"Ελπίδα, πήρε η μαμά σου πάλι τηλέφωνο και αυτή την φορά έκλαιγε...σε παρακαλώ πάρε την πίσω..."
"Σου είπα! Δεν θέλω να της μιλήσω ... δεν θέλω να την ξαναδώ!"
"Από την ώρα που γύρισες από το νοσοκομείο είσαι σε μαύρα χάλια. Η μαμά σου παίρνει κάθε μια ώρα και εσύ δεν μου λες τι έχει συμβεί. Αρχίζω και ανησυχώ.... ούτε πως είναι η Βασούλα δεν μου λες....Το ξέρω πως είμαστε μαζί λίγους μήνες μόνο, αλλά σε νοιάζομαι ρε Ελπίδα! Πες μου τι έγινε..."
"Αργύρη σε παρακαλώ, το μόνο που θέλω αυτή τη στιγμή είναι να πιω ένα χάπι και να κοιμηθώ...Είμαι πολύ κουρασμένη...χαμήλωσε το τηλέφωνο για να μην αναγκάζεσαι να απαντάς και άσε με να κοιμηθώ...."
Ο Αργύρης την κοίταξε με συμπόνια και κατάλαβε πως όσο και αν επέμενε η Ελπίδα δεν θα του έλεγε τίποτα παραπάνω...Τράβηξε τις κουρτίνες, της έφερε το χάπι που ζήτησε και ένα ποτήρι νερό, και όταν την είδε να γέρνει πάνω στο μπράτσο του καναπέ, έφερε μια κουβέρτα και την σκέπασε.
Ακόμα και έτσι, αδύναμη και θλιμμένη, ήταν τόσο όμορφη. Τι να είχε συμβεί άραγε? Σίγουρα κάτι σημαντικό για να γυρίσει ξημερώματα σε αυτό το χάλι. Μόλις λίγες ώρες πριν εκείνη έλαμπε μέσα στο μαύρο φόρεμα της και χαμογελούσε ευτυχισμένη. Μέχρι τη στιγμή που χτύπησε το κινητό της τηλέφωνο και πάγωσε από τρόμο. Βιαστικά έφυγε από το εστιατόριο λέγοντας του μόνο πως έπρεπε να πάει κοντά στην ξαδέλφη της που την είχε ανάγκη. Τη Βασούλα τρεις φορές την είχε δει όλες και όλες ο Αργύρης, αλλά ήξερε πως σήμαινε πολλά για την Ελπίδα. Προσφέρθηκε να την πάει εκείνος στο νοσοκομείο, αλλά εκείνη είχε ήδη βγει από το εστιατόριο χωρίς να ακούει τίποτα από όσα της έλεγε... Άραγε να είχε πάθει κάτι σοβαρό η Βασούλα? Αλλά ακόμα και κάτι τέτοιο να είχε συμβεί η κυρία Χαρά γιατί ήταν τόσο αναστατωμένη και γιατί η Ελπίδα τα είχε βάλει μαζί της... Η Ελπίδα πάντα μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τη μητέρα της..
Μήνες ολόκληρους πολιορκούσε ο Αργύρης την Ελπίδα και όσο εκείνη τον απέφευγε τόσο εκείνος πείσμωνε. Πίστευε πως το άσχημο διαζύγιο της ήταν η αιτία που δυσκολευόταν να ξανά κάνει σχέση και θεωρούσε πως ο χρόνος και το συνεχές ενδιαφέρον του θα γιάτρευαν σιγά σιγά τις όποιες πληγές της. Και πράγματι σιγά σιγά εκείνη άρχισε να δέχεται τις προτάσεις του για βόλτες. Και μέρα με την μέρα χαλάρωνε η Ελπίδα δίπλα του και αφού τον είδε σαν φίλο, μπόρεσε με την δική του επιμονή, να τον δει και σαν κάτι παραπάνω. Και ήταν ευτυχισμένος ο Αργύρης που επιτέλους ήταν δική του που δεν έχανε ευκαιρία να της το δείχνει. Μπορεί να μην ήταν ούτε εκείνος, ούτε εκείνη, στην πρώτη νιότη τους αλλά ακόμα και λίγο πριν τα 40 μπορείς να ερωτευτείς ...γιατί ο Αργύρης ήταν ερωτευμένος. Η Ελπίδα πάλι ίσως όχι και τόσο, αλλά δεν τον ένοιαζε. Του αρκούσε που του επέτρεπε να την αγαπάει και να την φροντίζει...
Μέσα στην ησυχία του δωματίου άκουσε το κινητό της να δονείται. Μπήκε στο πειρασμό να το σηκώσει μήπως και μάθει τι την είχε ταράξει τόσο, αλλά αμέσως άλλαξε γνώμη. Αν δεν ήθελε να την χάσει έπρεπε να σεβαστεί την ανάγκη της να μιλήσει εκείνη όταν θα ήταν εκείνη έτοιμη να μιλήσει. Προσπαθώντας να μην κάνει καθόλου θόρυβο, βγήκε από το δωμάτιο και σχημάτισε ένα νούμερο στο κινητό του.
"Έλα εγώ είμαι. Κάτι μου προέκυψε και δεν θα έρθω σήμερα στο γραφείο. Ακύρωσε όλα τα ραντεβού μου...ναι όλα και τα σημερινά και τα αυριανά. Αν αλλάξει κάτι θα σε πάρω να σε ενημερώσω.." είπε και έκλεισε το τηλέφωνο... Άναψε ένα τσιγάρο και βυθίστηκε και πάλι στις θεωρίες του για το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί....
"Σου είπα! Δεν θέλω να της μιλήσω ... δεν θέλω να την ξαναδώ!"
"Από την ώρα που γύρισες από το νοσοκομείο είσαι σε μαύρα χάλια. Η μαμά σου παίρνει κάθε μια ώρα και εσύ δεν μου λες τι έχει συμβεί. Αρχίζω και ανησυχώ.... ούτε πως είναι η Βασούλα δεν μου λες....Το ξέρω πως είμαστε μαζί λίγους μήνες μόνο, αλλά σε νοιάζομαι ρε Ελπίδα! Πες μου τι έγινε..."
"Αργύρη σε παρακαλώ, το μόνο που θέλω αυτή τη στιγμή είναι να πιω ένα χάπι και να κοιμηθώ...Είμαι πολύ κουρασμένη...χαμήλωσε το τηλέφωνο για να μην αναγκάζεσαι να απαντάς και άσε με να κοιμηθώ...."
Ο Αργύρης την κοίταξε με συμπόνια και κατάλαβε πως όσο και αν επέμενε η Ελπίδα δεν θα του έλεγε τίποτα παραπάνω...Τράβηξε τις κουρτίνες, της έφερε το χάπι που ζήτησε και ένα ποτήρι νερό, και όταν την είδε να γέρνει πάνω στο μπράτσο του καναπέ, έφερε μια κουβέρτα και την σκέπασε.
Ακόμα και έτσι, αδύναμη και θλιμμένη, ήταν τόσο όμορφη. Τι να είχε συμβεί άραγε? Σίγουρα κάτι σημαντικό για να γυρίσει ξημερώματα σε αυτό το χάλι. Μόλις λίγες ώρες πριν εκείνη έλαμπε μέσα στο μαύρο φόρεμα της και χαμογελούσε ευτυχισμένη. Μέχρι τη στιγμή που χτύπησε το κινητό της τηλέφωνο και πάγωσε από τρόμο. Βιαστικά έφυγε από το εστιατόριο λέγοντας του μόνο πως έπρεπε να πάει κοντά στην ξαδέλφη της που την είχε ανάγκη. Τη Βασούλα τρεις φορές την είχε δει όλες και όλες ο Αργύρης, αλλά ήξερε πως σήμαινε πολλά για την Ελπίδα. Προσφέρθηκε να την πάει εκείνος στο νοσοκομείο, αλλά εκείνη είχε ήδη βγει από το εστιατόριο χωρίς να ακούει τίποτα από όσα της έλεγε... Άραγε να είχε πάθει κάτι σοβαρό η Βασούλα? Αλλά ακόμα και κάτι τέτοιο να είχε συμβεί η κυρία Χαρά γιατί ήταν τόσο αναστατωμένη και γιατί η Ελπίδα τα είχε βάλει μαζί της... Η Ελπίδα πάντα μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τη μητέρα της..
Μήνες ολόκληρους πολιορκούσε ο Αργύρης την Ελπίδα και όσο εκείνη τον απέφευγε τόσο εκείνος πείσμωνε. Πίστευε πως το άσχημο διαζύγιο της ήταν η αιτία που δυσκολευόταν να ξανά κάνει σχέση και θεωρούσε πως ο χρόνος και το συνεχές ενδιαφέρον του θα γιάτρευαν σιγά σιγά τις όποιες πληγές της. Και πράγματι σιγά σιγά εκείνη άρχισε να δέχεται τις προτάσεις του για βόλτες. Και μέρα με την μέρα χαλάρωνε η Ελπίδα δίπλα του και αφού τον είδε σαν φίλο, μπόρεσε με την δική του επιμονή, να τον δει και σαν κάτι παραπάνω. Και ήταν ευτυχισμένος ο Αργύρης που επιτέλους ήταν δική του που δεν έχανε ευκαιρία να της το δείχνει. Μπορεί να μην ήταν ούτε εκείνος, ούτε εκείνη, στην πρώτη νιότη τους αλλά ακόμα και λίγο πριν τα 40 μπορείς να ερωτευτείς ...γιατί ο Αργύρης ήταν ερωτευμένος. Η Ελπίδα πάλι ίσως όχι και τόσο, αλλά δεν τον ένοιαζε. Του αρκούσε που του επέτρεπε να την αγαπάει και να την φροντίζει...
Μέσα στην ησυχία του δωματίου άκουσε το κινητό της να δονείται. Μπήκε στο πειρασμό να το σηκώσει μήπως και μάθει τι την είχε ταράξει τόσο, αλλά αμέσως άλλαξε γνώμη. Αν δεν ήθελε να την χάσει έπρεπε να σεβαστεί την ανάγκη της να μιλήσει εκείνη όταν θα ήταν εκείνη έτοιμη να μιλήσει. Προσπαθώντας να μην κάνει καθόλου θόρυβο, βγήκε από το δωμάτιο και σχημάτισε ένα νούμερο στο κινητό του.
"Έλα εγώ είμαι. Κάτι μου προέκυψε και δεν θα έρθω σήμερα στο γραφείο. Ακύρωσε όλα τα ραντεβού μου...ναι όλα και τα σημερινά και τα αυριανά. Αν αλλάξει κάτι θα σε πάρω να σε ενημερώσω.." είπε και έκλεισε το τηλέφωνο... Άναψε ένα τσιγάρο και βυθίστηκε και πάλι στις θεωρίες του για το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί....
.......................................................................................................
"Καλημέρα θεία"
"Καλώς την Βασούλα! Ήρθες να πάρεις την Ελπίδα για να πάτε σχολείο??? Νωρίς δεν ήρθες μάτια μου???"
"Ναι το ξέρω πως ήρθα νωρίς, αλλά ξύπνησα νωρίς και βαριόμουνα σπίτι...Δεν είναι έτοιμη η Ελπίδα???"
"Ελπίιιιδα
, κάτσε Βασούλα μου έχει ξυπνήσει, αλλά την ξέρεις την ξαδέλφη σου.
Τσεκάρει καμιά δεκαριά φορές την τσάντα της πριν φύγει μην τυχόν και
κανένα βιβλίο έβγαλε πόδια και το έσκασε την νύχτα από εκεί μέσα" είπε η
θεία Χαρά κλείνοντας το μάτι στη Βασούλα και έτρεξε επάνω στο δωμάτιο
της Ελπίδας. Λίγα λεπτά αργότερα η Ελπίδα κατέβαινε δύο, δύο τα σκαλιά
με την τσάντα της στο χέρι και με ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο
πρόσωπο της.
"Πάμε
" είπε και έπιασε το χέρι της Βασούλα "Μαμά φεύγουμε!" φώναξε χτυπώντας
την πόρτα πίσω τους χωρίς να δίνει την παραμικρή σημασία στην κυρά Χαρά
που φώναζε πως δεν είχε πιει το γάλα της.
Το
δημοτικό σχολείο από τα σπίτια των κοριτσιών ήταν 15 λεπτά ποδαρόδρομος
και χειμώνα καλοκαίρι οι δύο τους πήγαιναν και γύριζαν μαζί. Στα 15
αυτά λεπτά κάθε πρωί συζητούσαν τι είχε γίνει την προηγούμενη μέρα, και
στα 15 λεπτά κάθε μεσημέρι ανακεφαλαίωναν πως είχαν περάσει την μέρα
τους στο σχολείο.
"Για πες τώρα που απομακρυνθήκαμε. Για να έρθεις εσύ η υπναρού νωρίτερα να με πάρεις, κάτι έγινε χτες! Και μάλιστα κάτι σοβαρό!"
"Άσε
Ελπίδα χαμός! Ξινή μου βγήκε η σοκοφρέτα. Λέρωσα το φουστάνι και όταν
το είδε η μάνα μου κόντεψε να πεθάνει και εγώ πολύ στεναχωρήθηκα που
παραλίγο να την σκοτώσω..."
"Μην ακούω χαζά που θα πέθαινε η θεία επειδή εσύ λέρωσες το φουστάνι σου...Δεν πεθαίνουν από τέτοια οι άνθρωποι!"
"Αλήθεια??? Δεν μπορούν να πεθάνουν από στεναχώρια???"
"Εννοείται πως όχι βρε Βασούλα! Από σκωληκοειδίτιδα ναι από στεναχώρια όχι!"
"Και τι είναι σκουλικοειδίτιδα? Έχει να κάνει με σκουλήκια???"
"Όχι
καλέ τι σκουλήκια και κουραφέξαλα. Δεν θυμάσαι που σου είπα πως τον
Νικόλα το συμμαθητή μου τον έπιασε πόνος στην κοιλιά και πως το πήγαν
νοσοκομείο, και πως του κάνανε εγχείρηση, και στο παρα τσάκ τον σώσανε?
Και η δασκάλα μας η κυρία Αλίκη μας έβαλε να του κάνουμε ζωγραφιές, και
του τις πήγε προχτές που πήγε να τον επισκεφτεί? Ε χτες άκουσα την μαμά
μου να μιλάει στο τηλέφωνο με την μαμά του Νικόλα και έμαθα πως είχε
λέει σκωληκοειδίτιδα. Και όταν μετά την ρώτησα τι είναι αυτό και αν
κολλάει, μου είπε πως δεν κολλάει και πως είναι κάτι στην κοιλιά μας
μέσα που κανονικά δεν μας κάνει κακό, αλλά δεν μας προσφέρει και τίποτα
και που καμιά φορά κάτι παθαίνει και μπορεί να σκάσει και αν σκάσει
αυτό μπορεί και να πεθάνεις!"
"Καλά δεν με απασχολούν τα σκουλήκια στην κοιλιά του Νικόλα τώρα...έχω δικά μου προβλήματα.."
"Όχι σκουλήκια βρε Βασούλα, πω πω τσάμπα σου εξηγώ τόση ώρα! Για πες τώρα τι έγινε αναλυτικά!"
"Ε
αφού τα ξέρεις η μάνα είδε το λεκέ και άρχισε τις φωνές. Πως δεν την
σκεφτόμαστε λέει και πως θα την πεθάνουμε με αυτά που κάνουμε. Ο Στέλιος
με αγριοκοίταζε όλη τη ώρα επειδή χάλασα τη διάθεση της μάνας και δεν
θα τον άφηνε να δει τηλεόραση. Η Γώγώ έτρωγε λες και δεν γινόταν τίποτα.
Ο Λευτέρης ούρλιαζε μέσα στην κούνια του επειδή με τις φωνές το
ξυπνήσαμε το μωρό. Και η κακομοίρα η Μαρία προσπαθούσε να ηρεμήσει την
μάνα μας αλλά και εμένα που έκλαιγα μέσα στο πιάτο με το φαγητό. Και
μετά άρχισε η μάνα να ρωτάει που βρήκα την σοκολάτα και εγώ μούγκα για
να μην καρφωθούμε. Και δώστου δεύτερος γύρος από φωνές. Που δεν είμαι
λέει περήφανη που δέχομαι να μου δίνουν άλλοι σοκολάτες, και δώστου
κλάμα εγώ, δώστου κλάμα ο Λευτέρης, η Γωγώ να τρώει, και ο Στέλιος να
φυσάει και να ξεφυσάει. Ευτυχώς μπήκε ο πατέρας μέσα εκείνη την ώρα και
ηρέμησε η κατάσταση. Μου σκούπισε τα δάκρυα και με έστειλε μαζί με τους
άλλους να διαβάσουμε αλλά που να διαβάσω ...είχα μυαλό για διάβασμα
νομίζεις....?Το αυτί μου είχα τεντώσει σαν χωνί να ακούσω τι λένε δίπλα,
και άκουσα! Ο πατέρας είπε της μάνας να μην μου φωνάζει και πως ήθελε
να της το πει τα Χριστούγεννα αλλά μιας και ήρθαν έτσι τα πράγματα θα
της το έλεγε τώρα. Είχε μαζέψει λέει κάποια λεφτά και θα πήγαινε αύριο
πρωί πρωί στην πόλη να της πάρει πλυντήριο! Και ξέχασε η μάνα και το
φουστάνι και όλα. Έτσι σήμερα πρωί πρωί πήρε και τους μεγάλους με το
φορτηγάκι ,για να μην πηγαίνουν με το ΚΤΕΛ στο σχολείο, και τράβηξαν για
την πόλη να πάρουν και το πλυντήριο. Και θα μου πεις τέλος καλό όλα
καλά, αλλά έλα μου που με όλη την ιστορία βιβλίο δεν άνοιξα και την
βλέπω τη δουλειά τιμωρία θα φάω σήμερα από το δάσκαλο που είμαι
αδιάβαστη!"
"Πω
πω βρε Βασούλα πολυβόλο είσαι όταν μιλάς! Πρώτον, μια χαρά. Όχι μόνο
δεν σκότωσες τη θεία, χάρη της έκανες! Θα έχει και πλυντήριο επιτέλους.
Δεύτερον, τι περηφάνιες και βλακείες είναι αυτές? Αν δεν ήταν τόσο
περήφανη η ίδια θα ερχόταν να πλένει τόσο καιρό στο δικό μας πλυντήριο
που η μάνα μου της το έχει πει τόσες φορές, αλλά εκείνη επιμένει πως σαν
την σκάφη δεν καθαρίζει το πλυντήριο! Και τρίτον, δικαιολογίες Βασούλα
είναι όλα αυτά που δεν διάβασες τα μαθήματα σου.... γιατί μπορούσες
άνετα να διαβάσεις αφού λύθηκε το πρόβλημα!"
"Ε δεν μπορούσα ήμουν ενθουσιασμένη με το καινούριο πλυντήριο. Μην με μαλώνεις και εσύ..."
"Δεν
σε μαλώνω, αλλά τα έχουμε ξαναπεί! Πρέπει να διαβάζεις... αν δεν
διαβάζεις πως θα περάσουμε στο Πανεπιστήμιο να πάμε μαζί να μείνουμε
στην Αθήνα????"
"Ε έχουμε καιρό μέχρι τότε ακόμα! Τρίτη δημοτικού πάω ρε Ελπίδα... "
"Εσύ
τρίτη εγώ έκτη. Το ξέρεις ότι από του χρόνου και για τρία χρόνια εγώ θα
πηγαίνω στο γυμνάσιο στην πόλη με το ΚΤΕΛ και εσύ θα πρέπει να είσαι
μόνη σου εδώ??? Τελοσπάντων, φέρε τώρα στα γρήγορα τα τετράδια να
λύσουμε τις ασκήσεις να μην σε τιμωρήσει ο δάσκαλος ,αλλά κακομοίρα μου
τελευταία φορά! Να στρώνεσαι να διαβάζεις" είπε η Ελπίδα με δασκαλίστικο
ύφος και η Βασούλα έβγαλε χαρούμενη τα τετράδια της και τα έδωσε στην
ξαδέλφη της.
"Σε ζηλεύω να ξέρεις Ελπίδα. Εσύ τα πας τόσο καλά με το διάβασμα..."
"Να
μην με ζηλεύεις καθόλου, δεν κάνω κάτι που δεν μπορείς να κάνεις και
εσύ. Λίγο αν συγκεντρωνόσουν μια χαρά θα τα κατάφερνες..."
"Μπα ..εγώ δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Εμένα το μυαλό μου είναι πως να βγω να παίξω.."
"Μπορείς
και παραμπορείς. Και αυτή τη στιγμή όχι μόνο δεν συγκεντρώνεσαι, αλλά
δεν αφήνεις και εμένα να συγκεντρωθώ για να σου λύσω τις ασκήσεις! Γράφε
τώρα ότι σου λέω για να προλάβουμε πριν χτυπήσει το κουδούνι και θα τα
ξαναπούμε το μεσημέρι.."
Κάτω
από τον ευκάλυπτο στην πλατεία του χωρίου γράψανε βιαστικά βιαστικά τα
μαθήματα της Βασούλας. Και πάνω στον χτύπημα του κουδουνιού οι δύο
ξαδέλφες έμπαιναν λαχανιασμένες μέσα στο προαύλιο του σχολείου. Η
Βασούλα γλίτωσε την τιμωρία από το δάσκαλο και ένοιωσε ευγνωμοσύνη για
την αγαπημένη της ξαδέλφη που για ακόμα μια φορά την είχε σώσει. Στο
γυρισμό για το σπίτι άκουσε για χιλιοστή φορά την κατήχηση της Ελπίδας
για το ότι πρέπει να γίνει πιο μελετηρή , για το μεγάλο όνειρο της
Ελπίδας να πάνε στην Αθήνα να σπουδάσουν και να μένουν οι δύο τους μόνες
τους στην μεγάλη πόλη με τα θέατρα και τα τεράστια βιβλιοπωλεία. Και
επειδή ακόμα ένοιωθε ευγνωμοσύνη, αυτή τη φορά δεν διαμαρτυρήθηκε
καθόλου για τα σχέδια της εξαδέλφης της και δεν χασμουρήθηκε ούτε μια
φορά! Μόνο ένευε συγκαταβατικά σε ότι της έλεγε και από μέσα της
υποσχόταν να προσπαθήσει να διαβάζει περισσότερο. Γιατί μπορεί τα όνειρα
της Βασούλας να μην περιλάμβαναν βιβλία και σπουδές, αλλά περιλάμβαναν
σίγουρα την Ελπίδα. Και αν η Ελπίδα πίστευε πως οι σπουδές ήταν αυτό που
χρειαζόντουσαν, σίγουρα θα είχε δίκιο. Γιατί η Ελπίδα πάντα είχε
δίκιο....
για να ακούσετε το κεφάλαιο πατήστε εδώ
για να ακούσετε το κεφάλαιο πατήστε εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλιαστε: