Η τηλεόραση και το ραδιόφωνο μιλούσαν για το μεγαλύτερο κύμα κακοκαιρίας που θα έπληττε την Ελλάδα τα τελευταία πενήντα χρόνια. Χιόνια ακόμα και στα ηπειρωτικά με πολικές θερμοκρασίες δήλωναν με στόμφο οι μετεωρολόγοι και όλοι έτρεχαν πανικόβλητοι να προμηθευτούν πετρέλαιο. Για μια χώρα λουσμένη συνεχώς στον ήλιο το μείον δύο φάνταζε πολική θερμοκρασία τι κι αν υπήρχαν χώρες στον κόσμο που για μήνες ζούσαν σε φυσιολογικούς ρυθμούς ακόμα και στους μείον σαράντα. Υπερβολική σε ομορφιά αυτή η χωρά , υπερβολική και στις αντιδράσεις της. Μόλις λίγες νιφάδες έπεφταν παρέλυαν τα πάντα. Σχολεία έκλειναν, υπηρεσίες υπολειτουργούσαν και όλοι έτρεχαν σαν παιδιά να βγάλουν φωτογραφίες με λευκό φόντο για να τις ανεβάσουν σε instagram και facebook.
Εκείνη
τους δικαιολογούσε όμως την υπερβολή, ίσως επειδή και αυτή στη ζωή της
χιόνι που να μην το έχει κυνηγήσει παίρνοντας τα όρη και τα βουνά, είχε
δει μετρημένες φορές. Γιαυτό και κάθε φορά που το σπάνιο αυτό καιρικό
φαινόμενο έκανε την εμφάνιση του στη γειτονιά της δεν μπορούσε να
ξεκολλήσει το πρόσωπο της από το παράθυρο, κοιτάζοντας το μαγνητισμένη,
λες και ο ουρανός δεν έστελνε παγωμένο νερό αλλά μαγεία βγαλμένη από
παραμύθια. Τι κι αν ποτέ δεν το είχε στρώσει αρκετά για να μπορέσει να
το πιάσει εκείνη εκστασιαζόταν και μόνο που το κοιτούσε και κάθε φορά
ήλπιζε. "Δίπλα στη θάλασσα χιόνι δεν πιάνει καλή μου" της έλεγε ο
ταλαίπωρος πατέρας της βλέποντας την να φοράει τα γάντια της ανυπόμονα
περιμένοντας μπας και οι νιφάδες μείνουν ατόφιες στο έδαφος. Ακόμα
θυμόταν πόσο νευρίαζε όταν αποδεικνυόταν πόσο δίκιο είχε εκείνος
αναθεματίζοντας τη μοίρα της που την ήθελε να μεγαλώνει σε μια από τις
γειτονιές του Πειραιά και όχι σε κάποιο ορεινό βουνό. Και αν και τώρα
που ενήλικας πια το είχε αποζητήσει, το είχε πιάσει, είχε παίξει μαζί
του, ο καημός που αυτό γινόταν μόνο στα πλαίσια μιας εκδρομής ένιωθε να
την βαραίνει.
"Θα έχουμε χιόνια λένε από Κυριακή!" είπε μπαίνοντας στο δωμάτιο και το πρόσωπο της φωτίστηκε στην προσμονή
"Πάλι
τις υπερβολές των μέσων πιστεύεις? Άντε να ρίξει καμία νιφάδα όπως την
προηγούμενη φορά. Αμέσως έτοιμη να βγάλεις τα πέδιλα του σκι" την
ειρωνεύτηκε και συνέχισε να διαβάζει την εφημερίδα του.
"Όχι το νιώθω αυτή τη φορά θα ρίξει!!" επέμενε εκείνη σαν πεισματάρικο παιδί
"Αχ
βρε Αλίκη μου απορώ με την εμμονή σου με δαύτο. Από παιδί λύσσαγες να
χιονίσει και κάθε φορά απογοητευόσουν. Τι το θες το ρημάδι...άκου τον
πατέρα σου μόνο προβλήματα φέρνει ειδικά σε εμάς που δεν είμαστε και
μαθημένοι" είπε και αυτή τη φορά η φωνή του δεν έκρυβε ειρωνεία αλλά τη
γνωστή γλύκα που με εκείνη κατάφερνε να παίρνει μακριά ακόμα και τον
πόνο από τα γδαρμένα της γόνατα.
"Καλά
ρε μπαμπά. Άσε την εφημερίδα τώρα και πες μου. Εσύ τι κάνεις? Πως
είσαι? Η κυρία Ευθυμία μου είπε πως δεν κατεβαίνεις να παίξεις τάβλι πια
κάτω. Είσαι καλά? Νιώθεις αδιάθετος?" τον ρώτησε με ανησυχία.
"Η
Ευθυμία να κοιτάει τη δουλειά της! Μια χαρά είμαι παιδί μου και αν δεν
κατεβαίνω κάτω είναι γιατί τσακώθηκα με τον Χαρίλαο που με έκλεβε στο
τάβλι. Αλλά η Ευθυμία αυτό δεν στο είπε γιατί τον γλυκοιτάζει βλέπεις
τον Χαρίλαο. Συνταξιούχος του ΝΑΤ τρομάρα του μας έχει ζαλίσει με τα
ταξίδια του και τις Βραζιλιάνες του. Και αυτή η Ευθυμία τον κοιτάζει που
μας διηγείται ότι του κατεβεί στο κεφάλι και λιγώνεται η ευκολόπιστη.
Και δεν φτάνει που μας έχει φλομώσει στην παραμύθα άρχισε να με κλέβει
και στο τάβλι! Ε αυτό πάει πολύ ρε Αλικάκι. Γέρος είμαι όχι κανένας
ξεκούτης!" είπε θυμωμένος και από την ταραχή του δίπλωσε στραβά την
εφημερίδα και την πέταξε στο τραπεζάκι δίπλα στην πολυθρόνα.
"Βρε
μπαμπά αν δεν περνάς τόσο καλά εδώ έλα να μείνεις μαζί μου. Εγώ από την
αρχή δεν ήθελα να έρθεις να μείνεις εδώ αλλά δεν μου άφησες και
επιλογή." διαμαρτυρήθηκε και άρχισε να συμμαζεύει το ήδη συγυρισμένο
δωμάτιο.
"Αλίκη
μην ξαναλέμε τα ίδια. Δεν με πέταξες στο γεροκομείο. Μόνος μου το
αποφάσισα και εσύ απλά σεβάστηκες την επιλογή μου όπως εγώ σέβομαι και
ας μην κατανοώ τη δική σου να μένεις ελεύθερη ακόμα και ας πάτησες τα
35...."
"Μπαμπά!!!!
Δεν είναι το ίδιο και το ξέρεις αλλά δεν θα τσακωθούμε πάλι γιαυτό το
θέμα. Εγώ θέλω να είσαι καλά. Από τότε που χάσαμε τη μαμά...."
"Από
τότε που χάσαμε τη μαμά πάνε δέκα χρόνια Αλίκη. Και εγώ μια χαρά είμαι
εδώ. Σιγά μην αφήσω τον βλάκα τον Χαρίλαο και την σακαφιόρα την Ευθυμία
να μου χαλάσουν τη διάθεση. Απλά για λίγες μέρες δεν θα κατεβαίνω στο
σαλόνι μέχρι να μου περάσει. Εσύ όμως... εσύ παιδί μου πότε θα
προχωρήσεις μπροστά? Σφάλαμε με τη μάνα σου που δεν κάναμε και άλλο
παιδί. Αν είχες έναν αδελφό, μια αδελφή ίσως να ήταν αλλιώς. Μεγαλώνω
παιδί μου... Θα φύγω κάποια στιγμή και εγώ και τι θα κάνεις τότε??? Αν
είχες δική σου οικογένεια..."
