Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

"Sugar Daddy" ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ




Το σχέδιο της Λίτσα ήταν απλό, κινηματογραφικό και άκρως ηλίθιο. Μετά τη δουλειά μου θα έμπαινα αμέριμνη στο μετρό από την Ηλιούπολη και θα κατέβαινα στο Σύνταγμα για να πάρω όπως έκανα κάθε μέρα τη μπλε γραμμή για Νίκαια. Μόλις όμως βεβαιωνόμουν πως όλοι είχαν αποβιβαστεί και λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες, θα ξαναέμπαινα στον ίδιο συρμό. Στο επόμενο σταθμό θα κατέβαινα και θα έπαιρνα πάλι την κόκκινη γραμμή προς την αντίθετη κατεύθυνση αυτή τη φορά. Στο Ελληνικό θα αποβιβαζόμουν και η Λίτσα θα με περίμενε απέξω με το αυτοκίνητο. Ο λόγος που θα έκανα γύρους ήταν για να με χάσει όποιος με ακολουθούσε. Και αν και η Λίτσα ένα δίκιο το είχε πως θα έπρεπε να ξεφύγω από τους υπαλλήλους του Χίλμαρ, τους οποίους ακόμα και γνωρίζοντας την ύπαρξή τους αδυνατούσα να εντοπίσω, δεν έπαυα να νιώθω σαν ηλίθια όταν σαν άνθρωπος με Αλτσχάιμερ μπαινόβγαινα σε συρμούς και πήγαινα τα μπρος πίσω.        

Ήρεμες πως κανένας δεν μας ακολουθούσε, πιάσαμε παραλιακή και μια ώρα μετά παρκάραμε έξω από μια ψαροταβέρνα. Η Λίτσα είχε βρει πως το μόνο που ήταν κοντά στο σπίτι του Σουνίου ήταν η συγκεκριμένη ψαροταβέρνα, έτσι αντί για καφέ παραγγείλαμε τσίπουρα και μαρίδες αφού πιάσαμε ένα τραπεζάκι με θέα. Ευτυχώς το μαγαζί ήταν άδειο. Λίγο η ώρα, λίγο ότι ήταν εργάσιμη μετά το Πάσχα, οι μόνοι πελάτες ήμασταν εμείς και ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Χωρίς να αφήνει τον χρόνο να πάει χαμένος μέχρι να έρθει το χταποδάκι η Λίτσα είχε καταφέρει να πιάσει φιλίες με τον σερβιτόρο/ιδιοκτήτη που γκρίνιαζε για την οικονομική καταστροφή του τουρισμού με την πανδημία.

-Έτοιμο και το χταποδάκι σας.

-Ρε κυρ Ηλία να σε ρωτήσω κάτι μήπως ξέρεις. Το σπίτι πάνω στο λόφο, αυτό το πολυτελές, μήπως ξέρεις ποιανού είναι;

-Το νοικιάρικο λες; 

-Α το νοικιάζουν; Σωθήκαμε...

-Ναι το νοικιάζουν καλέ σε αυτά τα airbnb. Που με δαύτα έχουν καταστρέψει τα γύρω ξενοδοχεία.  

-Λίτσα άστο, θα το είχε νοικιάσει, της ψιθύρισα διακριτικά και αυτή μου απάντησε ένα σκάσε και συνέχισε απτόητη να κοιτάζει με προσποιητό ενδιαφέρον τον Κυρ Ηλία που ανενόχλητος εξακολουθούσε να απαριθμεί όλα τα μείον των airbnb.

-Σας ενδιαφέρει να το νοικιάσετε; μας ρώτησε όταν επιτέλους τελείωσε τον μονόλογο του.

-Ναι, ναι μας ενδιαφέρει, του απάντησε η Λίτσα λες και πείθαμε για ανθρώπους που είχαν λεφτά να νοικιάσουν τέτοιο σπίτι.

-Κάτσε να σας δώσω το τηλέφωνο της Ευτυχίας που έχει αναλάβει τη διαχείριση του. Αυτή κάνει κουμάντο και επικοινωνεί με το ξένο που το έχει, είπε και έκανε να φύγει, αλλά η Λίτσα τον σταμάτησε.

-Ξένος το έχει; Τι ξένος;

-Δεν ξέρω κούκλα μου. Άγγλος, Γερμανός, Σουηδός όλοι ίδιοι είναι.

-Τον έχετε δει εσείς αυτόν το ξένο;

-Που να τον δω καλέ. Αυτοί μόνο έρχονται στη χώρα μας, αγοράζουν τη γη μας, χτίζουν τις σπιταρόνες τους και μετά εξαφανίζονται. Εγώ χρόνια τα λέω.... και μια δεύτερη βαρετή αγόρευση ξεκίνησε σχετικά με τις επενδύσεις των ξένων στην Ελλάδα. Όταν επιτέλους τελείωσε και πήγε να μας φέρει το τηλέφωνο η Λίτσα μου έπιασε το χέρι που κρατούσε το πιρούνι και μου το τράβηξε.

-Καλά μωρή αναίσθητη τρως; Δεν άκουσες τι είπε; Ξένος το έχει!

-Φοβερή πληροφορία! Εσύ δεν άκουσες ότι το σπίτι είναι airbnb; Απορώ γιατί ασχολείσαι ακόμα, είπα με γεμάτο στόμα τη στιγμή που ο κυρ Ηλίας επέστρεφε.

-Βρε κορίτσια δεν το βρίσκω το τηλέφωνο της Ευτυχίας. Κάπου θα το έχει χώσει η γυναίκα μου. Μήπως θέλετε να με πάρετε αύριο ένα τηλέφωνο να το βρω και να σας το δώσω;

-Κυρ Ηλία μου, μήπως ξέρεις που μένει αυτή η κυρία Ευτυχία; ρώτησε μελιστάλαχτα η Λίτσα πεταρίζοντας τις βλεφαρίδες της και κόντεψα να πνιγώ με το χταπόδι και με τα καμώματα της.

-Καλέ φυσικά και ξέρω που μένει η κόρη του δασκάλου. Στα Λεγρενά εδώ δίπλα. Καρπενησίου 10, σε μια μονοκατοικία με κόκκινα κεραμίδια. Ήταν συμμαθήτρια της γυναίκας μου. Απέναντι μένει ο κουνιάδος μου τώρα. Η Ευτυχία δεν έφυγε ποτέ από το πατρικό της. Αλλά να μην πάτε από εκεί, να σας δώσω το τηλέφωνο καλύτερα. Η Ευτυχία από τότε που έχασε την αδελφή της έχει γίνει μυστήρια. Τι ήταν και αυτό τότε νέα κοπέλα.

-Εντάξει κυρ Ηλία, θα σας πάρουμε τηλέφωνο αύριο να μας δώσετε το νούμερο, σχολίασε δήθεν αδιάφορα η Λίτσα, αλλά εγώ την έβλεπα την ικανοποίηση στα μάτια της.

-Τελείωνε να φύγουμε, μου είπε μόλις απομακρύνθηκε ο μαγαζάτορας.

-Κάτσε ρε να φάμε μια μπουκιά που είμαι νηστική από το πρωί!

-Μαργαρίτα put the χταπόδι down! Έχουμε να πάμε και στα Λεγρενά και κάποια στιγμή πρέπει να γυρίσω και σπίτι μου να μαζέψω το παιδί μου. Που με τις γκομενοδουλειές σου, διαζύγιο θα πάρω στο τέλος.

-Δεν άκουσες τι είπε ο άνθρωπος; Να μην πάμε είπε. Είναι στριμμένη είπε. Ας την πάρουμε τηλέφωνο καλύτερα. 

-Μαργαρίτα εγώ στου διαόλου τον κώλο δεν ξανατραβιέμαι. 

-Εγώ λέω να τα παρατήσουμε, είπα τη στιγμή που ένα μήνυμα ερχόταν στο κινητό μου

"I am at the airport. Where are you? Please baby don't hide from my men. Please don't do this to me..." έγραφε το μήνυμα του που το έδειξα στη Λίτσα. Τους είχαμε ξεφύγει όντως και ο Χίλμαρ το είχε μάθει. 

"I am fine. Go home. Have a safe flight" του απάντησα, έβαλα το κινητό στο αθόρυβο και το έριξα στην τσάντα.

-Σήκω, πάμε στα Λεγρενά, είπα και πήγα να πληρώσω τον λογαριασμό.

.................................................................................................

Με ευκολία βρήκαμε το σπίτι της κυρίας Ευτυχίας. Αραιοκατοικημένη η περιοχή. Σταθήκαμε έτσι αμήχανα στο κατώφλι και χτυπήσαμε την πόρτα.

-Τι θέλετε; Δεν αγοράζω εγώ από πλασιέ. Ούτε Ιεχωβάδες και Ευαγγελιστές θέλω, μας είπε μια θυμωμένη φωνή πίσω από την πόρτα. 

-Είστε η κυρία Ευτυχία; Για το σπίτι στο Σούνιο έχουμε έρθει, την πληροφόρησε η Λίτσα με αποφασιστικότητα και η πόρτα μισάνοιξε.

-Ε τι; Τι τρέχει με το σπίτι στο Σούνιο; γάβγισε στη Λίτσα η ηλικιωμένη γυναίκα, όταν το βλέμμα της έπεσε πάνω μου και από θυμωμένο έγινε τρομοκρατημένο.

-Τι γυρεύεις εσύ εδώ; Ω Χριστέ μου! Μπείτε μέσα! είπε και άρχισε να μας τραβάει προς το εσωτερικό του σπιτιού κοιτάζοντας ταυτόχρονα νευρικά απ' έξω. Αφού βεβαιώθηκε πως κανένας δεν μας είχε δει, έκλεισε την πόρτα και αναστέναξε.

-Με ξέρετε; ρώτησα αποσβολωμένη και εκείνη μας έκανε νόημα να την ακολουθήσουμε σε ένα σαλονάκι. Μας κάθισε σε μια τραπεζαρία και μας έφερε από ένα παγωμένο νερό. Ύστερα πήρε και η ίδια μια καρέκλα και κάθισε. 

-Τι κάνεις εδώ κόρη μου; Ο Χίλμαρ ξέρει ότι είσαι εδώ; με ρώτησε και εγώ κοίταξα τη Λίτσα και η Λίτσα εμένα.

-Κυρία Ευτυχία, με ξέρετε; Ξέρετε τον Χίλμαρ;

-Πολλά ξέρω... περισσότερα ίσως από όσα αντέχει η γέρικη καρδία μου. Πρέπει να φύγεις, για το καλό σου. Να φύγεις και να μην ξαναέρθεις εδώ, με κατάλαβες; μου είπε με απόλυτο τόνο και εγώ το ένιωθα πως αν δεν έκανα κάτι δεν θα μου έλεγε τίποτα και λύγισα. Έπρεπε να πάρω απαντήσεις.

-Τον αγαπάω κυρία Ευτυχία και είμαι στο σκοτάδι. Είμαι απελπισμένη! Αν αγαπήσατε ποτέ κάποιον, θα μου πείτε ότι ξέρετε. Θα τρελαθώ αν δεν μάθω!

-Χριστέ μου η ιστορία επαναλαμβάνεται...είπε και τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν. 

-Σας παρακαλώ, ικέτευσα και έπιασα τα χέρια της και η κυρία Ευτυχία άρχισε να μιλάει.

-Τη βλέπεις την κοπέλα στη φωτογραφία στη σερβάντα; Όμορφη δεν είναι; Η αδελφή μου η Βιολέτα. Ήταν, ήταν όμορφη. Η γλυκιά μου η Βιολέτα. Ο πατέρας μας πάντα έλεγε πως εγώ ήμουν το μυαλό της οικογένειας και εκείνη η καρδιά. Δύο πράγματα αγαπούσε η αδελφή μου, τα αστέρια και εκείνον. Τριτοετής φοιτήτρια ήταν στο φυσικό όταν τον γνώρισε εκείνο το καλοκαίρι. Ήθελε να γίνει αστροφυσικός. Για να βγάλει λίγα λεφτά είχε πάει να δουλέψει καμαριέρα εκείνο το καλοκαίρι στο μεγάλο ξενοδοχείο στο Σούνιο και εκεί τον συνάντησε πρώτη φορά. Ωραίος άντρας ο Σβεν, λεβέντης. Ψηλός σαν τους γιούς του. Ο Χίλμαρ του μοιάζει περισσότερο. Αμέσως γοητεύτηκαν ο ένας από τον άλλο και ας είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας. Εκείνος φτασμένος, πλούσιος και παντρεμένος, εκείνη νέα, επιπόλαια, με ανήσυχο πνεύμα. Ο Σβεν της έταζε τον ουρανό με τα άστρα και εκείνη πετούσε. Κάθε τρεις και λίγο ερχόταν Ελλάδα εκείνος να τη βλέπει. Και εκείνη όμως πήγαινε και τον συναντούσε σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης. Με μια βαλίτσα στο χέρι ήταν εκείνη την εποχή. Ώσπου έμεινε έγκυος... Εκείνη ήθελε να το ρίξει, αυτός όμως δεν την άφησε. Θα χωρίσω της έλεγε, θα μας φτιάξω ένα σπίτι στην Ελλάδα, στο Σούνιο και θα μείνουμε μαζί. Αγόρασε μάλιστα και οικόπεδο και όσο εκείνης η κοιλιά φούσκωνε τα θεμέλια του σπιτιού είχαν μπει. Όλα τότε έμοιαζαν παραμυθένια και τη ζήλευα λίγο. Μάρτιο έτσι, γεννήθηκε ο Παύλος μου και στο μαιευτήριο ήμουν μόνο εγώ. Ένα μήνα μετά κατάφερε ο πατέρας του να έρθει να τον δει. Βλέπεις ο Χίλμαρ τότε είχε κάτι αγώνες κωπηλασίας. Γιατί ο Σβεν αγαπούσε τη Βιολέτα, αλλά περισσότερο από τη Βιολέτα αγαπούσε τον Χίλμαρ. Τρομερή αδυναμία είχε στον πρωτότοκο γιο του. Δύο χρονών ήταν ο Παύλος όταν η Σουηδέζα έμαθε για την αδελφή μου και το μπάσταρδο και πάτησε πάνω στον κάλο του Σβεν. Αν δεν έκοβε κάθε επαφή με την Ελληνίδα, τον Χίλμαρ δεν θα τον ξανά έβλεπε. Θα τα έλεγε όλα στο 12χρονο γιο της. Θα τον έκανε να τον μισήσει. Πανικόβλητος ο Σβεν, και ότι το σπίτι στο Σούνιο είχε ολοκληρωθεί, τη χώρισε με ένα τηλεφώνημα. Με ένα τηλεφώνημα, ούτε καν από κοντά! Θα της έγραφε λέει το σπίτι και θα αναλάμβανε τα έξοδα του παιδιού, αλλά εκείνον δεν θα τον ξανάβλεπε. Θόλωσε η Βιολέτα, δεν το άντεξε η καρδιά της.

Εκείνο το απόγευμα όταν γύρισα σπίτι και δεν βρήκα ούτε εκείνη, ούτε τον Παύλο πίστεψα ότι είχαν πάει βόλτα στη θάλασσα. Όταν όμως η ώρα περνούσε και εκείνοι δεν γύριζαν, άρχισα να ανησυχώ. Πρώτα την έψαξα στην παραλία, αλλά δεν τη βρήκα εκεί. Όταν γύρισα στο σπίτι και είδα ότι έλειπαν τα κλειδιά του σπιτιού στο Σούνιο, έτρεξα εκεί, αλλά ήταν αργά. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και μπήκα μέσα σαν την τρελή. Φώναξα το όνομα της, αλλά απάντηση δεν πήρα. Και ύστερα είδα τα ίχνη από μικρά κόκκινα πατουσάκια πάνω στο λευκό μάρμαρο που οδηγούσαν σε ένα δωμάτιο στο τέλος του διαδρόμου. Άνοιξα την πόρτα και έμεινα έκθαμβή από τον θόλο με τους γαλαξίες. Ξεπερνώντας το αρχικό σοκ μου κοίταξα τριγύρω και είδα τον Παύλο ξαπλωμένο να κοιτάζει τον ουρανό. Έτρεξα κοντά του και τότε είδα πως το παιδί ήταν βουτηγμένο στο αίμα. Πανικός με έπιασε και άρχισα να τον ταρακουνάω, να τον αγγίζω, να ψάχνω να δω αν κάπου είχε χτυπήσει. Το παιδί όμως ήταν ήρεμο και δεν έμοιαζε να έχει χτυπήσει κάπου. Απλά με κοιτούσε χαμογελαστό και μου έδειχνε τα άστρα εντυπωσιασμένο. "Που είναι η μαμά Παύλο;" τον ρώτησα και εκείνος μη μπορώντας να μιλήσει μου έδειξε την πόρτα. Τόσα χρόνια μετά και δεν μπορώ να βγάλω την εικόνα της από το μυαλό μου. Στο μπάνιο τη βρήκα. Πόσο αίμα Θεέ μου... Με ξυράφι στο μπάνιο πήρε τη ζωή της. Μάλλον έβαλε στο παιδί να δει την προβολή στο πλανητάριο που ο Σβεν είχε φτιάξει για εκείνη και πήγε στο μπάνιο και έκοψε τις φλέβες της. Ο μικρός σε κάποια φάση πρέπει να την αναζήτησε, γι' αυτό και το πουλάκι μου είχε πασαλειφθεί ολόκληρο στο αίμα. Μάλλον είχε γλιστρήσει μπαίνοντας μέσα. Όταν το παιδάκι είδε πως η μαμά του δεν σηκωνόταν, πήγε πίσω στο πλανητάριο και συνέχισε να βλέπει την προβολή. Η αστυνομία δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα, κλασσική αυτοκτονία είπαν. 

Η κηδεμονία του παιδιού πέρασε σε εμένα. Βλέπεις οι γονείς μας είχαν πεθάνει νωρίτερα και το παιδί ήταν αγνώστου πατρός. Δέκα μέρες μετά την κηδεία της Βιολέτας ήρθε ο Σβεν Ελλάδα. Ήθελε να της πει ότι θα χώριζε, ήθελε να της ζητήσει συγνώμη, αλλά το μόνο που βρήκε ήταν μια ταφόπλακα και έναν γιο που όποτε τον κοιτούσε έβλεπε την αποτυχία του να προστατεύσει τη γυναίκα που αγαπούσε. Βαθιά πληγωμένος μου ζήτησε να μεγαλώσω το παιδί. Μου είπε πως θα το εξασφάλιζε, πως μόλις μεγάλωνε θα του έγραφε το σπίτι στο Σούνιο, πως θα κάλυπτε όλα του τα έξοδα και εγώ τα δέχτηκα εγωιστικά όλα. Δεν ήθελα να μου πάρει τον Παύλο μου. Ήταν ότι μου είχε απομείνει από την αδελφή μου. Είναι φοβερό πως οι άνθρωποι σε πένθος κάνουν λάθη πάνω στη θλίψη τους και εμείς πενθούσαμε και οι δυο. Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Σβεν έγινε μια τραπεζική επιταγή κάθε μήνα. Δεν άντεχε να έρχεται Ελλάδα και εγώ δεν τον ήθελα κοντά στον Παύλο που πίστευε πως ο πατέρας του είχε πεθάνει πριν γεννηθεί ο ίδιος και η μητέρα του στη γέννα. 

Πέμπτη δημοτικού πήγαινε το αγοράκι μου όταν με κάλεσαν από το σχολείο του πρώτη φορά. Η δασκάλα του ήταν προβληματισμένη με τη συμπεριφορά του. Το παιδί έλεγε πως άκουγε διάφορα, πως έβλεπε διάφορα, πράγματα που ξέφευγαν της παιδικής φαντασίας. Αρχικά δεν έδωσα βάση, αλλά όσο τον έβλεπα και στο σπίτι να συμπεριφέρεται περίεργα, να χάνεται μέσα στο μυαλό του, να έχει βίαια ξεσπάσματα, να μιλάει μόνο του, ξεκίνησα να το ψάχνω. Για καιρό οι γιατροί δεν έβρισκαν κάτι, οι αξονικές του κεφαλιού ήταν φυσιολογικές, το ίδιο και τα εγκεφαλογραφήματα. Ώσπου ένας καθηγητής ψυχιατρικής μας έδωσε τη διάγνωση. Αν και πολύ σπάνιο σε τόσο μικρή ηλικία ο Παύλος έπασχε από σχιζοφρένεια. Όταν άκουσα τη λέξη κόντεψα να πεθάνω. Ο καθηγητής όμως με καθησύχασε. Με παρακολούθηση και σωστή αγωγή το παιδί θα ήταν μια χαρά. Τα ιατρικά έξοδα όμως ήταν δυσβάσταχτα και η τελευταία επιταγή του Σβεν είχε καθυστερήσει. Έριξα έτσι τα μούτρα μου και τον κάλεσα σε ένα τηλέφωνο που είχα και που ποτέ δεν είχα χρησιμοποιήσει για να πληροφορηθώ πως ο Σβεν είχε πεθάνει από καρκίνο του παγκρέατος. Απελπισία με είχε πιάσει. Πως θα μεγάλωνα ένα άρρωστο παιδί μονάχη; Πως θα κάλυπτα τα φάρμακα και τις θεραπείες του; 

Και πάνω που πίστευα πως κάποιος μας είχε καταραστεί, τρείς μήνες μετά, ένα καλοκαιρινό απόγευμα, χτύπησε την πόρτα μου ένα ψηλό παλικαράκι 20 χρονών που δεν μιλούσε γρι ελληνικά. Και να μην μου είχε συστηθεί αμέσως θα είχα καταλάβει ποιος στεκόταν στο κατώφλι μου, η ομοιότητα με τον πατέρα του ήταν απαράμιλλη. Σε εκείνη την πρώτη μας συνάντηση άκρη δεν είχαμε βγάλει και ευτυχώς ο Παύλος ήταν φροντιστήριο και δεν τον είδε. Κουτσά στραβά κανονίσαμε να βρεθούμε έξω από το σπίτι σε μια εβδομάδα κάπου στο κέντρο και ο νεαρός αυτή τη φορά ήρθε μαζί με έναν άλλο νεαρό που μου συστήθηκε ως Βασίλης. Ο Βασίλης ήταν Έλληνας φοιτητής τότε στο Ρέικιαβικ όπου μάθαινε την ισλανδική γλώσσα και γνωστός του Χίλμαρ. Με τη βοήθεια του Βασίλη κατάφερα να μάθω τι γύρευε ο Χίλμαρ στην Ελλάδα. Ο πατέρας του παραμονές πριν πεθάνει, μάλλον θέλοντας να παραδώσει τη ψυχή του καθαρή στον Κύριο, εξομολογήθηκε στον Χίλμαρ όλη την ιστορία ξορκίζοντας τον να προστατέψει τον αδελφό του στην Ελλάδα. Τόσα χρόνια μετά και πλέον μπορώ να πω με βεβαιότητα πως μεγαλύτερο εγωιστικό καθίκι από το Σβεν δεν πρέπει να έχει υπάρξει. Αντί να φροντίσει ο ίδιος τον μικρό του γιο, πέταξε την ευθύνη στις πλάτες του Χίλμαρ. Και εκείνος παρά το ότι ήταν τόσο νέος, μπήκε χωρίς κανένα ενδοιασμό κάτω από τον σταυρό του πατέρα του και μέχρι και σήμερα τον σηκώνει αγόγγυστα. Μαζί με τον Χίλμαρ και με τη σύμφωνη γνώμη του ψυχιάτρου του, αποφασίσαμε να μην πούμε στον Παύλο όλες τις λεπτομέρειες. Παρουσιάστηκε έτσι ο Χίλμαρ στον αδελφό του ως οικογενειακός φίλος από τη μακρινή Ισλανδία και αγάπησαν ο ένας τον άλλο από το πρώτο λεπτό. Αυτό το ταλαιπωρημένο παιδί που μήτε μάνα, μήτε πατέρας το αγάπησαν αρκετά για να το βάλουν πάνω από τον εαυτό τους, βρήκε στον Χίλμαρ τον μόνο άνθρωπο που θα έκανε τα πάντα για εκείνον. 

Από τα 10 έως και τα 15 του Παύλου ο Χίλμαρ αποτελούσε σταθερή φιγούρα στη ζωή του και ο μικρός τον λάτρευε. Σταθερός με την αγωγή του για χρόνια, έβλεπε τον Χίλμαρ σαν πρότυπο. Μάλιστα τελειοποίησε τα αγγλικά του για να μπορεί να επικοινωνεί μαζί του. Τα έξοδα του Παύλου συνέχιζε να τα καλύπτει ο Χίλμαρ διακριτικά και μας επισκεπτόταν μαζί με τον Βασίλη τρείς με τέσσερις φορές το χρόνο όποτε έβρισκε κενό από τις σπουδές του. Όταν παραμονές των 16 γενεθλίων του Παύλου αντιλήφθηκα πως η αγωγή που έπαιρνε δεν λειτουργούσε πιά, αμέσως ενημέρωσα τον Χίλμαρ. Άλλωστε ποτέ δεν του έκρυψα την αλήθεια για τη ψυχική νόσο του αδελφού του. Θορυβημένος και ο ίδιος, έκανε μια έρευνα και μέσω του Βασίλη με ενημέρωσε πως υπήρχε ένα πιλοτικό πρόγραμμα στην Ουψάλα για περιπτώσεις σαν του Παύλου. Με παρακάλεσε να του επιτρέψω να πάει τον αδελφό του εκεί, αλλά εγώ αρνήθηκα. Γιατί όσο εγωιστικό κάθαρμα ήταν ο Σβεν, αλλά τόσο εγωίστρια γεροντοκόρη ήμουν εγώ και τον Παύλο μου δεν ήμουν διατεθειμένη να τον χάσω. Η ψυχική υγεία του Παύλου όμως έφθινε όλο και περισσότερο και όταν άρχισε να μου λέει πως οι φωνές τον διέταζαν επίμονα μέσα στο κεφάλι του να πάρει ένα μαχαίρι και να κόψει τον λαιμό του, κάλεσα τον Χίλμαρ και του είπα να έρθει να πάρει τον Παύλο για να τον κάνει καλά. Υπέγραψα έτσι τις απαιτούμενες συναινέσεις ως νόμιμος κηδεμόνας του και τον συνόδευσα μέχρι την Ουψάλα. Ο Χίλμαρ σε όλη τη διαδικασία ήταν εκεί και ας ήταν νιόπαντρος και η γυναίκα του περίμενε το πρώτο τους παιδί. Ακόμα και όταν εγώ έφυγα, εκείνος έμεινε στη Σουηδία και σταθερά επισκεπτόταν τον αδελφό του μεταφέροντας μου νέα μέσω του Βασίλη. Άλλαξε τότε μάλιστα και δουλειά και από ένα γραφείο στο Λονδίνο που δούλευε, ξεκίνησε να δουλεύει σε ένα γραφείο στη Στοκχόλμη για να είναι κοντά στον Παύλο, που πήγαινε όλο και καλύτερα. 

Έτσι κύλησαν τα επόμενα πέντε χρόνια μέσα στα οποία ο Παύλος ξεκίνησε να σπουδάζει στην Ουψάλα μηχανολογία, πάντα κάτω από την προστασία και την καθοδήγηση του Χίλμαρ που πλέον είχε αποκτήσει και την κόρη του. Στη γυναίκα του Χίλμαρ όμως δεν καλάρεσε η σχέση του με τον Παύλο. Μισούσε τη Στοκχόλμη και ήθελε να φύγει από εκεί. Με τη βοήθεια του πατέρα της συγχώνευσαν με τον Χίλμαρ τα κεφάλαια τους και βρέθηκε ο Χίλμαρ διευθύνων σύμβουλος στην άλλη άκρη του κόσμου. Ο Παύλος από τη στιγμή που ο αδελφός του μετακόμισε, άλλαξε. Το έβλεπα εγώ κάθε φορά που ερχόταν να με δει στην Ελλάδα. Αδιαφορούσε για τις σπουδές του, έπινε και άρχισε να κάνει και χρήση ουσιών. Ο Χίλμαρ προσπαθούσε να τον βοηθήσει, αλλά πόσα κομμάτια να γινόταν και αυτός ο άνθρωπος. Τα παιδιά του ήταν μικρά, η γυναίκα του απαιτητική, οι υποχρεώσεις της θέσης του άπειρες και τα χιλιόμετρα πολλά. Περνούσαν έτσι τα χρόνια και ο Χίλμαρ μονίμως έσβηνε τις φωτιές του Παύλου. Από την Αμερική πετούσε στη Στοκχόλμη για να τον βγάλει από τη φυλακή όταν έκανε χαζομάρες. Του έβρισκες δουλειές γιατί το πανεπιστήμιο το είχε εγκαταλείψει και το ευχαριστώ του Παύλου ήταν να τις παρατάει μετά από λίγες μέρες. Του κάλυπτε όλα τα έξοδα και ας κόντευε τα 30. 

Ώσπου το 2013 έφτασε ο κόμπος στο χτένι και τον έκλεισε με τη βοήθεια μου σε ένα κέντρο απεξάρτησης στη Ρώμη. Αγόρασε τότε και ένα σπίτι εκεί για να μπορεί να μένει όποτε τον επισκεπτόταν. Και τα κατάφερε ο Παύλος. Με την αγάπη  και το πείσμα του Χίλμαρ, καθάρισε από τα ναρκωτικά, ξεκίνησε να παίρνει και πάλι σωστά την αγωγή του, έγινε άλλος άνθρωπος. Θυμάμαι όταν είχε έρθει να με δει εκείνη την εποχή ήταν πιο όμορφος από ποτέ. Είχε πάρει λίγο βάρος, τα μάγουλα του ήταν κόκκινα και τα μάτια του ήταν τόσο καθαρό γκρι που έμοιαζαν με πάγο. Διότι δυο μόνο κοινά έχουν να ξέρεις τα δύο αδέλφια, το ύψος και τα μάτια. Ο Παύλος μου είναι μελαχρινός σαν τη Βιολέτα. Όλο του το πρόσωπο, εκτός από τα μάτια, είναι δικά της. Ήταν τόσο χαρούμενος τότε. Με ένα τεράστιο χαμόγελο μου είχε πει πως είχε γνωρίσει στη Ρώμη και μια κοπελίτσα και ήταν ερωτευμένος. Δικιά μας, Ρωμιά, φοιτήτρια της ιατρικής. Μου υποσχέθηκε μάλιστα ότι το καλοκαίρι που θα ερχόντουσαν Ελλάδα θα μου την έφερνε να τη γνωρίσω και μου την έφερε. Αλίκη την έλεγαν, καλό κορίτσι, όμορφο, πράο. Ο Χίλμαρ για να τον βοηθήσει περισσότερο και βλέποντας πόσο καλύτερα ήταν, του άνοιξε μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων για να έχει και δουλειά. Ήξερε πως ο Παύλος αγαπούσε τα αμάξια και ήθελε να είναι επιτέλους υγιής και ευτυχισμένος ο αδελφός του. Και θα ήταν, αν όλα δεν πήγαιναν κατά διαόλου και πάλι. 

Το 2018 ο Παύλος και η Αλίκη παντρεύτηκαν και ο Χίλμαρ τους έκανε γαμήλιο δώρο ένα σπίτι στη Σαντορίνη. Αρχικά ήθελε να του περάσει το σπίτι στο Σούνιο. Ήταν μια καλή ευκαιρία να δικαιολογήσει στον Παύλο τη μεταβίβαση του ακινήτου που δικαιωματικά του άνηκε. Του είπα όμως πως θα ήταν ατυχία για τους νιόπαντρους να τους κάνει δώρο ένα σπίτι που είχε βαφτεί στο αίμα. Και εκείνος με άκουσε και τους αγόρασε ένα καινούργιο σπίτι στη Σαντορίνη και ας έγινε η έξαλλη η γυναίκα του που σπαταλούσε έτσι την περιουσία τους. Τότε ήρθε και η αρχική ρήξη ανάμεσα τους. Ένα χρόνο μετά η Αλίκη ήταν έγκυος. Η χαρά του Παύλου ήταν σε αστρονομικά επίπεδα. "Ευτυχούλα μου θα γίνω μπαμπάς και είναι κορίτσι. Βιολέτα θα το πούμε. Ο Χίλμαρ θα το βαφτίσει. Μου υποσχέθηκε να βαφτιστεί χριστιανός ο ίδιος πρώτα για να μπορέσει να βαφτίσει το παιδί" μου είχε πει και είχα βάλει τα κλάματα στο τηλεφώνημα εκείνο. Πόση ευτυχία Θεέ μου και τη ζήλεψες! Γιατί τη ζήλεψες Θεέ μου; Δεν σου έφταναν όλα όσα είχαν γίνει; 

Εφτά μηνών ήταν η Αλίκη όταν σήκωσε πίεση ένα βράδυ. Προεκλαμψία το είπαν και δεν σώθηκαν ούτε η μάνα, ούτε το παιδί. Άρον άρον μου έβγαλε εισιτήρια για Ρώμη ο Χίλμαρ και όταν έφτασα και είδα τον Παύλο φοβήθηκα. Για πρώτη φορά τον φοβήθηκα. Με τα χίλια ζόρια του δίναμε τα φάρμακα του για να μην ξεφύγει η κατάσταση. Ο Χίλμαρ έφυγε από τη Νέα Υόρκη και πάλι και ήρθε στη Ρώμη να είναι κοντά. Η γυναίκα του τον απείλησε, πως αν έφευγε, εκείνη θα γυρνούσε στο Λονδίνο, αλλά εκείνος δεν θα εγκατέλειπε τον αδελφό του την ώρα που τον είχε τη μεγαλύτερη ανάγκη. Η πανδημία έτσι βρήκε εμένα εγκλωβισμένη στην Ελλάδα, τον Χίλμαρ και τον Παύλο στη Ρώμη και τη γυναίκα του Χίλμαρ με τα παιδιά στο Λονδίνο. Για ένα χρόνο ο Χίλμαρ εκεί δίπλα στον Παύλο να τον τρέχει στους γιατρούς και να δουλεύει από απόσταση. Και άνοιξαν λίγο οι μετακινήσεις και έκανε ο Χίλμαρ το λάθος να πάρει τον Παύλο μαζί του στο Λονδίνο. Του είχαν λείψει τα παιδιά του και ήθελε να τα δει, δεν ήθελε να αφήσει όμως και τον Παύλο που ακόμα δεν είχε συνέλθει μόνο του. 

Τι του είπε ακριβώς μέχρι και σήμερα δεν ξέρω. Χολωμένη που ο Χίλμαρ είχε επιλέξει τον αδελφό του, άνοιξε το στόμα της και τον αποτρέλανε. Από εκείνη έμαθε ο Παύλος ότι ο Χιλμαρ ήταν αδελφός του και δεν την άντεξε την προδοσία μας. Δεν άντεξε όλα όσα του είχαμε κρύψει. Έναν ολόκληρο χρόνο δεν είχαμε νέα του ούτε εγώ, ούτε ο Χίλμαρ και κοντεύαμε να τρελαθούμε. Σήκωσε ότι λεφτά είχε και εξαφανίστηκε λες και άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Ο Χίλμαρ απελπισμένος να τον βρει ενημέρωσε όσους γνώριζε σε Ρώμη και Σουηδία πως ο Παύλος ήταν αδελφός του και πως αν τον έβλεπαν να τον ενημέρωναν. Προσέλαβε και ανθρώπους σε Αθήνα, Στοκχόλμη και Ρώμη, αλλά μάταια. Ώσπου τέλος Αυγούστου πέρσι, μου χτύπησε ο Παύλος την πόρτα και κατάλαβα πως δεν ήταν καλά. Μιλούσε ασυνάρτητα και δεν έβγαζε νόημα. Ήταν σκιά του εαυτού του. Αδύνατος, βρώμικος, άκουγε πάλι τις φωνές και οι φωνές του μίλαγαν για αίμα. Του έλεγαν πως και εκείνος έπρεπε να κάνει μπάνιο στο αίμα σαν τη μαμά του. Σοκ έπαθα όταν μου το είπε γιατί πάντα πίστευα ότι δεν είχε μνήμες από τότε. Δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν με άφηνε να τον πλησιάσω. Κάθισε λίγη ώρα, κάπνισε ένα πακέτο τσιγάρα και μετά έφυγε όσο απρόοπτα ήρθε. Τρομοκρατημένη πήρα τον Χίλμαρ, που είχε επιστρέψει στη Νέα Υόρκη, και με το πρώτο αεροπλάνο ήρθε με τον Βασίλη Ελλάδα. Δέκα μέρες έκατσε και τον έψαχνε, αλλά μάταια. Λίγο πριν φύγει τότε θαρρώ γνώρισε και εσένα. 

Περίπου ένα μήνα μετά και ενώ ο Χίλμαρ ήταν στη Ρώμη για δικές του δουλειές, του ήρθε μια πληροφορία πως και ο Παύλος ήταν στη Ρώμη. Τον πήραν ένα βράδυ και του είπαν πως είχαν δει τον Παύλο να περιφέρεται στα σοκάκια της Ρώμης. Αμέσως έτρεξε σε όλα το σημεία που ήξερε πως σύχναζε ο Παύλος παλιά, αλλά δεν τον βρήκε. Πέρασε και από το σπίτι που έμεναν τότε με την Αλίκη, ούτε και εκεί ήταν όμως. Θεώρησε έτσι ότι ήταν λάθος η πληροφορία, ώσπου το επόμενο βράδυ τον ενημέρωσαν πως κάποιος διέρρηξε και έβαλε φωτιά στην αντιπροσωπεία του Παύλου. Έντρομος έτρεξε στο σημείο και όταν είδε τα πλάνα από τις κάμερες με φρίκη διαπίστωσε πως το είχε κάνει ο ίδιος ο Παύλος. Ειλικρινά δεν ξέρω πόσα λεφτά έδωσε για να τα καλύψει όλα και να μην εκδοθεί ένταλμα για τον Παύλο. Για ένα μήνα έτρεχε με τις ασφαλιστικές για να κάνει συμβιβασμό, ώστε να μην τον κατηγορήσουν για ασφαλιστική απάτη. Κατάκοπος ήρθε να με βρει μέσα Δεκεμβρίου με τον Βασίλη για να μου πει πως όλα είχαν τακτοποιηθεί και τότε μου μίλησε για σένα πρώτη φορά. Μου είπε ότι σε είχε γνωρίσει την προηγούμενη φορά που ήταν Ελλάδα. Μου είπε ότι ήσουν και εσύ στη Ρώμη τότε που έγινε ο εμπρησμός. Ήταν σε άθλια κατάσταση. Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει για τον Παύλο. Χαμένα τα είχε. Ετοίμαζε και το άνοιγμα του παραρτήματος στη Βουδαπέστη. Για πρώτη φορά στα τόσα χρόνια το βάρος στην πλάτη του έμοιαζε να τον γονατίζει. Και επειδή εγώ είχα προσέξει το ύφος του όταν είχε αναφέρει εσένα του είπα να πιαστεί πάνω σου, αφού μέσα σε όλα αυτά μόνο εσύ τον ξεκούραζες. Που να 'ξερα! Που να ήξερα τι θα γινόταν στη Βουδαπέστη. Συγνώμη κοπέλα μου.... Αν ήξερα...

 Όταν ο Βασίλης με πήρε μια εβδομάδα μετά και μου είπε τι είχε γίνει τρελάθηκα. Ο Χίλμαρ ήταν σε άθλια κατάσταση, εσύ στο νοσοκομείο και εκείνος να πρέπει να τρέχει να καλύψει και πάλι τον Παύλο. Γιατί αυτός ο άντρας ακόμα και αφού ο αδελφός του πήγε να τον σκοτώσει, ήθελε να τον σώσει. Πλήρωσε και συγκάλυψε στοιχεία, τον μάζεψε σε άθλια κατάσταση και τον φυγάδεψε από τη Βουδαπέστη στην Αυστρία. Ο Βασίλης μου είπε πως δεν είχε ξαναδεί τον Χίλμαρ έτσι. Όταν τον είχε βρει είχε θολώσει. Τον είχε αρπάξει και τον χτυπούσε γι' αυτό που σου είχε κάνει, ώσπου κατάλαβε πως ήταν υπό την επήρεια ναρκωτικών πάλι. Ματωμένο και ημιαναίσθητο λέει τον κρατούσε στην αγκαλιά του μέσα στο χιόνι και έκλαιγε από πάνω του ζητώντας του συγνώμη. Στην Αυστρία και αφού συνήλθε λίγο ο Παύλος, προσπάθησε να συζητήσει μαζί του, αλλά ο εκείνος ήταν στην ίδια κατάσταση που ήταν και την τελευταία φορά που τον είχα δει και εγώ. Μιλούσε μόνο ελληνικά και μόνο για αίμα. Έλεγε αυτά που έλεγε και σε εμένα, λίγο διαφορετικά όμως. Ότι πρέπει να κάνει μπάνιο στο αίμα, σαν το αίμα της μαμάς του...Ο Χίλμαρ φοβόταν να τον πάει σε κλινική μην έλεγε τίποτα και καταλάβαιναν τι είχε κάνει. Τον κρατούσε έτσι σε ένα διαμέρισμα και πληρώνοντας συμβόλαια εχεμύθειας έφερνε γιατρούς να τον δουν. Όλοι του έλεγαν το ίδιο και το ίδιο. Ο Παύλος πλέον έχρηζε εγκλεισμό σε ψυχιατρική κλινική για την ασφάλεια του εαυτού του και των γύρω του. Και όσο πάλευε να βρει το κουράγιο να το κάνει και έψαχνε να βρει που θα τον πήγαινε, ο Παύλος το έσκασε και άφησε πίσω ένα μήνυμα γραμμένο στα ελληνικά εκατοντάδες φορές με ακανόνιστα γράμματα στους τοίχους του δωματίου του. Το μήνυμα έγραφε "μπάνιο σε αίμα γυναικείας αγάπης". Οι γιατροί που το διάβασαν είπαν του Χίλμαρ πως το πιθανότερο ήταν πως ο Παύλος ήθελε υποσυνείδητα να αναβιώσει αυτό που έζησε στα δύο. Πως επειδή είχε κάνει μπάνιο στο αίμα της μητέρας του, θεωρούσε πως ο μόνος τρόπος να σταματήσουν οι φωνές ήταν να κάνει μπάνιο στο αίμα μιας γυναίκας, μιας γυναίκας που όπως η μητέρα του έτσι και εκείνη θα θυσίαζε το αίμα της για την αγάπη. Και ενώ αυτά δεν έβγαζαν και πολύ νόημα στους ειδικούς ο Χίλμαρ ήξερε πως η δική σου αυτοθυσία ήταν εκείνη που είχε βάλει το τελευταίο κομμάτι στην παράνοια του μυαλού του Παύλου. Τρομοκρατημένος, αμέσως έβαλε ανθρώπους να σε παρακολουθούν. 4,5 μήνες έψαχνε να τον βρει. Προσπαθούσε να μάθει πως ο Παύλος είχε βρεθεί αρχικά στη Βουδαπέστη, γιατί ήθελε να τον σκοτώσει. Και πριν μια εβδομάδα έμαθε. Ένα πρεζάκι φίλος του στη Ρώμη, που τον έβλεπε την περίοδο που τον είχαμε χαμένο, του είπε πως ο Παύλος σε φάσεις διαύγειας έλεγε ξανά και ξανά πως για όλα έφταιγε ο Ισλανδός. Πως εκείνος θα σκότωνε τον Ισλανδό. Δεν έλεγε όνομα, μόνο ο Ισλανδός. Στο άρρωστο μυαλό του μάλλον έβλεπε στον Χίλμαρ, τον Σβεν. Δεν μπορούσε πλέον να ξεχωρίσει τον έναν, από τον άλλο. Όπως και εσένα μάλλον σε μπερδεύει με τη μάνα του. Τόσο καιρό ο Χίλμαρ έψαχνε τον Παύλο, όταν στην πραγματικότητα ο Παύλος ακολουθούσε τον Ισλανδό. 

Μεγάλη Τρίτη δέχτηκα μια κλήση. Ήταν ο Παύλος. "Ευτυχούλα μου" έλεγε μόνο ξανά και ξανά και τίποτα άλλο. "Που είσαι φως μου;" τον ρωτούσα κλαίγοντας, αλλά εκείνος δεν μου απαντούσε, μόνο το όνομα μου έλεγε και ύστερα από λίγο το έκλεισε.  Το νούμερο ήταν σταθερό, από Κομοτηνή με έπαιρνε. Μόλις ο Χίλμαρ έμαθε πως ο μικρός ήταν και πάλι στην Ελλάδα, παρανόησε. Εκείνος κρατιόταν μακριά σου για να σε προστατέψει, για να μην δέσει και τη δική σου μοίρα με αυτή την τραγική ιστορία και ο Παύλος σε πλησίαζε και πάλι. Τι να έκανε; Να έμενε μακριά; Να ερχόταν; Και σε σένα τι να έλεγε; Σε ντρεπόταν και σε φοβόταν. Αν στα έλεγε όλα, πάντα θα υπήρχε ο κίνδυνος να καταδώσεις στις αρχές τον Παύλο. Μια γυναίκα άλλωστε που ήξερε όλη την ιστορία είχε ήδη προδώσει την εμπιστοσύνη του. Στο τέλος δεν άντεξε και ήρθε Ελλάδα. Μόνος του πέρασε Μεγάλη Πέμπτη αργά το βράδυ από εδώ, χωρίς τον Βασίλη. Δεν είπαμε πολλά, μου είπε μόνο ότι μου είπες και εσύ πριν λίγο, αλλά στα αγγλικά. "Την αγαπάω, είμαι απελπισμένος, θα τρελαθώ". Μου έδειξε μια φωτογραφία σου. Την είχε στο κινητό του. Μάλλον στη Ρώμη την είχε τραβήξει χωρίς να το ξέρεις, γιατί δεν πόζαρες. Ήσουν μέσα σε ένα κήπο λουσμένη στο φως. Μου είπε πως σε λένε Μαργαρίτα και έβαλα τα γέλια με την ειρωνεία της ζωής. Με ρώτησε γιατί γελάω και του εξήγησα, όπως μπορούσα, πως οι βιολέτες δεν αντέχουν τον παγετό σε αντίθεση με τις μαργαρίτες που αντέχουν στις χαμηλές θερμοκρασίες. Του έπιασα το χέρι και του είπα πως φτάνει. Ως εδώ. Αρκετά πάλεψε. Θα βρίσκαμε τον Παύλο, θα τον κλείναμε σε ένα ίδρυμα και εκείνος θα μπορούσε να ζήσει πάλι. Και ήταν λες και η δική μου αποδοχή της κατάστασης είχε σηκώσει λίγο από το βάρος που κουβαλούσε. Πήρε τα κλειδιά του σπιτιού του Σουνίου και έφυγε. Σήμερα το πρωί με πήρε ο Βασίλης και με ενημέρωσε πως επέστρεφαν Νέα Υόρκη. Τον Παύλο δεν είχαν καταφέρει να τον εντοπίσουν. Δεν μπορούσαν να μείνουν περισσότερο. Κάτι είχε προκύψει στη δουλειά του Χίλμαρ και έπρεπε να γυρίσουν. Μου υποσχέθηκαν πως μόλις τακτοποιήσουν αυτό που είχε προκύψει, θα επιστρέψουν. 

Κοπέλα μου ο Χίλμαρ είναι καλός και έντιμος άντρας. Από τα 20 του σηκώνει όπως σου είπα έναν σταυρό που δεν είναι καν δικός του. Το μόνο λάθος που έχει κάνει είναι πως προσπαθεί να προστατέψει όλους όσους αγαπάει. Στη Βουδαπέστη έπρεπε να παραδώσει τον Παύλο στις αρχές. Αν το είχε κάνει μπορεί να τον είχα μισήσει, αλλά αυτό ήταν το σωστό. Ο Χίλμαρ όμως δεν θα βρει ποτέ το κουράγιο να το κάνει, ούτε και εγώ. Αν δέχτηκα να στα πω όλα αυτά και μάλιστα παρουσία τρίτου ατόμου είναι γιατί εγώ φόνο στη συνείδηση μου δεν θα τον αντέξω. Όσο ο Παύλος είναι ελεύθερος κινδυνεύτε και εσύ και ο Χίλμαρ. Σκέφτηκα πολλές φορές να σε αναζητήσω και εγώ, αλλά δεν είχα κανένα στοιχείο, εδώ και το όνομα σου πριν λίγες μέρες το έμαθα. Μακάρι να είχα κάνει τα πράγματα αλλιώς. Μακάρι να είχα πιέσει τον Σβεν να αναλάβει τον Παύλο. Να τον αναγνωρίσει. Να τον πάρει κοντά του όσο ήταν μικρός. Τώρα όμως είναι αργά. Εδώ δεν πρέπει να ξαναέρθεις. Εδώ είσαι εύκολος στόχος για τον Παύλο. Πάρε τη φίλη σου και φύγετε. Το πως θα χειριστείς όσα σου είπα είναι δική σου απόφαση. Αν θες να πεις του Χίλμαρ ότι στα είπα όλα κάνε το. Αν θες να πας στην αστυνομία, πήγαινε. Μόνο πρόσεχε!" είπε τελειώνοντας την αφήγηση της και έσκυψε το κεφάλι. Ήθελα απαντήσεις και τώρα που τις είχα δεν ήξερα πως να τις διαχειριστώ. Αυτή η ιστορία ήταν αδιανόητη. Η Λίτσα το ίδιο βουβή με εμένα κοιτούσε σαν τον χάνο την Ευτυχία. Για μερικά λεπτά καμία από τις τρεις μας δεν έλεγε τίποτα.

-Σας ευχαριστώ κυρία Ευτυχία, της είπα τελικά και σηκώθηκα από την καρέκλα.

-Μπορώ να πάω λίγο τουαλέτα πριν φύγουμε, την παρακάλεσε η Λίτσα και η κυρία Ευτυχία την οδήγησε στο μπάνιο όσο εγώ προχωρούσα προς την εξώπορτα για να την περιμένω.

Δεν θυμάμαι την πόρτα να ανοίγει, θυμάμαι όμως τα δύο γκρίζα μάτια. Εκείνα τα μάτια που πάνω σε ένα άλλο πρόσωπο μια μέρα νωρίτερα με κοιτάζαν με αγάπη και πόθο. Αυτά τα γκρίζα μάτια όμως με κοίταζαν θολά με μίσος. Η πρώτη μαχαιριά με βρήκε στο χέρι που έβαλα πάνω από το κεφάλι μου προστατευτικά, η δεύτερη κάπου στα πλευρά μου, η τρίτη στο πόδι μου και πλέον ήμουν στο πάτωμα.

-Παύλο μου όχι!!!!! Άκουσα το ουρλιαχτό της Ευτυχίας όσο σερνόμουν προς τα μέσα αιμόφυρτη. Αλλά το μαχαίρι κατέβαινε και πάλι προς το μέρος μου. Και τότε ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Κουρασμένη σήκωσα το κεφάλι μου και είδα τη Λίτσα να βγαίνει έντρομη από το μπάνιο. Δίπλα μου ένα όπλο και η Ευτυχία στα γόνατα να αγκαλιάζει κλαίγοντας ένα ψηλό σώμα βαμμένο στο αίμα. Βαμμένο στο δικό μου αίμα και στο δικό του. Οι φωνές του Παύλου είχαν επιτέλους σταματήσει.

-Μαργαρίτα, κοίταξε με! Μαργαρίτα μην κλείνεις τα μάτια σου. Πήρα την αστυνομία, πήρα και το ΕΚΑΒ, με ακούς; Έρχονται! Κάνε λίγο υπομονή! Έρχονται!!!! άκουσα τη Λίτσα να ουρλιάζει και αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι.   

                                                                                                                     

   


  

            

        

            

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιαστε: