Επί μια εβδομάδα η Βασούλα τραβούσε τη δόλια την Ελπίδα στο μαγαζί
που έπαιζε το λουκουμάκι και το μόνο που είχαν καταφέρει ήταν να μάθουν
το όνομα του. Τσάμπα έμενε πίσω η ύλη που έπρεπε η Ελπίδα να καλύψει
μέχρι τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές. Στα τραπέζια μπροστά στην σκηνή
αναστέναζαν σίγουρα άλλες πέντε κοπέλες στη θέα του κιθαρίστα και
μάλιστα κοπέλες πιο όμορφες και πιο έμπειρες από τη Βασούλα. Που να
τολμήσει όμως να της πει πως μάλλον τσάμπα χάνανε τον χρόνο τους. Έκανε
υπομονή και ήλπιζε πως οι δεκαπέντε μέρες στο χωριό θα την έκαναν να το
βγάλει από το μυαλό της αυτό που σκεφτόταν.
"Μάζεψες τα πράγματα σου?"
"Ε??"
"Βασούλα αύριο φεύγουμε, μάζεψες λέω τα πράγματα σου?"
"Ναι..ναι "
"Καλά τι κάνεις τόση ώρα καθισμένη στο γραφείο? Πες μου πως διαβάζεις να ανάψω λαμπάδα!"
"Σιγά μην διαβάζω ρε Ελπίδα... "
"Να δω πως θα περάσεις το έτος..."
"Ιδέα δεν έχω... Μα εγώ μαθηματικό? Εγώ μαθηματικό?? Που πετάω φλύκταινες με τα νούμερα? Θα δω τι θα κάνω όταν έρθει η ώρα..."
"Και αν δεν διαβάζεις, τι γράφεις τόση ώρα?"
"Σίγουρα δεν προσπαθώ να λύσω το θεώρημα του Φερμά... Στίχους προσπαθώ να γράψω... γιαυτό κάνε ησυχία"
"Ποίημα γράφεις??? Να το δω!!!"
" Σιγά μην γράφω και το Άξιον Εστί! Και για να συντομεύουμε επειδή δεν έχω χρόνο. Καλή φωνή δεν έχω, μουσική να παίζω δεν ξέρω , αν κάτι μου έδωσε ο Θεός είναι μεγάλη γλώσσα! Αυτή έχω επιστρατεύσει μπας και δω φως. Με πιάνεις?"
"Με δυσκολία...."
"Τραγούδι προσπαθώ να γράψω ρε Ελπίδα...Στίχους τραγουδιού!"
"Καλά πως θα το κάνεις αυτό? Το έχεις ξανακάνει?"
"Σιγά το δύσκολο! Τα μισά και βάλε τραγούδια για τον έρωτα μιλάνε..."
"Δηλαδή θα κάνεις ερωτική εξομολόγηση μέσω τραγουδιού? Δεν φοβάσαι μην γελάσει?"
"Είναι και αυτό μια πιθανότητα και μάλιστα μεγάλη....αλλά αν δεν κάνω κάτι θα μου στρίψει στο λέω!"
"Βρε Βασούλα δεν σου έχω πει τίποτα γιατί ξέρω τι αγύριστο κεφάλι είσαι...Αλλά αυτός μάτια μου που έβαλες στο μάτι δεν μου γεμίζει και πολύ το δικό μου. Πρώτον είναι πολύ μεγαλύτερος σου. Δεύτερον μια εβδομάδα τώρα δεν τον βλέπεις πως φλερτάρει με τα όλα τα θηλυκά στο μαγαζί. Αυτή είναι θα μου πεις η δουλειά του. Και τρίτον και βασικότερο είσαι σίγουρη πως αυτό θες? Έχω κακό προαίσθημα...."
"Αμαν ρε Ελπίδα! Πρώτον δεν με νοιάζει που είναι μεγαλύτερος , δεν σκοπεύω να τον παντρευτώ κιόλας! Δεύτερον ναι τις έχω δει τις άλλες που τον περιτριγυρίζουν, ερωτευμένη είμαι όχι στραβή. Και τρίτον αφού με ξέρεις γιατί με σταυρώνεις? Λες να έστυβα τόση ώρα το κεφάλι μου αν δεν ήμουν σίγουρη?" είπε απελπισμένη η Βασούλα και γύρισε στο χαρτί με τις μουτζούρες που είχε μπροστά της. Απογοητευμένη μια ώρα μετά καθαρόγραψε ότι είχε καταφέρει να γράψει και ξεκίνησε για το μαγαζί που έπαιζε εκείνος παρά τις διαμαρτυρίες της Ελπίδας. Αυτή τη φορά θα πήγαινε μόνη της. Ή ταν ή επι τας! ,σκέφτηκε και έσπρωξε την πόρτα του μαγαζιού.
Πάνω στην σκηνή τα πέντε άτομα που αποτελούσαν το συγκρότημα είχαν πάρει ήδη τις θέσεις τους και δοκίμαζαν ενισχυτές και μικρόφωνα.
-Καλώς την. Και έλεγα θα έρθει, δεν θα έρθει? είπε ο Αντώνης ο μπάρμαν όταν πήγε και έκατσε σε μια γωνία του μπαρ
-Γεια σου ρε Αντώνη...είπε η Βασούλα που πάσχιζε να διατηρήσει την ψυχραιμία της
-Τι να σου βάλω?
-Μια μπύρα φέρε μου.
-Η Ελπίδα δεν ήρθε απόψε μαζί σου?
-Αντωνάκη στο είπα και την περασμένη φορά...Η Ελπίδα είναι αλλού...
-Η δική μου ελπίδα ρε Βασούλα όμως πεθαίνει τελευταία... είπε ο Αντώνης και πήγε να της φέρει την μπύρα της. Και όσο η Βασούλα έπινε την πρώτη γουλιά από το μπουκάλι τα φώτα χαμήλωσαν και με ένα ζεστό χειροκρότημα η μουσική πλημμύρισε τον χώρο. Και όσο η Βασούλα άκουγε το τραγουδιστή του συγκροτήματος να προσπαθεί να μιμηθεί τον τραγουδιστή των Λέντ Ζέπελινγκ τραγουδώντας το "Whole lotta love" έριξε μια απεγνωσμένη ματιά στον Μάνο που με την ηλεκτρική του κιθάρα στα χέρια σκόρπιζε χαμόγελα δεξιά και αριστερά. Μα πόσο ανόητη και πεισματάρα ήταν , σκέφτηκε και έσκισε το χαρτί που κρατούσε στα χέρια της.
-Και η δική σου ελπίδα όμως Βασούλα εκεί απτόητη, σχολίασε ο Αντώνης βλέποντας την να πίνει μονορούφι το περιεχόμενο του μπουκαλιού. Τι ήταν εκείνο τώρα που πυροδότησε την αντίδραση της Βασούλας και η ίδια αναρωτιόταν μετά. Ήταν η ειρωνεία που έκρυβε το σχόλιο του Αντώνη, το αλκοόλ και η μουσική ή μήπως ότι ο Μάνος έκλεισε επιδεικτικά το μάτι του στην κοκκινομάλλα στο τρίτο τραπέζι? Ένα ήταν το μόνο σίγουρο πως η Βασούλα μέσα στο μισοσκόταδο ελαφρώς ζαλισμένη και χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα, σηκώθηκε απότομα όρθια και με μια κίνηση κόλλησε το στόμα της στο στόμα του Αντώνη που εμβρόντητος στεκόταν σαν αγγούρι. Μόλις εκείνος συνειδητοποίησε τι συνέβαινε την έσπρωξε μαλακά και την κοίταξε στα μάτια.
-Τι κάνεις Βασούλα?
-Γιατί δεν σου άρεσε?
-Δεν είπα αυτό, απλά θέλω να ξέρω αν καταλαβαίνεις τι κάνεις...
-Σκάσε ρε Αντώνη και φίλα με! του είπε με έναν τόνο που δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης και ο Αντώνης το έκανε.
Και έτσι σαν υποκατάστατο ξεκίνησε εκείνο το φιλί. Σαν αντίδραση στη δράση κάποιου άλλου. Γιατί για την Βασούλα σε αντίθεση με την Ελπίδα άλλος προκαλούσε την δράση και σε άλλον εκτόνωνε εκείνη την αντίδραση. Αυτά η Ελπίδα δεν της τα είχε πει... Και όσο και αν το φιλί αυτό δεν προερχόταν από τον σωστό άνθρωπο, ήταν ζεστό και έμοιαζε καλό. Περισσότερο καλό απ ότι θα φανταζόταν δεδομένου ότι δεν της το έδινε το αντικείμενο του πόθου της. Και εκείνη μέσα στην απειρία της ένοιωθε παραδόξως χαλαρή. Απαλλαγμένη από το φόβο και το άγχος της απόρριψης το απολάμβανε! Χαμογελώντας, ξεκόλλησε από τον Αντώνη που μουδιασμένος προσπαθούσε να συνέλθει από την αψυχολόγητη κίνηση της μικρής . Έβγαλε ένα χαρτονόμισμα για την μπύρα, πέταξε στο τασάκι πάνω στο μπαρ τον χαρτοπόλεμο του έρωτα της και πριν τελειώσει το τραγούδι βγήκε από το μαγαζί. Γιατί αυτή ήταν η Βασούλα κάποτε... μέσα στα πέντε λεπτά που διαρκούσε ένα τραγούδι ήταν ικανή να γυρίσει την ιστορία της ζωής της ανάποδα... Κάποτε όμως...κάποτε...
.......................................................................................................................................................
-Αχ Παναγία μου τι αμαρτίες πληρώνω. Γιάννη μάζεψε την γιατί μα το Θεό θα της τις βρέξω όπως έκανα όταν ήταν παιδί, είπε ξέπνοη η κυρα Θοδώρα.
-Γιατί Βασούλα μου? Γιατί κόρη μου? Δεν σου φτάνουν τα λεφτά που σου στέλνω? είπε ο κυρ Γιάννης πικραμένος
-Μπαμπά δεν είναι αυτό και το ξέρεις. Αφού μπορώ να βγάλω όμως και δικά μου λεφτά γιατί να μην το κάνω! Να σας ανακουφίσω και λίγο που με το γάμο της Γωγώς σας έφυγαν τόσα λεφτά....
-Άσε τις δικαιολογίες Βασούλα! Στο πατέρα σου μπορεί να πιάνουν αυτά, σε εμένα όμως δεν πιάνουν. Το ξέρεις πολύ καλά πως με τη Μαρία και τη Γωγώ παντρεμένες και με τον Στέλιο να δουλεύει, μόνο οικονομική ανάγκη δεν έχουμε αυτή την εποχή. Παραδέξου πως το κάνεις για σένα και μόνο για σένα!
-Και έτσι να είναι ρε μάνα, που το κακό?
-Πως το λες αυτό κόρη μου. Θα πάνε πίσω οι σπουδές σου.... Τρία μαθήματα πέρασες όλα και όλα στο πρώτο έτος που να αρχίσεις να δουλεύεις κιόλας...Και είναι δουλειά βρε Βασούλα αυτή για κορίτσι?
-Μπαμπά ποτά θα σερβίρω...ειλικρινά δεν καταλαβαίνω τι σας έπιασε και τους δύο.
-Τι μας έπιασε ρωτάει! Η κόρη η δική μου σερβιτόρα σε μπαρ!!!! Αλλά καλά να πάθεις Γιάννη! Στα έλεγα εγώ! Αυτή ειδικά δεν έπρεπε να πάει στην πόλη. Ορίστε τώρα!
-Σώπα βρε Θοδώρα μπας και βγάλουμε άκρη! Βασούλα μου για μένα.... Για τον πατέρα σου που ξέρεις πόσο σε αγαπάει πες μου ότι θα ξεχάσεις αυτό που έβαλες με το μυαλό σου...
-Μπαμπά μου να κάνουμε μια συμφωνία???
-Που θέλει η μούρη σου και συμφωνία αλαφροΐσκιωτη!!
-Θοδώρα σιωπή είπα! Πες μου παιδί μου..
-Θα με αφήσετε να δουλέψω και εγώ θα περάσω όλα τα μαθήματα την επόμενη χρονιά συν τα μαθήματα που έχασα στο περασμένο έτος. Τι λες?
-Και πως θα γίνει αυτό βρε Βασούλα?
-Θα γίνει και θα παραγίνει. Γιατί ξέρεις πως είναι να μην βάλω κάτι πείσμα μπαμπά.
-Αμ δε το ξέρω... είπε ο κυρ Γιάννης και δέχτηκε αναστενάζοντας γιατί ήξερε πως και άλλο κόντρα να της πήγαινε το μόνο που θα πετύχαινε θα ήταν να την χάσουν για πάντα. Και εκείνος δεν θα το άντεχε αν έχανε τη Βασούλα του. Παρά τις διαμαρτυρίες έτσι της κυρά Θοδώρας, που από τα νεύρα της δεν την χωρούσε το σπίτι, έδωσε την ευχή του στη Βασούλα και εκείνη έτρεξε να ενημερώσει το μαγαζί πως σε λίγες μέρες θα ξεκινούσε.
Καπρίτσιο φάνταζε στα μάτια της μάνας της αυτή η νέα της τρέλα και ίσως και να είχε δίκιο σε ένα βαθμό. Αυτό που δεν ήξερε όμως η κυρα Θοδώρα ήταν πόσα πράγματα είχαν αλλάξει μέσα στη Βασούλα τον ένα χρόνο που ζούσε στην Αθήνα. Γιατί εκείνο το πρώτο φιλί με τον Αντώνη πριν τα Χριστούγεννα δεν ήταν και το τελευταίο και ας κόντεψε να πάθει ανακοπή η Ελπίδα λίγες μέρες πριν όταν την πληροφόρησε για τις νέες εξελίξεις.
-Και ο Μάνος?
-Ο Μάνος σταμάτησε από το μαγαζί και όπως πολύ σοφά παρατήρησες δεν είναι για τα δόντια μου....Είπα λοιπόν να κάνω αρχή με κάτι πιο προσιτό
-Βασούλα τι λες??? Πως μπορείς να λες κάτι τέτοιο??? Είσαι ερωτευμένη με τον Αντώνη?
-Δεν νομίζω...και εκείνος μην φανταστείς με εσένα ήταν τσιμπημένος νομίζω
-Και πως? Πως???? Πως μπορείς με κάποιον που δεν είσαι ερωτευμένη??
-Κοίτα Ελπίδα με τον Αντώνη περνάμε καλά. Εγώ δεν το ψάχνω το πράγμα όσο εσύ. Αφου με ξέρεις....
-Μου λες πως θα φύγω σε δυο μήνες όταν ανησυχώ για σένα?
-Για τον εαυτό σου να ανησυχείς και για το πως θα πείσεις τη θεία και τον θείο ότι τώρα που πήρες πτυχίο θα φύγεις για τα ξένα. Ελπίδα άσε τα χαζά και τον Αντώνη και ετοιμάσου να δώσουμε και οι δύο μάχη τώρα που θα πάμε στο χωρίο. Και εμένα με ξέρεις στο τέλος το δικό μου θα περάσει ότι και να λέει η κυρά Θοδώρα. Εγώ δουλειά θα πιάσω απο Σεπτέμβρη είτε τους αρέσει είτε όχι. Εσύ να δω πως θα αντέξεις τα δάκρυα της θείας Χαράς... είπε τότε η Βασούλα και φόρτωσε την βαλίτσα της στο λεωφορείο.
Γιατί μπορεί να τραβιόταν μήνες με τον Αντώνη αλλά στην Ελπίδα δεν το είχε πει. Φοβόταν πως δεν θα την καταλάβαινε. Μετά το βράδυ εκείνο και καθοδόν προς το χωριό το μόνο που της είπε ήταν πως τελικά δεν του είχε δώσει το τραγούδι και λίγες μέρες μετά της είχε ανακοινώσει πως τον είχε ξεπεράσει. Και αν και η Ελπίδα ήταν σίγουρη πως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο, σε ένα βαθμό χάρηκε που θα σταματούσε να τον κυνηγάει. Ο χρόνος θα έκανε τη δουλειά του και αργά ή γρήγορα θα τον ξεπερνούσε όντως. Αυτό που δεν ήξερε τότε η Ελπίδα ήταν πως η Βασούλα είχε βρει κάτι άλλο να πνίξει τον άδοξο έρωτα της. Και θα αργούσε πολύ να το μάθει. Η Βασούλα από πολύ νωρίς είχε καταλάβει πως όσο και αν αγαπούσε την Ελπίδα κάποια πράγματα τα έβλεπαν τελείως διαφορετικά. Και η Βασούλα από το φιλί του Αντώνη και μετά έμοιαζε με ηφαίστειο ορμονών λίγο πριν την έκρηξη. Επιδίωξε έτσι να τον ξαναδεί και προς έκπληξη της διαπίστωσε πως και εκείνος ανυπομονούσε να την ξαναδεί. Η μικρούλα από το χωριό που με τόσο παράδοξο τρόπο διεκδικούσε πράγματα του είχε κινήσει την περιέργεια. Ο Αντώνης άλλωστε δεν ήταν κανένας χτεσινός. Από νωρίς είχε πάρει χαμπάρι τον λόγο που οι δύο ξαδέλφες ερχόντουσαν ξανά και ξανά στο μαγαζί. Το είχε δει άλλωστε άπειρες φορές το σενάριο. Οι μουσικοί πάντα γοήτευαν τις νεαρές φοιτητριούλες και οι περισσότεροι το εκμεταλλευόντουσαν υπέρ του δεόντως. Ο Μάνος δεν αποτελούσε φυσικά εξαίρεση. Και ενώ σαν γυναίκα η Ελπίδα του άρεσε σαφώς περισσότερο, δεν μπορούσε να μην συμπαθήσει την πεισματάρα Βασούλα. Και ύστερα η Βασούλα έκανε το πλέον αψυχολόγητο και σαν γνήσιος άντρας σταμάτησε να ψάχνει το πως και το γιατί. Και εκείνος άλλωστε ένας 23χρονος νέος ήταν που το αίμα του έβραζε. Έβαλε έτσι στην άκρη τη λογική που του έλεγε πως η μικρή ίσως και να κολλούσε και άρχισε να την βλέπει συστηματικά. Μήνες έτσι μετά από εκείνο το πρώτο φιλί και ενώ η Βασούλα ντυνόταν και ετοιμαζόταν να φύγει για το χωριό για τις καλοκαιρινές διακοπές συνειδητοποίησε πως θα του έλλειπε. Και όταν η πόρτα έκλεισε πίσω της και άναψε ένα τσιγάρο διαπίστωσε με έκπληξη πως αντί να κολλήσει η μικρή με εκείνον, μάλλον εκείνος είχε κολλήσει με την μικρή. Γι' αυτό δεν την είχε πείσει άλλωστε να έρθει να δουλέψει στο μαγαζί? Αυτό το άπειρο πλάσμα στους μήνες που είχαν περάσει μαζί. μέσα στην αφέλεια του έμοιαζε με καταιγίδα. Αχόρταγη, άπληστη και με μια έπαρση αταίριαστη τόσο στη ηλικία της, όσο και στην εικόνα της κατάφερνε να τον κάνει να μην μπορεί να σταθεί μακριά της. Πόσο λάθος την είχε εκτιμήσει... Μακάρι να κατάφερνε να πείσει τους δικούς της να την αφήσουν να δουλέψει μαζί του. Αν γινόταν αυτό σιγά σιγά θα την τιθάσευε. Σιγά σιγά θα την έπειθε να κοιτάξει και εκείνον όπως κοίταξε τον Μάνο το προηγούμενο βράδυ που τους αποχαιρετούσε. Σιγά σιγά θα τρύπωνε και στην καρδία της εκτός από το σώμα της.
"Μάζεψες τα πράγματα σου?"
"Ε??"
"Βασούλα αύριο φεύγουμε, μάζεψες λέω τα πράγματα σου?"
"Ναι..ναι "
"Καλά τι κάνεις τόση ώρα καθισμένη στο γραφείο? Πες μου πως διαβάζεις να ανάψω λαμπάδα!"
"Σιγά μην διαβάζω ρε Ελπίδα... "
"Να δω πως θα περάσεις το έτος..."
"Ιδέα δεν έχω... Μα εγώ μαθηματικό? Εγώ μαθηματικό?? Που πετάω φλύκταινες με τα νούμερα? Θα δω τι θα κάνω όταν έρθει η ώρα..."
"Και αν δεν διαβάζεις, τι γράφεις τόση ώρα?"
"Σίγουρα δεν προσπαθώ να λύσω το θεώρημα του Φερμά... Στίχους προσπαθώ να γράψω... γιαυτό κάνε ησυχία"
"Ποίημα γράφεις??? Να το δω!!!"
" Σιγά μην γράφω και το Άξιον Εστί! Και για να συντομεύουμε επειδή δεν έχω χρόνο. Καλή φωνή δεν έχω, μουσική να παίζω δεν ξέρω , αν κάτι μου έδωσε ο Θεός είναι μεγάλη γλώσσα! Αυτή έχω επιστρατεύσει μπας και δω φως. Με πιάνεις?"
"Με δυσκολία...."
"Τραγούδι προσπαθώ να γράψω ρε Ελπίδα...Στίχους τραγουδιού!"
"Καλά πως θα το κάνεις αυτό? Το έχεις ξανακάνει?"
"Σιγά το δύσκολο! Τα μισά και βάλε τραγούδια για τον έρωτα μιλάνε..."
"Δηλαδή θα κάνεις ερωτική εξομολόγηση μέσω τραγουδιού? Δεν φοβάσαι μην γελάσει?"
"Είναι και αυτό μια πιθανότητα και μάλιστα μεγάλη....αλλά αν δεν κάνω κάτι θα μου στρίψει στο λέω!"
"Βρε Βασούλα δεν σου έχω πει τίποτα γιατί ξέρω τι αγύριστο κεφάλι είσαι...Αλλά αυτός μάτια μου που έβαλες στο μάτι δεν μου γεμίζει και πολύ το δικό μου. Πρώτον είναι πολύ μεγαλύτερος σου. Δεύτερον μια εβδομάδα τώρα δεν τον βλέπεις πως φλερτάρει με τα όλα τα θηλυκά στο μαγαζί. Αυτή είναι θα μου πεις η δουλειά του. Και τρίτον και βασικότερο είσαι σίγουρη πως αυτό θες? Έχω κακό προαίσθημα...."
"Αμαν ρε Ελπίδα! Πρώτον δεν με νοιάζει που είναι μεγαλύτερος , δεν σκοπεύω να τον παντρευτώ κιόλας! Δεύτερον ναι τις έχω δει τις άλλες που τον περιτριγυρίζουν, ερωτευμένη είμαι όχι στραβή. Και τρίτον αφού με ξέρεις γιατί με σταυρώνεις? Λες να έστυβα τόση ώρα το κεφάλι μου αν δεν ήμουν σίγουρη?" είπε απελπισμένη η Βασούλα και γύρισε στο χαρτί με τις μουτζούρες που είχε μπροστά της. Απογοητευμένη μια ώρα μετά καθαρόγραψε ότι είχε καταφέρει να γράψει και ξεκίνησε για το μαγαζί που έπαιζε εκείνος παρά τις διαμαρτυρίες της Ελπίδας. Αυτή τη φορά θα πήγαινε μόνη της. Ή ταν ή επι τας! ,σκέφτηκε και έσπρωξε την πόρτα του μαγαζιού.
Πάνω στην σκηνή τα πέντε άτομα που αποτελούσαν το συγκρότημα είχαν πάρει ήδη τις θέσεις τους και δοκίμαζαν ενισχυτές και μικρόφωνα.
-Καλώς την. Και έλεγα θα έρθει, δεν θα έρθει? είπε ο Αντώνης ο μπάρμαν όταν πήγε και έκατσε σε μια γωνία του μπαρ
-Γεια σου ρε Αντώνη...είπε η Βασούλα που πάσχιζε να διατηρήσει την ψυχραιμία της
-Τι να σου βάλω?
-Μια μπύρα φέρε μου.
-Η Ελπίδα δεν ήρθε απόψε μαζί σου?
-Αντωνάκη στο είπα και την περασμένη φορά...Η Ελπίδα είναι αλλού...
-Η δική μου ελπίδα ρε Βασούλα όμως πεθαίνει τελευταία... είπε ο Αντώνης και πήγε να της φέρει την μπύρα της. Και όσο η Βασούλα έπινε την πρώτη γουλιά από το μπουκάλι τα φώτα χαμήλωσαν και με ένα ζεστό χειροκρότημα η μουσική πλημμύρισε τον χώρο. Και όσο η Βασούλα άκουγε το τραγουδιστή του συγκροτήματος να προσπαθεί να μιμηθεί τον τραγουδιστή των Λέντ Ζέπελινγκ τραγουδώντας το "Whole lotta love" έριξε μια απεγνωσμένη ματιά στον Μάνο που με την ηλεκτρική του κιθάρα στα χέρια σκόρπιζε χαμόγελα δεξιά και αριστερά. Μα πόσο ανόητη και πεισματάρα ήταν , σκέφτηκε και έσκισε το χαρτί που κρατούσε στα χέρια της.
-Και η δική σου ελπίδα όμως Βασούλα εκεί απτόητη, σχολίασε ο Αντώνης βλέποντας την να πίνει μονορούφι το περιεχόμενο του μπουκαλιού. Τι ήταν εκείνο τώρα που πυροδότησε την αντίδραση της Βασούλας και η ίδια αναρωτιόταν μετά. Ήταν η ειρωνεία που έκρυβε το σχόλιο του Αντώνη, το αλκοόλ και η μουσική ή μήπως ότι ο Μάνος έκλεισε επιδεικτικά το μάτι του στην κοκκινομάλλα στο τρίτο τραπέζι? Ένα ήταν το μόνο σίγουρο πως η Βασούλα μέσα στο μισοσκόταδο ελαφρώς ζαλισμένη και χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα, σηκώθηκε απότομα όρθια και με μια κίνηση κόλλησε το στόμα της στο στόμα του Αντώνη που εμβρόντητος στεκόταν σαν αγγούρι. Μόλις εκείνος συνειδητοποίησε τι συνέβαινε την έσπρωξε μαλακά και την κοίταξε στα μάτια.
-Τι κάνεις Βασούλα?
-Γιατί δεν σου άρεσε?
-Δεν είπα αυτό, απλά θέλω να ξέρω αν καταλαβαίνεις τι κάνεις...
-Σκάσε ρε Αντώνη και φίλα με! του είπε με έναν τόνο που δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης και ο Αντώνης το έκανε.
Και έτσι σαν υποκατάστατο ξεκίνησε εκείνο το φιλί. Σαν αντίδραση στη δράση κάποιου άλλου. Γιατί για την Βασούλα σε αντίθεση με την Ελπίδα άλλος προκαλούσε την δράση και σε άλλον εκτόνωνε εκείνη την αντίδραση. Αυτά η Ελπίδα δεν της τα είχε πει... Και όσο και αν το φιλί αυτό δεν προερχόταν από τον σωστό άνθρωπο, ήταν ζεστό και έμοιαζε καλό. Περισσότερο καλό απ ότι θα φανταζόταν δεδομένου ότι δεν της το έδινε το αντικείμενο του πόθου της. Και εκείνη μέσα στην απειρία της ένοιωθε παραδόξως χαλαρή. Απαλλαγμένη από το φόβο και το άγχος της απόρριψης το απολάμβανε! Χαμογελώντας, ξεκόλλησε από τον Αντώνη που μουδιασμένος προσπαθούσε να συνέλθει από την αψυχολόγητη κίνηση της μικρής . Έβγαλε ένα χαρτονόμισμα για την μπύρα, πέταξε στο τασάκι πάνω στο μπαρ τον χαρτοπόλεμο του έρωτα της και πριν τελειώσει το τραγούδι βγήκε από το μαγαζί. Γιατί αυτή ήταν η Βασούλα κάποτε... μέσα στα πέντε λεπτά που διαρκούσε ένα τραγούδι ήταν ικανή να γυρίσει την ιστορία της ζωής της ανάποδα... Κάποτε όμως...κάποτε...
.......................................................................................................................................................
-Αχ Παναγία μου τι αμαρτίες πληρώνω. Γιάννη μάζεψε την γιατί μα το Θεό θα της τις βρέξω όπως έκανα όταν ήταν παιδί, είπε ξέπνοη η κυρα Θοδώρα.
-Γιατί Βασούλα μου? Γιατί κόρη μου? Δεν σου φτάνουν τα λεφτά που σου στέλνω? είπε ο κυρ Γιάννης πικραμένος
-Μπαμπά δεν είναι αυτό και το ξέρεις. Αφού μπορώ να βγάλω όμως και δικά μου λεφτά γιατί να μην το κάνω! Να σας ανακουφίσω και λίγο που με το γάμο της Γωγώς σας έφυγαν τόσα λεφτά....
-Άσε τις δικαιολογίες Βασούλα! Στο πατέρα σου μπορεί να πιάνουν αυτά, σε εμένα όμως δεν πιάνουν. Το ξέρεις πολύ καλά πως με τη Μαρία και τη Γωγώ παντρεμένες και με τον Στέλιο να δουλεύει, μόνο οικονομική ανάγκη δεν έχουμε αυτή την εποχή. Παραδέξου πως το κάνεις για σένα και μόνο για σένα!
-Και έτσι να είναι ρε μάνα, που το κακό?
-Πως το λες αυτό κόρη μου. Θα πάνε πίσω οι σπουδές σου.... Τρία μαθήματα πέρασες όλα και όλα στο πρώτο έτος που να αρχίσεις να δουλεύεις κιόλας...Και είναι δουλειά βρε Βασούλα αυτή για κορίτσι?
-Μπαμπά ποτά θα σερβίρω...ειλικρινά δεν καταλαβαίνω τι σας έπιασε και τους δύο.
-Τι μας έπιασε ρωτάει! Η κόρη η δική μου σερβιτόρα σε μπαρ!!!! Αλλά καλά να πάθεις Γιάννη! Στα έλεγα εγώ! Αυτή ειδικά δεν έπρεπε να πάει στην πόλη. Ορίστε τώρα!
-Σώπα βρε Θοδώρα μπας και βγάλουμε άκρη! Βασούλα μου για μένα.... Για τον πατέρα σου που ξέρεις πόσο σε αγαπάει πες μου ότι θα ξεχάσεις αυτό που έβαλες με το μυαλό σου...
-Μπαμπά μου να κάνουμε μια συμφωνία???
-Που θέλει η μούρη σου και συμφωνία αλαφροΐσκιωτη!!
-Θοδώρα σιωπή είπα! Πες μου παιδί μου..
-Θα με αφήσετε να δουλέψω και εγώ θα περάσω όλα τα μαθήματα την επόμενη χρονιά συν τα μαθήματα που έχασα στο περασμένο έτος. Τι λες?
-Και πως θα γίνει αυτό βρε Βασούλα?
-Θα γίνει και θα παραγίνει. Γιατί ξέρεις πως είναι να μην βάλω κάτι πείσμα μπαμπά.
-Αμ δε το ξέρω... είπε ο κυρ Γιάννης και δέχτηκε αναστενάζοντας γιατί ήξερε πως και άλλο κόντρα να της πήγαινε το μόνο που θα πετύχαινε θα ήταν να την χάσουν για πάντα. Και εκείνος δεν θα το άντεχε αν έχανε τη Βασούλα του. Παρά τις διαμαρτυρίες έτσι της κυρά Θοδώρας, που από τα νεύρα της δεν την χωρούσε το σπίτι, έδωσε την ευχή του στη Βασούλα και εκείνη έτρεξε να ενημερώσει το μαγαζί πως σε λίγες μέρες θα ξεκινούσε.
Καπρίτσιο φάνταζε στα μάτια της μάνας της αυτή η νέα της τρέλα και ίσως και να είχε δίκιο σε ένα βαθμό. Αυτό που δεν ήξερε όμως η κυρα Θοδώρα ήταν πόσα πράγματα είχαν αλλάξει μέσα στη Βασούλα τον ένα χρόνο που ζούσε στην Αθήνα. Γιατί εκείνο το πρώτο φιλί με τον Αντώνη πριν τα Χριστούγεννα δεν ήταν και το τελευταίο και ας κόντεψε να πάθει ανακοπή η Ελπίδα λίγες μέρες πριν όταν την πληροφόρησε για τις νέες εξελίξεις.
-Και ο Μάνος?
-Ο Μάνος σταμάτησε από το μαγαζί και όπως πολύ σοφά παρατήρησες δεν είναι για τα δόντια μου....Είπα λοιπόν να κάνω αρχή με κάτι πιο προσιτό
-Βασούλα τι λες??? Πως μπορείς να λες κάτι τέτοιο??? Είσαι ερωτευμένη με τον Αντώνη?
-Δεν νομίζω...και εκείνος μην φανταστείς με εσένα ήταν τσιμπημένος νομίζω
-Και πως? Πως???? Πως μπορείς με κάποιον που δεν είσαι ερωτευμένη??
-Κοίτα Ελπίδα με τον Αντώνη περνάμε καλά. Εγώ δεν το ψάχνω το πράγμα όσο εσύ. Αφου με ξέρεις....
-Μου λες πως θα φύγω σε δυο μήνες όταν ανησυχώ για σένα?
-Για τον εαυτό σου να ανησυχείς και για το πως θα πείσεις τη θεία και τον θείο ότι τώρα που πήρες πτυχίο θα φύγεις για τα ξένα. Ελπίδα άσε τα χαζά και τον Αντώνη και ετοιμάσου να δώσουμε και οι δύο μάχη τώρα που θα πάμε στο χωρίο. Και εμένα με ξέρεις στο τέλος το δικό μου θα περάσει ότι και να λέει η κυρά Θοδώρα. Εγώ δουλειά θα πιάσω απο Σεπτέμβρη είτε τους αρέσει είτε όχι. Εσύ να δω πως θα αντέξεις τα δάκρυα της θείας Χαράς... είπε τότε η Βασούλα και φόρτωσε την βαλίτσα της στο λεωφορείο.
Γιατί μπορεί να τραβιόταν μήνες με τον Αντώνη αλλά στην Ελπίδα δεν το είχε πει. Φοβόταν πως δεν θα την καταλάβαινε. Μετά το βράδυ εκείνο και καθοδόν προς το χωριό το μόνο που της είπε ήταν πως τελικά δεν του είχε δώσει το τραγούδι και λίγες μέρες μετά της είχε ανακοινώσει πως τον είχε ξεπεράσει. Και αν και η Ελπίδα ήταν σίγουρη πως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο, σε ένα βαθμό χάρηκε που θα σταματούσε να τον κυνηγάει. Ο χρόνος θα έκανε τη δουλειά του και αργά ή γρήγορα θα τον ξεπερνούσε όντως. Αυτό που δεν ήξερε τότε η Ελπίδα ήταν πως η Βασούλα είχε βρει κάτι άλλο να πνίξει τον άδοξο έρωτα της. Και θα αργούσε πολύ να το μάθει. Η Βασούλα από πολύ νωρίς είχε καταλάβει πως όσο και αν αγαπούσε την Ελπίδα κάποια πράγματα τα έβλεπαν τελείως διαφορετικά. Και η Βασούλα από το φιλί του Αντώνη και μετά έμοιαζε με ηφαίστειο ορμονών λίγο πριν την έκρηξη. Επιδίωξε έτσι να τον ξαναδεί και προς έκπληξη της διαπίστωσε πως και εκείνος ανυπομονούσε να την ξαναδεί. Η μικρούλα από το χωριό που με τόσο παράδοξο τρόπο διεκδικούσε πράγματα του είχε κινήσει την περιέργεια. Ο Αντώνης άλλωστε δεν ήταν κανένας χτεσινός. Από νωρίς είχε πάρει χαμπάρι τον λόγο που οι δύο ξαδέλφες ερχόντουσαν ξανά και ξανά στο μαγαζί. Το είχε δει άλλωστε άπειρες φορές το σενάριο. Οι μουσικοί πάντα γοήτευαν τις νεαρές φοιτητριούλες και οι περισσότεροι το εκμεταλλευόντουσαν υπέρ του δεόντως. Ο Μάνος δεν αποτελούσε φυσικά εξαίρεση. Και ενώ σαν γυναίκα η Ελπίδα του άρεσε σαφώς περισσότερο, δεν μπορούσε να μην συμπαθήσει την πεισματάρα Βασούλα. Και ύστερα η Βασούλα έκανε το πλέον αψυχολόγητο και σαν γνήσιος άντρας σταμάτησε να ψάχνει το πως και το γιατί. Και εκείνος άλλωστε ένας 23χρονος νέος ήταν που το αίμα του έβραζε. Έβαλε έτσι στην άκρη τη λογική που του έλεγε πως η μικρή ίσως και να κολλούσε και άρχισε να την βλέπει συστηματικά. Μήνες έτσι μετά από εκείνο το πρώτο φιλί και ενώ η Βασούλα ντυνόταν και ετοιμαζόταν να φύγει για το χωριό για τις καλοκαιρινές διακοπές συνειδητοποίησε πως θα του έλλειπε. Και όταν η πόρτα έκλεισε πίσω της και άναψε ένα τσιγάρο διαπίστωσε με έκπληξη πως αντί να κολλήσει η μικρή με εκείνον, μάλλον εκείνος είχε κολλήσει με την μικρή. Γι' αυτό δεν την είχε πείσει άλλωστε να έρθει να δουλέψει στο μαγαζί? Αυτό το άπειρο πλάσμα στους μήνες που είχαν περάσει μαζί. μέσα στην αφέλεια του έμοιαζε με καταιγίδα. Αχόρταγη, άπληστη και με μια έπαρση αταίριαστη τόσο στη ηλικία της, όσο και στην εικόνα της κατάφερνε να τον κάνει να μην μπορεί να σταθεί μακριά της. Πόσο λάθος την είχε εκτιμήσει... Μακάρι να κατάφερνε να πείσει τους δικούς της να την αφήσουν να δουλέψει μαζί του. Αν γινόταν αυτό σιγά σιγά θα την τιθάσευε. Σιγά σιγά θα την έπειθε να κοιτάξει και εκείνον όπως κοίταξε τον Μάνο το προηγούμενο βράδυ που τους αποχαιρετούσε. Σιγά σιγά θα τρύπωνε και στην καρδία της εκτός από το σώμα της.