Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

Με μια σοκοφρέτα:Κεφάλαιο 9

Επί μια εβδομάδα η Βασούλα τραβούσε τη δόλια την Ελπίδα στο μαγαζί που έπαιζε το λουκουμάκι και το μόνο που είχαν καταφέρει ήταν να μάθουν το όνομα του. Τσάμπα έμενε πίσω η ύλη που έπρεπε η Ελπίδα να καλύψει μέχρι τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές. Στα τραπέζια μπροστά στην σκηνή αναστέναζαν σίγουρα άλλες πέντε κοπέλες στη θέα του κιθαρίστα και μάλιστα κοπέλες πιο όμορφες και πιο έμπειρες από τη Βασούλα. Που να τολμήσει όμως να της πει πως μάλλον τσάμπα χάνανε τον χρόνο τους. Έκανε υπομονή και ήλπιζε πως οι δεκαπέντε μέρες στο χωριό θα την έκαναν να το βγάλει από το μυαλό της αυτό που σκεφτόταν.

"Μάζεψες τα πράγματα σου?"
"Ε??"
"Βασούλα αύριο φεύγουμε, μάζεψες λέω τα πράγματα σου?"
"Ναι..ναι "
"Καλά τι κάνεις τόση ώρα καθισμένη στο γραφείο? Πες μου πως διαβάζεις να ανάψω λαμπάδα!"
"Σιγά μην διαβάζω ρε Ελπίδα... "
"Να δω πως θα περάσεις το έτος..."
"Ιδέα δεν έχω... Μα εγώ μαθηματικό? Εγώ μαθηματικό?? Που πετάω φλύκταινες με τα νούμερα? Θα δω τι θα κάνω όταν έρθει η ώρα..."
"Και αν δεν διαβάζεις, τι γράφεις τόση ώρα?"
"Σίγουρα δεν προσπαθώ να λύσω το θεώρημα του Φερμά... Στίχους προσπαθώ να γράψω... γιαυτό κάνε ησυχία"
"Ποίημα γράφεις??? Να το δω!!!"
" Σιγά μην γράφω και το Άξιον Εστί! Και για να συντομεύουμε επειδή δεν έχω χρόνο. Καλή φωνή δεν έχω, μουσική να παίζω δεν ξέρω , αν κάτι μου έδωσε ο Θεός είναι μεγάλη γλώσσα! Αυτή έχω επιστρατεύσει μπας και δω φως. Με πιάνεις?"
"Με δυσκολία...."
"Τραγούδι προσπαθώ να γράψω ρε Ελπίδα...Στίχους τραγουδιού!"
"Καλά πως θα το κάνεις αυτό? Το έχεις ξανακάνει?"
"Σιγά το δύσκολο! Τα μισά και βάλε τραγούδια για τον έρωτα μιλάνε..."
"Δηλαδή θα κάνεις ερωτική εξομολόγηση μέσω τραγουδιού? Δεν φοβάσαι μην γελάσει?"
"Είναι και αυτό μια πιθανότητα και μάλιστα μεγάλη....αλλά αν δεν κάνω κάτι θα μου στρίψει στο λέω!"
"Βρε Βασούλα δεν σου έχω πει τίποτα γιατί ξέρω τι αγύριστο κεφάλι είσαι...Αλλά αυτός μάτια μου που έβαλες στο μάτι δεν μου γεμίζει και πολύ το δικό μου. Πρώτον είναι πολύ μεγαλύτερος σου. Δεύτερον μια εβδομάδα τώρα δεν τον βλέπεις πως φλερτάρει με τα όλα τα θηλυκά στο μαγαζί. Αυτή είναι θα μου πεις η δουλειά του. Και τρίτον και βασικότερο είσαι σίγουρη πως αυτό θες? Έχω κακό προαίσθημα...."
"Αμαν ρε Ελπίδα! Πρώτον δεν με νοιάζει που είναι μεγαλύτερος , δεν σκοπεύω να τον παντρευτώ κιόλας! Δεύτερον ναι τις έχω δει τις άλλες που τον περιτριγυρίζουν, ερωτευμένη είμαι όχι στραβή. Και τρίτον αφού με ξέρεις γιατί με σταυρώνεις? Λες να έστυβα τόση ώρα το κεφάλι μου αν  δεν ήμουν σίγουρη?" είπε απελπισμένη η Βασούλα και γύρισε στο χαρτί με τις μουτζούρες που είχε μπροστά της. Απογοητευμένη μια ώρα μετά καθαρόγραψε ότι είχε καταφέρει να γράψει και ξεκίνησε για το μαγαζί που έπαιζε εκείνος παρά τις διαμαρτυρίες της Ελπίδας. Αυτή τη φορά θα πήγαινε μόνη της. Ή ταν ή επι τας! ,σκέφτηκε και έσπρωξε την πόρτα του μαγαζιού.

Πάνω στην σκηνή τα πέντε άτομα που αποτελούσαν το συγκρότημα είχαν πάρει ήδη τις θέσεις τους και δοκίμαζαν ενισχυτές και μικρόφωνα.

-Καλώς την. Και έλεγα θα έρθει, δεν θα έρθει?  είπε ο Αντώνης ο μπάρμαν όταν πήγε και έκατσε σε μια γωνία του μπαρ
-Γεια σου ρε Αντώνη...είπε η Βασούλα που πάσχιζε να διατηρήσει την ψυχραιμία της
-Τι να σου βάλω?
-Μια μπύρα φέρε μου.
-Η Ελπίδα δεν ήρθε απόψε μαζί σου?
-Αντωνάκη στο είπα και την περασμένη φορά...Η Ελπίδα είναι αλλού...
-Η δική μου ελπίδα ρε Βασούλα όμως πεθαίνει τελευταία... είπε ο Αντώνης και πήγε να της φέρει την μπύρα της. Και όσο η Βασούλα έπινε την πρώτη γουλιά από το μπουκάλι τα φώτα χαμήλωσαν και με ένα ζεστό χειροκρότημα η μουσική πλημμύρισε τον χώρο. Και όσο η Βασούλα άκουγε το τραγουδιστή του συγκροτήματος να προσπαθεί να μιμηθεί τον τραγουδιστή των Λέντ Ζέπελινγκ τραγουδώντας το "Whole lotta love" έριξε μια απεγνωσμένη ματιά στον Μάνο που με την ηλεκτρική του κιθάρα στα χέρια σκόρπιζε χαμόγελα δεξιά και αριστερά. Μα πόσο ανόητη και πεισματάρα ήταν , σκέφτηκε και έσκισε το χαρτί που κρατούσε στα χέρια της.
-Και η δική σου ελπίδα όμως Βασούλα εκεί απτόητη, σχολίασε ο Αντώνης βλέποντας την να πίνει μονορούφι το περιεχόμενο του μπουκαλιού. Τι ήταν εκείνο τώρα που πυροδότησε την αντίδραση της Βασούλας και η ίδια αναρωτιόταν μετά. Ήταν η ειρωνεία που έκρυβε το σχόλιο του Αντώνη, το αλκοόλ και η μουσική  ή μήπως ότι ο Μάνος έκλεισε επιδεικτικά το μάτι του στην κοκκινομάλλα στο τρίτο τραπέζι? Ένα ήταν το μόνο σίγουρο πως η Βασούλα μέσα στο μισοσκόταδο ελαφρώς ζαλισμένη και χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα, σηκώθηκε απότομα όρθια και με μια κίνηση κόλλησε το στόμα της στο στόμα του Αντώνη που εμβρόντητος στεκόταν σαν αγγούρι. Μόλις εκείνος συνειδητοποίησε τι συνέβαινε την έσπρωξε μαλακά και την κοίταξε στα μάτια.
-Τι κάνεις Βασούλα?
-Γιατί δεν σου άρεσε?
-Δεν είπα αυτό, απλά θέλω να ξέρω αν καταλαβαίνεις τι κάνεις...
-Σκάσε ρε Αντώνη και φίλα με! του είπε με έναν τόνο που δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης και ο Αντώνης το έκανε.
Και έτσι σαν υποκατάστατο ξεκίνησε εκείνο το φιλί. Σαν αντίδραση στη δράση κάποιου άλλου. Γιατί για την Βασούλα σε αντίθεση με την Ελπίδα άλλος προκαλούσε την δράση και σε άλλον εκτόνωνε εκείνη την αντίδραση. Αυτά η Ελπίδα δεν της τα είχε πει... Και όσο και αν το φιλί αυτό δεν προερχόταν από τον σωστό άνθρωπο, ήταν ζεστό και έμοιαζε καλό. Περισσότερο καλό απ ότι θα φανταζόταν δεδομένου ότι δεν της το έδινε το αντικείμενο του πόθου της. Και εκείνη μέσα στην απειρία της ένοιωθε παραδόξως χαλαρή. Απαλλαγμένη από το φόβο και το άγχος της απόρριψης το απολάμβανε! Χαμογελώντας, ξεκόλλησε από τον Αντώνη που μουδιασμένος προσπαθούσε να συνέλθει από την αψυχολόγητη κίνηση της μικρής . Έβγαλε ένα χαρτονόμισμα για την μπύρα, πέταξε στο τασάκι πάνω στο μπαρ τον χαρτοπόλεμο του έρωτα της και πριν τελειώσει το τραγούδι βγήκε από το μαγαζί. Γιατί αυτή ήταν η Βασούλα κάποτε... μέσα στα πέντε λεπτά που διαρκούσε ένα τραγούδι ήταν ικανή να γυρίσει την ιστορία της ζωής της ανάποδα... Κάποτε όμως...κάποτε...

.......................................................................................................................................................

-Αχ Παναγία μου τι αμαρτίες πληρώνω. Γιάννη μάζεψε την γιατί μα το Θεό θα της τις βρέξω όπως έκανα όταν ήταν παιδί, είπε ξέπνοη η κυρα Θοδώρα.
-Γιατί Βασούλα μου? Γιατί κόρη μου? Δεν σου φτάνουν τα λεφτά που σου στέλνω? είπε ο κυρ Γιάννης πικραμένος
-Μπαμπά δεν είναι αυτό και το ξέρεις. Αφού μπορώ να βγάλω όμως και δικά μου λεφτά γιατί να μην το κάνω! Να σας ανακουφίσω και λίγο που με το γάμο της Γωγώς σας έφυγαν τόσα λεφτά....
-Άσε τις δικαιολογίες Βασούλα! Στο πατέρα σου μπορεί να πιάνουν αυτά, σε εμένα όμως δεν πιάνουν. Το ξέρεις πολύ καλά πως με τη Μαρία και τη Γωγώ παντρεμένες και με τον Στέλιο να δουλεύει, μόνο οικονομική ανάγκη δεν έχουμε αυτή την εποχή. Παραδέξου πως το κάνεις για σένα και μόνο για σένα!
-Και έτσι να είναι ρε μάνα, που το κακό?
-Πως το λες αυτό κόρη μου. Θα πάνε πίσω οι σπουδές σου.... Τρία μαθήματα πέρασες όλα και όλα στο πρώτο έτος που να αρχίσεις να δουλεύεις κιόλας...Και είναι δουλειά βρε Βασούλα αυτή για κορίτσι?
-Μπαμπά ποτά θα σερβίρω...ειλικρινά δεν καταλαβαίνω τι σας έπιασε και τους δύο.
-Τι μας έπιασε ρωτάει! Η κόρη η δική μου σερβιτόρα σε μπαρ!!!! Αλλά καλά να πάθεις Γιάννη! Στα έλεγα εγώ! Αυτή ειδικά δεν έπρεπε να πάει στην πόλη. Ορίστε τώρα!
-Σώπα βρε Θοδώρα μπας και βγάλουμε άκρη! Βασούλα μου για μένα.... Για τον πατέρα σου που ξέρεις πόσο σε αγαπάει πες μου ότι θα ξεχάσεις αυτό που έβαλες με το μυαλό σου...
-Μπαμπά μου να κάνουμε μια συμφωνία???
-Που θέλει η μούρη σου και συμφωνία αλαφροΐσκιωτη!!
-Θοδώρα σιωπή είπα! Πες μου παιδί μου..
-Θα με αφήσετε να δουλέψω και εγώ θα περάσω όλα τα μαθήματα την επόμενη χρονιά συν τα μαθήματα που έχασα στο περασμένο έτος. Τι λες?
-Και πως θα γίνει αυτό βρε Βασούλα?
-Θα γίνει και θα παραγίνει. Γιατί ξέρεις πως είναι να μην βάλω κάτι πείσμα μπαμπά.
-Αμ δε το ξέρω... είπε ο κυρ Γιάννης και δέχτηκε αναστενάζοντας γιατί ήξερε πως και άλλο κόντρα να της πήγαινε το μόνο που θα πετύχαινε θα ήταν να την χάσουν για πάντα. Και εκείνος δεν θα το άντεχε αν έχανε τη Βασούλα του. Παρά τις διαμαρτυρίες έτσι της κυρά Θοδώρας, που από τα νεύρα της δεν την χωρούσε το σπίτι, έδωσε την ευχή του στη Βασούλα και εκείνη έτρεξε να ενημερώσει το μαγαζί πως σε λίγες μέρες θα ξεκινούσε.

Καπρίτσιο φάνταζε στα μάτια της μάνας της αυτή η νέα της τρέλα και ίσως και να είχε δίκιο σε ένα βαθμό. Αυτό που δεν ήξερε όμως η κυρα Θοδώρα ήταν πόσα πράγματα είχαν αλλάξει μέσα στη Βασούλα τον ένα χρόνο που ζούσε στην Αθήνα. Γιατί εκείνο το πρώτο φιλί με τον Αντώνη πριν τα Χριστούγεννα δεν ήταν και το τελευταίο και ας κόντεψε να πάθει ανακοπή η Ελπίδα λίγες μέρες πριν όταν την πληροφόρησε για τις νέες εξελίξεις.

-Και ο Μάνος?
-Ο Μάνος σταμάτησε από το μαγαζί και όπως πολύ σοφά παρατήρησες δεν είναι για τα δόντια μου....Είπα λοιπόν να κάνω αρχή με κάτι πιο προσιτό
-Βασούλα τι λες??? Πως μπορείς να λες κάτι τέτοιο??? Είσαι ερωτευμένη με τον Αντώνη?
-Δεν νομίζω...και εκείνος μην φανταστείς με εσένα ήταν τσιμπημένος νομίζω
-Και πως? Πως???? Πως μπορείς με κάποιον που δεν είσαι ερωτευμένη??
-Κοίτα Ελπίδα με τον Αντώνη περνάμε καλά. Εγώ δεν το ψάχνω το πράγμα όσο εσύ. Αφου με ξέρεις....
-Μου λες πως θα φύγω σε δυο μήνες όταν ανησυχώ για σένα?
-Για τον εαυτό σου να ανησυχείς και για το πως θα πείσεις τη θεία και τον θείο ότι τώρα που πήρες πτυχίο θα φύγεις για τα ξένα. Ελπίδα άσε τα χαζά και τον Αντώνη και ετοιμάσου να δώσουμε και οι δύο μάχη τώρα που θα πάμε στο χωρίο. Και εμένα με ξέρεις στο τέλος το δικό μου θα περάσει ότι και να λέει η κυρά Θοδώρα. Εγώ δουλειά θα πιάσω απο Σεπτέμβρη είτε τους αρέσει είτε όχι. Εσύ να δω πως θα αντέξεις τα δάκρυα της θείας Χαράς... είπε τότε η Βασούλα και φόρτωσε την βαλίτσα της στο λεωφορείο.

Γιατί μπορεί να τραβιόταν μήνες με τον Αντώνη αλλά στην Ελπίδα δεν το είχε πει. Φοβόταν πως δεν θα την καταλάβαινε. Μετά το βράδυ εκείνο και καθοδόν προς το χωριό το μόνο που της είπε ήταν πως τελικά δεν του είχε δώσει το τραγούδι και λίγες μέρες μετά της είχε ανακοινώσει πως τον είχε ξεπεράσει. Και αν και η Ελπίδα ήταν σίγουρη πως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο, σε ένα βαθμό χάρηκε που θα σταματούσε να τον κυνηγάει. Ο χρόνος θα έκανε τη δουλειά του και αργά ή γρήγορα θα τον ξεπερνούσε όντως. Αυτό που δεν ήξερε τότε η Ελπίδα ήταν πως η Βασούλα είχε βρει κάτι άλλο να πνίξει τον άδοξο έρωτα της. Και θα αργούσε πολύ να το μάθει. Η Βασούλα από πολύ νωρίς είχε καταλάβει πως όσο και αν αγαπούσε την Ελπίδα κάποια πράγματα τα έβλεπαν τελείως διαφορετικά. Και η Βασούλα από το φιλί του Αντώνη και μετά έμοιαζε με ηφαίστειο ορμονών λίγο πριν την έκρηξη. Επιδίωξε έτσι να τον ξαναδεί και προς έκπληξη της διαπίστωσε πως και εκείνος ανυπομονούσε να την ξαναδεί. Η μικρούλα από το χωριό που με τόσο παράδοξο τρόπο διεκδικούσε πράγματα του είχε κινήσει την περιέργεια. Ο Αντώνης άλλωστε δεν ήταν κανένας χτεσινός. Από νωρίς είχε πάρει χαμπάρι τον λόγο που οι δύο ξαδέλφες ερχόντουσαν ξανά και ξανά στο μαγαζί. Το είχε δει άλλωστε άπειρες φορές το σενάριο. Οι μουσικοί πάντα γοήτευαν τις νεαρές φοιτητριούλες και οι περισσότεροι το εκμεταλλευόντουσαν υπέρ του δεόντως. Ο Μάνος δεν αποτελούσε φυσικά εξαίρεση. Και ενώ σαν γυναίκα η Ελπίδα του άρεσε σαφώς περισσότερο, δεν μπορούσε να μην συμπαθήσει την πεισματάρα Βασούλα. Και ύστερα η Βασούλα έκανε το πλέον αψυχολόγητο και σαν γνήσιος άντρας σταμάτησε να ψάχνει το πως και το γιατί. Και εκείνος άλλωστε ένας 23χρονος νέος ήταν που το αίμα του έβραζε. Έβαλε έτσι στην άκρη τη λογική που του έλεγε πως η μικρή ίσως και να κολλούσε και άρχισε να την βλέπει συστηματικά. Μήνες έτσι μετά από εκείνο το πρώτο φιλί και ενώ η Βασούλα ντυνόταν και ετοιμαζόταν να φύγει για το χωριό για τις καλοκαιρινές διακοπές συνειδητοποίησε πως θα του έλλειπε. Και όταν η πόρτα έκλεισε πίσω της και άναψε ένα τσιγάρο διαπίστωσε με έκπληξη πως αντί να κολλήσει η μικρή με εκείνον, μάλλον εκείνος είχε κολλήσει με την μικρή. Γι' αυτό δεν την είχε πείσει άλλωστε να έρθει να δουλέψει στο μαγαζί? Αυτό το άπειρο πλάσμα στους μήνες που είχαν περάσει μαζί. μέσα στην αφέλεια του έμοιαζε με καταιγίδα. Αχόρταγη, άπληστη και με μια έπαρση αταίριαστη τόσο στη ηλικία της, όσο και στην εικόνα της κατάφερνε να τον κάνει να μην μπορεί να σταθεί μακριά της. Πόσο λάθος την είχε εκτιμήσει... Μακάρι να κατάφερνε να πείσει τους δικούς της να την αφήσουν να δουλέψει μαζί του. Αν γινόταν αυτό σιγά σιγά θα την τιθάσευε. Σιγά σιγά θα την έπειθε να κοιτάξει και εκείνον όπως κοίταξε τον Μάνο το προηγούμενο βράδυ που τους αποχαιρετούσε. Σιγά σιγά θα τρύπωνε και στην καρδία της εκτός από το σώμα της.      

