Η Βασούλα εκείνο το καλοκαίρι έπεισε την Ελπίδα ακόμα μια φορά για όλα. Έτσι και διακοπές πήγε, και ψέμματα είπε, και τα όρια που έβαζε μόνη της στον εαυτό της ξεπέρασε ακούγοντας το σώμα της και αφήνοντας πίσω μια για πάντα την αθωότητα της. Και όταν στο γάμο της Μαρίας τον Σεπτέμβρη το είπε στην Βασούλα, εκείνη ενώ χαιρόταν απίστευτα για τη ξαδέλφη της, συνέχιζε να μην μπορεί ακόμα να καταλάβει πως κάτι που φαινόταν τόσο "επιθετικό" μπορούσε ταυτόχρονα να είναι τόσο γλυκό. Γιατί η Βασούλα όταν τις πετούσαν πέτρες δεν καθόταν να τις τρώει στο κεφάλι, έριχνε και εκείνη πίσω πέτρες. Και το να εισέρχεται με ένα σχεδόν βίαιο στα μάτια της τρόπο ένας ξένος στο σώμα της, της φαινόταν το ίδιο με το να κάθεται να τρώει πέτρες στο κεφάλι. Δε πα να της εξηγούσε η Ελπίδα πως δεν είχε καμία σχέση. Δεν θα περνούσε όμως πολύς καιρός μέχρι να ανακαλύψει και η ίδια πως έκανε λάθος και να παραδεχτεί πως πράγματι,όχι απλά ίδιο δεν ήταν, αλλά εντελώς άλλο πράγμα.
Τα επόμενα δύο χρόνια πέρασαν σχεδόν όπως και ο πρώτος χρόνος που ήταν χώρια οι δύο ξαδέλφες. Η Ελπίδα άνθιζε δίπλα στον Νίκο και πλέον ερχόταν στο χωριό μόνο Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι. Τα γράμματα σιγά σιγά τα έκοψαν εντελώς. Η κυρα Θοδώρα επιτέλους δέχτηκε να βάλουν τηλέφωνο σπίτι τους και έτσι πλέον αντάλλασσαν ένα τηλεφώνημα κάθε εβδομάδα που διαρκούσε τόσο πολύ που η κυρά Θοδώρα άφριζε από το κακό της και ο κυρ Γιάννης σαν πυροσβεστήρας για ακόμα μια φορά έσβηνε τον θυμό της.
Μέσα σε αυτά τα δύο τόσο βαρετά χρόνια της ζωής της Βασούλας όλων οι ζωές προχωρούσαν με την ταχύτητα του φωτός. Μόνο η δικιά της έμενε σταθερή και ολόιδια και αυτό ώρες ώρες την εκνεύριζε απίστευτα. Η Μαρία δεν άργησε να κάνει ένα μωράκι. Ένα στρουμπουλό και χαμογελαστό αγοράκι που ο Γιωργάκης δέχτηκε χωρίς πολύ πίεση να το βγάλουν Άγγελο. Γιατί η Μαρία είχε δίκιο, μπορεί να μην ήταν ο πιο έξυπνος, ο πιο όμορφος, ο πιο συμπαθητικός άντρας πάνω στον πλανήτη, ήταν όμως τόσο μα τόσο ερωτευμένος με την ήρεμη Μαρία που αν ήταν άλλη θα μπορούσε να τον είχε σήκω κάτσε, κάτσε σήκω.Ο Στέλιος συνέχιζε να δουλεύει στο συνεργείο αυτοκινήτων που είχε πάει όταν τελείωσε με τα χίλια ζόρια το σχολείο και στα χρόνια αυτά εξελίχθηκε σε ένα γοητευτικό νεαρό που δεν θύμιζε πλέον σε τίποτα τον δύστροπο Στέλιο που καθόταν αποχαυνωμένος μπροστά στην τηλεόραση. Κάθε βδομάδα και ένα καινούριο προξενιό ερχόταν στην κυρα Θοδώρα και εκείνη καμάρωνε που το "γατάκι" που όλοι θεωρούσαν ξεγραμμένο όταν γεννήθηκε είχε γίνει λεύκα που όλες οι κοπέλες του χωριού διψούσαν να ποτίσουν. Τι κι αν εκείνος τα απέρριπτε όλα και έβγαινε κάθε βδομάδα με άλλη. Μόνο η Γωγώ φαινόταν να μην ακολουθεί αυτόν τον φρενήρη ρυθμό των ορμονών. Στεκόταν άχαρη, με το υπερβολικό ύψος της να την κουράζει, σκυφτή στην ραπτομηχανή σχεδόν όλη μέρα και η κυρα Θοδώρα όλο και φλέρταρε με την ιδέα να κανονίσει ένα προξενιό για εκείνη όπως είχε κάνει και για την Μαρία. Έτσι όταν δύο μήνες πριν δώσει εξετάσεις η Βασούλα για το πανεπιστήμιο ένα βράδυ τους μάζεψε και τους ανακοίνωσε πως θέλει να αρραβωνιασθεί, όλοι έμειναν να την κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό. Ακόμα και ο μικρούλης Λευτέρης που με τα σκισμένα του γόνατα και το μυαλό του στην μπάλα και το παιχνίδι αδυνατούσε να καταλάβει τι είχε πιάσει όλα τα αδέλφια του και έτρεχαν να ζευγαρώσουν. Ναι η Γωγώ χωρίς να την πάρει κανένας χαμπάρι είχε μπλεχτεί και εκείνη στα δίχτυα του έρωτα και μάλιστα με κάποιον πολύ μεγαλύτερο της που ζούσε στην μεγάλη πόλη που πήγαινε εκείνη για να πάρει υφάσματα. Και την κυρα Θοδώρα δεν την ενοχλούσε η διαφορά ηλικίας, αυτό ήταν κάτι συνηθισμένο. Εκείνο που δεν μπορούσε να χωνέψει με τίποτα, ήταν ότι εκείνος ήταν χήρος με δύο παιδιά ήδη και πως η κόρη της θα γινόταν "δούλα" κάποιου φεύγοντας από το σπίτι και πηγαίνοντας να μείνει 53 ολόκληρα χιλιόμετρα μακριά.
Αυτό όμως που δεν ήξερε κανένας τους ήταν το πείσμα που έκρυβε αυτό το αδιάφορο ψηλό κορίτσι. Kαι αφού δεν κατάφεραν με κανένα τρόπο να της αλλάξουν γνώμη, με μισή καρδία δέχτηκαν και τον αρραβώνα και τον γαμπρό και ας μην τον ενέκριναν. Η Βασούλα όταν μετέφερε στην Ελπίδα τα νέα δεν μπόρεσε να μην αποδοκιμάσει για ακόμα μια φορά τις επιλογές που έκαναν τα αδέλφια της, ούτε και να κρύψει το άδικο που θεωρούσε πως γινόταν όσον αφορά τη φυλετική διάκριση. Γιατί για εκείνη ήταν άδικο που ο Στέλιος μπορούσε να γυρνάει σαν την μέλισσα δεξιά και αριστερά χωρίς κανένας να του λέει τίποτα, αλλά για τα κορίτσια της οικογένειας μόλις η καρδούλα τους σκιρτούσε αυτό αυτομάτως να σημαίνει και στεφάνι. Αν άφηναν τη Γωγώ ελεύθερη να ζήσει τον έρωτα της με τον χήρο, που ξέρεις, μπορεί σε δύο τρία χρόνια να ξεφούσκωνε το μπαλόνι και να μην χαράμιζε άδικα την ζωή της. Αυτό όμως ήταν αδιανόητο κάτω από τα περίεργα βλέμματα των συγχωριανών της. "Ελπίδα εγώ δεν μένω στο χωρίο ακόμα και στο πανεπιστήμιο να μην περάσω" δήλωσε τότε η Βασούλα γιατί ήξερε πως δεν θα αργούσε η ώρα να σκιρτήσει και η δική της καρδία και τότε αν έμενε στο χωρίο θα έπρεπε να δώσει μάχη με θεούς και δαίμονες για να κάνει τα πράγματα όπως εκείνη ήθελε. Και η μάχη δεν την πείραζε τόσο, αυτό που δεν ήθελε ήταν να στενοχωρήσει τον πατέρα της που τόση αδυναμία του είχε.
Σε εκείνο το τηλεφώνημα όμως η Ελπίδα μόνο τα νέα της Γωγώς δεν είχε όρεξη να ακούσει. Ο λόγος που είχε πάρει την Βασούλα άλλος ήταν. Ο Νίκος θα έφευγε από Σεπτέμβρη για μεταπτυχιακό στο εξωτερικό και εκείνη κόντευε να πεθάνει από την στεναχώρια και την απελπισία. Πως όμως να ζαλίσει τη Βασούλα με τέτοια ζητήματα λίγο πριν δώσει εξετάσεις? Επέλεξε έτσι τελευταία στιγμή να μην της πει τίποτα και απλά κατάπιε την λύπη της.
Και έδωσε η Βασούλα εξετάσεις και ας μην υπήρχε κάτι που να το αγαπάει τόσο πολύ ώστε να θέλει να το σπουδάσει όπως η Ελπίδα και η Μαρία. Για εκείνη η αγάπη της για την Ελπίδα ήταν η κινητήριος δύναμη για να βάλει τα δυνατά της. Και τα κατάφερε, γιατί αν και δεν το ήξερε ακόμα είχε τόση φλόγα μέσα της που και παγόβουνο μπορούσε να λιώσει. Φυσικά η μάνα της δεν σκόπευε να αφήσει την χαρά της επιτυχίας της να περάσει έτσι. Η ίδια σκηνή με αυτή που είχε παιχτεί τότε και στην Μαρία επαναλήφθηκε μόνο που αυτή τη φορά ο κυρ Γιάννης δεν επιστράτευσε γλυκόλογα απέναντι στην γυναίκα του, αλλά φωνές. Η Βασούλα ήταν η αδυναμία του και δεν υπήρχε περίπτωση να μην ακολουθήσει τα όνειρα της όποια και αν ήταν αυτά.
Ο Σεπτέμβρης λοιπόν εκείνος βρήκε την Μαρία έγκυο στο δεύτερο παιδί της, τον Στέλιο μπλεγμένο με μια χήρα στο κεφαλοχώρι, τη Γωγω να ράβει πυρετωδώς το νυφικό της, τον Λευτέρη να μην εμφανίζεται καν στη στάση του ΚΤΕΛ να χαιρετίσει την αδελφή του και την Βασούλα να μπαίνει μέσα στο λεωφορείο για την Αθήνα τόσο χαρούμενη που θα έβλεπε και πάλι την Ελπίδα να την περιμένει στον Κηφισό αυτή τη φορά για να πιάσουν την κοινή τους ιστορία από εκεί που την είχαν αφήσει. Γιατί της είχε λείψει η Ελπίδα περισσότερο από ποτέ. Από το Πάσχα είχε να την δει και όταν λίγο μετά τις εξετάσεις την είχε ενημερώσει πως φέτος το καλοκαίρι δεν θα ερχόταν στο χωριό κατάλαβε πως για να μην ερχόταν κάτι σοβαρό είχε συμβεί. Δεν την ρώτησε όμως, και ας της έκαιγε η ερώτηση τη γλώσσα. Σε ένα μήνα θα ήταν μαζί και πλέον οι βιαστικές κουβέντες στο τηλέφωνο και οι βιαστικές συναντήσεις θα άνηκαν οριστικά στο παρελθόν.
Τη στιγμή που κατέβηκε από το ΚΤΕΛ και είδε την ξαδέλφη της με τα μάτια πρησμένα από το κλάμα ήξερε πολύ καλά πως η συγκίνηση δεν ήταν μονάχα επειδή αντάμωσαν... ήξερε πως κάτι πολύ σοβαρό είχε γίνει. Έτρεξε λοιπόν και την πήρε αγκαλιά και όσο η Ελπίδα έκλαιγε με λυγμούς στην αγκαλιά της η Βασούλα της χάιδευε το κεφάλι και της έλεγε στο αυτί
"Ήρθα Ελπίδα, μην φοβάσαι! Ήρθα και μαζί όλα μπορούμε να ξεπεράσουμε!"
Τα επόμενα δύο χρόνια πέρασαν σχεδόν όπως και ο πρώτος χρόνος που ήταν χώρια οι δύο ξαδέλφες. Η Ελπίδα άνθιζε δίπλα στον Νίκο και πλέον ερχόταν στο χωριό μόνο Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι. Τα γράμματα σιγά σιγά τα έκοψαν εντελώς. Η κυρα Θοδώρα επιτέλους δέχτηκε να βάλουν τηλέφωνο σπίτι τους και έτσι πλέον αντάλλασσαν ένα τηλεφώνημα κάθε εβδομάδα που διαρκούσε τόσο πολύ που η κυρά Θοδώρα άφριζε από το κακό της και ο κυρ Γιάννης σαν πυροσβεστήρας για ακόμα μια φορά έσβηνε τον θυμό της.
Μέσα σε αυτά τα δύο τόσο βαρετά χρόνια της ζωής της Βασούλας όλων οι ζωές προχωρούσαν με την ταχύτητα του φωτός. Μόνο η δικιά της έμενε σταθερή και ολόιδια και αυτό ώρες ώρες την εκνεύριζε απίστευτα. Η Μαρία δεν άργησε να κάνει ένα μωράκι. Ένα στρουμπουλό και χαμογελαστό αγοράκι που ο Γιωργάκης δέχτηκε χωρίς πολύ πίεση να το βγάλουν Άγγελο. Γιατί η Μαρία είχε δίκιο, μπορεί να μην ήταν ο πιο έξυπνος, ο πιο όμορφος, ο πιο συμπαθητικός άντρας πάνω στον πλανήτη, ήταν όμως τόσο μα τόσο ερωτευμένος με την ήρεμη Μαρία που αν ήταν άλλη θα μπορούσε να τον είχε σήκω κάτσε, κάτσε σήκω.Ο Στέλιος συνέχιζε να δουλεύει στο συνεργείο αυτοκινήτων που είχε πάει όταν τελείωσε με τα χίλια ζόρια το σχολείο και στα χρόνια αυτά εξελίχθηκε σε ένα γοητευτικό νεαρό που δεν θύμιζε πλέον σε τίποτα τον δύστροπο Στέλιο που καθόταν αποχαυνωμένος μπροστά στην τηλεόραση. Κάθε βδομάδα και ένα καινούριο προξενιό ερχόταν στην κυρα Θοδώρα και εκείνη καμάρωνε που το "γατάκι" που όλοι θεωρούσαν ξεγραμμένο όταν γεννήθηκε είχε γίνει λεύκα που όλες οι κοπέλες του χωριού διψούσαν να ποτίσουν. Τι κι αν εκείνος τα απέρριπτε όλα και έβγαινε κάθε βδομάδα με άλλη. Μόνο η Γωγώ φαινόταν να μην ακολουθεί αυτόν τον φρενήρη ρυθμό των ορμονών. Στεκόταν άχαρη, με το υπερβολικό ύψος της να την κουράζει, σκυφτή στην ραπτομηχανή σχεδόν όλη μέρα και η κυρα Θοδώρα όλο και φλέρταρε με την ιδέα να κανονίσει ένα προξενιό για εκείνη όπως είχε κάνει και για την Μαρία. Έτσι όταν δύο μήνες πριν δώσει εξετάσεις η Βασούλα για το πανεπιστήμιο ένα βράδυ τους μάζεψε και τους ανακοίνωσε πως θέλει να αρραβωνιασθεί, όλοι έμειναν να την κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό. Ακόμα και ο μικρούλης Λευτέρης που με τα σκισμένα του γόνατα και το μυαλό του στην μπάλα και το παιχνίδι αδυνατούσε να καταλάβει τι είχε πιάσει όλα τα αδέλφια του και έτρεχαν να ζευγαρώσουν. Ναι η Γωγώ χωρίς να την πάρει κανένας χαμπάρι είχε μπλεχτεί και εκείνη στα δίχτυα του έρωτα και μάλιστα με κάποιον πολύ μεγαλύτερο της που ζούσε στην μεγάλη πόλη που πήγαινε εκείνη για να πάρει υφάσματα. Και την κυρα Θοδώρα δεν την ενοχλούσε η διαφορά ηλικίας, αυτό ήταν κάτι συνηθισμένο. Εκείνο που δεν μπορούσε να χωνέψει με τίποτα, ήταν ότι εκείνος ήταν χήρος με δύο παιδιά ήδη και πως η κόρη της θα γινόταν "δούλα" κάποιου φεύγοντας από το σπίτι και πηγαίνοντας να μείνει 53 ολόκληρα χιλιόμετρα μακριά.
Αυτό όμως που δεν ήξερε κανένας τους ήταν το πείσμα που έκρυβε αυτό το αδιάφορο ψηλό κορίτσι. Kαι αφού δεν κατάφεραν με κανένα τρόπο να της αλλάξουν γνώμη, με μισή καρδία δέχτηκαν και τον αρραβώνα και τον γαμπρό και ας μην τον ενέκριναν. Η Βασούλα όταν μετέφερε στην Ελπίδα τα νέα δεν μπόρεσε να μην αποδοκιμάσει για ακόμα μια φορά τις επιλογές που έκαναν τα αδέλφια της, ούτε και να κρύψει το άδικο που θεωρούσε πως γινόταν όσον αφορά τη φυλετική διάκριση. Γιατί για εκείνη ήταν άδικο που ο Στέλιος μπορούσε να γυρνάει σαν την μέλισσα δεξιά και αριστερά χωρίς κανένας να του λέει τίποτα, αλλά για τα κορίτσια της οικογένειας μόλις η καρδούλα τους σκιρτούσε αυτό αυτομάτως να σημαίνει και στεφάνι. Αν άφηναν τη Γωγώ ελεύθερη να ζήσει τον έρωτα της με τον χήρο, που ξέρεις, μπορεί σε δύο τρία χρόνια να ξεφούσκωνε το μπαλόνι και να μην χαράμιζε άδικα την ζωή της. Αυτό όμως ήταν αδιανόητο κάτω από τα περίεργα βλέμματα των συγχωριανών της. "Ελπίδα εγώ δεν μένω στο χωρίο ακόμα και στο πανεπιστήμιο να μην περάσω" δήλωσε τότε η Βασούλα γιατί ήξερε πως δεν θα αργούσε η ώρα να σκιρτήσει και η δική της καρδία και τότε αν έμενε στο χωρίο θα έπρεπε να δώσει μάχη με θεούς και δαίμονες για να κάνει τα πράγματα όπως εκείνη ήθελε. Και η μάχη δεν την πείραζε τόσο, αυτό που δεν ήθελε ήταν να στενοχωρήσει τον πατέρα της που τόση αδυναμία του είχε.
Σε εκείνο το τηλεφώνημα όμως η Ελπίδα μόνο τα νέα της Γωγώς δεν είχε όρεξη να ακούσει. Ο λόγος που είχε πάρει την Βασούλα άλλος ήταν. Ο Νίκος θα έφευγε από Σεπτέμβρη για μεταπτυχιακό στο εξωτερικό και εκείνη κόντευε να πεθάνει από την στεναχώρια και την απελπισία. Πως όμως να ζαλίσει τη Βασούλα με τέτοια ζητήματα λίγο πριν δώσει εξετάσεις? Επέλεξε έτσι τελευταία στιγμή να μην της πει τίποτα και απλά κατάπιε την λύπη της.
Και έδωσε η Βασούλα εξετάσεις και ας μην υπήρχε κάτι που να το αγαπάει τόσο πολύ ώστε να θέλει να το σπουδάσει όπως η Ελπίδα και η Μαρία. Για εκείνη η αγάπη της για την Ελπίδα ήταν η κινητήριος δύναμη για να βάλει τα δυνατά της. Και τα κατάφερε, γιατί αν και δεν το ήξερε ακόμα είχε τόση φλόγα μέσα της που και παγόβουνο μπορούσε να λιώσει. Φυσικά η μάνα της δεν σκόπευε να αφήσει την χαρά της επιτυχίας της να περάσει έτσι. Η ίδια σκηνή με αυτή που είχε παιχτεί τότε και στην Μαρία επαναλήφθηκε μόνο που αυτή τη φορά ο κυρ Γιάννης δεν επιστράτευσε γλυκόλογα απέναντι στην γυναίκα του, αλλά φωνές. Η Βασούλα ήταν η αδυναμία του και δεν υπήρχε περίπτωση να μην ακολουθήσει τα όνειρα της όποια και αν ήταν αυτά.
Ο Σεπτέμβρης λοιπόν εκείνος βρήκε την Μαρία έγκυο στο δεύτερο παιδί της, τον Στέλιο μπλεγμένο με μια χήρα στο κεφαλοχώρι, τη Γωγω να ράβει πυρετωδώς το νυφικό της, τον Λευτέρη να μην εμφανίζεται καν στη στάση του ΚΤΕΛ να χαιρετίσει την αδελφή του και την Βασούλα να μπαίνει μέσα στο λεωφορείο για την Αθήνα τόσο χαρούμενη που θα έβλεπε και πάλι την Ελπίδα να την περιμένει στον Κηφισό αυτή τη φορά για να πιάσουν την κοινή τους ιστορία από εκεί που την είχαν αφήσει. Γιατί της είχε λείψει η Ελπίδα περισσότερο από ποτέ. Από το Πάσχα είχε να την δει και όταν λίγο μετά τις εξετάσεις την είχε ενημερώσει πως φέτος το καλοκαίρι δεν θα ερχόταν στο χωριό κατάλαβε πως για να μην ερχόταν κάτι σοβαρό είχε συμβεί. Δεν την ρώτησε όμως, και ας της έκαιγε η ερώτηση τη γλώσσα. Σε ένα μήνα θα ήταν μαζί και πλέον οι βιαστικές κουβέντες στο τηλέφωνο και οι βιαστικές συναντήσεις θα άνηκαν οριστικά στο παρελθόν.
Τη στιγμή που κατέβηκε από το ΚΤΕΛ και είδε την ξαδέλφη της με τα μάτια πρησμένα από το κλάμα ήξερε πολύ καλά πως η συγκίνηση δεν ήταν μονάχα επειδή αντάμωσαν... ήξερε πως κάτι πολύ σοβαρό είχε γίνει. Έτρεξε λοιπόν και την πήρε αγκαλιά και όσο η Ελπίδα έκλαιγε με λυγμούς στην αγκαλιά της η Βασούλα της χάιδευε το κεφάλι και της έλεγε στο αυτί
"Ήρθα Ελπίδα, μην φοβάσαι! Ήρθα και μαζί όλα μπορούμε να ξεπεράσουμε!"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλιαστε: