Ο πρώτος μήνας μετά τον πυροβολισμό αν είχε όνομα θα λεγόταν θυμός. Πέντε μέρες αφού συνήλθα, σχεδόν εκβίασα το εξιτήριο μου. Και παρά τις αντιρρήσεις των γιατρών πήρα τη Λίτσα αγκαζέ και μπήκαμε στο αεροπλάνο για Ελλάδα. Εγώ στην αναθεματισμένη τη Βουδαπέστη δεν σκόπευα να αλλάξω χρόνο. Ένας πρωτόγνωρος θυμός με είχε καταβάλει και δεν άκουγα κουβέντα από κανέναν, ούτε καν από τη μάνα μου που με παρακαλούσε από το τηλέφωνο να μείνω λίγο παραπάνω ώστε να αναρρώσω πλήρως. Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν είχα υπάρξει τόσο αγενής, δύσκολη και απότομη στους ανθρώπους γύρω μου. Λες και μετά από εκείνες τις πρώτες ώρες που συνήλθα ένας διακόπτης είχε γυρίσει μέσα μου απότομα ενεργοποιώντας την οργή ως μηχανισμό άμυνας. Τον Βασίλη δεν τον ρώτησα τίποτα απολύτως για τον Χίλμαρ και όταν προσπάθησε την τελευταία μέρα να μου δώσει μια επιταγή από τον κύριο Σβένσον ως αποζημίωση για την ταλαιπωρία μου, πρέπει να τον αγριοκοίταξα με τέτοιο τρόπο που δεν πρόλαβε καν να τη βγάλει από τον χαρτοφύλακα του. Με κοφτό τρόπο του ξεκαθάρισα πως το μόνο που θα δεχόμουν θα ήταν η κάλυψη των ιατρικών εξόδων του νοσοκομείου στη Βουδαπέστη και ευρώ παραπάνω. Ακόμα και τα εισιτήρια μας της επιστροφής θα τα κάλυπτα η ίδια και δεν θα άκουγα κουβέντα. Με σοβαρό ύφος συμπλήρωσα πως δεν θα χρειαζόμουν περαιτέρω τις υπηρεσίες του και πως ήταν ελεύθερος να επιστρέψει στο αφεντικό του. Στη διαδρομή για το αεροδρόμιο, σε μια σύντομη στάση στην αστυνομία, με ενημέρωσαν πως ακόμα δεν είχαν καταφέρει να πιάσουν το άτομο που με είχε πυροβολήσει και σημείωσαν τα στοιχεία μου στην Ελλάδα ώστε να με ενημερώσουν σε περίπτωση που θα υπήρχε κάποιος ύποπτος ώστε να με καλέσουν για αναγνώριση. Προφανώς αδιαφορούσαν για το γεγονός πως τους είχα καταθέσει ήδη πως δεν τον είχα δει. Μου εξήγησαν πως οι κάμερες του ξενοδοχείου δεν είχαν βοηθήσει ιδιαίτερα μιας και τα λιγοστά πλάνα ήταν θολά και από κακή γωνία. Δυστυχώς η κεντρική κάμερα που θα προσέφερε περισσότερες λεπτομέρειες εκείνο το πρωί είχε παρουσιάσει κάποια βλάβη. Ό,τι και αν μου έλεγαν όμως, τους είχα κυριολεκτικά γραμμένους. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να ξεκουμπιστώ από εκεί και να γυρίσω σπίτι μου. Το νέο αίμα που μου είχαν βάλει, έβραζε στις φλέβες μου και μόνο αν γύριζα στο παιδί μου ίσως να ηρεμούσα λίγο. Δυστυχώς όμως ακόμα και η αγκαλιά του Χρήστου στο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν είχε σταθεί αρκετή για να με γειώσει τελείως. Ενεργή νάρκη ήμουν εκείνο τον πρώτο μήνα και όλοι νυχοπατούσαν γύρω μου χωρίς να ρωτάνε ευτυχώς τίποτα από φόβο μην απασφαλίσω... Ο καινούργιος χρόνος έτσι με βρήκε με φυσικοθεραπείες, νεύρα και θυμό. Άφθονο θυμό που είχα πιστέψει πως δεν θα στέρευε ποτέ.
Ο δεύτερος μήνας μετά τον πυροβολισμό αν είχε όνομα θα λεγόταν αντίδραση. Όσο το σώμα μου αργά αργά γυρνούσε στην πρότερη κατάσταση του, ο θυμός μου από παθητικός μεταλλασσόταν σε κάτι καινούργιο πιο ενεργητικό, αλλά το ίδιο επικίνδυνο. Ότι θύμιζε τον Χίλμαρ με σίγουρες κινήσεις κατέληξε στα σκουπίδια. Το email μου άλλαξε, το ίδιο και ο αριθμός του τηλεφώνου μου. Από τη δουλεία μου παραιτήθηκα μόλις τελείωσε η αναρρωτική μου άδεια και με μια αξιοθαύμαστη αποφασιστικότητα επιδόθηκα στην αναζήτηση μιας καινούργιας δουλειάς. Έκοψα τα μαλλιά μου, γράφτηκα στο δημοτικό κολυμβητήριο και ένα βράδυ σε μια στιγμή αδυναμίας μάζεψα, εμβολίασα τσίπαρα και υιοθέτησα έναν αδέσποτο ψωραλέο ηλικιωμένο σκυλάκι που το βάφτισα με μια ειρωνική διάθεση Θωρ. Μαντήλι να κλάψω δεν είχα, αλλά τον Θωρ τον μάζεψα μη λογαριάζοντας ούτε τα έξοδα, ούτε ότι ήταν τριχωτός και μεγαλόσωμος.
Ο τρίτος μήνας μετά τον πυροβολισμό αν είχε όνομα θα λεγόταν αλλαγή. Μετά από ένα γεγονός σαν αυτό που είχα ζήσει ήταν μάταιο πλέον να πιστεύω πως θα έβγαινα ίδια και αλώβητη. Αποδέχτηκα έτσι την αλλαγή που είχε ήδη αρχίσει να παίρνει σχήμα. Καινούργια δουλειά, καινούργια εποχή αποφάσισα και καλωσόρισα τον νέο αλεξίσφαιρο εαυτό μου. Ήμουν πλέον 46 ετών και ότι ψευδαίσθηση είχα στο παρελθόν ότι ίσως να μπορούσα να βρω ακόμα κάποιον να με αγαπήσει απόλυτα, είχε πεθάνει μέσα στο λόμπι εκείνου του ξενοδοχείου. Είχα άλλωστε τον Θωρ που και με αγαπούσε απόλυτα και γέμιζε το κρεβάτι μου, με τρίχες κυρίως. Είχα και τον Χρήστο που από το συμβάν και μετά είχε γίνει λίγο πιο γλυκός μαζί μου. Όλα θα πήγαιναν καλά. Η νέα δουλειά ήταν ξεκούραστη, στο αντικείμενο μου και με καλό μισθό. Ήμουν υγιής και το σώμα μου με το κολυμβητήριο ήταν πιο δυνατό από ποτέ. Η μάνα μου είχε πλέον αποδεχθεί πως δεν θα της έδινα περισσότερες λεπτομέρειες για το συμβάν στη Βουδαπέστη και είχε πάψει να το θίγει. Όλα θα πήγαιναν καλά...
Ο τέταρτος μήνα μετά τον πυροβολισμό αν είχε όνομα θα λεγόταν αυτογνωσία. Με τους μήνες να έχουν θαμπώσει τα γεγονότα και τα επακόλουθα συναισθήματα με έβαλα απέναντι και έκανα τον σκληρό απολογισμό μου. Οι σχέσεις μου με τους άντρες είτε μου άρεσε, είτε όχι, είχαν μοτίβο. Με τραβούσαν οι ισχυροί άντρες που δεν είχαν όμως ίχνος ουσιαστικής ωριμότητας, λογικής και ενσυναίσθησης, γι' αυτό και έτρωγα τα μούτρα μου συνέχεια. Η σαρκική έλξη σαν καταλύτης επιτάχυνε τις χημικές αντιδράσεις μέσα μου κάνοντας με επιπόλαιη και εύκολο στόχο είτε ήμουν 19, είτε 25, είτε 45 και σίγουρα εγώ έφταιγα που το δεχόμουν. Ήμουν ή του ύψους ή του βάθους, του όλα ή τίποτα. Επομένως αν δεν ήθελα να πεθάνω μόνη μου, θα έπρεπε να ωριμάσω επιτέλους και να μάθω να συμβιβάζομαι με πράγματα απλά και ήρεμα. Αποφάσισα έτσι να αφήσω πίσω μου τα δράματα και προς έκπληξη της Λίτσας στο τέλος του τέταρτου μήνα της ζήτησα να κανονίσει να πάμε για κανένα κρασάκι με τον Ιάκωβο αν και εκείνος ήθελε.
Τον πέμπτο μήνα έτσι μετά τη σφαίρα, παραμονές Πάσχα βρέθηκα σε ένα ταβερνάκι στην Κυψέλη να πίνω παγωμένη ρετσίνα, να τρώω κολοκυθοκεφτέδες, να κανονίζω εκδρομές στο Πήλιο και να χαμογελάω και πάλι σχεδόν χαρούμενη με έναν άντρα που ήταν αυτό που ακριβώς φαινόταν. Τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο. Έναν άντρα που όταν με είχε γυρίσει στο σπίτι με είχε φιλήσει διακριτικά στο μάγουλο με ευγένεια και με είχε καληνυχτίσει χωρίς να πιέσει, ζητήσει, απαιτήσει τίποτα περισσότερο από τη συντροφιά μου. Και ενώ η πόρτα έκλεινε πίσω μου και το σκοτάδι του διαμερίσματος μου με αγκάλιαζε, ένιωσα τον Θωρ να τρίβεται παραπονιάρικα στη γάμπα μου και όλη μου η καλή διάθεση πέταξε από το παράθυρο. Χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο, εκεί μέσα στο σκοτάδι, είχε έρθει η συνταρακτική επίγνωση πως για ακόμα μια φορά με κορόιδευα. Ποτέ δεν θα ήταν αυτό αρκετό, όσο και αν προσπαθούσα να με πείσω. Το σημάδι από τη σφαίρα θα υπήρχε πάντα πάνω μου να μου το θυμίζει και ας είχε γίνει πλέον μια άσχημη λευκή ουλή. 4,5 ολόκληρους μήνες μετά και επιτέλους ήμουν έτοιμη να αποδεχτώ πως ο αρχικός θυμός μου πήγαζε από την εκκωφαντική οικειοθελή σιωπή του, η αντιδραστική συμπεριφορά μου αναπόφευκτο υποπροϊόν της απόστασης που κρατούσε, οι αλλαγές απλός μηχανισμός επιβίωσης και η αυτογνωσία μου....η αυτογνωσία μου εκβιασμένη από τη μοναξιά μου. Τα πράγματα ήταν απλά. Μου έλλειπε παράφορα παρά τα όσα είχαν γίνει και εγώ δεν του έλλειπα καθόλου. 4,5 ολόκληρους μήνες μετά και επιτέλους έκλαιγα με λυγμούς και αναφιλητά αγκαλιάζοντας τον Θωρ που έγλυφε τα δάκρυα μου μέσα στο σκοτάδι. Έκλαιγα για τον ψηλό Βίκινγκ μου που ακόμα και αν ήξερα πως θα εξελισσόντουσαν τα πράγματα πάλι θα έμπαινα μπροστά του χωρίς δεύτερη σκέψη. Και ήταν τόσο λυτρωτικό αυτό το κλάμα που μέσα στο σκοτάδι αχνοφαινόταν λίγο αληθινό φως.
Την επόμενη μέρα με πρησμένα μάτια πήγα στη δουλειά αποφασισμένη να κόψω ότι είχα ξεκινήσει με τον Ιάκωβο πριν παρασύρω έναν αθώο άνθρωπο σε καταστάσεις που δεν του άξιζαν. Καλωσόρισα τις δουλείες που με περίμεναν στο γραφείο μου και αφέθηκα στον εργασιακό αντιπερισπασμό. Λίγο πριν το σχόλασμα όμως με κάλεσε ο διευθυντής μου απρόοπτα και με έπιασε ένας φόβος μην είχα κάνει κάποιο λάθος. Δειλά είχα μπει μέσα στο πολυτελές γραφείο του ευχόμενη να μην είχα υπάρξει απρόσεκτη σε κάτι σημαντικό.
-Κάθισε Μαργαρίτα, μου είπε και μου έδειξε την καρέκλα απέναντι του και εγώ υπάκουσα.
-Ξέρω πως σε λίγο σχολάς, αλλά κάτι προέκυψε και θέλω να σου ζητήσω μια χάρη. Ένας πελάτης ζήτησε να του πάμε κάτι μακέτες στο σπίτι του στο Σούνιο απόψε και ο Λευτέρης που τα αναλαμβάνει συνήθως αυτά είναι ήδη σε άλλη δουλειά στην Πολιτεία. Θα μπορούσες κορίτσι μου να τις παραδώσεις εσύ; Εννοείται το ταξί και για να πας και για να επιστρέψεις θα το πληρώσει η εταιρεία. Ξέρω πως δεν είναι αυτή η δουλειά σου, και σου ζητάω συγνώμη για την αγγαρεία Μεγάλη Παρασκευή βράδυ, αλλά όλοι οι υπόλοιποι είναι απασχολημένοι με την νέα καμπάνια που ετοιμάζουμε για τη διεθνή αλυσίδα εστιατορίων που θα ανοίξει παράρτημα στην Ελλάδα σε δύο εβδομάδες και ήδη θα κάνουν απόψε υπερωρίες εν όψει των αργιών.
-Ποιος πελάτης είναι; Κάποιος από αυτούς που έχω αρχειοθετήσει;
-Όχι, είναι καινούργιος πελάτης. Αλεξίου λέγεται και μας έχει ζητήσει μακέτες για το λανσάρισμα μιας νέας εφαρμογής σχετικής με τον τουρισμό. Είναι λίγο ιδιόρρυθμός σαν χαρακτήρας, αλλά θα φέρει πολλά έσοδα αν καταφέρουμε να κλείσουμε τη δουλειά. Θα σου δείξει η Μαρία η γραφίστρια τις μακέτες να ξέρεις πέντε πράγματα αν σε ρωτήσει τίποτα, αν και έχουμε μαζί του την Τρίτη το επίσημο ραντεβού παρουσίασης. Τώρα γιατί επιμένει να έχει νωρίτερα τις μακέτες, ιδέα δεν έχω. Ιδιαιτερότητες πλουσίων, είπε φανερά ενοχλημένος με το περίεργο αίτημα.
-Μην ανησυχείτε, θα τις πάω εγώ, τον καθησύχασα ανακουφισμένη που δεν είχα κάνει κάποιο λάθος. Στην τελική με μια μικρή παράκαμψη θα με πήγαινε ταξί σπίτι μου και δεν θα έπρεπε να μπω στο μετρό. Και στα μάτια του θα ανέβαινα και ξεκούραστα θα γυρνούσα. Με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια.
Δυο ώρες μετά ένα ταξί με άφηνε έξω από ένα ερημικό παραθαλάσσιο σπίτι που παρά την ομορφιά του και την πολυτέλεια του ήταν λίγο ανατριχιαστικό. Φορτωμένη με τις τεράστιες μακέτες χτύπησα το θυροτηλέφωνο της εξωτερικής πύλης βάζοντας στην άκρη τον φόβο μου μην καταλήξω τροφή για ψάρια. Ωριμότητα και επαγγελματισμός Μαργαρίτα, θύμισα στον εαυτό μου την στιγμή που ακούστηκε το βουητό και έσπρωξα την μεγάλη καγκελόπορτα. Με σταθερά βήματα πλησίασα την κεντρική είσοδο του σπιτιού και μια κοπέλα με μαύρη φούστα και λευκό πουκάμισο με υποδέχτηκε χαμογελαστή.
-Δήμου λέγομαι και είμαι από τη διαφημιστική. Έχω φέρει τις μακέτες που ζήτησε ο κύριος Αλεξίου, εξήγησα.
-Όλο ευθεία στο τέλος του διάδρομου. Ο κύριος είναι στο οικιακό πλανητάριο του σπιτιού και σας περιμένει, με ενημέρωσε και δεν κατάφερα να κρύψω την έκπληξη μου. Πράγματι ιδιόρρυθμός ο συγκεκριμένος πλούσιος, άκου οικιακό πλανητάριο, σκέφτηκα και άρχισα να βαδίζω προς το τέλος του διαδρόμου. Φτάνοντας στην πόρτα τη χτύπησα και όταν δεν πήρα κάποια απάντηση την άνοιξα και μπήκα διστακτικά. Ένας τεράστιος μαύρος θόλος δέσποζε την οροφή ενώ γύρω στα τριάντα αναπαυτικά βελούδινα καθίσματα βρίσκονταν διατεταγμένα δεξιά και αριστερά ενός διαδρόμου σε τρείς σειρές των πέντε. Στον χώρο όμως δεν υπήρχε ψυχή. Διστακτικά περπάτησα μέχρι το κέντρο του διαδρόμου φτάνοντας κάτω ακριβώς από το κέντρου του θόλου στη μέση του δωματίου και με σταθερή φωνή φώναξα "Κύριε Αλεξίου;". Και τα φώτα σαν σε απάντηση στο κάλεσμα μου έσβησαν και ένα βουητό άρχισε να ακούγεται από ηχεία που κάπου ήταν κρυμμένα. Φοβισμένη άρχισα να οπισθοχωρώ όταν ο θόλος φωτίστηκε τη στιγμή που η μουσική ξεκινούσε και πλέον ήμουν ακίνητη εντυπωσιασμένη τόσο από αυτό που ξετυλιγόταν πάνω από το κεφάλι μου όσο και από τη βαθιά φωνή που ακουγόταν από τα ηχεία.
Το εντυπωσιακό κινούμενο βόρειο σέλας κάλυπτε όλο το θόλο με τους στίχους του τραγουδιού να εμφανίζονται στον ουρανό σαν κάποιος να προσπαθούσε να με κάνει να τους προσέξω...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλιαστε: