Το πρωινό τραπέζι ήταν γεμάτο εξαιρετικές λιχουδιές. Η Φεριχά
με την Ερασμία το ετοίμαζαν με σχολαστικότητα από τα ξημερώματα. Η εντολή του
αφεντικού αυτή ήταν, και εκείνες την είχαν υπακούσει, όχι τόσο από φόβο αυτή τη
φορά, όσο από την ανάγκη τους να ευχαριστήσουν την κυρά τους, που χθες βράδυ,
με το κατάλευκο νυφικό της, είχε έρθει
επιτέλους στο σπίτι. Ίσως τώρα που θα έμπαινε μια γυναίκα εκεί μέσα, τα πράγματα να
άλλαζαν. Ίσως ο κύρης τους επιτέλους να μαλάκωνε λίγο.
-Μπορώ να έχω λίγο αγγλικό τσάι; ρώτησε ο νεαρός
κύριος ευγενικά και η Ερασμία τσακίστηκε να του φέρει. Αυτός έμοιαζε
διαφορετικός από τον άλλο. Αυτός ήταν ευγενικός και χαμογελαστός. Αυτός ακόμα
και στην εμφάνιση έμοιαζε μάλλον της μάνα του, σκέφτηκε η Ερασμία όσο του σέρβιρε
το τσάι.
-Άργησαν οι νεόνυμφοι, μονολόγησε προβληματισμένος ο Μάρκος
τρώγοντας μια φέτα κέικ. Αν δεν κατέβαιναν άμεσα, θα έστηνε τον Μενέλαο που τον
περίμενε στο ξενοδοχείο για να του δείξει την πόλη. Ούτε που το σκεφτόταν να
φύγει πριν τους καλημερίσει. Αφορμή έψαχνε ο πατέρας του, μέρες τώρα, να σκοτωθούν, αλλά το χατίρι δεν
θα του το έκανε. Ακόμα και το παράλογο
να παντρευτεί μια γυναίκα στην ηλικία του ίδιου, το είχε καταπιεί αμάσητο. Αφού
αυτή η ηλίθια είχε δεχτεί, δικό της το πρόβλημα. Εκείνος θα έκανε τα τυπικά, όπως
όφειλε, και στη συνέχεια θα έπαιρνε τον Μενέλαο και θα γίνονταν καπνός. Πρώτα όμως
θα εξασφάλιζε λίγες χρυσές λίρες. Ανάθεμα την ανάγκη, αλλά τις χρειαζόντουσαν
μέχρι να πατήσουν στα πόδια τους. Και αν έβλεπε πως δεν θα τις έπαιρνε με το
καλό, θα τις έκλεβε και με το νυχτερινό πλοίο θα έφευγαν. Λίγο ακόμα υπομονή.
Σε λίγες εβδομάδες το τοπίο θα ξεκαθάριζε.
-Ερασμία τον καφέ μου! ακούστηκε η φωνή του πατέρα του από
την σκάλα και η μικρή έτρεξε στην κουζίνα να τον ετοιμάσει.
-Καλημέρα πατέρα, είπε ο Μάρκος και εκείνος μούγκρισε κάτι
απροσδιόριστο πιάνοντας την εφημερίδα, που ήταν ήδη πάνω στο τραπέζι και τον
περίμενε. Προφανώς δεν είχε όρεξη για κουβέντες, σκέφτηκε ο Μάρκος που κοιτούσε
τη σκάλα περιμένοντας και τη νύφη να κατέβει, να ξεμπερδεύει επιτέλους. Η
Ερασμία έβαλε το φλιτζάνι με τον ελληνικό καφέ δίπλα στο αφεντικό της και πισωπατώντας, αρχισε να απομακρύνεται.
-Ανέβα στην κυρά σου! Δεν θα κατεβεί για πρωινό. Ανέβα να τη
βοηθήσεις και μετά να της πας πάνω κάτι να φάει, διέταξε χωρίς να κατεβάζει την
εφημερίδα του.
-Πατέρα την άδεια σας, να φύγω. Αφού η σύζυγός σας δεν θα κατεβεί , μπορώ να
πάω λίγο στην πόλη;
-Μητέρα θα την λες. Και όχι δεν έχεις την άδεια μου να πας
στην πόλη. Σε μισή ώρα σε περιμένω στο γραφείο μου. Έχουμε μια κουβέντα να
κάνουμε οι δύο μας! Μην αργήσεις, είπε και χτυπώντας την εφημερίδα στον τραπέζι
σηκώθηκε και βγήκε από την τραπεζαρία.
Λίγη ώρα αργότερα ακούστηκε ο ήχος του αυτοκινήτου και ο
Μάρκος μπορούσε επιτέλους να ανασάνει ελεύθερα. Άκου απαίτηση να τη φωνάζω
μητέρα! Θα γελάνε και οι πέτρες αν μας ακούσει κανείς. Έχει ξεμωραθεί εντελώς,
σκέφτηκε και σηκώθηκε και εκείνος. Θα περνούσε από το ξενοδοχείο πηγαίνοντας
στο γραφείο να ενημερώσει και τον Μενέλαο πως η βόλτα τους θα καθυστερούσε
κάποιες ώρες. Στην πόρτα τον πρόλαβε έντρομη η Ερασμία. Το κορίτσι έτρεμε σαν
το φύλλο και τα χέρια της ήταν βαμμένα με αίμα.
-Βοήθεια… Βοήθησε με!!!! Ούρλιαζε απεγνωσμένη και σαστισμένη
και ο Μάρκος ένιωσε μνήμες από το παρελθόν να ξυπνάνε.
-Τι έγινε; Κόπηκες; ρώτησε ελπίζοντας να είχε συμβεί κάτι
τέτοιο.
-Όχι, όχι εγώ. Έλα μαζί μου!!!! Δεν μπορώ να το κάνω να
σταματήσει! Θα πεθάνει! Θα πεθάνει σου λέω , είπε και άρχισε να τον τραβάει προς
την σκάλα βάφοντας με αίμα το άσπρο πουκάμισο του.
Μπαίνοντας μέσα στο υπνοδωμάτιο, αυτό που αντίκρισε δεν θα
το ξεχνούσε ποτέ. Η κοπέλα ημίγυμνη και αναίσθητη πάνω σε σεντόνια βαμμένα με
αίμα. Η Ερασμία με μια γρήγορη κίνηση
έριξε πάνω στο κορίτσι ένα καθαρό σεντόνι για να καλύψει τη γύμνια του.
-Προσπαθώ να την ξυπνήσω, αλλά δεν ξυπνάει! Ακόμα αιμορραγεί…
Τι να κάνω; Να πάρω τηλέφωνο τον γιατρό;
-Θα μας γδάρει όλους ζωντανούς αν ειδοποιήσουμε γιατρό.
Είσαι σίγουρη πως ακόμα αιμορραγεί;
-Ναι, έχω βάλει πανιά να σταματήσω την αιμορραγία, αλλά
φοβάμαι . Πως της το έκανε τέτοιο πράγμα;;; Είναι τέρας! Τέρας σου λέω!!!! Ούρλιαξε
η Ερασμία.
-Του αντιστάθηκε. Δες το πρόσωπο της. Η ηλίθια του
αντιστάθηκε! Ερασμία είπαμε σε λένε, σωστά; Ερασμία το ξενοδοχείο Widsor Palace ξέρεις
που είναι;
-Ξέρω…
-Ωραία τρέξε εκεί. Ζήτα τον κύριο του 310. Μενέλαο τον λένε.
Έλληνας είναι, φίλος μου. Μαζί να πάτε στη διεύθυνση που θα σου γράψω. Είναι
στην παλιά αγορά. Είναι ένας Αιγύπτιος γιατρός εκεί. Ο Μενέλαος που μιλάει
αγγλικά να του πει πως εγώ σας στέλνω.
Θα καταλάβει. Με ξέρει. Να τον φέρετε εδώ να τη δει. Και Ερασμία κουβέντα. Σε
κανέναν! Κατάλαβες;
-Κατάλαβα κύριε.
-Εγώ πρέπει να αλλάξω και να πάω στο γραφείο. Ήδη έχω καθυστερήσει και αν
πάρει γραμμή ο άλλος τι κάνουμε, καήκαμε. Μέχρι το βράδυ που θα γυρίσει σπίτι,
πρέπει η κυρά σου να έχει συνέλθει. Αν την βρει έτσι θα κάνει χειρότερα. Πες στον Μενέλαο πως αφού
βεβαιωθεί πως είναι καλά, να γυρίσει στο ξενοδοχείο. Θα τον συναντήσω εγώ εκεί
μόλις ξεμπερδέψω. Εντάξει Ερασμία;
-Και η κυρία Λουκία; Θα την αφήσουμε μόνη της; Και αν
πεθάνει μέχρι να έρθει ο γιατρός;
-Αν πεθάνει , θα έχει λυτρωθεί. Αυτή είναι η διεύθυνση,
τρέχα Ερασμία, τρέχα!, είπε και έγραψε σε ένα χαρτονόμισμα τη διεύθυνση και ένα
όνομα.
...........................................................................................................................................
-Τα γεράνια , τις πετούνιες, τα σκυλάκια, τους μενεξέδες και τους πανσέδες τα φυτεύουμε πάντα άνοιξη. Δεν θέλουν πολύ πότισμα. Τρείς φορές την εβδομάδα περίπου. Πιάνουμε όμως το χώμα, και αν είναι ακόμα υγρό, αραιώνουμε τα ποτίσματα, είπε η Ερασμία και έριξε τους σπόρους μέσα στα παρτέρια με το χώμα.
-Γιατί μου τα λέτε όλα αυτά; Νόμιζα πως στα φυτά σας δεν βάζει άλλος χέρι...
-Στο λέω γιατί Έρη πλέον ξεχνάω τόσο πολύ, που δεν θυμάμαι αν έχω ποτίσει και πότε. Τον μάρανα τον φίκο από το πότισμα. Και τον αγαπούσα τόσο πολύ. Μια φορά κάθε δύο με τρεις εβδομάδες ποτίζουμε τον φίκο. Σημειώνε!
-Κυρία Ερασμία, εγώ είμαι παντελώς άσχετη με τα φυτά. Κατάφερα φοιτήτρια να ξεράνω μέχρι και έναν κάκτο. Δεν το έχω, αλήθεια σας λέω, διαμαρτυρήθηκε η Έρη.
-Δεν χρειάζεται να το "έχεις". Αυτά τα ελληνικά που μιλάτε οι νέοι, πολύ με μπερδεύουν. Τι θα πει έχω; Δύο χέρια έχεις; Μυαλό έχεις; Αν έχεις αυτά τα δύο φτάνουν και περισσεύουν!
-Δεν μπορώ να δεθώ μαζί τους και αν με κάτι δεν μπορείς να δεθείς, το ξεχνάς. Αυτό εννοώ.
-Και όμως υπάρχουν πράγματα με τα οποία δεν δέθηκες ποτέ και που δεν μπορείς να ξεχάσεις... είπε και σκοτείνιασε το βλέμμα της. Αμέσως η Έρη προσπάθησε να αλλάξει κουβέντα.
-Εσείς που τα μάθατε όλα αυτά; Πάντα αγαπούσατε τα λουλούδια;
-Εγώ κόρη μου δεν ήξερα καν τη διαφορά βολβού και σπόρου. Μαζί με τη Λουκία όμως, για να ξεφεύγει το μυαλό μας, το ρίξαμε στην κηπουρική. Εκείνη ήταν καλύτερη από μένα. Σε όλα της ήταν καλύτερη...
-Φίλη σας;
-Αδελφή μου Έρη, αδελφή από άλλη κοιλιά. Άσε με σε παρακαλώ τώρα λίγο μόνη, είπε και η Έρη μπήκε πάλι μέσα στο σπίτι.
Το ένιωθε η Έρη πως η κυρία Ερασμία προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί της, αλλά τα έλεγε όλα τόσο περίεργα, που τα μισά δεν τα καταλάβαινε. Ίσως να έφταιγε η αρρώστια της. Προσπαθούσε όμως τελευταία να την πλησιάσει, αυτό το αντιλαμβανόταν. Γι' αυτό μάλλον και την είχε πιάσει την Κυριακή, μετά το καθιερωμένο τηλεφώνημα με τη Μαδρίτη, να της γκρινιάξει για πρώτη φορά.
-Μόνος του θα έρθει. Έχει ο Μάρκος λέει αγώνες τελικούς στο μπάσκετ και πρέπει να μείνει πίσω. Η δε μικρή δεν το συζητάει να έρθει μαζί με τον πατέρα της. Θα κάτσει και αυτή με τη νύφη μου πίσω. Τα εγγόνια μου, που τα αγαπάω όσο τίποτα στον κόσμο, μπήκαν στην ηλικία που δεν μας νοσταλγούν. Μεγαλώνουν... είχε πει πληγωμένη περιμένοντας από την Έρη να πει κάτι παρήγορο. Και είχε στύψει η Έρη το κεφάλι της να βρεί κάτι έξυπνο να πει, αλλά είχε καταφύγει σε μια κλισεδιά που έκανε την Ερασμία να την κοιτάξει ακόμα πιο απογοητευμένη.
για τη συνέχεια πατήστε εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλιαστε: