Μόλις μπήκε μέσα στο μικρό μπαρ η μπόχα της έκοψε την ανάσα. Φορώντας ακόμα τα μαύρα γυαλιά ηλίου της προσπάθησε να διακρίνει που καθόντουσαν, αλλά στάθηκε μάταιο. Δεν έβλεπε απολύτως τίποτα. Έκανε ένα δειλό βήμα και σκόνταψε πάνω σε μια καρέκλα. Μορφάζοντας από τον πόνο κατέβασε λίγο τα γυαλιά και άρχισε να σκανάρει το κατάστημα. Τώρα που είχε πλήρη εικόνα του μαγαζιού ένιωθε τον φασιανό που είχε φάει νωρίτερα να μπαίνει σε σχηματισμό εκτόξευσης. Κλείνοντας διακριτικά τη μύτη της άρχισε να κινείται προς το τραπέζι που καθόντουσαν.
-Να υποθέσω εσύ το διάλεξες το μαγαζί; ρώτησε κοιτώντας τη μια από τις δύο και κάθισε διστακτικά στη βρώμικη καρέκλα δίπλα της
-Βγάλε χριστιανή μου τα γυαλιά! Έτσι τραβάς περισσότερο τα βλέμματα, δεν το καταλαβαίνεις; απάντησε εκείνη και σήκωσε το χέρι της προς το μπάρμαν κάνοντας του νόημα να φέρει ακόμα ένα ποτό.
- Άργησες πάλι, είπε η τρίτη μπουκωμένη με μερικά φιστίκια εκσφενδονίζοντας ένα μικρό κομματάκι φιστίκι προς το μέρος της που πήγε και έκατσε πάνω στα μαύρα μαλλιά της.
-Και που κατάφερα και ήρθα να λες πάλι καλά! διαμαρτυρήθηκε εκείνη φορώντας ακόμα τα γυαλιά.
-Βγάλε τα γυαλιά λέμε! Θέαμα έχουμε γίνει ηλίθια! την μάλωσε ξανά η γυναίκα με το γαλάζιο φόρεμα.
-Και αν μας αναγνωρίσει κανείς; ψιθύρισε ενοχικά και πλέον οι άλλες δύο γελούσαν νευρικά.
-Άσε μας κουκλίτσα μου που την κάψα τη δική μας έχει ο κόσμος νομίζεις. Οι "θαυμαστές" μας αυτή την ώρα παίρνουν το δεύτερο ύπνο τους και όλοι οι υπόλοιποι μας έχουν ξεγράψει! την καθησύχασε η ξανθιά ανάβοντας ένα τσιγάρο ενώ ο μπάρμαν έφερνε ένα ουίσκι στο τραπέζι τους.
-Και τότε γιατί χωθήκαμε ρε σε αυτή την τρύπα που βρωμοκοπάει σαν υπόνομος; είπε εκνευρισμένη και έβγαλε επιτέλους τα γυαλιά της
-Γιατί φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά..., είπε η ξανθιά τινάζοντας το τσιγάρο της.
-Άστα αυτά! Πες τώρα, πως κατάφερες και ξέφυγες αυτή τη φορά; ρώτησε με ενδιαφέρον η γυναίκα που συνέχιζε να μπουκώνεται με το ένα φιστίκι μετά το άλλο.
-Με τον κλασσικό τρόπο. Έφτιαξα μηλόπιτα με ζανάξ για επιδόρπιο , πάρκαρα τα παιδιά στις δουλάρες και ήρθα! είπε σκουπίζοντας με αηδία το χείλος του ποτηριού πριν πιει μια γουλιά από το ποτό της.
-Να δω πότε θα σε πάρει χαμπάρι να τρέχουμε και να μην φτάνουμε... είπε ανήσυχα η καστανή με το κόκκινο πανωφόρι και τράβηξε μπροστά της το μπωλάκι με τα ξηροκάρπια.
-Σταμάτα μαρή να τρως! Δεν βλέπεις πως έχεις γίνει;;; Και είσαι και η μικρότερη από τις τρεις μας! Πως θα παντρευτείς σε αυτό το χάλι??? τη μάλωσε η μελαχρινή τραβώντας το μπωλάκι και πάλι μακρυά της.
-Σοβαρά τώρα μου κάνεις αυτή την ερώτηση; Να παντρευτώ για ποιο λόγο; Να γίνω σαν εσένα ή σαν την άλλη εδώ; Να μου λείπει το βύσσινο! Άσε που κάνεις λες και δεν ξέρεις...Μετά από εκείνον όλοι μου φαίνονται πολύ "λίγοι". Τόσα χρόνια και ούτε ένας δεν μπόρεσε να μου δώσει τις δυνατές συγκινήσεις που μου έδωσε εκείνος... Φέρε λοιπόν τα φιστίκια πίσω, είπε με παράπονο και ξαναπήρε τα φιστίκια μπροστά της.
-Κάποια στιγμή πρέπει να προχωρήσεις μπροστά...Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια... Ξεπέρασε το επιτέλους και βρες κανέναν άλλο. Ήμαρτον μανίτσα μου με το κτήνος! την μάλωσε η ξανθιά
-Ναι είδα και εσένα πόσο έχεις ξεπεράσει τα θέματα σου με το παρελθόν... Το τρίτο ποτό είναι αυτό σωστά; Και σας το έχω ξαναπεί. Μεγαλύτερη παρεξήγηση από αυτή της δικής μου ιστορίας δεν παίζει να έχει υπάρξει. Ένας μαλάκας εκεί δεν είχε τα αρχίδια να την γράψει όπως έπρεπε και με κατέστρεψε... Τις προάλλες τον πέτυχα τυχαία πάλι... Και πάλι μου έλεγε τα ίδια...Πως πλέον μαζί μου αδύνατο να του σηκωθεί...Τον ευνούχισα λέει... Αλλά καλά να πάθω και εγώ αφού δεν έκατσα να με "φάει" τότε που έπρεπε...Τώρα τον πούλο.... είπε λυπημένη και προσπάθησε να τυλιχτεί μέσα στο κόκκινο πανωφόρι της που μετά βίας έκλεινε πλέον γύρω από το στρουμπουλό της σώμα.
-Και αποφάσισες να πνίξεις τον καημό σου στο λίπος ε; Εύγε! συνέχισε απτόητη καυστικά η ξανθιά αδειάζοντας το τρίτο ποτό της.
-Άλλες τον πνίγουν στο αλκοόλ και στα χάπια...άλλες γεννοβολάνε το ένα παιδί πίσω από το άλλο για να ξεχνάνε τις μαλακίες τους και κάποιες από εμάς τον πνίγουμε στους υδατάνθρακες... σχολίασε μελαγχολικά η καστανή και μια άβολη ησυχία έπεσε στο μικρό τραπέζι.
-Φέρε ρε Μπάμπη μια γύρα σφηνάκια , φώναξε η ξανθιά στον μπάρμαν σπάζοντας τη σιωπή.
-Κοσμοπόλιταν να πιούμε! αναφώνησε χαζοχαρούμενα η μελαχρινή και οι άλλες δύο έτοιμες ήταν να βάλουν πάλι τα γέλια.
-Τι με κοιτάτε ρε έτσι; Δεν φτάνει που ζούμε την απόλυτη παρακμή, ας την ζήσουμε με χάρη! Γιατί εκείνες είναι καλύτερες από εμάς; διαμαρτυρήθηκε ενώ ο Μπάμπης άφηνε στο τραπέζι τους τα σφηνάκια τεκίλας.
-Πιες το ταπεινό σφηνάκι τεκίλα τώρα και άσε μας με τα σύγχρονα παραμύθια, που θες να το παίξουμε και sex and the city..Ακόμα να πάρεις το μάθημα σου; είπε η ξανθιά και σήκωσε το ποτηράκι με το κιτρινωπό υγρό.
-Στις απανταχού πεθερές αυτού του πλανήτη που κάνουν τις κακές μητριές να φαντάζουν γατάκια και τους μπούληδες γιους τους που κρέμονται από το βρακί τους!
-Στους απωθημένους αταίριαστους έρωτες που τους έφαγε η λογοκρισία!
-Στις ξεπέτες του παρελθόντος.... στη μητρότητα και την καταπίεση του παρόντος... και στις φιλίες του μέλλοντος!
είπαν διαδοχικά και κατέβασαν σε απόλυτο συγχρονισμό τα σφηνάκια.
-Σκέφτομαι να κάνω αγωγή διαζυγίου... είπε η ξανθιά ακουμπώντας το ποτηράκι στο τραπέζι, κάνοντας τις δύο άλλες να γυρίσουν και να την κοιτάξουν εμβρόντητες.
-Δεν μιλάς σοβαρά έτσι; Κάνε σου λέω ένα παιδί. Ίσως να αλλάξει η μέγαιρα αν την κάνεις γιαγιά...είπε τρυφερά η μελαχρινή πιάνοντας το χέρι της ξανθιάς.
-Δεν είναι μάνα μου η λύση ένα παιδί. Να φέρω στον κόσμο ένα παιδί και να είναι και αυτό δυστυχισμένο; Δεν τον γλιτώνω τον εγκλεισμό...ορφανό θα απομείνει... Και εσύ ειδικά ξέρεις πόσο στοιχίζει η απώλεια της μάνας σε τρυφερή ηλικία.. Κουράστηκα ειλικρινά και τα χάπια δεν βοηθάνε. Αν μέναμε μόνοι μας ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά... Αλλά όλη μέρα την έχουμε ανάμεσα μας. Και η χολή που ρίχνει αστείρευτη.... Βρωμιάρα με ανεβάζει, τσουλί με κατεβάζει. Που τον τύλιξα λέει και της τον πήρα. Που άλλα όνειρα είχε εκείνη για τον μονάκριβο της. Και εκείνος δεν κάνει τίποτα να της το βουλώσει.... Τις προάλλες καθόμουν μπροστά στο τζάκι και κάπνιζα και μόλις με είδε με κοίταξε με περιφρόνηση και μου είπε να μην ξεχάσω να καθαρίσω τις στάχτες μετά... Ο ψυχαναλυτής μου μου το είπε ξεκάθαρα... Πως αν δεν κάνω κάτι άμεσα θα μου το φορέσουν το λευκό ρομπάκι... Στην ήδη λέει επιβαρυμένη παιδική ηλικία μου, ο ψυχικός βιασμός που δέχομαι καθημερινά από την πεθερά μου, με έχει κάνει να ακροβατώ μεταξύ λογικής και παράνοιας....
-Να τον χωρίσεις τον πούστη! Αεί σιχτρ με όλους τους μαλάκες! αναφώνησε η καστανή θυμωμένη και όλο το μαγαζί γύρισε και τις κοίταξε.
-Σκάσε ηλίθια μας κοιτάνε!!! είπε η μελαχρινή κλωτσώντας την κάτω από το τραπέζι.
-Χέστηκα! Απορώ με εσένα ειλικρινά.... Άλλη είναι η ξανθιά της παρέας, εσύ φέρεσαι όμως ώρες ώρες σαν ξανθιά... Εσύ δηλαδή δεν το έχεις σκεφτεί θες να μας πεις το διαζύγιο;
-Μα εγώ είμαι καλά σε γενικές γραμμές...Αν δεν ήταν και τόσο ζηλιάρης...Αν δεν ήταν τόσο ανασφαλής... Αν δεν προσπαθούσε να με δέσει κάνοντας μου το ένα παιδί πίσω από το άλλο... Αν μπορούσε να αποδεχτεί το παρελθόν μου...Τον έχει στοιχειώσει που ήταν ο όγδοος άντρας της ζωής μου... μονολόγησε κοιτώντας το ποτό της.
-Ναι και αν η γιαγιά μου είχε ρόδες θα ήταν πατίνι και δεν θα έτρεχα να της πάω φαγητό της κατάκοιτης. Έτσι δεν θα τον συναντούσα ποτέ! διαμαρτυρήθηκε έντονα η καστανή μπουκώνοντας και πάλι το στόμα της με φιστίκια
-Κορίτσια τα έχουμε κάνει ομαδικώς μην πω τι... Αν αρχίσουμε να τσακωνόμαστε και μεταξύ μας, θα την χάσουμε εντελώς την μπάλα. Στην τελική τα έχουμε ξαναπεί...Όλες πληρώνουμε τις επιλογές που άλλοι έκαναν για εμάς... Τι να πει ρε σεις και η άλλη... Μίλησε καμία μαζί της; ρώτησε η ξανθιά σε μια προσπάθεια να αλλάξει θέμα.
-Μίλησα εγώ το πρωί... Είπε θα ερχόταν, αλλά αύριο έχει χημειοθεραπεία...Καλά λέει πάει το πράγμα.. Της έπεσαν βέβαια όλα τα μαλλιά, αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Σε ένα βαθμό το ευχαριστήθηκε γιατί έτσι περνάει απαρατήρητη... είπε μελαγχολικά η καστανή.
-Μάλιστα...Τι λέτε, πάμε αύριο μαζί της στο νοσοκομείο; πρότεινε η μελαχρινή και οι άλλες δύο ένευσαν θετικά.
-Α και τώρα που το θυμήθηκα! Σου έχω ένα καλό γκομενάκι! Του αρέσουν και οι αφρατούλες. Δεν είναι βέβαια κανένας βαθύπλουτος αλλά είναι τριχωτός όπως σου αρέσουν. Ξέρεις ο τύπος σου, αξύριστος, ψηλός, μπρουτάλ. Τι λες θα τον γνωρίσεις; συνέχισε ενθουσιασμένη η μελαχρινή που δεν άντεχε το ποτό και ήδη ένιωθε να ζαλίζεται.
-Μαλάκα δεν υποφέρεσαι!!! Ειλικρινά προτιμώ την αλκοόλα από εσένα! Αυτή πίνει τα προζάκ εσύ μαστουρώνεις! Δεν θέλω γκόμενο!!! Πόσες φορές πρέπει να στο πω! Μετά από εκείνον σου λέω έκλεισα σαν γυναίκα!!!! ούρλιαξε η καστανή κάνοντας ακόμα μια φορά τους ψιλομεθυσμένους θαμώνες να γυρίσουν προς το μέρος τους.
-Οχετός αυτό το στόμα σου πια! διαμαρτυρήθηκε δήθεν θιγμένη η μελαχρινή και η ξανθιά ξέσπασε σε νευρικό γέλιο.
-Μπάμπη πιάσε άλλη μια γύρα για να κάνουμε αποφώνηση σιγά σιγά για απόψε, φώναξε στον μπάρμαν.
-Δεν είναι κακός ο Μπάμπης... Αχ αλλοτινά μου νιάτα... Που θα ήμουν εγώ ελεύθερη σαν τούτη τη μουρόχαβλη και θα το άφηνα να πιάνει αράχνες! είπε χασκογελώντας κοιτώντας τον κώλο του Μπάμπη ενώ απομακρυνόταν από το τραπέζι τους.
-Έλα να πάνε τα φαρμάκια κάτω λέμε. Στην τσουλίτσα τη Χιονάτη που παίζει ακόμα το ματάκι της! είπε η ξανθιά τσουγκρίζοντας το ποτήρι της μελαχρινής κατεβάζοντας μονορούφι το περιεχόμενο του μικρού ποτηριού.
-Στην βλαμμένη την Κοκκινοσκουφίτσα που δεν κάθισε να την φάει από τον Λύκο και τρώει πλέον το άπαν σύμπαν! είπε η μελαχρινή τσουγκρίζοντας το ποτήρι της καστανής.
-Στο μαστούρι τη Σταχτομπούτα που πες μας τι πίνεις και δεν μας δίνεις! είπε η καστανή τσουγκρίζοντας το ποτήρι της ξανθιάς.
Και πλέον και οι τρεις γελούσαν υστερικά και δεν τους καιγόταν καρφί που όλο το μαγαζί τις κοιτούσε!
Πρώτη έφυγε η Χιονάτη. Φόρεσε τα μαύρα γυαλιά της και τρεκλίζοντας μέσα στο σκοτάδι αφού σκόνταψε σε όλα τα τραπέζια στη διαδρομή ,κατάφερε να βγει με μερικές μελανιές στο καθαρό αέρα και πάλι..
Δεύτερη σηκώθηκε η Κοκκινοσκουφίτσα...
-Θες να πάρουμε ταξί μαζί;
-Μπα θα κάτσω λίγο ακόμα...
-Αύριο στης Ραπουνζέλ μην το ξεχάσεις!
-Δεν το ξεχνάω...
-Καληνύχτα ξανθούλα... είπε και χώνοντας στην τσέπη της μερικά ακόμα φιστίκια για το δρόμο βγήκε από το μπαρ
-Αυτό κερασμένο από το κατάστημα, είπε ο Μπάμπης και έκατσε στη καρέκλα δίπλα της σπρώχνοντας ένα ποτήρι μπροστά της
-Να σαι καλά ρε Μπάμπη, τον ευχαρίστησε εκείνη και του πρόσφερε ένα τσιγάρο
-Είσαστε ιστορία μου αμαρτία μου εσύ και οι φίλες σου, σχολίασε ανάβοντας το τσιγάρο
-Δεν φαντάζεσαι πόσο.... είπε αναστενάζοντας
-Τόσο καιρό έρχεσαι εδώ και εγώ το όνομα σου δεν το ξέρω...παραπονέθηκε κοιτώντας την στα μάτια.
-Στα παραμύθια πιστεύεις Μπάμπη;
-Δεν θα το έλεγα...Ούτε τα πουλάω ούτε τα αγοράζω...παραδέχτηκε αυτός
-Λέγε με τότε Σούλα..
-Στην υγεία σου ρε Σούλα! Επ που πας; Τώρα που αρχίσαμε να γνωριζόμαστε λίγο καλύτερα.. είπε πιάνοντας το χέρι της ενώ αυτή σηκωνόταν από το τραπέζι
-Πέρασε η ώρα Μπάμπη μου και πρέπει να γυρίσω στο έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα... του είπε δίνοντας του ένα φιλί στο μάγουλο. Και όσο εκείνη απομακρυνόταν ο Μπάμπης πρόσεξε τα περίεργα γοβάκια που φορούσε και παρά την μουσική μέσα στο μπαρ, εντύπωση του έκανε ο ήχος που προκαλούσαν κάθε φορά που ακουμπούσαν τα λεκιασμένα πλακάκια. Λες και ήταν γυάλινα._
Δαμαλίτη Ιωάννα