"'Άντε
πάλι τα ίδια... άρε κόλλημα που έχεις φάει να παντρευτώ. Και αφού
άρχισε πάλι το ψηστήρι για γάμους και εγγόνια βεβαιώθηκα ότι είσαι μια
χαρά και φεύγω γιατί είμαι σκαστή από τη δουλειά. Θα ξανα περάσω την
Κυριακή. Θα σου φέρω και καραμέλες μέντες που σου αρέσουν και καινούρια
σταυρόλεξ, και που ξέρεις ίσως να παίξουμε και χιονοπόλεμο" είπε
κλείνοντας του το μάτι τσαχπίνικα. Φόρεσε το παλτό της βιαστικά και
αφού τον φίλησε τρυφερά στην καράφλα του που μύριζε κολόνια λεμόνι, βγήκε
από το δωμάτιο αναστενάζοντας.
Τον
αγαπούσε υπερβολικά αλλά αυτή του την γκρίνια δεν την άντεχε με τίποτα.
Κάθε φορά που τον έβλεπε πάντα κατάφερνε η συζήτηση να καταλήξει εκεί,
στο αγαπημένο του θέμα. Εντάξει το ήξερε πως ανησυχούσε για εκείνη αλλά
δεν σκόπευε να παντρευτεί για να τον λυτρώσει από το άγχος του τι θα
απογίνει εκείνη αν κάτι πάθαινε αυτός. Ότι φοβόταν , φοβόταν. Όχι όμως
ότι θα έμενε ολομόναχη και ανυπεράσπιστη. Φοβόταν ότι όταν θα έχανε και
εκείνον θα έχανε για πάντα ένα ακόμα κομμάτι της , το μόνο κομμάτι της
που την συνέδεε πλέον με τις ξένοιαστες και χαμογελαστές παιδικές
αναμνήσεις της. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο και βάζοντας μπροστά κούνησε
το κεφάλι της δεξιά αριστερά σαν να αρνιόταν να σκεφτεί άλλο δυσάρεστα
πράγματα και χάθηκε μέσα στην κίνηση του δρόμου.
Αργότερα την ίδια μέρα ξαπλωμένη γυμνή στο κρεββάτι κοιτώντας το
ταβάνι και καπνίζοντας νωχελικά ένα τσιγάρο δεν μπορούσε να διώξει με
τίποτα ένα περίεργο προαίσθημα που είχε κατσικωθεί μέσα της από την ώρα
που είχε επισκεφτεί τον πατέρα της.
"Πέρασα από τον πατέρα μου σήμερα. Κάτι με έτρωγε και πετάχτηκα.."
"Καλά είναι ο μπάρμπα Μήτσος?"
"Καλά μου φάνηκε...άρχισε τα γνωστά του, με τσάντισε και έφυγα άρον άρον"
"Να του πεις πως με έχεις αστεφάνωτο τόσο καιρό και πως αν ζούσε η μάνα μου θα του την έστελνα να ζητήσει τα ρέστα!"
"Κόφτο... Κάτι δεν πάει καλά..."
"Τι βρε μωρό μου? Αφού λες πως ήταν μια χαρά ο άνθρωπος"
"Ναι αν εξαιρέσεις πως τσακώθηκε πάλι με τον Χαρίλαο...Αλλά δεν ξέρω έχω ένα προαίσθημα..."
"Αλικάκι ξεκόλλα κάθε τρεις και λίγο προαισθήματα έχεις έλεος πια!"
" Αυτή η σουπιά η κυρά Ευθυμία φταίει... Αυτή μου έβαλε φιτιλιές... Άκεφος ο μπαμπάς σου κοκόνα μου τελευταία μου είπε..."
"Εγώ στο έχω ξαναπεί αλλά δεν με πιστεύεις. Ερωτικό τρίγωνο παίζει μες το γεροκομείο. Ο Χαρίλαος, η Ευθυμία και ο πατέρας σου!"
"Σκάσε!!! Ούτε και να το σκέφτομαι δεν θέλω!!!! "
"Γιατί????
Επειδή ο Χαρίλαος κυκλοφορεί με Π και η Ευθυμία δεν έχει ούτε μισό
δόντι???? Όσο χρονών και να πάει ο άνθρωπος σκιρτάει η καρδούλα του και
ας μην ακολουθούν αυτό το σκίρτημα άλλα μέρη του σώματος..."
"Σου είπα ούτε να το σκέφτομαι!!! Αν και μεταξύ μας κάλλιο να είναι ερωτοχτυπημένος παρά να συμβεί τίποτα άλλο...."
"Και
επειδή πολύ ασχοληθήκαμε με τα ερωτικά των άλλων έλα τώρα κοντά μου
πριν γίνω και εγώ ραμολιμέντο και δεν σκιρτάει και εμένα το σωστό
όργανο!" είπε και με μια κίνηση κάλυψε το γυμνό της σώμα με το δικό του
σβήνοντας με μιας κάθε κακή σκέψη παρασύροντας την εκεί που το μυαλό
σταματάει να δουλεύει.
Στις
ώρες που ακολούθησαν όλα έγιναν τόσο γρήγορα λες και κάποιος έπαιζε την
κασέτα της ζωής στο γρήγορο. Ένας ήχος τηλεφώνου μες τα ξημερώματα. Ένα
νυσταγμένο "παρακαλώ?" και ο εφιάλτης έπαιρνε σάρκα και οστά. Σοκ,
δάκρυα, ηρεμιστικά και πάλι από την αρχή. Λέξεις σκόρπιες...
Συλλυπητήρια, κουράγιο ,έμφραγμα, γραφείο κηδειών μερικές από αυτές
μέσα σε προτάσεις που ελάχιστα θυμόταν. Ένα χέρι περασμένο στους ώμους
της. Μια γνωστή μυρωδιά στα ρουθούνια της και άλλα δάκρυα και άλλα χάπια
και ύπνος, ένας ύπνος βαθύς. Εκείνος ανέλαβε όλα τα διαδικαστικά εκείνη
απλά υπέγραφε ότι της έδινε. Εκείνος την έντυσε. Εκείνος την χτένισε.
Εκείνος κρατούσε τους μακρινούς ενοχλητικούς συγγενείς σε μια απόσταση.
Εκείνος κρατούσε μέσα στα χέρια του το μυαλό της που προσπαθούσε με
κάθε τρόπο να δραπετεύσει. "Το ήξερα...το ήξερα..." έλεγε ξανά και ξανά
λες και η βελόνα είχε κολλήσει κάθε φορά που συνειδητοποιούσε τι είχε
συμβεί και εκείνος να μην ξέρει τι να της πει. Ώσπου ήρθε η ώρα του
αντίο και ενώ ήξερε καλά πως ο πατέρας της είχε πετάξει πάνω από ένα
εικοσιτετράωρο, τα χαμηλά μαύρα τακούνια της αδυνατούσαν να την
κρατήσουν όρθια καθώς συνόδευε την άψυχη σωρό , που κάποτε την σήκωνε
ψηλά στον αέρα, στον τερματικό σταθμό της.
"Κουράγιο
κοκόνα μου. Σε είχε προετοιμάσει ο Μήτσος έτσι μου είχε πει.. Γιαυτό
ήρθε να μείνει κοντά μας για να σου είναι ευκολότερη η απουσία του.
Κουράγιο.." της ψιθύρισε η κυρα Ευθυμία με δάκρυα στα μάτια προσπαθώντας
να της δώσει δύναμη. Και ήταν τα λόγια εκείνα που τη θύμωσαν με τον
εαυτό της και την αδυναμία της κάνοντας την να επιβάλλει στα πόδια της
που έτρεμαν από το κρύο και την αδυναμία να συνεχίσουν να εναλλάσσονται
πλησιάζοντας όλο και περισσότερο το βαθύ λάκκο που τους περίμενε στο
τέλος της διαδρομής. Και όσο τα μέτρα λιγόστευαν και η απόσταση μίκραινε
μικρές νιφάδες άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό η μια μετά την άλλη
και να κάθονται πάνω στα μαύρα ρούχα των παρευρισκομένων σαν παραφωνία.
Και μέχρι η πρώτη φτυαριά από χώμα να πέσει πάνω στο ξύλινο φέρετρο ο
χορός των νιφάδων να γίνεται όλο και πιο μανιασμένος βάφοντας τα πάντα
τόσο λευκά που ακόμα και τα γειτονικά άσπρα μάρμαρα φάνταζαν γκρίζα
μπροστά στο τόσο λευκό. Ελάχιστοι έμειναν μέχρι το τέλος της
διαδικασίας. Ο καιρός είχε αγριέψει από τη μια στιγμή στην άλλη σε ένα
παράξενο κρεσέντο που όσο και αν το είχαν προβλέψει οι μετερεολογοι
έμοιαζε εξωπραγματικό. Μέσα σε μισή ώρα το τρίτο νεκροταφείο είχε
καλυφθεί όλο στα λευκά και μια υπόκωφη ησυχία επικρατούσε παντού. Όσο
και αν προσπάθησε εκείνος να την παρασύρει μέσα στον χώρο που
σερβιριζόταν ήδη ο ζεστός καφές εκείνη ήταν αμετάκλητη. Στάθηκε έτσι
δίπλα της τινάζοντας πότε πότε το χιόνι από τα μαύρα της μαλλιά με
τρυφερά χάδια.
"Βιάστηκες...στο
είπα ότι αυτή τη φορά θα το στρώσει..." μονολόγησε πάνω από το φρέσκο
χώμα και καυτά δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της κάνοντας τα
μάγουλα της να αχνίζουν μέσα στο κρύο.
"Αλίκη μου....πάμε μέσα θα αρρωστήσεις...τέλειωσε μάτια μου..."
"Ναι πράγματι...τέλειωσε...νιώθω πιο μεγάλη από ποτέ αυτή τη στιγμή...."
"Το ξέρω...και εγώ όταν έχασα τους δικούς μου τότε ένιωσα το βάρος των χρόνων μου.."
"Και μαθαίνεις να ζεις με αυτό το βάρος???"
"Το συνηθίζεις..Πάμε τώρα μέσα πριν πάθεις πνευμονία"
"Δεν θέλω να πάω μέσα...Θέλω να με πας στη θάλασσα. Θα με πας στη θάλασσα?"
"Μα κάνει παγωνιά..."
"Σε παρακαλώ για λίγο...Θέλω να με πας στη θάλασσα να παίξω χιονοπόλεμο...Ας μεγαλώσω από αύριο... Θα με πας??? "
"Θα σε πάω... "
"Ωραία
πήγαινε να δεις τι γίνεται με τους δρόμους και άναψε το αμάξι, σε πέντε
λεπτά είμαι εκεί." του είπε και του χαμογέλασε πείθοντας τον να την
αφήσει μόνη. Όταν εκείνος απομακρύνθηκε αρκετά έσκυψε και χάιδεψε το
παγωμένο χιόνι πάνω από το χώμα που τον σκέπαζε. "Το ξέρω πως εσύ μου το
έστειλες γιατί ήξερες πόσο το λαχταρούσα...σε ευχαριστώ μπαμπά.." είπε
χαμογελώντας και σκουπίζοντας με το παγωμένο της χέρι τα μάτια της
άρχισε να περπατάει προσεκτικά προς το αναμμένο αυτοκίνητο._
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλιαστε: