Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

Με μια σοκοφρέτα:Κεφάλαιο 13

Με υπομονή στάθηκαν στην μεγάλη ουρά και περίμεναν. Και όταν έπειτα από αρκετή ώρα είχε έρθει η σειρά τους να μπουν μέσα στην διάφανη κάψουλα η Ελπίδα κοντοστάθηκε.
-Προχώρα..!
-Δεν μπορώ Βασούλα...Δεν μπορώ...
-Ελπίδα περιμέναμε τόση ώρα, πληρώσαμε ένα σκασμό λεφτά και από πίσω μας περιμένουν και άλλοι...Μπες!
-Βασούλα μήπως να ανέβαινες μόνη σου??? είπε η Ελπίδα και έκανε να φύγει αλλά η Βασούλα αποφασιστικά την τράβηξε μέσα και λίγα λεπτά μετά η πόρτα της κάψουλας ασφάλιζε ενώ από τα μεγάφωνα ξεκινούσε η ξενάγηση.
-Σαν χαπάκι μοιάζει ...ξέρεις αυτά τα μακρόστενα και εμείς σαν την δραστική ουσία μέσα στο χάπι, μονολόγησε η Βασούλα χαζεύοντας απέξω. Αλλά η Ελπίδα δεν την άκουσε. Σε μια γωνία καθόταν έτοιμη να καταρρεύσει... Μόλις η Βασούλα την εντόπισε έφυγε από εκεί που στεκόταν και την πλησίασε...
-Στο είπα πως δεν ήταν καλή ιδέα...
-Μου το είπες αλλά αύριο φεύγω και γυρίζω Ελλάδα Ελπίδα... Δύο εβδομάδες τώρα σε είδα να συνέρχεσαι σιγά σιγά αλλά για να φύγω ήρεμη πως δεν θα σαλτάρεις πάλι πριν προλάβω να προσγειωθώ πρέπει να κάνουμε ένα τελικό crash test..
-Και βρήκες να διαλέξεις...
-Ναι γιατί ακόμα θυμάμαι εκείνο σου το τηλεφώνημα...Ακόμα θυμάμαι τον ενθουσιασμό σου και τη χαρά σου όταν πρωτομπήκες σε αυτή τη ρόδα Ελπίδα... "135 μέτρα ύψος Βασούλα!!! Και η θέα ανεπανάληπτη!!! Αχ να ήσουνα εδώ.." Θυμάσαι ?
-Βασούλα δεν μπορώ.... νιώθω να πνίγομαι...με πιάνει νομίζω κρίση πανικού..
-Σταμάτα τώρα τις χαζομάρες! Υψοφοβία δεν έχεις! Ελπίδα κοίτα με! Κοίτα με σε παρακαλώ... Είμαι εδώ....Δείξε μου...δείξε μου ότι είδες τότε..
-Τότε ...Έκπληξη μου το είχε κάνει. Κουβέντα δεν μου είχε πει για το που με πάει. Κατεβήκαμε στο Waterloo και η χαζή ούτε τότε είχα καταλάβει... Τι ήμουνα? Ένα κοριτσάκι ήμουνα ...Και μόλις την είδα Βασούλα άνοιξα το στόμα μου σαν χάνος... Και όσο πλησιάζαμε και αντιλαμβανόμουν καλύτερα το μέγεθος της το δέος μου μεγάλωνε και αυτό... Και μπήκαμε μέσα και όσο ανεβαίναμε και στα πόδια μας απλωνόταν όλο το Λονδίνο για πρώτη φορά ένιωθα παντοδύναμη. Και με είχε πάρει αγκαλιά και με είχε σφίξει τόσο δυνατά... Και μου ψιθύριζε ενθουσιασμένος στο αφτί διάφορα που αφορούσαν την κατασκευή αυτής της ιδιόμορφης ρόδας αλλά εγώ κουβέντα δεν άκουγα...Τόση ήταν η ευτυχία που ένιωθα που τα αφτιά μου είχαν παραλύσει...... Σχεδόν πονούσε η ευτυχία... Η ανάσα του στο αφτί μου και όλο το Λονδίνο κάτω από τα πόδια μας... Όλη η ζωή μπροστά στα πόδια μας... Τι είδα τότε??? Μια ζωή είδα από 135 μέτρα ύψος που έχω χάσει οριστικά...Αυτό είδα , είπε και ξέσπασε σε λυγμούς κάνοντας τους τουρίστες να γυρίσουν και να κοιτάξουν την περίεργη κοπέλα. Η Βασούλα τους καθησύχασε με ένα νεύμα και εκείνοι διακριτικά γύρισαν και πάλι στη θέα και στα κιάλια τους.
-Ελπίδα.... Μην πολεμάς τις αναμνήσεις σου και ας σε πληγώνουν...Όσο τις πολεμάς τόσο εκείνες αντανακλαστικά παλεύουν την αφάνεια... Και έλα να φτιάξουμε μαζί μια καινούρια... Μια που ίσως και να αντέξει στον χρόνο... , την παρακάλεσε σκουπίζοντας τα δάκρυα της. Και η Ελπίδα θυμήθηκε το νέο τους όρκο, και πέταξε έξω από την κάψουλα τον εγωισμό της και εκείνος τσακίστηκε από τα 135 μέτρα ύψος. Και ύστερα αγκάλιασε την Βασούλα και της χαμογέλασε.
-Έχεις δίκιο...Γλυκιά μου Βασούλα έχεις απόλυτο δίκιο... είπε και τράβηξε την ξαδέλφη της κοντά στο τζάμι. Η πρώτη φορά της στο London Eye δεν θα ζωγραφιζόταν με ανούσια δάκρυα... Η πρώτη φορά της Βασούλας θα ήταν τόσο όμορφη όσο είχε υπάρξει η δική της, αποφάσισε και ξεκίνησε να της μιλάει  για όλα εκείνα που απλωνόντουσαν μπροστά στα πόδια τους. Για όλα εκείνα που εκείνος της είχε μάθει, για όλα εκείνα που εκείνος της είχε χαρίσει...

-Πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος όταν είμαστε μαζί...το έχεις σκεφτεί ποτέ? είπε η Ελπίδα και ανέβασε την βαλίτσα της Βασούλας στον ιμάντα δίπλα στον γκισέ. Και όσο η βαλίτσα χανόταν στολισμένη με τις φρέσκες ετικέτες κολλημένες πάνω της χωρίς να το πει φωναχτά ευχήθηκε να μπορούσε να χωθεί και εκείνη εκεί μέσα. Δυο εβδομάδες τώρα με τη Βασούλα εκεί είχε καταφέρει να ξεχαστεί. Την προηγούμενη φορά που η Βασούλα την είχε επισκεφτεί είχε κάτσει τόσο λίγο και ήταν τόσο άσχημη η ψυχολογία της που τίποτα δεν της είχε δείξει. Αυτή τη φορά όμως το είχε ανάγκη να επανορθώσει. Έβαλε έτσι τα δυνατά της να της δείξει όσο περισσότερα πράγματα μπορούσε και ας την πονούσε που τα περισσότερα τα είχε ανακαλύψει μαζί με τον Νίκο. Άφησαν έτσι και οι δύο τους για λίγο στην άκρη όλα εκείνα που τις στοίχειωναν και αλώνιζαν στο καλοκαιρινό Λονδίνο. Και όποτε η Ελπίδα ένιωθε μια ανάμνηση να την τραβάει και πάλι στον πάτο η Βασούλα φρόντιζε να της απλώνει το χέρι και να την βγάζει και πάλι στην επιφάνεια. Τώρα όμως η Βασούλα έφευγε και εκείνη έπρεπε να βρει τον τρόπο να κρατιέται μονάχη της στην επιφάνεια.
-Γιατί ρε Ελπίδα δεν επιστρέφεις και εσύ Ελλάδα? πρότεινε η Βασούλα ενώ έπαιρνε από την κοπέλα του γκισέ την κάρτα επιβίβασης της
-Το έχω σκεφτεί και ίσως να το κάνω... Απλά εδώ είναι η ζωή που ξέρω... Έχω λίγους φίλους , έχω καλή δουλειά , έχω τις συνήθειες μου... Πίσω δεν με περιμένει τίποτα...Μόνο ενοχές Βασούλα...
-Δεν είναι έτσι και το ξέρεις... Πίσω σε περιμένω εγώ, σε περιμένει η μάνα σου που έχει μαραζώσει και το βασικότερο σε περιμένει ένα μέλλον άγνωστο...
-Θέλω λίγο χρόνο... Όμως αλήθεια Βασούλα πίσω με περιμένεις εσύ??? Μην μου πεις αυτό που θέλω να ακούσω... Την αντέχω την αλήθεια... Πες μου την αλήθεια... Πίσω με περιμένεις εσύ?? ρώτησε η Ελπίδα ενώ κοντοστάθηκε στο σημείο που θα χώριζαν οι δρόμοι τους. Ναι την άντεχε την αλήθεια.. Την είχε ανάγκη. Τόσες μέρες η Βασούλα την περιέθαλπτε ψυχικά και  εκείνη δεν ήταν χαζή. Πληγωμένη ναι, χαζή όχι όμως. Το καταλάβαινε πως η Βασούλα κρατούσε αποστάσεις και ας έκανε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό να της φτιάξει την διάθεση. Ούτε μια φορά δεν είχε μιλήσει για τον εαυτό της. Ούτε μια φορά δεν είχε αναφερθεί στα δικά της συναισθήματα. Και κάθε φορά που η Ελπίδα προσπαθούσε να ανοίξει δίοδο προς τα εκεί εκείνη σήκωνε οδοφράγματα.   Ναι πριν τα χιλιόμετρα μπουν πάλι ανάμεσα τους έπρεπε να ξέρει αν θα μπορούσε ποτέ να  ανοίξει και πάλι την πόρτα της ψυχής της σε εκείνη. Και τον έβλεπε τον δισταγμό στο πρόσωπο της όσο επεξεργαζόταν την ερώτηση που της είχε κάνει και φοβόταν για την απάντηση που θα έπαιρνε. Δεν περίμενε όμως αυτό που ακολούθησε... Το πρόσωπο της Βασούλας πλέον δεν πρόδιδε δισταγμό και καχυποψία.. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε η έκφραση της άλλαζε και ο δισταγμός μεταμορφωνόταν σε κάτι που έμοιαζε με απελπισία και πριν προλάβει να καταλάβει τι συνέβαινε η Βασούλα δακρυσμένη την έσφιξε στην αγκαλιά της και της ψιθύρισε στο αφτί "Δεν σε περιμένω απλά....σε έχω ανάγκη..." και δίνοντας της ένα φιλί έτρεξε και χάθηκε προς την πύλη της.

Σε όλη τη διαδρομή  της επιστροφής  η Ελπίδα μουδιασμένη προσπαθούσε να θυμηθεί αν την είχε δει ποτέ  σε αυτή την κατάσταση ξανά..Όσο όμως και αν έστυβε το κεφάλι της διαπίστωνε πως αυτή την αδύναμη πλευρά της πρώτη φορά την αντίκριζε.. Άραγε τι να ήταν εκείνο που την βασάνιζε? Ο θάνατος του πατέρα της αποκλείεται δύο χρόνια μετά να πονούσε ακόμα τόσο.., σκέφτηκε βάζοντας το κλειδί στην πόρτα του διαμερίσματος της. Μπαίνοντας όμως μέσα στο διαμέρισμα οι σκέψεις της έμειναν μετέωρες.. Ξαφνικά το κενό που είχαν αφήσει οι μεταφορείς μέρες πριν δεξιά της πόρτας, έμοιαζε ανυπέρβλητο... Σαν μια τεράστια χαράδρα που ετοιμαζόταν να την κατασπαράξει... Έκανε ένα βήμα πίσω τρομαγμένη..."όχι ! όχι!" ούρλιαξε αποφασιστικά και γύρισε την πλάτη της στο κενό. Θα γύριζε στην Ελλάδα. Η Βασούλα άνοιγε δίοδο πεντακάθαρα. "Σ έχω ανάγκη" της είχε πει. Αυτή τη φορά ο εγωισμός της δε θα έμπαινε στη μέση. Αυτή τη φορά θα φρόντιζε να ανταποδώσει το καλό. Αυτή τη φορά θα τηρούσε τον όρκο της!  Ναι θα γύριζε στην Ελλάδα.

.....................................................................................................................................................................

-Δώσε μου και εμένα ένα τσιγάρο , παρακάλεσε και εκείνος έκανε αυτό που έκανε πάντα όταν του το ζητούσε. Έβγαζε ένα καινούριο από το πακέτο , της το άναβε και της το έδινε. Την πρώτη φορά που το είχε κάνει της είχε φανεί η πιο ιπποτική κίνηση που άντρας είχε κάνει προς εκείνη. Πλέον ήταν σχεδόν σίγουρη πως ακόμα και αυτή η ευγενής εκ πρώτης όψεως κίνηση ήταν θέμα επιβολής. "Εγώ έχω τη φωτιά...εγώ μπορώ να σε ανάψω μόνο..." της φάνηκε να λένε τα μάτια του και σηκώθηκε από το κρεβάτι.
-Που πας? τον άκουσε να λέει πίσω από τη γυμνή πλάτη της αλλά εκείνη είχε χωθεί ήδη στο μπάνιο. Απογοητευμένη με τον εαυτό της κάθισε πάνω στο καπάκι της λεκάνης και τίναξε το τσιγάρο της στον νιπτήρα. Μέσα στο χλωμό φως του μπάνιου άρχισε να επεξεργάζεται τα σημάδια στα χέρια της. Πλέον ήταν σχεδόν αόρατα... Σαν πανάδες έμοιαζαν... Άνοιξε την βρύση και έσβησε το τσιγάρο. Το πέταξε στο καλαθάκι του μπάνιου και σηκώθηκε όρθια αναζητώντας το λαστιχάκι για τα μαλλιά της. Έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα το βρήκε και κοιτώντας το πρόσωπο της στον στρογγυλό καθρέφτη προσπάθησε να μαζέψει τα μαλλιά της. Και έτσι όπως τα σήκωνε είδε το σημάδι στο λαιμό της.. Πόσο λάτρευε κάποτε αυτά τα σημάδια, σκέφτηκε και άνοιξε την βρύση του ντους γεμίζοντας τον χώρο με υδρατμούς. Και όσο το νερό έτρεχε πάνω στο σώμα της θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχαν κάνει έρωτα και ένα κρακ ακούστηκε μέσα της. Πόσο τον ήθελε....πόσο την ήθελε... Χέρια μπλεγμένα, ανάσες κοφτές  και ρούχα σχεδόν κομματιασμένα. Και από όλους τους άντρες που είχε επιλέξει να δανείσει το κορμί της για "καταφύγιο" αυτός να το απαιτεί και εκείνη να μην χορταίνει να του το προσφέρει... Και ήταν εκείνο το πρώτο σμίξιμο τους τόσο έντονο που θύμιζε λαίλαπα που έκαιγε τα πάντα στο πέρασμα της. Και ύστερα για ώρα κοιτούσαν ο ένας στο γυμνό σώμα του άλλου έκπληκτοι τα σημάδια που είχε αφήσει αυτή η πυρκαγιά. Τόσα χρόνια μετά και όλα είχαν μείνει απαράλλαχτα...Τόσα χρόνια μετά και μόλις την ακουμπούσε αυτοαναφλεγόταν...Τόσα χρόνια μετά και ακόμα το σμίξιμο τους άφηνε σημάδια...

Βγήκε από την μπανιέρα και τυλίχτηκε με μια πετσέτα....Ποτέ δεν θα κατάφερνε να φύγει από εκείνον έπρεπε να το πάρει απόφαση. Το κορμί της σημαδεμένο με όλους τους δυνατούς τρόπους του άνηκε πλέον οριστικά. Γι αυτό τη σημάδευε...τίτλος ιδιοκτησίας κάθε μελανιά... Βγήκε με αργά βήματα και αναζήτησε την βαλίτσα της γυρνώντας του την βρεγμένη πλάτη της. Και πριν προλάβει να βγάλει μια μπλούζα από μέσα εκείνος ήταν πίσω της και την φιλούσε στο λαιμό στο σημείο που είχε δει το σημάδι νωρίτερα. Προσπάθησε να απομακρυνθεί αλλά εκείνος την είχε πλέον κολλήσει στο τοίχο τραβώντας με δύναμη την βρεγμένη πετσέτα από πάνω της.
-Είμαι κουρασμένη από το ταξίδι, είπε απολογητικά αλλά τα χέρια του δεν δέχονταν αντιρρήσεις...
-Θέλεις να σε αφήσω? ρώτησε ειρωνικά ενώ τα χέρια του κούμπωναν σε σημεία του σώματος της που μόνο τα δικά του χέρια είχαν καταφέρει να κουμπώσουν και εκείνη αναστέναξε...
-Αν θέλεις σταματάω...συνέχισε εκείνος μεγαλοπρεπής γνωρίζοντας τη δύναμη που είχε πάνω της και εκείνη ζαλισμένη από τη  ηδονή αδυνατούσε να του απαντήσει..
-Πες το μωρό μου.... είπε και σαδιστικά σταμάτησε να κινεί τα χέρια του..
-Μην σταματάς...ικέτευσε εκείνη...
Ναι ποτέ δεν θα κατάφερνε να του ξεφύγει...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιαστε: