Δευτέρα 1 Αυγούστου 2016

Με μια σοκοφρέτα:Κεφάλαιο 10

Ήθελε να ουρλιάξει. Απλά να βγει στη μέση του δρόμου και να ουρλιάξει τόσο δυνατά που να ραγίσουν οι φωνητικές της χορδές. Όμως δεν το έκανε... αρκέστηκε να πιει μισό λίτρο παγωμένο νερό μονοκοπανιά, παγώνοντας τις φωνητικές χορδές της που έκαιγαν από την απελπισία.  Τελευταία αυτό έκανε,  προσπαθούσε να πνίξει την απελπισία σε υγρά. Αρχικά την έπνιγε σε υφάλμυρα δάκρυα, αργότερα σε αλκοόλ, πλέον σε απλό καθαρό εμφιαλωμένο νερό. Μεγάλωνε και όσο μεγάλωνε τόσο μίκραιναν οι υπερβολές στους τρόπους αντιμετώπισης των κρίσεων. Το μόνο που δεν έλεγε να μικρύνει ήταν "εκείνη". Αυτή αγέρωχη, χρόνο τον χρόνο γινόταν όλο και μεγαλύτερη, όλο και πιο επίμονη, όλο και πιο οικεία.

Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο. Μια ώρα είχε περάσει, σκέφτηκε και χάιδεψε κουρασμένη το άδειο πλαστικό μπουκάλι που στεκόταν μπροστά της. Μέσα Ιουλίου και θα αναγκαζόταν να βάλει μακρυμάνικα από αύριο. Ευτυχώς αυτή τη φορά είχε αρκεστεί στα χέρια της. Θα μπορούσαν τα πράγματα να ήταν χειρότερα. Ναι, θα μπορούσαν και το είχε διαπιστώσει στο παρελθόν, όταν είχε αναγκαστεί να εξαντλήσει όλη την άδεια της καταχείμωνο μέχρι να σβήσουν τα σημάδια από το πρόσωπο της.

Πέταξε το μπουκάλι στα σκουπίδια και σύρθηκε μέχρι το μπάνιο. Έπλυνε το πρόσωπο της και έβγαλε από το ντουλαπάκι την κρέμα. "Τζελ με άρνικα"  έγραφε το ασημένιο σωληνάριο πάνω και αναρωτήθηκε για χιλιοστή φορά τι σκατά ήταν αυτή η άρνικα που την είχε ξελασπώσει την προηγούμενη φορά με τόση επιτυχία. Απλώνοντας χοντρές στρώσεις πάνω στα ερεθισμένα σημεία, προσπάθησε να βάλει μέσα στον εγκέφαλο της μια νοητή υπενθύμιση να το κοιτάξει στο google.  Ότι και αν ήταν πάντως αυτό το βοτάνι με το άγνωστο όνομα, έκανε δουλειά. Και αυτή τη φορά ήταν κατακαλόκαιρο και η δροσιά της κρέμας ήταν παραπάνω από ευπρόσδεκτη , σκέφτηκε ανατριχιάζοντας. Επέστρεψε το σωληνάριο στη θέση του και αγνοώντας τον καθρέφτη, που ήταν λίγα εκατοστά παραδίπλα, βγήκε από το μπάνιο κλείνοντας το φως. Δέκα λεπτά εκεί μέσα και είχε καταφέρει να μην αντικρίσει το είδωλο της.

Προχώρησε προς το υπνοδωμάτιο και ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι. Θα περνούσαν κάμποσες ώρες ακόμα μέχρι να επιστρέψει. Προσπάθησε να κλάψει, αλλά μάταια. Σταγόνα δεν έβγαινε από τα μάτια της. Ακόμα και το μεγαλύτερο δράμα αν το ζήσεις σε τόση επανάληψη παύει πλέον να σε συγκινεί. Ρουτίνα μοιάζανε πλέον τα ξεσπάσματα του, ρουτίνα και η δική της αντίδραση. Μέσα στα χρόνια είχε πάψει πλέον να προσπαθεί να τον καταλάβει, να τον δικαιολογήσει ακόμα και να του αντισταθεί. Απλά συνέβαινε και όταν συνέβαινε το μόνο που είχε καταφέρει με επιτυχία ήταν να βγαίνει από το σώμα της για να πονάει λιγότερο. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι....Μαλακίες! Πάντα έτσι ήταν  , ποιόν κορόιδευε...

Με μια αποφασιστική κίνηση σηκώθηκε από το κρεβάτι και έβγαλε την βαλίτσα από την ντουλάπα. Μερικοί μώλωπες και λίγες φωνές δεν θα την εμπόδιζαν να κάνει αυτό που έπρεπε. Αυτό που είχε σημασία ήταν να μην καταλάβει εκείνη τι συνέβαινε... Ευτυχώς στην Αγγλία τα μακρυμάνικα μπλουζάκια Ιούλιο μήνα θα περνούσαν απαρατήρητα.

Πόσα χρόνια είχαν περάσει από την τελευταία φορά που την είδε? Περίπου τρία... Και αύριο θα την έβλεπε και πάλι. Ήταν που δεν θα χώριζαν ποτέ.. Πόσο χαζές είχαν υπάρξει... Λες και μπορείς να προβλέψεις το μέλλον με ακρίβεια. Και ενώ η Βασούλα ετοίμαζε τη βαλίτσα της κάμποσα χιλιόμετρα μακρυά η  Ελπίδα μέσα σε λυγμούς κοιτούσε κάποιον άλλο να ετοιμάζει τη δική του βαλίτσα.
-Σε παρακαλώ ρε Ελπίδα, σταμάτα να κλαις....
-Αν σε ενοχλώ να φύγω!
-Δεν με ενοχλείς.... απλά για τα χρόνια που ήμασταν μαζί δεν θέλω να είναι αυτή η τελευταία μας εικόνα...
-Νίκο τα χρόνια που ήμασταν μαζί να τα σκεφτόσουν πριν αποφασίσεις πως δεν πάει άλλο.
-Επιμένεις να μην βλέπεις πως απλά εγώ ήμουν εκείνος που βρήκε το θάρρος να το αρθρώσει.
-Μπορούσαμε να το παλέψουμε και άλλο....
-Όχι μωρό μου, δεν πάει άλλο. Πότε ήταν η τελευταία φορά που μας θυμάσαι ευτυχισμένους?
-Εγώ πάντα ευτυχισμένη ήμουν δίπλα σου... Πάντα! Και όσο σκέφτομαι πόσα θυσίασα για σένα.... Πόσους άφησα πίσω μου....Παράπονο με πιάνει...
-Ελπίδα εγώ δεν σου ζήτησα να το κάνεις...Μόνη σου έκανες τις επιλογές σου...
-Ναι γιατί σε αγαπάω και νόμιζα πως με αγαπάς και εσύ...
-Μα σε αγαπάω....ερωτευμένος δεν είμαι πια ρε Ελπίδα.
-Και έπρεπε να παντρευτούμε για να το καταλάβεις? Έπρεπε να κόψω κάθε δίοδο με τις ρίζες μου? Έπρεπε να τους βγάλω όλους από τη ζωή μου? Πόσο εγωιστής είσαι!
-Ναι είμαι...βρίσε με...
-Και να σε βρίσω θα βγει τίποτα...?
-Πες μου μόνο αν θα έρθει...Θα έρθει?
-Ναι .... Αύριο το πρωί θα πάω να την πάρω.
-Τουλάχιστον θα έχεις εκείνη. Της χρωστάω πολλά, να της το πεις...
-Νίκο αυτή τη στιγμή έχω πολλά που πρέπει να βάλω σε σειρά.... Πάρα πολλά....Χωρίς τη Βασούλα δεν θα τα καταφέρω. Και έχω πληγώσει πολύ κόσμο πίσω στην πατρίδα...και να δω πως θα τους κοιτάξω στα μάτια.... Πως με συγχώρεσε μετά από τον τρόπο που  φέρθηκα? Πώς???
-Ξέρει πως την αγαπάς...
-Την αγάπη πρέπει να την αποδεικνύεις..... και εγώ απέτυχα οικτρά σε αυτό.. Την άφησα μόνη της Νίκο...Έχασε τον πατέρα της και εγώ για να μην χάσω εσένα έσκισα το εισιτήριο που μου έβγαλες και δεν πήγα καν Ελλάδα...
-Στο είχα πει και τότε, έπρεπε να πας... Σε είχε ανάγκη....
-Ξεχνάς την φάση που περνούσαμε τότε...? Αλλά και που δεν πήγα τι κατάφερα? Εσένα σε έχασα τελικά, εκείνη την πλήγωσα και τον εαυτό μου σιχάθηκα στο τέλος. Όχι έχεις δίκιο δεν πάει άλλο. Μέσα από αυτή την σχέση με έχασα. Έγινα κάτι που δεν θυμίζει σε τίποτα πλέον τον άνθρωπο που στα 17 του σε ερωτεύτηκε..
-Θα γυρίσεις στην Ελλάδα? Να ξέρω για τα νομικά σε ρωτάω...
-Βιάζεσαι... ξανθιά ή μελαχρινή είναι αυτή τη φορά?
-Ελπίδα μην το κάνεις αυτό πάλι..
-Έχεις δίκιο.. Δεν ξέρω ακόμα τι θα κάνω...Ίσως να γυρίσω ίσως και όχι. Θα σε ενημερώσω μόλις αποφασίσω...
-Φεύγω...τα υπόλοιπα πράγματα μου θα έρθει αύριο να τα πάρει μια μεταφορική, το έχω τακτοποιήσει..
-Μάλιστα...τίτλοι τέλους λοιπόν..
-Περάσαμε καλά...τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον...Δεν έπρεπε να το αφήσουμε να φτάσει μέχρι εδώ...Κάλλιο αργά παρά ποτέ...
-Κάλλιο αργά παρά ποτέ..Αντίο Νίκο..
-Αντίο Ελπίδα , είπε και αποφασιστικά σήκωσε την μεγάλη μαύρη βαλίτσα και βγήκε από το δωμάτιο αφήνοντας την Ελπίδα μόνη της να κοιτάζει τον Τάμεση με μάτια κατακόκκινα. Πότε ήταν 22 χρονών και κοιτούσε χαμογελαστή για πρώτη φορά τη θέα από αυτό το διαμέρισμα.? Και εκείνος τότε είχε τυλίξει τα χέρια του γύρω της και είχε φιλήσει τον λαιμό της. Πως θα ζούσε χωρίς τα χέρια του...Πως θα ζούσε χωρίς τη μυρωδιά του? Πως θα ζούσε χωρίς τα φιλιά του...

Και ναι το ήξερε πως το είχαν τραβήξει από τα μαλλιά αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί.. Χρόνια τώρα το έβλεπε πως δεν είχαν καμία ελπίδα... Σιγά και σταθερά μέρα τη μέρα κενό έμπαινε ανάμεσα τους όση προσπάθεια και αν έκανε εκείνη να τον τραβήξει και πάλι κοντά της. Από εκείνο το καλοκαίρι που είχαν περάσει στην Ελλάδα...το τελευταίο καλοκαίρι που είχαν κάνει διακοπές στην Ελλάδα...το τελευταίο καλοκαίρι  πριν πάρουν την κατρακύλα....Το τελευταίο καλοκαίρι που με τη Βασούλα χασκογελούσαν ξέγνοιαστες σαν τα κοριτσάκια εκείνα πάνω στην μάντρα. Αύριο όμως θα την ξαναέβλεπε..., αύριο θα της ζητούσε συγνώμη για όλα...., αύριο όλα θα πονούσαν λιγότερο, σκέφτηκε και ξάπλωσε αποκαμωμένη στο κρεβάτι.

τρία χρόνια πριν...

-Άφησε με!, είπε και τον έσπρωξε με δύναμη. Σαν τρελή άρχισε να τρέχει στην άδεια αμμουδιά. Με ένα μεγάλο διασκελισμό εκείνος την είχε πιάσει πάλι.
-Δεν σου αξίζει κάτι τέτοιο.! Άκου με τουλάχιστον....Σε παρακαλώ...
-Και που ξέρεις εσύ τι μου αξίζει? Και τι ξέρεις εσύ για μένα? Πόσες φορές με έχεις συναντήσει? Τέσσερις? Πέντε?
-Ναι... λίγες φορές σε έχω δει αλλά δεν μπορεί να μην το νιώθεις και εσύ...
-Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς! Άσε με να φύγω. Πρέπει να επιστρέψουμε και κράτα το στόμα σου κλειστό! Κουβέντα σε εκείνη γιαυτό που είδες!
-Αν ξανασηκώσει χέρι πάνω σου.... Μα το Θεό, αν ξανασηκώσει χέρι πάνω σου.... απείλησε κοιτώντας την στα μάτια
-Να κοιτάς τη δουλειά σου! Δεν σε αφορά!
-Πως ? Πως εσύ το πιο ζωντανό πλάσμα που έχω γνωρίσει δέχεσαι κάτι τέτοιο! Δεν το χωράει ο νους μου!
-Δεν δέχομαι ... Δέχτηκα! πρώτη φορά ήταν και δεν το χωράει ο νους σου γιατί δεν αγάπησες ποτέ τίποτα και με πάθος!
-Πόσο ηλίθια είσαι... Όχι μόνο γιατί στο όνομα του έρωτα τον συγχώρεσες ήδη αλλά επειδή αμφισβητείς μέσα στην μούρη μου αν αγάπησα ποτέ κάτι με τόσο πάθος ώστε να ρισκάρω να τα χάσω όλα...
-Τέλειωσε η κουβέντα! Πρέπει να γυρίσουμε πίσω...
-Όχι Βασούλα , πίσω θα γυρίσουμε αλλά απόψε είτε σου αρέσει είτε όχι θα το ακούσεις! Είμαι ερωτευμένος μαζί σου και το ξέρεις πολύ καλά. Σε ερωτεύτηκα από τη πρώτη στιγμή που σε γνώρισα! Και αν μένω για σένα το κάνω και το ξέρεις! Για σένα και μόνο για σένα! Γιατί παραμονή του γάμου με απείλησες να μην την πληγώσω ποτέ! Και ήταν σαν να έλεγες εκείνη τη στιγμή πως αν της έλεγα την αλήθεια θα σε έχανα οριστικά και για πάντα!
-Νίκο σύνελθε! Αυτή η κουβέντα δεν έγινε ποτέ! Με κατάλαβες??? Είσαι ο άντρας της Ελπίδας! Και εγώ είμαι τρελή και παλαβή με τον Μάνο. Πες μου ότι καταλαβαίνεις αυτά που σου λέω!
-Όχι έτσι σε βολεύει να βλέπεις εσύ τα πράγματα. Αλλά αυτό το έχω αποδεχτεί πλέον μετά από τόσα χρόνια πως δεν πρόκειται να συμβεί. Το έκανες εξαρχής ξεκάθαρο πως εκείνη είναι πάνω από όλα και όλους με κάθε δυνατό τρόπο.... Αλλά να σε βλέπω να δέχεσαι κάτι τέτοιο από τον μαλάκα δεν πρόκειται να το ανεχτώ!
-Τον αγαπάω σου λέω! Είναι για μένα ότι είσαι εσύ για την Ελπίδα! Ο πρώτος και μοναδικός μου έρωτας! Πόσο πιο ξεκάθαρα να στο πω! Και εκείνη να μην υπήρχε εγώ και εσύ δεν θα μπορούσαμε να είμαστε ποτέ μαζί! Σταμάτα λοιπόν να το κουράζεις...
-Αν με άφηνες....
-Νίκο υποσχέσου μου ότι θα την προσέχεις και θα την αγαπάς...
-Δεν μπορώ ρε Βασούλα...
-Μπορείς!!! Τα μισά από όσα λες πως νιώθεις για μένα αν ισχύουν τότε εδώ, σε αυτή την παραλία, θα μου υποσχεθείς πως δεν θα της το πεις ποτέ! ΠΟΤΕ!
-Στο υπόσχομαι...αφού αυτό θες, στο υπόσχομαι..Αν μου υποσχεθείς και εσύ πως δεν θα τον αφήσεις να σηκώσει ξανά χέρι πάνω σου...
-Ωραία στο υπόσχομαι...Φύγε τώρα και όπως είπαμε, αυτή η κουβέντα δεν έγινε ποτέ... είπε η Βασούλα και τρέχοντας χάθηκε στο δασάκι που οδηγούσε πίσω στο κάμπινγκ.

Και έκατσε ο Νίκος στην αμμουδιά και άναψε ένα τσιγάρο. Γιατί το ήξερε καλά πως δεν θα την είχε ποτέ και ας του έτρωγε τα σωθικά αυτή η γνώση. Γιατί δεν το είχε επιλέξει να την ερωτευτεί απλά είχε συμβεί... Και θυμήθηκε την πρώτη φορά που την είδε να χαμογελάει και πόνεσε η ψυχή του στην εικόνα της. Ήταν πάνω από τις δυνάμεις του.... Για χρόνια άκουγε από την Ελπίδα για την τρομερή και φοβερή Βασούλα που δεν άφηνε τίποτα όρθιο στο πέρασμα της. Και θαύμαζε αυτή την άγνωστη κοπέλα που κυνηγούσε τη ζωή .. Αν δεν είχαν γίνει τα πράγματα έτσι ... Αν την είχε γνωρίσει νωρίτερα.... Σαν ειρωνεία του φαινόταν πλέον ότι την γνώρισε παραμονή του γάμου παρά τα τόσα χρόνια σχέσης που είχε με την Ελπίδα.  Στα τρία χρόνια που ζούσαν με την Ελπίδα στην Αγγλία πάντα κάτι συνέβαινε και τελευταία στιγμή η γνωριμία τους αναβαλλόταν. Τη μια φορά είχε αναβληθεί η επίσκεψη της Βασούλα γιατί είχε αρρωστήσει ο πατέρας της. Την άλλη φορά στις καλοκαιρινές διακοπές που είχε γνωρίσει την υπόλοιπη οικογένεια της Ελπίδας η Βασούλα δούλευε σε κάποιο νησί. Κάποια Χριστούγεννα οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις δεν του είχαν επιτρέψει να συνοδεύσει την Ελπίδα πίσω στην Ελλάδα. Και έτσι από συμπτώσεις περίεργες μετρούσε ήδη σχεδόν οχτώ χρόνια σχέσης με την Ελπίδα χωρίς να έχει γνωρίσει τη μυθική Βασούλα. Και ήρθε εκείνο το καλοκαίρι που με την Ελπίδα είχαν αποφασίσει από κοινού πως η σχέση τους θα έπρεπε να περάσει στο επόμενο στάδιο. Και κανόνισαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα για ένα μήνα και να παντρευτούν στο χωριό της Ελπίδας σε μια κλειστή και λιτή τελετή. Και ενώ μετρούσαν ήδη τρεις εβδομάδες στο χωριό με την κυρία Χαρά να τους μπουκώνει από το πρωί μέχρι το βράδυ και με τους γονείς του να διαμαρτύρονται για την έλλειψη ανέσεων στο χωριό, ένα απόγευμα του Ιουλίου φάνηκε από μακρυά ένα μικροσκοπικό αυτοκίνητο που κόρναρε νευρικά και που σήκωνε ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης. "΄Ήρθε!!!" είχε ουρλιάξει η Ελπίδα και είχε πεταχτεί σαν το ελατήριο από τη θέση της τρέχοντας προς το αμάξι. Και όταν η σκόνη είχε κοπάσει ο Νίκος προσπαθούσε να καταλάβει ποιος είχε έρθει κάνοντας τόσο σαματά. Αλλά το μόνο που ξεχώριζε από εκεί που καθόταν ήταν δύο γυναικεία σώματα μπλεγμένα σαν κουβάρι σε μια αγκαλιά που κρατούσε αιώνες. Και όταν τα σώματα είχαν ξεκολλήσει ένα πρόσωπο σχεδόν παιδικό με δύο μεγάλα μαύρα μάτια τον κοιτούσε και χαμογελούσε. Και ήταν εκείνο το χαμόγελο που μέσα σε δευτερόλεπτα είχε καταφέρει να τον βγάλει από την τροχιά του. Μια τροχιά που πίστευε πως θα διαρκούσε αιώνια. Και θα έπαιρνε όρκο πως και μέσα και στα δικά της έκπληκτα μάτια κάτι είχε διακρίνει...Και πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει και ο ίδιος τι είχε συμβεί, μπερδεμένος όσο ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, ανήμερα του γάμου η Βασούλα τον είχε πάρει παράμερα ντυμένη με το πολύχρωμο φόρεμα της και κοιτώντας τον έντονα τον είχε απειλήσει "μην τολμήσεις να την πληγώσεις! ποτέ!" και ύστερα είχε χαθεί στο δωμάτιο που ντυνόταν νύφη η Ελπίδα. Και μέσα σε αυτή τη φράση της είχε καταφέρει να χωρέσει τόση αποφασιστικότητα που ακόμα και την ώρα που τους πετούσαν ρύζια ήξερε πως μονόδρομος ήταν ότι θα ακολουθούσε... Ένας μονόδρομος που θα τον πλήρωνε με την ψυχή του.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιαστε: