Αλεξάνδρεια 1966
Οι αρραβώνες είχαν γίνει μέσα σε μια χλιδή τόσο ψεύτικη και
κούφια, όσο και η σχέση των δύο μελλόνυμφων. Η Λουκία ντυμένη μ' ένα πανάκριβο
φόρεμα, στεκόταν δίπλα στον άντρα της ανέκφραστη σαν τρόπαιο. Εκείνος πάλι
έδειχνε εκστασιασμένος που ακόμα μια ζωή είχε υποταχθεί οριστικά σε εκείνον. Το
περίεργο όμως δεν ήταν η δική του συμπεριφορά. Το περίεργο ήταν η συμπεριφορά
του Μάρκου, που έμοιαζε σαν να το διασκεδάζει ειλικρινά. Αυτό θύμωνε και
απογοήτευε περισσότερο τη Λουκία, που είχε κάνει ότι περνούσε από το χέρι της
για να μπορέσει εκείνος να γλιτώσει. Μάταια δηλαδή προσπαθούσε τόσες μέρες να
πείσει την Ερασμία να φύγει; Μάταια την είχε πληγώσει απαιτώντας να απολυθεί
από τον άντρα της; Μάταια είχε καταδικάσει τον εαυτό της μέσα στην απόλυτη
μοναξιά;
Και όσο ο έντιμος σύζυγος της έπινε χωρίς μέτρο, συνομιλώντας με τους
καλεσμένους έντονα, εκείνη διακριτικά
χώθηκε στην κουζίνα που η Φεριχά μαζί με άλλες αιγύπτιες γυναίκες
ετοίμαζαν πυρετωδώς το δείπνο. Πόσο της
έλλειπε η Ερασμία… Εκείνη ήταν που της
είχε μάθει τελικά να μαγειρεύει με μεράκι τα ελληνικά φαγητά.
-Τσακίσου βγες τώρα έξω στη σάλα! Αν δεν σκεφτόμουν πως θα
δει ο κόσμος τα μούτρα σου ματωμένα, θα σου έδινα μια στη μούρη να μάθεις να
κρύβεσαι μέσα στην κουζίνα σαν δουλικό! Δεν έσκασα εγώ μια περιουσία για το
φόρεμα σου, για να το βλέπουν οι υπηρέτριες! ούρλιαξε και την τράβηξε απότομα
από το μπράτσο σπρώχνοντάς την με δύναμη.
Παραπατώντας και τρίβοντας το χέρι της βγήκε και πάλι στον
κόσμο προσπαθώντας να μην φανεί πόσο πονούσε. Μόνο ο Μάρκος φάνηκε να
αντιλαμβάνεται τι είχε προηγηθεί μόλις την αντίκρισε και αμέσως απέστρεψε το
βλέμμα του.
Ώρες μετά το σπίτι έμοιαζε βομβαρδισμένο. Το κτήνος είχε
πέσει αναίσθητο και ροχάλιζε στο κρεβάτι και η Λουκία με βία προσπαθούσε να
βγάλει τη βραδινή τουαλέτα από πάνω της λες και της έκαιγε το δέρμα. Το αδύνατο
μπράτσο της ήταν όλο μελανό. Για λίγο το επεξεργάστηκε στον μεγάλο καθρέφτη και
βιαστικά φόρεσε το νυχτικό της. Τουλάχιστον απόψε δεν θα την άγγιζε τόσο που
είχε πιεί. Το στόμα της κολλούσε από την αηδία του φιλιού που της είχε δώσει
πριν λιποθυμήσει. Όσο πιο αθόρυβα μπορούσε βγήκε από το δωμάτιο, κατέβηκε
τη μεγάλη σκάλα και μπήκε στην σκοτεινή
κουζίνα. Με τα χέρια της άρχισε να πίνει νερό από την βρύση και να βρέχει με
μανία το πρόσωπο της. Μακάρι να μπορούσε το νερό να ξεπλύνει τη βρωμιά του,
σκεφτόταν και έτριβε όλο και πιο μανιασμένα τα μάγουλα και τα χείλια της, όταν
τον άκουσε να μπαίνει.
-Σε χτύπησε πάλι;
-Λιπόθυμος είναι…
-Δεν εννοώ τώρα, εννοώ πριν.
-Μόνο μια μελανιά στο μπράτσο, τίποτα σπουδαίο.
-Λίγο υπομονή κάνε. Λίγο μόνο ακόμα…
-Μάρκο σε παρακαλώ, άσε με μόνη μου! Φύγε!
