Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018

Η Αλίκη στη Χώρα του Ποτέ Ποτέ



Η Αλίκη ήταν μπερδεμένη. Τόσο μπερδεμένη, που ακόμα και οι αναθεματισμένοι θάμνοι όλο κόμπους, που είχε στο κεφάλι της για μαλλιά, μπροστά στο εξωφρενικό μπέρδεμα του μυαλού της, έμοιαζαν λιγότερο γόρδιοι δεσμοί. Αυτοί τουλάχιστον με λίγη μαλακτική κρέμα μαλλιών ξεμπλέκονταν. Εκτός από μπερδεμένη όμως ένιωθε και απελπιστικά μόνη. Μια μοναξιά τόσο δυσβάσταχτη, που ήταν λες και της πρόσθετε πενήντα κιλά, κάνοντας την συναισθηματικά παχύσαρκη, ανήμπορη να κινηθεί. Ναι αυτό, μια μοναξιά που την καθήλωνε αυξάνοντας το ειδικό βάρος της σκέψης της.

Κάποτε πίστευε πως σαν τη συνονόματη της θα εξερευνούσε τη Χώρα των Θαυμάτων. Πως με μαγικά φίλτρα θα μίκραινε και θα μεγάλωνε, πέφτοντας σε τρύπες και περνώντας μέσα από λιλιπούτειες πόρτες. Η ζωή της όμως είχε αποδειχθεί εντελώς διαφορετική... Ένα ταξίδι χωρίς προορισμό, ένα ταξίδι σε κύκλους. Ένα ατελείωτο ταξίδι χωρίς να πηγαίνει ουσιαστικά πουθενά. Το μόνο κοινό στοιχείο με το παραμύθι που περίμενε κάποτε να ζήσει, ήταν το ρολόι. Ένα ενοχλητικό ρολόι τσέπης, που σε μια παρόρμηση είχε αγοράσει από ένα παλαιοπωλείο στο Μοναστηράκι, και που είκοσι χρόνια τώρα, αρνιόταν να σταματήσει να δουλεύει, και ας μην του είχε αλλάξει ποτέ μπαταρία. Τικ-τακ, ακουγόταν μέσα στη νύχτα και την εκνεύριζε που ο χρόνος προχωρούσε μπροστά, όταν όλα τα υπόλοιπα έμεναν καρφωμένα.

Όλα θα ήταν διαφορετικά αν άνηκε σε εκείνους που το τικ τακ του χρόνου τους παρηγορούσε. Σε εκείνους που κάθε νέα Σελήνη στον ουρανό και κάθε περιστροφή γύρω από τον Ήλιο ήταν αρκετά για να είναι ευγνώμονες. Της δικής μας Αλίκης όμως αυτό ουδέποτε είχε υπάρξει αρκετό... Από πολύ νωρίς της ήταν ξεκάθαρο πως μέσα της εγκυμονούσε κάτι απροσδιόριστο, αλλά σπουδαίο, κάτι που με τα χρόνια θα έπαιρνε σιγά σιγά μορφή και θα την ταξίδευε σε τόπους μαγικούς. Τα χρόνια όμως περνούσαν, τα τικ-τακ το επιβεβαίωναν, αλλά το απροσδιόριστο πράγμα δεν έλεγε να γεννηθεί!

Αντί λοιπόν να κόβει βόλτες με τραπουλόχαρτα , να χορεύει βαλς με τρελαμένους γάτους και να αποκοιμιέται κάτω από βελανιδιές, στεκόταν με μπερδεμένα μαλλιά και μπερδεμένα μυαλά να προσπαθεί να κουμπώσει σε μια πραγματικότητα σταθερή, ματαιωμένη από εκπλήξεις, μια χώρα ακίνητη λες και τα χρόνια μόνο ημερολογιακά περνούσαν, χωρίς να προσφέρουν κάτι. Μια χώρα που θύμιζε εκείνη του Πήτερ Πάν και που σίγουρα δεν ήταν ο δικός της τόπος. Μια χώρα που ΠΟΤΕ δεν γινόταν τίΠΟΤΕ!

Απελπισία την έπιανε κάθε φορά που σκεφτόταν, πως όποιος έγραφε την ιστορία της την έμπαιζε και την ταλαιπωρούσε. Πως επίτηδες δεν έδινε σχήμα στο ακόμα αγέννητο πράγμα, που τόσα χρόνια κουβαλούσε. Άρχισαν έτσι τα ψυχοσωματικά. Ευερέσθιτο έντερο της είχε πει πριν από κάτι μήνες, ένας γυαλαμπούκας γαστρεντερολόγος σε κρατικό νοσοκομείο, που μετά χαράς θα του έκανε και εκείνη μια κολονοσκόπηση χωρίς μέθη, έτσι για το γαμώτο. “Έγκυος είμαι ρε φίλε σε κάτι σπουδαίο, ανάθεμα τα πτυχία σου! Ξεστραβώσου και πες μου αν στον υπέρηχο τουλάχιστον έχει μορφή μπας και σωθώ!” του είχε πετάξει μες τα νεύρα, για να αποκτήσει ένα ωραιότατο κακογραμμένο παραπεμπτικό και για τον ψυχίατρο του νοσοκομείου.

Μοναξιά. Θλιβερή μοναξιά που την πετούσε στο περιθώριο και τη στιγμάτιζε. Μια μοναξιά που όταν την πλάκωνε, την ανάγκαζε να μασκαρεύεται. Την ανάγκαζε να βγάζει τις ριγέ μακριές κάλτσες της, που τόσο αγαπούσε, και να φοράει εκείνες τις δαντελένιες που της χάριζαν την εφήμερη ψευδαίσθηση πως επιτέλους κάπου θα κούμπωνε. Για την ακρίβεια οι άλλοι πάσχιζαν να κουμπώσουν σε εκείνη όποτε τις φορούσε, αλλά λεπτομέρεια. Εφήμερη πληρότητα από όποια οπτική γωνία και να το δεις. Ακόμα όμως και εκείνα τα καταδικασμένα κουμπώματα, στείρα ήταν. Κατειλημμένος ο χώρος εντός της από εκείνο το υποτιθέμενα σπουδαίο. Η καλύτερη αντισύλληψη όλων των εποχών!

Και όσο η ζέστη έξω σκαρφάλωνε τον υδράργυρο σε νούμερα απόκοσμα, κάνοντας τα μαλλιά της να φριζάρουν ακόμα περισσότερο από τον ιδρώτα, το έντερο της να έχει κατέβει σε σπαστική διαμαρτυρία για το μισό καρπούζι που είχε καταβροχθίσει νωρίτερα και το μυαλό της να ξεκουρδίζεται και να χάνει χτύπους όλο και συχνότερα, μια γάτα σκαρφάλωσε στο παράθυρο της και με θράσος βούτηξε τα μουστάκια της στον φραπέ που έβραζε πάνω στο γραφείο της.

-Ντεκαφεινέ είναι φίλος. Βλαμμένο έντερο εδώ. Αν θες σου φτιάχνω ένα φρέσκο τούρμπο, να μην κοιμηθείς για μέρες, είπε στη γάτα με τόση φυσικότητα που λίγο την τρόμαξε αρχικά.
-Και δεν τον φτιάχνεις. Βάλε όμως ζάχαρη, γιατί αδελφούλα μου σκέτη πίκρα είναι τούτος, της απάντησε ο γάτος που πλέον άραζε φαρδύς πλατύς απέναντι από τον ανεμιστήρα και έγλυφε τα αχαμνά του.
-Γάλα να βάλω;
-Μπα. Μπλακ τον πίνω.

Και σαν να ήταν το πιο λογικό πράγμα στο κόσμο, πήγε στην κουζίνα και έφτιαξε μια περιποιημένη φραπεδιά στον κεραμιδόγατο, που μόλις ήπιε την πρώτη γουλιά, γουργούρισε από ευχαρίστηση.

-Χριστέ μου, αποτρελάθηκα. Κερνάω καφέ μια γάτα και μιλάω μάλιστα μαζί της. Αυτό ήταν μου έστριψε! διαπίστωσε έντρομη μόλις συνειδητοποίησε τι συνέβαινε.
-Άσε μας κουκλίτσα μου. Όλοι για δέσιμο είμαστε. Κάνα τσιγαράκι έχεις; συνέχισε ο γάτος απτόητος
-Βλαμμένο έντερο σου λέω. Κομμένη και η νικοτίνη. Αν και μεταξύ μας δεν νιώθω πλέον πόνο. Περίεργο...
-Να σου ζήσει μανίτσα μου!
-Ποιος;
-Αυτό που λύσσαξες να πάρει μορφή! Τι είμαι ο πούστης! Πελαργοί και αηδίες.
-Δεν καταλαβαίνω τίποτα, αλλά ξέρεις κάτι, δεν με νοιάζει κιόλας. Απίστευτο;
-Και όμως αληθινό! Και χιουμοράκι ο κερατάς! Διότι αληθινό δεν είναι, αλλά ποιος νοιάζεται;
-Τρέλα εγκυμονούσα δηλαδή τόσα χρόνια;
-Έλα συγκεντρώσου! Μας νοιάζει πως το λένε; Δεν μας νοιάζει! Καρφάκι δεν μας καίγεται φιλενάδα. Αυτό ήταν το λάθος σου μωρή ηλίθια τόσα χρόνια. Σχήμα, νόημα, λογική, κατανόηση έψαχνες και όλα αυτά μέσα από παραμύθια. Δεν πάνε αυτά μαζί...  Άστο το ρημάδι ελεύθερο χωρίς να το φοβάσαι και χωρίς να προσπαθείς να το χωρέσεις μέσα σε ταξίδια ήδη καμωμένα. Άκου Χώρες του Ποτέ Ποτέ και Χώρες των Θαυμάτων. Περίμενα κάτι παραπάνω από σένα! Απόλαυσε Αλικάκι το δικό σου γαμημένο ταξίδι, πριν να είναι αργά, και μην απαιτείς από τους άλλους να γίνουν συνταξιδιώτες. Γκε-γκε;
-Πόσο σοφός είσαι...
-Μια καρικατούρα της φαντασίας σου είμαι και μάλιστα μια καθόλου πρωτότυπη εκδοχή, δεδομένων των συνθηκών. Μα γάτα;;; Πόσο προβλέψιμο! Τι να σε κάνω όμως που είσαι αναλφάβητο ντουβάρι και τα θες λιανά. Τράβα τώρα πλύσου που ζέχνει ο θάμνος πάνω στο κεφάλι σου και όσο πλένεσαι, καθάρισε και το μπάχαλο που βρίσκεται μέσα σε αυτό, να χαρείς. Τη βρώμα ξέπλυνε και άσε την αταξία.
-Να ξέρες πόσο ανάλαφρη νιώθω ξαφνικά...
-Καλά έχεις βάλει κιλά τελευταία μεταξύ μας, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Σήκωσε τον κώλο σου τώρα και φτιάξε βαλίτσες. Α και που είσαι, ένα τελευταίο για το δρόμο κερασμένο από μένα: τώρα που έφτιαξε το στριμμένο άντερο σου, τράβα για κάνα κοκορέτσι με κανέναν άνθρωπο! είπε ο γάτος με μπλαζέ ύφος και πήδηξε από το ανοιχτό παράθυρο από όπου είχε μπει για να μην χαλάσει το προξενιό.

Λίγη ώρα αργότερα η Αλίκη έκλεινε τη βαλίτσα της. Ούτε δαντελωτές , ούτε ριγέ κάλτσες είχε βάλει μέσα. Άλλωστε ακόμα δεν ήξερε καν τι καιρό θα έβρισκε στον άγνωστο προορισμό της._

 
                     

Τρίτη 1 Μαΐου 2018

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ : κεφάλαιο δέκατο έβδομο



Τρεις μέρες νοσηλεύτηκε προληπτικά. Οι Ισπανοί γιατροί, όσο και αν επέμενε εκείνη πως ένιωθε καλά, δεν της έδιναν εξιτήριο νωρίτερα. Όταν βεβαιώθηκαν πως δεν διέτρεχε πλέον κίνδυνο, την άφησαν να φύγει. Κατά την έξοδο της, της έδωσαν έναν φάκελο. Ένα εισιτήριο επιστροφής είχε μέσα. Ούτε στον κόπο να της γράψει δύο λέξεις δεν είχε μπει. Σκέφτηκε να τον αναζητήσει, αλλά με τα νέα δεδομένα δεν το έκανε. Δεν θα εκβίαζε μια ευτυχία και πάλι. Αυτό το παιδί θα το μεγάλωνε μόνη της.

Σε όλο το ταξίδι της επιστροφής χάιδευε την κοιλιά της και σκεφτόταν τι θα έκανε από εδώ και στο εξής στη ζωή της. Έπρεπε να βρει έναν γυναικολόγο. Έπρεπε να κάνει εξετάσεις. Έπρεπε να διώξει τον φόβο πως όλα θα πήγαιναν στραβά και πάλι. Αυτό το παιδί έπρεπε να γεννηθεί και έπρεπε να είναι υγιές. Δεύτερη απώλεια δεν θα την άντεχε. Θα ζητούσε βοήθεια από τους γονείς της. Θα στεκόταν δίπλα στην Ερασμία και τον Μενέλαο μέχρι το τέλος και ας ήξερε πως δεν θα τους ήταν αρκετή. Και εκείνος... Μακάρι εκείνος να έβρισκε κάποτε το φως, έστω και μακρυά της.

Φτάνοντας στην Αθήνα, ένιωσε ανακούφιση που επιτέλους ήταν και πάλι πίσω. Αυτό το ταξίδι μπορεί να μην είχε βγει όπως θα ήθελε, αλλά δεν είχε υπάρξει και εντελώς μάταιο. Κουρασμένη πήρε ένα ταξί και έδωσε τη διεύθυνση του σπιτιού της. Ένα ζεστό μπάνιο χρειαζόταν πριν πάει στο νοσοκομείο να δει τον Μενέλαο. Μόλις όμως άνοιξε το κινητό της, αυτό άρχισε να χτυπάει σαν τρελό. Το ένα μήνυμα ερχόταν πίσω από το άλλο, και όλα από την Άννα. Βιαστικά άνοιξε το τελευταίο και το διάβασε.

"Σε ψάχνω και δεν σε βρίσκω. Σήμερα στις τέσσερις το απόγευμα στο νεκροταφείο του Ηρακλείου θα γίνει η κηδεία."

Ταραγμένη έβαλε το κινητό στην τσάντα και κοίταξε το ρολόι που ήταν πάνω από το ταξίμετρο.Ίσως και να προλάβαινε, σκέφτηκε και ζήτησε από τον οδηγό του ταξί να αλλάξουν προορισμό, ενώ δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της. Άραγε ποιος το είχε πει στην Ερασμία; Άραγε εκείνη είχε καταλάβει; Θυμήθηκε την τελευταία φορά που την είχε δει. Θυμήθηκε τον τρόπο που της είχε εξομολογηθεί όλα όσα είχαν συμβεί. Τόσα χρόνια μετά και εκείνη θυμόταν και την παραμικρή λεπτομέρεια. Το μυαλό της που σιγά σιγά κατέβαζε ρολά, εκείνες τις μέρες στην Αλεξάνδρεια, αδυνατούσε να τις σβήσει. Ακόμα και στο σκοτάδι του, δεν την άφηνε να ηρεμήσει...

"Ένα παιδί... Ένα δικό του παιδί θα ήθελα να του χαρίσω, αλλά ο Θεός μας τιμώρησε κόρη μου. Όταν γέννησα τον Γιώργη, μου αφαίρεσαν και τη μήτρα. Αν δεν μου την έβγαζαν μπορεί και να πέθαινα. Ο Μάρκος προκειμένου να μην με χάσει, είπε στον γιατρό να τη βγάλει. Στιγμή δεν σκέφτηκε πως δεν θα μπορούσα να κάνω μετά άλλα παιδιά. Στιγμή δεν διαμαρτυρήθηκε που το μόνο παιδί που θα γνώριζε, θα ήταν ο αδελφός του. Ξέρουμε πως έχουμε κάνει πολλά και θα λογοδοτήσουμε για όλα, όταν έρθει η ώρα. Εμάς μας αρκεί να είμαστε μαζί, ακόμα και στην κόλαση. Ο Γιώργης μου όμως, δεν έφταιξε πουθενά...Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω. Να μην φορούσα ποτέ εκείνο το αναθεματισμένο φόρεμα. Να μην τον είχα παντρευτεί ποτέ. Αν όμως δεν το είχα φορέσει, δεν θα είχα γνωρίσει ποτέ τον Μάρκο. Δεν θα είχα φέρει ποτέ στον κόσμο το γιο μου. Και τώρα γεράσαμε και το παιδί μου δεν θέλει ούτε να μας δει. Γιαυτό έπαθε την κρίση ο Μάρκος. Μας πήρε τηλέφωνο. Μας είπε πως μας σιχαίνεται για όλα όσα κάναμε. Μας είπε να τον ξεχάσουμε. Μας είπε πως εμείς είμαστε χειρότεροι από εκείνον που σκοτώσαμε. Το περιμέναμε. Η αδελφή της Ερασμίας χρόνια προσπαθούσε να μας εντοπίσει. Πριν δύο χρόνια μας βρήκε. Γι αυτό έστειλα τον Γιώργη στη Μαδρίτη. Από φόβο... Όλους τους κοροϊδέψαμε, αλλά την αδελφή της όχι. Όταν δακρυσμένη μου ζήτησε να μάθει τι είχε απογίνει, δεν μπόρεσα να της κρύψω την αλήθεια. Το μόνο που δεν ήξερα να της πω, ήταν που είναι θαμμένο το σώμα. Ο Μενέλαος δεν μας είπε ποτέ. Εκείνη όμως γριά γυναίκα νόμιζε πως δεν το λέγαμε για να μην ενοχοποιηθούμε. Μας απειλούσε πως θα τα έλεγε όλα στον Γιώργο, αν δεν της λέγαμε την τοποθεσία. Ήξερε πως μόνο έτσι μπορούσε να μας απειλήσει. Το έγκλημα τόσα χρόνια μετά έχει παραγραφεί. Δεν είμαι θυμωμένη μαζί της που έψαξε τον Γιώργη. Δεν της θυμώνω που του τα είπε όλα. Μακάρι να είχα βρει τη δύναμη να του τα πω εγώ η ίδια. Δεν μπορούσα όμως. Έρη μου, στάσου κοντά στο παιδί μου. Έχεις χάσει ένα παιδί και ξέρεις πόσο πονάω αυτή τη στιγμή. Μαλάκωσε τον θυμό του. Μόνο αν ερωτευτεί, όπως ερωτευτήκαμε εμείς ο ένας τον άλλο, μόνο τότε θα μπορέσει να καταλάβει, γιατί κάναμε ό,τι κάναμε. Στην αληθινή ζωή τα παραμύθια δεν είναι πάντα τόσο εύκολα. Στην αληθινή ζωή καμιά φορά τον έρωτα, τον πληρώνεις με τη ψυχή σου."  

Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που της είχε πει και ύστερα είχε βυθιστεί και πάλι στη σιωπή της και στην αγωνία της για τον έρωτα της, που αργόσβηνε σ' ένα δωμάτιο νοσοκομείου μόνος του. Άραγε ήταν εκεί να του κρατάει το χέρι; Άραγε το μυαλό της την είχε αφήσει να τρέξει κοντά του; αναρωτιόταν η Έρη τη στιγμή που το ταξί την άφηνε έξω από το κοιμητήριο. Η ώρα είχε πάει ήδη πέντε. Τρέχοντας μπήκε μέσα και κοίταξε μήπως κάπου ήταν μαζεμένος κόσμος. Ησυχία όμως επικρατούσε. Μάλλον δεν είχε προλάβει, σκέφτηκε και στηρίχθηκε σ' ένα δέντρο απογοητευμένη. Και τότε είδε δυο φιγούρες αγκαλιασμένες πάνω από ένα φρέσκο τάφο. Δυο γνώριμες φιγούρες.

...................................................................................  


έξι χρόνια μετά 

- Μαμά, πες μου ξανά το παραμύθι!
-Πάλι βρε αγάπη μου;
-Πάλι!!!!
- Φόρεσε η γιαγιά σου το άσπρο φόρεμα της. Την έπιασε ο μπαμπάς σου από το χέρι και πήγανε μαζί στον παππού. Ροζ τριαντάφυλλα είχε η ανθοδέσμη της. Ροζ ανθάκια φορούσε και στα άσπρα μαλλιά της. Ο παππούς όταν την είδε έβαλε τα κλάματα, τόσο όμορφη που ήταν. Ο μπαμπάς σου τους πάντρεψε μέσα στην εντατική. 
-Χωρίς παπά;
-Χωρίς παπά. Και αφού τους πάντρεψε, εκείνη έσκυψε και τον φίλησε γλυκά. Μάρκο μου, του είπε, σ' αγαπάω. Εγώ σ' αγαπάω περισσότερο Λουκία μου, της ψιθύρισε αδύναμα εκείνος. Και ύστερα ξάπλωσε δίπλα του και εκείνος αποκοιμήθηκε ήρεμος για πρώτη φορά. Η αγαπημένη του είχε ντυθεί επιτέλους στα λευκά για εκείνον. Και έτσι ήρεμος πέταξε μακριά ελεύθερος. Λίγο πριν γεννηθείς εσύ, πήγε και εκείνη να τον βρει. Αφού βεβαιώθηκε πως ο μπαμπάς θα ήταν σε καλά χέρια, πήγε να τον βρει. Και τώρα είναι δύο πανέμορφοι άγγελοι ψηλά στον ουρανό, που έρχονται και ρίχνουν χρυσόσκονη στα όνειρα μας. 
-Πάλι ιστορίες λέτε εσείς εδώ;
-Μπαμπά, γύρισες!!!! Πες μου και εσύ τώρα την ιστορία με τη μαμά να κοιμηθώ.
-Λουκία είναι αργά... 
-Έλα μπαμπούλη μου, σε παρακαλώ....
-Η μαμά σου είναι το πιο ξεροκέφαλο πλάσμα στον κόσμο. Αλήθεια έχει πολύ δυνατό κεφάλι, είπε και η Έρη του πέταξε ένα μαξιλάρι.
-Καλά. Η μαμά σου μπήκε σαν ηλιαχτίδα στη ζωή μου. Στην αρχή το φως με ενοχλούσε και τραβούσα τις κουρτίνες. Μια μέρα όμως μπήκε ένα σύννεφο μπροστά της. Τότε κατάλαβα πως πλέον δεν μπορούσα να ξαναζήσω στο σκοτάδι. Φοβήθηκα πολύ τότε. Αυτές τις λίγες ώρες που πίστεψα πως δεν θα ξαναλάμψει, κατάλαβα πόσο ανάγκη την είχα. Πήρα έτσι ένα αεροπλάνο. Ανέβηκα στον ουρανό. Και με ένα σφουγγάρι άρχισα να σβήνω ένα, ένα όλα τα σύννεφα. Μου πήρε λίγο χρόνο να τα καταφέρω. Βλέπεις τα σύννεφα αυτά, ήταν κομματάκι βρώμικα. Όταν όμως τα κατάφερα, τότε είδα πως πίσω από τα σύννεφα κρυβόταν πλέον ένας λαμπερός ήλιος! Γιατί η μικρή, επίμονη ηλιαχτίδα είχε γίνει ένας ολοστρόγγυλος ήλιος. Κυριολεκτικά στρογγυλός. Τεράστια ήταν η κοιλιά της!Και μέσα από τον ήλιο βγήκε ένα κοριτσάκι, που θα έπρεπε να κοιμάται ήδη!!!! είπε και γαργάλισε την κόρη του στην κοιλιά.
-Καληνύχτα μπαμπά μου. Καληνύχτα μανούλα, είπε το παιδί και εκείνοι το φίλησαν και βγήκαν από το δωμάτιο.

- Έφτιαξα λαχανοντολμάδες. Τα γενέθλια του Μάρκου σήμερα. Να σου βάλω να φας; ρώτησε η Έρη κοιτώντας τον με αγάπη.
-Ανάλατους;
-Φυσικά. Σε προσέχω για να σε έχω.
-Κορίτσι μου όσο και να με προσέχεις είμαι είκοσι χρόνια μεγαλύτερος σου. Τώρα δεν το καταλαβαίνεις, αλλά σύντομα θα το νιώσεις. Μην τα ξαναλέμε. Δούλεψε το αυτό σιγά σιγά μέσα σου, ναι;
-Δεν με νοιάζει! Εμείς θα φύγουμε μαζί όπως εκείνοι. Δεν ακούω κουβέντα! 
-Επίμονη ηλιαχτίδα! Ξεροκέφαλο πλάσμα! Και όσο σκέφτομαι πως όλα ξεκίνησαν από ένα γάμο με διαφορά ηλικίας, έναν αταίριαστο γάμο...
-Παράλληλα και διαφορετικά όμως. 
-Σου έχω μια έκπληξη. Μπορεί η μαμά σου να κρατήσει το παιδί για δέκα μέρες;
-Πάλι θα ξεπορτίσουμε; Τώρα γυρίσαμε από τη Μαδρίτη που είδε η μικρή τα αδέλφια της. Πάλι θα φύγουμε;
-Τα κατάφερα Εριφύλη. Επιτέλους τα κατάφερα. Μου έδωσαν την άδεια. Μπορούμε να τους πάμε σπίτι τους.
-Ποιους;
-Τους γονείς μου. Συνεννοήθηκα ήδη με την πρεσβεία μας και το πατριαρχείο στην Αλεξάνδρεια. Ο Μάρκος πριν πεθάνει μου είπε που είναι θαμμένη η Ερασμία. Δεν το είπε ποτέ στη Λουκία γιατί είχε υποσχεθεί στον Μενέλαο πως δεν θα το έλεγε. Το ξέρω πως απάτη θα κάνουμε πάλι, αλλά εσύ ξέρεις πως είναι για καλό. Άδεια θα βάλουμε στο οστεοφυλάκιο που αγόρασα στο νεκροταφείο της Αλεξάνδρειας, τα κουτιά με τα οστά των γονιών μου. Έχω ήδη βρει άκρες μέσα στο νεκροταφείο για να κάνουν τα στραβά μάτια, με το κατάλληλο αντίτιμο φυσικά. Και αφού τελειώσουμε με αυτό, θα πάμε να ξεθάψουμε τα οστά της Ερασμίας. Πριν ξεψυχήσει, με έβαλε να του υποσχεθώ πως κάποια στιγμή θα φρόντιζα να είναι όλοι μαζί. Και οι τέσσερις. Το βράδυ εκείνο, όταν σταμάτησε το πλοίο, ζήτησε να μάθει τις συντεταγμένες του σημείου που έπεσε ο Μενέλαος. Τις είχε γραμμένες πίσω από το γράμμα του, που ποτέ δεν πέταξε. Μου είπε που το είχε κρυμμένο και το βρήκα. Πλέον μπορώ να κάνω την υπόσχεση μου πραγματικότητα. Τα έχω μελετήσει όλα. Έχω ήδη βρει άνθρωπο να μας πάει με καραβάκι στο σημείο. Πες μου πως θα έρθεις μαζί μου. Πες μου πως θα με βοηθήσεις να κλείσω πλέον οριστικά αυτή την ιστορία. 
-Γιατί δεν μου 'χες πει νωρίτερα κάτι;
-Γιατί δεν ήταν εύκολο να μου δώσουν άδεια να μεταφέρω τα οστά. Παλεύω σχεδόν δύο χρόνια τώρα...  
-Φυσικά και θα έρθω μαζί σου. Με ένα ψέμα άρχισε, ας τελειώσει μ' ένα ακόμα ψέμα. Σαν να κλείνει ο κύκλος εκεί που ξεκίνησε μοιάζει...
-Έτσι το βλέπω και εγώ γι αυτό το έχω τόση ανάγκη, παραδέχτηκε και αγκάλιασε σφιχτά την Έρη
-Πότε σου είπα τελευταία φορά πόσο σε αγαπάω; τον ρώτησε τρίβοντας την μούρη της στο στέρνο του.
-Μην γίνεσαι μελό, διαμαρτυρήθηκε εκείνος χαζογελώντας.
-Και μελό θα γίνομαι και ευτυχισμένα φινάλε θα επιδιώκω! Γιατί όλα όσα έγιναν, έγιναν για να είμαστε εμείς οι δύο μαζί ανόητε άντρα, πότε θα το καταλάβεις; είπε τρυφερά και τον τράβηξε μαλακά προς το υπνοδωμάτιο τους. Οι λαχανοντολμάδες μπορούσαν να περιμένουν λίγο ακόμα._
   
Αφιερωμένη σε σένα. Σε σένα που όσο και να με παιδεύεις, είσαι πάντα το σημείο αναφοράς μου. Εσένα που όσο και να εκνευρίζομαι μαζί σου, σ αγαπάω με μια αγάπη αδιαπραγμάτευτη. Σε σένα λοιπόν μάνα και ας ξέρω πως δεν θα διαβάσεις ποτέ αυτή την αφιέρωση. Γιατί αν κάτι με δίδαξε αυτή η ιστορία όσο την έχτιζα είναι αυτό. Να λες ότι νιώθεις πριν να είναι αργά. 

Σας ευχαριστώ όλους, που για ακόμα μια φορά, μαζί μου, κάνατε και αυτό το ταξίδι.
Σας ευχαριστώ για τα κατά καιρούς σχόλια σας...
Σας ευχαριστώ που ερχόσαστε ξανά και ξανά και με διαβάζετε. 
Καλή συνέχεια σε όλους.

Δαμαλίτη Ιωάννα (ή αλλιώς, η δική σας Πουκαρίνα )  

     
  
       



   

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ : κεφάλαιο δέκατο έκτο



Ο ζεστός αέρας που τη χτύπησε, βγαίνοντας από το αποστειρωμένο περιβάλλον του αεροδρομίου, της έφερε ζάλη. Σαστισμένη κοίταξε δεξιά και αριστερά αναζητώντας ένα ταξί να την μεταφέρει στη διεύθυνση που κρατούσε στο δεξί της χέρι. Ένας βιαστικός κύριος με μια τεράστια βαλίτσα την έσπρωξε και παραπάτησε. "Τι σκατά έκανε εκεί πέρα;" αναρωτήθηκε και πίεσε τον εαυτό της να συγκρατήσει τα δάκρυα της που ετοιμαζόντουσαν να δραπετεύσουν. Δεν ήταν ώρα για μεμψιμοιρίες και πισωγυρίσματα, ο χρόνος πίεζε και μάλιστα ασφυκτικά. Πριν λίγες ώρες της φαινόταν το πιο λογικό πράγμα στο κόσμο. Δεν θα έκανε πίσω τώρα που είχε φτάσει μέχρι εκεί. Αποφασιστικά πλησίασε έναν υπάλληλο του αεροδρομίου που μάζευε τα καροτσάκια και τον ρώτησε από που θα μπορούσε να πάρει ένα ταξί.

Λίγη ώρα αργότερα βρισκόταν έξω από την εταιρεία που δούλευε ο Γιώργος. Σε αυτή τουλάχιστον τη διεύθυνση είχε ταχυδρομήσει τότε τα χαρτιά της. Η ευγενική κοπέλα στην ρεσεψιόν, μόλις τη ρώτησε που θα μπορούσε να βρει τον κύριο Αποστόλου, πρόθυμα, αφού έλεγξε τον υπολογιστή που είχε μπροστά της, της ζήτησε να μάθει ποια κυρία τον ζητάει. Για λίγα δευτερόλεπτα η Έρη δίστασε. Αν του έλεγαν πως ήταν εκείνη, το πιθανότερο να μην δεχόταν να τη δει. Αυθόρμητα έδωσε το όνομα της Λουκίας. Η κοπέλα αμέσως σήκωσε το ακουστικό και μετά από μια σύντομη συνομιλία στα ισπανικά, την ενημέρωσε πως σε λίγα λεπτά ο κύριος Αποστόλου θα κατέβαινε.

Μουδιασμένη την ευχαρίστησε και απομακρύνθηκε κοιτώντας με εκνευρισμό και αγωνία προς τους ανελκυστήρες. Όταν όμως οι πόρτες άνοιξαν και βγήκε εκείνος, η καρδιά της μάτωσε. Η εικόνα του μαρτυρούσε πως πρέπει να ήταν μέρες άυπνος. Θέλησε να τρέξει και να τον πάρει αγκαλιά, κάτι στο βλέμμα του όμως την κράτησε καρφωμένη.

-Νόμιζα πως ήμουν ξεκάθαρος πως δεν επιθυμώ να σε ξαναδώ, είπε θυμωμένα μόλις έφτασε κοντά της και δύο τρεις περαστικοί γύρισαν και τους κοίταξαν με περιέργεια.
-Πρέπει να μιλήσουμε, απάντησε εκείνη σε πιο ήρεμο τόνο ελπίζοντας να τον κάνει να ηρεμήσει.
-Και τι μαλακίες ήταν αυτές; Γιατί έδωσες το όνομα που έδωσες; απαίτησε να μάθει ενώ την τραβούσε με δύναμη προς τις εσωτερικές σκάλες.
-Ξέρω Γιώργο! εξήγησε εκείνη και ελευθέρωσε το χέρι της που ήδη την πονούσε.
-Προχώρα. Ακολούθησε με, διέταξε και άρχισε να κατεβαίνει προς το υπόγειο που λίγα λεπτά αργότερα η Έρη κατάλαβε πως μάλλον ήταν το γκαράζ του κτηρίου. Με ένα κλειδί που έβγαλε από το σακάκι που φορούσε έκανε ένα μαύρο αυτοκίνητο να ξεκλειδώσει. Και μην γυρνώντας καν να κοιτάξει αν ερχόταν από πίσω, μπήκε μέσα βιαστικά. Μόλις η Έρη έκατσε στη θέση του συνοδηγού, έβαλε μπροστά και γκαζώνοντας το αμάξι βγήκαν στον δρόμο.

Για την επόμενη μισή ώρα εκείνος οδηγούσε νευρικά και εκείνη απλά τον κοιτούσε. Του έδινε χρόνο. Λίγο χρόνο να αποδεχτεί πως είτε του άρεσε, είτε όχι θα έπρεπε να κάνει μαζί της διάλογο. Δεν ήταν παράλογη η Έρη. Κατανοούσε το σοκ που προφανώς είχε πάθει, καθώς και όλες τις μετέπειτα αντιδράσεις του. Ο κόσμος που ήξερε είχε καταρρεύσει σαν να ήταν φτιαγμένος από τραπουλόχαρτα. Ο χρόνος όμως με ένα διαστροφικό τρόπο, δεν έδινε περιθώρια για να δουλέψει μέσα του όσα είχε μάθει. Γι αυτό είχε πάει να τον βρει. Για να του εξηγήσει αυτό ακριβώς. Πως όσο και αν είχε πληγωθεί, δυστυχώς δεν είχε την πολυτέλεια να κάνει πείσματα. Ένα ποτάμι φάνηκε στον ορίζοντα. Δεν ήξερε η Έρη πως η Μαδρίτη είχε ποτάμι. Σκέφτηκε να τον ρωτήσει πως λέγεται, αλλά το μετάνιωσε. Δεν είχε φτάσει μέχρι εκεί για τουρισμό.

Όταν επιτέλους το αμάξι σταμάτησε βγήκε από αυτό και άναψε ένα τσιγάρο. Χωρίς νικοτίνη αυτή η συζήτηση δεν θα παλευόταν. Σε κάποιο πάρκο είχαν πάει. Ησυχία επικρατούσε τριγύρω. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το θρόισμα κάποιων φύλλων καθώς ο καυτός αέρας τα κουνούσε. Σε λίγο θα έμπαινε το καλοκαίρι, σκέφτηκε και τον αναζήτησε με τη ματιά της. Εκείνος καθόταν ακόμα μέσα στο αμάξι και έσφιγγε με δύναμη το τιμόνι κάνοντας τους κόμπους των δαχτύλων του να ασπρίζουν.

-Βγες σε παρακαλώ να μιλήσουμε και θα φύγω. Δύο πράγματα θέλω να σου πω. Σε τέσσερις ώρες φεύγει το αεροπλάνο μου, είπε σχεδόν παρακαλετά βλέποντας το ρολόι στον καρπό της.
-Δεν έπρεπε να έρθεις το κέρατο μου! ούρλιαξε και κοπάνησε την πόρτα πίσω του.
-Γιώργο κόψε τις μαλακίες. Δεν ήρθα καν για σένα. Για εκείνους ήρθα.
-Για εκείνους ήρθες; Τότε ακόμα χειρότερα! Τι θέλεις Εριφύλη; Γιατί μπλέκεσαι σε κάτι που δεν σε αφορά; Τόσο άδεια είναι ζωή σου, που μέσα από τις δικές μας μαλακίες βρήκε ενδιαφέρον; ρώτησε ειρωνικά και την κοίταξε κατάματα περιμένοντας τις αντιδράσεις της.
-Κάποτε αυτά ίσως να δούλευαν. Αυτή τη στιγμή όμως όχι! Δεν είμαι εγώ το θέμα, δεν είσαι καν εσύ ηλίθιε! Ο Μενέλαος δεν θα ζήσει! Μετράει μέρες αν όχι ώρες. Στο έχω πει και στο παρελθόν, στο λέω λοιπόν ξανά, και αυτή τη φορά άκουσε με καλά! Δεύτερη ευκαιρία δεν θα έχεις! Δεν θα μπορείς να γυρίσεις τον χρόνο πίσω μετά. Ό,τι έχει γίνει, έχει γίνει. Ξέρω πως σου είναι δύσκολο να το αντιμετωπίσεις. Ξέρω πως μέσα σου παλεύεις. Δεν έχεις χρόνο όμως δυστυχώς. Κάθε λεπτό που περνάει, είναι σημαντικό. Δώσε τους μια ευκαιρία να σου εξηγήσουν. Άκου τη δική τους εκδοχή. Έκαναν λάθη. Όλοι μας κάνουμε. Μην τους απορρίπτεις επειδή θέλησαν να σε προστατεύσουν.
-Πως ακριβώς με προστάτευσαν; Φλομώνοντας με στο ψέμα; Σήκω φύγε ρε Εριφύλη. Ο πατέρας μου ήταν ένας βασανιστής, η μάνα μου μια δολοφόνος και ο αδελφός μου ένας ψεύτης. Τι σε κάνει να πιστεύεις πως εγώ είμαι κάτι καλύτερο;
-Αν δεν έρθεις μαζί μου στην Ελλάδα, ναι. Θα είσαι και εσύ ακόμα ένα κομμάτι σε αυτή την παρανοϊκή αλυσίδα. Εγώ ξέρω όμως πως δεν είσαι. Δώσε εσύ ένα τέλος. Χάρισε τους λίγη γαλήνη. Τους την χρωστάς! Πατέρας είσαι. Μέχρι που θα έφτανες για τα παιδιά σου;
-Τα παιδιά μου άστα έξω από την κουβέντα. Εγώ τα παιδιά μου δεν τα κορόιδεψα ποτέ! Εγώ για τα παιδιά μου, έμεινα σ' έναν γάμο που δεν έβγαζε πουθενά. Εγώ έκανα τις επιλογές μου και τις τίμησα μέχρι τελευταία στιγμή. Η Μαρίνα ζήτησε να χωρίσουμε λίγο πριν έρθω για Πάσχα στην Ελλάδα. Αν εκείνη δεν το είχε ζητήσει, εγώ δεν θα το είχα κάνει ποτέ. Η μάνα μου όμως φέρθηκε σαν την χειρότερη τσούλα. Τον σκότωσε και μετά άρχισε να πηδιέται με το γιο του λες και δεν έτρεχε τίποτα!
-Δεν είναι έτσι και το ξέρεις. Κοίτα μέσα σου. Ανάσυρε τις εικόνες της ζωής σου και θα δεις πως δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ίσως να μην ξέρεις την ιστορία, όπως την ξέρω εγώ... Τον ερωτεύτηκε; Ναι τον ερωτεύτηκε με όλη της την καρδιά. Ποτέ της όμως δεν το χάρηκε. Ούτε ένα λεπτό! Χρόνια πήρε και στους δυο να μπορέσουν να λειτουργήσουν σαν ζευγάρι και ας λαχταρούσαν ο ένας τον άλλο. Ξέρεις πως είναι να λαχταράς κάτι και να μην σε αφήνει η ενοχή και η ντροπή να το χαρείς; Αν δεν ήσουν εσύ στη μέση θα είχαν τραβήξει χωριστούς δρόμους μετά από όσα έγιναν. Υπήρχες όμως εσύ και είχαν υποσχεθεί σ' έναν άνθρωπο που θυσίασε τη ζωή του, πως θα σε μεγάλωναν με αγάπη. Δεν έμειναν μαζί επειδή ήταν εγωιστές. Δεν έμειναν μαζί επειδή επιτέλους ήταν ελεύθεροι να απολαύσουν τον έρωτα τους. Έμειναν μαζί παρά το γεγονός πως κάθε φορά που αγγίζονταν, τα φαντάσματα των πράξεων τους ζωντάνευαν και πάλι! Έγιναν όμως γροθιά. Γροθιά για να μην σε αγγίξουν και εσένα όλα αυτά.
-Από την άνεση της ζωούλας σου τα βλέπεις όλα ρομαντικά, λες και είναι ταινία. Και έρχεσαι μέχρι εδώ να μου απαιτήσεις ένα γλυκανάλατο φινάλε που δεν μπορώ να δώσω. Νομίζεις πως μετά από όλα αυτά, εγώ θα συγχωρήσω εκείνους και θα ζήσουμε όλοι μαζί σαν μια ευτυχισμένη οικογένεια; Δεν υπάρχει τίποτα στο μέλλον. Εκείνοι θα πεθάνουν μέσα στις τύψεις τους και εγώ μέσα στις δικές μου. Τράβα τον δρόμο σου. Η παράσταση έλαβε τέλος, είπε και της γύρισε την πλάτη.

Θολωμένη δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε πυροδοτήσει τον ανεξέλεγκτο θυμό της. Τα λόγια του; Το πείσμα του; Οι υπαινιγμοί του; Με φόρα έτρεξε πίσω του και άρχισε να τον χτυπάει δυνατά στην πλάτη βρίζοντας τον με λέξεις που ποτέ της δεν είχε ξεστομίσει. Με δύναμη έμπηγε τα νύχια της στον λαιμό του.

Να την σπρώξει ήθελε. Να ελευθερωθεί. Κουρασμένος όμως, δεν υπολόγισε τη δύναμη του. Και έτσι όπως την απομάκρυνε εκείνη παραπάτησε και το κεφάλι της βρέθηκε πάνω σε μια μεγάλη πέτρα κάνοντας έναν "κρακ" που τον έκανε να παγώσει. Ξαφνικά δεν ήταν εκείνος. Ξαφνικά βρισκόταν στο δωμάτιο στην Αλεξάνδρεια. Ξαφνικά η κοπέλα που αιμορραγούσε δεν ήταν η Έρη. Πέντε δευτερόλεπτα. Πέντε δευτερόλεπτα μπορούσαν να αλλάξουν ανθρώπινες ζωές. Πέντε δευτερόλεπτα, μια ατυχής κίνηση και τίποτα δεν θα ξαναήταν ίδιο. Τρέμοντας έσκυψε δίπλα της. "Μόνο να μην πεθάνει...Μόνο να μην πεθάνει!" επαναλάμβανε κλαίγοντας, όταν άκουσε την αδύναμη ανάσα της να χτυπάει στο μάγουλο του και την έσφιξε στην αγκαλιά του ανακουφισμένος.

Μέχρι να φτάσουν στο νοσοκομείο η Έρη είχε αρχίσει ήδη να συνέρχεται. Τέσσερα ράμματα και αρκετές εξετάσεις μετά καθόταν οκλαδόν πάνω στο κρεββάτι του νοσοκομείου μόνη της και κοιτούσε το χαρτί που ο γιατρός της είχε δώσει νωρίτερα αποχαυνωμένη. Το αεροπλάνο της εκείνη την ώρα θα απογειωνόταν. Ο Γιώργος ήταν άφαντος. Η Ερασμία και ο Μενέλαος αβοήθητοι και χωριστά και εκείνη μόλις είχε μάθει πως μέσα της χτυπούσε και πάλι μια καρδιά. Και ενώ νωρίτερα μάλωνε τον εαυτό της που είχε γίνει κομμάτι αυτής της ιστορίας που δεν θα έπρεπε να την αφορά, πλέον ήξερε πως υπήρχε λόγος. Ένας μικρός λόγος που σύντομα θα μεγάλωνε.                        
        
για τη συνέχεια πατήστε εδώ

Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ : κεφάλαιο δέκατο πέμπτο.




Αλεξάνδρεια 1966

Οι δύο άντρες βλέποντας την ώρα να περνάει και την Ερασμία να μην επιστρέφει, ανησύχησαν. Ούτε πέρασε καν από το μυαλό τους αυτό που θα αντίκριζαν . Για να βρουν τη Φεριχά είχαν έρθει στο σπίτι, ελπίζοντας να θυμάται το όνομα του ξενοδοχείου που διέμενε η αδελφή της Ερασμίας. Μπαίνοντας όμως μέσα στο σπίτι, η αφύσικη ησυχία ήταν εκείνη που αρχικά τους προβλημάτισε. Η Φεριχά δεν ήταν στην κουζίνα, ούτε όμως και στο δωμάτιο της. « Ίσως η Λουκία να ήξερε κάτι,» πρότεινε ο Μάρκος και άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα, με τον Μενέλαο ξωπίσω του.

Η πόρτα του υπνοδωματίου ήταν ανοιχτή και ένα χλωμό φως έβγαινε από μέσα. Κοντοστάθηκε λίγο ο Μάρκος διστακτικός. Φώναξε το όνομα του πατέρα του στο ενδεχόμενο να ήταν εκεί, αλλά απόκριση δεν πήρε. Και ύστερα φώναξε το όνομα της Λουκίας, αλλά και πάλι καμία απάντηση. «Κάτι περίεργο συνέβαινε, πλέον ήταν ξεκάθαρο», σκέφτηκε και αγνοώντας τους κινδύνους προχώρησε προς την πόρτα.

Αίμα. Το πρώτο που είδε ο Μάρκος ήταν το αίμα στο πάτωμα. Θόλωσαν τα μάτια του από το αίμα. Θόλωσε και η εικόνα. Και ύστερα άκουσε την κραυγή του Μενέλαου. Μια κραυγή που δεν θα ξεχνούσε όσα χρόνια και αν περνούσαν. Μια κραυγή που θα την άκουγε, από εκείνο το βράδυ και έπειτα στα όνειρα του. «Η Λουκία, που ήταν η Λουκία», αναρωτήθηκε ταραγμένος και άρχισε να τρέμει σαν το ψάρι, ενώ ο Μενέλαος κρατώντας το άψυχο κορμί της Ερασμίας αγκαλιά , πεσμένος στο πάτωμα, τη φιλούσε και ούρλιαζε σαν λαβωμένο ζώο.

Και ύστερα την είδε. Την είδε κουλουριασμένη σε μια γωνία, λερωμένη με αίμα, να κρατάει ένα μαχαίρι σφιχτά, να το έχει στραμμένο προς τον εαυτό της και να το κοιτάει ακίνητη. Με ένα σάλτο βρέθηκε κοντά της, εκείνη όμως έδειχνε να μην τον βλέπει.

-Λουκία μου, τι έγινε μάτια μου; Τι έγινε εδώ μέσα; ρώτησε ενώ έπιανε τα χέρια της με τα χέρια του μαλακά.
-Κάρφωσε το. Δεν μπορώ… Δεν μπορώ να το κάνω. Σε παρακαλώ κάρφωσε το εσύ, τον παρακάλεσε ικετευτικά κοιτώντας τον στα μάτια.
-Λουκία τι λες; Εγώ σε αγαπάω. Πες μου τι έγινε!
-Τη σκότωσε!!! Τη σκότωσε και ύστερα τον σκότωσα εγώ… Τη σκότωσε, χριστέ μου τη σκότωσε… Γιατί;;;;; Εγώ φταίω, για μένα ήρθε εδώ. Για μένα… Για να σώσει εμένα και το μωρό. Λύτρωσε με. Αν μ αγαπάς λύτρωσε με τώρα! Εδώ κάρφωσε το. Εδώ στην καρδιά… Μια και έξω…
-Ποιο μωρό; Δεν καταλαβαίνω τίποτα.
-Είμαι έγκυος Μάρκο. Ζήτησα από την Ερασμία να σε πάρουν μαζί τους. Γι’ αυτό ήρθε. Για να με πάρει από εδώ. Εκείνος όμως γύρισε νωρίτερα. Μας άκουσε. Μου όρμηξε και η καλή μου η Ερασμία πήγε να με προστατέψει. Σαν κούκλα την πέταξε στον τοίχο. Σαν κούκλα. Αν είχα βρει το μαχαίρι νωρίτερα θα ζούσε… Θα ζούσε!!!!
-Χριστέ μου. Τι θα κάνουμε τώρα; είπε απελπισμένος και με βία απομάκρυνε το μαχαίρι από τα χέρια της.
-Να φύγετε. Πάρτε το πλοίο και φύγετε. Εγώ θα πάω  να παραδοθώ. Εγώ φταίω και για τους δύο θανάτους. Φύγετε τώρα και οι δύο! Πάρτε τα λεφτά από το χρηματοκιβώτιο και φύγετε! Πείτε πως δεν ήρθατε ποτέ στην Αλεξάνδρεια, είπε αποφασιστικά η Λουκία και τον έσπρωξε.
-Ο Μενέλαος πρέπει να φύγει. Δεν πρέπει να τον μπλέξουμε και άλλο. Ντύσου. Θα φύγουμε μαζί. Θα πάμε κάπου να κρυφτούμε μέχρι να δω τι θα κάνουμε.
-Είμαι έγκυος Μάρκο! Ακούς τι σου λέω; Έχω μέσα μου το παιδί του! Ούρλιαξε εκείνη και ο Μάρκος την έκλεισε στην αγκαλιά του σφιχτά.
-Δεν με νοιάζει! Μαζί θα το μεγαλώσουμε. Δικό μου είναι το παιδί! Με ακούς; είπε και την έσφιξε ακόμα περισσότερο.
-Σκάστε και οι δύο! ούρλιαξε ο Μενέλαος που με ένα σεντόνι τόση ώρα τύλιγε το σώμα της Ερασμίας.
-Έχουμε λιγότερο από δύο ώρες. Λουκία βάλε ένα φόρεμα. Όλα τα υπόλοιπα πράγματα σου άστα εδώ. Μάρκο φέρε τα λεφτά και το διαβατήριο σου. Βοήθησε με να βάλουμε το σώμα της Ερασμία στο αμάξι. Ύστερα πάρε τη  Λουκία και πηγαίνετε στο λιμάνι σαν να μην τρέχει τίποτα. Βγάλε ένα εισιτήριο στο δικό σου όνομα μόνο. Απόψε θα ταξιδέψουμε εγώ, ο Μάρκος και η Ερασμία. Με καταλάβατε;
-Δεν μπορώ να το κάνω… Δεν μπορώ να πάρω τη θέση της, ψέλλισε η Λουκία κλαίγοντας.
-Δεν πέθανε μάταια η Ερασμία. Της το χρωστάς να μην πέθανε μάταια! Κάντε ότι σας λέω. Θα πάω να τη θάψω και θα έρθω να σας βρω και εγώ. Μόλις φτάσουμε στην Κύπρο θα τακτοποιήσω και τον Μάρκο. Όταν το πρωί βρουν εκείνου το πτώμα, θα αρχίσουν να ψάχνουν εσάς τους δύο. Η Λουκία απόψε εξαφανίστηκε για πάντα και σύντομα θα εξαφανίσω και τον Μάρκο. Για λίγο καιρό θα πρέπει να είσαστε προσεκτικοί. Δεν θα είναι εύκολο. Θα σας πω τα υπόλοιπα στο πλοίο. Γρήγορα τώρα! Δεν έχουμε περιθώριο για συναισθηματισμούς. Η Ερασμία δεν  χάθηκε για το τίποτα! Δεν το δέχομαι αυτό! είπε και ήταν τέτοια η έκφρασή του, τέτοιος ο τόνος της φωνής του, που δεν άφηνε περιθώρια να μην υπακούσουν.

Λίγες ώρες αργότερα το πλοίο έβγαινε από το λιμάνι. Πάνω στο κατάστρωμα του τρεις άνθρωποι, δύο άντρες και μια γυναίκα, εξαντλημένοι, κλαμμένοι  και  αμίλητοι κοιτούσαν τα φώτα της πόλης να γίνονται όλο και πιο μικρά. Ώσπου στο τέλος χάθηκαν τελείως. Τρεις άνθρωποι που ο καθένας κουβαλούσε και θα κουβαλούσε στο εξής τον δικό του σταυρό. Έναν σταυρό που δεν ήξεραν αν θα τον άντεχαν και για πόσο.

-Δεν μπορώ να πάω στην καμπίνα μας. Να πάτε εσείς να κοιμηθείτε εκεί. Εγώ θα πάω στη δική σου. Να πάρω μόνο κάτι να φορέσω για το κρύο, είπε ο Μενέλαος και λίγη ώρα μετά επέστρεψε δίνοντας του Μάρκου το κλειδί της γαμήλιας καμπίνας.
-Να κάτσω να σου κάνω παρέα; πρότεινε ο Μάρκος που η καρδιά του γινόταν κομμάτια να τον βλέπει σε αυτή την κατάσταση.
-Όχι, να πας την Ερασμία να ξεκουραστεί. Στην κατάσταση της δεν πρέπει να κάθεται μέσα στην υγρασία. Και κανόνισε! Αυτό που σου είπα νωρίτερα. Πρέπει να την πείσεις. Τίποτα από όλα όσα έγινα και θα γίνουν, δεν πρέπει να είναι μάταια! Με ακούς; του είπε και τον αγκάλιασε.

Σχεδόν με το ζόρι είχε πάει τη Λουκία στην καμπίνα. Ακόμα έτρεμε και δεν ήταν από την υγρασία. Ευτυχώς στο λιμάνι δεν είχαν υπάρξει σχολαστικοί με τον έλεγχο του διαβατηρίου της. Τυλιγμένη με μια μακριά εσάρπα και λέγοντας πως ήταν έγκυος, είχαν επισπεύσει την επιβίβαση τους στο μεγάλο πλοίο.  Μόλις έφταναν στην Κύπρο, ο άνθρωπος που θα έφτιαχνε την πλαστή ταυτότητα του Μάρκου θα αναλάμβανε να αλλάξει  τη φωτογραφία στο διαβατήριο της Ερασμίας. Με λίγες χρυσές λίρες όλα ήταν δυνατά. Με λίγες χρυσές λίρες χανόταν ένας άνθρωπος και εμφανιζόταν ένας άλλος. Τόσο απλά… Την κάθισε στο μεγάλο κρεβάτι και την κοίταξε στα μάτια χωρίς να ξέρει τι να της πει. Πώς να την κάνει να νιώσει λιγάκι καλύτερα. Την αγκάλιασε έτσι γλυκά και την ξάπλωσε  στο σκληρό στρώμα. Λίγη υγρασία ένιωσε αρχικά πάνω στο πουκάμισο του και ύστερα ένιωσε τα αναφιλητά της καθώς το σώμα της τρανταζόταν. Και όσο εκείνη πάλευε να ξεπλύνει την απελπισία που ένιωθε, ο Μάρκος της χάιδευε τα μαλλιά. Έτσι αποκοιμήθηκαν. Αγκαλιασμένοι σαν ένα σώμα.

«Άντρας στη θάλασσα!» ακούστηκε στα αγγλικά και το καράβι άρχισε να επιβραδύνει απότομα. Φωνές και αναταραχή επικρατούσε έξω από το φινιστρίνι.
-Τι γίνεται; ρώτησε τρομαγμένη η Λουκία και ο Μάρκος σηκώθηκε βιαστικά από το κρεβάτι.
-Ατύχημα μάλλον. Κάποιος πρέπει να έπεσε στη θάλασσα, απάντησε και έσκυψε να φορέσει τα παπούτσια του. Ένα γράμμα όμως βρισκόταν μπροστά στην πόρτα. Με χέρια που έτρεμαν έσκυψε και το έπιασε.

«Πάω να τη βρω. Μαζί για πάντα της υποσχέθηκα. Μέσα στην καφέ βαλίτσα είναι όλα τα χαρτιά μας. Φτάνοντας στην Κύπρο να πας να βρεις το Νεόφυτο στη διεύθυνση που σου γράφω. Είναι φίλος μου. Αυτός θα σε βοηθήσει να αλλάξετε τις φωτογραφίες στα χαρτιά. Στο τελωνείο σπρώξε λίγες λίρες και δεν θα έχεις θέμα. Αρκεί που είναι ελληνικά τα διαβατήρια. Μάρκο, πέταξε στη θάλασσα αυτό το γράμμα και το διαβατήριο σου. Εξαφάνισε ότι μπορεί να σε συνδέσει με την παλιά σου ταυτότητα, πριν φτάσετε. Στην Λεμεσό θα φτάσουν ο Μενέλαος και η Ερασμία. Το νιόπαντρο ζευγάρι που περιμένει το πρώτο του παιδί. Να χαίρεσαι που σπουδάσαμε το ίδιο πράγμα. Χρησιμοποίησε και το πτυχίο μου λοιπόν. Κάνε ό,τι χρειαστεί!  Ό,τι χρειαστεί για να την κάνεις ευτυχισμένη. Ο Μενέλαος θα κάνει την Ερασμία του ευτυχισμένη, με κατάλαβες; Δεν σας κρατάω κακία. Δεν φταίξατε σε τίποτα. Να αγαπιέστε και να μας ξεχάσετε. Δώσε νόημα σε όλα όσα έγιναν!»    
Μ.

-Τι λέει το γράμμα; Από ποιόν είναι;  ρώτησε η Λουκία τρομαγμένη με την έκφραση του Μάρκου και εκείνος της το έδωσε ενώ έσφιγγε με απόγνωση τις γροθιές του.
-Όχι, όχι, όχι, μουρμούρισε εκείνη και σηκώθηκε από το κρεβάτι.
-Μπορεί να τον ανασύρουν ζωντανό! Τρέξε! Μπορεί να προλάβουμε! συνέχισε  και άρχισε να τραβάει τον Μάρκο που είχε βάλει το κεφάλι του μέσα στα δύο χέρια του και το πίεζε με δύναμη.   
-Πόσοι ακόμα; Πόσοι ακόμα θα πεθάνουν; Δεν μπορεί να γίνεται όλο αυτό. Δεν μπορεί!!!! διαμαρτυρήθηκε πανικόβλητη και άρχισε να χτυπάει με δύναμη την κοιλιά της.
-Εσύ φταις! Εσύ φταις για όλα!!!! ούρλιαζε σε κατάσταση πανικού. Με δύναμη ο Μάρκος την άρπαξε και άρχισε να την τραντάζει να συνέλθει. Αν την άκουγε κανένας τότε θα άρχιζαν οι ερωτήσεις. Εκείνη όμως έδειχνε να μην επικοινωνεί. Με δύναμη σήκωσε το χέρι του και της έδωσε ένα δυνατό χαστούκι. Τα δάχτυλα του σημάδεψαν το λευκό της δέρμα, και τα μάτια της τον κοίταξαν με απορία.
-Αυτή είναι η πρώτη και η τελευταία φορά που σε χτυπάω. Από εδώ και εξής κανένας δεν θα σε ξαναχτυπήσει. Από αυτό το δευτερόλεπτο είσαι η γυναίκα μου η Ερασμία και είμαι ο άντρας σου ο Μενέλαος. Σε λίγους μήνες θα γεννηθεί και το πρώτο μας παιδί! Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Ο Μάρκος έπεσε από το πλοίο, νιώθοντας τύψεις που σκότωσε και λήστεψε τον πατέρα και τη μητριά του! Τον Μάρκο δεν τον ξέραμε καλά. Τυχαία βρεθήκαμε μαζί σε αυτό το πλοίο. Παλιοί συμφοιτητές ήμασταν απλά! Αυτά θα καταθέσουμε αν μας ρωτήσει κανένας. Απόψε δύο άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους για να είναι ο Μενέλαος και η Ερασμία μαζί! Και θα είναι! Αυτό το παιδί δεν φταίει σε τίποτα. Τίποτα! Αυτό το παιδί θα μεγαλώσει με αγάπη! Με πολλή αγάπη! Αυτό το παιδί έχει δικό σου και δικό μου αίμα και αυτό είναι αρκετό! Σκούπισε τα μάτια σου τώρα! Νιόπαντρη γυναίκα δεν πρέπει να κλαίει! τη διέταξε τη στιγμή που χτυπούσαν την πόρτα της καμπίνας τους.
-Συγνώμη που ενοχλούμε. Ο καπετάνιος ζήτησε να καταμετρήσουμε όλους τους επιβάτες για να βρούμε ποιος ήταν ο κύριος που έπεσε στη θάλασσα. Σύμφωνα με τα χαρτιά μου είστε ο κύριος Μενέλαος Αποστόλου και η κυρία Ερασμία Αποστόλου, σωστά; ρώτησε ένας Έλληνας υπαξιωματικός του πληρώματος.
-Σωστά! απάντησε ο Μάρκος και προσπαθώντας να είναι ψύχραιμος, έκανε πως ψάχνει τα διαβατήρια.
-Δεν χρειάζεται. Είσαστε και νεόνυμφοι και σας διακόψαμε. Καλή συνέχεια και ευχαριστώ, είπε νυσταγμένα και γύρισε την πλάτη του.    
  
για τη συνέχεια πατήστε εδώ

Παρασκευή 27 Απριλίου 2018

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ : κεφάλαιο δέκατο τέταρτο



-Γρήγορα! Έλα όσο πιο γρήγορα μπορείς! Ο Μενέλαος είναι στην εντατική. Η Ερασμία είναι χαμένη εντελώς. Τον διασωλήνωσαν. Γιώργο με ακούς;
-Δεν έρχομαι. Μην με ξαναπάρεις σε παρακαλώ τηλέφωνο. Και εσύ άφησε τους.  Πες πως δεν μας γνώρισες ποτέ.
-Γιώργο τι λες; Καταλαβαίνεις  τι σου λέω; Ο πατέρας σου! Ο πατέρας σου πεθαίνει!
-Δεν είναι ο πατέρας μου. Εριφύλη, φύγε. Τρέξε όσο πιο μακριά μπορείς! Τρέξε να σωθείς… είπε και της έκλεισε το τηλέφωνο αφήνοντας τη μετέωρη να κοιτάζει τη συσκευή. 

Τρείς μέρες τώρα προσπαθούσε να τον βρει στο τηλέφωνο, εκείνο όμως ήταν συνεχώς εκτός σύνδεσης. Τρείς μέρες που ο μικρός χώρος έξω από τον θάλαμο μιας ΜΕΘ είχε γίνει και πάλι δεύτερο σπίτι της. Κάποτε ήταν ο γιός της, τώρα ένας ηλικιωμένος άντρας που δεν της ήταν τίποτα. Και όμως εκείνη καθόταν. Καθόταν και περίμενε να της πουν έστω μια κουβέντα. Μια κουβέντα για να τη μεταφέρει στην Ερασμία. Μια Ερασμία, που αρνούμενη να αντιμετωπίσει αυτό που ερχόταν, είχε κατεβάσει εντελώς διακόπτη στο μυαλό της. 

Άλλη επιλογή δεν είχε η Έρη. Με τη βοήθεια της Άννας είχε τακτοποιήσει προσωρινά την Ερασμία σε μια ειδική μονάδα για άτομα με άνοια. Μόλις ερχόταν ο Γιώργος, θα μπορούσαν να μοιραστούν. Ο ένας στη ΜΕΘ και ο άλλος στην Ερασμία. Μόνο αυτή τη λύση είχε σκεφτεί. Ο Γιώργος όμως δήλωνε πως δεν θα ερχόταν και παρότρυνε και εκείνη να φύγει και να εγκαταλείψει στη μοίρα του το ζευγάρι. Τι ασυναρτησίες ήταν αυτές ότι δεν ήταν ο Μενέλαος πατέρας του; Τι σκατά είχε μάθει άραγε στο Κάιρο. 

Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Ο Γιώργος δεν σήκωνε πλέον το τηλέφωνο όσες φορές και αν είχε 
καλέσει. Ο Μενέλαος ήταν σε τεχνητό κώμα και η Ερασμία ήταν ανίκανη να επικοινωνήσει ουσιαστικά ώστε να τη βοηθήσει να καταλάβει, τι μπορεί να είχε μάθει ο Γιώργος. Μόνη της. Για ακόμα μια φορά μονάχη έπρεπε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της με κάθε κόστος. Παρακάλεσε την Άννα να έρθει να καθίσει κάποιες ώρες στο νοσοκομείο και επέστρεψε στη μονοκατοικία.
Με δυσκολία άνοιξε τα παλιά άλμπουμ της οικογένειας. Σαν κλέφτης ένιωθε, αλλά έπρεπε να το κάνει. Τα ξεφύλλισε βιαστικά. Εντύπωση αρχικά της έκανε πως όλες οι φωτογραφίες ξεκινούσαν από τη γέννηση του Γιώργου και μετά. Τίποτα παλαιότερο του 1967. Ούτε μια φωτογραφία των γονιών είτε του Μενέλαου, είτε της Ερασμίας. Άραγε αδέλφια δεν είχε κανένας τους; Εντάξει ο Μενέλαος ήταν ορφανός. Η Ερασμία όμως;  Τότε θυμήθηκε τη φωτογραφία στην κορνίζα. Με μια κίνηση την έπιασε και την επεξεργάστηκε. Τίποτα. Και αυτή η φωτογραφία σε τίποτα δεν μπορούσε να τη βοηθήσει. Βιαστικά πήγε να τη βάλει στη θέση της, δεν πρόσεξε όμως και με έναν εκκωφαντικό θόρυβο το γυαλί της κορνίζας έγινε χίλια κομμάτια. Στεναχωρημένη για τη ζημιά άρχισε να μαζεύει τα γυαλιά όταν πρόσεξε μια δεύτερη φωτογραφία, που μάλλον βρισκόταν εγκλωβισμένη στο κάδρο πίσω από αυτή που φαινόταν. Ένα ζευγάρι. Ένα άλλο ζευγάρι. Ένα όμορφο ζευγάρι, σε μια φωτογραφία γάμου. Η κοπέλα φορούσε το λευκό, δαντελένιο φόρεμα που η Ερασμία είχε σκίσει τότε. Ποιοι να ήταν άραγε; Με μια κίνηση μηχανικά γύρισε την φωτογραφία από πίσω και διάβασε  «Μενέλαος και Ερασμία Αλεξάνδρεια 1966». Τίποτα, δεν καταλάβαινε τίποτα. "Τότε το νυφικό την είχε επαναφέρει. Ίσως τώρα η φωτογραφία να λειτουργούσε το ίδιο", σκέφτηκε και την έβαλε βιαστικά μέσα στην τσάντα της. 

Λίγη ώρα μετά έμπαινε μέσα στο δωμάτιο της Ερασμίας που αφηρημένη χάιδευε το σεντόνι λες και ήταν άνθρωπος.
-Ο γιος μου. Δεν είναι όμορφο τα αγοράκι μου; τη ρώτησε και η Έρη ένιωσε την καρδία της να ματώνει.
-Ναι, πολύ.
-Είναι το καλύτερο μωρό του κόσμου. Δεν κλαίει ποτέ.
-Και το δικό μου αγοράκι, δεν έκλαιγε ποτέ… είπε η Έρη και δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάτια της.
-Θα κάνω τα πάντα για εκείνο. Έκανα τα πάντα για εκείνο. Κάποτε θα μεγαλώσει, κάποτε θα μου θυμώσει. Αυτό όμως δεν κάνει η σωστή μάνα; Πες μου και εσύ.
-Αυτό κάνει, συμφώνησε η Έρη και με το χέρι της να τρέμει ακούμπησε στο σημείο που χάιδευε η Ερασμία τη φωτογραφία. 

…………………………………………………………………....

Αλεξάνδρεια 1966


-Να ζήσετε, είπε ο Μάρκος και φίλησε πρώτος τον Μενέλαο και την Ερασμία που έλαμπαν από τη χαρά τους. Γάμος με τόσο λίγους καλεσμένους δεν πρέπει να είχε ξαναγίνει. Αυτό δεν έδειχνε όμως να στεναχωρεί το νεαρό ζευγάρι που  ευτυχισμένο κρατιόταν ακόμα χέρι, χέρι.

-Για πάντα μαζί, είπε η Ερασμία και φίλησε τον Μενέλαο.

-Για πάντα μαζί, αποκρίθηκε και εκείνος και την σήκωσε στον αέρα.

-Μη! Θα χαλάσεις το φόρεμα, διαμαρτυρήθηκε εκείνη και χαχάνισε χαρούμενη.

-Που να δεις τι θα κάνω στο φόρεμα, όταν θα στο βγάλω απόψε, της ψιθύρισε εκείνος και εκείνη έγινε κατακόκκινη.

-Ένα λεπτό να φιλήσω και τη Φεριχά που ήρθε η δόλια και ας μην είναι χριστιανή, είπε εκείνη και έτρεξε προς την μαγείρισσα που καθόταν πίσω πίσω μέσα στην εκκλησία. Μόλις όμως την πλησίασε η Φεριχά της έβαλε στο χέρι ένα σημειώμα, τη φίλησε και έφυγε τρέχοντας.

Με χέρια που έτρεμαν άνοιξε το χαρτί και μόλις διάβασε τι έγραφε, χλόμιασε.  

-Είσαι καλά αγάπη μου, τη ρώτησε ο Μενέλαος και εκείνη τσαλάκωσε βιαστικά το σημείωμα και το έκρυψε στη χούφτα της.

-Καλά είμαι. Η μικρή μου αδελφή είναι στην πόλη.  Θα ερχόταν στον γάμο, αλλά ντράπηκε. Μενέλαε μπορώ να πάω στο ξενοδοχείο που μένει να τη δω; παρακάλεσε προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή της.

-Δεν έχουμε πολύ χρόνο.  Θα ήθελα να την γνωρίσω και εγώ, αλλά πρέπει να στείλω τα χαρτιά του γάμου στην Ελλάδα. Να συνεννοηθώ με την πρεσβεία, να μεταφέρω τα πράγματα μας στο πλοίο, να πάρω τα διαβατήρια μας. Τόσες δουλειές και πρέπει να γίνουν μέσα στις επόμενες ώρες. Σε πειράζει να πας μόνη σου; Θες να πω στον Μάρκο να σε συνοδεύσει;

-Όχι, όχι. Θα πάω μόνη μου. Πάμε στο ξενοδοχείο να αλλάξω, μην κυκλοφορώ με το νυφικό και μετά με ένα ταξί θα πάω στην αδελφή μου και από εκεί θα έρθω να σε βρω στο λιμάνι. Ο Μάρκος να σε βοηθήσει με τη γραφειοκρατία καλύτερα.

-Δηλαδή δεν θα σου βγάλω εγώ το νυφικό; Μου το χαλάς! Ερασμία μην αργήσεις όμως, εντάξει; Ξέρεις πόσο σε αγαπάω; Αναρωτιέμαι αν το ξέρεις…

-Δεν θα αργήσω. Και μην γίνεσαι μελό! Και εγώ σε αγαπάω. Άντε πάμε τώρα! είπε και άρχισε να τον σπρώχνει προς την πόρτα με τον Μάρκο στο κατόπι τους να τους κοιτάζει μελαγχολικά και να σκέφτεται αν άραγε εκείνος θα άκουγε ποτέ από το στόμα της δικής του αγαπημένης πως τον αγαπάει; Αν άραγε θα ντυνόταν εκείνη ποτέ στα λευκά μόνο για τα δικά του μάτια; Αν άραγε θα τα κατάφερναν;


Όλοι μαζί πήγαν στο ξενοδοχείο. Οι άντρες περίμεναν την Ερασμία να αλλάξει, και όταν εκείνη κατέβηκε, τους χαιρέτησε προσπαθώντας να δείχνει φυσιολογική. Την ώρα όμως που ο Μενέλαος την έβαζε στο ταξί, τον κοίταξε σ τα μάτια και δάκρυσε.

-Γιατί κλαις, δεν είσαι ευτυχισμένη; τη ρώτησε εκείνος τρομαγμένος.

-Κλαίω γιατί σ αγαπάω. Κλαίω γιατί σ αγαπάω, όσο δεν σ αγάπησε άνθρωπος, είπε εκείνη και του έδωσε ένα ζεστό φιλί.

-Και μετά λες ότι γίνομαι εγώ μελό! Άντε πήγαινε και γύρνα γρήγορα σε μένα, τη διέταξε με προσμονή και έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου.


Σε όλη τη διαδρομή η Ερασμία έκλαιγε. Έκλαιγε για το ψέμα που είχε χρειαστεί να πει στον άντρα της.  Εκείνη της ζητούσε να μην πει τίποτα. Της ζητούσε να κρατήσει το μυστικό. Της ζητούσε να πάρουν και τον Μάρκο μαζί τους απόψε, έστω και με το ζόρι και να την ξεχάσουν. Η Ερασμία όμως θα της άλλαζε γνώμη. Η Ερασμία θα την έπειθε. Το τέρας δεν θα ήταν σπίτι. Πάντα τέτοια ώρα ήταν στη λέσχη και έπαιζε χαρτιά. 

Τρέμοντας μπήκε μέσα στο σπίτι και άρχισε να αναζητά την Λουκία. Στο δωμάτιο της την βρήκε στο πάτωμα. Σε μια γωνία στο πάτωμα καθόταν και έκλαιγε με λυγμούς.

-Λουκία μου… είπε και έτρεξε να την πάρει αγκαλιά

-Τι κάνεις εσύ εδώ; Όχι Ερασμία, όχι! Φύγε! Το πλοίο; Ο γάμος;  Ρώτησε σαστισμένη η Λουκία.

-Το πλοίο θα φύγει σε πέντε ώρες και ο γάμος έγινε. Η Φεριχά όπως της ζήτησες μου έδωσε το γράμμα σου, αφού τελείωσε το μυστήριο.

-Να ζήσετε. Να ζήσετε ευτυχισμένοι και αγαπημένοι. Να ζήσετε καλή μου φίλη.

-Ντύσου όσο πιο γρήγορα μπορείς. Θα φύγεις απόψε από εδώ μέσα. Δεν έχω πει τίποτα στον Μάρκο. Θα σε βάλω έστω και λαθραία μέσα στο πλοίο. Εδώ δεν μένεις λεπτό παραπάνω.

-Δεν μπορώ Ερασμία… Δεν μπορώ. Σου το έγραψα, είμαι καταδικασμένη. Είμαι έγκυος. Τι θα κάνω μόνη μου και έγκυος; Φύγε. Φύγε και πάρε και εκείνον μαζί. Μην του το πεις ποτέ. Δεν θέλω να με μισήσει. Εγώ θα περιμένω να γεννηθεί το παιδί. Να μεγαλώσει λίγο. Και μετά θα βρω τρόπο να το πάρω και να φύγουμε. Τώρα όμως δεν γίνεται…

-Το τέρας το ξέρει; Ξέρει πως είσαι έγκυος; ρώτησε με αγωνία η Ερασμία και σηκώθηκε από το πάτωμα, ενώ ταυτόχρονα μάζευε μερικά πράγματα της Λουκίας.

-Όχι. Δεν του το είπα. Και εγώ σήμερα το έμαθα. Είναι στη λέσχη, απάντησε η Λουκία που απελπισμένη καθόταν ακόμα στο πάτωμα.

-Καλύτερα! Έλα σήκω να φύγουμε δεν έχουμε πολύ χρόνο. Σύνελθε και σήκω! διέταξε τη Λουκία τη στιγμή που τον είδε να μπαίνει στο δωμάτιο αφηνιασμένος.

-Παλιοτσούλα! Ετοιμάζεσαι να με αφήσεις και μάλιστα με το παιδί μου στην κοιλιά σου; ούρλιαξε εκείνος και έπιασε τη Λουκία από τα μαλλιά σέρνοντας την στο πάτωμα.

-Φύγε Ερασμία, τρέξε,  φώναξε η Λουκία τρομαγμένη τη στιγμή που το χέρι του χτυπούσε με δύναμη το στόμα της και σταγόνες από αίμα και σάλιο εκσφενδονίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις.


Ό,τι έγινε από εκεί και μετά, η Λουκία σαν ταινία τα θυμόταν. Η Ερασμία να τον καβαλάει  από πίσω και με τα μικρά της χέρια να προσπαθεί να τον πνίξει. Εκείνος να προσπαθεί να ελευθερωθεί. Η Λουκία να ψάχνει σαν τρελή κάτι μέσα στο συρτάρι. Πέντε δευτερόλεπτα νωρίτερα αν το είχε βρει. Πέντε δευτερόλεπτα. Τόσο χρειάστηκε εκείνος για να πιάσει την Ερασμία από τα πόδια, να την φέρει μπροστά του και να την πετάξει με δύναμη στο τοίχο απέναντι. Πέντε δευτερόλεπτα που άλλαξαν τα πάντα. Βλέποντας το αίμα από το κεφάλι της Ερασμίας να τρέχει ασταμάτητα, η οργή τη θόλωσε. Η πρώτη μαχαιριά τον βρήκε δίπλα στην καρδιά και τον έκανε να παραπατάει. Η δεύτερη μαχαιριά τον βρήκε στην πλάτη. Η τρίτη μαχαιριά τον βρήκε στον λαιμό  και πλέον ήταν στο πάτωμα. Οι επόμενες μαχαιριές δεν είχαν νόημα, εκείνη όμως λυσσασμένα συνέχιζε. Έμπηγε το μαχαίρι με οργή  πάνω στο κρέας του ξανά και ξανά.  Και όταν πλέον βεβαιώθηκε πως ήταν νεκρός, έτρεξε στην Ερασμία. Πήρε αγκαλιά το ματωμένο κεφάλι της και έσκυψε κοντά στο στόμα της να δει αν αναπνέει. Τίποτα όμως δεν ακουγόταν.

-Συγνώμη!!!!!!!!!! Συγνώμη!!!!!!!!!  άρχισε να ουρλιάζει με πόνο και έσφιξε στην αγκαλιά της, το άψυχο πλέον σώμα της κοπέλας.                  


για τη συνέχεια πατήστε εδώ

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ : κεφάλαιο δέκατο τρίτο




Αλεξάνδρεια 1966


Οι αρραβώνες είχαν γίνει μέσα σε μια χλιδή τόσο ψεύτικη και κούφια, όσο και η σχέση των δύο μελλόνυμφων. Η Λουκία ντυμένη μ' ένα πανάκριβο φόρεμα, στεκόταν δίπλα στον άντρα της ανέκφραστη σαν τρόπαιο. Εκείνος πάλι έδειχνε εκστασιασμένος που ακόμα μια ζωή είχε υποταχθεί οριστικά σε εκείνον. Το περίεργο όμως δεν ήταν η δική του συμπεριφορά. Το περίεργο ήταν η συμπεριφορά του Μάρκου, που έμοιαζε σαν να το διασκεδάζει ειλικρινά. Αυτό θύμωνε και απογοήτευε περισσότερο τη Λουκία, που είχε κάνει ότι περνούσε από το χέρι της για να μπορέσει εκείνος να γλιτώσει. Μάταια δηλαδή προσπαθούσε τόσες μέρες να πείσει την Ερασμία να φύγει; Μάταια την είχε πληγώσει απαιτώντας να απολυθεί από τον άντρα της; Μάταια είχε καταδικάσει τον εαυτό της μέσα στην απόλυτη μοναξιά; 


Και όσο ο έντιμος σύζυγος της  έπινε χωρίς μέτρο, συνομιλώντας με τους καλεσμένους έντονα, εκείνη διακριτικά χώθηκε στην κουζίνα που η Φεριχά μαζί με άλλες αιγύπτιες γυναίκες ετοίμαζαν  πυρετωδώς το δείπνο. Πόσο της έλλειπε η Ερασμία…  Εκείνη ήταν που της είχε μάθει τελικά να μαγειρεύει με μεράκι τα ελληνικά φαγητά.


-Τσακίσου βγες τώρα έξω στη σάλα! Αν δεν σκεφτόμουν πως θα δει ο κόσμος τα μούτρα σου ματωμένα, θα σου έδινα μια στη μούρη να μάθεις να κρύβεσαι μέσα στην κουζίνα σαν δουλικό! Δεν έσκασα εγώ μια περιουσία για το φόρεμα σου, για να το βλέπουν οι υπηρέτριες! ούρλιαξε και την τράβηξε απότομα από το μπράτσο σπρώχνοντάς την με δύναμη.


Παραπατώντας και τρίβοντας το χέρι της βγήκε και πάλι στον κόσμο προσπαθώντας να μην φανεί πόσο πονούσε. Μόνο ο Μάρκος φάνηκε να αντιλαμβάνεται τι είχε προηγηθεί μόλις την αντίκρισε και αμέσως απέστρεψε το βλέμμα του. 


Ώρες μετά το σπίτι έμοιαζε βομβαρδισμένο. Το κτήνος είχε πέσει αναίσθητο και ροχάλιζε στο κρεβάτι και η Λουκία με βία προσπαθούσε να βγάλει τη βραδινή τουαλέτα από πάνω της λες και της έκαιγε το δέρμα. Το αδύνατο μπράτσο της ήταν όλο μελανό. Για λίγο το επεξεργάστηκε στον μεγάλο καθρέφτη και βιαστικά φόρεσε το νυχτικό της. Τουλάχιστον απόψε δεν θα την άγγιζε τόσο που είχε πιεί. Το στόμα της κολλούσε από την αηδία του φιλιού που της είχε δώσει πριν λιποθυμήσει. Όσο πιο αθόρυβα μπορούσε βγήκε από το δωμάτιο, κατέβηκε τη μεγάλη σκάλα και μπήκε στην σκοτεινή κουζίνα. Με τα χέρια της άρχισε να πίνει νερό από την βρύση και να βρέχει με μανία το πρόσωπο της. Μακάρι να μπορούσε το νερό να ξεπλύνει τη βρωμιά του, σκεφτόταν και έτριβε όλο και πιο μανιασμένα τα μάγουλα και τα χείλια της, όταν τον άκουσε να μπαίνει.


-Σε χτύπησε πάλι;

-Λιπόθυμος είναι…

-Δεν εννοώ τώρα, εννοώ πριν.

-Μόνο μια μελανιά στο μπράτσο, τίποτα σπουδαίο.

-Λίγο υπομονή κάνε. Λίγο μόνο ακόμα…

-Μάρκο σε παρακαλώ, άσε με μόνη μου! Φύγε!

-Λουκία σου έχω μήνυμα από την Ερασμία.

-Από την Ερασμία;

-Ναι… Δεν σου είπα τίποτα νωρίτερα, γιατί μέχρι τελευταία στιγμή πρέπει όλα να μοιάζουν φυσιολογικά. Αλλά δεν μπορώ άλλο να σε βλέπω έτσι.

-Δεν καταλαβαίνω τίποτα…

-Αύριο το απόγευμα θα παντρέψω την Ερασμία και τον Μενέλαο στον Άγιο Σάββα. Οι ιερείς είναι ενήμεροι πως δεν πρέπει να γίνει γνωστός ο γάμος και σέβονται την επιθυμία του ζευγαριού. Ο Μενέλαος είναι ορφανός και οι γονείς της Ερασμίας είναι στο Κάιρο όπως ήδη γνωρίζεις. Τους έχει ενημερώσει για τον γάμο και συναινούν. Αύριο τα ξημερώματα θα φύγουν με το νυχτερινό πλοίο για Κύπρο και από εκεί για Ελλάδα. Η Ερασμία μου ζήτησε να σου πω πως δεν σε ξεχνάει. Πως ξέρει πως θα είσαι σε καλά χέρια. Και πως ανυπομονεί να ειδωθείτε ξανά.

-Το νυφικό μου. Θέλω να της χαρίσω το νυφικό μου. Μάρκο σε παρακαλώ θα της πάς το νυφικό μου; Θέλω να το φορέσει και ύστερα να το πουλήσει.  Θα σου δώσω και κάποια άλλα πράγματα να της πας. Τη βούρτσα μου και κάποια κοσμήματα. Να τα πουλήσει πες της όλα. Θα χρειαστούν τα λεφτά στην καινούρια τους ζωή. Μακάρι να μπορούσα να είμαι και εγώ στον γάμο… Να είναι ευτυχισμένη πες της. Να είναι πάντα ευτυχισμένη και πως την αγαπάω πολύ, θα της τα πεις; Ορκίσου μου ότι θα της τα πεις, είπε μέσα σε αναφιλητά η Λουκία που πλέον συνειδητοποιούσε πως έχανε οριστικά κάθε δίοδο στην ελπίδα με την αναχώρηση του Μάρκου και της Ερασμίας.

-Λουκία θα της πάω ό,τι θες και θα της μεταφέρω τα λόγια σου, αλλά θα την ξαναδείς! Δεν με προσέχεις όταν μιλάω. Θα είσαι σε καλά χέρια και σύντομα θα είστε πάλι μαζί με την Ερασμία.

-Δεν είμαι παιδί Μάρκο. Να πάτε στην ευχή της Παναγίας και να είσαστε τυχεροί και ευτυχισμένοι. Ειλικρινά δεν κρατάω σε κανέναν σας κακία που φεύγετε, όπως είχες πει και εσύ, εγώ είχα επιλογή, μονολόγησε και  άρχισε να περπατάει προς την πόρτα όταν εκείνος την σταμάτησε και με τα χέρια του άρχισε να σκουπίζει τρυφερά τα δάκρυα της.

-Ο Μενέλαος και η Ερασμία φεύγουν. Εγώ θα μείνω πίσω. Ο Μενέλαος έχει φίλους στην Κύπρο. Θα μας φτιάξει πλαστές ταυτότητες. Μόλις όλα είναι έτοιμα θα φύγουμε και εμείς Λουκία. ΜΑΖΙ! Λίγο ακόμα υπομονή, λίγο ακόμα θέατρο και θα είμαστε όλοι ελεύθεροι. Τις τελευταίες μέρες κατάφερα να τον πείσω να μου δώσει τους κωδικούς του χρηματοκιβωτίου. Γιατί νομίζεις τα αποψινά καραγκιοζιλίκια; Για το τίποτα; Μόλις όλα είναι έτοιμα θα πάρουμε τα λεφτά και θα εξαφανιστούμε, είπε και τη φίλησε γλυκά στο μελανιασμένο μπράτσο λες και φιλούσε εικόνισμα.

-Αλήθεια; Μου λες αλήθεια; Πες μου πως λες αλήθεια! Μην μου το κάνεις αυτό. Μην μου δίνεις ελπίδες. Πονάει η ελπίδα περισσότερο από την απελπισία. Πονάω… είπε και χώθηκε ολόκληρη μέσα στην αγκαλιά του τρέμοντας.

-Δεν σε αφήνω Λουκία μου. Δεν σε αφήνω. Και στην κόλαση μαζί σου θα έρθω! Και κλέφτης θα γίνω και φονιάς αν χρειαστεί. Επιτέλους μπορώ και νιώθω και πάλι. Πες μου πως θα αντέξεις. Μόνο αυτό πες μου, ψέλλισε και της χάιδεψε τα μαλλιά.

-Θα αντέξω.  Θα αντέξω για όσο χρειαστεί, δήλωσε εκείνη με θάρρος και γλίστρησε με δυσκολία μέσα από την αγκαλιά του, αφήνοντας τον μόνο στην κουζίνα να ονειρεύεται μια ζωή απαλλαγμένη από τον φόβο και την πίκρα. 


Σε ένα όμορφο μπόγο η Λουκία τύλιξε εκείνο το βράδυ το δαντελένιο νυφικό της, την επάργυρη βούρτσα της και μια χρυσή καρφίτσα δώρο του πατέρα της. Αυτά ήταν τα γαμήλια δώρα της στην Ερασμία. Και όταν τα έδωσε την επόμενη μέρα, μετά το πρωινό, βιαστικά στον Μάρκο για να μην τους δουν, του χάιδεψε το χέρι καθώς του τα έδινε και εκείνος αναστέναξε στο φευγαλέο άγγιγμά της.
……………………………………………………………………………………………………………………………

Το αρχικό σοκ το διαδέχτηκε ένας εκνευρισμός φαινομενικά αδικαιολόγητος. Έκλεισε κινητά, έβγαλε το σταθερό από την πρίζα, έκλεισε τα παντζούρια του σπιτιού και λούφαξε στο σκοτάδι. Σχεδόν δύο χρόνια τώρα η Έρη είχε κάνει ότι περνούσε από το χέρι της να μάθει να ζει με την απώλεια του γιου της. Αρχικά είχε αρχίσει τα χάπια και το αλκοόλ. Στη συνέχεια είχε πετάξει τον Βασίλη έξω από τη ζωή της. Αδύνατο της ήταν να συνυπάρξει μαζί του πλέον. Αδύνατο να του συγχωρήσει το γεγονός πως ποτέ δεν είχε θελήσει αυτό το παιδί. Τεράστιο αγώνα είχε χρειαστεί να δώσει για να τον πείσει πως όλα τα εμπόδια, που εκείνος έβλεπε, ήταν στην πραγματικότητα ανύπαρκτα. Τι σήμαινε πως ήταν μικροί; Τι σήμαινε πως ακόμα δεν είχαν δουλειές; Τι σήμαινε πως ίσως κάποτε στο μέλλον να ερχόταν η σωστή ώρα; Εκείνη το ήθελε το μπιζελάκι στην κοιλιά της. Το μπιζελάκι αυτό ήταν κομμάτι των δύο τους. Και στο τέλος με το πείσμα της τον είχε πείσει να το κρατήσουν.

Εννιά μήνες η Έρη έκανε όνειρα. Χάιδευε την κοιλιά της και ονειρευόταν και ας μην συμμεριζόταν εκείνος τα όνειρα. Και ας βαρυγκωμούσε για τα έξοδα. Και ας απομακρυνόταν κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Και ύστερα ήρθε η γέννα και μαζί της ήρθε και η ημερομηνία λήξης της ευτυχίας της. Σοβαρή εγκεφαλική παράλυση με μέγιστο προσδόκιμο ζωής τους τρείς μήνες. Καταπέλτης η διάγνωση για τη ψυχή της. Αυτό το όμορφο αγοράκι δεν θα περπατούσε ποτέ, δεν θα την έλεγε ποτέ μαμά, δεν θα μεγάλωνε ποτέ. Θα έφευγε κάνοντας ένα μικρό πέρασμα, πράγμα που σε εκείνον έμοιαζε τόσο μάταιο και ανούσιο. Έκλαψε η Έρη πολύ. Έκλαψε τόσο πολύ, που νόμισε πως τα δάκρυα στέρεψαν. Έκλαψε και πόνεσε και εκείνος δεν της κρατούσε καν το χέρι, όσο πάλευε να αποδεχτεί πως δεν είχε καμία δύναμη πάνω στη μοίρα του παιδιού της.  Έγινε έτσι σκύλα. Αληθινή σκύλα και αγκάλιασε το φοβισμένο κουτάβι της. Εκείνη δεν θα το εγκατέλειπε. Εκείνη θα ήταν εκεί να το αγκαλιάζει κάθε δευτερόλεπτο που εκείνο θα ανέπνεε. Εκείνη θα το χάιδευε, θα του μιλούσε  και όταν θα ερχόταν η ώρα, εκείνη θα του κρατούσε το χεράκι να μην φοβάται. 

Πέντε μήνες έζησε ο μικρός Παναγιώτης, ξεπερνώντας σχεδόν στο διπλάσιο τις στατιστικές. Πέντε μήνες που η Έρη ξέχασε τα πάντα. Πέντε μήνες που ο γιός της τρεφόταν περισσότερο από τη δική της ανάσα και λιγότερο από τα σωληνάκια που έβγαιναν από το κορμάκι του. Πέντε μήνες που χρεώθηκε παντού για να εξασφαλίσει στο παιδί της την καλύτερη, και εντελώς παράλογη κατά τον Βασίλη, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Οι πέντε καλύτεροι και ταυτόχρονα χειρότεροι μήνες της ζωής της Έρης. Πέντε μήνες που την δίδαξαν τόσα πράγματα… Πέντε μήνες που όταν τελείωσαν την άφησαν πιο άδεια και πιο μόνη από ποτέ.

Το διαζύγιο είχε υπάρξει φυσική συνέπεια. Αυτό ήταν καθαρά δική της επιλογή. Για καιρό μετά το θάνατο του Παναγιώτη ήταν ανίκανη ακόμα και να αυτοεξυπηρετηθεί. Το πένθος της την τραβούσε σαν δίνη όλο και πιο βαθειά μέσα του. Ώσπου έπιασε πάτο, όταν μισολιπόθυμη την έφερε ένα περιπολικό στους γονείς της. Σε ένα στενό μεθυσμένη και ξαπλωμένη την είχαν βρει να κοιτάζει  με απάθεια τον ουρανό. Οι γονείς της τότε απελπισμένοι, της ζήτησαν να φύγει από την πόλη. Να πάει στην Αθήνα. Να κάνει μια καινούργια αρχή. Να προσπαθήσει να πατήσει ξανά στα πόδια της. Εκείνοι θα πλήρωναν ένα ψυχολόγο να τη βοηθήσει.

Μάζεψε έτσι τα κομμάτια της και έφυγε. Και νόμιζε πως τα πήγαινε καλά. Λίγο οι συνεδρίες που όλο και αραίωναν, λίγο το νέο περιβάλλον, λίγο ο αγώνας να μπορέσει να καλύψει τα δανεικά που είχε πάρει και πλέον μπορούσε και ανέπνεε, χωρίς να νιώθει ενοχή για κάθε ανάσα που έπαιρνε.

Γιατί  όμως τώρα ο Γιώργος τη γυρνούσε πάλι πίσω; Τι ήταν εκείνο που την έκανε τόσες μέρες πάλι να νιώθει παραίτηση; Λιγότερο από εικοσιτετράωρο είχε απομείνει για να επιστρέψει εκείνος και πάλι πίσω στην έδρα του. Λιγότερο από εικοσιτετράωρο για να μπορέσει να ανασάνει και πάλι. Λιγότερο από εικοσιτετράωρο, για να επιβεβαιώσει πως απλά μια σαρκική ατασθαλία ήταν όλο αυτό, τέτοια σκεφτόταν όταν χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού της.

Για λίγα λεπτά στεκόταν μπροστά το θυροτηλέφωνο και σκεφτόταν αν έπρεπε να ανοίξει. Αν ανοίγοντας του θα έκανε τα πράγματα καλύτερα ή χειρότερα. Στο τέλος όμως άνοιξε. Άνοιξε λες και το χέρι της είχε δική του θέληση και δεν υπάκουε στο μυαλό της.
-Χριστός Ανέστη.
-Αληθώς.
-Σήμερα γύρισες;
-Γιώργο, τι θέλεις;
-Να μιλήσουμε, γι αυτό που έγινε.
-Δεν έχουμε κάτι να πούμε, μην ανησυχείς. Πες πως δεν έγινε καν.
-Αυτό νομίζεις; Πως ήρθα για να εξασφαλίσω πως δεν θα διαρρεύσει; Απορώ γιατί «συμμετείχες» τόσο άσχημη γνώμη που έχεις για μένα.
-Δεν έχω άσχημη γνώμη για σένα. Ενήλικες άνθρωποι είμαστε. Ο καθένας μας μάλλον το έκανε για δικούς του λόγους. Και οι δύο θα πρέπει να ζήσουμε με την επίγνωση της πράξης μας. Απλά σου εξηγώ πως δεν έχω πρόθεση να κάνω τη ζωή σου δύσκολη.
-Πόσο πιο δύσκολη απ ότι είναι ήδη; Εριφύλη θέλω χρόνο. Πρέπει να βάλω κάποια πράγματα σε σειρά. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Μην βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα. Έχω ανάγκη από απαντήσεις αυτή τη στιγμή. Αν δεν βρω απαντήσεις, δεν μπορώ να ξεκαθαρίσω τίποτα. Και το θέμα μου δεν είναι η Μαρίνα. Με την Μαρίνα ζούμε συναινετικά εδώ και χρόνια. Η Ερασμία το γνωρίζει και για κάποιο λόγο σε σπρώχνει δίπλα μου. Σε λίγες μέρες έχω κανονισμένο ένα ταξίδι στο Κάιρο. Εκεί πιστεύω θα βγάλω κάποια συμπεράσματα. Λίγες μέρες πριν έρθω Ελλάδα έλαβα ένα τηλεφώνημα που έκανε κάποιες υποψίες μου να αρχίσουν να παίρνουν σάρκα και οστά. Κάποτε μου είπες πως πάω εμμονικά με τη λογική. Με αδίκησες τότε… Σαράντα οχτώ χρόνια που ζω προσπαθώ να αγνοώ τη λογική μου. Για πρώτη φορά θα τη βάλω μπροστά να κλείσω εκκρεμότητες. Χωρίς την αλήθεια, τίποτα δεν μπορεί να είναι αληθινό. Μια ζωή χτίζω πάνω σε ψέματα. Μαζί σου αν είναι να κάνω το οτιδήποτε, θα το κάνω με βάση την αλήθεια. Μπορείς λοιπόν να μου δώσεις λίγο χρόνο;
-Γιώργο δεν ξέρω. Φοβάμαι… Δεν ξέρεις και εσύ τίποτα για μένα.  Κουβαλάω πολλά, πολλά που δεν ξέρεις.
-Ξέρω πως για μένα είσαι η Εριφύλη. Η έξοχη όλων των γυναικών. Η δική μου ξεχωριστή. Η μάνα μου το είδε αυτό, πριν το δω εγώ καν. Λίγο χρόνο, λίγο μόνο. Αυτό σου ζητάω. Και ύστερα μια ευκαιρία. Μια ευκαιρία να ανοίξουμε τα χαρτιά μας στο τραπέζι και βλέπουμε. Δεν είναι όλες οι σχέσεις σαν εκείνων. Δεν είναι όλων οι σχέσεις βγαλμένες από τα παραμύθια. Βαρέθηκα να ψάχνω  το δικό τους απόλυτο κούμπωμα και να μην το βρίσκω. Βαρέθηκα να τους κοιτάζω και να ζηλεύω το δέσιμο τους. Αυτό ήταν που μικρότερο με έβαλε σε σκέψεις και άρχισα να σκαλίζω. Το μεμπτό τους ψάχνω, να λυτρωθώ. Γιατί κάτι υπάρχει. Είμαι σίγουρος πως κάτι υπάρχει!
-Φύγε, πήγαινε και βρες ότι χρειάζεσαι. Βρες ότι έχεις ανάγκη. Και ύστερα έλα. Έλα να ανοίξουμε τα χαρτιά μας, όπως λες, και όπου βγάλει. Και εγώ βαρέθηκα να με τιμωρώ. Βαρέθηκα να με προστατεύω, είπε η Έρη και χώθηκε στην αγκαλιά του.  

Ακίνητοι και αγκαλιασμένοι έμειναν για κάμποσα λεπτά χωρίς να λένε τίποτα. Δυο άνθρωποι με είκοσι χρόνια διαφορά ηλικίας , δύο άνθρωποι με διαφορετικές προσλαμβάνουσες και διαφορετικά βιώματα, δύο άνθρωποι που γνώριζαν στο ελάχιστο ο ένας τον άλλο, δύο άνθρωποι που η τύχη είχε φέρει κοντά λες και είχε λειτουργήσει σαν αόρατος υπερφυσικός μαγνήτης. Δυο άνθρωποι που χωρίς να το γνωρίζουν περπατούσαν πάνω σε μια παράλληλη διαδρομή, απλά και μόνο για να της δώσουν ένα διαφορετικό φινάλε.  
               
για τη συνέχεια διαβάστε εδώ