Στον Ευαγγελισμό! Σε ποιο νοσοκομείο ρε Μαργαρίτα στο γενικό νοσοκομείο Βουδαπέστης ξερωγώ. Σε κάποιο ιδιωτικό νοσοκομείο της Βουδαπέστης θαρρώ είμαστε, αλλά ονόματα μην με ρωτάς. Δεν θυμάσαι τι έγινε;
-Δεν ήταν όνειρο; Και εσύ πως βρίσκεσαι εδώ; Πέθανα;
-Δεν ξέρω αν είναι φυσιολογικό από το σοκ, αλλά αρχίζεις να με φρικάρεις περισσότερο από ότι ήμουν ήδη φρικαρισμένη. Και πίστεψέ με ήμουν ήδη τέρμα φρικαρισμένη!
-Ο Χρήστος; Που είναι ο Χρήστος;
-Ο Χρήστος είναι στην Ελλάδα και είναι μια χαρά. Ηρέμησε. Θα σου τα εξηγήσω όλα.
-Ο Χίλμαρ; Που είναι ο Χίλμαρ; ρώτησα με αγωνία, αλλά το πρόσωπο της Λίτσας σκοτείνιασε και πριν προλάβει να μου απαντήσει μπούκαραν μέσα στο μονόκλινο δωμάτιο μια ομάδα γιατρών που έβγαλαν τη Λίτσα έξω και άρχισαν να με εξετάζουν.
Μισή ώρα μετά οι γιατροί με σπαστά αγγλικά μου είχαν εξηγήσει πως είχε η κατάσταση της υγείας μου. Με πληροφόρησαν πως η σφαίρα είχε καρφωθεί στο οστό της δεξιάς μου ωμοπλάτης και πως είχε χρειαστεί να με χειρουργήσουν για να την αφαιρέσουν. Πως για καλή μου τύχη το οστό είχε πάθει μικρή ζημιά σε αντίθεση με τένοντες, νεύρα και μύες που είχε χρειαστεί να επιδιορθωθούν. Η μεγάλη απώλεια του αίματος ήταν εκείνη που μου είχε προκαλέσει αιμοδυναμικό σοκ και με είχε ρίξει αρχικά σε κώμα. Με μεταγγίσεις είχαν καταφέρει να με σταθεροποιήσουν ώστε να προχωρήσουν στην επέμβαση. Μετά το χειρουργείο είχαν επιλέξει να με κρατήσουν για τρείς μέρες σε τεχνητό κώμα ώστε να δώσουν στο σώμα μου χρόνο για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις ανάγκες των πρώτων ημερών της ανάρρωσης. Με διαβεβαιώσαν πως δεν θα υπήρχε μόνιμη βλάβη στο δεξί μου χέρι και πως σε μερικές μέρες θα μπορούσα να πάρω εξιτήριο.
Ζαλισμένη ακόμα από τις ιατρικές πληροφορίες που μου είχαν δώσει και που δεν ήμουν 100% σίγουρη πως τις είχα καταλάβει πλήρως, είδα τους γιατρούς να φεύγουν από το δωμάτιο, την ίδια στιγμή που ένας άλλος άγνωστος άντρας έμπαινε μέσα. Πιθανόν κάποιος αστυνομικός υπέθεσα και αναστέναξα με δυσφορία γιατί εγώ τον μόνο που ήθελα να δω ήταν ο Χίλμαρ.
-Καλησπέρα σας κυρία Δήμου, λέγομαι Βασίλης Καμπούρης και ελπίζω να νιώθετε καλύτερα, μου συστήθηκε σε άψογα ελληνικά και συνοφρυώθηκα με επιφύλαξη. Ίσως κάποιος από το ελληνικό προξενείο;
-Από την ελληνική πρεσβεία είστε;
-Όχι κυρία Δήμου. Δεν είμαι από την ελληνική πρεσβεία. Είμαι υπάλληλος του κυρίου Σβένσον. Για την ακρίβεια είμαι μεταφραστής.
-Είσαι ο γνωστός Βασίλης; ρώτησα κοκκινίζοντας, ξεχνώντας τους τρόπους μου και τον πληθυντικό ευγενείας.
-Μάλιστα.
-Συγνώμη, είσαι Έλληνας και μιλάς προφανώς ισλανδικά, φαντάζομαι και αγγλικά. Μιλάς και ουγγρικά;
-Είμαι Έλληνας και διαπιστευμένος μεταφραστής σε δέκα γλώσσες συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αναφέρατε.
-Η μαμά σου πρέπει να είναι πολύ περήφανη...
-Η μαμά μου με θεωρεί λίγο προβληματικό για την ακρίβεια λόγω της πετριάς μου με τις ξένες γλώσσες.
-Βασίλη, συγχώρησε μου τον ενικό αλλά ειλικρινά δεν είμαι σε κατάσταση να κρατάω τους τύπους και χρειάζομαι άμεσα απαντήσεις.
-Κανένα πρόβλημα με τον ενικό. Και θα απαντήσω στις ερωτήσεις σας, εφόσον έχω απαντήσεις να σας προσφέρω, αλλά υπάρχουν άμεσα ζητήματα που πρέπει να συζητήσουμε πριν έρθει η αστυνομία για να πάρει την κατάθεση σας. Έχουν ενημερωθεί ήδη από το νοσοκομείο ότι ανακτήσατε τις αισθήσεις σας. Λόγω του ότι δεν είστε Ουγγαρέζα πολίτης έχετε δικαίωμα κατά την κατάθεση να ζητήσετε την παρουσία μεταφραστή. Αυτός είναι και ο λόγος που βρίσκομαι εδώ. Ο κύριος Σβένσον έχει δώσει ήδη την κατάθεση του στις Ουγγρικές αρχές, καθώς και άλλοι αυτόπτες μάρτυρες από το ξενοδοχείο. Ο άνθρωπος που σας πυροβόλησε φαίνεται να είναι άρρεν, ψηλός, μελαχρινός, ηλικίας 25-35, άγνωστης εθνικότητας. Συμφωνείτε με την περιγραφή;
-Δεν έχω την παραμικρή ιδέα... Το μόνο που θυμάμαι είναι το όπλο. Αυτό μπορώ να στο περιγράψω με μεγαλύτερη λεπτομέρεια από τον άνθρωπο που το κρατούσε. Τα μάτια μου είχαν εστιάσει πάνω στο όπλο...
-Ωραία. Άρα να υποθέσω πως ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν κάποιος γνωστός σας;
-Τώρα μόλις δεν σου εξήγησα πως δεν τον πρόσεξα καθόλου; Πως είναι δυνατόν να ξέρω αν ήταν κάποιος γνωστός μου. Το μόνο που ξέρω με βεβαιότητα είναι πως δεν στόχευε εμένα. Οπότε λίγο δύσκολο να ήταν δικός μου γνωστός.
-Τι εννοείται;
-Εννοώ πως το όπλο ήταν στραμμένο προς τον Χίλμαρ, Βασίλη. Δεν ήμουν εγώ ο στόχος.
-Ειλικρινά δεν νομίζω πως υπάρχει κομψός τρόπος να σας το πω, οπότε θα είμαι ευθύς γιατί ο χρόνος μας πιέζει. Ο κύριος Σβένσον σας παρακαλεί να αποκρύψετε αυτό που μόλις αναφέρατε. Ξέρει ότι σας ζητάει πολλά, ειδικά μετά από ότι κάνατε για εκείνον. Είναι όμως ζωτικής σημασίας να μην πληροφορηθούν οι αρχές πως ο στόχος της επίθεσης ήταν ο ίδιος. Ήδη οι καταθέσεις που έχουν συλλεχθεί δεν αντικρούουν αυτό που σας ζητάει να καταθέσετε. Πάνω στον πανικό ελάχιστοι μπόρεσαν να δουν τι ακριβώς συνέβη. Οι περισσότεροι εκείνη τη στιγμή έψαχναν κάποιο καταφύγιο. Οι μόνοι άνθρωποι που ξέρουν τι ακριβώς έγινε είστε εσείς και ο κύριος Σβένσον.
-Και γιατί δεν είναι εδώ ο κύριος Σβένσον να μου το ζητήσει ο ίδιος;
-Κυρία Δήμου δεν έχουμε χρόνο. Σας υπόσχομαι πως θα σας εξηγήσω. Πείτε μου μόνο ότι καταλάβατε, είπε και πριν προλάβω να απαντήσω η πόρτα του δωματίου άνοιξε ακόμα μια φορά και μια ομάδα ένστολων αστυνομικών μπήκε μέσα.
Η κατάθεση μου ήταν πιο αόριστη και από τις αόριστες αντωνυμίες. Οι αστυνομικοί σε διάφορες φάσεις έδειχναν να δυσανασχετούν, αλλά τους είχα πραγματικά χεσμένους. Όχι δεν ήξερα ποιος με πυροβόλησε, όχι δεν μπορούσα να δώσω περιγραφή, όχι δεν ήξερα γιατί η σφαίρα με είχε βρει από πίσω, ναι ίσως να με πέτυχε σε κάποια φάση που προσπαθούσα να φύγω από τον χώρο, ναι στη Βουδαπέστη είχα έρθει για αναψυχή, όχι δεν γνώριζα κάποιον που θα ήθελε να με πυροβολήσει, ναι ήμουν καλεσμένη του κυρίου Σβένσον για τα εγκαίνια, φιλική, ναι η σχέση μας ήταν φιλική όπως είχε δηλώσει ο ίδιος. Φανερά κουρασμένη και βαθιά πληγωμένη τους είχα διώξει άρον άρον προφασιζόμενη την υγεία μου και αμέσως μετά είχα πετάξει έξω και τον Βασίλη παρά τις διαμαρτυρίες του. Ήθελα να μείνω μόνη μου. Τους είχα κάνει το χατίρι και σαν καλό κορίτσι είχα πει ότι ήθελαν. Ας με άφηναν επιτέλους μόνη μου να γλύψω τις πληγές μου.
Μόλις το δωμάτιο άδειασε προσπάθησα να κλάψω, αλλά ούτε αυτό μπορούσα να κάνω. Μια παγωμάρα είχε απλωθεί μέσα μου και με είχε ρίξει σε ένα αισθητηριακό κενό που ειλικρινά με τρόμαζε περισσότερο από τους επιδέσμους και τους ορούς.
-Θα πετάξεις και εμένα έξω ή εγώ μπορώ να μπω; ακούστηκε η φωνή της Λίτσας από τη μισάνοιχτη πόρτα και της έκανα νόημα να μπει.
-Πονάς;
-Πολύ....
-Να ζητήσουμε κάποιο παυσίπονο; Πως λένε γαμώτι μου το παυσίπονο στα αγγλικά. Που είναι αυτός ο μαλάκας ο Βασίλης όταν τον χρειάζεσαι!
-Δεν πονάω στον ώμο μου.
-Και που πονάς μάτια μου; Χτύπησες και αλλού;
-Μέσα μου Λίτσα. Πονάω μέσα μου, είπα και έσφιξα με το καλό μου χέρι το ύφασμα από τη ρόμπα στο ύψος του στήθους μου για να δώσω έμφαση στα λόγια μου.
-Από τους πόνους που δεν περνάνε με παυσίπονο;
-Από αυτούς...
-Αχ βρε Μαργαριτάκι.