-Λουκία σου έχω μήνυμα από την Ερασμία.
-Από την Ερασμία;
-Ναι… Δεν σου είπα τίποτα νωρίτερα, γιατί μέχρι τελευταία
στιγμή πρέπει όλα να μοιάζουν φυσιολογικά. Αλλά δεν μπορώ άλλο να σε βλέπω έτσι.
-Δεν καταλαβαίνω τίποτα…
-Αύριο το απόγευμα θα παντρέψω την Ερασμία και τον Μενέλαο
στον Άγιο Σάββα. Οι ιερείς είναι ενήμεροι πως δεν πρέπει να γίνει γνωστός ο
γάμος και σέβονται την επιθυμία του ζευγαριού. Ο Μενέλαος είναι ορφανός και οι
γονείς της Ερασμίας είναι στο Κάιρο όπως ήδη γνωρίζεις. Τους έχει ενημερώσει
για τον γάμο και συναινούν. Αύριο τα ξημερώματα θα φύγουν με το νυχτερινό πλοίο
για Κύπρο και από εκεί για Ελλάδα. Η Ερασμία μου ζήτησε να σου πω πως δεν σε
ξεχνάει. Πως ξέρει πως θα είσαι σε καλά χέρια. Και πως ανυπομονεί να ειδωθείτε
ξανά.
-Το νυφικό μου. Θέλω να της χαρίσω το νυφικό μου. Μάρκο σε
παρακαλώ θα της πάς το νυφικό μου; Θέλω να το φορέσει και ύστερα να το
πουλήσει. Θα σου δώσω και κάποια άλλα
πράγματα να της πας. Τη βούρτσα μου και κάποια κοσμήματα. Να τα πουλήσει πες της όλα. Θα χρειαστούν τα
λεφτά στην καινούρια τους ζωή. Μακάρι να μπορούσα να είμαι και εγώ στον γάμο…
Να είναι ευτυχισμένη πες της. Να είναι πάντα ευτυχισμένη και πως την αγαπάω
πολύ, θα της τα πεις; Ορκίσου μου ότι θα της τα πεις, είπε μέσα σε αναφιλητά η
Λουκία που πλέον συνειδητοποιούσε πως έχανε οριστικά κάθε δίοδο στην ελπίδα με
την αναχώρηση του Μάρκου και της Ερασμίας.
-Λουκία θα της πάω ό,τι θες και θα της μεταφέρω τα λόγια
σου, αλλά θα την ξαναδείς! Δεν με προσέχεις όταν μιλάω. Θα είσαι σε καλά χέρια
και σύντομα θα είστε πάλι μαζί με την Ερασμία.
-Δεν είμαι παιδί Μάρκο. Να πάτε στην ευχή της Παναγίας και
να είσαστε τυχεροί και ευτυχισμένοι. Ειλικρινά δεν κρατάω σε κανέναν σας κακία
που φεύγετε, όπως είχες πει και εσύ, εγώ είχα επιλογή, μονολόγησε και άρχισε να περπατάει προς την πόρτα όταν
εκείνος την σταμάτησε και με τα χέρια του άρχισε να σκουπίζει τρυφερά τα δάκρυα
της.
-Ο Μενέλαος και η Ερασμία φεύγουν. Εγώ θα μείνω πίσω. Ο
Μενέλαος έχει φίλους στην Κύπρο. Θα μας φτιάξει πλαστές ταυτότητες. Μόλις όλα
είναι έτοιμα θα φύγουμε και εμείς Λουκία. ΜΑΖΙ! Λίγο ακόμα υπομονή, λίγο ακόμα
θέατρο και θα είμαστε όλοι ελεύθεροι. Τις τελευταίες μέρες κατάφερα να τον
πείσω να μου δώσει τους κωδικούς του χρηματοκιβωτίου. Γιατί νομίζεις τα αποψινά
καραγκιοζιλίκια; Για το τίποτα; Μόλις όλα είναι έτοιμα θα πάρουμε τα λεφτά και
θα εξαφανιστούμε, είπε και τη φίλησε γλυκά στο μελανιασμένο μπράτσο λες και
φιλούσε εικόνισμα.
-Αλήθεια; Μου λες αλήθεια; Πες μου πως λες αλήθεια! Μην μου
το κάνεις αυτό. Μην μου δίνεις ελπίδες. Πονάει η ελπίδα περισσότερο από την
απελπισία. Πονάω… είπε και χώθηκε ολόκληρη μέσα στην αγκαλιά του τρέμοντας.
-Δεν σε αφήνω Λουκία μου. Δεν σε αφήνω. Και στην κόλαση μαζί
σου θα έρθω! Και κλέφτης θα γίνω και φονιάς αν χρειαστεί. Επιτέλους μπορώ και
νιώθω και πάλι. Πες μου πως θα αντέξεις. Μόνο αυτό πες μου, ψέλλισε και της
χάιδεψε τα μαλλιά.
-Θα αντέξω. Θα αντέξω
για όσο χρειαστεί, δήλωσε εκείνη με θάρρος και γλίστρησε με δυσκολία μέσα από
την αγκαλιά του, αφήνοντας τον μόνο στην κουζίνα να ονειρεύεται μια ζωή
απαλλαγμένη από τον φόβο και την πίκρα.
Σε ένα όμορφο μπόγο η Λουκία τύλιξε εκείνο το βράδυ το
δαντελένιο νυφικό της, την επάργυρη βούρτσα της και μια χρυσή καρφίτσα δώρο του
πατέρα της. Αυτά ήταν τα γαμήλια δώρα της στην Ερασμία. Και όταν τα έδωσε την
επόμενη μέρα, μετά το πρωινό, βιαστικά στον Μάρκο για να μην τους δουν, του
χάιδεψε το χέρι καθώς του τα έδινε και εκείνος αναστέναξε στο φευγαλέο άγγιγμά της.
……………………………………………………………………………………………………………………………
Το αρχικό σοκ το διαδέχτηκε ένας εκνευρισμός φαινομενικά
αδικαιολόγητος. Έκλεισε κινητά, έβγαλε το σταθερό από την πρίζα, έκλεισε τα
παντζούρια του σπιτιού και λούφαξε στο σκοτάδι. Σχεδόν δύο χρόνια τώρα η Έρη
είχε κάνει ότι περνούσε από το χέρι της να μάθει να ζει με την απώλεια του γιου
της. Αρχικά είχε αρχίσει τα χάπια και το αλκοόλ. Στη συνέχεια είχε πετάξει τον
Βασίλη έξω από τη ζωή της. Αδύνατο της ήταν να συνυπάρξει μαζί του πλέον.
Αδύνατο να του συγχωρήσει το γεγονός πως ποτέ δεν είχε θελήσει αυτό το παιδί.
Τεράστιο αγώνα είχε χρειαστεί να δώσει για να τον πείσει πως όλα τα εμπόδια,
που εκείνος έβλεπε, ήταν στην πραγματικότητα ανύπαρκτα. Τι σήμαινε πως ήταν
μικροί; Τι σήμαινε πως ακόμα δεν είχαν δουλειές; Τι σήμαινε πως ίσως κάποτε στο
μέλλον να ερχόταν η σωστή ώρα; Εκείνη το ήθελε το μπιζελάκι στην κοιλιά της. Το
μπιζελάκι αυτό ήταν κομμάτι των δύο τους. Και στο τέλος με το πείσμα της τον
είχε πείσει να το κρατήσουν.
Εννιά μήνες η Έρη έκανε όνειρα. Χάιδευε την κοιλιά της και
ονειρευόταν και ας μην συμμεριζόταν εκείνος τα όνειρα. Και ας βαρυγκωμούσε για
τα έξοδα. Και ας απομακρυνόταν κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Και ύστερα ήρθε η
γέννα και μαζί της ήρθε και η ημερομηνία λήξης της ευτυχίας της. Σοβαρή
εγκεφαλική παράλυση με μέγιστο προσδόκιμο ζωής τους τρείς μήνες. Καταπέλτης η
διάγνωση για τη ψυχή της. Αυτό το όμορφο αγοράκι δεν θα περπατούσε ποτέ, δεν θα
την έλεγε ποτέ μαμά, δεν θα μεγάλωνε ποτέ. Θα έφευγε κάνοντας ένα μικρό πέρασμα,
πράγμα που σε εκείνον έμοιαζε τόσο μάταιο και ανούσιο. Έκλαψε η Έρη πολύ.
Έκλαψε τόσο πολύ, που νόμισε πως τα δάκρυα στέρεψαν. Έκλαψε και πόνεσε και
εκείνος δεν της κρατούσε καν το χέρι, όσο πάλευε να αποδεχτεί πως δεν είχε
καμία δύναμη πάνω στη μοίρα του παιδιού της. Έγινε έτσι σκύλα. Αληθινή σκύλα και αγκάλιασε
το φοβισμένο κουτάβι της. Εκείνη δεν θα το εγκατέλειπε. Εκείνη θα ήταν εκεί να
το αγκαλιάζει κάθε δευτερόλεπτο που εκείνο θα ανέπνεε. Εκείνη θα το χάιδευε, θα
του μιλούσε και όταν θα ερχόταν η ώρα,
εκείνη θα του κρατούσε το χεράκι να μην φοβάται.
Πέντε μήνες έζησε ο μικρός Παναγιώτης, ξεπερνώντας σχεδόν
στο διπλάσιο τις στατιστικές. Πέντε μήνες που η Έρη ξέχασε τα πάντα. Πέντε
μήνες που ο γιός της τρεφόταν περισσότερο από τη δική της ανάσα και λιγότερο
από τα σωληνάκια που έβγαιναν από το κορμάκι του. Πέντε μήνες που χρεώθηκε
παντού για να εξασφαλίσει στο παιδί της την καλύτερη, και εντελώς παράλογη κατά
τον Βασίλη, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Οι πέντε καλύτεροι και ταυτόχρονα
χειρότεροι μήνες της ζωής της Έρης. Πέντε μήνες που την δίδαξαν τόσα πράγματα…
Πέντε μήνες που όταν τελείωσαν την άφησαν πιο άδεια και πιο μόνη από ποτέ.
Το διαζύγιο είχε υπάρξει φυσική συνέπεια. Αυτό ήταν καθαρά
δική της επιλογή. Για καιρό μετά το θάνατο του Παναγιώτη ήταν ανίκανη ακόμα και
να αυτοεξυπηρετηθεί. Το πένθος της την τραβούσε σαν δίνη όλο και πιο βαθειά
μέσα του. Ώσπου έπιασε πάτο, όταν μισολιπόθυμη την έφερε ένα περιπολικό στους
γονείς της. Σε ένα στενό μεθυσμένη και ξαπλωμένη την είχαν βρει να κοιτάζει με απάθεια τον ουρανό. Οι γονείς της τότε
απελπισμένοι, της ζήτησαν να φύγει από την πόλη. Να πάει στην Αθήνα. Να κάνει
μια καινούργια αρχή. Να προσπαθήσει να πατήσει ξανά στα πόδια της. Εκείνοι θα
πλήρωναν ένα ψυχολόγο να τη βοηθήσει.
Μάζεψε έτσι τα κομμάτια της και έφυγε. Και νόμιζε πως τα
πήγαινε καλά. Λίγο οι συνεδρίες που όλο και αραίωναν, λίγο το νέο περιβάλλον,
λίγο ο αγώνας να μπορέσει να καλύψει τα δανεικά που είχε πάρει και πλέον
μπορούσε και ανέπνεε, χωρίς να νιώθει ενοχή για κάθε ανάσα που έπαιρνε.
Γιατί όμως τώρα ο Γιώργος
τη γυρνούσε πάλι πίσω; Τι ήταν εκείνο που την έκανε τόσες μέρες πάλι να νιώθει
παραίτηση; Λιγότερο από εικοσιτετράωρο
είχε απομείνει για να επιστρέψει εκείνος και πάλι πίσω στην έδρα του. Λιγότερο από
εικοσιτετράωρο για να μπορέσει να ανασάνει και πάλι. Λιγότερο από
εικοσιτετράωρο, για να επιβεβαιώσει πως απλά μια σαρκική ατασθαλία ήταν όλο
αυτό, τέτοια σκεφτόταν όταν χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού της.
Για λίγα λεπτά στεκόταν μπροστά το θυροτηλέφωνο και
σκεφτόταν αν έπρεπε να ανοίξει. Αν ανοίγοντας του θα έκανε τα πράγματα καλύτερα
ή χειρότερα. Στο τέλος όμως άνοιξε. Άνοιξε λες και το χέρι της είχε δική του
θέληση και δεν υπάκουε στο μυαλό της.
-Χριστός Ανέστη.
-Αληθώς.
-Σήμερα γύρισες;
-Γιώργο, τι θέλεις;
-Να μιλήσουμε, γι αυτό που έγινε.
-Δεν έχουμε κάτι να πούμε, μην ανησυχείς. Πες πως δεν έγινε
καν.
-Αυτό νομίζεις; Πως ήρθα για να εξασφαλίσω πως δεν θα
διαρρεύσει; Απορώ γιατί «συμμετείχες» τόσο άσχημη γνώμη που έχεις για μένα.
-Δεν έχω άσχημη γνώμη για σένα. Ενήλικες άνθρωποι είμαστε. Ο
καθένας μας μάλλον το έκανε για δικούς του λόγους. Και οι δύο θα πρέπει να
ζήσουμε με την επίγνωση της πράξης μας. Απλά σου εξηγώ πως δεν έχω πρόθεση να
κάνω τη ζωή σου δύσκολη.
-Πόσο πιο δύσκολη απ ότι είναι ήδη; Εριφύλη θέλω χρόνο.
Πρέπει να βάλω κάποια πράγματα σε σειρά. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Μην
βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα. Έχω ανάγκη από απαντήσεις αυτή τη στιγμή. Αν
δεν βρω απαντήσεις, δεν μπορώ να ξεκαθαρίσω τίποτα. Και το θέμα μου δεν είναι η
Μαρίνα. Με την Μαρίνα ζούμε συναινετικά εδώ και χρόνια. Η Ερασμία το γνωρίζει
και για κάποιο λόγο σε σπρώχνει δίπλα μου. Σε λίγες μέρες έχω κανονισμένο ένα
ταξίδι στο Κάιρο. Εκεί πιστεύω θα βγάλω κάποια συμπεράσματα. Λίγες μέρες πριν
έρθω Ελλάδα έλαβα ένα τηλεφώνημα που έκανε κάποιες υποψίες μου να αρχίσουν να
παίρνουν σάρκα και οστά. Κάποτε μου είπες πως πάω εμμονικά με τη λογική. Με
αδίκησες τότε… Σαράντα οχτώ χρόνια που ζω προσπαθώ να αγνοώ τη λογική μου. Για
πρώτη φορά θα τη βάλω μπροστά να κλείσω εκκρεμότητες. Χωρίς την αλήθεια, τίποτα
δεν μπορεί να είναι αληθινό. Μια ζωή χτίζω πάνω σε ψέματα. Μαζί σου αν είναι να
κάνω το οτιδήποτε, θα το κάνω με βάση την αλήθεια. Μπορείς λοιπόν να μου δώσεις
λίγο χρόνο;
-Γιώργο δεν ξέρω. Φοβάμαι… Δεν ξέρεις και εσύ τίποτα για
μένα. Κουβαλάω πολλά, πολλά που δεν
ξέρεις.
-Ξέρω πως για μένα είσαι η Εριφύλη. Η έξοχη όλων των
γυναικών. Η δική μου ξεχωριστή. Η μάνα μου το είδε αυτό, πριν το δω εγώ καν.
Λίγο χρόνο, λίγο μόνο. Αυτό σου ζητάω. Και ύστερα μια ευκαιρία. Μια ευκαιρία να
ανοίξουμε τα χαρτιά μας στο τραπέζι και βλέπουμε. Δεν είναι όλες οι σχέσεις σαν
εκείνων. Δεν είναι όλων οι σχέσεις βγαλμένες από τα παραμύθια. Βαρέθηκα να
ψάχνω το δικό τους απόλυτο κούμπωμα και
να μην το βρίσκω. Βαρέθηκα να τους κοιτάζω και να ζηλεύω το δέσιμο τους. Αυτό
ήταν που μικρότερο με έβαλε σε σκέψεις και άρχισα να σκαλίζω. Το μεμπτό τους
ψάχνω, να λυτρωθώ. Γιατί κάτι υπάρχει. Είμαι σίγουρος πως κάτι υπάρχει!
-Φύγε, πήγαινε και βρες ότι χρειάζεσαι. Βρες ότι έχεις
ανάγκη. Και ύστερα έλα. Έλα να ανοίξουμε τα χαρτιά μας, όπως λες, και όπου
βγάλει. Και εγώ βαρέθηκα να με τιμωρώ. Βαρέθηκα να με προστατεύω, είπε η Έρη
και χώθηκε στην αγκαλιά του.
Ακίνητοι και αγκαλιασμένοι έμειναν για κάμποσα λεπτά χωρίς
να λένε τίποτα. Δυο άνθρωποι με είκοσι χρόνια διαφορά ηλικίας , δύο άνθρωποι με
διαφορετικές προσλαμβάνουσες και διαφορετικά βιώματα, δύο άνθρωποι που γνώριζαν
στο ελάχιστο ο ένας τον άλλο, δύο άνθρωποι που η τύχη είχε φέρει κοντά λες και
είχε λειτουργήσει σαν αόρατος υπερφυσικός μαγνήτης. Δυο άνθρωποι που χωρίς να
το γνωρίζουν περπατούσαν πάνω σε μια παράλληλη διαδρομή, απλά και μόνο για να
της δώσουν ένα διαφορετικό φινάλε.
για τη συνέχεια διαβάστε εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλιαστε: