Πέμπτη 6 Αυγούστου 2015

To θηρίο....



Γίνανε οι μνήμες βάρος ασήκωτο...
και όλα όσα έκανα αλλά κυρίως εκείνα που δεν έκανα...
και περνάει ο χρόνος τικ τακ τον ακούς?
ο ήχος του με κουφαίνει ... η σιωπή με κουφαίνει...
Και νιώθω έτοιμη να εκραγώ σαν ηφαίστειο αλλά δεν ξέρω το πως...
ψάχνω ψάχνω τον τρόπο και όλοι οι τρόποι μοιάζουν λανθασμένοι...
Αλλά τα είδα και τα σωστά..αυτά δεν με έφεραν άλλωστε εδώ που στέκομαι?
βαρέθηκα να στέκομαι...θέλω να τρέξω...έστω να τρέξω και ας ήλπιζα κάποτε πως θα πέταγα.
Μίκρυνε ο ουρανός μου και δεν χωράνε πια τα φτερά μου να ανοίξουν...
αν κάνω να τα ανοίξω φοβάμαι πως θα σπάσουν...πάγωσαν και θα γίνουν χίλια κομμάτια...
Μόνο το μυαλό μου τρέχει χρόνια τώρα και τα χέρια μου τρέχουν στον απόηχο του πάνω στα πλήκτρα...και όπως τρέχουν ακούω μελωδίες λες και μπορούν τα πλήκτρα ενός υπολογιστή να γεννήσουν ήχους... και όμως και μουσική φτιάχνουν και εικόνες και είναι καμία φορά τόσο αληθινά αυτά που φτιάχνουν που είναι λες και τα έχω ζήσει... Κρύβομαι μέσα τους και σκεπάζομαι με τις λέξεις και το κρύο φεύγει...Πάντα ζήλευα τους μουσικούς....τους ζωγράφους... τους ποιητές... νότες, χρώματα, λέξεις, όλα μικρά κομματάκια παζλ που τα ενώνουν και φτιάχνουν αναμνήσεις , ιστορίες, συναισθήματα. Και προσπαθώ....αλήθεια στο λέω προσπαθώ... πίστεψε με προσπαθώ με όποιο τρόπο μπορώ να βγάλω από μέσα μου αυτό που έχω αλλά όσο προσπαθώ αυτό τόσο μεγαλώνει σαν μωρό που δεν θέλει να γεννηθεί. Κουβάρια μπλεγμένα που ψάχνεις την άκρη και πάνω που νομίζεις πως την βρήκες διαπιστώνεις πως κάπου υπάρχει ακόμα ένας κόμπος...Και κόμπο τον κόμπο νιώθεις σαν μοναχός που παίζεις με το κομποσκοίνι του μυαλού σου και πέφτεις σε μια νιρβάνα που όμοια της δεν υπάρχει. Φωνάζω με ακούει άραγε κανένας?  Μα γιατί κανένας δεν ακούει την δική μου κραυγή....μάλλον είναι σε λάθος μήκος κύματος....άλλαξε συχνότητα και ίσως να με ακούσεις. Και θα μου πεις γιατί δεν αλλάζεις εσύ μήκος κύματος αλλά δεν μπορώ...είναι πάνω από μένα....μέσα σε μένα...κομμάτι από μένα....αν αλλάξω μήκος κύματος θα με χάσω...και φοβάμαι να με χάσω και ας με μισώ ώρες ώρες...Τα χέρια μου πάντα είναι ζεστά το έχεις προσέξει???  χειμώνα καλοκαίρι καίνε λες και μονίμως περιμένουν να κάνουν κάτι...περιμένουν χρόνια να κάνω κάτι μαζί τους να δροσιστούν αλλά ακόμα και όταν τα χρησιμοποιώ εκείνα φουντώνουν περισσότερο...αχόρταγα χέρια....αχόρταγο μυαλό..αχόρταγη ψυχή ...όλο ζητάτε και δεν ξέρω τι άλλο να σας δώσω.... Όσο μεγαλώνω μικραίνω...συρρικνώνομαι...θέλω οξυγόνο...δεν μπορώ να αναπνεύσω δεν το βλέπεις? Δεν το βλέπεις..βλέπεις μέσα από μένα λες και είμαι διάφανη..ποτέ δεν είδες μέσα σε μένα ακόμα και όταν άνοιγα όλες τις πόρτες και σε καλωσόριζα...Έμπαινες με τα μάτια κλειστά και κρατούσες μόνο όσα ήθελες...όσα σε βόλευαν...όσα φαινόντουσαν... Και έμεναν όλα τα υπόλοιπα χωρίς να τα αγγίξεις...ακόμα εκεί είναι περιμένουν και αυτά μήπως σε κάποια από τις επισκέψεις σου τα δεις... Δεν φταις εσύ...εγώ φταίω που σου ζητάω να μπεις στο λαβύρινθο μου και να βρεις την έξοδο... όταν  για σένα από την αρχή  όλα ήταν απλά μαθηματικά ένα και ένα κάνουν δύο φωνάζεις από το δικό σου στρατόπεδο και εγώ θέλω ένα και ένα να κάνουν δύο μήπως και σταματήσουν επιτέλους οι φωνές στο κεφάλι μου αλλά για μένα είναι αδιανόητο ένα και ένα να κάνουν δύο όταν τα νούμερα είναι άπειρα. Άπειρο μαγική λέξη αλλά ακόμα και σε αυτή την λέξη οι μαθηματικοί θέλησαν να βάλουν κάτι να την προσδιορίσουν συν και πλην...μαζί και χώρια...όλοι και κανένας... Βάζω τέρμα την μουσική...δεν θέλω να με ακούω αλλά ακόμα και αυτό ιδιοτροπία μου σου φαντάζει...λες κι θέλω να σε απομονώσω.... ανόητος που είσαι! Μόνο έτσι καταφέρνω να σπρώχνω τις μέρες μόνο με δυνατούς ήχους να τρυπάνε τα αυτιά μου, να διαχέονται στο μυαλό μου, να το μουδιάζουν να μην αντιδρά...Και όταν ακόμα και οι δυνατοί ήχοι δεν καταφέρνουν να σβήσουν τον διακόπτη γράφω...γράφω και δεν με διαβάζεις....δεν θέλησες να με διαβάσεις ποτέ....γιαυτό πλέον δεν ξέρεις καν ότι γράφω...πλέον νομίζω δεν θέλω να με διαβάσεις γιατί δεν μπορείς και ας λες πως μ αγαπάς...Πως αγαπάς κάτι όταν δεν το ξέρεις? Ίσως και να μπορείς και ίσως αυτή η αγάπη να είναι και η πιο σπουδαία. Εγώ θέλω να σε διαβάσω....προσπαθώ να σε διαβάσω και εκνευρίζομαι που είσαι τόσο καθαρός...αυτή η καθαρότητα σου με θυμώνει, με εκνευρίζει. Τα εύκολα πάντα με κούραζαν διψάω σαν τρελή για κάτι δύσκολο. Ναι το ξέρω πως είναι παράλογο αλλά έτσι είμαι, είπαμε το θηρίο που κρύβω μέσα μου και που δεν δέχεται να βγει με τίποτα. Καμουφλαρισμένο μέσα σε ένα κοινότυπο άνθρωπο τον σιγοτρώει αργά και βασανιστικά και τις νύχτες βγαίνει και του ψιθυρίζει λόγια λάγνα για ζωές περίπλοκες για τόπους μαγικούς ματωμένους με πάθη, βρεγμένους με δάκρυα λουσμένους με φόβους. Και όταν το πρωί το θηρίο λουφάζει σε μια γωνία οι μέρες μοιάζουν πιο θαμπές μέσα στο μεγαλείο της καθημερινότητας. Με διαβάζω και βλέπω πόσο εγωίστρια είμαι....θέλω να μπεις και να αναμετρηθείς με το θηρίο...είμαι άδικη συγχώρα με... ένας αδύναμος άνθρωπος είμαι που του αρέσει να βάζει τρικλοποδιές στον εαυτό του...Σου είπα πως όσο μεγαλώνω μικραίνω???? Ναι στο ξαναείπα μάλλον αυτό θα φταίει.-

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2015

Η θεωρία του χάους



Έξω έβρεχε ασταμάτητα. Αύγουστος μήνας και είχαν ανοίξει οι ουρανοί. "Ο καιρός έχει σαλέψει εντελώς", σκέφτηκε και δυσανασχετώντας απομάκρυνε τα ιδρωμένα μαλλιά της από τους γυμνούς ώμους της. Φαινόμενο του θερμοκηπίου της το είχε πει όταν προσπαθούσε να της αναλύσει τις κλιματολογικές αλλαγές, τότε που ακόμα την φλέρταρε και εκείνη εκστασιασμένη τον κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό. Γιαυτό τον είχε ερωτευτεί. Όχι γιατί ήταν όμορφος, ούτε γιατί ήταν πλούσιος, αλλά γιατί της μιλούσε ώρες για πράγματα που εκείνη δεν ήξερε. Μια αστραπή φώτισε το σκοτεινό δωμάτιο και η φωτογραφία του πάνω στο κομοδίνο της φωτίστηκε, λες και κάποιος εκείνη την ώρα την τραβούσε με το φλας. Και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ένα απόκοσμο μπουμπουνητό ήρθε να την συμπληρώσει. "Το φως ταξιδεύει γρηγορότερα από τον ήχο..." τον άκουσε να της ψιθυρίζει και με μια κίνηση την πέταξε κάτω και άκουσε το τζαμάκι να σπάει σε χιλιάδες κομμάτια. Γύρισε πλευρό αναστενάζοντας και προσπάθησε να κοιμηθεί. Αύριο ήταν η μεγάλη μέρα, θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον ξεκούραστη.

Στριφογύρισε μερικές φορές και στο τέλος το πήρε απόφαση πως δεν θα κοιμόταν απόψε. Και αυτή η ζέστη σε συνδυασμό με την υγρασία δεν βοηθούσε καθόλου. Έβγαλε τα ρούχα της και μπήκε στο μπάνιο. Άφησε το παγωμένο νερό να την δροσίσει και όταν το σφουγγάρι με το σαπούνι ακούμπησε στην κοιλιά της, ένας πόνος την έπιασε . Όχι δεν ήταν πραγματικός πόνος, ιδέα της ήταν, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της και συνέχισε να πλένεται.

Λίγη ώρα αργότερα καθόταν σκεφτική στην μεγάλη ψάθινη πολυθρόνα και κάπνιζε ενοχικά ένα τσιγάρο. Η βροχή επιτέλους άρχιζε να κοπάζει. "Το κάπνισμα μπορεί να σε σκοτώσει αγάπη μου...και αν δεν σκέφτεσαι τον εαυτό σου σκέψου εμένα. Πως θα ζήσω εγώ αν πάθεις εσύ τίποτα;" Λόγια του αέρα, συλλογίστηκε και ακόμα πιο θυμωμένη για όλα τα παραμύθια του που είχε πιστέψει, τράβηξε μια τόσο μεγάλη ρουφηξιά που ένιωσε να την πνίγει. Σαν να ξανά ένιωσε τον πόνο στην κοιλιά, αλλά τον αγνόησε. Ηταν και τρεις μέρες τώρα νηστική, ίσως να έφταιγε αυτό. Αύριο, αύριο όλα θα έμπαιναν σε μια σειρά και πάλι. Αύριο θα πατούσε reset και θα ξαναέβρισκε τον εαυτό της, λίγες ώρες απέμεναν. Μια ιστορία δέκα χρόνων από αύριο θα άνηκε οριστικά στο παρελθόν. Και όμως αυτό που την πονούσε τόσο δεν ήταν ότι δέκα χρόνια της ζωής της τα είχε σπαταλήσει με κάποιον που δεν άξιζε, αλλά που θα την πλήρωνε ο άμαχος πληθυσμός. Όχι τέτοια τώρα, μάλωσε τον εαυτό της και κοίταξε τους άδειους δρόμους έξω από το παράθυρο.

Την λάτρευε την Αθήνα τον Αύγουστο, λες και μεταμορφωνόταν σε μια άλλη πόλη. Λες και όλος ο κόσμος που έφευγε πανικόβλητος και κυνηγημένος από την κούραση, έπαιρνε μαζί του και όλη τη βρώμα αυτής της ταλαιπωρημένης πόλης. Αύριο όταν όλα θα είχαν τελειώσει θα πήγαινε μια βόλτα στο κέντρο. Ναι αυτό θα έκανε, αποφάσισε και άναψε ένα δεύτερο τσιγάρο.

Σε εκείνον δεν άρεσε η Αθήνα. Πάντα έψαχνε τρόπο να φύγει και εκείνη τον δικαιολογούσε. Παιδί της επαρχίας ήταν που δεν μπόρεσε ποτέ να ενσωματωθεί. Άραγε τώρα που είχαν χωρίσει, θα γύριζε πίσω στον τόπο του; Τίποτα δεν τον κρατούσε άλλωστε πλέον εδώ. Πρώτα έχασε τη δουλειά του και τώρα έχανε και εκείνη. Μάλλον θα έφευγε... και ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Δεν θα κινδύνευε να τον συναντήσει κιόλας. "Ο κόσμος είναι μικρότερος από όσο φανταζόμαστε...και εμείς μεγαλύτεροι από όσο νομίζουμε", του άρεσε να της λέει κάθε φορά που εκείνη απογοητευόταν. Μα τι την είχε πιάσει και θυμόταν πράγματα απόψε που της είχε πει. Καλά λένε πως οι ορμόνες τρελαίνονται, βιάστηκε να συμπεράνει και ένας δυνατότερος πόνος ήρθε να την ταρακουνήσει.

Ξυπόλυτη έτρεξε και ξαναξάπλωσε στο κρεβάτι. Το ρολόι δίπλα της έλεγε τρεις και μισή..Πέντε ακόμα ωρίτσες. Τι ήταν πέντε ώρες μπροστά στην αιωνιότητα. Όχι της ήταν αδύνατο να τον συγχωρέσει, το είχε σκεφτεί πολύ τις τελευταίες μέρες, μετά από αυτό τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι ίδιο. Ίσως αν ήταν είκοσι χρονών να μπορούσε, αλλά λίγο μετά τα τριάντα, της ήταν αδιανόητο. Να δεις ποια ήταν τα ακριβή λόγια του; " Ίσως κάποια στιγμή στο μέλλον. Όχι όμως τώρα, πολλές οι ευθύνες, μεγάλη η πίεση, αξεπέραστα τα οικονομικά προβλήματα" δικαιολογίες! Αυτή η κρίση είχε καταφέρει να δώσει άλλοθι σε όλες τις ανθρώπινες φοβίες. Σε απάτησα γιατί ένιωθα πιεσμένος από την κρίση και χρειαζόμουν επιβεβαίωση. Σε χτύπησα γιατί ήμουν θολωμένος από τα προβλήματα. Σε παραμέλησα γιατί με απέλυσαν και έχω χάσει τον μπούσουλα. Δεν σε αγγίζω πια γιατί η κατάσταση αυτή μου ροκανίζει όλη τη διάθεση. Τα έβλεπε στις φίλες της όλα τα παραπάνω και στενοχωριόταν που δεν έβρισκε το θάρρος να τους πει πως όλα αυτά ήταν παπαριές. Για ακόμα μια φορά το αντρικό φύλο έβρισκε την κερκόπορτα του για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Και να που τώρα βρισκόταν και εκείνη σε μια αντίστοιχη κατάσταση να πρέπει στο όνομα της κρίσης να κατανοήσει τη στάση του. Μόνο που εκείνη απλά είχε επιλέξει να μην το κάνει.

Τρίτο ραντεβού είχαν βγει όταν της μίλησε για τη θεωρία του χάους. Πάλι Αύγουστος ήταν σε μια παραλία. Είχε πετάξει ένα βότσαλο στη θάλασσα για να διώξει την αμηχανία της και εκείνος της είχε ψιθυρίσει. "Το ξέρεις πως με το βότσαλο που μόλις πέταξες, ίσως να προκάλεσες ένα σεισμό στην Κίνα; Αυτό λέει η θεωρία του Χάους. Το αποτέλεσμα επηρεάζεται και από την παραμικρή διαφοροποίηση των αρχικών συνθηκών του συστήματος. Γιαυτό είναι αδύνατο να προβλέψεις τα περισσότερα πράγματα. Η γνώση αυτή της ελεγχόμενης αταξίας βαφτίστηκε θεωρία του χάους και στα πόδια της σφάζονται από φυσικούς μέχρι καλλιτέχνες. Βλέπεις όλα θέλησε ο άνθρωπος να τα ελέγξει και όταν διαπίστωσε πως δεν θα το κατάφερνε, έβαλε αυτή του την αδυναμία μέσα σε μια θεωρία για να νιώθει την ψευδαίσθηση ότι τα κατάφερε. Δεν ξέρω λοιπόν που θα καταλήξουμε εμείς οι δύο. Το χάος μας ορίζει. Αυτή όμως την στιγμή ξέρω ότι σε θέλω". Και εκείνη στο άκουσμα όλων αυτών των περίεργων πραγμάτων είχε ανατριχιάσει και μην ξέροντας άλλο τρόπο να συνεχίσει την κουβέντα, είχε σκύψει και τον είχε φιλήσει.

Έκτοτε είχα μιλήσει πολλές φορές για τη θεωρία του χάους, αλλά η αλήθεια είναι πως ποτέ της δεν την είχε καταλάβει 100% . Προτιμούσε πάντα να ακούει εκείνον να μιλάει ....Δέκα χρόνια τώρα ποτέ της δεν κουράστηκε να τον ακούει. Το μυαλό του είχε ερωτευτεί και ας ένιωθε τις περισσότερες φορές χαζή. Αν δεν είχε τύχει, ίσως και να μέναν για πάντα μαζί. Αλλά έτυχε και τώρα εκείνη μονάχη της θα σήκωνε τον σταυρό των τύψεων. Άδικος ο Θεός με τις γυναίκες. Ένα πλεονέκτημα τους έδωσε έναντι των αντρών και αυτό αποδεικνυόταν στην περίπτωση της η μεγαλύτερη κατάρα.

Μια ζεστή υγρασία ένιωσε να κυλάει ανάμεσα στα πόδια της και ξαφνικά ο πόνος είχε εξαφανιστεί. Έντρομη άναψε το φως στο κομοδίνο και είδε πως ήταν βουτηγμένη στο αίμα. Πανικόβλητη τηλεφώνησε σε μια φίλη της και λίγο αργότερα έμπαινε σε ένα χειρουργικό δωμάτιο παραζαλισμένη από την νάρκωση. Αποβολή της είπε περίλυπος ο εφημερεύων γυναικολόγος και εκείνη δεν ήξερε αν έπρεπε να κλάψει ή να γελάσει. Η φύση την είχε απαλλάξει από το βάρος της απόφασης επιβεβαιώνοντας τη θεωρία του χάους που τόσο εκείνος λάτρευε. Γιατί όμως αυτό δεν άλλαζε τίποτα από όλα όσα ένιωθε; Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της και ο γιατρός προσπάθησε να την παρηγορήσει παρερμηνεύοντας την αντίδραση της. Δεν έκλαιγε για το ανεπιθύμητο έμβρυο, που το έσκασε πριν προλάβουν να το ξεριζώσουν, επιλέγοντας μια πιο αξιοπρεπή φυγή. Δεν έκλαιγε για την απόφαση της να τερματίσει την κύηση. Θα το είχε κάνει ακόμα και αν δεν τύχαινε αυτό και το βάρος παρέμενε ίδιο και απαράλλαχτο. Έκλαιγε για εκείνο το βότσαλο που είχε πετάξει τότε στη θάλασσα και που ήξερε πλέον οριστικά, πως μπορεί να μην είχε προκαλέσει σεισμό στην Κινά, είχε προκαλέσει όμως σε εκείνη πληγές που θα τις έπαιρναν πολύ καιρό να γιατρέψει._