Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2022

"Sugar Daddy" ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ


 

"I have to leave for an hour", είπε αόριστα επιστρέφοντας στο σαλόνι και έσκυψε να μαζέψει βιαστικά την μπλούζα του.

"Πλάκα μου κάνεις" του απάντησε εκείνη αυθόρμητα σηκώνοντας το βλέμμα της από τον λεκέ στο πάσο που έτριβε κοιτώντας τον έκπληκτη.

"I am sorry..." συνέχισε να λέει και η Μαργαρίτα με δυσκολία συγκράτησε το χέρι της που ετοιμαζόταν να του πετάξει το βέτεξ που κρατούσε. Εκείνος όμως έμοιαζε ανήσυχος, νευρικός και εντελώς αλλού ήδη, σαν να μην την έβλεπε καν. Κάτι σοβαρό μάλλον είχε συμβεί. Τον είδε να βάζει στην τσέπη του τα κλειδιά και το κινητό του και να κινείται βιαστικά προς την πόρτα.  "There is food in the fridge. Make yourself feel at home. Take a bath. Watch some TV. I wont be late." πέταξε κλείνοντας την πόρτα πίσω του, αφήνοντας τη σύξυλη με το σουτιέν ακόμα λυμένο.

"Πόσο μαλάκας Χριστέ μου!!!" μονολόγησε δυνατά και πέταξε θυμωμένη το βέτεξ στον νεροχύτη. Αν ήταν δυνατόν! Τι δουλειά ήταν αυτή που έπρεπε να τακτοποιηθεί στις δέκα το βράδυ; Αυτή είχε κάνει τόσα χιλιόμετρα για να περάσουν κάποιες ώρες μαζί και αυτός σηκωνόταν και έφευγε χωρίς να δώσει καμία εξήγηση; Στην τελική εκείνος είχε λυσσάξει να βρεθούν! Θυμωμένη κούμπωσε το σουτιέν της και προχώρησε προς τον διάδρομο. Θα σηκωνόταν και θα έφευγε. Ποιος στο διάολο νόμιζε ότι ήταν; Ανοιγοκλείνοντας πόρτες άρχισε να ψάχνει για τη βαλίτσα της. Πίσω από μια πόρτα ήταν μια κάβα. Πίσω από μια δεύτερη ένα δωμάτιο υπηρεσίας. Πίσω από μια τρίτη ένα υπνοδωμάτιο. Πίσω από μια τέταρτη ένα πολυτελές μπάνιο. Πίσω από μια πέμπτη ένα γραφείο. Η βαλίτσα της όμως πουθενά. Και εκείνη ήταν τόσο εκνευρισμένη που καρφάκι δεν της καιγόταν για την ομορφιά και την πολυτέλεια των δωματίων που άνοιγε. Ώσπου άνοιξε την πόρτα στο τέλος του διαδρόμου και έμεινε για ακόμα μια φορά άφωνη. Οι δύο από τους τέσσερις τοίχους του δωματίου ήταν γυάλινοι σχηματίζοντας ένα γάμμα που στη μέση του βρισκόταν ένας τεράστιος καναπές με ένα τραπεζάκι. Γυρνώντας αριστερά της ένα μεγαλοπρεπες κρεβάτι στραμμένο προς τη θεά ήταν στρωμένο άψογα. Το κεφαλάρι του κρεβατιού ακουμπούσε στη συνέχεια του τοίχου που βρισκόταν η πόρτα από όπου είχε μπει. Ο τέταρτος τοίχος στα δεξιά της είχε μια ακόμα πόρτα και κάτι που έμοιαζε με εντοιχισμένη ντουλάπα. Διστακτικά προχώρησε προς την άλλη πόρτα και την άνοιξε. Ένα ιδιωτικό μπάνιο με μια μπανιέρα μπροστά στην προέκταση της τζαμαρίας του υπνοδωματίου, μια φιμέ γυάλινη καμπίνα, μια λεκάνη και δύο νιπτήρες. Ήταν φοβερό πως ο αρχιτέκτονας αυτού του διαμερίσματος είχε καταφέρει να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τη θέα που το διαμέρισμα αυτό διέθετε. Με τόσα τζάμια και γυαλιά βέβαια δεν θα ήθελε να είναι στη θέση εκείνου που τα καθάριζε, σκέφτηκε και βγήκε από το μπάνιο. Η βαλίτσα της βρισκόταν μπροστά στην ντουλάπα. Αγνοώντας την, έσυρε το ένα φύλλο της ντουλάπας και μια γνώριμη μυρωδιά ήρθε στα ρουθούνια της. Η μυρωδιά του Χίλμαρ. Κάτι ανάμεικτο από ξύλο κέδρου, μαλακτικό και κεχριμπάρι. Τα ρούχα του ήταν όμορφα τακτοποιημένα σε κρεμάστρες. Λευκά και μαύρα t-shirt, τζιν παντελόνια, καλοκαιρινά και χειμερινά κουστούμια και λευκά πουκάμισα. Όλα λευκά, μαύρα και μπλε. Κανένα άλλο χρώμα. Ακόμα και κάτι φόρμες και κάτι φούτερ και εκείνα στις ίδιες αποχρώσεις. Και καμία γραβάτα ή ζώνη. Ξαφνικά ένιωσε αδιάκριτη και έκλεισε το φύλλο. Έπιασε τη βαλίτσα της και βγήκε από το δωμάτιο. Φτάνοντας στο σαλόνι έβαλε το κινητό μέσα στην τσάντα της και άρχισε να κινείται προς την εξώπορτα. Όσο όμορφο και αν ήταν αυτό το διαμέρισμα, δεν σκόπευε να μείνει λεπτό παραπάνω εκεί μέσα. Πιάνοντας όμως το πόμολο συνειδητοποίησε πως αν ήθελε να φύγει θα έπρεπε να κατέβει 30 ολόκληρους ορόφους ολομόναχη και άφησε το πόμολο. Ήταν φυλακισμένη εκεί μέσα μέχρι να γυρίσει, παραδέχτηκε αναθεματίζοντας τη φοβία της. Κουρασμένη παράτησε τη βαλίτσα δίπλα στην πόρτα και πήγε στην κουζίνα. Έβγαλε το κρασί από το ψυγείο και γέμισε το ποτήρι της. Στην συνέχεια άνοιξε και ξαναέβαλε το μπουκάλι στο ψυγείο τραβώντας μια μαύρη σοκολάτα hersey's από μέσα. Σύρθηκε μέχρι τον καναπέ και έψαξε να βρει πως σκατά άνοιγε η 75 ιντσών τηλεόραση. Μετά από κάμποση ώρα εντόπισε το τηλεκοντρόλ και την άνοιξε. Θα έτρωγε τη σοκολάτα, θα έπινε το κρασί της, θα χάζευε λίγη τηλεόραση και όταν εκείνος επέστρεφε θα απαιτούσε να την πάει στο αεροδρόμιο. 

Η ώρα όμως περνούσε και εκείνος δεν έλεγε να φανεί. Κόντευε 00:30 όταν το πήρε απόφαση ότι ο Χίλμαρ θα αργούσε. Και εκείνη ήταν κουρασμένη. Έβγαλε από τη βαλίτσα της ένα σορτς, ένα μπλουζάκι, ένα βαμβακερό εσώρουχο και την οδοντόβουρτσά της  και πήγε στο μπάνιο των ξένων. Έκανε ένα γρήγορο ντους, έπλυνε τα δόντια της, έβαλε τις πιτζάμες της και αφού τακτοποίησε τα πράγματα της πάλι μέσα στη βαλίτσα ξάπλωσε ξανά στον καναπέ του σαλονιού σβήνοντας τα φώτα. Πλέον ο χώρος φωτιζόταν μόνο από την τηλεόραση που έπαιζε κάποιο ιταλικό talk show. Νυσταγμένα γύρισε στο πλάι και χαζεύοντας τα φώτα της πόλης αποκοιμήθηκε.

Κοιμόταν βαθιά όταν σαν μέσα από όνειρο ένιωσε ένα χέρι να χαϊδεύει το σημάδι από την καισαρική τομή που ακόμα και 15 χρόνια μετά κάποιες φορές την τραβούσε. Και ύστερα η αίσθηση του χεριού αντικαταστάθηκε από κάτι πιο μαλακό και πιο υγρό. Χείλια. Και μια καυτή ανάσα να ζεσταίνει την κοιλιά της. Πόσο ζωντανό ήταν αυτό το όνειρο. Ή μήπως δεν ήταν όνειρο; Το εσώρουχο της κατέβαινε μαζί με το σορτσάκι και η καυτή ανάσα πλέον χτυπούσε πιο χαμηλά επαναφέροντας σε εγρήγορση όλες τις αισθήσεις της. Νυσταγμένα άνοιξε τα μάτια της και είδε το πάνω μέρος του κεφαλιού του Χίλμαρ χωμένο ανάμεσα στους γλουτούς της. Προσπάθησε να του πιάσει το κεφάλι για να τον σταματήσει αλλά εκείνος ακινητοποίησε τα χέρια της με τα δικά του και συνέχισε να φιλάει το εσωτερικό των μηρών της.

"What time is it?" ρώτησε και αναστέναξε τη στιγμή που η γλώσσα του έπαιρνε την εκδίκηση της ακουμπώντας πάνω στην κλειτορίδα της κόβοντας της την ανάσα. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να μην του δώσει την ικανοποίηση, θέλοντας να τον τιμωρήσει, σύστρεψε λίγο το σώμα της ελπίζοντας εκείνος να χάσει το σημείο. Μάταια όμως. Εκείνος όχι απλά το είχε ξαναβρεί σε χρόνο dt, αλλά πλέον το βασάνιζε και πιο έντονα. 

Stop ήθελα να πει, μα το Θεό! Αντ' αυτού όμως είχε πει "don't stop" με τόσο λιγωμένο τρόπο που ούτε και η ίδια αναγνώριζε τη φωνής της. Πλέον το σώμα της όχι απλά δεν προσπαθούσε να τον διώξει, απεναντίας τον καλούσε. Τα χέρια της γλίστρησαν από τα δικά του και χάιδεψαν το κεφάλι του. Εκείνη τη στιγμή ότι και αν της ζητούσε θα του το έδινε ευχαρίστως, αρκεί να μην σταματούσε αυτό που έκανε. Και το ΑΦΜ της θα του έδινε, όχι μόνο το όνομα της. Γι' αυτό και εκείνος την προηγούμενη φορά είχε δεχτεί αυτό που του είχε ζητήσει... Με κλειστά τα μάτια προσπάθησε να χαλαρώσει τους μυς όλου της του κορμιού, της ήταν αδύνατο όμως. Τα δάχτυλα του, η γλώσσα του, η ανάσα του όλα εκεί και πουθενά, την έκαναν να τεντώνεται λες και τη χτυπούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Και ήταν τόσο καταλυτικός ο οργασμός που ήρθε που μια κράμπα έπιασε την αριστερή της γάμπα μπλέκοντας την ηδονή με τον πόνο. Με τα μάτια κλειστά, άφησε τα χέρια της να πέσουν ελεύθερα στο πλάι της και προσπάθησε να πάρει μερικές αργές ανάσες. 

"Sorry for being late", ψιθύρισε εκείνος ακουμπώντας το κεφάλι του μαλακά πάνω στη κοιλιά της.

"Συγχωρεμένος..." του απάντησε κουνώντας λίγο το αριστερό της πόδι σε μια προσπάθεια να διώξει την κράμπα.

"What's wrong?" 

"Cramp", είπε και το ξανακούνησε κουνώντας μαζί και τον Χίλμαρ που γελούσε.

"Don't laugh! You are destroying my feet each time we meet", παραπονέθηκε και εκείνος συνεχίζοντας να γελάει πέρασε το ένα χέρι του κάτω από τα πόδια της και το άλλο κάτω από τις μασχάλες της και τη σήκωσε στον αέρα.

"Είσαι τρελός! Άσε με παιδάκι μου κάτω! Είμαι βαριά!!!" διαμαρτυρήθηκε, αλλά εκείνος την αγνόησε συνεχίζοντας να την κουβαλάει προς το δωμάτιο του και το κρεβάτι του. Δεν καταλάβαινε άλλωστε κουβέντα από ότι του έλεγε, αλλά και να καταλάβαινε, δεν θα την άφηνε.        

για τη συνέχεια πατήστε εδώ               

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιαστε: