Με απελπισία κοίταξε την στοίβα με τα ρούχα πάνω στο τραπέζι και με παράπονο έβαλε το ατμοσίδερο στην πρίζα αναθεματίζοντας για χιλιοστή φορά εκείνον που σκέφτηκε το σιδέρωμα. Από όλες τις οικιακές υποχρεώσεις της, αυτή την απεχθανόταν περισσότερο με διαφορά. Και όσο περίμενε το σίδερο να ζεσταθεί, κρυφοκοίταξε λιγωμένα το βιβλίο δίπλα στην στοίβα που απρόθυμα λίγη ώρα νωρίτερα είχε αφήσει από τα χέρια της.
Πάντα διάβαζε, απλά η συχνότητα που διάβαζε ήταν λίγο παράδοξη. Μπορούσαν να περάσουν και μήνες χωρίς να ανοίξει βιβλίο, αλλά όταν σαν κύμα την χτυπούσε η ανάγκη να διαβάσει, γινόταν εμμονική. Θυσίαζε πολύτιμες ώρες ύπνου, ξεχνούσε βασικές υποχρεώσεις και για μέρες θαλασσοδερνόταν στα κύματα των σελίδων σαν ψαροκάικο. Και άντε τώρα μέσα σε μια τέτοια φουρτούνα να καταφέρεις να σιδερώσεις με προθυμία. Ένα μήνα τώρα το ένα βιβλίο τελείωνε, το επόμενο ξεκινούσε και αν και ήξερε από το παρελθόν πως κρίση ήταν θα περνούσε, είχε αρχίσει να εξαντλείται.
Έβαλε πάνω στη σιδερώστρα την πρώτη μπλούζα και αφηρημένα ξεκίνησε να τη σιδερώνει ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο βιβλίο. Σαν πιάτο έτοιμο προς βρώση έμοιαζε έτσι ακουμπισμένο πάνω στο τραπέζι. Μα αυτό δεν ήταν άλλωστε τα βιβλία; Τροφή του νου και της ψυχής.... "Άραγε οι συγγραφείς που είχε διαβάσει μέσα στον τελευταίο μήνα αν ήταν πιάτα, τι πιάτα θα ήταν ;" αναρωτήθηκε. Γιαυτό το σιχαινόταν το σίδερο. Γιατί το μυαλό της πάντα το έσκαγε όσο διαρκούσε.
Ο Καζαντζάκης θα ήταν μουσακάς, αποφάσισε χωρίς πολλή σκέψη. Κυρίως πιάτο. Παραδοσιακός, πάντα διαχρονικός, γοητευτικός ακόμα και στους ξένους. Σε άλλους έπεφτε βαρύς και άλλοι δεν μπορούσαν να ζήσουν χωρίς να τον γεύονται τακτά. Και εκείνη λάτρευε τον μουσακά, χόρταινε από την πρώτη μπουκιά, τον θεωρούσε το πιο μεστό ελληνικό πιάτο, κάθε μπουκιά και μια άλλη εμπειρία, κάθε μπουκιά και μια έκπληξη. Ναι σίγουρα μουσακάς!
Και η Δημουλά; Η Δημουλά θα ήταν σίγουρα ένα φίνο ακριβό κόκκινο κρασί. Συνοδευτικό που συμπληρώνει το κυρίως, όπως η ποίηση την πεζογραφία. Γιατί ένα καλό φαΐ χωρίς το σωστό κρασί μοιάζει ανάπηρο. Ένα κρασί λοιπόν αινιγματικό, μεθυστικό, από εκείνα που σου ξυπνάνε μνήμες όταν τα πίνεις και δακρύζεις. Ναι σίγουρα κρασί...
Και ο Σουρούνης; Ο αγαπημένος της Σουρούνης; Κάτι πικάντικο. Μεζές! Ορεκτικό θα ήταν εκείνος. Σίγουρα θα του άρεσε αν του το έλεγε. Λουκάνικα σπετσοφάι θα ήταν να τραβιέται το κρασί. Γιατί έτσι ήταν μαζί του. Πολλές φορές μόνο από το ορεκτικό είχε χορτάσει. Ναι σπετσοφάι θα ήταν.
Και ο Λειδαδίτης; Τι θα ήταν εκείνος; Σίγουρα κυρίως πιάτο. Κάτι οξύμωρο όμως γευστικά. Μοσχαράκι λεμονάτο θα ήταν, που τόσο αγαπούσε η ίδια! Ξινό μεν αλλά απολαυστικό... Καθαρτικά απολαυστικό! Γιατί έτσι ένιωθε όσο τον διάβαζε. Κάθαρση και έκπληξη, πως λέξεις που εκείνη δεν χρησιμοποιούσε ποτέ, έμοιαζαν μαγικές όταν εκείνος τις μεταχειριζόταν. Σαν το λεμόνι ένα πράγμα, που μόνο του δύσκολα το τρως, αλλά που ένας σωστός μάγειρας μπορεί να σε κάνει να ζητάς και άλλο στο πιάτο σου! Ναι μοσχαράκι λεμονάτο!
Και εσύ Χιόνη μου που σήμερα σε γνώρισε; Εσύ άραγε τι θα ήσουν; Επιδόρπιο....Ναι επιδόρπιο. Όχι όμως κάτι λιγωτικό όπως γαλακτομπούρεκο. Ούτε όμως πάστα ή γλυκό του κουταλιού. Λουκουμάκι Συριανό θα ήσουν! Από εκείνες τις μπουκίτσες με τα αμύγδαλα μέσα. Γιατί έτσι ένιωθε μαζί σου. Μια γλύκα ένιωθε και μπουκίτσα, μπουκίτσα σε έτρωγε, ανάθεμα το σίδερο! Και όταν πετύχαινε και τα αμυγδαλάκια μέσα στα γραφόμενα σου, γούρλωνε τα μάτια της έκπληκτη και τα υπογράμμιζε και ας κόντεψε μια δυο φορές "να σπάσει" δόντι. Χαλάλι σου!!!! "Ναι λουκουμάκι σίγουρα", αναφώνησε και άρχισε να χοροπηδάει από τον πόνο γιατί η άκρη από την καυτή πλάκα ακούμπησε το δάχτυλο της.
Και όσο ικανοποιημένη με το μενού του αλλιώτικου αυτού δείπνου, άπλωνε ένα σεντόνι πάνω στην σιδερώστρα, τόλμησε να αναρωτηθεί "άραγε αν ποτέ κανένας με περιλάμβανε και εμένα σε ένα τέτοιο δείπνο, τι θα ήμουν εγώ;" "Το φτηνό αναψυκτικό για την χώνεψη θα ήσουν αλαφροϊσκιωτη!!! Εύπεπτη, γευστικά προσωρινά ευχάριστη, μη απαραίτητη για ένα καλό δείπνο, και φυσικά χρήσιμη μέχρι το ανθρακικό να ξεθυμάνει! Αυτό θα ήσουν ιερόσυλη που τόλμησες να παρομοιάσεις τον Καζαντζάκη με μουσακά και θες να μπεις και ανάμεσα τους στο τραπέζι!!! Σιδέρωνε εκεί πέρα τρομάρα σου, που ούτε και αυτό δεν κάνεις σωστά!!!!! Και τράβα φτιάξε κανέναν κανονικό μουσακά που με την τρέλα σου πάλι νηστικούς θα τους αφήσεις!" την μάλωσε η συνείδηση της και με χαμηλωμένο το κεφάλι, λυπημένη, συνέχισε να σιδερώνει χωρίς άλλες σκέψεις το πέμπτο σώβρακο μινιατούρα του γιου της. Γιαυτό το σιχαινόταν το σίδερο... Γιαυτό! _