Όχι δεν ήταν άνθρωπος της υγιεινής διατροφής. Για την ακρίβεια δεν
πλησίαζε σε
τίποτα τον όρο υγιεινός τρόπος ζωής και ας ήξερε πως αυτό μπορεί στο
μέλλον να το έβρισκε μπροστά της. Για να παρηγορεί την αδυναμία της
αυτή, την βάφτιζε με διάφορα ονόματα στη συνείδηση της. Άλλοτε ήταν
"παθιασμένη" με
οτιδήποτε απαγορευμένο και βλαβερό , άλλοτε "
εναλλακτικότερη"
από τους εναλλακτικούς που την περιτριγύριζαν, αλλά τον περισσότερο
καιρό ήταν απλά "απειθάρχητη". Και ενώ δεν μπορούσε να αγαπήσει καμία
υγιεινή συνήθεια είτε
αυτή λεγόταν άσκηση, είτε super foods που τόσο ήταν της μόδας, από μωρό είχε μόνο μια
υγιεινή αγάπη που
πλησίαζε τα
όρια του πάθους και που για κακή της τύχη ήταν εποχική. Τους
καλοκαιρινούς μήνες που τόσο μισούσε , γιατί ανάμεσα στα άλλα σιχαινόταν
και την ζέστη, ένα πράγμα της έδινε χαρά. Ένα και μόνο ένα... Τα
καλοκαιρινά φρούτα! Μπορούσε για
τρεις μήνες να
ζει μόνο
με αυτά και ας ούρλιαζαν τα νέα άρθρα για μεταλλάξεις και ενέσιμες
ορμόνες, και ας έσκιζαν οι διαιτολόγοι τα πτυχία τους για τη ζάχαρη που
περιείχαν. Για εκείνη από όταν θυμόταν τον εαυτό της, καλοκαίρι σήμαινε
την εποχή που το πάθος
που γενικότερα την κυρίευε σε όλα, επιτέλους έμπαινε μέσα στα μονοπάτια του αποδεκτού.
Το
ντελίριο ξεκινούσε μέσα Ιουνίου με ροδάκινα και πεπόνια, για να κάνει
κρεσέντο με τα καρπούζια από μέσα Ιουλίου μέχρι μέσα Αυγούστου και να
σβήσει γλυκά με τα σταφύλια στο τέλος του καλοκαιριού. Μάλιστα είχε
αναπτύξει στα χρόνια ολόκληρη θεωρία για τον σωστό τρόπο επιλογής
και ανάλωσης των καλοκαιρινών φρούτων, που πλέον τον ακολουθούσε με
ευλάβεια. Τα ροδάκινα της άρεσαν
γινωμένα, μαλακά και με την φλούδα. Τα καρπούζια πάλι αν ήταν ζαχαρωμένα την απογοήτευαν.
Γιαυτό και από μέσα Αυγούστου τα αποχαιρετούσε με βαριά καρδία. Τα σταφύλια πάλι φυσικά τα ήθελε χωρίς κουκούτσια.
Ποιος ανώμαλος άνθρωπος θα ήθελε κουκούτσια στο σταφύλι? Και μάλιστα τα σταφύλια τα ήθελε μαζί με γραβιέρα γλυκιά, Νάξου
κατά προτίμηση.
Όχι δεν ήταν ψευτογκουρμέ άνθρωπος. Απλά για έναν περίεργο λόγο ενώ
σιχαινόταν την φέτα με το καρπούζι που τόσοι προτιμούσαν , το σταφύλι το
ήθελε με γραβιέρα. Το μόνο για το οποίο ακόμα δεν είχε καταλήξει, και
που αποτελούσε το μεγαλύτερο μυστήριο, ήταν το πεπόνι. Στο πεπόνι όσο
και αν είχε προσπαθήσει να
βρει ένα
μοτίβο, τόσο στην επιλογή, όσο και στον τρόπο βρώσις, πάντα βρισκόταν προ
εκπλήξεως. Το χτυπούσε ρυθμικά όπως το καρπούζι ελπίζοντας ο ήχος που θα
επέστρεφε να της αποκαλύψει κάτι, αλλά μάταια...Το μύριζε και το
χάιδευε όπως τα ροδάκινα, αλλά και πάλι τίποτα. Το κοιτούσε όπως τα σταφύλια με τις ώρες, που
από το
χρώμα τους πλέον ήξερε αν θα είναι νόστιμα και πάλι τίποτα. Κλειδωμένο
μέσα στο περίβλημα του δεν της έδινε καμία πληροφορία και ακόμα και τη
στιγμή που το έκοβε στην μέση παρέμενε ένα γοητευτικό μυστήριο. Ακόμα
και αν το χρώμα του ήταν λαχταριστό, ακόμα και αν το άρωμα του ήταν
μεθυστικό , ακόμα και αν η σάρκα του ήταν στο σωστό ποσοστό ωρίμανσης, η
γεύση του πάντα ήταν έκπληξη. Άλλοτε οι υποσχέσεις που τις έδιναν οι
άλλες αισθήσεις της επιβεβαιωνόντουσαν
από εκείνη της γεύσης, άλλοτε πάλι είτε
εκπλησσόταν ευχάριστα , είτε δυσάρεστα.
Γιαυτό και το πεπόνι το έλεγε "έρωτα" γιατί όπως και ο έρωτας ποτέ δεν ήξερε τι θα της ξημέρωνε με δαύτο.
Εκείνος πάλι λάτρης των
υγιεινών συνηθειών με μια μόνο δεν μπόρεσε ποτέ να πιαστεί χέρι χέρι .
Από μωρό ξερνούσε την φρουτόκρεμα στην μπλούζα της μάνας του
σφραγίζοντας τα
χείλι του αρνούμενος να δεχτεί δεύτερη μπουκιά. Και εκείνη η μάνα του,
λουσμένη με τα πολτοποιημένα φρούτα, απεγνωσμένη και απογοητευμένη με το
πείσμα του, δοκίμασε τα πάντα.
Από φρουτόκρεμες σε βαζάκια , μπισκότα, επιπρόσθετη
ζάχαρη μέσα στο μείγμα μέχρι και να ρίξει μπρόκολο που τόσο λάτρευε ο ανάποδος γιος της. Μάταια όμως ...
όλα κατέληγαν στην μπλούζα και στα μαλλιά της. Ώσπου στο τέλος παραιτήθηκε της προσπάθειας,
καθησυχασμένη από τον
παιδίατρο πως το παιδί θα μεγάλωνε και χωρίς φρούτα. Και μεγάλωσε μια χαρά χωρίς φρούτα. 1.90
έγινε με άριστες διατροφικές συνήθειες
κατά τ άλλα. Δεν κάπνιζε, έπινε μόνο όσο κοινωνικά απαιτούσαν οι παρέες και
αθλούταν, όχι με υπερβολές και γυμναστήρια, αλλά με έναν ειλικρινή τρόπο που του είχε χαρίσει στα τριανταπέντε του χρόνια ένα εύρωστο,
υγιές,
γήινο σώμα.
Όταν το πεπόνι έτσι κύλησε στα πόδια του αντανακλαστικά του ήρθε να το
κλωτσήσει σαν μπάλα αλλά δεν το έκανε.
Αντ' αυτού έσκυψε
και το έπιασε ελέγχοντας αν είχε ανοίξει σε κάποιο σημείο και αφού
βεβαιώθηκε πως ήταν ατόφιο, αναζήτησε με τα μάτια του τον ιδιοκτήτη του
για να το παραδώσει. Και εκεί στο υπόγειο πάρκινγκ του μεγάλου σούπερ
μάρκετ την είδε πεσμένη στα τέσσερα να βρίζει και να μαζεύει τα ροδάκινα
κάτω από ένα Toyota.
-To πεπόνι σου, είπε πλησιάζοντας την.
-Αει σιχτίρ βρε έρωτα και σε έψαχνα , είπε εκείνη αρπάζοντας το πεπόνι από τα χέρια του αγνοώντας το
έκπληκτο ύφος του.
-Δεν μιλούσα σε σένα , στο πεπόνι μιλούσα, εξήγησε όταν
συνειδητοποίησε πως ο άγνωστος άντρας την κοιτούσε σαν ούφο.
-Ευχαριστώ
, συνέχισε τακτοποιώντας τα φρούτα μέσα στη πλαστική σακούλα και με μια
κίνηση σηκώθηκε, γύρισε την πλάτη της και απομακρύνθηκε.
Για το υπόλοιπο της μέρας εκείνος προβληματισμένος σκεφτόταν
ξανά και
ξανά την γυναίκα που είχε αποκαλέσει έρωτα ένα πεπόνι. Αρχικά
μονολογούσε όσο έβαζε μπροστά το αυτοκίνητο του, "που να σφίξουν και οι
ζέστες" θεωρώντας την κάποια τρελή.
Όσο οι
ώρες όμως περνούσαν και το σκηνικό στο πάρκινγκ δεν έλεγε να ξεκολλήσει
από το μυαλό του, η περιέργεια του είχε πλέον χτυπήσει κόκκινο. Και
εντάξει δεν τον εξέπληττε η αγάπη κάποιου για τα φρούτα και ας μην την
ενστερνιζόταν. Αλλά γιατί "έρωτας" το πεπόνι και όχι "λατρεία" για
παράδειγμα...? Αποφασισμένος πως άκρη δεν θα έβγαζε όσο και αν το
σκεφτόταν, το έχωσε στο πίσω μέρος του μυαλού του εκείνο το βράδυ και
αποκοιμήθηκε.
Την επόμενη μέρα όμως το πεπόνι ξαναγύρισε στο προσκήνιο και κόλλησε σαν βδέλλα πάνω στις σκέψεις του. Έτσι αργά το
απογευματάκι, αφού πέρασε
από όλα
τα σούπερ μάρκετ που χρησιμοποιούσαν το σύστημα παρακολούθησης της
εταιρείας του και βεβαιώθηκε πως όλα δούλευαν ρολόι, αγόρασε ένα πεπόνι
και επέστρεψε στο σπίτι του. Το έβαλε απέναντι του πάνω στο τραπέζι και
το κοίταξε με δυσπιστία. Όμορφο δεν το έλεγες, νόστιμο για τα γούστα
του σίγουρα όχι, το μόνο αδιαμφισβήτητο ήταν ότι ήταν στρογγυλό. Τελικά
τον
ίδιο τον είχε χτυπήσει η ζέστη, κατέληξε και πετώντας το πεπόνι στα σκουπίδια βγήκε για τρέξιμο παρά την
ανυπόφορη ζέστη.
Και
ίσως να
το είχε ξεχάσει το φιλοσοφικό ερώτημα περί του πεπονιού αν δεν είχε μια
κακή κρυφή συνήθεια. Την μόνη για την οποία δεν ήταν περήφανος και τη
μόνη που προσπαθούσε χρόνια τώρα να κόψει χωρίς επιτυχία. Ηλεκτρολόγος
μηχανικός του πολυτεχνείου, με όνειρα, βρέθηκε σε μια Ελλάδα της κρίσης να
ψάχνει απεγνωσμένος για μια δουλειά, έστω και αμυδρά σχετική στο
αντικείμενο του. Και τελικά είχε καταφέρει μετά από πολύ ψάξιμο και
άπειρα βιογραφικά, να χωθεί πριν πέντε χρόνια, στην εταιρεία που δούλευε
μέχρι και σήμερα. Αν την αγαπούσε τη δουλειά του? Φυσικά και όχι. Καμία
σχέση δεν είχε με αυτά που ήλπιζε όταν σπούδαζε.
Εκείνος με
την ρομποτική ήθελε να ασχοληθεί αλλά αρχίδια μάντολες..... ο τομέας
στην Ελλάδα ήταν σχεδόν ανύπαρκτος και η ανάγκη να γίνει οικονομικά
ανεξάρτητος τόσο επιτακτική, που κατέληξε να ελέγχει οπτικοακουστικά μέσα
ασφαλείας σε σούπερ μάρκετ. Εντάξει του πλήρωναν τον πτυχίο του
τουλάχιστον, αλλά να το βράσει όταν το μεγαλύτερο μέρος της μέρας του
γύριζε σαν πλασιέ από υποκατάστημα σε υποκατάστημα βάζοντας υπογραφές
και ελέγχοντας κάμερες. Και για να αντέξει τη
συνειδητοποίηση πως
η ζωή του έτσι θα ήταν , ένα οχτάωρο μέσα στη μιζέρια και την
επανάληψη, απέκτησε μια κακή συνήθεια δεκανίκι για να σπρώχνει τις
μέρες. Έγινε "ματάκιας καλαθιών"... ένας περίεργος ηδονοβλεψίας του
απόκρυφου περιεχομένου του καροτσιού
ανυποψίαστων ανθρώπων. Και
όσο και αν είχε προσπαθήσει να το κόψει, γιατί καταλάβαινε πως άγγιζε τα όρια του κοινωνικά αποδεκτού, πάντα λύγιζε.
Ιδίως τις μέρες εκείνες που αναμνήσεις
από τα νεανικά του όνειρα ερχόντουσαν σαν
θύελλες και σάρωναν το μέσα του. Με τρόπο έστελνε τον υπάλληλο που δούλευε στις κάμερες για
διάλειμμα και
εστίαζε την
μια κάμερα στο σημείο μπροστά στο ταμείο που σταματούσαν τα καρότσια.
Αγνοώντας σε πρώτη φάση τον ιδιοκτήτη του καροτσιού παρατηρούσε με
ευλάβεια το
περιεχόμενο και
αφού ανέλυε με το θετικό του μυαλό τα ψώνια σε κατηγορίες, ξεκινούσε το
αγαπημένο του παιχνίδι. Επεξεργαζόταν τις πληροφορίες του περιεχομένου
και σαν τζογαδόρος προσπαθούσε να μαντέψει την ηλικία
,το φύλο,
την κοινωνική τάξη ακόμα και την οικογενειακή κατάσταση του ανθρώπου
που όριζε το καρότσι/καλάθι. Και αφού κατέληγε, τότε μόνο τότε κοιτούσε
τον άνθρωπο που συνόδευε τα
ψώνια στο
ταμείο. Τις φορές που είχε πέσει μέσα ήταν τέτοια η ικανοποίηση του, που
σχεδόν πανηγύριζε κάθε κύτταρο του, κάνοντας τον υπάλληλο από τις
κάμερες να απορεί τι μπορεί να είχε μεσολαβήσει στο μισάωρο διάλειμμα
του για να μετατραπεί ο σκυθρωπός τυπικός ελεγκτής, στον πρόσχαρο
κοινωνικό τύπο που του παρέδιδε το πόστο του πίσω.
Έτσι και
εκείνη την Παρασκευή του Ιουνίου, αφού είχε ρίξει νωρίτερα ένα καβγά με
την κοπέλα που έβγαινε τους τελευταίους μήνες και που αφορούσε τις
επερχόμενες καλοκαιρινές διακοπές, έδιωξε τον Γιωργάκη για διάλειμμα και
εστίασε σε ένα μισοάδειο καρότσι. Τα μισοάδεια καρότσια ήταν η
μεγαλύτερη πρόκληση...λίγες οι πληροφορίες που έδιναν. Ώρα αιχμής και το
μπροστινό καρότσι που άδειαζε ήδη στο κινούμενο ιμάντα αναστέναζε από
το βάρος ξέχειλο. Αυτό του έδινε χρόνο μέχρι το αντικείμενο ανάλυσης να
κινηθεί. Μια οδοντόβουρτσα μοβ χρώμα, σερβιέτες και ένα αποσμητικό για
τις μασχάλες στη μια γωνία. Ευκολάκι σκέφτηκε. Γυναίκα σε αναπαραγωγική
ηλικία και πιθανόν ελεύθερη μιας και τα είδη προσωπικής υγιεινής δεν
πρόδιδαν ούτε οικογένεια, ούτε καν σύντροφο. Μια πολυσυσκευασία μακαρόνια
δίπλα και δύο κονσέρβες ντομάτας τον μπέρδευαν λιγάκι. Άρα δεν ήταν
κάποια έφηβη που είχε βγει για να αγοράσει τα απαραίτητα.
Μαγείρευε....στοιχειωδώς όμως ... Φοιτήτρια ίσως? Παραδίπλα ένα ζευγάρι
φτηνές πλαστικές σαγιονάρες. Σίγουρα όχι πλούσια αφού αγόραζε
σαγιονάρες από εκεί... Και τότε πρόσεξε το πεπόνι. Τοποθετημένο με
προσοχή μακρυά από τα υπόλοιπα αντικείμενα για να μην χτυπηθεί μαζί με
μια σακούλα ροδάκινα. Δύσκολος ο σημερινός γρίφος... Φοιτήτρια και να
αγοράζει φρούτα? Ξαναγύρισε στα προσωπικά είδη και κατέληξε πεισματικά
πως μάλλον δεν ήταν φοιτήτρια. Μια φοιτήτρια θα είχε αγοράσει και
ταμπόν... θα είχε πάρει το πιθανότερο μια ροζ οδοντόβουρτσα και το
αποσμητικό για τις μασχάλες θα ήταν από εκείνα που διαφήμιζε πως δεν
αφήνουν λεκέδες στα μαύρα ρούχα, όχι το συγκεκριμένο που ήταν στην αγορά
πάνω από μια δεκαετία. Βιαστικά γιατί ο χρόνος κυλούσε, έβγαλε την
ετυμηγορία του. Γυναίκα 25-35, μέτριας σωματικής διάπλασης (μακαρόνια
και φρούτα η αλήθεια κάπου στη μέση θα ήταν) , μελαχρινή (οι ξανθιές
πάντα αγαπούν το ροζ κομματάκι περισσότερο) 1,65 το πολύ (37 νούμερο οι
σαγιονάρες αποκλείεται με τόσο μικρό πόδι να είναι ψηλότερη) και
χαρακτήρας.... εκεί δεν είχε τίποτα να τον βοηθάει. Ένα γιαούρτι βρε
αδελφέ ή έστω ένα γκότζι μπέρι να σε κατατάξω στις μοντέρνες, ένα βιβλίο
έστω και από εκείνα τα φτηνά να σε κατατάξω στις κουλτουριάρες, έστω
ένα κουτί προφυλακτικά να σε κατατάξω στις συνετές και συνάμα
απελευθερωμένες, άντε μια σοκολάτα να σε θεωρήσω ανασφαλή . Ένα πεπόνι τι
σκατά να μου πει για το χαρακτήρα σου ρε φίλη μου? Γιατί κάτι περίεργο
έτρεχε με αυτό το πεπόνι που επέμενε να εμφανίζεται μπροστά του ξανά και
ξανά. Και τότε το καρότσι κινήθηκε και κατάλαβε πως ο χρόνος του είχε
τελειώσει. Κλείδωσε τις εικασίες του και έστρεψε την κάμερα στην
ιδιοκτήτρια. Και έμεινε στήλη άλατος να κοιτάει την ίδια γυναίκα που
μέρες πριν με ένα άλλο πεπόνι του είχε κλονίσει την σχέση του με τα
φρούτα. Βιαστικά φώναξε από τα μεγάφωνα τον Γιωργάκη που με ένα
μισοτελειωμένο σάντουιτς στο χέρι επέστρεψε πανικόβλητος. Και χωρίς να
δώσει εξηγήσεις έτρεξε στο πάρκινγκ. "Απόψε θα μάθαινε γιατί το πεπόνι
ήταν έρωτας ο κόσμος να γυρνούσε τούμπα!"
-Καλησπέρα
-Καλησπέρα
-Με θυμάσαι?
-Θα έπρεπε?
-Εγώ σε θυμάμαι όμως...
-Μπράβο σου!
-Μπορώ να σου πω μια στιγμή?
-Ποιος είσαι καλέ μου άνθρωπε και είμαι φορτωμένη? Σε ξέρω?
-Όχι ακριβώς... σου έπιασα το πεπόνι που σου έπεσε πριν μέρες εδώ στο πάρκινγκ.
-Α ναι. Και τι θες τώρα εύρετρα?
-Σχεδόν...
-Έχεις πολύ πλάκα, αλλά κάνει αφόρητη ζέστη και οι σακούλες μου κόβουν τα χέρια.
-Να σε βοηθήσω να τα πας μέχρι το αμάξι σου?
-Δεν έχω αυτοκίνητο. Εδώ παρακάτω μένω. Ευχαριστώ για την προσφορά , αλλά θα τα καταφέρω.
-Τότε να σε πάω σπίτι σου?
-Τώρα
εσύ ή κανένας ανώμαλος είσαι ή μου κάνεις καμάκι μες τη ζέστη με τον
πιο παρωχημένο και γλυκό τρόπο που μου έχουν κάνει τον τελευταίο
καιρό...
-Σε διαβεβαιώ τίποτα από τα δύο. Μια απορία έχω και θέλω να μου την λύσεις....
-Φίλε
μου, εδώ μέσα στις αναθυμιάσεις από τις εξατμίσεις δεν σκοπεύω να σου
λύσω τίποτα. Εγώ σε αυτοκίνητο αγνώστου δεν μπαίνω και ας ζω γενικά
ριψοκίνδυνα....Πάρε τις σακούλες λοιπόν και περπάτα, είπε και αφού του
φόρτωσε τις σακούλες, άρχισε να προχωράει προς την έξοδο του πάρκινγκ.
Και εκείνος άνοιξε το βήμα του να την προλάβει. Ναι μέσα είχε πέσει.
Καστανή ήταν , γύρω στα τριάντα, κοντούλα και με μέτριο σωματότυπο.
Κοιτώντας την ιδρωμένη της πλάτη άρχισε να παρατηρεί τα ρούχα που
φορούσε. Σίγουρα όχι πλούσια. Λίγο η περιοχή που έμενε, λίγο τα ρούχα
πρόδιδαν μια μικρομεσαία οικονομική κατάσταση όπως των περισσότερων
Ελλήνων πλέον άλλωστε. Άραγε με τι να ασχολούταν...? Τα νύχια της δεν
ήταν βαμμένα και όμως είχε έναν κόκκινο λεκέ από μπογιά στο δεξί της
αγκώνα. Ζωγράφος αποκλείεται να ήταν, όπως επίσης και μπογιατζής.
Βγαίνοντας στον καλοκαιρινό ήλιο που είχε αρχίσει να κατηφορίζει
μετάνιωσε που δεν είχε προλάβει να πάρει να τα γυαλιά ηλίου του από το
αυτοκίνητο. Μόλις η όραση του συνήθισε στο φως συνέχισε να επεξεργάζεται
την πλάτη της γυναίκας που πλέον δεν του έλεγε τίποτα περισσότερο από
όσα του είχε ήδη πει. Δέκα λεπτά αργότερα βρισκόντουσαν στο κατώφλι μιας
πολυκατοικίας και στην σκιά της εισόδου, εκείνη πήρε τα ψώνια από τα
χέρια του αφού σκούπισε τον ιδρώτα στο πρόσωπο της .
-Άντε ρίξε την απορία, του είπε βγάζοντας τα κλειδιά από το μικρό τσαντάκι της
-Τι
έτσι? Ούτε ένα παγωμένο νερό δεν θα μου δώσεις? της αντιγύρισε
χαμογελώντας. Για λίγα δευτερόλεπτα εκείνη τον κοίταξε διερευνητικά.
-Δεν
γαμιέται. Άντε ανέβα, του είπε και άνοιξε την πόρτα τις εισόδου δίνοντας
του και πάλι τις σακούλες με τα ψώνια. Δυο ορόφους πιο πάνω σταμάτησε ο
ανελκυστήρας και εκείνη μπροστά εκείνος από πίσω μπήκαν μέσα στο μικρό
παλιό διαμέρισμα. Εκείνη πήρε από τα χέρια του τις σακούλες και πάλι και
προχώρησε προς την κουζίνα που ήταν ενιαία με ένα μικρό καθιστικό. Πριν
κάνει οτιδήποτε άλλο έβγαλε με προσοχή τα φρούτα και τα τοποθέτησε στο
ψυγείο ενώ ταυτόχρονα του φώναξε
-Σόρρυ για την ακαταστασία αλλά κάνω κάτι αλλαγές στο σπίτι. Δεν περίμενα βλέπεις και επισκέψεις.
-Επιπλοποιός είσαι?? Βάφεις βλέπω ένα παλιό τραπεζάκι...
-Έχεις
πλάκα , είναι γεγονός. Ναι είμαι επιπλοποιός και ζώ βάφοντας κόκκινα
τραπεζάκια. Το επάγγελμα του μέλλοντος στην Ελλάδα του σήμερα! τον
ειρωνεύτηκε δίνοντας του ένα ποτήρι παγωμένο νερό και επέστρεψε στην
κουζίνα για να τακτοποιήσει τα υπόλοιπα ψώνια.
-Στο αυτοκίνητο
δεν έμπαινες αλλά εδώ μέσα με άφησες να μπω... διαπίστωσε εκείνος ενώ
επέστρεφε στην κουζίνα το άδειο πλέον ποτήρι.
-Σου είπα, ζω
ριψοκίνδυνα. Άντε λέγε τώρα τι θες, γιατί στέγνωσε το πρώτο χέρι και
πρέπει να περάσω το δεύτερο, του είπε και στράφηκε προς το μέρος του
κοιτώντας τον στα μάτια ανυπόμονα
-Γιατί "έρωτας" το πεπόνι? ρώτησε με ειλικρίνεια και εκείνη έκανε ένα απροσδιόριστο μορφασμό.
-Μιλάς σοβαρά? Αυτή ήταν η απορία σου???
-Ναι, αυτή.... είπε εκείνος και κάθισε σε μια καρέκλα της κουζίνας.
-Τρως πεπόνια?τον ρώτησε και έβγαλε ένα ποτήρι από το ντουλάπι
-Η αλήθεια είναι πως δεν τρώω καθόλου φρούτα... απάντησε εκείνος κάνοντας την να γυρίσει ξανά προς το μέρος του
-Πλάκα
μου κάνεις... Θα έπαιρνα όρκο πως τρέφεσαι αποκλειστικά με υγιεινά
τρόφιμα... Τελικά δεν έκανε μόνο εκείνος εικασίες για εκείνη.
-Ναι , γενικά δεν είμαι φίλος της σαβουροφαγίας . Με τα φρούτα όμως έχω από παιδί σχέση μίσους.
-Μάλιστα....αυτό
κάνει ακόμα δυσκολότερο να σου απαντήσω σε αυτό που ρώτησες και να
καταλάβεις... Καφέ θες? Χρόνο έχεις? Αυτή η συζήτηση θα πάρει
περισσότερο από όσο νόμιζα...
-Και το τραπεζάκι?
-Αργότερα
το τραπεζάκι..... άγγιξες ευαίσθητη χορδή..είπε αινιγματικά και έβγαλε
ακόμα ένα ποτήρι από το ντουλάπι. Και έφτιαξε δύο παγωμένους καφέδες
και βγήκαν στο καταθλιπτικό στενό μπαλκονάκι που είχε μόνο δύο καρέκλες
και ένα τασάκι στο πάτωμα.
-Τραπέζι δεν διαθέτει το κατάστημα
μιας και είναι υπό ανακαίνιση. Βολέψου όπως μπορείς, είπε και έπιασε ένα
πακέτο τσιγάρα από το πρεβάζι του παραθύρου.
-Θες? τον ρώτησε και εκείνος έκανε μια κίνηση άρνησης
-Μάλιστα....τρέφεσαι
σωστά, δεν καπνίζεις, φαντάζομαι δεν πίνεις...Τι στραβό έχεις, δεν μου
λες? Εκτός από το ότι δεν τρως φρούτα.
-Τόσο πολύ σου αρέσουν τα φρούτα?
-Παραδόξως όχι όλα .... μόνο τα καλοκαιρινά... είπε και άναψε το τσιγάρο της.
-Λοιπόν... θα μου πεις για το πεπόνι?
-Ρε
λύσσα κακιά με το πεπόνι... Ας πούμε πως το πεπόνι είναι το πιο
μυστηριώδες φρούτο για μένα. Και ως το πιο μυστηριώδες φρούτο, θέλοντας
και μη, μοιάζει το γλυκό μου με το άλλο μεγάλο μυστήριο της ζωής, τον
έρωτα.. Την πιάνεις την αλληγορία ή θες επεξηγήσεις? είπε και ρούφηξε
μια γουλιά από το καφέ της ενώ ο ήλιος κρυβόταν οριστικά πίσω από την
απέναντι πολυκατοικία.
-Την πιάνω, αλλά διαφωνώ...
-Σε ποιο σκέλος ? Στο ότι ο έρωτας είναι μυστήριο ή στο ότι το πεπόνι είναι μυστήριο?
-Και στα δύο....θυμίζει λίγο τη θεωρία ο αστυνόμος είναι όργανο, η κιθάρα είναι όργανο, άρα ο αστυνόμος είναι κιθάρα...
-Ο
αστυνόμος όμως είναι όργανο και η κιθάρα επίσης είναι όργανο... εκεί
δεν διαφωνείς με την αρχική δήλωση να υποθέσω, όπως κάνεις με τη δική
μου αρχική δήλωση. Και άντε να δεχτώ πως δεν δέχεσαι πως το πεπόνι είναι
μυστήριο. Το ότι δεν δέχεσαι ότι ο έρωτας είναι μυστήριο, αυτό φίλε μου
να το κοιτάξεις...
-Εξαρτάται από το πως ορίζεις την έννοια του
μυστηρίου... Τα μυστήρια υπάρχουν για να προσπαθείς να τα λύσεις και
όταν αυτό συμβεί παύουν να είναι μυστήρια...
-Και θες να μου πεις πως εσύ έχεις λύσει το μυστήριου του έρωτα? Στο είπα πως έχεις και γαμώ τις πλάκες έτσι?
-Άσε τον έρωτα στην άκρη... Πες μου για το πεπόνι, αυτό με ενδιαφέρει περισσότερο..
-Και επιστρέψαμε πάλι στο πεπόνι. Αν έτρωγες από το ρημάδι θα μπορούσα να σου δείξω..
-Προσπάθησε...
-Ωραία,
έλα μέσα , του είπε και σηκώθηκε μπαίνοντας και πάλι στην κουζίνα. Και
εκείνος την ακολούθησε πειθήνια. Φτάνοντας στο ψυγείο το άνοιξε και
έβγαλε από μέσα το πεπόνι ακουμπώντας το πάνω στο πάγκο.
-Το
δοκίμασα ήδη αυτό... η οπτική παρατήρηση δεν προσέφερε πολλά και να το
φάω αδύνατο αν δεν θες να ξεράσω πάνω σου, βιάστηκε να πει βλέποντας το
-Σκάσε
και άκου. Κοιτώντας όπως είπες οι πληροφορίες που παίρνουμε είναι
ελάχιστες, σωστά? Μυστήριο λοιπόν νούμερο ένα. Ας προσπαθήσουμε να
λύσουμε αυτό το πρώτο μυστήριο είπε και έκοψε το πεπόνι στην μέση. Πες
μου τι βλέπεις?
-Ένα πεπόνι κομμένο στη μέση.
-Ναι εκτός από το άκρως εμφανές. Περίγραψε το μου με περισσότερες λεπτομέρειες....
-Πράσινο κοντά στον φλοιό και πιο κιτρινωπό όσο πλησίαζε στο εσωτερικό.
-Σωστά , θετικό σε πρώτη φάση . Άρα σαν να μάθαμε κάτι για το πεπόνι το συγκεκριμένο. Τι άλλο?
-Τι άλλο?
-Σου μυρίζει?
-Όχι ιδιαίτερα..
-Και
πάλι σωστά! Αρνητικό αυτό... σχεδόν καθόλου άρωμα.... Και τώρα που
μας αποκάλυψε λίγα πράγματα για τον εαυτό του για πες μου θα είναι ένα
νόστιμο πεπόνι ή ένα άνοστο?
-50-50 δεν έχω ιδέα...
-Άρα το μυστήριο παραμένει...
-Ναι αν όμως μύριζε όμορφα θα είχε λυθεί!
-Και
όμως όχι! Είναι το μόνο φρούτο που καμία πληροφορία από αυτές που σου
δίνει δεν σου εγγυάται πως θα είναι έτσι και στην πράξη. Και φτάνουμε στο
μαγικό του συγκεκριμένου φρούτου. Δεν ξέρεις ποτέ αν τα φαινόμενα
απατούν. Μυστήριο μέχρι τη στιγμή που θα το γευθείς. Και καμιά φορά
μυστήριο ακόμα και όσο το γεύεσαι. Σε περνάει από μια περίεργη γευστική
εμπειρία, αφήνοντας σε τις περισσότερες φορές να απορείς στο τέλος, αν
ήταν καλό ή κακό.
-Τότε γιατί το τρως?
-Γιατί ακόμα και
όταν δεν είναι τόσο γλυκό, το ρημάδι είναι δροσιστικό το καλοκαίρι! Άσε
που αυτό το μυστήριο που το κυκλώνει το κάνει ακόμα πιο θελκτικό.
-Το
αντιλαμβάνεσαι πως δεν βγάζεις νόημα έτσι? της είπε κοιτώντας την με
δυσπιστία βέβαιος πως ήταν τελικά κάποια σαλεμένη. Και αγνοώντας το
σχόλιο του έβγαλε ένα κουτάλι και καθάρισε το κέντρο από τα σπόρια. Και
έβαλε το μισό πεπόνι μπροστά της στο τραπέζι και κλείνοντας τα μάτια
έφαγε μια μεγάλη μπουκιά . Και ένα ηδονικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα
χείλι της κάνοντας τον να ζηλέψει για πρώτη φορά άνθρωπο που έτρωγε
φρούτο. Και όσο εκείνη κούφωνε έντεχνα το μισό πεπονάκι εκείνος δεν
μπόρεσε να μην παραδεχτεί πως η εικόνα αυτή ήταν μακράν η πιο περίεργα
ερεθιστική εικόνα που είχε καταγράψει ο εγκέφαλος του. Και όταν εκείνη
τελείωσε και πέταξε τα απομεινάρια και το κουτάλι στο νεροχύτη εκείνος
δεν άντεξε και την ρώτησε.
-Και λοιπόν? Ήταν καλό??? και εκείνη
δεν του απάντησε με λόγια.Παρά σηκώθηκε, τον πλησίασε και σκύβοντας προς
το μέρος του, τον φίλησε. Και άξαφνα όλα όσα του έλεγε νωρίτερα
αποκτούσαν επιτέλους νόημα. Το φιλί της είχε γεύση πεπονιού και νικοτίνης
και ενώ σιχαινόταν απριόρι και τα δύο, για ένα περίεργο λόγο αυτή η
γυναίκα, που ούτε το κέλυφος της του έδινε στοιχεία , ούτε καν το
εσωτερικό του σπιτιού της, τώρα μέσω της γεύσης που ερχόταν σε σύγκρουση
και σε ταύτιση με όλα τα παραπάνω, ανοιγόταν μπροστά του σαν ένα
τεράστιο μυστήριο που ήθελε σαν τρελός να λύσει. Και όταν τα πρόσωπα
τους ξεκόλλησαν εκείνος αναστέναξε παραδεχόμενος την ήττα του. Και
εκείνη του χαμογέλασε θριαμβευτικά.
-Έρωτας λοιπόν το πεπόνι, αποδέχτηκε τραβώντας την πάλι πάνω του.
-Έρωτας... είπε εκείνη χαχανίζοντας
-Και δεν ξέρω ούτε το όνομα σου... είπε ενώ την ξαναφιλούσε βουτώντας στο μεγαλύτερο μυστήριο χωρίς αλεξίπτωτο. _