Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ : κεφάλαιο δέκατο τρίτο



Αλεξάνδρεια 1966


Οι αρραβώνες είχαν γίνει μέσα σε μια χλιδή τόσο ψεύτικη και κούφια, όσο και η σχέση των δύο μελλόνυμφων. Η Λουκία ντυμένη μ' ένα πανάκριβο φόρεμα, στεκόταν δίπλα στον άντρα της ανέκφραστη σαν τρόπαιο. Εκείνος πάλι έδειχνε εκστασιασμένος που ακόμα μια ζωή είχε υποταχθεί οριστικά σε εκείνον. Το περίεργο όμως δεν ήταν η δική του συμπεριφορά. Το περίεργο ήταν η συμπεριφορά του Μάρκου, που έμοιαζε σαν να το διασκεδάζει ειλικρινά. Αυτό θύμωνε και απογοήτευε περισσότερο τη Λουκία, που είχε κάνει ότι περνούσε από το χέρι της για να μπορέσει εκείνος να γλιτώσει. Μάταια δηλαδή προσπαθούσε τόσες μέρες να πείσει την Ερασμία να φύγει; Μάταια την είχε πληγώσει απαιτώντας να απολυθεί από τον άντρα της; Μάταια είχε καταδικάσει τον εαυτό της μέσα στην απόλυτη μοναξιά; 


Και όσο ο έντιμος σύζυγος της  έπινε χωρίς μέτρο, συνομιλώντας με τους καλεσμένους έντονα, εκείνη διακριτικά χώθηκε στην κουζίνα που η Φεριχά μαζί με άλλες αιγύπτιες γυναίκες ετοίμαζαν  πυρετωδώς το δείπνο. Πόσο της έλλειπε η Ερασμία…  Εκείνη ήταν που της είχε μάθει τελικά να μαγειρεύει με μεράκι τα ελληνικά φαγητά.


-Τσακίσου βγες τώρα έξω στη σάλα! Αν δεν σκεφτόμουν πως θα δει ο κόσμος τα μούτρα σου ματωμένα, θα σου έδινα μια στη μούρη να μάθεις να κρύβεσαι μέσα στην κουζίνα σαν δουλικό! Δεν έσκασα εγώ μια περιουσία για το φόρεμα σου, για να το βλέπουν οι υπηρέτριες! ούρλιαξε και την τράβηξε απότομα από το μπράτσο σπρώχνοντάς την με δύναμη.


Παραπατώντας και τρίβοντας το χέρι της βγήκε και πάλι στον κόσμο προσπαθώντας να μην φανεί πόσο πονούσε. Μόνο ο Μάρκος φάνηκε να αντιλαμβάνεται τι είχε προηγηθεί μόλις την αντίκρισε και αμέσως απέστρεψε το βλέμμα του. 


Ώρες μετά το σπίτι έμοιαζε βομβαρδισμένο. Το κτήνος είχε πέσει αναίσθητο και ροχάλιζε στο κρεβάτι και η Λουκία με βία προσπαθούσε να βγάλει τη βραδινή τουαλέτα από πάνω της λες και της έκαιγε το δέρμα. Το αδύνατο μπράτσο της ήταν όλο μελανό. Για λίγο το επεξεργάστηκε στον μεγάλο καθρέφτη και βιαστικά φόρεσε το νυχτικό της. Τουλάχιστον απόψε δεν θα την άγγιζε τόσο που είχε πιεί. Το στόμα της κολλούσε από την αηδία του φιλιού που της είχε δώσει πριν λιποθυμήσει. Όσο πιο αθόρυβα μπορούσε βγήκε από το δωμάτιο, κατέβηκε τη μεγάλη σκάλα και μπήκε στην σκοτεινή κουζίνα. Με τα χέρια της άρχισε να πίνει νερό από την βρύση και να βρέχει με μανία το πρόσωπο της. Μακάρι να μπορούσε το νερό να ξεπλύνει τη βρωμιά του, σκεφτόταν και έτριβε όλο και πιο μανιασμένα τα μάγουλα και τα χείλια της, όταν τον άκουσε να μπαίνει.


-Σε χτύπησε πάλι;

-Λιπόθυμος είναι…

-Δεν εννοώ τώρα, εννοώ πριν.

-Μόνο μια μελανιά στο μπράτσο, τίποτα σπουδαίο.

-Λίγο υπομονή κάνε. Λίγο μόνο ακόμα…

-Μάρκο σε παρακαλώ, άσε με μόνη μου! Φύγε!

-Λουκία σου έχω μήνυμα από την Ερασμία.

-Από την Ερασμία;

-Ναι… Δεν σου είπα τίποτα νωρίτερα, γιατί μέχρι τελευταία στιγμή πρέπει όλα να μοιάζουν φυσιολογικά. Αλλά δεν μπορώ άλλο να σε βλέπω έτσι.

-Δεν καταλαβαίνω τίποτα…

-Αύριο το απόγευμα θα παντρέψω την Ερασμία και τον Μενέλαο στον Άγιο Σάββα. Οι ιερείς είναι ενήμεροι πως δεν πρέπει να γίνει γνωστός ο γάμος και σέβονται την επιθυμία του ζευγαριού. Ο Μενέλαος είναι ορφανός και οι γονείς της Ερασμίας είναι στο Κάιρο όπως ήδη γνωρίζεις. Τους έχει ενημερώσει για τον γάμο και συναινούν. Αύριο τα ξημερώματα θα φύγουν με το νυχτερινό πλοίο για Κύπρο και από εκεί για Ελλάδα. Η Ερασμία μου ζήτησε να σου πω πως δεν σε ξεχνάει. Πως ξέρει πως θα είσαι σε καλά χέρια. Και πως ανυπομονεί να ειδωθείτε ξανά.

-Το νυφικό μου. Θέλω να της χαρίσω το νυφικό μου. Μάρκο σε παρακαλώ θα της πάς το νυφικό μου; Θέλω να το φορέσει και ύστερα να το πουλήσει.  Θα σου δώσω και κάποια άλλα πράγματα να της πας. Τη βούρτσα μου και κάποια κοσμήματα. Να τα πουλήσει πες της όλα. Θα χρειαστούν τα λεφτά στην καινούρια τους ζωή. Μακάρι να μπορούσα να είμαι και εγώ στον γάμο… Να είναι ευτυχισμένη πες της. Να είναι πάντα ευτυχισμένη και πως την αγαπάω πολύ, θα της τα πεις; Ορκίσου μου ότι θα της τα πεις, είπε μέσα σε αναφιλητά η Λουκία που πλέον συνειδητοποιούσε πως έχανε οριστικά κάθε δίοδο στην ελπίδα με την αναχώρηση του Μάρκου και της Ερασμίας.

-Λουκία θα της πάω ό,τι θες και θα της μεταφέρω τα λόγια σου, αλλά θα την ξαναδείς! Δεν με προσέχεις όταν μιλάω. Θα είσαι σε καλά χέρια και σύντομα θα είστε πάλι μαζί με την Ερασμία.

-Δεν είμαι παιδί Μάρκο. Να πάτε στην ευχή της Παναγίας και να είσαστε τυχεροί και ευτυχισμένοι. Ειλικρινά δεν κρατάω σε κανέναν σας κακία που φεύγετε, όπως είχες πει και εσύ, εγώ είχα επιλογή, μονολόγησε και  άρχισε να περπατάει προς την πόρτα όταν εκείνος την σταμάτησε και με τα χέρια του άρχισε να σκουπίζει τρυφερά τα δάκρυα της.

-Ο Μενέλαος και η Ερασμία φεύγουν. Εγώ θα μείνω πίσω. Ο Μενέλαος έχει φίλους στην Κύπρο. Θα μας φτιάξει πλαστές ταυτότητες. Μόλις όλα είναι έτοιμα θα φύγουμε και εμείς Λουκία. ΜΑΖΙ! Λίγο ακόμα υπομονή, λίγο ακόμα θέατρο και θα είμαστε όλοι ελεύθεροι. Τις τελευταίες μέρες κατάφερα να τον πείσω να μου δώσει τους κωδικούς του χρηματοκιβωτίου. Γιατί νομίζεις τα αποψινά καραγκιοζιλίκια; Για το τίποτα; Μόλις όλα είναι έτοιμα θα πάρουμε τα λεφτά και θα εξαφανιστούμε, είπε και τη φίλησε γλυκά στο μελανιασμένο μπράτσο λες και φιλούσε εικόνισμα.

-Αλήθεια; Μου λες αλήθεια; Πες μου πως λες αλήθεια! Μην μου το κάνεις αυτό. Μην μου δίνεις ελπίδες. Πονάει η ελπίδα περισσότερο από την απελπισία. Πονάω… είπε και χώθηκε ολόκληρη μέσα στην αγκαλιά του τρέμοντας.

-Δεν σε αφήνω Λουκία μου. Δεν σε αφήνω. Και στην κόλαση μαζί σου θα έρθω! Και κλέφτης θα γίνω και φονιάς αν χρειαστεί. Επιτέλους μπορώ και νιώθω και πάλι. Πες μου πως θα αντέξεις. Μόνο αυτό πες μου, ψέλλισε και της χάιδεψε τα μαλλιά.

-Θα αντέξω.  Θα αντέξω για όσο χρειαστεί, δήλωσε εκείνη με θάρρος και γλίστρησε με δυσκολία μέσα από την αγκαλιά του, αφήνοντας τον μόνο στην κουζίνα να ονειρεύεται μια ζωή απαλλαγμένη από τον φόβο και την πίκρα. 


Σε ένα όμορφο μπόγο η Λουκία τύλιξε εκείνο το βράδυ το δαντελένιο νυφικό της, την επάργυρη βούρτσα της και μια χρυσή καρφίτσα δώρο του πατέρα της. Αυτά ήταν τα γαμήλια δώρα της στην Ερασμία. Και όταν τα έδωσε την επόμενη μέρα, μετά το πρωινό, βιαστικά στον Μάρκο για να μην τους δουν, του χάιδεψε το χέρι καθώς του τα έδινε και εκείνος αναστέναξε στο φευγαλέο άγγιγμά της.
……………………………………………………………………………………………………………………………

Το αρχικό σοκ το διαδέχτηκε ένας εκνευρισμός φαινομενικά αδικαιολόγητος. Έκλεισε κινητά, έβγαλε το σταθερό από την πρίζα, έκλεισε τα παντζούρια του σπιτιού και λούφαξε στο σκοτάδι. Σχεδόν δύο χρόνια τώρα η Έρη είχε κάνει ότι περνούσε από το χέρι της να μάθει να ζει με την απώλεια του γιου της. Αρχικά είχε αρχίσει τα χάπια και το αλκοόλ. Στη συνέχεια είχε πετάξει τον Βασίλη έξω από τη ζωή της. Αδύνατο της ήταν να συνυπάρξει μαζί του πλέον. Αδύνατο να του συγχωρήσει το γεγονός πως ποτέ δεν είχε θελήσει αυτό το παιδί. Τεράστιο αγώνα είχε χρειαστεί να δώσει για να τον πείσει πως όλα τα εμπόδια, που εκείνος έβλεπε, ήταν στην πραγματικότητα ανύπαρκτα. Τι σήμαινε πως ήταν μικροί; Τι σήμαινε πως ακόμα δεν είχαν δουλειές; Τι σήμαινε πως ίσως κάποτε στο μέλλον να ερχόταν η σωστή ώρα; Εκείνη το ήθελε το μπιζελάκι στην κοιλιά της. Το μπιζελάκι αυτό ήταν κομμάτι των δύο τους. Και στο τέλος με το πείσμα της τον είχε πείσει να το κρατήσουν.

Εννιά μήνες η Έρη έκανε όνειρα. Χάιδευε την κοιλιά της και ονειρευόταν και ας μην συμμεριζόταν εκείνος τα όνειρα. Και ας βαρυγκωμούσε για τα έξοδα. Και ας απομακρυνόταν κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Και ύστερα ήρθε η γέννα και μαζί της ήρθε και η ημερομηνία λήξης της ευτυχίας της. Σοβαρή εγκεφαλική παράλυση με μέγιστο προσδόκιμο ζωής τους τρείς μήνες. Καταπέλτης η διάγνωση για τη ψυχή της. Αυτό το όμορφο αγοράκι δεν θα περπατούσε ποτέ, δεν θα την έλεγε ποτέ μαμά, δεν θα μεγάλωνε ποτέ. Θα έφευγε κάνοντας ένα μικρό πέρασμα, πράγμα που σε εκείνον έμοιαζε τόσο μάταιο και ανούσιο. Έκλαψε η Έρη πολύ. Έκλαψε τόσο πολύ, που νόμισε πως τα δάκρυα στέρεψαν. Έκλαψε και πόνεσε και εκείνος δεν της κρατούσε καν το χέρι, όσο πάλευε να αποδεχτεί πως δεν είχε καμία δύναμη πάνω στη μοίρα του παιδιού της.  Έγινε έτσι σκύλα. Αληθινή σκύλα και αγκάλιασε το φοβισμένο κουτάβι της. Εκείνη δεν θα το εγκατέλειπε. Εκείνη θα ήταν εκεί να το αγκαλιάζει κάθε δευτερόλεπτο που εκείνο θα ανέπνεε. Εκείνη θα το χάιδευε, θα του μιλούσε  και όταν θα ερχόταν η ώρα, εκείνη θα του κρατούσε το χεράκι να μην φοβάται. 

Πέντε μήνες έζησε ο μικρός Παναγιώτης, ξεπερνώντας σχεδόν στο διπλάσιο τις στατιστικές. Πέντε μήνες που η Έρη ξέχασε τα πάντα. Πέντε μήνες που ο γιός της τρεφόταν περισσότερο από τη δική της ανάσα και λιγότερο από τα σωληνάκια που έβγαιναν από το κορμάκι του. Πέντε μήνες που χρεώθηκε παντού για να εξασφαλίσει στο παιδί της την καλύτερη, και εντελώς παράλογη κατά τον Βασίλη, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Οι πέντε καλύτεροι και ταυτόχρονα χειρότεροι μήνες της ζωής της Έρης. Πέντε μήνες που την δίδαξαν τόσα πράγματα… Πέντε μήνες που όταν τελείωσαν την άφησαν πιο άδεια και πιο μόνη από ποτέ.

Το διαζύγιο είχε υπάρξει φυσική συνέπεια. Αυτό ήταν καθαρά δική της επιλογή. Για καιρό μετά το θάνατο του Παναγιώτη ήταν ανίκανη ακόμα και να αυτοεξυπηρετηθεί. Το πένθος της την τραβούσε σαν δίνη όλο και πιο βαθειά μέσα του. Ώσπου έπιασε πάτο, όταν μισολιπόθυμη την έφερε ένα περιπολικό στους γονείς της. Σε ένα στενό μεθυσμένη και ξαπλωμένη την είχαν βρει να κοιτάζει  με απάθεια τον ουρανό. Οι γονείς της τότε απελπισμένοι, της ζήτησαν να φύγει από την πόλη. Να πάει στην Αθήνα. Να κάνει μια καινούργια αρχή. Να προσπαθήσει να πατήσει ξανά στα πόδια της. Εκείνοι θα πλήρωναν ένα ψυχολόγο να τη βοηθήσει.

Μάζεψε έτσι τα κομμάτια της και έφυγε. Και νόμιζε πως τα πήγαινε καλά. Λίγο οι συνεδρίες που όλο και αραίωναν, λίγο το νέο περιβάλλον, λίγο ο αγώνας να μπορέσει να καλύψει τα δανεικά που είχε πάρει και πλέον μπορούσε και ανέπνεε, χωρίς να νιώθει ενοχή για κάθε ανάσα που έπαιρνε.

Γιατί  όμως τώρα ο Γιώργος τη γυρνούσε πάλι πίσω; Τι ήταν εκείνο που την έκανε τόσες μέρες πάλι να νιώθει παραίτηση; Λιγότερο από εικοσιτετράωρο είχε απομείνει για να επιστρέψει εκείνος και πάλι πίσω στην έδρα του. Λιγότερο από εικοσιτετράωρο για να μπορέσει να ανασάνει και πάλι. Λιγότερο από εικοσιτετράωρο, για να επιβεβαιώσει πως απλά μια σαρκική ατασθαλία ήταν όλο αυτό, τέτοια σκεφτόταν όταν χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού της.

Για λίγα λεπτά στεκόταν μπροστά το θυροτηλέφωνο και σκεφτόταν αν έπρεπε να ανοίξει. Αν ανοίγοντας του θα έκανε τα πράγματα καλύτερα ή χειρότερα. Στο τέλος όμως άνοιξε. Άνοιξε λες και το χέρι της είχε δική του θέληση και δεν υπάκουε στο μυαλό της.
-Χριστός Ανέστη.
-Αληθώς.
-Σήμερα γύρισες;
-Γιώργο, τι θέλεις;
-Να μιλήσουμε, γι αυτό που έγινε.
-Δεν έχουμε κάτι να πούμε, μην ανησυχείς. Πες πως δεν έγινε καν.
-Αυτό νομίζεις; Πως ήρθα για να εξασφαλίσω πως δεν θα διαρρεύσει; Απορώ γιατί «συμμετείχες» τόσο άσχημη γνώμη που έχεις για μένα.
-Δεν έχω άσχημη γνώμη για σένα. Ενήλικες άνθρωποι είμαστε. Ο καθένας μας μάλλον το έκανε για δικούς του λόγους. Και οι δύο θα πρέπει να ζήσουμε με την επίγνωση της πράξης μας. Απλά σου εξηγώ πως δεν έχω πρόθεση να κάνω τη ζωή σου δύσκολη.
-Πόσο πιο δύσκολη απ ότι είναι ήδη; Εριφύλη θέλω χρόνο. Πρέπει να βάλω κάποια πράγματα σε σειρά. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Μην βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα. Έχω ανάγκη από απαντήσεις αυτή τη στιγμή. Αν δεν βρω απαντήσεις, δεν μπορώ να ξεκαθαρίσω τίποτα. Και το θέμα μου δεν είναι η Μαρίνα. Με την Μαρίνα ζούμε συναινετικά εδώ και χρόνια. Η Ερασμία το γνωρίζει και για κάποιο λόγο σε σπρώχνει δίπλα μου. Σε λίγες μέρες έχω κανονισμένο ένα ταξίδι στο Κάιρο. Εκεί πιστεύω θα βγάλω κάποια συμπεράσματα. Λίγες μέρες πριν έρθω Ελλάδα έλαβα ένα τηλεφώνημα που έκανε κάποιες υποψίες μου να αρχίσουν να παίρνουν σάρκα και οστά. Κάποτε μου είπες πως πάω εμμονικά με τη λογική. Με αδίκησες τότε… Σαράντα οχτώ χρόνια που ζω προσπαθώ να αγνοώ τη λογική μου. Για πρώτη φορά θα τη βάλω μπροστά να κλείσω εκκρεμότητες. Χωρίς την αλήθεια, τίποτα δεν μπορεί να είναι αληθινό. Μια ζωή χτίζω πάνω σε ψέματα. Μαζί σου αν είναι να κάνω το οτιδήποτε, θα το κάνω με βάση την αλήθεια. Μπορείς λοιπόν να μου δώσεις λίγο χρόνο;
-Γιώργο δεν ξέρω. Φοβάμαι… Δεν ξέρεις και εσύ τίποτα για μένα.  Κουβαλάω πολλά, πολλά που δεν ξέρεις.
-Ξέρω πως για μένα είσαι η Εριφύλη. Η έξοχη όλων των γυναικών. Η δική μου ξεχωριστή. Η μάνα μου το είδε αυτό, πριν το δω εγώ καν. Λίγο χρόνο, λίγο μόνο. Αυτό σου ζητάω. Και ύστερα μια ευκαιρία. Μια ευκαιρία να ανοίξουμε τα χαρτιά μας στο τραπέζι και βλέπουμε. Δεν είναι όλες οι σχέσεις σαν εκείνων. Δεν είναι όλων οι σχέσεις βγαλμένες από τα παραμύθια. Βαρέθηκα να ψάχνω  το δικό τους απόλυτο κούμπωμα και να μην το βρίσκω. Βαρέθηκα να τους κοιτάζω και να ζηλεύω το δέσιμο τους. Αυτό ήταν που μικρότερο με έβαλε σε σκέψεις και άρχισα να σκαλίζω. Το μεμπτό τους ψάχνω, να λυτρωθώ. Γιατί κάτι υπάρχει. Είμαι σίγουρος πως κάτι υπάρχει!
-Φύγε, πήγαινε και βρες ότι χρειάζεσαι. Βρες ότι έχεις ανάγκη. Και ύστερα έλα. Έλα να ανοίξουμε τα χαρτιά μας, όπως λες, και όπου βγάλει. Και εγώ βαρέθηκα να με τιμωρώ. Βαρέθηκα να με προστατεύω, είπε η Έρη και χώθηκε στην αγκαλιά του.  

Ακίνητοι και αγκαλιασμένοι έμειναν για κάμποσα λεπτά χωρίς να λένε τίποτα. Δυο άνθρωποι με είκοσι χρόνια διαφορά ηλικίας , δύο άνθρωποι με διαφορετικές προσλαμβάνουσες και διαφορετικά βιώματα, δύο άνθρωποι που γνώριζαν στο ελάχιστο ο ένας τον άλλο, δύο άνθρωποι που η τύχη είχε φέρει κοντά λες και είχε λειτουργήσει σαν αόρατος υπερφυσικός μαγνήτης. Δυο άνθρωποι που χωρίς να το γνωρίζουν περπατούσαν πάνω σε μια παράλληλη διαδρομή, απλά και μόνο για να της δώσουν ένα διαφορετικό φινάλε.  
               
για τη συνέχεια διαβάστε εδώ


           

Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ : κεφάλαιο δωδέκατο


Πως έγινε αυτό; Ναι, είχαν πιεί κάτι ούζα. Πολλά ούζα… Δικαιολογίες! Δεν ήταν μεθυσμένοι. Λίγο ζαλισμένοι ίσως, μεθυσμένοι όμως όχι. Δεν μπορεί να έκαναν τέτοια μαλακία. Και άντε αυτή φημιζόταν για την παρορμητικότητα της, εκείνου πως του ήρθε στα καλά καθούμενα; Θα τρελαινόταν… Από την ώρα που κακήν κακώς τον είχε διώξει από το διαμέρισμα της, κόντευε να σπάσει το κεφάλι της. Ανάβοντας το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο, προσπαθούσε να βάλει λίγο τις σκέψεις της σε σειρά, αλλά μάταια.  Εικόνες χωρίς χρονική αλληλουχία τη χτυπούσαν σαν κύματα. Εικόνες άνευ λογικής.

Τα χέρια της κολλημένα στον τοίχο έξω από το διαμέρισμα της και εκείνος να παλεύει να βρει δίοδο ανάμεσα στα πόδια της. Τα μαλλιά της υγρά πάνω στο στέρνο του και ο ιδρώτας να στάζει από το κεφάλι της. Η γλώσσα του να λεηλατεί , η γλώσσα της να μην μπορεί να αρθρώσει λέξεις. Τα χέρια του να την κρατάνε σφιχτά από τους γλουτούς, τα νύχια της να γδέρνουν την πλάτη του. Λίγο ούζο που έτρεξε πάνω στο χέρι της καθώς το σέρβιρε και εκείνος με το στόμα του να το σκούπιζε. Ένα χέρι να τραβάει με δύναμη τα μαλλιά της προς τα πίσω. Τα χείλη του να κλέβουν το οξυγόνο από μέσα της, το σώμα της ολόκληρο ένα γυμνό καλώδιο. Κομμάτια ενός πάζλ που το μυαλό της αρνούταν να ολοκληρώσει. Λες και αν η εικόνα έπαιρνε τελικό σχήμα, δεν θα άντεχε τις τύψεις και τη ντροπή.
Εκνευρισμένη άρχισε να περπατάει μέσα στο δωμάτιο. Με όλους ήταν θυμωμένη. Με εκείνον που την αιφνιδίασε, με την Ερασμία που λες και το είχε κάνει επίτηδες, αλλά κυρίως με τον εαυτό της, που ακόμα και εκείνη τη στιγμή, που ένιωθε ναυτία με όσα είχαν κάνει λίγες ώρες πριν, η αδρεναλίνη συνέχιζε να γαργαλάει λάγνα τους πόρους του γυμνού δέρματός της
.
«Δύο ενήλικες , πηδήχτηκαν κοινή συναινέσει!» κατέληξε και άρχισε να ντύνεται βιαστικά, ενώ σχημάτιζε έναν αριθμό στο κινητό της.

-Εγώ είμαι κυρία Ερασμία, η Έρη. Θα ήθελα να ζητήσω άδεια μέχρι την Πέμπτη μετά το Πάσχα, αν δεν έχετε αντίρρηση και εσείς. Λέω να επισκεφτώ τους γονείς μου, είπε προετοιμασμένη να το απαιτήσει σε περίπτωση που της το αρνιόταν.
-Φυσικά και να πας. Θα τα πούμε μετά το Πάσχα. Καλή ανάσταση παιδί μου, απάντησε η γριά και έκλεισε το τηλέφωνο αφήνοντας την Έρη ακόμα πιο μπερδεμένη.

-Ερασμία γιατί τα κάνεις αυτά; ρώτησε αυστηρά ο Μενέλαος βλέποντας την Ερασμία να χαμογελάει στο ακουστικό του τηλεφώνου.
-Γιατί έχω γεροντική άνοια, απάντησε εκείνη και κάθισε στον καναπέ δίπλα του.
-Σε εμένα μην τα πουλάς αυτά. Έχεις αποτρελαθεί; Είναι παντρεμένος, έχει οικογένεια. Πόσο περισσότερο θα τον καταστρέψουμε;
-Σώπα Μενέλαε! Να τον σώσω προσπαθώ. Την χρειάζεται! Και αν δεν την χρειάζεται τώρα, θα τη χρειαστεί σύντομα. Τα είδες τα μούτρα του όταν ήρθε από τη Μαδρίτη. Ο χρόνος μας πιέζει. Πολλές παλαβομάρες έχω κάνει, αυτή είναι να ξέρεις όμως, είναι  η πιο λογική απ’ όλες.
-Τα μούτρα του εγώ τα είδα προχθές. Εσύ τα μούτρα του τα είδες πριν λίγο που μπήκε σπίτι;
-Τα είδα Μενέλαε… Αν δεν νιώσει, δεν θα καταλάβει ποτέ. Αυτό θες; Και δεν με νοιάζει για τις δικές μας ψυχές και το ξέρεις. Εκείνου τη ψυχή όμως δεν θα την πάρουμε μαζί μας στην κόλαση. Αυτός δεν έφταιξε σε τίποτα.
-Περίεργος τρόπος να στείλεις κάποιον στον παράδεισο. Από πότε ο δρόμος περνάει μέσα από τη μοιχεία;
-Από τότε που τον ανοίξαμε εσύ και εγώ, αγάπη μου.
-Αχ βρε Ερασμία… Πότε θα σταματήσεις να τιμωρείς τον εαυτό σου;
-Όταν θα σταματήσεις και εσύ. Μοιάζετε τόσο πολύ... Βλέπεις πόσο μοιάζετε;
-Το βλέπω και φοβάμαι… Φοβάμαι πολύ, είπε ο Μενέλαος και έπιασε το χέρι της γυναίκας του και το φίλησε γλυκά.   
……………………………………………………………………………………………………….

Αλεξάνδρεια 1966


Ένας μήνας, τόσο είχε περάσει από το βράδυ εκείνο. Ένας μήνας που η Λουκία είχε δοκιμάσει κάθε ανθρώπινο μέσο για να μην χάσει το μυαλό της. Ένας μήνας που το ξυράφι το είχε κρατήσει, με χέρια που έτρεμαν, δίπλα στις φλέβες τις άπειρες φορές, αλλά που ακόμα δεν είχε βρει το κουράγιο να το μπήξει μέσα τους. Οι αντοχές τις κάθε μέρα λιγόστευαν και μονόδρομος έμοιαζε η λύση. Δοκίμασε να μην αντιστέκεται. Τις μαρτυρικές ώρες που εκείνος βίαια διεκδικούσε το σώμα της, προσπαθούσε να βγαίνει μέσα από αυτό. Σαν αόρατο χέρι όμως η θέληση της την τραβούσε με βία και πάλι μέσα. Λες και  η αηδία που ξεχείλιζε από κάθε πόρο της, ερχόταν να της θυμίσει, πως όχι η ζωή της ,δεν άξιζε να είναι έτσι. 


Στους γονείς της δεν είχε πει κουβέντα. Δεν έφταιγαν εκείνοι… Και τον Μάρκο σταμάτησε να προσπαθεί να τον πλησιάσει. Η αρχική ελπίδα της πως μόνο εκείνος θα την καταλάβαινε, πολύ νωρίς είχε εξατμιστεί. Εκείνος άλλωστε είχε να αντιμετωπίσει τους δικούς του δαίμονες. Εκείνος σε λίγες μέρες θα αρραβωνιαζόταν. Σε λίγες μέρες θα έθαβε ο ανόητος  και αυτός τη ζωή του μέσα στη διαστροφή του πατέρα του. Τι τον κρατούσε; Γιατί δεν έφευγε να σωθεί, όπως της είχε δηλώσει;


Μα τι αναρωτιόταν; Ο φίλος του τον κρατούσε. Αυτός ο νεαρός που με την Ερασμία ζούσαν μια αγάπη, όπως θα έπρεπε να είναι η αγάπη. Στα μάτια της Ερασμίας έβλεπε η Λουκία το πρόσωπο του αληθινού έρωτα. Η γλυκιά της η Ερασμία, η αδελφή της καρδίας της, ήταν η μόνη που της έδινε κουράγιο να ανοίγει πλέον κάθε πρωί τα μάτια της. Με καλοσύνη της έκανε παρέα, με υπομονή της καθάριζε τα τραύματα κάθε φορά που ξέφευγε η κατάσταση, με αγάπη την παρηγορούσε πως εκείνη θα την έπαιρνε από εκεί μέσα και θα έφευγαν. Ώρες ατελείωτες στο κήπο οι δύο γυναίκες  με τσουγκράνες και χώμα προσπαθούσαν να σπρώξουν τον χρόνο. Και όσο και αν απέφευγε η Ερασμία να της λέει για τον Μενέλαο, η Λουκία το έβλεπε πόσο ερωτευμένη και πόσο ευτυχισμένη ήταν. Την έβλεπε να χαϊδεύει τον λαιμό της όταν γυρνούσε από τις εξόδους της. Και αναρωτιόταν, αναρωτιόταν με θλίψη πως άραγε να είναι ένα φιλί δοσμένο με αγάπη.


-Άφησε την επιτέλους να φύγει! Εσύ την κρατάς! Εσύ μας κρατάς όλους καρφωμένους σε τούτο τον αναθεματισμένο τόπο, της ούρλιαξε ο Μάρκος ένα απόγευμα που ήταν μόνοι οι δυο τους σπίτι και εκείνη τον κοίταξε με απορία.

-Ποιαν κρατάω; Την Ερασμία;

-Φυσικά και την Ερασμία! Της ζήτησε να παντρευτούν. Τον αγαπάει , αλλά δεν σε εγκαταλείπει λέει. Δεν μπορεί να φύγει και να σε αφήσει εδώ μέσα. Πες της πως μπορεί να φύγει, είπε απειλητικά και τα μάτια του πετούσαν φλόγες.

-Δεν το ήξερα… Έχεις δίκιο, θα της πω να ακολουθήσει την καρδιά της. Αυτή τουλάχιστον να είναι ευτυχισμένη. Εσύ τουλάχιστον να είσαι ευτυχισμένος. Κάποιοι τουλάχιστον να είναι επιτέλους ευτυχισμένοι.

-Τι δουλειά έχω εγώ; Εγώ δεν σε έχω ανάγκη για να είμαι ευτυχισμένος! Εμένα βγάλε με από τη μέση.

-Λυπάμαι Μάρκο, λυπάμαι για ό,τι μπορεί να έχεις περάσει εδώ μέσα. Λυπάμαι που εκείνη δεν βρήκε το κουράγιο να σε προστατεύσει. Λυπάμαι που εκείνος κατάφερε και έσπασε μέσα σου τα πάντα. Λυπάμαι που και εγώ έτσι θα γίνω…

-Σκάσε! Σκάσε σου λέω, ούρλιαξε και κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος της

-Θα με χτυπήσεις και εσύ; Δεν φοβάμαι, χτύπησε με, αλλά μην του κάνεις τη χάρη. Μην γίνεις σαν και εκείνον. Μπορείς να είσαι διαφορετικός, αποκρίθηκε η Λουκία κοιτώντας τον κατάματα.

-Πως μπορείς; Πως το κάνεις αυτό; Πες μου, πως το κάνεις!!!! Πως μπορείς με τις μελανιές ακόμα πάνω σου να ελπίζεις στους ανθρώπους; Από τι είσαι φτιαγμένη;

-Πάω πάνω Μάρκο, σε λίγο θα γυρίσει σπίτι και καλό είναι να μην μας βρει να μιλάμε.  Αλήθεια δεν ήξερα πως της ζήτησε να παντρευτούν. Το περίμενα, αλλά δεν το ήξερα. Θα το τακτοποιήσω. Σύντομα όλοι σας, θα είσαστε ελεύθεροι, δήλωσε και βγήκε από το δωμάτιο για να μην τη δει να κλαίει.  


Με σφιγμένες τις γροθιές ακόμα, βγήκε έξω στον δρόμο και άρχισε να κατηφορίζει προς τη θάλασσα.  Γιατί δεν σηκωνόταν επιτέλους να φύγει; Γιατί καθόταν να βασανίζεται; Γιατί θα έκανε έναν αρραβώνα που δεν θα κατέληγε ποτέ σε γάμο; Γιατί κορόιδευε τον εαυτό του χρεώνοντας τον Μενέλαο;  Εκείνος ήταν αυτός που δεν μπορούσε να την εγκαταλείψει εκεί μέσα. Εκείνος ήταν που μόνο αυτή, η μητριά του, η κοπέλα με το μελαγχολικό βλέμμα και το σακατεμένο κορμί τον είχε κάνει επιτέλους να νιώσει κάτι μέσα του, μετά από τόσα χρόνια. Λες και όλα τα βασανιστήρια του παρελθόντος και του παρόντος είχαν συμβεί για να μπουν ο ένας μέσα στη ζωή του άλλου.  


Η Ερασμία με τον Μενέλαο έπρεπε να φύγουν. Θα τους πάντρευε και μετά θα τους έδιωχνε για την Ελλάδα. Αν η Ερασμία ήξερε πως θα έμενε εκείνος πίσω να προσέχει τη Λουκία, θα έφευγε με τον άντρα της. Τουλάχιστον κάποιοι να ζούσαν ευτυχισμένοι, όπως έλεγε και εκείνη…     

για τη συνέχεια πατήστε εδώ       

Τρίτη 24 Απριλίου 2018

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ : κεφάλαιο ενδέκατο



Αλεξάνδρεια 1966


Πιο πολύ τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είχαν μπερδευτεί. Από τη μια ο πατέρας του, που του ετοίμαζε γάμους, χωρίς φυσικά να τον ρωτήσει, και από την άλλη ο Μενέλαος που δήλωνε κατηγορηματικά ερωτοχτυπημένος με την παρακόρη. Όσο και αν προσπάθησε να πείσει τον φίλο του πως θα έπρεπε να φύγουν το συντομότερο από εκεί , εκείνος ήταν ανένδοτος. Θα έφευγαν, αλλά μαζί τους θα έπαιρναν και την Ερασμία. Σίγα μην άφηνε το κορίτσι μέσα σε αυτό το κολαστήριο. Για την  ακρίβεια ο Μενέλαος είχε δηλώσει, πως αν ο πατέρας του τολμούσε να απλώσει το χέρι του πάνω και στην Ερασμία, εκείνος θα του το έκοβε και θα του το τάιζε! 

Άναψε ένα τσιγάρο κοιτώντας τον νυχτερινό ουρανό και προσπάθησε να σκεφτεί ψύχραιμα τι θα έκαναν. Αν έμεναν κι άλλο στην Αλεξάνδρεια, θα έπρεπε να κάνει αρραβώνες και αυτό η εντιμότητα του, δεν του το επέτρεπε. Εκείνος σκάρτα σε γυναίκα δεν θα φερόταν. Αν πάλι έφευγαν, ο Μενέλαος δεν θα του το συγχωρούσε ποτέ. Πρώτη φορά τον έβλεπε έτσι με μια γυναίκα. Και στην Αγγλία μονίμως ερωτευμένος ήταν με κάποια, αλλά ποτέ άλλοτε δεν είχε αυτή τη λάμψη στα μάτια του. Ποτέ άλλοτε δεν είχε βάλει σε δεύτερη μοίρα το μέλλον τους. Πως λοιπόν να τον απομακρύνει  από το αντικείμενο του πόθου, πριν προλάβει καν να της πει τι νιώθει. Όχι, μπορεί  να ήταν ο ίδιος λιγότερος ρομαντικός, αλλά αυτό δεν θα του το έκανε.


-Ευχαριστώ πολύ για όλα, ακούστηκε η αδύναμη φωνή της Λουκίας και ο Μάρκος γύρισε και την κοίταξε με έκπληξη

-Μπες μέσα. Θα παγώσεις, μητέρα.

-Σε παρακαλώ, άσε με να σε ευχαριστήσω. Και μην με λες μητέρα. Η λέξη είναι ιερή για να τη λερώνουμε με ειρωνείες.

-Μπες μέσα , αν μας πάρει κάνα μάτι να μιλάμε μέσα στα σκοτάδια, θα έχουμε και οι δύο πρόβλημα μετά. Και μη με ευχαριστείς. Σε λίγο καιρό θα εύχεσαι να σε είχα αφήσει να πεθάνεις από την αιμορραγία, αλλά εγώ δεν θα είμαι εδώ να το δω.

-Εσύ τον έπεισες να φύγει απόψε για το Κάιρο; Αν έμενε… Χριστέ μου αν έμενε…

-Νομίζεις πως μπορώ εγώ να τον πείσω για το οτιδήποτε; Σαδιστής είναι Λουκία , δεν είναι χαζός. Ζωντανή σε θέλει για να μπορεί να βγάζει τα γούστα του πάνω σου. Μην νομίζεις πως δεν ξέρει τι του γίνεται. Ξέρεις πως για να μπορεί να σε ξαναβασανίσει, πρέπει πρώτα να γίνεις καλά. Γι αυτό προφασίστηκε τις δουλειές στο Κάιρο.  

-Γιατί; Γιατί φέρεται έτσι; Τι του έχει συμβεί;

-Σοβαρά τώρα, ψάχνεις να βρεις κάτι να τον δικαιολογήσεις;  Δεν ξέρω γιατί είναι έτσι. Δέκα μέρες θα κάτσει στο Κάιρο, όπως σου είπε όταν σε αποχαιρέτισε. Κανόνισε μέσα σε αυτές τις δέκα μέρες να δυναμώσεις. Και μια συμβουλή από μένα. Μην αντιστέκεσαι. Όσο αντιστέκεσαι τόσο θα σε βλάπτει, τόσο θα σε αποζητά. Η αντίσταση είναι εκείνη που τον ερεθίζει. Αν δέχεσαι στωικά ότι κάνει, αργά η γρήγορα θα σε βαρεθεί και θα σε αφήσει στην ησυχία σου.

-Εσύ αυτό έκανες; τον ρώτησε και πιάνοντας το χέρι του, χάιδεψε δακρύζοντας τον αριστερό καρπό του, που ένα παλιό κάψιμο είχε αφήσει το σημάδι του. Και έκανε το άγγιγμα της το κάψιμο να πονάει και πάλι όπως είχε πονέσει τότε που του το είχε κάνει. Με μια απότομη κίνηση έσπρωξε το χέρι της και την κοίταξε αγριεμένος.

-Λουκία δεν είμαστε φίλοι. Εγώ δεν είχα επιλογή. Εσύ όμως είχες! Επέλεξες να έρθεις εδώ μέσα και εγώ δεν θα σε λυπηθώ. Αν σε βοήθησα, το έκανα για τη ψυχή της μάνας μου. Ακόμα παλεύω να σώσω το τομάρι μου από δαύτον. Και θα το κάνω, να είσαι σίγουρη. Εσύ πάλι είσαι χαμένη. Πάρτο απόφαση. Αν σκέφτεσαι να φύγεις, βγάλτο από το μυαλό σου. Θα σε βρει. Όπου και να πας, θα σε βρει! Μάθε λοιπόν να ζεις με εκείνον και από μένα μην περιμένεις κάτι, είπε και την άφησε μόνη της να κλαίει  κάτω από τον έναστρο ουρανό.    

    
………………………………………………………………………………………………

Από την ώρα που είχε μπει μέσα στο σπίτι, σέρνοντας  τη βαλίτσα του, η Έρη είχε καταλάβει πως κάτι δεν πήγαινε καλά.  Δεν είχε το συνηθισμένο ξινισμένο, υπεροπτικό ύφος του, ούτε όμως και το φιλικό που του είχε ξεφύγει μια, δυο φορές. Έμοιαζε διαφορετικός. Ίσως να ήταν απλά κουρασμένος από το ταξίδι, είχε σκεφτεί και ας έμοιαζε  περισσότερο απογοητευμένος, παρά κουρασμένος.

Όταν όμως την επόμενη μέρα η διάθεση του δεν έδειχνε να αλλάζει, παρά τις τόσες ώρες ύπνου, η Έρη κατέληξε στο συμπέρασμα, πως μάλλον του έλλειπε η οικογένεια του, που είχε μείνει στη Μαδρίτη. Προσπάθησε έτσι να αγνοεί την καινούργια του πλευρά, που για κάποιο απροσδιόριστο λόγο την ενοχλούσε περισσότερο από όλες τις προηγούμενες.

-Να πάτε στον επιτάφιο με την Έρη, είπε η Ερασμία και την κοίταξαν και οι δύο με απορία. Η Ερασμία σε αντίθεση με άλλες γριές δεν το είχε ρίξει με μανία στη θρησκεία και την προσευχή.  Ένα καντηλάκι υπήρχε μέσα στην κουζίνα και αυτό η Ερασμία φρόντιζε να είναι πάντα αναμμένο. Ούτε εικόνες όμως, ούτε νηστείες, ούτε σταυροκοπήματα και επισκέψεις σε εκκλησίες και μοναστήρια. Τι την είχε πιάσει στα καλά καθούμενα και ζητούσε να πάνε, μαζί μάλιστα, στον επιτάφιο;  
-Άσε μας ρε μάνα. Στον επιτάφιο δεν με πήγαινες, ούτε όταν ήμουν μικρός. Τι μύγα σε τσίμπησε; διαμαρτυρήθηκε ο Γιώργος πριν προλάβει η Έρη να μιλήσει.
-Δεν το συζητάω. Πηγαίνετε να ντυθείτε, γιατί θα βγει όπου να ναι. Και μετά να πάτε να φάτε κάτι έξω. Εμείς θα φάμε ένα γιαούρτι και θα ξαπλώσουμε. Μίλα Μενέλαε! Πες τους να φύγουν να ηρεμήσουμε λιγάκι.
-Να φύγετε να ηρεμήσουμε λιγάκι…, είπε ο κύριος Μενέλαος κοιτώντας λοξά την Ερασμία.
-Μα έχει φαγητό από το μεσημέρι. Και εγώ θα ξαπλώσω νωρίς, να μην είμαι μέσα στα πόδια σας. Αν θέλετε μπορώ να πάω και στο σπίτι μου απόψε, πρότεινε η Έρη και η Ερασμία την αγριοκοίταξε.
-Θα πάτε στον επιτάφιο! ΤΕΛΟΣ. Εγώ είμαι η τρελή του σπιτιού. Και στους τρελούς δεν λένε όχι, είπε και ο Γιώργος κατάλαβε πως αν δεν έκαναν ότι έλεγε, θα υπέφεραν μετά.
-Εριφύλη δεν έχουμε επιλογή. Η κυρά Ερασμία κάνει συναισθηματικό εκβιασμό. Πάμε να φύγουμε. Θέλει να ξεμοναχιάσει τον Μενέλαο και ενοχλούμε, σχολίασε ειρωνικά και  άρχισε να προχωράει προς το υπνοδωμάτιο του.
-Σαν δε ντρέπεσαι σαρδανάπαλε! Πήγαινε και εσύ κόρη μου και μην τον ακούς αυτόν. Λίγη τηλεόραση να δούμε με ησυχία θέλουμε γέροι άνθρωποι, είπε και άρχισε να σπρώχνει και την Έρη έξω από το σαλόνι.

Δέκα λεπτά αργότερα έβγαιναν από το σπίτι και η Ερασμία έκλεινε την πόρτα πίσω τους χαμογελαστή, κάνοντας την Έρη να σκεφτεί πως έμοιαζε με ηλικιωμένη μαστροπό. Άραγε τι παιχνίδι της έπαιζε το άρρωστο μυαλό της πάλι και τους υποχρέωνε σε κάτι τέτοιο;     

για τη συνέχεια πατήστε εδώ