Ότι και αν ζήτησα, σε ότι και αν ήλπισα, όλα γίνανε στάχτη. Και κάθομαι τόσο καιρό μέσα στις στάχτες μπας και αναγεννηθώ, αλλά δεν βλέπω να αλλάζει τίποτα. Όλα σταθερά, ακίνητα ,παγωμένα. Ακόμα και η γη σαν να ξέχασε πως πρέπει να γυρίζει γύρω από τον εαυτό της και μια αιώνια νύχτα έχει απλωθεί παντού μέσα μου. Έτσι λερωμένη από τις στάχτες της ζωής μου, παγωμένη, κάθομαι και κοιτάζω το ρολόι του τοίχου που χρόνια έχει να δουλέψει και περιμένω. Και όσο περιμένω, τόσο ξεχνάω τι μπορεί να είναι αυτό που περιμένω...
Και ναι τη φωτιά μπορεί να την έβαλα μόνη μου και τις ώρες που εκείνη έκαιγε τα πάντα, εγώ να το διασκέδαζα, αλλά χωρίς οξυγόνο φωτιά δεν αντέχει και κάποια στιγμή έσβησε. Και όταν έσβησε πλέον ήξερα πως ήταν αργά.
Κόρη παπά μου λέγανε σαν παιδί "δεν". Ένα συνεχές "δεν". "Δεν" πρέπει να φοράς κοντές φούστες, "δεν" πρέπει να κάνεις παρέα με αγόρια, "δεν" πρέπει να πας πενταήμερη, "δεν" πρέπει να διαβάζεις αυτά τα αμαρτωλά βιβλία. Και κάθε "δεν" ένα καρφάκι ακόμα στο επίγειο φέρετρο μου. Και για να βεβαιωθούν ότι θα μείνω πιστή σε όλα τα "δεν", από κόρη παπά με κάνανε σύζυγο παπά.
Καινούρια σειρά από "δεν" στη λίστα. "Δεν" κάνουμε έρωτα για απόλαυση, αλλά για να διαιωνίσουμε το είδος. "Δεν" διασκεδάζουμε, "δεν" τρώμε κρέας στις μεγάλες νηστείες. Γυναίκα παπά "δεν" ,απλά "δεν"!
Και πάνω που νόμιζα πως κόρη παπά και γυναίκα παπά ήταν αρκετά για τσιμεντώσουν κάθε μου σκέψη, κάθε μου όνειρο, κάθε επιθυμία, λίγο πριν τα σαράντα έγινα και μάνα πάπα, συνέπεια ίσως όλων των προηγούμενων "δεν". Λες και ο κύκλος αυτός δεν είχε τελειωμό. Και με τα χρόνια τα "δεν" δεν μου τα λέγαν οι άλλοι, τα έλεγε το αντανακλαστικό μου που είχε πλέον συνηθίσει. Και αν ποτέ ξυπνούσε ο διάολος μέσα μου, φρόντιζα να τον κοιμίζω με χάπια χωρίς να το ξέρει κανείς. Γιατί κόρη, γυναίκα , μάνα παπά "δεν" έπρεπε να τρέχω μακρυά από τις αμαρτίες. Όφειλα να τις κοιτάζω κατάφατσα και να τις περιφρονώ. Γίνανε έτσι τα χάπια οι καλύτεροι μου φίλοι, οι πιο πιστοί, εκείνοι που έκαναν όλα τα "δεν" υποφερτά.
Ώσπου ήρθε εκείνος με την ίδια ιδιότητα που εγώ χρέωνα για όλα τα δεινά μου, σαν ειρωνεία του Θεού στο πρόσωπο μου, να ακυρώσει όλα τα "δεν". Εγώ λοιπόν μάνα, γυναίκα, κόρη παπά, σαν ερωμένη παπά μέσα σε μια νύχτα πάτησα και τις δέκα εντολές. Θεός μου έγινε και του το φώναξα. Σαν είδωλο λάτρεψα το σώμα του και το προσκύνησα. Ούτε τι μέρα ήταν λογάριασα, ούτε γονείς, ούτε συζύγους. Τον επιθύμησα με όλο μου το είναι και ας άνηκε αλλού και τον "έκλεψα" φονεύοντας μια για πάντα τον εαυτό μου!
Και ήταν η φωτιά τεράστια και έβγαζε καπνούς που από χιλιόμετρα μπορούσες να τους δεις. Και όσο σπίθα, τη σπίθα καιγόντουσαν όλα, τόσο εγώ χαμογελούσα χορεύοντας γύρω από την φωτιά. Στα μισά της ζωής μου τα έκαψα όλα. Και ακόμα και η αιτία που με έσπρωξε να βάλω την φωτιά, κάηκε και αυτή αφήνοντας πίσω μόνο στάχτες....
Δεν μου έμεινε έτσι τίποτα, ούτε αυτά που μισούσα, ούτε αυτά που αγαπούσα, μόνο μουτζούρα που βάφει και σημαδεύει και φυσικά τα χάπια, οι καλύτεροι μου φίλοι.
Χρόνια τώρα περνάνε και το μόνο που κάνουν είναι να ανοίγουν αυλάκια στο πρόσωπο μου και τα χέρια μου. Και εγώ σημαδεμένη, κάθομαι και κοιτάζω το ρολόι του τοίχου περιμένοντας τον λεπτοδείκτη να ξεκινήσει, αλλά δεν μου κάνει το χατήρι. Κάνει κρύο και είμαι μόνη μου. Έπαψα από καιρό να είμαι κόρη παπά. Έφυγε από τη ζωή αφού πρώτα με απαρνήθηκε για πάντα. Έπαψα να είμαι γυναίκα παπά και εκείνος έφυγε χωρίς να πει τίποτα. Έπαψα να είμαι μάνα παπά. Αυτός έφυγε όσο πιο μακρυά μπορούσε για να μην μουτζουρωθεί και εκείνος από τις στάχτες μου. Όσο για το ερωμένη παπά... Αυτόν τον έδιωξαν οι άλλοι, οι τύψεις, ο Θεός του.Πλέον είμαι απλά η Κασσιανή που γεννήθηκε μια Μεγάλη Τρίτη πριν από 70 χρόνια, που η ζωή της ολόκληρη μια μεγάλη εβδομάδα ήταν και που ενώ νόμισε ότι βρήκε την Ανάσταση, ακόμα την περιμένει κλεισμένη παρέα με τα χάπια, τους καλύτερους της φίλους.
Σήμερα έχω γενέθλια. Ναι τα γενέθλια μου πάντα μεγάλη Τρίτη τα γιορτάζω χωρίς να λογαριάζω ημερομηνίες. Σήμερα θα ακουστεί το τροπάριο της άλλης Κασσιανής εκείνης που έγραφε :
Αλίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτίας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας. Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γη.
Κουράστηκα να περιμένω μέσα στις στάχτες. Παίρνω λοιπόν μια χούφτα από τους φίλους μου και έρχομαι. Περίμενε με.....Έρχομαι σε Σένα, που χωρίς να το θες, όρισες την ζωή μου, να ορίσεις πλέον και το μετά. Έρχομαι, δεν αργώ και ας γίνει το θέλημα σου. Σχεδόν πάντα έτσι δεν γινόταν άλλωστε;
υγ: Το ξέρω πως έχω χαθεί....έχω τους λόγους μου όμως και είναι για καλό....Αυτό το διήγημα το έγραψα πέρσι σαν σήμερα και απλά το θυμήθηκα και είπα να το δημοσιεύσω.... Καλό Πάσχα εύχομαι σε όλους :)