   

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

Με μια σοκοφρέτα:Κεφάλαιο 8

"Έφυγε..." είπε η Ελπίδα και σωριάστηκε στο κρεββάτι την στιγμή που η Βασούλα ακόμα προσπαθούσε να αδειάσει τις βαλίτσες της.
"Ποιος έφυγε???" ρώτησε η Βασούλα και κάθισε δίπλα της
"Ο Νίκος χτες το απόγευμα...έφυγε Βασούλα και δεν ξέρω αν θα τον ξαναδώ ποτέ..."
"Που πήγε? Αχ Ελπίδα το ξέρω πως είσαι στεναχωρημένη, αλλά αν δεν μου πεις λεπτομέρειες δεν μπορώ να καταλάβω τι έχει συμβεί..."
"Δεν σου είπα τίποτα πριν έρθεις για να έχεις το μυαλό σου συγκεντρωμένο στις εξετάσεις. Το ήξερα από το Μάιο που απολύθηκε...Και όταν σε πήρα να σου πω ότι δεν θα έρθω διακοπές στο χωρίο και δεν με ρώτησες γιατί, κατάλαβα πως καλύτερα να στα έλεγα από κοντά...μάλλον και εσύ το ίδιο θα σκέφτηκες.  Τον δέχτηκαν σε ένα μεταπτυχιακό στην Αγγλία Βασούλα και δεν μπορούσε να χάσει τέτοια ευκαιρία.  Οι γονείς του θα στηρίξουν οικονομικά αυτή του την επιλογή. Με βαριά καρδία λοιπόν δέχτηκε και ας με άφηνε πίσω. Μου είπε πως θα περάσει γρήγορα ο καιρός. Πως όταν πάρω το πτυχίο μου θα μπορώ να πάω και εγώ εκεί να είμαστε μαζί....Αλλά εγώ το ξέρω Βασούλα πως τελείωσε οριστικά.... Και ενώ από την μία χαίρομαι που η ζωή του μπαίνει σε ένα δρόμο, από την άλλη δεν μπορώ να μην λυπάμαι που τον έχασα...Και πονάει...πονάει πολύ η απουσία του και δεν έχει περάσει ούτε ένα εικοσιτετράωρο...." είπε και έβαλε και πάλι τα κλάματα
"Ρε Ελπίδα το πόσο σου αρέσουν τα δράματα δεν λέγεται! Σιγά για μεταπτυχιακό πήγε ο άνθρωπος! Και δεν κατάλαβα γιατί τελείωσε οριστικά??? Αφού σου λέει ότι έχει όλη την καλή διάθεση να προσπαθήσετε έστω και εξ αποστάσεως! Σε λιγότερο από χρόνο θα πάρεις το πτυχίο σου και θα πας να τον βρεις. Ένας χρόνος δεν είναι τίποτα! Εδώ εγώ κατάφερα να επιβιώσω τρία χρόνια στο χωρίο χωρίς εσένα και δεν θα την βγάλεις εσύ καθαρή ένα χρόνο χωρίς τον Νίκο???"
" Μα δεν σκοπεύω να πάω Αγγλία ρε Βασούλα. Πως θα σε αφήσω πάλι ακόμα δεν ήρθες...όχι όχι δεν υπάρχει αυτή η περίπτωση. Περιμέναμε πως και πως να έρθεις και εσύ  Αθήνα και εγώ να φύγω πάλι να πάω χιλιόμετρα μακρυά σου??? Με τίποτα! Γιαυτό σου λέω τελείωσε οριστικά!"

Η Βασούλα κοίταξε την ξαδέλφη της και δεν μίλησε...Σηκώθηκε από το κρεββάτι και συνέχισε να τακτοποιεί τα ρούχα της στην μεγάλη ξύλινη ντουλάπα. Η αλήθεια είναι πως ναι, η ιδέα η Ελπίδα να φύγει πάλι από την καθημερινότητα της ήταν κάτι που δεν το περίμενε. Τουλάχιστον όχι τόσο άμεσα. Τα τελευταία τρία χρόνια ξυπνούσε και κοιμόταν με την σκέψη όλων αυτών που θα έκαναν όταν θα ξανά αντάμωναν. Και να που τώρα που το όνειρο της γινόταν πραγματικότητα η ημερομηνία λήξης αναβόσβηνε μπροστά απειλητικά σαν επιγραφή από νέον. Πως να θυμώσει όμως στην Ελπίδα. Ερωτευμένη ήταν, και αν και η ίδια ακόμα δεν είχε νιώσει το συναίσθημα αυτό, έβλεπε πως ο έρωτας έκανε τους ανθρώπους διαφορετικούς... τους μεταμόρφωνε. Άλλους τους έκανε δυνατότερους και άλλους πιο αδύναμους. Όλους μα όλους μα όλους όμως τους επηρέαζε. Γιατί μπορεί η Ελπίδα να έλεγε με λόγια πως δεν ήθελε να την αφήσει, τα δάκρυα της όμως έλεγαν κάτι άλλο. Σαν να μην της άρεσε της Βασούλας αυτό που ο έρωτας έκανε στους ανθρώπους... Πολλά δάκρυα και πολύ στεναχώρια για λίγες στιγμές χαράς...αξίζει άραγε τον κόπο? σκέφτηκε και έκλεισε την άδεια πλέον βαλίτσα.

"Ελπίδα σταμάτα να κλαις σε παρακαλώ... Λοιπόν έχουμε ένα χρόνο μπροστά μας και το μόνο που δεν θέλω είναι να χαραμίσουμε αυτόν τον ένα χρόνο με κλάματα! Το ξέρεις πως δεν πρόκειται να σε κρατήσω εδώ μόνο και μόνο για να μην στεναχωριέμαι. Ξέρεις ότι όσο εγωίστρια και αν είμαι γενικότερα, σε ότι αφορά εσένα δεν είμαι καθόλου! Σκούπισε λοιπόν τις μύξες σου και πάμε κάπου να πιούμε μέχρι σκασμού για να γιορτάσουμε που πέρασα στο πανεπιστήμιο. Στην Αγγλία θα πας και τέλος η κουβέντα. Αποδείξαμε μια χαρά πως η σχέση μας αντέχει στις αποστάσεις....Ελπίζω μόνο αυτός ο Νίκος να αξίζει τον κόπο γιατί μα το Θεό θα του σπάσω το κεφάλι αν δεν αξίζει! Πήγαινε πλύσου τώρα και πάμε να μεθύσουμε!"
"Βασ...."
"Κουβέντα είπα! Τράβα ετοιμάσου έναν χρόνο θα σε έχω και σου πα δεν σκοπεύω να τον χαραμίσω με γκρίνιες και κλαψουρίσματα! Αν μ αγαπάς θα κάνεις ότι σου λέω χωρίς πολλά λόγια!" και η Ελπίδα δεν είπε τίποτε άλλο, μόνο φίλησε την ξαδέλφη της και έτρεξε να ντυθεί.  

Σε ένα ταβερνάκι λοιπόν στην Πλάκα να χαχανίζουν σαν κοριτσάκια κάτω από ένα τεράστιο φεγγάρι ξεκίνησε και επίσημα ο ωραιότερος χρόνος της ως τώρα ζωής τους. Και όποτε τα μάτια της Ελπίδας πήγαιναν να βουρκώσουν η Βασούλα έκανε νόημα στο σερβιτόρο να φέρει ακόμα ένα μισόκιλο!  Τρεκλίζοντας γύρισαν ξημερώματα στο σπίτι και την ώρα που η Ελπίδα προσπαθούσε να βάλει το κλειδί στην πόρτα η Βασούλα σωριάστηκε στο πεζούλι και είπε τραγουδιστά.. "Και αν σου πω ρε Ελπίδα τώρα πως δεν έχω καμία όρεξη να σπουδάσω, τι θα μου πεις??" και ένα καινούριο κύμα από μεθυσμένα γέλια πλημμύρισε τον έρημο δρόμο. 

Και όντως ο χρόνος εκείνος ήταν ένας όμορφος ξέγνοιαστος χρόνος.  Η Βασούλα σε αντίθεση με την Ελπίδα ενσωματώθηκε αμέσως στο φοιτητικό περιβάλλον και ας πατούσε σπάνια στα μαθήματα. Για τη Βασούλα φοιτητική ζωή σήμαινε βόλτες, καφέδες, γνωριμίες και ελάχιστο διάβασμα. Και όταν η Βασούλα ερωτεύτηκε πρώτη φορά πλέον έμοιαζε με τυφώνα που σάρωνε τα πάντα στο πέρασμα του.

"Θα σκάσω σου λέω! Αν δεν το κάνω εγώ να τρέχει πίσω μου, Βασούλα να μην με λένε!"
"Ηρέμησε παιδάκι μου και πες μου που τον γνώρισες..."
"Αχ Ελπίδα είναι ένας κούκλος σου λέω! Τύφλα να έχει ο Μάρλο Μπράντο!"
"Βασούλα σύνελθε και μίλα..."
"Καλέ δεν σου είπα πως χτες θα πηγαίναμε με τα παιδιά σε μια μουσική σκηνή...ε ο κιθαρίστας Ελπίδα, σκέτο λουκουμάκι!"
"Για να καταλάβω, ερωτεύτηκες έναν άνθρωπο που δεν μίλησες καθόλου μαζί του? Το όνομα του το ξέρεις? Την ηλικία του?"
"Ελπίδα δεν θέλω να λύσω το Κυπριακό μαζί του! Χέστηκα για ηλικίες και ονόματα...Εγώ άλλα θέλω να κάνω και αν δεν σε σόκαρα θα σου έλεγα πως και πολύ το έχω καθυστερήσει..."
"Βασούλα που πήγαν τα "μπλιαχ" και τα "άουτς"???"
"Αχ Ελπίδα στο χωριό έμειναν... Από την ώρα που τον είδα πάνω στη σκηνή βράζει το αίμα μου!"
"Βρε Βασούλα μου μην βιάζεσαι.... Η πρώτη σου σχέση πρέπει να είναι τρυφερή, να τον γνωρίσεις καλά τον άλλο..."
"Άσε μας καλέ. Σιγά μην κάνω εγώ τα δικά σου καλά, που είχες τον Νίκο στο περίμενε τόσους μήνες! Ήταν να μην πάρω μπρος εγώ. Ουκ και πήρα Ελπίδα, βαστάτε Τούρκοι τα άρματα!"
"Τι μας βρήκε Χριστέ μου Χριστουγεννιάτικα...Και τι σκοπεύεις να κάνεις?"
"Επίθεση κατά μέτωπο φυσικά! Ντύσου και στολίσου, απόψε θα σε βγάλω έξω!"
"Που θα τρέχουμε ρε Βασούλα μεσοβδόμαδα...έχω και διάβασμα...."
"Ελπίδα μου το χρωστάς! Εγώ τότε σου είχα σταθεί! Θα έρθεις μαζί μου και θα πεις και ένα τραγούδι!"
"Καλά μην φωνάζεις...Πάω να ντυθώ..." είπε η Ελπίδα παραδομένη. Η αλήθεια είναι πως δεν περίμενε κάτι διαφορετικό από την Βασούλα. Παρορμητική ήταν από παιδί και σε ένα βαθμό ζήλευε την ευκολία με την οποία αγκάλιαζε τα συναισθήματα της. Φόρεσε έτσι ένα χαμόγελο και το παλτό της και ακολούθησε την πυρακτωμένη Βασούλα.

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

Με μια σοκοφρέτα:Κεφάλαιο 7

Η Βασούλα εκείνο το καλοκαίρι έπεισε την Ελπίδα ακόμα μια φορά για όλα. Έτσι και διακοπές πήγε, και ψέμματα είπε, και τα όρια που έβαζε μόνη της στον εαυτό της ξεπέρασε ακούγοντας το σώμα της και αφήνοντας πίσω μια για πάντα την αθωότητα της. Και όταν στο γάμο της Μαρίας τον Σεπτέμβρη το είπε στην Βασούλα,  εκείνη ενώ χαιρόταν απίστευτα για τη ξαδέλφη της, συνέχιζε να μην μπορεί ακόμα να καταλάβει πως κάτι που φαινόταν τόσο "επιθετικό" μπορούσε ταυτόχρονα να είναι τόσο γλυκό. Γιατί η Βασούλα όταν τις πετούσαν πέτρες δεν καθόταν να τις τρώει στο κεφάλι, έριχνε και εκείνη πίσω πέτρες. Και το να εισέρχεται με ένα σχεδόν βίαιο στα μάτια της τρόπο ένας ξένος στο σώμα της,  της φαινόταν το ίδιο με το να κάθεται να τρώει πέτρες στο κεφάλι. Δε πα να της εξηγούσε η Ελπίδα πως δεν είχε καμία σχέση. Δεν θα περνούσε όμως πολύς καιρός μέχρι να ανακαλύψει και η ίδια πως έκανε λάθος και να παραδεχτεί πως πράγματι,όχι απλά ίδιο δεν ήταν, αλλά εντελώς άλλο πράγμα.


Τα επόμενα δύο χρόνια πέρασαν σχεδόν όπως και ο πρώτος  χρόνος που ήταν χώρια οι δύο ξαδέλφες. Η Ελπίδα άνθιζε δίπλα στον Νίκο και πλέον ερχόταν στο χωριό μόνο Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι. Τα γράμματα σιγά σιγά τα έκοψαν εντελώς. Η κυρα Θοδώρα επιτέλους δέχτηκε να βάλουν τηλέφωνο σπίτι τους και έτσι πλέον αντάλλασσαν ένα τηλεφώνημα κάθε εβδομάδα που διαρκούσε τόσο πολύ που η κυρά Θοδώρα άφριζε από το κακό της και ο κυρ Γιάννης σαν πυροσβεστήρας για ακόμα μια φορά έσβηνε τον θυμό της.

Μέσα σε αυτά τα δύο τόσο βαρετά χρόνια της ζωής της Βασούλας όλων οι ζωές προχωρούσαν με την ταχύτητα του φωτός. Μόνο η δικιά της έμενε σταθερή και ολόιδια και αυτό ώρες ώρες την εκνεύριζε απίστευτα. Η Μαρία δεν άργησε να κάνει ένα μωράκι. Ένα στρουμπουλό και χαμογελαστό αγοράκι που ο Γιωργάκης  δέχτηκε χωρίς πολύ πίεση να το βγάλουν Άγγελο. Γιατί η Μαρία είχε δίκιο, μπορεί να μην ήταν ο πιο έξυπνος, ο πιο όμορφος, ο πιο συμπαθητικός άντρας πάνω στον πλανήτη, ήταν όμως τόσο μα τόσο ερωτευμένος με την ήρεμη Μαρία που αν ήταν άλλη θα μπορούσε να τον είχε σήκω κάτσε, κάτσε σήκω.Ο Στέλιος συνέχιζε να δουλεύει στο συνεργείο αυτοκινήτων που είχε πάει όταν τελείωσε με τα χίλια ζόρια το σχολείο και στα χρόνια αυτά εξελίχθηκε σε ένα γοητευτικό νεαρό που δεν θύμιζε πλέον σε τίποτα τον δύστροπο Στέλιο που καθόταν αποχαυνωμένος μπροστά στην τηλεόραση. Κάθε βδομάδα και ένα καινούριο προξενιό ερχόταν στην κυρα Θοδώρα και εκείνη καμάρωνε που το "γατάκι" που όλοι θεωρούσαν ξεγραμμένο όταν γεννήθηκε είχε γίνει λεύκα που όλες οι κοπέλες του χωριού διψούσαν να ποτίσουν. Τι κι αν εκείνος τα απέρριπτε όλα και έβγαινε κάθε βδομάδα με άλλη. Μόνο η Γωγώ φαινόταν να μην ακολουθεί αυτόν τον φρενήρη ρυθμό των ορμονών. Στεκόταν άχαρη, με το υπερβολικό ύψος της να την κουράζει, σκυφτή στην ραπτομηχανή σχεδόν όλη μέρα και η κυρα Θοδώρα όλο και φλέρταρε με την ιδέα να κανονίσει ένα προξενιό για εκείνη όπως είχε κάνει και για την Μαρία. Έτσι όταν δύο μήνες πριν δώσει εξετάσεις η Βασούλα για το πανεπιστήμιο ένα βράδυ τους μάζεψε και τους ανακοίνωσε πως θέλει να αρραβωνιασθεί, όλοι έμειναν να την κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό. Ακόμα και ο μικρούλης Λευτέρης που με τα σκισμένα του γόνατα και το μυαλό του στην μπάλα και το παιχνίδι αδυνατούσε να καταλάβει τι είχε πιάσει όλα τα αδέλφια του και έτρεχαν να ζευγαρώσουν. Ναι η Γωγώ χωρίς να την πάρει κανένας χαμπάρι είχε μπλεχτεί και εκείνη στα δίχτυα του έρωτα και μάλιστα με κάποιον πολύ μεγαλύτερο της που ζούσε στην μεγάλη πόλη που πήγαινε εκείνη για να πάρει υφάσματα. Και την κυρα Θοδώρα δεν την ενοχλούσε η διαφορά ηλικίας, αυτό ήταν κάτι συνηθισμένο. Εκείνο που δεν μπορούσε να χωνέψει με τίποτα, ήταν ότι εκείνος ήταν χήρος με δύο παιδιά ήδη και πως η κόρη της θα γινόταν "δούλα" κάποιου φεύγοντας από το σπίτι και πηγαίνοντας να μείνει 53 ολόκληρα χιλιόμετρα μακριά.

Αυτό όμως που δεν ήξερε κανένας τους ήταν το πείσμα που έκρυβε αυτό το αδιάφορο ψηλό κορίτσι. Kαι αφού δεν κατάφεραν με κανένα τρόπο να της αλλάξουν γνώμη, με μισή καρδία δέχτηκαν και τον αρραβώνα και τον γαμπρό και ας μην τον ενέκριναν. Η Βασούλα όταν μετέφερε στην Ελπίδα τα νέα δεν μπόρεσε να μην αποδοκιμάσει για ακόμα μια φορά τις επιλογές που έκαναν τα αδέλφια της, ούτε και να κρύψει το άδικο που θεωρούσε πως γινόταν όσον αφορά τη φυλετική διάκριση. Γιατί για εκείνη ήταν άδικο που ο Στέλιος μπορούσε να γυρνάει σαν την μέλισσα δεξιά και αριστερά χωρίς κανένας να του λέει τίποτα, αλλά για τα κορίτσια της οικογένειας μόλις η καρδούλα τους σκιρτούσε αυτό αυτομάτως να σημαίνει και στεφάνι. Αν άφηναν τη Γωγώ ελεύθερη να ζήσει τον έρωτα της με τον χήρο, που ξέρεις, μπορεί σε δύο τρία χρόνια να ξεφούσκωνε το μπαλόνι και να μην χαράμιζε άδικα την ζωή της. Αυτό όμως ήταν αδιανόητο κάτω από τα περίεργα βλέμματα των συγχωριανών της. "Ελπίδα εγώ δεν μένω στο χωρίο ακόμα και στο πανεπιστήμιο να μην περάσω" δήλωσε τότε η Βασούλα γιατί ήξερε πως δεν θα αργούσε η ώρα να σκιρτήσει και η δική της καρδία και τότε αν έμενε στο χωρίο θα έπρεπε να δώσει μάχη με θεούς και δαίμονες για να κάνει τα πράγματα όπως εκείνη ήθελε. Και η μάχη δεν την πείραζε τόσο, αυτό που δεν ήθελε ήταν να στενοχωρήσει τον πατέρα της που τόση αδυναμία του είχε.

Σε εκείνο το τηλεφώνημα όμως η Ελπίδα μόνο τα νέα της Γωγώς δεν είχε όρεξη να ακούσει. Ο λόγος που είχε πάρει την Βασούλα άλλος ήταν. Ο Νίκος θα έφευγε από Σεπτέμβρη για μεταπτυχιακό στο εξωτερικό και εκείνη κόντευε να πεθάνει από την στεναχώρια και την απελπισία. Πως όμως να ζαλίσει τη Βασούλα με τέτοια ζητήματα λίγο πριν δώσει εξετάσεις? Επέλεξε έτσι τελευταία στιγμή να μην της πει τίποτα και απλά κατάπιε την λύπη της.

Και έδωσε η Βασούλα εξετάσεις και ας μην υπήρχε κάτι που να το αγαπάει τόσο πολύ ώστε να θέλει να το σπουδάσει όπως η Ελπίδα και η Μαρία. Για εκείνη η αγάπη της για την Ελπίδα ήταν η κινητήριος δύναμη για να βάλει τα δυνατά της. Και τα κατάφερε, γιατί αν και δεν το ήξερε ακόμα είχε τόση φλόγα μέσα της που και παγόβουνο μπορούσε να λιώσει. Φυσικά η μάνα της δεν σκόπευε να αφήσει την χαρά της επιτυχίας της να περάσει έτσι. Η ίδια σκηνή με αυτή που είχε παιχτεί τότε και στην Μαρία επαναλήφθηκε μόνο που αυτή τη φορά ο κυρ Γιάννης δεν επιστράτευσε γλυκόλογα απέναντι στην γυναίκα του, αλλά φωνές. Η Βασούλα ήταν η αδυναμία του και δεν υπήρχε περίπτωση να μην ακολουθήσει τα όνειρα της όποια και αν ήταν αυτά.

Ο Σεπτέμβρης λοιπόν εκείνος βρήκε την Μαρία έγκυο στο δεύτερο παιδί της, τον Στέλιο μπλεγμένο με μια χήρα στο κεφαλοχώρι, τη Γωγω να ράβει πυρετωδώς το νυφικό της, τον Λευτέρη να μην εμφανίζεται καν στη στάση του ΚΤΕΛ να χαιρετίσει την αδελφή του και την Βασούλα να μπαίνει μέσα στο λεωφορείο για την Αθήνα τόσο χαρούμενη που θα έβλεπε και πάλι την Ελπίδα να την περιμένει στον Κηφισό αυτή τη φορά για να πιάσουν την κοινή τους ιστορία από εκεί που την είχαν αφήσει. Γιατί της είχε λείψει η Ελπίδα περισσότερο από ποτέ. Από το Πάσχα είχε να την δει και όταν λίγο μετά τις εξετάσεις την είχε ενημερώσει πως φέτος το καλοκαίρι δεν θα ερχόταν στο χωριό κατάλαβε πως για να μην ερχόταν κάτι σοβαρό είχε συμβεί. Δεν την ρώτησε όμως, και ας της έκαιγε η ερώτηση τη γλώσσα. Σε ένα μήνα θα ήταν μαζί και πλέον οι βιαστικές κουβέντες στο τηλέφωνο και οι βιαστικές συναντήσεις θα άνηκαν οριστικά στο παρελθόν.

Τη στιγμή που κατέβηκε από το ΚΤΕΛ και είδε την ξαδέλφη της με τα μάτια πρησμένα από το κλάμα ήξερε πολύ καλά πως η συγκίνηση δεν ήταν μονάχα επειδή αντάμωσαν... ήξερε πως κάτι πολύ σοβαρό είχε γίνει. Έτρεξε λοιπόν και την πήρε αγκαλιά και όσο η Ελπίδα έκλαιγε με λυγμούς στην αγκαλιά της η Βασούλα της χάιδευε το κεφάλι και της έλεγε στο αυτί
"Ήρθα Ελπίδα, μην φοβάσαι! Ήρθα και μαζί όλα μπορούμε να ξεπεράσουμε!"    

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

Με μια σοκοφρέτα:Κεφάλαιο 6

Όσο η Βασούλα σκεφτόταν πόσο ευτυχισμένη ήταν η Ελπίδα τόσο πείσμωνε μέσα της και διάβαζε για να καταφέρει να πάει στην Αθήνα να μην χρειάζεται να μαθαίνει τέτοια πράγματα μέσα από απρόσωπα γράμματα. Της το έγραψε κιόλας ότι προσπαθούσε πολύ και ότι ακόμα και η μάνα της είχε ανησυχήσει τόσο που διάβαζε. Και κυλούσαν  οι μέρες και οι μήνες και τα γράμματα της Ελπίδας όλο και αραίωναν, όλο και γινόντουσαν πιο αόριστα αλλά η Βασούλα ήξερε πως η ξαδέλφη της είχε ανοίξει πλέον για τα καλά τα πανιά της και δεν την παρεξηγούσε. Yπομονετικά περίμενε το καλοκαίρι για να την δει από κοντά.

Ώσπου ήρθε το καλοκαίρι τελείωσε το σχολείο και σε μερικές μέρες θα ερχόταν και η Ελπίδα στο χωριό. Η Βασούλα σε αναμμένα κάρβουνα ήταν το πρωί που θα έφτανε η Ελπίδα και όταν την είδε πιο λαμπερή από ποτέ να κατεβαίνει από το ΚΤΕΛ μόνο τα κλάματα δεν έβαλε για την ευτυχία της που ακτινοβολούσε ακόμα και από τις τρίχες των μαλλιών της! Πριν προλάβει καν να χαιρετίσει τους γονείς της, την άρπαξε από το χέρι και άρχισαν να τρέχουν σαν παιδάκια και ας διαμαρτυρόταν η θεία Χαρά στο κατόπι τους. 

Κάτω από ένα δέντρο έκατσαν ξέπνοες και η Βασούλα πριν ακόμα ξελαχανιάσει ξεκίνησε να μιλάει

"Ελπίδα πριν πούμε οτιδήποτε άλλο δες αυτό" είπε και έβγαλε ένα τσαλακωμένο χαρτί από την τσέπη της. Και η Ελπίδα το πήρε και μόλις είδε τι ήταν έσκυψε και αγκάλιασε την Βασούλα που χαμογελούσαν και τα αυτιά της.
"Είμαι πολύ περήφανη για σένα Βασούλα.... Οι βαθμοί σου είναι καταπληκτικοί. Αν συνεχίσεις έτσι σίγουρα θα περάσεις στο πανεπιστήμιο!" είπε και φίλησε την ξαδέλφη της.
"Καλά άσε τώρα τα νούμερα! Γιαυτό στο έδειξα πρώτο πρώτο, για να μην διακόψουμε την κουβέντα στην μέση. Πες τα όλα! Τι κάνει ο Νίκος? " είπε και έκλεισε πονηρά με υπονοούμενο το μάτι στην Ελπίδα. 
"Καλά είναι...." είπε εκείνη και κοκκίνισαν τα μάγουλα της από ντροπή
"Ελπίδα άσε τις ντροπές  και πες τα όλα και με λεπτομέρειες!"
"Τι να σου πω βρε Βασούλα. Μια χαρά είμαστε, περνάμε τέλεια για την ακρίβεια. Μας αρέσουν τα ίδια πράγματα. Κινηματογράφος, θέατρο, διάβασμα, ξέρεις τώρα"
"Καλέ άσε τα θέατρα και πες μου το κάνατε????"
"Βασούλα!!!!"
"Τι Βασούλα καλέ. Τόσους μήνες τι κάνετε, τις κουμπάρες παίζετε? Έλα ρε Ελπίδα έτσι θα με αφήσεις, τίποτα δεν θα μου πεις? Εγώ θα σου έλεγα το ξέρεις!"
"Ε όχι και τις κουμπάρες.....δεν μπορώ ρε Βασούλα ντρέπομαι..."
"Ελπίδα άσε τα μισόλογα!!!"
"Λοιπόν αυτό που μάλλον θες να ακούσεις δεν έχει γίνει ακόμα αλλά όλο και κάτι γίνεται..." 
"Ρε Ελπίδα αυτό το πράγμα γίνεται και μισό???? Μαζί δεν είχαμε ανοίξει την εγκυκλοπαίδεια του πατέρα σου και τα είχαμε διαβάσει???? Κάτι λίγα έλεγε και στην Βιολογία αλλά και εκεί μισόλογα... Τι με νοιάζουν εμένα τα μιτοχόνδρια και η διπλή έλικα του DNA! Αυτά που με νοιάζουν κανένας πια δεν μου τα λέει καθαρά..." είπε η Βασούλα και γύρισε θυμωμένη την πλάτη της στην ξαδέλφη της.
"Έλα βρε Βασούλα μην θυμώνεις. Να ρώτα με και θα προσπαθώ να απαντήσω όπου μπορώ."
"Ωραία πάμε πάλι. Τα φιλιά πάνε σύννεφο, αυτό το ξέρω από τα Χριστούγεννα και από ότι μου είπες είναι πολύ ωραία και ας είναι εντελώς μπλιαχ όπως τα δείχνουν στις ταινίες. Και αν τα φιλιά δεν είναι μπλιάχ αυτό που ακολουθεί τα φιλιά φαίνεται πολύ αουτς.. Είναι όντως????"
"Ρε Βασούλα έλεος! "μπλιαχ" "αουτς" απορώ πως σου έβαλε ο φιλόλογος 18!"
"Θα με σκάσεις λέγε!"
"Ε σου είπα, δεν ξέρω ακόμα..."
"Και τότε αφού δεν κάνετε αυτό που έλεγε η εγκυκλοπαίδεια τι κάνετε καλέ???"
"Χαχαχα εκτός από αυτό προφανώς υπάρχουν και άλλα πράγματα που προηγούνται..."
"Και αυτά γιατί δεν τα έγραφε η εγκυκλοπαίδεια???"
'" Γιατί αυτά Βασούλα δεν αφορούν την αναπαραγωγή...και η εγκυκλοπαίδεια ήταν ιατρική!"
"Και εσύ που ήξερες να τα κάνεις αφού δεν τα είχες διαβάσει????"
"Χα χα αχ Βασουλα μου αυτά δεν στα μαθαίνει κάποιος. Δεν ξέρω πως γίνεται, αλλά λες και στα υπαγορεύει το ένστικτό σου. Θυμάσαι την δράση και την αντίδραση στην Φυσική? Ε ένα τέτοιο πράγμα"
"Α καλά από τη Βιολογία στην Φυσική....δεν μπορώ να καταλάβω Ελπίδα κουβέντα από όσα λες.."
"Για να δούμε πως να στο εξηγήσω.... Λοιπόν εκτός από τα φιλιά υπάρχουν και τα χάδια...αλλά αυτά τα χάδια δεν είναι σαν τα χάδια της μαμάς σου , είναι διαφορετικά....και ξεκινάνε σαν απλά χάδια στο μάγουλο (εδώ κολλάει η δράση) και εσύ νιώθεις τόσο όμορφα που θες να το ανταποδώσεις και χαϊδεύεις τον άλλον στο λαιμό (και εδώ κολλάει η αντίδραση) και πάει λέγοντας... κατάλαβες????"
"Όχι και πολλά....τι ενδιαφέρον ρε Ελπίδα έχουν τα χάδια?"
"Αχ Βασούλα έχουν και παραέχουν. Γιατί όπως σου είπα δεν είναι σαν αυτά που έχεις νιώσεις μέχρι τώρα.....είναι μεγατόνοι από συναισθήματα μέσα σε ένα άγγιγμα και ηλεκτρικές κενώσεις διαπερνάνε όλο σου το σώμα.... Και επειδή θα με σκάσεις σήμερα άκου και το άλλο. Τα χάδια δεν γίνονται μόνο με τα χέρια, γίνονται και με τα χείλια και εκεί να δεις πυροτεχνήματα Και όσο περνάει ο καιρός  τα χέρια και τα χείλια γίνονται όλο πιο αχόρταγα όλο πιο απαιτητικά....και δράση αντίδραση φτάνεις σε σημείο που οι ντροπές εξανεμίζονται και μαζί με τις ντροπές φεύγουν ένα ένα και τα ρούχα....και πλησιάζεις επικίνδυνα στο σημείο από όπου το πιάνει η εγκυκλοπαίδεια και πίστεψε με το μόνο που σκέφτεσαι δεν είναι το "άουτς" που λες και εσύ εκείνη τη στιγμή... ορίστε άκου πράγματα που σου λέω μέρα μεσημέρι!"
"Καλά ρε Ελπίδα όλα αυτά, αλλά τότε γιατί δεν ...?"
"Γιατί φοβάμαι..."
"Αφού λες ότι εκείνη την ώρα δεν σκέφτεσαι το "άουτς", τι φοβάσαι???"
"Φοβάμαι, και μην γελάσεις, τι θα σκεφτούν οι δικοί μου αν το μάθουν...φοβάμαι μην μείνω έγκυος γιατί θυμάσαι τι έλεγε η εγκυκλοπαίδεια...φοβάμαι μην αντιδράσω υπερβολικά και τρομάξει ο Νίκος...."
"Καλά χαζή είσαι??? Εντάξει να φοβάσαι να μην μείνεις έγκυος αυτό και εγώ θα το φοβόμουν εδώ που τα λέμε. Γιατί εγώ μυξιάρικο δεν θέλω να κάνω τώρα και ούτε και εσύ θέλω να κάνεις τώρα. Αλλά το τι θα πουν οι γονείς σου??? Γιατί ταμπέλα θα το βάλεις??? Και όσο για τον Νίκο αφού είναι ερωτευμένος ρε Ελπίδα τι φοβάσαι??? Άσε που έτσι που τα ακούω όλα αυτά ο Νίκος όλο και κάτι παραπάνω ξέρει πάνω στο θέμα, γιατί επειδή  σε ξέρω, αυτός θα είναι η δράση και εσύ η αντίδραση...."
"Δεν ξέρω Βασούλα... Αφού μου ζήτησε να πάμε διακοπές μαζί και είπα όχι γιατί ήξερα πως αν πηγαίναμε δεν το γλίτωνα το αναπόφευκτο....και για ακόμα μια φορά εσύ με έσωσες χωρίς να το ξέρεις. Του είπα πως ήταν αδύνατο να μην έρθω στο χωριό να σε δω το καλοκαίρι και επειδή ξέρει πόση αδυναμία σου έχω, στεναχωρήθηκε αλλά το δέχτηκε..."
"Ένα λεπτό ρε Ελπίδα... Παιδάκι μου πες μου κάτι μονολεκτικά, τον θες????"
"...Ναι..."
"Ωραία για τους γονείς σου δεν μας νοιάζει και δεν ακούω κουβέντα, όπως επίσης και για το τι θα σκεφτεί ο Νίκος αν αντιδράσεις υπερβολικά. Γιατί πρώτον μια χαρά αντιδράς μέχρι στιγμής και δεύτερον σε νοιάζεται οπότε και κάτι να πάει στραβά,  μια χαρά θα το διαχειριστεί. Όσο για το τρίτο θέμα που για μένα είπαμε είναι και το μόνο σοβαρό, θα το τακτοποιήσω εγώ μείνε ήσυχη!"
"Πως ρε Βασούλα??? με ματζούνια???"
"Τι ματζούνια καλέ...οι μανάδες μας είμαστε? Όχι κάτι πήρε το αυτί μου στο σχολείο, απλά πρέπει να το διασταυρώσω..."
"Με ποιόν θα το διασταυρώσεις????" είπε έντρομη η Ελπίδα
"Καλέ ηρέμησε. Ξέρω εγώ ποιόν να ρωτήσω, αν και τη ψυχή θα μου βγάλει και αυτή να μου πει. Αλλά θα μου πει θέλει δεν θέλει! Και μην ανησυχείς δεν θα σε αναφέρω καθόλου.."
"Εγώ δεν έχω κανέναν άλλον εκτός από εσένα Βασούλα να μιλήσω γι αυτά τα θέματα...και νιώθω άσχημα που στα λέω κιόλας...." είπε η Ελπίδα λίγο με ενοχή που έβαζε την Βασούλα σε τέτοια ζητήματα λίγο με ζήλια που εκείνη είχε κάποιον να ρωτήσει.
"Εγώ σε ρώτησα, δεν μου τα είπες μόνη σου. Και για να μην νομίζεις πως έφυγες και έκανα καινούρια φίλη, την Μαρία θα ρωτήσω που με το γιο του μπακάλη σίγουρα δεν παίζουν τις κουμπάρες μιας και αυτός έχει λυσσάξει να παντρευτούν τον Σεπτέμβρη και που όλο την ξεμοναχιάζει.
"Αλήθεια παντρεύεται η Μαρία τον Σεπτέμβρη????"
"Ναι τρομάρα της. Αλλά άστα αυτά, πάμε τώρα γιατί η μάνα σου θα έχει πέσει σε κατάθλιψη που σε απήγαγα πριν καλά καλά φτάσεις  και μέχρι το βράδυ θα σου έχω απαντήσεις. Εσύ πάρε τηλέφωνο τον Νίκο και κανόνισε να πάτε διακοπές μαζί"
"Και στους γονείς μου τι θα πω ρε Βασούλα? Που θα πω ότι πάω????"
"Αχ βρε Ελπίδα αδιόρθωτη είσαι πια! Ψέμματα θα πεις πως θα πάς στην Ελένη στο χωριό της μερικές μέρες!....καλά μην με κοιτάς σαν το χάνο θα σε πείσω και γιαυτό. Πάμε τώρα γιατί έχω δουλειές να τακτοποιήσω" είπε και πριν προλάβει η Ελπίδα να διαμαρτυρηθεί για τα σχέδια της Βασούλας εκείνη την τραβούσε ήδη προς το σπίτι της.

...........................................................................................

"Τι έπαθες Βασούλα μου και με τραβάς νυχτιάτικα έξω από το σπίτι έπαθες κάτι??? Βιάζομαι σε μισή ώρα θα έρθει ο Γιώργος να πάμε στην πόλη κινηματογράφο και δεν έχω ετοιμαστεί."
"Θα είμαι σύντομη και αν είσαι και εσύ σε λιγότερο από πέντε λεπτά θα είσαι μέσα να ντυθείς. Μια ερώτηση έχω και θέλω μια γρήγορη απάντηση. Πώς μπορεί μια γυναίκα να αποφύγει να μείνει έγκυος? Στο σχολείο κάτι κορίτσια της τρίτης λυκείου μιλούσαν για κάτι μπαλόνια αλλά λεπτομέρειες δεν έπιασα. Εσύ σίγουρα θα ξέρεις....Μαρία??? Μαρία τι έπαθες καλέ χλώμιασες!"
"Βασούλα μου που έχεις μπλέξει??? Το ξέρεις πως είσαι μόνο 15 χρονών???" είπε η κακομοίρα η Μαρία όσο πιο ήρεμα μπορούσε.
"Έλα βρε Μαρία απάντα μου γιατί αν δεν μου απαντήσεις μα το Θεό θα ρωτήσω τον Θωμά! Και πίστεψε με δεν θα έχει κανένα πρόβλημα και να μου πει και να μου κάνει και μια επίδειξη!"
"Ο Χριστός και η Παναγία! Τί λόγια είναι αυτά Βασούλα!?" είπε η Μαρία σοκαρισμένη
"Μαρία μου με εμπιστεύεσαι????? Για καλό σε ρωτάω και σου υπόσχομαι ρωτάω εντελώς εγκυκλοπαιδικά! Ελα δασκάλα πράγμα μάθε και εμένα λίγα πράγματα..." είπε η Βασούλα ικετευτικά
" Αχ βρε Βασούλα ανήσυχο πνεύμα ήσουν από μωρό, έπρεπε να τις περιμένω αυτές τις ερωτήσεις αργά η γρήγορα και επειδή εμένα κανένας δεν μου πε τίποτα και σαν το ντουβάρι τα ανακάλυψα μόνη μου θα σου απαντήσω γιατί κάλλιο γαιδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε...Λοιπόν δεν είναι μπαλόνια, μοιάζουν με μπαλόνια και τα λένε προφυλακτικά γιατί "προφυλάσσουν" συγκρατώντας το σπέρμα. Πλέον είναι ο πιο διαδεδομένος τρόπος αντισύλληψης."
"Και που τα βάζεις????"
"Βασούλα συγκεντρώσου! Μου είναι που είναι δύσκολο να λέω αυτά που λέω, αν δεν προσέχεις κιόλας δεν κάνουμε δουλειά. Συγκρατούν λέμε το σπέρμα, που λες να τα βάζουν????"
"Α κατάλαβα... Μάλιστα και που τα βρίσκεις????"
"Βασούλα εγκυκλοπαιδικά είπες ρωτάς! Τι σε νοιάζει που τα βρίσκουν???"
"Ε θέλω να πάρω ένα να δω πως είναι!'
"Καλέ Βασούλα θες να σε πάρουν χαμπάρι στο χωριό να το σφυρίξουν του μπαμπά να έχουμε τρεχάματα???? Στα φαρμακεία τα πουλάνε και στο σούπερ μάρκετ στις μεγάλες πόλεις, αλλά μην τολμήσεις να πας να αγοράσεις τέτοιο πράγμα γιατί σε λιγότερο από εβδομάδα θα το μάθουν οι γονείς μας και ποιος σε σώζει από τα χέρια της κυρα Θοδώρας μετά!'
"Ωραία θα μου φέρεις εσύ ένα????"
"Βασούλα!" ούρλιαξε σχεδόν η Μαρία κατακόκκινη από την ντροπή
'Έλα βρε Μαρία, μόνη σου το είπες ότι εσύ όλα τα ανακάλυψες χωρίς βοήθεια , για χαζή με περνάς? Λες και δεν ξέρω γιατί έχει λυσσάξει ο καλός σου να παντρευτείτε το Σεπτέμβρη! Άσε τις ντροπές και κάνε το μάθημα που σου ζήτησα ολοκληρωμένα φέρνοντας μου ένα τα το δω..."  
"Ωχου Βασούλα το πείσμα σου σε καλό να σου βγεί! Περνάει η ώρα και εγώ δεν έχω ετοιμαστεί. Θα σου φέρω κακομοίρα μου, αλλά τα μάτια σου δεκατέσσερα! Αν κάνεις καμία χαζομάρα να το ξέρεις, εγώ με την μαμά και τον μπαμπά θα είμαι αυτή τη φορά!' είπε θυμωμένη πια η Μαρία
"Δεν θα κάνω στο υπόσχομαι" είπε η Βασούλα και την πήρε αγκαλιά χαρούμενη

Τρεις μέρες μετά κάτω από το ίδιο δέντρο η Βασούλα έδινε θριαμβευτικά με ύφος κατακτητή το τρόπαιο της στην γεμάτη απορία Ελπίδα. Και αν και δεν ήξερε πως αδίκως είχε δώσει όλη αυτή την μάχη γιατί ο Νίκος γνώριζε ήδη πολύ καλύτερα τα θέματα αντισύλληψης, εκείνη ένοιωθε πολύ περήφανη με τον εαυτό της που είχε φέρει εις πέρας την αποστολή της.

Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

Με μια σοκοφρέτα:Κεφάλαιο 5

25 Γενάρη

Αγαπημένη μου Βασούλα,

είμαι ήδη τόσες μέρες στην Αθήνα και μόλις τώρα βρήκα λίγο χρόνο να σου γράψω. Γίνανε τόσα πολλά αυτές τις μέρες που δεν ξέρω από που να ξεκινήσω...Φεύγοντας από το χωριό τα λόγια σου δεν μπορούσαν να βγουν από το μυαλό μου. Από τη μία ήξερα πως είχες δίκιο, από την άλλη όσο και αν έψαχνα μέσα μου δεν μπορούσα να βρω τη δύναμη να κάνω αυτό που μου είπες να κάνω. Η ζωή όμως εκτός από  μικρή παίρνει και τα δικά της μονοπάτια, όσο και να θέλουμε να νομίζουμε εμείς ότι την ορίζουμε. Φτάνοντας Αθήνα βρήκα κάτω από την πόρτα μου ένα σημείωμα του Νίκου. Μου ευχόταν στο σημείωμα καλή χρονιά και μου ζητούσε να επικοινωνήσω μαζί του αμέσως μόλις επέστρεφα γιατί θα έπρεπε να μιλήσουμε οπωσδήποτε. Και το βασικότερο να μιλήσουμε πριν δω την Ελένη. Τα πόδια μου κόπηκαν μόλις διάβασα αυτό το τελευταίο. Κάτι είχε γίνει και η ανάγκη να μάθω τι, ήταν πάνω από ντροπές και ηθικά διλήμματα. Χωρίς πολλή σκέψη πήρα στο νούμερο που μου είχε γράψει και κανονίσαμε να βρεθούμε το ίδιο απόγευμα σε μια καφετέρια στα Εξάρχεια να μιλήσουμε. Αχ Βασούλα όταν τον είδα μετά από τόσες μέρες θυμήθηκα όλα όσα είχα νιώσει και το μόνο που ήθελα ήταν να τρέξω στην αγκαλιά του, αλλά κρατήθηκα. Μετά από μερικές τυπικές ευχές ξεκίνησε να μου λέει όλα όσα είχαν συμβεί το διάστημα που ήμουν στο χωρίο. Μου είπε πως η Ελένη και ο Παντελής δεν πήγαν στο πατρικό τους για Χριστούγεννα και πως έμειναν Αθήνα. Ότι για να μην είναι μόνοι τους, τους κάλεσε τα Χριστουγέννα στο σπίτι του να κάνουν όλοι μαζί γιορτές. Το βράδυ λοιπόν των Χριστουγέννων η Ελένη δεν άντεξε, του εξομολογήθηκε τον ερωτά της και εκείνος έπεσε από τα σύννεφα. Ήξερε ότι η Ελένη τον συμπαθούσε, αλλά δεν φανταζόταν ποτέ ότι ίσως να ήταν ερωτευμένη μαζί του. Για να μην πολυλογώ όσο πιο ευγενικά μπορούσε της εξήγησε πως δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι μεταξύ τους και πως όταν εκείνη ρωτούσε απελπισμένα να μάθει το γιατί, εκείνος της είπε πως ήταν ερωτευμένος με κάποιαν άλλη που δεν τον ήθελε όμως. Και τότε η Ελένη λέει χωρίς να αναφερθεί το όνομα μου κατάλαβε πως αναφερόταν σε μένα και κλαίγοντας έφυγε από το σπίτι. Από εκεί και πέρα έγινε ένας μικρός χαμός. Ο Παντελής να ζητάει εξηγήσεις, ο Νίκος να προσπαθεί να του εξηγήσει τι έχει γίνει προσπαθώντας να μην χαλάσει την φιλία τους και η Ελένη σε μαύρο χάλι να μην μιλάει σε κανέναν από τους δύο. Την ώρα που μου τα έλεγε έτοιμη ήμουν και εγώ να βάλω τα κλάματα, αλλά κρατιόμουν να δω τι έγινε παρακάτω. Την Πρωτοχρονιά λοιπόν η Ελένη αποφάσισε επιτέλους να μιλήσει στον Παντελή. Του είπε πως ότι είχε γίνει δεν ήθελε να επηρεάσει την σχέση του με το Νίκο. Του ζήτησε συγνώμη κιόλας που τον έμπλεξε σε αυτή την ιστορία. Του είπε πως δεν θα μπορούσε να ξανακάνει παρέα μαζί μου μετά από αυτό και ας ήξερε πως εγώ δεν είχα φταίξει σε τίποτα, εκείνη τη στιγμή Βασούλα μόλις το άκουσα αυτό, ράγισε η καρδία μου. Θα ζητούσε λέει μεταγραφή στο πανεπιστήμιο της πόλης τους να είναι κοντά στους γονείς τους. Όταν ο Νίκος τελείωσε, δεν άντεξα και άρχισα να κλαίω με λυγμούς και εκείνος ήρθε στην καρέκλα δίπλα μου και με πήρε αγκαλιά ζητώντας μου συγνώμη που έγιναν όσα έγιναν, αλλά ότι αν δεν έλεγε την αλήθεια στην Ελένη δεν θα ήταν αρκετά άντρας, Και εκείνη την ώρα Βασούλα από την μία ήθελα να του σπάσω το κεφάλι, από την άλλη ήξερα πως είχε δίκιο και πως αυτός είχε βρει την δύναμη που δεν έβρισκα εγώ. Και εκείνη τη στιγμή ναι τον είχα ερωτευτεί ακόμα περισσότερο και δώστου να κλαίω πάνω στην μπλούζα του και εκείνος να μου χαϊδεύει τα μαλλιά και όλοι μέσα στο μαγαζί να μας κοιτάνε καλά καλά.. Μόλις ηρέμησα φύγαμε από την καφετέρια και στο δρόμο για τη στάση μου είπε πως καταλάβαινε πως χρειάζομαι χρόνο και πως εκείνος θα περίμενε όσο χρειαζόταν. Μου φίλησε το χέρι λίγο πριν μπω στο λεωφορείο και ήμουνα Βασούλα μου σαν ηρωίδα βιβλίου εκείνη τη στιγμή....με τα μάτια μου πρησμένα από το κλάμα να τον κοιτάζω από το παράθυρο του λεωφορείου όσο εκείνο απομακρυνόταν. Τρεις μέρες μετά δεν τολμούσα ακόμα να πάρω την Ελένη τηλέφωνο ενώ ήξερα πως έπρεπε, πως της το χρωστούσα... Ναι το ξέρω είμαι δειλή Βασούλα... Αλλά όσο δειλή ήμουν εγώ τόσο θαρραλέα ήταν η φίλη μου όταν μου χτύπησε το κουδούνι της πόρτας ένα απόγευμα. Σε μαύρο χάλι μου ζήτησε να μιλήσουμε και εγώ αποσβολωμένη την κάλεσα να έρθει μέσα. Μου είπε μόλις καθίσαμε στον καναπέ πως η μεταγραφή της χάρη σε ένα γνωστό του πατέρα της είχε εγκριθεί και πως σε λιγότερο από ένα μήνα θα έφευγε και εγώ δεν άντεξα και οι βρύσες των ματιών μου άρχισαν και πάλι να τρέχουν.... Τότε, και ενώ δεν το περίμενα, εκείνη το ίδιο συγκινημένη ήρθε κοντά μου, μου έπιασε τα χέρια, με κοίταξε στα μάτια και μου πε Βασούλα κάτι που θα το θυμάμαι πάντα....μου είπε πως τα ανθρώπινα συναισθήματα αντί να ανεβάζουν τους ανθρώπους στα ψηλότερα είδη εξέλιξης τις περισσότερες φορές τους ρίχνουν χαμηλότερα και απο μονοκυττάριους οργανισμούς. Πως ξέρει πως δεν φταίω, αλλά πως είναι αδύνατον για εκείνη να διαχειριστεί όλο αυτό που συνέβη...πως θα το ξεπεράσει σίγουρα, αλλά πως ποτέ δεν θα είναι τίποτα ίδιο...Μέχρι και συγνώμη μου ζήτησε που δεν μπορούσε να είναι ο ανώτερος άνθρωπος που θα θελε να είναι. Εγώ δεν μπορούσα να πω τίποτα, λες και είχε δεθεί η γλώσσα μου κόμπος. Μόνο έκλαιγα και την κοιτούσα. Τότε εκείνη σηκώθηκε αποφασιστικά και άρχισε να προχωράει προς την εξώπορτα, λίγο πριν βγει όμως με κοίταξε και μου είπε " Ελπίδα χάρηκα που σε γνώρισα, ειλικρινά χάρηκα και εύχομαι μέσα από την καρδία μου να είσαι ευτυχισμένη γιατί το αξίζεις.." Και έφυγε Βασούλα....έφυγε για πάντα και έμεινα εγώ μόνη μου να κλαίω και να αναρωτιέμαι αν η αγάπη πάντα πρέπει να περνάει μέσα από τόσο δύσκολα μονοπάτια. Και ένιωθα Βασούλα κακός άνθρωπος και βρώμικος που έφερα την Ελένη στην θέση που την έφερα και μισούσα και τον εαυτό μου και τον Νίκο. Τις επόμενες μέρες είχα πάρει τις αποφάσεις μου ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα.... Δεν μπορούσα να χτίσω το οτιδήποτε πάνω στα συντρίμμια της Ελένης. Και το ξέρω πως αν ήσουν εδώ θα μου έλεγες πως υπερβάλλω και ίσως και να το έκανα αλλά μου ήταν αδύνατο όσο σκεφτόμουν  το πόσο σπασμένη ήταν η φωνή της όταν μου μιλούσε. Ώσπου πέτυχα τυχαία στον δρόμο τον Παντελή και πριν προλάβω να κρυφτώ εκείνος έτρεξε και με έπιασε από το χέρι ζητώντας μου πέντε λεπτά. Εκεί λοιπόν στην μέση της Πανεπιστημίου μου είπε πως η Ελένη είχε ήδη φύγει από την Αθήνα και πως ήταν καλύτερα. Μου ζήτησε να μην τον αποφεύγω και πως εκείνος αν και στεναχωρήθηκε για την αδελφή του το μόνο που ήθελε πλέον είναι να δει το φίλο του ευτυχισμένο. Μου είπε πως ο Νίκος ήταν σε μαύρο χάλι επειδή δεν σηκώνω το τηλέφωνο και πως αν ήμουν ερωτευμένη μαζί του το μισό από όσο ήταν εκείνος μαζί μου τότε το χρωστούσα στην Ελένη να προσπαθήσω να είμαστε μαζί. Και εκεί που τον κοιτούσα έκπληκτη γιαυτό το τελευταίο που είχε ξεστομίσει μου είπε πως το να τιμωρώ και εκείνον και τον εαυτό μου έκανε τον πόνο της Ελένης ανούσιο και πως σίγουρα και εκείνη θα ήθελε σαν παρηγοριά να ξέρει πως δικαιολογημένα έκανε και ένιωθε όλα αυτά που ένιωθε. Και είχε δίκιο Βασούλα.....ο πόνος της Ελένης δεν άλλαζε, είτε εγώ ήμουν με τον Νίκο, είτε όχι... αυτό που την πονούσε δεν ήταν ότι ο Νίκος ήθελε εμένα αλλά ότι δεν ήθελε εκείνη πράγμα που δεν θα άλλαζε είτε υπήρχα είτε δεν υπήρχα. Εγώ απλά έκανα τον λόγο πιο ζωντανό, πιο υπαρκτό. Έτσι το απόγευμα όταν χτύπησε το τηλέφωνο το σήκωσα Βασούλα και μισή ώρα μετά ο Νίκος ήταν στο κατώφλι του σπιτιού μου και με φιλούσε και πάλι. Μόνο που αυτή τη φορά ήταν αλλιώς, δεν υπήρχε στη μέση η ενοχή και ήταν όλα ακόμα πιο γλυκά ακόμα πιο όμορφα.... Αγαπημένη μου Βασούλα όλα όσα μου είπες ήταν τόσο αλήθεια. Αυτή τη στιγμή είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος πάνω στον πλανήτη και εσύ η μικρή Βασούλα μου, το ήξερες το σωστό και ας μην έχεις ζήσει ακόμα τέτοια πράγματα. Μακάρι να ήσουν εδώ να δεις πόσο χαρούμενη είμαι , να γνώριζες το Νίκο από κοντά. Όλο για σένα του μιλάω! Και τώρα που έχει φύγει και η Ελένη όσες ώρες και να περνάω με τον Νίκο μου λείπεις ακόμα περισσότερο.... Δυο χρόνια μείνανε Βασούλα και θα έρθεις και εσύ στην Αθήνα και τότε όλα θα έχουν μπει στην θέση τους. Ανυπομονώ για την μέρα που θα καθόμαστε στο κρεββάτι και θα στα λέω όλα αντι να στα γράφω σε τεράστια γράμματα. Και για να μην ξεχνιόμαστε να διαβάζεις αγαπημένη μου Βασούλα, να διαβάζεις! Σε φιλώ γλυκά και περιμένω με αγωνία το επόμενο γράμμα σου!         

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

Με μια σοκοφρέτα:Κεφάλαιο 4

Ο αρραβώνας της Μαρίας τελικά είχε πολύ λιγότερη πλάκα από αυτή που ήλπιζε η Βασούλα. Όλα γίνανε κανονικά χωρίς ευτράπελα. Ακόμα και ο Γιωργάκης με το καφέ κουστούμι του της φαινόταν σχεδόν συμπαθητικός και η Μαρία έδειχνε ευτυχισμένη, όπως πάντα άλλωστε. Το μόνο καλό αυτού του αρραβώνα ήταν ότι η Βασούλα ξαναβλεπε την Ελπίδα μετά από μήνες. Της είχε λείψει και ας μην το έγραφε στα γράμματα που της έστελνε για αν μην την στεναχωρεί.

Όταν αργά το βράδυ βρήκαν λίγο χρόνο να μείνουν οι δύο τους, δεν άντεξε, την πήρε αγκαλιά και την έσφιξε τόσο δυνατά που η Ελπίδα έβαλε τα γέλια.

"Μην γελάς ρε Ελπίδα! Η ζωή εδώ είναι ανυπόφορη χωρίς εσένα", της είπε παραπονιάρικα και έβγαλε με νεύρα το βελούδινο κόκκινο φόρεμα με τον τεράστιο φιόγκο που με το ζόρι της είχε δώσει η μάνα της να φορέσει.
"Σιγά Βασούλα θα το σκίσεις!" προειδοποίησε η Ελπίδα, αλλά ήταν αργά ήδη ο φιόγκος κρεμόταν μισοσκισμένος.
"Άσε με και θα το κάψω! Το σιχαίνομαι και το ξέρει γιαυτό με αναγκάζει να το φοράω. Κοίτα το δικό σου φόρεμα τι όμορφο που είναι. Απλό χωρίς υπερβολές, λευκό και ταιριάζει τόσο με τα ξανθά μαλλιά σου! Η θεία πάντα είχε καλύτερο γούστο από την μάνα μου, που όλο κάτι τέτοια πάει και μας αγοράζει!"
"Έλα βρε Βασούλα, ένα ρούχο είναι και αν σου αρέσει το δικό μου υπόσχομαι πως για τα γενέθλια σου θα σου αγοράσω ένα ίδιο για να μην φοράς αυτό που τόσο σιχαίνεσαι. όπως λες."
"Εγώ ρε Ελπίδα και να το φορέσω ποτέ δεν θα είμαι τόσο όμορφη όσο είσαι εσύ."
"Χαζομάρες λες Βασούλα, όπως τότε με τα μαθήματα, και όμορφη είσαι και πανέξυπνη και το βασικότερο είσαι πιο... πως να το πω... πιο "ζωντανή" από μένα"
"Ζωντανή ή ζωηρή;" είπε και χαχάνισε γλιστρώντας μέσα στο νυχτικό της.
"Και τα δύο..Αχ βρε Βασούλα μου μακάρι να είχα το μισό σου θάρρος!"
"Ωπ κάτι έχουμε εδώ! Ξέρασε τα όλα τώρα! Για να μιλάς εσύ για θάρρος κάτι τρέχει! Αχ κάνε αυτό που τρέχει, να είναι αυτό που νομίζω πως τρέχει και να μην αφορά γέρους καθηγητές πάλι!" είπε και κάθισε δίπλα στην Ελπίδα κοιτώντας την με πραγματικό ενδιαφέρον.
"Βασούλα νομίζω είμαι ερωτευμένη...." και πριν ολοκληρώσει η Ελπίδα την πρόταση η Βασούλα ήταν ήδη όρθια πάνω στο κρεββάτι και χοροπηδούσε από την χαρά της.
"Κάτσε κάτω Βασούλα, θα μας πάρουν χαμπάρι οι γονείς μας!"
"Καλά καλά κάθομαι. Πες τα όλα! Πως τον λένε; Που τον γνώρισες; Είναι όμορφος; Τα φτιάξατε; Φιληθήκατε; Αν φιληθήκατε πως ήταν; Ήταν ωραία ή μήπως τελικά είναι τόσο μπλιαχ όσο φαίνεται να είναι;"
"Το πολυβόλο Βασούλα ξαναχτυπά!" είπε η Ελπίδα και λύθηκε στα γέλια
"¨Ελα άσε τα γέλια και ξεκίνα να μιλάς και τα θέλω όλα με το νι και με το σίγμα!"
"Δεν σου έγραψα τίποτα γιατί φοβόμουν μην  ανοίξει κάνα γράμμα η θεία και γίνω ρεζίλι. Άλλωστε εδώ και μερικές βδομάδες είναι που ξεκίνησε η ιστορία...πφφ ποια ιστορία δηλαδή....αχ Βασούλα μου τα έχω κάνει μαντάρα και δεν ξέρω πως να τα διορθώσω!"
"Καλέ άσε τα γύρω γύρω και μπες στο ζουμί! Και θα δούμε στο τέλος τι έχεις κάνει μαντάρα και τι όχι!"
"Τον λένε Νίκο, είναι δύο χρόνια μεγαλύτερος, δευτεροετής στην αρχιτεκτονική. Είναι φίλος της Ελένης. Θυμάσαι την Ελένη που σου λέγα πως κάνω παρέα? Ε ο αδελφός της Ελένης είναι συμφοιτητής του Νίκου και για να μην μακρηγορώ βρεθήκαμε στην ίδια παρέα."
"Ωραία μέχρι εδώ, εγώ πρόβλημα δεν βλέπω..."
"Κάτσε να τελειώσω πρώτα! Τον Νίκο όπως σου είπα τον γνώρισα σε ένα πάρτι πριν μερικές εβδομάδες, που είχα πάει μαζί με την Ελένη και Βασούλα μόλις τον είδα κάτι έπαθα.  Δεν είναι τόσο η εμφάνιση του, που άσχημο δεν τον λες. Είναι κάτι στο βλέμμα του που κάθε φορά που με κοιτούσε ένοιωθα τα πόδια μου να γίνονται ζελές. Και με κοιτούσε Βασούλα, μα το Θεό όλο το βράδυ τα μάτια του δεν έπαιρνε από πάνω μου. Αφού σε κάποια φάση έπιασα μια πολυθρόνα να μην λιποθυμήσω και γίνω ρεζίλι. Και θα μου πεις πάλι, και σε προλαβαίνω, και που το πρόβλημα; Ε το πρόβλημα είναι πως δεν γινόμουν μόνο εγώ ζελές, γινόταν και η Ελένη η οποία αργά το βράδυ και μετά από μερικές μαυροδάφνες μου το μπουμπούνισε πόσο ερωτευμένη είναι μαζί του και έμεινα σαν χάνος να την κοιτάω. Να ανοίξει η γη να με καταπιεί όταν ήρθε και μου ζήτησε να χορέψουμε. Από την μία η Ελένη να κοιτάζει περίεργα, από την άλλη ο Νίκος να με σφίγγει και να αναπνέει στο αυτί μου ρωτώντας με διάφορα και εγώ να πρέπει να είμαι άνετη να απαντάω λες και δεν κόντευα να πάθω έμφραγμα που με άγγιζε. Μιλάμε πέντε λεπτά κράτησε αυτό το μπλουζ αιώνας μου φάνηκε και όταν τελείωσε είπα καληνύχτα στην παρέα και επικαλέστηκα πως είχα πονοκέφαλο και γύρισα σπίτι. Από εκείνο το βράδυ και μετά όσο και να προσπάθησα να μην ξανασυναντηθούμε όλο μπροστά μου ήταν.  Πότε στην σχολή που είχαν έρθει με τον αδελφό της Ελένης να της δώσουν κάτι πράγματα. Πότε στο κινηματογράφο που ακόμα και μέσα στο σκοτάδι και ας καθόμουν τρεις θέσεις δίπλα εγώ τα έβλεπα τα μάτια του να γυαλίζουν προς το μέρος μου και ας κοιτούσα την οθόνη λες και θα μου αποκάλυπτε τα μυστικά του κράτους. Και φυσικά η Ελένη ακόμα και όταν δεν πέφταμε πάνω του να με ζαλίζει όλη μέρα πόσο τέλειος είναι .Πόσο πολύ ερωτευμένη είναι μαζί του από πέρσι τα Χριστούγεννα που επισκέφτηκε τον αδελφό της και τον γνώρισε. Πόσο χάρηκε όταν πέρασε και εκείνη Αθήνα και θα τον έβλεπε συχνότερα και αλλά τέτοια που με έκαναν να θέλω να τρέξω και να κρυφτώ που είχα αρχίσει να ερωτεύομαι τον άνθρωπο που ήταν ερωτευμένη η μοναδική μου φίλη στην Αθήνα.'Ωσπου τρεις μέρες πριν έρθω στο χωρίο ήμασταν με την Ελένη στο σπίτι που νοικιάζει με τον αδελφό της μαζί και διαβάζαμε όταν μπήκαν ο Νίκος και ο Παντελής , Παντελή λένε τον αδελφό της Ελένης δεν ξέρω αν σου το είπα..."
"Άσε τον Παντελή ρε Ελπίδα τώρα και πες τι έγινε παρακάτω" είπε η Βασούλα που τόση ώρα κρατούσε την αναπνοή της παρασυρμένη από την αφήγηση της ξαδέλφης της.
"Ε τι να γίνει κάτσαμε λίγο όλοι μαζί, είπαμε μερικές χαζομάρες, η Ελένη όλο γυρόφερνε τον Νίκο και εγώ όλο κοιτούσα το ταβάνι αδιάφορα...και μια ώρα μετά σηκώθηκα να φύγω και σηκώθηκε και εκείνος. Είπε ένα είναι αργά και μιας και φεύγει και η Ελπίδα θα φύγω και εγώ να πάμε παρέα στην στάση που είναι σκοτάδι να μην πηγαίνει μόνη της! Με στραβοκοίταξε η Ελένη, είπα εγώ ένα δεν χρειάζεται, αλλά εκείνος επέμενε... Ε τι να έκανα και εγώ, είπα καληνύχτα και βρεθήκαμε να περπατάμε δίπλα δίπλα μέσα στο κρύο. Φτάσαμε στην στάση και δεν είχαμε πει κουβέντα, ούτε εγώ ούτε εκείνος. Και εκεί που νόμιζα πως θα την έβγαζα καθαρή  μόλις είδα το λεωφορείο μου να έρχεται πριν καταλάβω καν τι έγινε με βούτηξε και με φίλησε....Και Βασούλα μου σε πληροφορώ δεν ήταν καθόλου μπλιαχ! Ήταν πως να στο περιγράψω να το καταλάβεις...Πως ήταν όταν κλέβαμε την μαρμελάδα της θείας και η καρδιά μας βαρούσε ταμπούρλο μην μας πιάσει; Ε τόσο γλυκό σαν την μαρμελάδα ήταν το φιλί του και η καρδία μου έτσι πήγαινε λες και θα έβγαινε μέσα από το στήθος μου και θα χόρευε συρτάκι εκεί  μπροστά στο δρόμο. Και όταν ξεκόλλησε το στόμα του από το δικό μου δεν μπορούσα, ούτε να ανασάνω γιατί κρατούσε με τα χέρια του το πρόσωπο μου και με κοιτούσε στα μάτια ούτε και ξέρω για πόση ώρα. Μόνο όταν το λεωφορείο έκλεισε τις πόρτες του και έφυγε συνειδητοποίησα πως το είχα χάσει και τότε θυμήθηκα και την Ελένη....Πριν προλάβει να πει τίποτα ο Νίκος, του είπα πως ήταν λάθος. Πως δεν έπρεπε να κάνει αυτό που έκανε και βούτηξα το πρώτο ταξί που βρήκα μπροστά μου χαραμίζοντας τις τελευταίες οικονομίες μου και τον άφησα μετέωρο να με κοιτάζει σαν παρατημένο γατί να φεύγω.... Τι θα κάνω Βασούλα μου; Τρεις μέρες τώρα έχω αρρωστήσει και το μόνο που μου έδινε κουράγιο είναι ότι θα σε έβλεπα και θα στα έλεγα να ξελαφρώσω. Ευτυχώς τρεις μέρες κατάφερα να μην δω ούτε την Ελένη, ούτε τον Νίκο. Η Ελένη με ρώταγε διάφορα στο τηλέφωνο αλλά της είπα ψέματα πως πήγαμε μέχρι την στάση και μπήκα στο λεωφορείο και έφυγα, τι να της έλεγα; Πως τα κατάφερα και έμπλεξα έτσι μου λες;" είπε ξέπνοα και άρχισε να κλαίει με λυγμούς .Η Βασούλα τόση ώρα δεν είχε πει κουβέντα. Δεν ήθελε να διακόψει την ξαδέλφη της πριν τελειώσει και ας είχε χίλια πράγματα που ήθελε να της πει. Μόλις την είδε όμως να κλαίει δεν είπε τίποτα. Απλά την πήρε αγκαλιά και την χάιδεψε. Εκείνο το βράδυ δεν είπαν τίποτα άλλο. Έτσι αγκαλιά τις πήρε ο ύπνος και όταν οι γονείς τους τις είδαν τις άφησαν να κοιμηθούν γιατί ήξεραν πόσο αγαπούσαν η μια την άλλη και πόσο έλλειπε η μια στην άλλη.  

Το επόμενο πρωί όμως η Βασούλα δεν σκόπευε να χαριστεί άλλο στην ξαδέλφη της. Αμέσως μετά το πρωινό, και ας ήταν ανήμερα Χριστούγεννα και η κυρα Θοδώρα διαμαρτυρόταν, πήρε από το χέρι την Ελπίδα και βγήκαν για μια μακριά βόλτα που θα άλλαζε και των δύο τους την ζωή για πάντα.

"Λοιπόν χτες σε άκουσα και δεν μίλησα, τώρα θα μιλήσω Ελπίδα και άκουσε με καλά! Το ξέρω πως δεν θες να πληγώνεις τους άλλους, γιατί σε ξέρω καλύτερα και από τον εαυτό μου! Αλλά ειλικρινά τα πράγματα είναι πολύ λιγότερο τραγικά από ότι τα παρουσιάζεις! Είσαι ερωτευμένη! Για πρώτη φορά στη ζωή σου είσαι ερωτευμένη και το βασικότερο είναι και εκείνος ερωτευμένος μαζί σου! Η Ελένη είναι φίλη σου το ξέρω, αλλά δεν φταις εσύ! Μόλις γυρίσεις στην Αθήνα το πρώτο πράγμα που θα κάνεις, όσο δύσκολο και αν σου είναι, είναι να πιάσεις αυτή την Ελένη και να της πεις όλη την αλήθεια! Για να είναι φίλη δική σου θα είναι καλός άνθρωπος και όσο και αν πληγωθεί θα καταλάβει και θα εκτιμήσει ότι δεν έκανες κάτι πίσω από την πλάτη της. Γιατί Ελπίδα θα κάνεις, γιατί αν δεν κάνεις θα το μετανιώνεις όλη σου την ζωή. Γιατί μπορεί να μην είναι ο μοναδικός άντρας που θα περάσει από τη ζωή σου, θα είναι όμως ο πρώτος. Γιατί σου αξίζει να είναι αυτός ο πρώτος αφού κατάφερε έστω και για λίγο να χάσεις την λογική σου! Μην αντιστέκεσαι σε όλο αυτό ζήσε το! Ζήσε το με όλη σου την καρδία ακόμα και αν κινδυνεύεις να πληγωθείς. Η ζωή μας είναι μικρή εγώ αυτό ξέρω και εγώ δεν πρόκειται στο λέω να αφήσω τίποτα από όσα θα ποθήσω χωρίς να τα κυνηγήσω ακόμα και αν με στείλουν στην κόλαση! Μη ... μη με διακόπτεις!  Το ξέρω πως εσύ δεν είσαι σαν εμένα, αλλά άκου με για μία φορά μόνο, άκου με! Έχεις περισσότερη δύναμη μέσα σου από αυτή που θέλεις να πιστεύεις. Ακόμα και αν η Ελένη δεν σου ξαναμιλήσει εκείνη θα έχει κάνει λάθος όχι εσύ. Την καρδιά μας δεν την ορίζουμε, αυτό δεν το ξέρεις; Τόσο βιβλία έχουμε διαβάσει! Σταμάτα λοιπόν να κλαψουρίζεις και να μαυρίζεις ότι ομορφότερο σου έτυχε μέχρι στιγμής! Έχεις μια εβδομάδα καιρό μέχρι να επιστρέψεις στην Αθήνα και να κάνεις αυτό που πρέπει να κάνεις, άρχισε να το δουλεύεις λοιπόν μέσα σου...." είπε και στα μάτια της Ελπίδας η Βασούλα για λίγο φάνηκε σαν μεγάλη γυναίκα και όχι σαν 15χρονο κοριτσάκι που ήταν."
"Βασούλα μου κοίτα μας. Αντί να συμβουλεύω εγώ εσένα συμβουλεύεις εσύ εμένα...τι θα κάνω χωρίς εσένα;"
"Μην ανησυχείς σκοπεύω πολλά πολλά χρόνια να σε ζαλίζω. Δεν πάω πουθενά Ελπίδα. Πάντα εδώ θα είμαι εγώ για σένα και εσύ για μένα. Εμείς δεν θα χωρίσουμε ποτέ" είπε και έβγαλε μια σοκοφρέτα από την τσέπη της έτσι για να κάνει λίγο την Ελπίδα να γελάσει. Και έπιασε η Ελπίδα γελούσε με όλη της την καρδία.

Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

Με μια σοκοφρέτα:Κεφάλαιο 3

"Μα είναι πράγματα αυτά; Που ακούστηκε κορίτσι πράγμα μόνο του στην Αθήνα να σπουδάσει; Εσύ φταις Γιάννη να το ξέρεις που τις έχεις παραχαιδέψει! Και τα έξοδα, που τα πας τα έξοδα; Και να σπούδαζε τίποτα της προκοπής! Μα δασκάλα; Σιγά μην βρει δουλειά μετά. Κοίτα πόσοι δάσκαλοι είναι άνεργοι; Θα με σκάσετε εσείς οικογενειακώς!", είπε η κυρά Θοδώρα και σωριάστηκε στην ψάθινη καρέκλα.

"Βρε γυναίκα σταμάτα την μουρμούρα. Αντί να καμαρώνεις που η πρωτότοκη μας πέρασε στο πανεπιστήμιο, σε έχω τόση ώρα και γκρινιάζεις. Το Μαράκι είναι καλό παιδί και μια χαρά θα τα καταφέρει στην Αθήνα .  Επειδή είναι από πολύτεκνη οικογένεια, θα μείνει σε μια εστία. Και το επάγγελμα μια χαρά είναι, ότι πρέπει για κορίτσι. Tης ταιριάζει κιόλας έτσι ήρεμη που είναι αυτή. Μην φέρνεις αμέσως την συντέλεια του κόσμου", της είπε γλυκά ο κυρ Γιάννης μήπως και την ηρεμήσει. Aλλά που να ηρεμήσει η κυρα Θοδώρα, ηφαίστειο λίγο πριν την έκρηξη ήταν.

"Δηλαδή Μαρία από Σεπτέμβρη θα φύγεις;" είπε το κοριτσάκι τραβώντας την φούστα της αδελφής της.
"Σςςςς μην μιλάς Βασούλα, προσπαθώ να ακούσω τι λένε!!!!"
"Πφφφ εσύ στην Αθήνα, η Ελπίδα στο μεγάλο σχολείο, εμένα κανένας δεν με σκέφτεται. Θα πεθάνω!"
"Σώπα Βασούλα να ακούσω! Και μην κάνεις σαν την μαμά. Σε παρακαλώ πολύ. Μια χαρά θα τα καταφέρεις και μόνη σου.."

Εκείνο το καλοκαίρι η Βασούλα ήταν μονίμως μελαγχολική. Ούτε το καρπούζι που τόσο αγαπούσε δεν μπορούσε να την κάνει να νιώσει καλύτερα. Κάθε μέρα που περνούσε την έφερνε πιο κοντά στο να αποχωριστεί τους δύο από τους τρεις πιο αγαπημένους της ανθρώπους. Το μόνο που έλλειπε ήταν να πήγαινε πουθενά και ο μπαμπάς, σκεφτόταν και θύμωνε. Ήταν πολύ μικρή για να καταλάβει πως κανονικά θα έπρεπε να είναι χαρούμενη. Χαρούμενη για την Μαρία που επιτέλους θα άνοιγε τα φτερά της και θα πετούσε. Χαρούμενη και για την Ελπίδα που μεγάλωνε και θα πήγαινε στο γυμνάσιο, ένα βήμα πιο κοντά στο πανεπιστήμιο που ονειρευόταν. Για την Βασούλα η μάθηση ήταν αυτό που της στερούσε την συντροφιά της και ευχόταν οι άνθρωποι να μην χρειαζόταν να μαθαίνουν γράμματα για να κάθονται στα αυγά τους!  Και αυτός ο πατέρας της, είχε δεν είχε την είχε πείσει την μάνα της να δεχτεί να πάει η Μαρία να σπουδάσει.

Και όσο οι μέρες πλησίαζαν η Μαρία άνθιζε σαν λουλουδάκι περιμένοντας υπομονετικά να τακτοποιηθούν όλες οι εκκρεμότητες. Για να σταθεί ένα βροχερό πρωινό μπροστά στο ΚΤΕΛ με μια βαλίτσα έτοιμη να χαιρετίσει τους δικούς της.

"Κόρη μου στο καλό. Να μας παίρνεις τηλέφωνο και θα τα πούμε τα Χριστούγεννα πια από κοντά" είπε ο πατέρας της και την γλυκοφίλησε στα μάγουλα.

"Να μου στείλεις με το ταχυδρομείο την αφίσα που σου ζήτησα" είπε ο Στέλιος αδιάφορα.

"Γεια σου Μαρία" είπε η Γωγώ

"Τα μάτια σου δεκατέσσερα και τα πόδια σου κλειστά!" είπε η κυρα Θοδώρα και την έσφιξε δακρυσμένη στην αγκαλιά της.

Μόνο η Βασούλα είχε πάει και καθόταν παράμερα και κοιτούσε θυμωμένη την σκηνή του αποχαιρετισμού.

"Βασούλα μου, εσύ δεν θα με χαιρετίσεις;;" της είπε η Μαρία πλησιάζοντας την
"Όχι !" απάντησε ξερά η Βασούλα
"Έλα βρε Βασούλα, μην μου το κάνεις αυτό. Σε παρακαλώ... δώσε μου ένα φιλί να φύγω ήσυχη..." την παρακάλεσε και η Βασούλα λύγισε και κρύφτηκε στην αγκαλιά της αδελφής της...
"Θα ξαναγυρίσεις;" της είπε με αναφιλητά
"Καλά χαζή είσαι, δεν πάω στον πόλεμο να σπουδάσω πάω."
"Καλά τότε. Αλλά να ξέρεις πως τώρα που φεύγεις εγώ όλο θα μαλώνω με την μαμά."
"Όχι, δεν θα μαλώνεις, γιατί είσαι καλό κορίτσι και θα είσαι φρόνιμη. Σ αγαπάω Βασούλα μου...." είπε και με δυσκολία ξεκόλλησε το παιδικό σωματάκι από πάνω της φιλώντας το στο κεφάλι τρυφερά.

Αυτός ήταν ο πρώτος αποχωρισμός που θα  ζούσε η Βασουλα από μια σειρά αποχωρισμών που την περίμεναν παρακάτω. Και αν και δεν ήταν ο πιο δύσκολος, ήταν σίγουρα αυτός που την έμαθε πως οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν..

Όταν έτσι μερικά χρόνια αργότερα έπαιζε  το ίδιο μονόπρακτο με την Ελπίδα αυτή τη φορά να κρατάει την βαλίτσα, το πήρε πιο ψύχραιμα. Λίγο που είχε και η ίδια μεγαλώσει , λίγο που η Μαρία είχε γυρίσει στο χωρίο με το πτυχίο της αλλά άνεργη αυτή τη φορά, ήταν πιο ήρεμη και λιγότερο θυμωμένη.

"Θα μου γράφεις δύο φορές την εβδομάδα οπωσδήποτε! Και θα μου περιγράφεις όλα όσα κάνεις και θα μου γράφεις και για τα αγόρια. Το υπόσχεσαι;;;;"
"Και εσύ να υποσχεθείς ότι θα διαβάζεις. Τρία χρόνια σου μείναν, τα βασικότερα του Λυκείου. Στρώσου διάβασε να συμπληρώσεις τα κενά να έρθεις γρήγορα και εσύ Αθήνα Βασούλα, και άσε τα αγόρια!"
"Οφου ρε Ελπίδα αφού το είπαμε θα διαβάζω...."
"Καλά σταματάω. Να προσέχεις όσο είμαστε χώρια...."
"Θα προσέχω. Και εσύ να προσέχεις, είσαι πολύ καλή μην σε εκμεταλλευτούν!"
"Κοίτα που το μικρό μου δίνει και συμβουλές χαχα"
"Στο καλό Ελπίδα και καλή μας αντάμωση!"
"Αντίο Βασούλα μου..."  είπε και κρύφτηκε γρήγορα μέσα στο ΚΤΕΛ να μην την δει η ξαδέλφη της να κλαίει και στεναχωρηθεί. Γιατί σε αυτόν τον αποχαιρετισμό η Ελπίδα ήταν αυτή που ενώ από τη μια έβλεπε τη ζωή της να ξεκινά, από την άλλη έσπαγε η καρδιά της σε χιλιάδες κομμάτια που άφηνε πίσω την Βασούλα.

Και όσο το ΚΤΕΛ απομακρυνόταν αφήνοντας ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης πίσω του ,η Βασούλα ορκιζόταν πως όσο και αν βαριόταν το διάβασμα, θα διάβαζε για να πάει και εκείνη να βρει την ξαδέλφη της.

..........................................................................................................................................................

Τετάρτη 23 Οκτωμβρίου

Αγαπημένη μου Βασούλα ελπίζω το γράμμα μου να σε βρίσκει καλά.

Ένα μήνα τώρα στην Αθήνα δεν βρήκα χρόνο να σου γράψω όχι γιατί δεν σε σκεφτόμουν αλλά γιατί δεν προλάβαινα. Μόλις φτάσαμε με την μαμά έπρεπε να καθαρίσουμε όλο το σπίτι και να κάνουμε και μια μικρή ανακαίνιση για να μπορώ να μείνω σαν άνθρωπος. Διάλεξα το βορινό δωμάτιο που βλέπει στο δρόμο και σου φύλαξα το δυτικό που βλέπει στο παρκάκι και που όταν πέφτει ο ήλιος γίνεται πορτοκαλοκόκκινο. Μάλιστα έπεισα και τη μαμά χωρίς να της πω τον λόγο να βάλουμε και σε αυτό κουρτίνες για να είναι έτοιμο όταν με το καλό θα έρθεις.

Στη σχολή πήγα και γράφτηκα και η αλήθεια είναι πως ένας πανικός με έπιασε. Πολύς ο κόσμος και ζαλίστηκα. Δεν ήξερα που να πάω και τι να κάνω και ευτυχώς βρέθηκε μια κοπελίτσα από επαρχία και αυτή και παρέα βγάλαμε άκρη. Η αλήθεια είναι πως εμείς από την επαρχία ξεχωρίζουμε σαν τις μύγες μες στο γάλα και το έτος μου δυστυχώς έχει ελάχιστα άτομα από επαρχία. Την κοπέλα την λένε Ελένη και από τότε που άρχισαν και τα μαθήματα κάνουμε και λίγο παρέα.Το πανεπιστήμιο είναι πανέμορφο. Βρώμικο μεν, πανέμορφο δε. Οι καθηγητές είναι λίγο αυστηροί και μεγάλοι όλοι σε ηλικία αλλά έτσι λέει ήταν πάντα στην Νομική. Αλήθεια το γράφω και ακόμα δεν το πιστεύω ότι σπουδάζω Νομική!

Πριν μια εβδομάδα έφυγε και η μαμά. Ελπίζω να σου έφερε το βιβλίο που σου έστειλα και να μην το ξέχασε πουθενά. Μην ανησυχείς δεν είναι σχολικό. Ερωτική ιστορία είναι από αυτές που σου αρέσουν!

Αν και όλα πάνε περίφημα η αλήθεια είναι μου λείπετε όλοι πολύ και εσύ ειδικότερα.... Μετράω τις μέρες μέχρι τα Χριστούγεννα να βρεθούμε από κοντά.

Περιμένω με αγωνία να μου γράψεις και εσύ τα νέα σου! Να μου τους φιλήσεις όλους.

Με αγάπη Ελπίδα



Σάββατο 2 Νοεμβρίου

Αγαπημένη μου Ελπίδα,

το τι χαρά έκανα όταν ο ταχυδρόμος έφερε το γράμμα σου δεν μπορείς να φανταστείς. Πρώτη φορά άλλωστε έπαιρνα γράμμα από το ταχυδρομείο, γιατί από τα άλλα τα γράμματα έχω πάρει κάμποσα!

Ναι ναι  ο Θωμάς στο σχολείο μου στέλνει γράμματα. Για την ακρίβεια μου τα κρύβει στα διαλείμματα μέσα στην ιστορία και τα βρίσκω σπίτι. Με αγαπάει λέει και άλλα τέτοια αλλά αν διάβαζες εσύ τα γράμματα θα σου ερχόταν ντουβρουτζα, είναι απίστευτα ανορθόγραφος!

Εγώ βέβαια κυρία όπως υποσχέθηκα! Μόνο μελετάω... αν και αυτή η ρουφιάνα η άλγεβρα δεν μπορεί να μπει με τίποτα μέσα στο κεφάλι μου και όλο φωνάζει ο μαθηματικός. Ψέμματα όμως δεν θα σου πω, τα γράμματα του Θωμά τα διαβάζω και διασκεδάζω πολύ με αυτά που μου γράφει. Αν δεν φοβόμουν μην πέσει το γράμμα αυτό σε τίποτα άλλα χέρια θα σου έγραφα και λεπτομέρειες, αλλά θα πρέπει να κάνεις υπομονή μέχρι να βρεθούμε από κοντά.

Τα νέα μας τώρα. Παντρεύουν την Μαρία. Ναι καλά άκουσες δεν πρόλαβες να φύγεις και εδώ γίνανε σημεία και τέρατα. Η μάνα λέει πως παραμεγάλωσε. Έφτασε 23 χρονών και πως αφού δεν κουνάει να βρει μόνη της γαμπρό της βρήκε εκείνη. Και που να ακούσεις το καλύτερο!!!! Ξέρεις ποιόν της βρήκε????  Τον Γιωργάκη! Ναι καλά διαβάζεις αυτό το μουρόχαβλο το γιο του μπακάλη  που δεν ξέρει πόσο κάνει δύο και δύο. Ο πατέρας δεν ήθελε. Αμαρτία έλεγε οι σπουδές της, αλλά ξέρεις την Μαρία ότι της πουν κάνει . Δέχτηκε η χαζή και τώρα αντί να κάνει μάθημα σε παιδιά θα κάνει μάθημα σε λακέρδες και τοματοπελτέδες!

Για τα Χριστούγεννα κανόνισαν τους αρραβώνες να είσαι λέει και εσύ εδώ. Άρε γέλια που θα ρίξουμε! Εγώ την έπιασα και της είπα να μην το κάνει αλλά εκείνη μου είπε πως ο Γιώργος είναι καλό και συνετό παιδί και πως θα γίνει καλός οικογενειάρχης. Μα καλά αυτή η αδελφή μου καθόλου μυαλό δεν έχει???? Κατηχητικό θα ανοίξουν ή σπίτι??? Όχι Ελπίδα μου εγώ θέλω φωτιές και σεισμούς! Θέλω να ερωτευτώ και να πονάω από τον έρωτα σαν αυτην την ηρωίδα την Καρενινα που μου στείλεις!

Σε αφήνω τώρα γιατί το γράφω μέσα στην μαύρη νύχτα το γράμμα και νύσταξα...

Σε αγαπάω και μου λείπεις!!!

υγ: Μην μου γράφεις μόνο για ηλικιωμένους καθηγητές!!! Τόσα αγόρια στην σχολή ούτε ένα δεν σου τράβηξε το ενδιαφέρον???? Κανόνισε να έχεις την τύχη της Μαρίας και εσύ!


για να ακούσετε το κεφάλαιο πατήστε εδώ

Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

Με μια σοκοφρέτα:Κεφάλαιο 2

"Ελπίδα, πήρε η μαμά σου πάλι τηλέφωνο και αυτή την φορά έκλαιγε...σε παρακαλώ πάρε την πίσω..."
"Σου είπα! Δεν θέλω να της μιλήσω ... δεν θέλω να την ξαναδώ!"
"Από την ώρα που γύρισες από το νοσοκομείο είσαι σε μαύρα χάλια. Η μαμά σου παίρνει κάθε μια ώρα και εσύ δεν μου λες τι έχει συμβεί. Αρχίζω και ανησυχώ.... ούτε πως είναι η Βασούλα δεν μου λες....Το ξέρω πως είμαστε μαζί λίγους μήνες μόνο, αλλά σε νοιάζομαι ρε Ελπίδα! Πες μου τι έγινε..."
"Αργύρη σε παρακαλώ, το μόνο που θέλω αυτή τη στιγμή είναι να πιω ένα χάπι και να κοιμηθώ...Είμαι πολύ κουρασμένη...χαμήλωσε το τηλέφωνο για να μην αναγκάζεσαι να απαντάς και άσε με να κοιμηθώ...."

Ο Αργύρης την κοίταξε με συμπόνια και κατάλαβε πως όσο και αν επέμενε η Ελπίδα δεν θα του έλεγε τίποτα παραπάνω...Τράβηξε τις κουρτίνες, της έφερε το χάπι που ζήτησε και ένα ποτήρι νερό, και όταν την είδε να γέρνει πάνω στο μπράτσο του καναπέ, έφερε μια κουβέρτα και την σκέπασε.

Ακόμα και έτσι, αδύναμη και θλιμμένη, ήταν τόσο όμορφη. Τι να είχε συμβεί άραγε? Σίγουρα κάτι σημαντικό για να γυρίσει ξημερώματα σε αυτό το χάλι. Μόλις λίγες ώρες πριν εκείνη έλαμπε μέσα στο μαύρο φόρεμα της και χαμογελούσε ευτυχισμένη. Μέχρι τη στιγμή που χτύπησε το κινητό της τηλέφωνο και πάγωσε από τρόμο. Βιαστικά έφυγε από το εστιατόριο λέγοντας του μόνο πως έπρεπε να πάει κοντά στην ξαδέλφη της που την είχε ανάγκη. Τη Βασούλα τρεις φορές την είχε δει όλες και όλες ο Αργύρης, αλλά ήξερε πως σήμαινε πολλά για την Ελπίδα. Προσφέρθηκε να την πάει εκείνος στο νοσοκομείο, αλλά εκείνη είχε ήδη βγει από το εστιατόριο χωρίς να ακούει τίποτα από όσα της έλεγε... Άραγε να είχε πάθει κάτι σοβαρό η Βασούλα? Αλλά ακόμα και κάτι τέτοιο να είχε συμβεί η κυρία Χαρά γιατί ήταν τόσο αναστατωμένη και γιατί η Ελπίδα τα είχε βάλει μαζί της... Η Ελπίδα πάντα μιλούσε με τα καλύτερα λόγια  για τη μητέρα της..

Μήνες ολόκληρους πολιορκούσε ο Αργύρης την Ελπίδα και όσο εκείνη τον απέφευγε τόσο εκείνος πείσμωνε. Πίστευε πως το άσχημο διαζύγιο της ήταν η αιτία που δυσκολευόταν να ξανά κάνει σχέση και θεωρούσε πως  ο χρόνος και το συνεχές ενδιαφέρον του θα γιάτρευαν σιγά σιγά τις όποιες πληγές της. Και πράγματι σιγά σιγά εκείνη άρχισε να δέχεται τις προτάσεις του για βόλτες. Και μέρα με την μέρα χαλάρωνε η Ελπίδα δίπλα του και αφού τον είδε σαν φίλο, μπόρεσε με την δική του επιμονή, να τον δει και σαν κάτι παραπάνω. Και ήταν ευτυχισμένος ο Αργύρης που επιτέλους ήταν δική του που δεν έχανε ευκαιρία να της το δείχνει. Μπορεί να μην ήταν ούτε εκείνος, ούτε εκείνη, στην πρώτη νιότη τους αλλά ακόμα και λίγο πριν τα 40 μπορείς να ερωτευτείς ...γιατί ο Αργύρης ήταν ερωτευμένος. Η Ελπίδα πάλι ίσως όχι και τόσο, αλλά δεν τον ένοιαζε. Του αρκούσε που του επέτρεπε να την αγαπάει και να την φροντίζει...

Μέσα στην ησυχία του δωματίου άκουσε το κινητό της να δονείται. Μπήκε στο πειρασμό να το σηκώσει μήπως και μάθει τι την είχε ταράξει τόσο, αλλά αμέσως άλλαξε γνώμη. Αν δεν ήθελε να την χάσει έπρεπε να σεβαστεί την ανάγκη της να μιλήσει εκείνη όταν θα ήταν εκείνη έτοιμη να μιλήσει. Προσπαθώντας να μην κάνει καθόλου θόρυβο, βγήκε από το δωμάτιο και σχημάτισε ένα νούμερο στο κινητό του.

"Έλα εγώ είμαι. Κάτι μου προέκυψε και δεν θα έρθω σήμερα στο γραφείο. Ακύρωσε όλα τα ραντεβού μου...ναι όλα και τα σημερινά και τα αυριανά. Αν αλλάξει κάτι θα σε πάρω να σε ενημερώσω.." είπε και έκλεισε το τηλέφωνο... Άναψε ένα τσιγάρο και βυθίστηκε και πάλι στις θεωρίες του για το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί....


.......................................................................................................

"Καλημέρα θεία"
"Καλώς την Βασούλα! Ήρθες να πάρεις την Ελπίδα για να πάτε σχολείο??? Νωρίς δεν ήρθες μάτια μου???"
"Ναι το ξέρω πως ήρθα νωρίς, αλλά ξύπνησα νωρίς και βαριόμουνα σπίτι...Δεν είναι έτοιμη η Ελπίδα???"
"Ελπίιιιδα , κάτσε Βασούλα μου έχει ξυπνήσει, αλλά την ξέρεις την ξαδέλφη σου. Τσεκάρει καμιά δεκαριά φορές την τσάντα της πριν φύγει μην τυχόν και κανένα βιβλίο έβγαλε πόδια και το έσκασε την νύχτα από εκεί μέσα" είπε η θεία Χαρά κλείνοντας το μάτι στη Βασούλα και έτρεξε επάνω στο δωμάτιο της Ελπίδας. Λίγα λεπτά αργότερα η Ελπίδα κατέβαινε δύο, δύο τα σκαλιά με την τσάντα της στο χέρι και με ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο της.
"Πάμε " είπε και έπιασε το χέρι της Βασούλα "Μαμά φεύγουμε!" φώναξε χτυπώντας την πόρτα πίσω τους χωρίς να δίνει την παραμικρή σημασία στην κυρά Χαρά που φώναζε πως δεν είχε πιει το γάλα της.

Το δημοτικό σχολείο από τα σπίτια των κοριτσιών ήταν 15 λεπτά ποδαρόδρομος και χειμώνα καλοκαίρι οι δύο τους πήγαιναν και γύριζαν μαζί. Στα 15 αυτά λεπτά κάθε πρωί συζητούσαν τι είχε γίνει την προηγούμενη μέρα, και στα 15 λεπτά κάθε μεσημέρι ανακεφαλαίωναν πως είχαν περάσει την μέρα τους στο σχολείο.

"Για πες τώρα που απομακρυνθήκαμε. Για να έρθεις εσύ η υπναρού νωρίτερα να με πάρεις, κάτι έγινε χτες! Και μάλιστα κάτι σοβαρό!"
"Άσε Ελπίδα χαμός! Ξινή μου βγήκε η σοκοφρέτα. Λέρωσα το φουστάνι  και όταν το είδε η μάνα μου κόντεψε να πεθάνει και εγώ πολύ στεναχωρήθηκα που παραλίγο να την σκοτώσω..."
"Μην ακούω χαζά που θα πέθαινε η θεία επειδή εσύ λέρωσες το φουστάνι σου...Δεν πεθαίνουν από τέτοια οι άνθρωποι!"
"Αλήθεια??? Δεν μπορούν να πεθάνουν από στεναχώρια???"
"Εννοείται πως όχι βρε Βασούλα! Από σκωληκοειδίτιδα ναι από στεναχώρια όχι!"
"Και τι είναι σκουλικοειδίτιδα? Έχει να κάνει με σκουλήκια???"
"Όχι καλέ τι σκουλήκια και κουραφέξαλα. Δεν θυμάσαι που σου είπα πως τον Νικόλα το συμμαθητή μου τον έπιασε πόνος στην κοιλιά και πως το πήγαν νοσοκομείο, και πως του κάνανε εγχείρηση, και στο παρα τσάκ τον σώσανε? Και η δασκάλα μας η κυρία Αλίκη μας έβαλε να του κάνουμε ζωγραφιές, και του τις πήγε προχτές που πήγε να τον επισκεφτεί? Ε χτες άκουσα την μαμά μου να μιλάει στο τηλέφωνο με την μαμά του Νικόλα και έμαθα πως είχε λέει σκωληκοειδίτιδα. Και όταν μετά την ρώτησα τι είναι αυτό και αν κολλάει, μου είπε πως δεν κολλάει και πως είναι κάτι στην κοιλιά μας μέσα που κανονικά δεν μας κάνει κακό, αλλά δεν μας προσφέρει και τίποτα και που καμιά φορά  κάτι παθαίνει και μπορεί να σκάσει και αν σκάσει αυτό μπορεί και να πεθάνεις!"
"Καλά δεν με απασχολούν τα σκουλήκια στην κοιλιά του Νικόλα τώρα...έχω δικά μου προβλήματα.."
"Όχι σκουλήκια βρε Βασούλα, πω πω τσάμπα σου εξηγώ τόση ώρα! Για πες τώρα τι έγινε αναλυτικά!"
"Ε αφού τα ξέρεις η μάνα είδε το λεκέ και άρχισε τις φωνές. Πως δεν την σκεφτόμαστε λέει και πως θα την πεθάνουμε με αυτά που κάνουμε. Ο Στέλιος με αγριοκοίταζε όλη τη ώρα επειδή χάλασα τη διάθεση της μάνας και δεν θα τον άφηνε να δει τηλεόραση. Η Γώγώ έτρωγε λες και δεν γινόταν τίποτα. Ο Λευτέρης ούρλιαζε μέσα στην κούνια του επειδή με τις φωνές το ξυπνήσαμε το μωρό. Και η κακομοίρα η Μαρία προσπαθούσε να ηρεμήσει την μάνα μας αλλά και εμένα που έκλαιγα μέσα στο πιάτο με το φαγητό. Και μετά άρχισε η μάνα να ρωτάει που βρήκα την σοκολάτα και εγώ μούγκα για να μην καρφωθούμε. Και δώστου δεύτερος γύρος από φωνές. Που δεν είμαι λέει περήφανη που δέχομαι να μου δίνουν άλλοι σοκολάτες, και δώστου κλάμα εγώ, δώστου κλάμα ο Λευτέρης, η Γωγώ να τρώει, και ο Στέλιος να φυσάει και να ξεφυσάει. Ευτυχώς μπήκε ο πατέρας μέσα εκείνη την ώρα και ηρέμησε η κατάσταση. Μου σκούπισε τα δάκρυα και με έστειλε μαζί με τους άλλους να διαβάσουμε αλλά που να διαβάσω ...είχα μυαλό για διάβασμα νομίζεις....?Το αυτί μου είχα τεντώσει σαν χωνί να ακούσω τι λένε δίπλα, και άκουσα! Ο πατέρας είπε της μάνας να μην μου φωνάζει και πως ήθελε να της το πει τα Χριστούγεννα αλλά μιας και ήρθαν έτσι τα πράγματα θα της το έλεγε τώρα. Είχε μαζέψει λέει κάποια λεφτά και θα πήγαινε αύριο πρωί πρωί στην πόλη να της πάρει πλυντήριο! Και ξέχασε η μάνα και το φουστάνι και όλα. Έτσι σήμερα πρωί πρωί πήρε και τους μεγάλους  με το φορτηγάκι ,για να μην πηγαίνουν με το ΚΤΕΛ στο σχολείο, και τράβηξαν για την πόλη να πάρουν και το πλυντήριο. Και θα μου πεις τέλος καλό όλα καλά, αλλά έλα μου που με όλη την ιστορία βιβλίο δεν άνοιξα και την βλέπω τη δουλειά τιμωρία θα φάω σήμερα από το δάσκαλο που είμαι αδιάβαστη!"
"Πω πω βρε Βασούλα πολυβόλο είσαι όταν μιλάς! Πρώτον, μια χαρά. Όχι μόνο δεν σκότωσες τη θεία, χάρη της έκανες! Θα έχει και πλυντήριο επιτέλους. Δεύτερον, τι περηφάνιες και βλακείες είναι αυτές? Αν δεν ήταν τόσο περήφανη η ίδια θα ερχόταν να πλένει τόσο καιρό στο δικό μας πλυντήριο που η μάνα μου της το έχει πει τόσες φορές, αλλά εκείνη επιμένει πως σαν την σκάφη δεν καθαρίζει το πλυντήριο! Και τρίτον, δικαιολογίες Βασούλα είναι όλα αυτά που δεν διάβασες τα μαθήματα σου.... γιατί μπορούσες άνετα να διαβάσεις αφού λύθηκε το πρόβλημα!"
"Ε δεν μπορούσα ήμουν ενθουσιασμένη με το καινούριο πλυντήριο. Μην με μαλώνεις και εσύ..."
"Δεν σε μαλώνω, αλλά τα έχουμε ξαναπεί! Πρέπει να διαβάζεις... αν δεν διαβάζεις πως θα περάσουμε στο Πανεπιστήμιο να πάμε μαζί να μείνουμε στην Αθήνα????"
"Ε έχουμε καιρό μέχρι τότε ακόμα! Τρίτη δημοτικού πάω ρε Ελπίδα... "
"Εσύ τρίτη εγώ έκτη. Το ξέρεις ότι από του χρόνου και για τρία χρόνια εγώ θα πηγαίνω στο γυμνάσιο στην πόλη με το ΚΤΕΛ και εσύ θα πρέπει να είσαι μόνη σου εδώ??? Τελοσπάντων, φέρε τώρα στα γρήγορα τα τετράδια να λύσουμε τις ασκήσεις να μην σε τιμωρήσει ο δάσκαλος ,αλλά κακομοίρα μου τελευταία φορά! Να στρώνεσαι να διαβάζεις" είπε η Ελπίδα με δασκαλίστικο ύφος και η Βασούλα  έβγαλε χαρούμενη τα τετράδια της και τα έδωσε στην ξαδέλφη της. 
"Σε ζηλεύω να ξέρεις Ελπίδα. Εσύ τα πας τόσο καλά με το διάβασμα..."
"Να μην με ζηλεύεις καθόλου, δεν κάνω κάτι που δεν μπορείς να κάνεις και εσύ. Λίγο αν συγκεντρωνόσουν μια χαρά θα τα κατάφερνες..."
"Μπα ..εγώ δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Εμένα το μυαλό μου είναι πως να βγω να παίξω.."
"Μπορείς και παραμπορείς. Και αυτή τη στιγμή όχι μόνο δεν συγκεντρώνεσαι, αλλά δεν αφήνεις και εμένα να συγκεντρωθώ για να σου λύσω τις ασκήσεις! Γράφε τώρα ότι σου λέω για να προλάβουμε πριν χτυπήσει το κουδούνι και θα τα ξαναπούμε το μεσημέρι.."

Κάτω από τον ευκάλυπτο στην πλατεία του χωρίου γράψανε βιαστικά βιαστικά τα μαθήματα της Βασούλας. Και πάνω στον χτύπημα του κουδουνιού οι δύο ξαδέλφες έμπαιναν λαχανιασμένες μέσα στο προαύλιο του σχολείου. Η Βασούλα γλίτωσε την τιμωρία από το δάσκαλο και ένοιωσε ευγνωμοσύνη για την αγαπημένη της ξαδέλφη που για ακόμα μια φορά την είχε σώσει. Στο γυρισμό για το σπίτι άκουσε για χιλιοστή φορά την κατήχηση της Ελπίδας για το ότι πρέπει να γίνει πιο μελετηρή   , για το μεγάλο όνειρο της Ελπίδας να πάνε στην Αθήνα να σπουδάσουν και να μένουν οι δύο τους μόνες τους στην μεγάλη πόλη με τα θέατρα και τα τεράστια βιβλιοπωλεία.  Και επειδή ακόμα ένοιωθε ευγνωμοσύνη, αυτή τη φορά δεν διαμαρτυρήθηκε καθόλου για τα σχέδια της εξαδέλφης της και δεν χασμουρήθηκε ούτε μια φορά! Μόνο ένευε συγκαταβατικά σε ότι της έλεγε και από μέσα της υποσχόταν να προσπαθήσει να διαβάζει περισσότερο. Γιατί μπορεί τα όνειρα της Βασούλας να μην περιλάμβαναν βιβλία και σπουδές, αλλά περιλάμβαναν σίγουρα την Ελπίδα. Και αν η Ελπίδα πίστευε πως οι σπουδές ήταν αυτό που χρειαζόντουσαν, σίγουρα θα είχε δίκιο. Γιατί η Ελπίδα πάντα είχε δίκιο....

για να ακούσετε το κεφάλαιο πατήστε εδώ

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

Με μια σοκοφρέτα:Κεφάλαιο 1

"Υπόσχεσαι πως ότι και να γίνει εμείς οι δύο δεν θα χωρίσουμε ποτέ;;"
"Υπόσχομαι!"
"Και υπόσχεσαι πως όσο και να μεγαλώσουμε τίποτα δεν θα μπει ανάμεσα μας;"
"Υπόσχομαι!" 
"Ωραία ας μοιραστούμε τώρα αυτή την σοκοφρέτα για να επισφραγίσουμε την συμφωνία μας!"
"Τι θα πει επισφραγίζω;"
"Πως να στο εξηγήσω, επισφραγίζω θα πει κάνω πιο επίσημη μια συμφωνία".
"Καλά δεν πολυκατάλαβα τι θα πει, αλλά ας φάμε την σοκοφρέτα πριν λιώσει", χαχάνισε το κοριτσάκι με τα καστανά μαλάκια δεμένα σε κοτσίδες και το άλλο κοριτσάκι το μεγαλύτερο με το καρέ και τις αφέλειες έκοψε στα δύο την μισό λιωμένη σοκοφρέτα....

Εκεί πάνω στην πέτρινη μάντρα με μια σοκοφρέτα τα δύο κοριτσάκια κάνανε μια συμφωνία και αφού την έφαγαν με όρεξη με τα πρόσωπα τους πασαλειμμένα, χαιρετίστηκαν για να γυρίσει το καθένα στο σπίτι του.

Η Βασούλα ήξερε ήδη τι την περίμενε όταν θα επέστρεφε σπίτι. Η μάνα της ούτε που πρόσεξε πως μπήκε. Σε μια γωνία σκυμμένη πάνω από την σκάφη έπλενε με μανία τα ασπρόρουχα. Γι' αυτό και εκείνη γλίστρησε και έτρεξε στον νεροχύτη να ξεπλυθεί πριν την πάρει κανένας χαμπάρι. Όταν κοιτάχθηκε στον καθρέφτη όλο το χρώμα έφυγε από τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα της. Το καρώ φορεματάκι της είχε λερωθεί με σοκολάτες, ποιος την άκουγε την μάνα όταν θα το έβλεπε. Προσπάθησε για κάμποση ώρα να το ξεπλύνει αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να απλώσει περισσότερο τον λεκέ... Ο αδελφός της κοιμόταν ήσυχος στην κούνια του και τα μεγαλύτερα αδέλφια της ακόμα δεν είχαν γυρίσει από το σχολείο. Ευτυχώς που το μωρό ήταν ήσυχο και δεν είχε ξυπνήσει όσο έλλειπε. Κανονικά η Βασούλα θα έπρεπε να προσέχει το μωρό όσο η μάνα έπλενε τα ρούχα, αλλά όταν της χτύπησε το τζαμάκι της κουζίνας η Ελπίδα με μια σοκοφρέτα στο χέρι δεν μπόρεσε να  αντισταθεί στον πειρασμό. Μπορεί η Ελπίδα να ήταν 3 χρόνια μεγαλύτερη της, αλλά ήταν η καλύτερη της φίλη εκτός από αγαπημένη της ξαδέλφη.

Ξαφνικά φασαρία ακούστηκε από την αυλή και τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια της μπήκαν φουριόζικα ξυπνώντας το μωρό με την φασαρία που έκαναν. Η Βασούλα έτρεξε να το πάρει αγκαλιά και για να σταματήσει το κλάμα του, αλλά και για να κρύψει τον λεκέ στο φουστάνι της.  Οι μεγαλύτερες αδελφές της ξεκίνησαν να στρώνουν τραπέζι χωρίς να της δίνουν καμία σημασία, ενώ ο μεγάλος αδελφός της πέταξε σε μια γωνία την τσάντα του και άνοιξε την τηλεόραση.

"Στέλιο κλείσε την τηλεόραση! Τα έχουμε πει αυτά, θα διαβάσετε και μετά θα δείτε τηλεόραση" είπε η μάνα τους μπαίνοντας στο δωμάτιο και σκουπίζοντας το ιδρωμένο της μέτωπο.

" Ωχου ρε μάνα του χρόνου γίνομαι 16 και εσύ ακόμα νομίζεις πως είμαι μωρό!" είπε ο Στέλιος και έκλεισε απρόθυμα την τηλεόραση

"Ο πατέρας τι ώρα θα έρθει ;" είπε η Μαρία κόβοντας το ψωμί

"Θα αργήσει..." απάντησε η μάνα και έκατσε εξαντλημένη στο τραπέζι. Δέκα λεπτά αργότερα όλη η οικογένεια καθόταν γύρω από το ξύλινο τραπέζι με το πλαστικό τραπεζομάντιλο με τα τεράστια κόκκινα τριαντάφυλλα  που τόσο αγαπούσε η μάνα τους. Η κυρά Θοδώρα στην κεφαλή του τραπεζιού ,δεξιά της η Μαρία ολόκληρη δεσποινίδα 17 χρονών, αριστερά της ο Στέλιος, δίπλα στον Στέλιο η Βασούλα και δίπλα στην Μαρία η Γωγώ που παρά τα 13 της χρόνια έριχνε του αδελφού της ένα κεφάλι. Αφού η μάνα είπε την προσευχή, όλοι έπεσαν με όρεξη πάνω στα πιάτα τους και μόλις η Βασούλα ετοιμαζόταν πεινασμένη να βάλει μια τεράστια κουταλιά φασολάδα στο στόμα της άκουσε την τσιρίδα της μάνας της να της τρυπάει το τύμπανο.

"Βασούλα τι λεκές είναι αυτός!!!! Μα καθόλου δεν με σκέφτεστε που έχω λιώσει τα χέρια μου στην σκάφη; Σήμερα στο έβαλα παιδί μου το φόρεμα, καθαρό! Θα με πεθάνετε εσείς, πάει τελείωσε!" ούρλιαζε από την άλλη άκρη του τραπεζίου η κυρα Θοδώρα και η Βασούλα παίζοντας αμήχανα με τις κοτσίδες της ακούμπησε και πάλι το κουτάλι άθικτο στο πιάτο της και δάκρυσε μέσα στην φασολάδα. Γιατί ήταν οκτώ χρονών και ακόμα πίστευε πως ένας λεκές πράγματι θα μπορούσε να σκοτώσει την μάνα της....


Η Θοδώρα τα αγαπούσε τα παιδιά και όταν 17 χρονών έμεινε έγκυος από τον Γιάννη της, καθόλου δεν λυπήθηκε! Τι κι αν ο Γιάννης ήταν και αυτός σχεδόν αμούστακο αγόρι, ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι θα ήταν στο χωρίο που θα μικροπαντρευόντουσαν. Με συνοπτικές διαδικασίες μέσα σε ένα μήνα έγινε νυφούλα. 'Ένας θείος του Γιάννη του βρήκε δουλειά  σε ένα εργοστάσιο και άνοιξαν το σπιτικό τους γεμάτοι χαρά. Και όσο φούσκωνε η κοιλιά της Θεοδώρας τόσο φούσκωνε και εκείνη από ευτυχία που ο Θεός είχε φανεί τόσο καλός μαζί της. Η Μαρία γεννήθηκε ανήμερα του 15 Αύγουστου και όσο και αν επέμενε η πεθερά της πως το παιδί θα έπρεπε να πάρει το όνομα της, ο Γιάννης που δεν μπορούσε να αρνηθεί τίποτα στην όμορφη Θοδώρα του, αποφάσισε μετά από δική της επιμονή να πουν το κορίτσι Μαρία για να τιμήσουν το όνομα της Παναγιάς που ανήμερα της γιορτής της είχε γεννηθεί. Χολή έσταζε η πεθερά όπου στεκόταν και όπου βρισκόταν για την νύφη της. Δεν άφησε άνθρωπο στο χωριό που να μην πει με μπόλικη ειρωνεία πως τα "θεία" η νύφη της τα θυμόταν όποτε την βόλευε και πως ήξερε να ανοίξει τα πόδια της πριν παντρευτεί για να τυλίξει τον χαλβά τον γιο της.  Τίποτα όμως δεν μπορούσε να χαλάσει την ευτυχία της Θοδώρας. Ακόμα και ο απόηχος από τις κακίες που έφταναν στα αυτιά της περνούσε σαν αεράκι και γλιστρούσε πέρα μακριά όταν την έσφιγγε ο Γιάννης τα βράδια αγκαλιά.

Πριν προλάβει να γίνει 5 μηνών η Μαρία, η Θοδώρα ανακάλυψε πως ήταν για δεύτερη φορά έγκυος μόνο που η δεύτερη εγκυμοσύνη ήταν πολύ πιο δύσκολη από την πρώτη. Αιμορραγίες, στενοχώριες, φόβοι μήπως χάσουν το παιδί μαύριζαν τις μέρες του ερωτευμένου ζευγαριού και η μικρούλα  Μαρία να μεγαλώνει αθόρυβα και ήσυχα. Μετά από μια δύσκολη γέννα, που λίγο έλειψε να αφήσει χήρο το Γιάννη και ορφανή την Μαρία, γεννήθηκε πρόωρα ένα αγοράκι αδύνατο και ζαρωμένο που δίπλα στην ροδαλή Μαρία έμοιαζε με γατί. Η Θοδώρα όμως ήταν αποφασισμένη. Το παιδί αυτό θα ζούσε πάση θυσία! Το έταξε έτσι στον άγιο Στυλιανό που προστατεύει τα παιδιά. Ξύπναγε δέκα φορές μες την νύχτα να τον θηλάσει και το σκέπαζε με κουβέρτες. 'Ώσπου σιγά σιγά το γατί άρχισε να μοιάζει με μωράκι .

Η πεθερά όταν έμαθε πως το παιδί θα το πουν Στυλιανό κόντεψε να μείνει στον τόπο. Που ακούστηκε ο μοναχογιός της, με δύο παιδιά και κανένα από αυτά να έχει πάρει το όνομα των γονιών του. Θυμωμένη απείλησε τον Γιάννη πως θα γράψει όλη την περιουσία του συχωρεμένου του πατέρα του στην αδελφή του. Ο Γιάννη όμως απτόητος! Για μερικά ψωροχώραφα και ένα σπιτάκι δεν θα πίκραινε την γυναίκα του που λίγο κόντεψε να την χάσει. Γιατί ο Γιάννης την αγαπούσε τη Θοδώρα, την αγαπούσε περισσότερο και από τη ζωή του! Έτσι η πεθερά χολωμένη και πικραμένη έκανε την απειλή της πραγματικότητα. Αποκλήρωσε τον άσωτο τον γιο της και μέχρι το τέλος της ζωής της δεν σταμάτησε να κακολογεί την νύφη της.

Το ζευγάρι όμως ήταν ευτυχισμένο. Είχαν δύο παιδάκια, ένα σπιτάκι μικρό, αλλά πεντακάθαρο,
μια δουλειά να τους εξασφαλίζει το φαγητό στο τραπέζι τους και πάνω απ όλα είχαν τον έρωτα τους.  Σχεδόν τρία χρόνια πέρασαν μέχρι να ξαναμείνει έγκυος η Θοδώρα. Τόσο χρειάστηκε το σώμα της να ξεχάσει την περιπετειώδη τελευταία εγκυμοσύνη της. Και γεννήθηκε το δεύτερο κοριτσάκι που από μωρό παρά ήταν ψηλό για την ηλικία του. Από πείσμα αυτή τη φορά η Θεοδώρα για να τιμωρήσει τη πεθερά της που είχε φερθεί με αυτό τον τρόπο στον Γιάννη  έβγαλε το παιδί Γεωργία το όνομα της μάνας της και αυτό η καρδιά της πεθεράς δεν το άντεξε. Μάιο βάφτισαν την Γωγώ, Ιούνιο πέθανε η κυρά Βασούλα και παρά τις διαφωνίες που είχαν ο Γιάννης έριξε μαύρο δάκρυ για την μάνα του. Και η Θοδώρα λύγισε βλέποντας τον σε αυτή την κατάσταση και αποφάσισε να συμφιλιωθεί με την κουνιάδα της ώστε τα δύο αδέλφια να έχουν τουλάχιστον το ένα το άλλο. Η κουνιάδα της άλλωστε η Χαρά, ήταν καλός άνθρωπος. Άσχετα αν η κυρά Βασούλα της είχε απαγορέψει να έχει επαφές με τον αδελφό της. Μια τραγική φιγούρα ήταν η ταλαίπωρη η Χαρά, που η μόνη χαρά που είχε γνωρίσει ήταν το όνομα της. Ανδρείκελο στα χέρια της μάνας της, την είχαν παντρέψει με το ζόρι από τα 20 με έναν άντρα εντελώς νωχελικό και αδιάφορο, που μέσα στα χρόνια αποδείχτηκε και στείρος... Μαράζωνε λοιπόν η Χαρά στον καημό ενός παιδιού  και η επανένωση με τον αδελφό της την έκανε τόσο ευτυχισμένη που το χαμόγελο της μόλις πήρε την μικρούλα Γωγώ αγκαλιά ανήμερα της κηδείας ,χαρακτηρίστηκε από τις κουτσομπόλες απρεπώς προκλητικό!

Και ενώ όλα έμοιαζαν να μπαίνουν στη θέση τους, το εργοστάσιο που δούλευε ο Γιάννης έκλεισε και έμειναν 5 στόματα χωρίς κανένα εισόδημα. Η Χαρά βοηθούσε όσο μπορούσε με τρόφιμα τον αδελφό της και τα ανίψια της, αλλά η Θοδώρα ήταν πολύ περήφανη για να αντέξει αυτή την κατάσταση. Και όσο περνούσε ο καιρός και ζόριζαν τα πράγματα τόσο μαράζωνε η Θοδώρα από την στεναχώρια και δίπλα σε αυτή μαράζωνε και ο Γιάννης που όλη μέρα έψαχνε δεξιά και αριστερά να κάνει σε κάνα χωράφι κάνα μεροκάματο, να ταΐσει την οικογένεια του. Όταν λοιπόν ήρθε η τέταρτη εγκυμοσύνη μόνο χαρά δεν έφερε στο ταλαίπωρο ζευγάρι. Για κάμποσες νύχτες το ζευγάρι συζητούσε τι θα έκανε και όταν αποφάσισαν από κοινού να ρίξουν το παιδί και το ανακοίνωσαν στην Χαρά εκείνη κόντεψε να τους φάει ζωντανούς.  Για μέρες παρακάλαγε την νύφη της να μην κάνει τέτοια αμαρτία, και επειδή και η Θοδώρα το ξερε πως θα έπαιρνε μεγάλη αμαρτία στην πλάτη της, αφού το συζήτησε με το Γιάννη, πρότειναν στη Χαρά και τον άντρα της να τους δώσουν το παιδί που θα γεννιόταν και να μεγάλωνε σαν δικό τους. Η Χαρά με δάκρυα στα μάτια έπεσε και φίλησε τα πόδια της νύφης της και η Θοδώρα αν και πονούσε που θα έδινε το παιδί της ήξερε πως αυτό ήταν το σοφότερο.. Πέντε μήνες έμειναν νύφη και κουνιάδα στην Αθήνα σε ένα σπίτι του άντρα της Χαράς και όταν επέστρεψαν στο χωριό η Χαρά είχε αποκτήσει ένα όμορφο κοριτσάκι που προς έκπληξη όλων η Χαρά το έβγαλε Ελπίδα, κάνοντας τα κόκαλα της συγχωρεμένης μάνας της να τρίζουν. Για να ανταποδώσει στον αδελφό της η Χαρά το καλό που της είχαν κάνει, μεταβίβασε παρά τις αντιδράσεις του άντρα της την μισή γονική περιουσία στον Γιάννη, που ένα χρόνο μετά την γέννηση της Ελπίδας ξαναβρήκε επιτέλους δουλειά. Δώρο Θεού όπως άρεσε να λέει η Θοδώρα για την καλή πράξη που είχαν κάνει.

Η γέννηση της Βασούλας λίγο καιρό αργότερα το μόνο επεισοδιακό που είχε ήταν το όνομα της. Κανένας δεν περίμενε πως θα ακουγόταν το όνομα της πεθεράς πια. Η Θοδώρα όμως είχε ορκιστεί μετά την κηδεία πως αν έκανε άλλο κορίτσι θα το έβγαζε Βασούλα και έκανε την υπόσχεση της πραγματικότητα! Ο Γιάννης που ακόμα δυσκολευόταν να βλέπει την Ελπίδα να μεγαλώνει σαν ανιψιά του είδε την Βασούλα σαν μια ευκαιρία να επανορθώσει για το χαμένο του παιδί και λίγο οι τύψεις που ένοιωθε απέναντι στην μάνα του, λίγο οι αμφιβολίες του για το αν έπραξαν σωστά με την Ελπίδα, τον έκαναν να ρίξει όλη του την αγάπη και αδυναμία στην Βασούλα που μεγάλωνε σαν το παραχαϊδεμένο παιδί του πατέρα της.

Ακόμα και η γέννηση του μικρούλη Λευτέρη  δεν ήταν αρκετή για να ξεκολλήσει τον κυρ Γιάννη από την αγαπημένη του Βασούλα. Αυτό το τελευταίο παιδί δεν το περίμεναν καν η κυρα Θοδώρα και ο κυρ Γιάννης. Μετά την γέννηση της Βασούλας το ζευγάρι είχε αποφασίσει πως τέσσερα παιδιά ήταν αρκετά και μετά από μια επίσκεψη σε ένα γιατρό στην Αθήνα ήταν σχεδόν σίγουροι πως δεν θα προέκυπτε καινούρια εγκυμοσύνη.  Έξι χρόνια μετά όμως  η κυρα Θοδώρα δεν πίστευε στα αυτιά της όταν ένας άλλος  γιατρός της ανακοίνωνε πως ήταν και πάλι έγκυος . Αφού αυτό το παιδί "φύτρωσε" παρά τις δεμένες τις σάλπιγγες αν μη τι άλλο ήταν θαύμα! Έτσι σαν θαύμα γεννήθηκε ο Λευτέρης και η κυρά Θοδώρα πριν μπει να γεννήσει με καισαρική, παρακάλεσε τον καινούριο γιατρό να κάνει τις σάλπιγγες της γαλλικό φιόγκο, γιατί ειλικρινά άλλο παιδί δεν θα άντεχε. Και εκείνος γέλασε με την καρδία του και την διαβεβαίωσε πως ο μικρούλης θα ήταν και το στερνοπαίδι της!

Σαν εξαδέλφες μεγάλωναν λοιπόν η Ελπίδα και η Βασούλα, που λες και το κοινό τους αίμα τις τραβούσε από πολύ νωρίς, έγιναν αυτοκόλλητες. Όσα δάκρυα λοιπόν και αν έριξε εκείνο το μεσημέρι στην φασολάδα η Βασούλα δεν μετάνιωνε για το λεκέ από την σοκοφρέτα. Γιατί με αυτή την σοκοφρέτα είχαν δώσει όρκους αιώνιας πίστης με την Ελπίδα. Να δεις πως το είχε πει η Ελπίδα....με αυτή τη σοκοφρέτα είχαν επισφραγίζει ότι θα είναι πάντα δίπλα η μία στην άλλη. Σε ένα χωριό λοιπόν, με ένα σοκολατένιο λεκέ πάνω σε ένα καρό φορεματάκι, με ένα πιάτο φασολάδα λίγο πιο αλμυρό από το κανονικό λόγο κάποιων δακρύων και με δύο κοριτσάκια πάνω σε ένα μαντρότοιχο ξεκινάει αυτή η ιστορία....

για να ακούσετε το κεφάλαιο πατήστε εδώ