-Που είναι Λίτσα; Γιατί δεν είναι εδώ;
-Δεν ξέρω πουλάκι μου που είναι. Πριν τέσσερις μέρες έλαβα ένα τηλεφώνημα από τον Βασίλη. Στην αρχή νόμιζα ότι μου έκαναν πλάκα. Όταν όμως σε πήρα για να βεβαιωθώ ότι είσαι καλά και το σήκωσε και πάλι ο Βασίλης κατάλαβα ότι δεν μου έκαναν πλάκα. Μου είπε ότι έπαθες κάποιο σοβαρό ατύχημα και ότι θα έπρεπε να ενημερώσω τους δικούς σου. Ρώτησα τι ακριβώς είχες πάθει και εκεί μου το μπουμπούνισε ότι σε είχαν πυροβολήσει. Μου κόπηκαν τα πόδια όταν το άκουσα, δεν ήξερα τι να κάνω. Μου εξήγησε ότι ήσουν λέει κάτι, κάτσε να δεις πως το είπε, αιμοδυναμικά ασταθής νομίζω και ότι θα έπρεπε να σε σταθεροποιήσουν για να γίνει η επέμβαση. Μου ζήτησε τα στοιχεία μου και μέσα στο επόμενο μισάωρο μου ήρθε με email ένα εισιτήριο για Βουδαπέστη με την επόμενη διαθέσιμη πτήση που ήταν το ίδιο βράδυ. Λογικά θα προλάβαινα να είμαι εδώ για την επέμβαση. Τελικά δεν πρόλαβα, όταν έφτασα σε είχαν βγάλει ήδη από το χειρουργείο. Πριν με πάει ο Νίκος στο αεροδρόμιο πέρασα από τη μάνα σου. Προσπάθησα να είμαι ψύχραιμη όταν της εξήγησα την κατάσταση, αλλά όπως καταλαβαίνεις το ραντάρ της έπιασε και αυτά που δεν είπα. Φοβήθηκα Μαργαρίτα πως θα πάθει και αυτή κάτι μεγάλη γυναίκα έτσι όπως άσπρισε και άρχισε τις προσευχές, αλλά με διαβεβαίωσε ότι εκείνη θα ήταν καλά, αρκεί να ήταν και το παιδί της. Με χιλιοπαρακάλεσε να την πάρω μαζί μου, αλλά δεν ήξερα τι θα βρω και φοβήθηκα. Έπαιξα έτσι το χαρτί του Χρήστου... Της είπα ότι έπρεπε να είναι δυνατή για τον Χρήστο και έτσι την έπεισα να μείνει Ελλάδα. Όπως φαντάζεσαι με έχει πάρει χιλιάδες τηλέφωνα και θα πρέπει να της μιλήσεις και εσύ τώρα που συνήλθες, γιατί δεν με πιστεύει ότι έχεις διαφύγει κάθε κίνδυνο. Στο παιδί συμφωνήσαμε να μην πούμε τίποτα, να του πούμε πως απλά θα παράτεινες λίγο το ταξίδι σου, αλλά ο γιος σου σε ξέρει καλά και δεν το έφαγε. Προχθές μας κρυφάκουσε που μιλούσαμε στο τηλέφωνο και από εκείνη την ώρα ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Η δόλια η μάνα σου αναγκάστηκε να του πει ότι ήξερε, αλλά ο μικρός ήταν έξαλλος. Πήρε τον μαλάκα τον πατέρα του και απαίτησε να τον φέρει Βουδαπέστη, απειλώντας πως δεν θα του ξαναμιλούσε αν δεν τον έφερνε. Όπως φαντάζεσαι ο Στέλιος που δεν είχε ιδέα τι είχε συμβεί έπαθε αποπληξία. Με πήρε και αυτός τηλέφωνο και του είπα μέσες άκρες τι έχει γίνει. Φυσικά ζητούσε περισσότερες λεπτομέρειες για το πως βρέθηκες στη Βουδαπέστη, αλλά το έπαιξα Κινέζα και του το έκλεισα. Η τελευταία ενημέρωση που είχα από Ελλάδα ήταν πως προς τιμή του ο Στέλιος έβγαλε εισιτήρια ώστε να φέρει τον Χρήστο, αλλά ο δικηγόρος του το ξέκοψε. Είναι λέει ανήλικος, είστε διαζευγμένοι, και αν χωρίς τη δική σου συναίνεση έβγαζε το παιδί από την Ελλάδα θα ήταν αρπαγή ανηλίκου και θα έμπλεκε. Ο Χρήστος σταμάτησε να του μιλάει έκτοτε, για την ακρίβεια ούτε στην κυρά Μίνα μιλάει. Δεν χωράει το έφηβο μυαλό του νομικές παραμέτρους και χρεώνει και τους δύο τους που δεν τον φέρνουν να σε δει. Και με αυτόν πρέπει να μιλήσεις...άμεσα.
-Χριστέ μου σκατά τα έχω κάνει. Το παιδί μου υποφέρει και εγώ ρωτάω που είναι ο άλλος... Είμαι εγώ μάνα;
-Ώπα, κόψε λίγο το αυτομαστίγωμα. Σύμφωνα με όσα μου είπαν η μόνη λέξη που κατάφερες να πεις από τη στιγμή που έφαγες τη σφαίρα μέχρι και που λιποθύμησες ήταν το όνομα του Χρήστου, και η ίδια αυτή λέξη ήταν και από τις πρώτες που βγήκαν από το στόμα σου μόλις συνήλθες. Οπότε όχι, δεν είσαι τόσο γαϊδούρα μάνα όσο νομίζεις.
-Ποιος στο είπε αυτό; Ο Βασίλης;
-Γιατί ήταν μπροστά ο Βασίλης όταν έφαγες τη σφαίρα; Ο άλλος μαλάκας σου μου το είπε...
-Τον είδες;
-Ναι τον είδα... Όταν προσγειώθηκα στο αεροδρόμιο ήρθε αυτός ο μπαγλαμάς ο Βασίλης και με πήρε. Εδώ να πω ότι του έριξα κάποιες Χριστοπαναγίες γιατί δεν μου έλεγε τίποτα. Τώρα εκ των υστέρων νιώθω λίγο άσχημα για τα καντήλια που του κατέβασα στη διαδρομή από το αεροδρόμιο στο νοσοκομείο. Τεσπά, φτάνουμε στο νοσοκομείο, που παρεμπιπτόντως είναι και γαμώ τα νοσοκομεία, και άρχισε ο Βασίλης να με οδηγεί προς έναν προθάλαμο έξω από τα χειρουργεία. Στη διαδρομή για εκεί με ενημέρωσε πως εσύ ήσουν στην ανάνηψη και θα περιμέναμε να σε πάνε στη μονάδα που θα σε κρατούσαν σε κώμα για τρεις μέρες. Κατά τη μεταφορά σου θα σε βλέπαμε για λίγο. Μου εξήγησε ο Βασίλης ότι είχαν βγάλει τη γαμωσφαίρα και ότι ήσουν σταθερή. Και φτάνουμε επιτέλους στον προθάλαμο και εκεί βλέπω τον δικό σου. Μπορεί φιλενάδα να μην υπάρχει άνθρωπος πάνω στο πλανήτη που να θέλει να τον χαστουκίσει περισσότερο αυτή τη στιγμή από εμένα, αλλά ο άνθρωπος ήταν ένα ράκος. Ήταν πασαλειμμένος από πάνω μέχρι κάτω με αίματα και μετά βίας στεκόταν όρθιος. Φυσικά μετά το σοκ της εικόνας του, έτρεξα να του ζητήσω τα ρέστα. Με τη βοήθεια του Βασίλη, που στάθηκε και κάπου χρήσιμος, έμαθα τις λεπτομέρειες. Πως σαν την ηλίθια μπήκες μπροστά και έφαγες εσύ την σφαίρα. Πως λόγω της διαφοράς ύψους σας και επειδή ο τρελός που πυροβόλησε στόχευε την καρδιά εκείνου, εσύ την έφαγες ψηλά στην ωμοπλάτη. Πως χωρίς τη τζαμαρία που επιβράδυνε κάπως τη σφαίρα και χωρίς το κόκκαλο της ωμοπλάτης σου που τη σταμάτησε, αν η σφαίρα έβρισκε σημείο εξόδου από το σώμα σου εκείνος θα ήταν νεκρός παρά την αυτοθυσία σου. Πως το μόνο που είχες πει ήταν το όνομα του Χρήστου. Αυτά μέσες άκρες. Ο άνθρωπος ήταν σου λέω σε άθλια κατάσταση, μετά βίας μιλούσε σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα. Το μόνο που έλεγε ξανά και ξανά ήταν κάτι που ακουγόταν σαν "xβερς βέγκνα". Πρέπει να το είπε και είκοσι φορές λες και είχε κολλήσει η βελόνα. Ο Βασίλης που τον ρώτησα τι σήμαινε αυτό που έλεγε ξανά και ξανά ήταν "γιατί". Και ύστερα σε έβγαλαν από το χώρο της ανάνηψης και μα το Θεό μόλις σε είδα μου ήρθε εμένα λιποθυμία. Ήσουν κάτασπρη λες και είχε στραγγίξει όλο σου το αίμα. Ο ψηλός μόλις σε είδε παρέλυσε κυριολεκτικά. Δύο μέτρα άντρας και έτρεμε σαν το φύλλο. Σαν υπνωτισμένος πλησίασε το φορείο και χωρίς να λογαριάσει ότι τον έβλεπαν γιατροί, νοσοκόμοι, εγώ, ο Βασίλης γονάτισε στο πλάι του φορείου και έβαλε τα κλάματα σαν παιδί ενώ σου ζητούσε συγνώμη στα αγγλικά. Τρεις τραυματιοφορείς χρειάστηκαν να τον σηκώσουν από το δάπεδο και ενώ δεν του άξιζε, εκείνη την ώρα τον λυπήθηκα. Το φορείο με εσένα επάνω άρχισε πάλι να κινείται και εγώ φυσικά ακολούθησα εσένα να δω που θα σε πάνε. Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που τον είδα Μαργαρίτα. Έκτοτε δεν τον έχω δει. Μέχρι και σήμερα που σε έφεραν εδώ, εγώ και ο Βασίλης ερχόμασταν δυο φορές τη μέρα στη μονάδα εντατικής θεραπείας στο επισκεπτήριο. Εκείνον δεν τον ξαναείδα και ο Βασίλης δεν μου λέει τίποτα. Μακάρι να είχα κάτι περισσότερο να σου πω, αλλά αυτά είναι όλα... είπε και μου έπιασε το χέρι παρηγορητικά μην ξέροντας τι άλλο να κάνει. Και εγώ για λίγα λεπτά δεν είπα τίποτα, μόνο κοιτούσα τον λευκό τοίχο απέναντι.
-Πες κάτι... με παρακάλεσε η Λίτσα που τώρα πρόσεχα πόσο κουρασμένη έμοιαζε.
-Δώσε μου το κινητό μου, είπα μόνο και η Λίτσα μου το έπιασε από το κομοδίνο δίπλα. Με το αριστερό μου χέρι άτσαλα το ξεκλείδωσα, πάτησα κάτι και το έβαλα στο αριστερό μου αυτί .
-Μαμά;;;;; Μαμά μου!!!! ακούστηκε η απεγνωσμένη φωνή του Χρήστου μέσα από το ακουστικό του κινητού και τα δάκρυα που τόση ώρα δεν έλεγαν να ξεπαγώσουν από μέσα μου επιτέλους έτρεχαν σαν χείμαρρος μέσα από τα μάτια μου και ζέσταιναν την παγωμένη μου καρδιά κάνοντας την να πονάει λίγο λιγότερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλιαστε: