Η Αλίκη ήταν μπερδεμένη. Τόσο μπερδεμένη, που ακόμα και οι αναθεματισμένοι θάμνοι όλο κόμπους, που είχε στο κεφάλι της για μαλλιά, μπροστά στο εξωφρενικό μπέρδεμα του μυαλού της, έμοιαζαν λιγότερο γόρδιοι δεσμοί. Αυτοί τουλάχιστον με λίγη μαλακτική κρέμα μαλλιών ξεμπλέκονταν. Εκτός από μπερδεμένη όμως ένιωθε και απελπιστικά μόνη. Μια μοναξιά τόσο δυσβάσταχτη, που ήταν λες και της πρόσθετε πενήντα κιλά, κάνοντας την συναισθηματικά παχύσαρκη, ανήμπορη να κινηθεί. Ναι αυτό, μια μοναξιά που την καθήλωνε αυξάνοντας το ειδικό βάρος της σκέψης της.
Κάποτε πίστευε πως σαν τη συνονόματη της θα εξερευνούσε τη Χώρα των Θαυμάτων. Πως με μαγικά φίλτρα θα μίκραινε και θα μεγάλωνε, πέφτοντας σε τρύπες και περνώντας μέσα από λιλιπούτειες πόρτες. Η ζωή της όμως είχε αποδειχθεί εντελώς διαφορετική... Ένα ταξίδι χωρίς προορισμό, ένα ταξίδι σε κύκλους. Ένα ατελείωτο ταξίδι χωρίς να πηγαίνει ουσιαστικά πουθενά. Το μόνο κοινό στοιχείο με το παραμύθι που περίμενε κάποτε να ζήσει, ήταν το ρολόι. Ένα ενοχλητικό ρολόι τσέπης, που σε μια παρόρμηση είχε αγοράσει από ένα παλαιοπωλείο στο Μοναστηράκι, και που είκοσι χρόνια τώρα, αρνιόταν να σταματήσει να δουλεύει, και ας μην του είχε αλλάξει ποτέ μπαταρία. Τικ-τακ, ακουγόταν μέσα στη νύχτα και την εκνεύριζε που ο χρόνος προχωρούσε μπροστά, όταν όλα τα υπόλοιπα έμεναν καρφωμένα.
Όλα θα ήταν διαφορετικά αν άνηκε σε εκείνους που το τικ τακ του χρόνου τους παρηγορούσε. Σε εκείνους που κάθε νέα Σελήνη στον ουρανό και κάθε περιστροφή γύρω από τον Ήλιο ήταν αρκετά για να είναι ευγνώμονες. Της δικής μας Αλίκης όμως αυτό ουδέποτε είχε υπάρξει αρκετό... Από πολύ νωρίς της ήταν ξεκάθαρο πως μέσα της εγκυμονούσε κάτι απροσδιόριστο, αλλά σπουδαίο, κάτι που με τα χρόνια θα έπαιρνε σιγά σιγά μορφή και θα την ταξίδευε σε τόπους μαγικούς. Τα χρόνια όμως περνούσαν, τα τικ-τακ το επιβεβαίωναν, αλλά το απροσδιόριστο πράγμα δεν έλεγε να γεννηθεί!
Αντί λοιπόν να κόβει βόλτες με τραπουλόχαρτα , να χορεύει βαλς με τρελαμένους γάτους και να αποκοιμιέται κάτω από βελανιδιές, στεκόταν με μπερδεμένα μαλλιά και μπερδεμένα μυαλά να προσπαθεί να κουμπώσει σε μια πραγματικότητα σταθερή, ματαιωμένη από εκπλήξεις, μια χώρα ακίνητη λες και τα χρόνια μόνο ημερολογιακά περνούσαν, χωρίς να προσφέρουν κάτι. Μια χώρα που θύμιζε εκείνη του Πήτερ Πάν και που σίγουρα δεν ήταν ο δικός της τόπος. Μια χώρα που ΠΟΤΕ δεν γινόταν τίΠΟΤΕ!
Απελπισία την έπιανε κάθε φορά που σκεφτόταν, πως όποιος έγραφε την ιστορία της την έμπαιζε και την ταλαιπωρούσε. Πως επίτηδες δεν έδινε σχήμα στο ακόμα αγέννητο πράγμα, που τόσα χρόνια κουβαλούσε. Άρχισαν έτσι τα ψυχοσωματικά. Ευερέσθιτο έντερο της είχε πει πριν από κάτι μήνες, ένας γυαλαμπούκας γαστρεντερολόγος σε κρατικό νοσοκομείο, που μετά χαράς θα του έκανε και εκείνη μια κολονοσκόπηση χωρίς μέθη, έτσι για το γαμώτο. “Έγκυος είμαι ρε φίλε σε κάτι σπουδαίο, ανάθεμα τα πτυχία σου! Ξεστραβώσου και πες μου αν στον υπέρηχο τουλάχιστον έχει μορφή μπας και σωθώ!” του είχε πετάξει μες τα νεύρα, για να αποκτήσει ένα ωραιότατο κακογραμμένο παραπεμπτικό και για τον ψυχίατρο του νοσοκομείου.
Μοναξιά. Θλιβερή μοναξιά που την πετούσε στο περιθώριο και τη στιγμάτιζε. Μια μοναξιά που όταν την πλάκωνε, την ανάγκαζε να μασκαρεύεται. Την ανάγκαζε να βγάζει τις ριγέ μακριές κάλτσες της, που τόσο αγαπούσε, και να φοράει εκείνες τις δαντελένιες που της χάριζαν την εφήμερη ψευδαίσθηση πως επιτέλους κάπου θα κούμπωνε. Για την ακρίβεια οι άλλοι πάσχιζαν να κουμπώσουν σε εκείνη όποτε τις φορούσε, αλλά λεπτομέρεια. Εφήμερη πληρότητα από όποια οπτική γωνία και να το δεις. Ακόμα όμως και εκείνα τα καταδικασμένα κουμπώματα, στείρα ήταν. Κατειλημμένος ο χώρος εντός της από εκείνο το υποτιθέμενα σπουδαίο. Η καλύτερη αντισύλληψη όλων των εποχών!
Και όσο η ζέστη έξω σκαρφάλωνε τον υδράργυρο σε νούμερα απόκοσμα, κάνοντας τα μαλλιά της να φριζάρουν ακόμα περισσότερο από τον ιδρώτα, το έντερο της να έχει κατέβει σε σπαστική διαμαρτυρία για το μισό καρπούζι που είχε καταβροχθίσει νωρίτερα και το μυαλό της να ξεκουρδίζεται και να χάνει χτύπους όλο και συχνότερα, μια γάτα σκαρφάλωσε στο παράθυρο της και με θράσος βούτηξε τα μουστάκια της στον φραπέ που έβραζε πάνω στο γραφείο της.
-Ντεκαφεινέ είναι φίλος. Βλαμμένο έντερο εδώ. Αν θες σου φτιάχνω ένα φρέσκο τούρμπο, να μην κοιμηθείς για μέρες, είπε στη γάτα με τόση φυσικότητα που λίγο την τρόμαξε αρχικά.
-Και δεν τον φτιάχνεις. Βάλε όμως ζάχαρη, γιατί αδελφούλα μου σκέτη πίκρα είναι τούτος, της απάντησε ο γάτος που πλέον άραζε φαρδύς πλατύς απέναντι από τον ανεμιστήρα και έγλυφε τα αχαμνά του.
-Γάλα να βάλω;
-Μπα. Μπλακ τον πίνω.
Και σαν να ήταν το πιο λογικό πράγμα στο κόσμο, πήγε στην κουζίνα και έφτιαξε μια περιποιημένη φραπεδιά στον κεραμιδόγατο, που μόλις ήπιε την πρώτη γουλιά, γουργούρισε από ευχαρίστηση.
-Χριστέ μου, αποτρελάθηκα. Κερνάω καφέ μια γάτα και μιλάω μάλιστα μαζί της. Αυτό ήταν μου έστριψε! διαπίστωσε έντρομη μόλις συνειδητοποίησε τι συνέβαινε.
-Άσε μας κουκλίτσα μου. Όλοι για δέσιμο είμαστε. Κάνα τσιγαράκι έχεις; συνέχισε ο γάτος απτόητος
-Βλαμμένο έντερο σου λέω. Κομμένη και η νικοτίνη. Αν και μεταξύ μας δεν νιώθω πλέον πόνο. Περίεργο...
-Να σου ζήσει μανίτσα μου!
-Ποιος;
-Αυτό που λύσσαξες να πάρει μορφή! Τι είμαι ο πούστης! Πελαργοί και αηδίες.
-Δεν καταλαβαίνω τίποτα, αλλά ξέρεις κάτι, δεν με νοιάζει κιόλας. Απίστευτο;
-Και όμως αληθινό! Και χιουμοράκι ο κερατάς! Διότι αληθινό δεν είναι, αλλά ποιος νοιάζεται;
-Τρέλα εγκυμονούσα δηλαδή τόσα χρόνια;
-Έλα συγκεντρώσου! Μας νοιάζει πως το λένε; Δεν μας νοιάζει! Καρφάκι δεν μας καίγεται φιλενάδα. Αυτό ήταν το λάθος σου μωρή ηλίθια τόσα χρόνια. Σχήμα, νόημα, λογική, κατανόηση έψαχνες και όλα αυτά μέσα από παραμύθια. Δεν πάνε αυτά μαζί... Άστο το ρημάδι ελεύθερο χωρίς να το φοβάσαι και χωρίς να προσπαθείς να το χωρέσεις μέσα σε ταξίδια ήδη καμωμένα. Άκου Χώρες του Ποτέ Ποτέ και Χώρες των Θαυμάτων. Περίμενα κάτι παραπάνω από σένα! Απόλαυσε Αλικάκι το δικό σου γαμημένο ταξίδι, πριν να είναι αργά, και μην απαιτείς από τους άλλους να γίνουν συνταξιδιώτες. Γκε-γκε;
-Πόσο σοφός είσαι...
-Μια καρικατούρα της φαντασίας σου είμαι και μάλιστα μια καθόλου πρωτότυπη εκδοχή, δεδομένων των συνθηκών. Μα γάτα;;; Πόσο προβλέψιμο! Τι να σε κάνω όμως που είσαι αναλφάβητο ντουβάρι και τα θες λιανά. Τράβα τώρα πλύσου που ζέχνει ο θάμνος πάνω στο κεφάλι σου και όσο πλένεσαι, καθάρισε και το μπάχαλο που βρίσκεται μέσα σε αυτό, να χαρείς. Τη βρώμα ξέπλυνε και άσε την αταξία.
-Να ξέρες πόσο ανάλαφρη νιώθω ξαφνικά...
-Καλά έχεις βάλει κιλά τελευταία μεταξύ μας, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Σήκωσε τον κώλο σου τώρα και φτιάξε βαλίτσες. Α και που είσαι, ένα τελευταίο για το δρόμο κερασμένο από μένα: τώρα που έφτιαξε το στριμμένο άντερο σου, τράβα για κάνα κοκορέτσι με κανέναν άνθρωπο! είπε ο γάτος με μπλαζέ ύφος και πήδηξε από το ανοιχτό παράθυρο από όπου είχε μπει για να μην χαλάσει το προξενιό.
Λίγη ώρα αργότερα η Αλίκη έκλεινε τη βαλίτσα της. Ούτε δαντελωτές , ούτε ριγέ κάλτσες είχε βάλει μέσα. Άλλωστε ακόμα δεν ήξερε καν τι καιρό θα έβρισκε στον άγνωστο προορισμό της._