Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

Το δωμάτιο με την γυάλινη οροφή...

 Όσο προσπαθώ επίμονα να σε θάψω βαθιά στο παρελθόν, τόσο σε αποζητά το "μέσα" μου. Και εκεί στην άκρη κάθεται η καταπιεσμένη  εφηβεία μου και κλαψουρίζει παρακαλώντας σε να "μπεις μέσα μου". Για μια φορά μόνο να μπεις μέσα μου... Αλήθεια; Παραμύθια;  Έχει σημασία;  Φυσικά και δεν έχει!  Στο είπα χίλιες φορές, το δικό μου το μυαλό σαλεμένο γεννήθηκε και μέσα στους λαβυρίνθους του κάνεις πολλά. Και το θέμα δεν είναι τι κάνεις εσύ, αλλά τι κάνω εγώ. Και εγώ μεταμορφώνομαι. Εγώ σε εκμεταλεύομαι σε κάθε επίπεδο και ω ναι το απολαμβάνω. Και σου το λέω με κάθε δυνατό τρόπο, αλλά επιλέγεις να μην ακούς ότι σε χρησιμοποιώ. Άσε λοιπόν τα χέρια μου που καίνε χειμώνα καλοκαίρι να σε κάψουν έστω και μέσα στο μυαλό μου. Γιατί ναι μπορεί να είναι δυο μικρά χέρια, αλλά οδοστρωτήρες γίνονται με το άγγιγμα τους. Δεν με πιστεύεις; Αυλάκια μπορούν να ανοίξουν πάνω στο σώμα σου. Και μέσα στα αυλάκια να ρέει ιδρώτας και πόθος και εγώ διψασμένη με τα χείλη μου προσεκτικά, να πιάνω κάθε σταγόνα και να μεθώ. Και σε κάθε λιγωμένο αναστεναγμό, σε κάθε μικρή γουλιά να σταματάει ο χρόνος. Δεν με έχεις ακούσει να αναστενάζω. Δεν θα με ακούσεις ποτέ να αναστενάζω... Καλύτερα έτσι. Σε εκείνο λοιπόν το δωμάτιο με την γυάλινη οροφή όλα διάφανα, όλα καθαρά, χωρίς πρέπει και δεν πρέπει, χωρίς την "πολυκοσμία" που μας περιβάλει. Μόνο εσύ και εγώ και απέξω νύχτα. Ναι νύχτα και ας είσαι άνθρωπος της μέρας. Κρύψου για λίγο μαζί μου στο σκοτάδι, κάνε μου το χατήρι... Και ύστερα βγες να ξεπλυθείς στον ήλιο σου διώχνοντας τα απομεινάρια. Το κάναμε άλλωστε και ένα άλλο βράδυ σε ένα λιγότερο ειδυλλιακό τοπίο από αυτό, θυμάσαι; Τότε με άφησες να σε τραβήξω στο σκοτάδι μου και ας με έβλεπες για πρώτη φορά.  Και ας σου ζήτησα να μην με αγγίξεις. Ναι εκεί με "κέρδισες" να ξέρεις. Όταν δέχτηκες να μην με αγγίξεις. Που να θυμάσαι όμως... Ο ρημάδης ο χρόνος όλα τα σβήνει σιγά σιγά. Την γεύση πήρε πρώτη, τους ήχους στην συνέχεια και τελευταία πήρε την μυρωδιά. Αυτή εκεί καρφωμένη να μην λέει να φύγει. Ώσπου στο τέλος λύγισε και χάθηκε και αυτή. Και απέμεινε μόνο η απορία. Αλήθεια; Παραμύθια; Έχει σημασία; Άσε με λοιπόν κάτω από τη γυάλινη οροφή, με το φεγγάρι για λάμπα, να σε κοιτάξω κατάματα και να σου χαμογελάσω με αμηχανία. Και άσε με να πιάσω τους καρπούς των χεριών σου. Άσε με να γείρω ελαφρά προς το μέρος σου και άσε με να ιχνηλατήσω αργά τη διαδρομή μέχρι τους ώμους σου. Και ύστερα άσε με να πάρω τα χέρια σου και να τα βάλω στον λαιμό μου. Αν τα ελέγχω εγώ τα χέρια σου τότε όλα θα είναι πιο εύκολα. Εύφλεκτο υλικό το δέρμα μου δυστυχώς. Και φίλα με!  Κόψε μου την ανάσα! Κόψε την παροχή οξυγόνου! Δεν καίει λεν φωτιά χωρίς οξυγόνο. Μαλακίες! Μια χαρά καίει. Και κάνε το φιλί να μοιάζει με θάνατο. Γιατί μπορείς να το κάνεις αυτό στο βεβαιώνω. Ναι βραχυκυκλώνω όταν ο εγκέφαλος  μου δεν παίρνει οξυγόνο. Και είναι η πιο λυτρωτική αίσθηση αυτή να σταματάς το δικό μου το μυαλό από την υπερλειτουργία του. Και όσο απελπισμένη θα προσπαθώ να ξεκολλήσω από πάνω σου, μην με αφήσεις... Αυτή τη φορά μην με αφήσεις χαζέ! Σφίξε με περισσότερο και κομμάτια θα γίνω, λες και είμαι και εγώ γυάλινη σαν την οροφή. Γιατί ναι σε αυτό είχες ένα δίκιο, το ορίζω από το ικετεύω ελάχιστα αγγίγματα απέχουν, ελάχιστες κοφτές ανάσες.. Και μόνη μου παραζαλισμένη θα σου ελευθερώσω κομμάτια σάρκας. Γιατί μέσα στο δωμάτιο με τη γυάλινη οροφή είμαστε μόνο εσύ και εγώ και ακόμα και οι ανασφάλειες μου, κλειδωμένες είναι απέξω. Και καθώς κάθε ρούχο  θα φεύγει θυσία στη νύχτα , μην σταματάς να με αγγίζεις. Και κλείσε με γυμνή μέσα στην δική σου γυμνή αγκαλιά και άσε τα σώματα να κουμπώσουν με τον μοναδικό τρόπο που κουμπώνουν ακόμα και τα πιο αταίριαστα. Το νιώθεις; Δεν είναι το τρέμουλο δισταγμός. Αδημονία λέγεται και πλέον κυλάει σε κάθε κύτταρο. Και να θες να κρυφτείς το σώμα σου σε προδίδει. Και δεν προδίδει μόνο εσάς τους άντρες. Δεν μπορεί να μην το νιώθεις. Άγγιξε τα σωστά σημεία και θα πάρεις την μεγαλοπρεπή επιβεβαίωση σου πως πλέον όλα πάνω μου ικετεύουν. Μα γιατί διστάζεις; Ακόμα δεν είσαι σίγουρος; Άσε με τότε να χαράξω διαδρομή μέχρι το αυτί σου και άσε με να στο ψιθυρίσω. Πρώτη προσπάθεια και πνίγονται οι λέξεις σε μικρά φιλιά. Δεύτερη προσπάθεια και τις κόβει ένας λυγμός. Τρίτη προσπάθεια  και επιτέλους κατάφερα να τις ξεστομίσω. Και πλέον γελάει η δική σου ματαιοδοξία, σχεδόν με ξεκουφαίνει αλλά δεν με νοιάζει. Μέσα από το δωμάτιο με την γυάλινη οροφή  κανένας δεν θα βγει νικητής ή χαμένος. Και θέλω να σε βασανίσω. Αλήθεια το θέλω. Θέλω να σε κάνω να το ζητάς εσύ αντί για μένα, αλλά το έσκασε και ο εγωισμός από το παράθυρο μαζί με τις ανασφάλειες και άντε να βγω στο κρύο να τον μαζέψω. Και είναι τόσο ζεστά έτσι όπως είμαι γυμνή κολλημένη πάνω σου. Ποιος τον χέζει τον εγωισμό! Και σε καθίζω γλυκέ μου Γολιάθ στην άκρη του κρεβατιού ανυπόμονα και πριν προλάβεις να καταλάβεις τι ετοιμάζω, πλέον δεν ικευτεύω. Πλέον απαιτώ και παίρνω! Πλέον δεν σε παρακαλώ να μπεις μέσα μου. Πλέον μόνη μου τυλίγοντας σφιχτά τα πόδια μου γύρω σου σε καλωσορίζω εντός μου. Το νιώθεις; Εσοχή προεξοχή σε πλήρη αρμονία κάτω από το φεγγάρι. Μείνε ακίνητος! Γιαυτό σε σφίγγω. Μην κουνιέσαι. Νιώσε για λίγα δευτερόλεπτα πως συσπώνται οι μυς από το κούμπωμα. Αλήθεια, αντανακλαστικά γίνεται. Το ξένο σώμα προσπαθεί να γίνει ένα με τον υποδοχέα. Και εκείνος αντιδρά. Ανόητε υποδοχέα, χαμένος κόπος, άδικα παλεύεις. Μην με κοιτάς στα μάτια, μην με φιλάς, μη σου λέω..Ορίστε χαλάρωσα τα πόδια μου. Σε ελευθέρωσα. Δικό σου το παιχνίδι, πάντα δικό σας ήταν άλλωστε. Άσε με μόνο, ναι αυτό, άσε με έτσι καθισμένη πάνω σου και δώσε εσύ ρυθμό. Μην ανησυχείς θα σε προφτάσω. Αυτοαναφλεγόμενο σου θυμίζω. Με ακούς; Ο ρυθμός της ανάσας μου στο αυτί σου με προδίδει. Με νιώθεις; Τα χέρια μου που σε σφίγγουν όλο και περισσότερο και οι μυς μου που συσπώνται ανεξέλεγκτα με προδίδουν. Με βλέπεις; Η έκφραση του προσώπου μου με προδίδει. Ποτέ μου δεν κατάλαβα πως μια γυναίκα μπορεί να το προσποιηθεί αυτό. Μάλλον μια γυναίκα που δεν το έχει νιώσει ποτέ στη ζωή της! Ποτέ μου δεν κατάλαβα πως μπορεί ένας άντρας να μην καταλάβει το ψέμα. Μάλλον ένας άντρας που δεν έχει δει τη συγκεκριμένη γυναίκα να τελειώνει αληθινά! Και όσο εγώ θα χάνομαι, γιατί με χάσιμο μοιάζει η αίσθηση, εκμεταλεύσου τον παραδομένο ξέπνοο υποδοχέα. Ναι κάνε το σου λέω! Μύθος και χίμαιρα ο συγχρονισμός, που δεν χωράει ούτε μέσα σε μια ουτοπία σαν αυτή. Έλα μωρό μου, είναι η δική μου σειρά τώρα,  μην μου το στερείς... Άσε τις δικές μου αισθήσεις να χορτάσουν από την δική σου ικανοποίηση. Τώρα εγώ σε ακούω, εγώ σε νιώθω, εγώ σε βλέπω. Και πες το μου. Πες το μου αφού ξέρεις πόσο αγαπάω τις λέξεις. Ναι ιδρωμένοι και αποκαμωμένοι,  εκεί στην γωνία του τεράστιου κρεβατιού που χρησιμοποιήσαμε μόνο την άκρη του,  κάτω από τη γυάλινη οροφή,  με λάμπα το φεγγάρι, θα κοιτάξω εγώ εσένα και εσύ εμένα. Και όσο θα γλιστράω μαλακά μακρυά σου αφήνοντας το οξυγόνο , τα ρούχα, την απόσταση, τα πρέπει και τα δεν πρέπει, τα χιλιόμετρα, τις ανασφάλειες να ορμήξουν και πάλι ανάμεσα μας θα σε ακούσω όσο κλείνω πίσω μου την πόρτα να λες. Αλήθεια; Παραμύθια; Έχει σημασία; Φυσικά και δεν έχει... _            

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιαστε: