Τρεις μέρες νοσηλεύτηκε προληπτικά. Οι Ισπανοί γιατροί, όσο και αν επέμενε εκείνη πως ένιωθε καλά, δεν της έδιναν εξιτήριο νωρίτερα. Όταν βεβαιώθηκαν πως δεν διέτρεχε πλέον κίνδυνο, την άφησαν να φύγει. Κατά την έξοδο της, της έδωσαν έναν φάκελο. Ένα εισιτήριο επιστροφής είχε μέσα. Ούτε στον κόπο να της γράψει δύο λέξεις δεν είχε μπει. Σκέφτηκε να τον αναζητήσει, αλλά με τα νέα δεδομένα δεν το έκανε. Δεν θα εκβίαζε μια ευτυχία και πάλι. Αυτό το παιδί θα το μεγάλωνε μόνη της.
Σε όλο το ταξίδι της επιστροφής χάιδευε την κοιλιά της και σκεφτόταν τι θα έκανε από εδώ και στο εξής στη ζωή της. Έπρεπε να βρει έναν γυναικολόγο. Έπρεπε να κάνει εξετάσεις. Έπρεπε να διώξει τον φόβο πως όλα θα πήγαιναν στραβά και πάλι. Αυτό το παιδί έπρεπε να γεννηθεί και έπρεπε να είναι υγιές. Δεύτερη απώλεια δεν θα την άντεχε. Θα ζητούσε βοήθεια από τους γονείς της. Θα στεκόταν δίπλα στην Ερασμία και τον Μενέλαο μέχρι το τέλος και ας ήξερε πως δεν θα τους ήταν αρκετή. Και εκείνος... Μακάρι εκείνος να έβρισκε κάποτε το φως, έστω και μακρυά της.
Φτάνοντας στην Αθήνα, ένιωσε ανακούφιση που επιτέλους ήταν και πάλι πίσω. Αυτό το ταξίδι μπορεί να μην είχε βγει όπως θα ήθελε, αλλά δεν είχε υπάρξει και εντελώς μάταιο. Κουρασμένη πήρε ένα ταξί και έδωσε τη διεύθυνση του σπιτιού της. Ένα ζεστό μπάνιο χρειαζόταν πριν πάει στο νοσοκομείο να δει τον Μενέλαο. Μόλις όμως άνοιξε το κινητό της, αυτό άρχισε να χτυπάει σαν τρελό. Το ένα μήνυμα ερχόταν πίσω από το άλλο, και όλα από την Άννα. Βιαστικά άνοιξε το τελευταίο και το διάβασε.
"Σε ψάχνω και δεν σε βρίσκω. Σήμερα στις τέσσερις το απόγευμα στο νεκροταφείο του Ηρακλείου θα γίνει η κηδεία."
Ταραγμένη έβαλε το κινητό στην τσάντα και κοίταξε το ρολόι που ήταν πάνω από το ταξίμετρο.Ίσως και να προλάβαινε, σκέφτηκε και ζήτησε από τον οδηγό του ταξί να αλλάξουν προορισμό, ενώ δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της. Άραγε ποιος το είχε πει στην Ερασμία; Άραγε εκείνη είχε καταλάβει; Θυμήθηκε την τελευταία φορά που την είχε δει. Θυμήθηκε τον τρόπο που της είχε εξομολογηθεί όλα όσα είχαν συμβεί. Τόσα χρόνια μετά και εκείνη θυμόταν και την παραμικρή λεπτομέρεια. Το μυαλό της που σιγά σιγά κατέβαζε ρολά, εκείνες τις μέρες στην Αλεξάνδρεια, αδυνατούσε να τις σβήσει. Ακόμα και στο σκοτάδι του, δεν την άφηνε να ηρεμήσει...
"Ένα παιδί... Ένα δικό του παιδί θα ήθελα να του χαρίσω, αλλά ο Θεός μας τιμώρησε κόρη μου. Όταν γέννησα τον Γιώργη, μου αφαίρεσαν και τη μήτρα. Αν δεν μου την έβγαζαν μπορεί και να πέθαινα. Ο Μάρκος προκειμένου να μην με χάσει, είπε στον γιατρό να τη βγάλει. Στιγμή δεν σκέφτηκε πως δεν θα μπορούσα να κάνω μετά άλλα παιδιά. Στιγμή δεν διαμαρτυρήθηκε που το μόνο παιδί που θα γνώριζε, θα ήταν ο αδελφός του. Ξέρουμε πως έχουμε κάνει πολλά και θα λογοδοτήσουμε για όλα, όταν έρθει η ώρα. Εμάς μας αρκεί να είμαστε μαζί, ακόμα και στην κόλαση. Ο Γιώργης μου όμως, δεν έφταιξε πουθενά...Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω. Να μην φορούσα ποτέ εκείνο το αναθεματισμένο φόρεμα. Να μην τον είχα παντρευτεί ποτέ. Αν όμως δεν το είχα φορέσει, δεν θα είχα γνωρίσει ποτέ τον Μάρκο. Δεν θα είχα φέρει ποτέ στον κόσμο το γιο μου. Και τώρα γεράσαμε και το παιδί μου δεν θέλει ούτε να μας δει. Γιαυτό έπαθε την κρίση ο Μάρκος. Μας πήρε τηλέφωνο. Μας είπε πως μας σιχαίνεται για όλα όσα κάναμε. Μας είπε να τον ξεχάσουμε. Μας είπε πως εμείς είμαστε χειρότεροι από εκείνον που σκοτώσαμε. Το περιμέναμε. Η αδελφή της Ερασμίας χρόνια προσπαθούσε να μας εντοπίσει. Πριν δύο χρόνια μας βρήκε. Γι αυτό έστειλα τον Γιώργη στη Μαδρίτη. Από φόβο... Όλους τους κοροϊδέψαμε, αλλά την αδελφή της όχι. Όταν δακρυσμένη μου ζήτησε να μάθει τι είχε απογίνει, δεν μπόρεσα να της κρύψω την αλήθεια. Το μόνο που δεν ήξερα να της πω, ήταν που είναι θαμμένο το σώμα. Ο Μενέλαος δεν μας είπε ποτέ. Εκείνη όμως γριά γυναίκα νόμιζε πως δεν το λέγαμε για να μην ενοχοποιηθούμε. Μας απειλούσε πως θα τα έλεγε όλα στον Γιώργο, αν δεν της λέγαμε την τοποθεσία. Ήξερε πως μόνο έτσι μπορούσε να μας απειλήσει. Το έγκλημα τόσα χρόνια μετά έχει παραγραφεί. Δεν είμαι θυμωμένη μαζί της που έψαξε τον Γιώργη. Δεν της θυμώνω που του τα είπε όλα. Μακάρι να είχα βρει τη δύναμη να του τα πω εγώ η ίδια. Δεν μπορούσα όμως. Έρη μου, στάσου κοντά στο παιδί μου. Έχεις χάσει ένα παιδί και ξέρεις πόσο πονάω αυτή τη στιγμή. Μαλάκωσε τον θυμό του. Μόνο αν ερωτευτεί, όπως ερωτευτήκαμε εμείς ο ένας τον άλλο, μόνο τότε θα μπορέσει να καταλάβει, γιατί κάναμε ό,τι κάναμε. Στην αληθινή ζωή τα παραμύθια δεν είναι πάντα τόσο εύκολα. Στην αληθινή ζωή καμιά φορά τον έρωτα, τον πληρώνεις με τη ψυχή σου."
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που της είχε πει και ύστερα είχε βυθιστεί και πάλι στη σιωπή της και στην αγωνία της για τον έρωτα της, που αργόσβηνε σ' ένα δωμάτιο νοσοκομείου μόνος του. Άραγε ήταν εκεί να του κρατάει το χέρι; Άραγε το μυαλό της την είχε αφήσει να τρέξει κοντά του; αναρωτιόταν η Έρη τη στιγμή που το ταξί την άφηνε έξω από το κοιμητήριο. Η ώρα είχε πάει ήδη πέντε. Τρέχοντας μπήκε μέσα και κοίταξε μήπως κάπου ήταν μαζεμένος κόσμος. Ησυχία όμως επικρατούσε. Μάλλον δεν είχε προλάβει, σκέφτηκε και στηρίχθηκε σ' ένα δέντρο απογοητευμένη. Και τότε είδε δυο φιγούρες αγκαλιασμένες πάνω από ένα φρέσκο τάφο. Δυο γνώριμες φιγούρες.
...................................................................................
έξι χρόνια μετά
- Μαμά, πες μου ξανά το παραμύθι!
-Πάλι βρε αγάπη μου;
-Πάλι!!!!
- Φόρεσε η γιαγιά σου το άσπρο φόρεμα της. Την έπιασε ο μπαμπάς σου από το χέρι και πήγανε μαζί στον παππού. Ροζ τριαντάφυλλα είχε η ανθοδέσμη της. Ροζ ανθάκια φορούσε και στα άσπρα μαλλιά της. Ο παππούς όταν την είδε έβαλε τα κλάματα, τόσο όμορφη που ήταν. Ο μπαμπάς σου τους πάντρεψε μέσα στην εντατική.
-Χωρίς παπά;
-Χωρίς παπά. Και αφού τους πάντρεψε, εκείνη έσκυψε και τον φίλησε γλυκά. Μάρκο μου, του είπε, σ' αγαπάω. Εγώ σ' αγαπάω περισσότερο Λουκία μου, της ψιθύρισε αδύναμα εκείνος. Και ύστερα ξάπλωσε δίπλα του και εκείνος αποκοιμήθηκε ήρεμος για πρώτη φορά. Η αγαπημένη του είχε ντυθεί επιτέλους στα λευκά για εκείνον. Και έτσι ήρεμος πέταξε μακριά ελεύθερος. Λίγο πριν γεννηθείς εσύ, πήγε και εκείνη να τον βρει. Αφού βεβαιώθηκε πως ο μπαμπάς θα ήταν σε καλά χέρια, πήγε να τον βρει. Και τώρα είναι δύο πανέμορφοι άγγελοι ψηλά στον ουρανό, που έρχονται και ρίχνουν χρυσόσκονη στα όνειρα μας.
-Πάλι ιστορίες λέτε εσείς εδώ;
-Μπαμπά, γύρισες!!!! Πες μου και εσύ τώρα την ιστορία με τη μαμά να κοιμηθώ.
-Λουκία είναι αργά...
-Έλα μπαμπούλη μου, σε παρακαλώ....
-Η μαμά σου είναι το πιο ξεροκέφαλο πλάσμα στον κόσμο. Αλήθεια έχει πολύ δυνατό κεφάλι, είπε και η Έρη του πέταξε ένα μαξιλάρι.
-Καλά. Η μαμά σου μπήκε σαν ηλιαχτίδα στη ζωή μου. Στην αρχή το φως με ενοχλούσε και τραβούσα τις κουρτίνες. Μια μέρα όμως μπήκε ένα σύννεφο μπροστά της. Τότε κατάλαβα πως πλέον δεν μπορούσα να ξαναζήσω στο σκοτάδι. Φοβήθηκα πολύ τότε. Αυτές τις λίγες ώρες που πίστεψα πως δεν θα ξαναλάμψει, κατάλαβα πόσο ανάγκη την είχα. Πήρα έτσι ένα αεροπλάνο. Ανέβηκα στον ουρανό. Και με ένα σφουγγάρι άρχισα να σβήνω ένα, ένα όλα τα σύννεφα. Μου πήρε λίγο χρόνο να τα καταφέρω. Βλέπεις τα σύννεφα αυτά, ήταν κομματάκι βρώμικα. Όταν όμως τα κατάφερα, τότε είδα πως πίσω από τα σύννεφα κρυβόταν πλέον ένας λαμπερός ήλιος! Γιατί η μικρή, επίμονη ηλιαχτίδα είχε γίνει ένας ολοστρόγγυλος ήλιος. Κυριολεκτικά στρογγυλός. Τεράστια ήταν η κοιλιά της!Και μέσα από τον ήλιο βγήκε ένα κοριτσάκι, που θα έπρεπε να κοιμάται ήδη!!!! είπε και γαργάλισε την κόρη του στην κοιλιά.
-Καληνύχτα μπαμπά μου. Καληνύχτα μανούλα, είπε το παιδί και εκείνοι το φίλησαν και βγήκαν από το δωμάτιο.
- Έφτιαξα λαχανοντολμάδες. Τα γενέθλια του Μάρκου σήμερα. Να σου βάλω να φας; ρώτησε η Έρη κοιτώντας τον με αγάπη.
-Ανάλατους;
-Φυσικά. Σε προσέχω για να σε έχω.
-Κορίτσι μου όσο και να με προσέχεις είμαι είκοσι χρόνια μεγαλύτερος σου. Τώρα δεν το καταλαβαίνεις, αλλά σύντομα θα το νιώσεις. Μην τα ξαναλέμε. Δούλεψε το αυτό σιγά σιγά μέσα σου, ναι;
-Δεν με νοιάζει! Εμείς θα φύγουμε μαζί όπως εκείνοι. Δεν ακούω κουβέντα!
-Επίμονη ηλιαχτίδα! Ξεροκέφαλο πλάσμα! Και όσο σκέφτομαι πως όλα ξεκίνησαν από ένα γάμο με διαφορά ηλικίας, έναν αταίριαστο γάμο...
-Παράλληλα και διαφορετικά όμως.
-Σου έχω μια έκπληξη. Μπορεί η μαμά σου να κρατήσει το παιδί για δέκα μέρες;
-Πάλι θα ξεπορτίσουμε; Τώρα γυρίσαμε από τη Μαδρίτη που είδε η μικρή τα αδέλφια της. Πάλι θα φύγουμε;
-Τα κατάφερα Εριφύλη. Επιτέλους τα κατάφερα. Μου έδωσαν την άδεια. Μπορούμε να τους πάμε σπίτι τους.
-Ποιους;
-Τους γονείς μου. Συνεννοήθηκα ήδη με την πρεσβεία μας και το πατριαρχείο στην Αλεξάνδρεια. Ο Μάρκος πριν πεθάνει μου είπε που είναι θαμμένη η Ερασμία. Δεν το είπε ποτέ στη Λουκία γιατί είχε υποσχεθεί στον Μενέλαο πως δεν θα το έλεγε. Το ξέρω πως απάτη θα κάνουμε πάλι, αλλά εσύ ξέρεις πως είναι για καλό. Άδεια θα βάλουμε στο οστεοφυλάκιο που αγόρασα στο νεκροταφείο της Αλεξάνδρειας, τα κουτιά με τα οστά των γονιών μου. Έχω ήδη βρει άκρες μέσα στο νεκροταφείο για να κάνουν τα στραβά μάτια, με το κατάλληλο αντίτιμο φυσικά. Και αφού τελειώσουμε με αυτό, θα πάμε να ξεθάψουμε τα οστά της Ερασμίας. Πριν ξεψυχήσει, με έβαλε να του υποσχεθώ πως κάποια στιγμή θα φρόντιζα να είναι όλοι μαζί. Και οι τέσσερις. Το βράδυ εκείνο, όταν σταμάτησε το πλοίο, ζήτησε να μάθει τις συντεταγμένες του σημείου που έπεσε ο Μενέλαος. Τις είχε γραμμένες πίσω από το γράμμα του, που ποτέ δεν πέταξε. Μου είπε που το είχε κρυμμένο και το βρήκα. Πλέον μπορώ να κάνω την υπόσχεση μου πραγματικότητα. Τα έχω μελετήσει όλα. Έχω ήδη βρει άνθρωπο να μας πάει με καραβάκι στο σημείο. Πες μου πως θα έρθεις μαζί μου. Πες μου πως θα με βοηθήσεις να κλείσω πλέον οριστικά αυτή την ιστορία.
-Γιατί δεν μου 'χες πει νωρίτερα κάτι;
-Γιατί δεν ήταν εύκολο να μου δώσουν άδεια να μεταφέρω τα οστά. Παλεύω σχεδόν δύο χρόνια τώρα...
-Φυσικά και θα έρθω μαζί σου. Με ένα ψέμα άρχισε, ας τελειώσει μ' ένα ακόμα ψέμα. Σαν να κλείνει ο κύκλος εκεί που ξεκίνησε μοιάζει...
-Έτσι το βλέπω και εγώ γι αυτό το έχω τόση ανάγκη, παραδέχτηκε και αγκάλιασε σφιχτά την Έρη
-Πότε σου είπα τελευταία φορά πόσο σε αγαπάω; τον ρώτησε τρίβοντας την μούρη της στο στέρνο του.
-Μην γίνεσαι μελό, διαμαρτυρήθηκε εκείνος χαζογελώντας.
-Και μελό θα γίνομαι και ευτυχισμένα φινάλε θα επιδιώκω! Γιατί όλα όσα έγιναν, έγιναν για να είμαστε εμείς οι δύο μαζί ανόητε άντρα, πότε θα το καταλάβεις; είπε τρυφερά και τον τράβηξε μαλακά προς το υπνοδωμάτιο τους. Οι λαχανοντολμάδες μπορούσαν να περιμένουν λίγο ακόμα._
Αφιερωμένη σε σένα. Σε σένα που όσο και να με παιδεύεις, είσαι πάντα το σημείο αναφοράς μου. Εσένα που όσο και να εκνευρίζομαι μαζί σου, σ αγαπάω με μια αγάπη αδιαπραγμάτευτη. Σε σένα λοιπόν μάνα και ας ξέρω πως δεν θα διαβάσεις ποτέ αυτή την αφιέρωση. Γιατί αν κάτι με δίδαξε αυτή η ιστορία όσο την έχτιζα είναι αυτό. Να λες ότι νιώθεις πριν να είναι αργά.
Σας ευχαριστώ όλους, που για ακόμα μια φορά, μαζί μου, κάνατε και αυτό το ταξίδι.
Σας ευχαριστώ για τα κατά καιρούς σχόλια σας...
Σας ευχαριστώ που ερχόσαστε ξανά και ξανά και με διαβάζετε.
Καλή συνέχεια σε όλους.
Δαμαλίτη Ιωάννα (ή αλλιώς, η δική σας Πουκαρίνα )