Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

Τα άσπρα λουστρίνια


«Ελπίζω να είσαι επιτέλους ευτυχισμένη. Κοίταξε με, άσπρα λουστρίνια φοράω και τώρα. Τα πήρα επίτηδες ένα νούμερο μικρότερο, να με στενεύουν. Να μου πληγιάζουν τα πόδια, να μου ματώνουν τις φτέρνες και τα δάχτυλα. Δεν είναι 28 νούμερο όπως τότε , είναι 38, αλλά μικρή η διαφορά. Δέκα πόντους μεγάλωσε το πόδι μου όλα αυτά τα χρόνια, μα καθόλου η ψυχή μου. Φρόντισες εσύ να την κλείσεις μέσα σε ένα γυαλιστερό, άσπρο ζευγάρι λουστρινάκια νούμερο 28 και μ’ ένα χαστούκι να επιβεβαιώσεις πως θα μείνει για πάντα κλεισμένη εκεί. Πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή μου αν τότε μου είχες αγοράσει εκείνα τα κόκκινα που σε παρακαλούσα. Όχι όμως, η κόρη η δική σου θα φορούσε λευκά λουστρίνια και άσπρο φουρό, για να σου λένε όλοι πως μοιάζω με μπομπονιερίτσα. Ακόμα και τώρα δεν κατανοώ την ικανοποίηση που σου έδινε αυτός ο χαρακτηρισμός… Μέσα στα λευκά έτσι, παραδόθηκα στη θέληση σου τότε. Μέσα στα λευκά παραδίνομαι και τώρα. Δεν πρέπει να κλάψω. Θα χαλάσει το μακιγιάζ. Από την Αθήνα έφερες μακιγιέζ για να με βάψει. Βλέπεις, μόνο ένας καλός επαγγελματίας θα μπορούσε να χτίσει το προσωπείο που χρειαζόσουν. Με αγαπάει και αυτό σε κάνει να πιστεύεις πως είναι αρκετό. Και εσύ με αγαπάς, το ξέρω, και ας μην με άφησες ποτέ να αναπνεύσω. Με αγαπάς με μια αγάπη που χρόνια προσπαθώ να καταλάβω. Δεν θα έπρεπε όμως να ναι έτσι και το ξέρεις. Την αγάπη δεν πρέπει να προσπαθείς να την δικαιολογήσεις, ρε μάνα. Μακάρι να είχα τα αρχίδια να μπορούσα να σου το φωνάξω. Είδα όμως και εκείνους που αγαπάς και που έχουν αρχίδια πόσο μπόρεσαν να σου επιβληθούν. Του ενός τα «αγόρασες» γιατί τον λάτρεψες και του άλλου του τα έκοψες γιατί τον «γέννησες». Δεν έμαθες από τα λάθη σου όμως και αυτό είναι και εκείνο που με τρελαίνει. Ή μάλλον νόμιζες ότι έμαθες. Νόμιζες πως επειδή εσύ τον ερωτεύτηκες, ήταν αρκετό. Νόμιζες πως θα σε ερωτευόταν και εκείνος, κάποια στιγμή. Νόμιζες πως η προίκα σου μπορούσε να αγοράσει την ευτυχία. Και αγόρασε κάτι, όχι όμως την ευτυχία. Αγόρασε τη ματαιοδοξία του . Τον ευνούχισες έτσι, πριν καν τον νιώσεις μέσα σου. Με τον καημό αυτό νομίζω θα κλείσεις κάποτε τα μάτια σου. Με τον καημό πως όσες φορές και να τον καλωσόρισες εντός σου, πάντα εκείνος ήταν απών και ας πότιζε με το σπέρμα του τα χωράφια του κορμιού σου. Μεγαλογαιοκτήμονα τον έκανες , τσιφλικά, τι περίμενες; Και άνθισε το κορμί σου και έβγαλε καρπούς. Εσύ όμως ακόμα και τους καρπούς αυτούς βρήκες τρόπο να τους ξεράνεις. Στον έναν καρπό αρρωστημένα έριχνες τόνους νερό, από φόβο μην σου πάθει κάτι και τον άλλο τον άφηνες απότιστο, για να δυναμώσει μόνος του, όπως έλεγες. Οι γυναίκες πρέπει να είναι σκληρές, οι γυναίκες πρέπει να αντέχουν, οι γυναίκες σηκώνουν όλο το βάρος, οι γυναίκες είναι εκείνες που πληγώνονται, τέτοια μου έλεγες, για να δικαιολογήσεις την αδυναμία που είχες στον αδελφό μου. Λες και ήμουν καμία κουτή και δεν έβλεπα πόσο έμοιαζε σε εκείνον. Λες και δεν έβλεπα πως περίμενες από το γιο σου, να σου χαρίσει το βλέμμα που ο πατέρας δεν σου χάρισε ποτέ. Γιατί, μάνα, αυτό το έβλεπα και σε δικαιολογούσα. Το έβλεπα και ας με εξόργιζε που έλεγες στις φιλενάδες σου, κάθε φορά που σε τσιγκλούσαν, πως όλα τα δάχτυλα αν τα κόψεις το ίδιο θα πονέσουν. Εκείνο που δεν έβλεπα όμως, ήταν πως σε εμένα λανθασμένα καθρέφτιζες τον εαυτό σου και ας μην σου έμοιαζα σε τίποτα. Σε εμένα έβλεπες το είδωλο της δεύτερης ευκαιρίας σου. Σε εμένα έβλεπες τη συνέχεια σου, που δεν θα έκανε τα ίδια λάθη με σένα. Σε μένα έβλεπες εκείνη που δεν θα ερωτευόταν ποτέ. Εκείνη που θα φρόντιζες να μην υποφέρει, όπως υπέφερες εσύ. Και όσο φοβόσουν να μην πατήσω πάνω στα χνάρια σου, έκανες για δεύτερη φορά το ίδιο λάθος. Μου αγόρασες έτσι έναν γαμπρό, όπως αγόρασες και τον δικό σου. Μόνο που τον διάλεξες εσύ για μένα. Και αυτή τη φορά είπες το έργο να παίξει ανάποδα, μπας και έχει καλύτερο φινάλε. Δεν τον αγόρασες επειδή εγώ τον ερωτεύτηκα, αλλά επειδή με ερωτεύτηκε αυτός. Ανόητη μανούλα μου… Πόσο λάθος τα βλέπεις όλα! Δεν πονούσε ο έρωτας, μάνα. Πονούσε που πίστεψες και τις δύο φορές πως αρκεί ο έρωτας του ενός. Παιχνίδι για δύο είναι αυτό, πότε επιτέλους θα το δεις; Πώς να σου αντισταθώ όμως έτσι στριμωγμένη που 'μαι σ' εκείνα τα παιδικά λευκά λουστρίνια; Από νωρίς με έμαθες να “περπατάω” με τα θέλω σου και ας έγδερναν τις φτέρνες και την ψυχή μου. Σήμερα παντρεύομαι. Σήμερα ντύθηκα στα λευκά. Σήμερα φόρεσα τα άσπρα λουστρίνια που λίγο με στενεύουν και το πληθωρικό λευκό φουρό. Σήμερα κάλυψα τις δικές μου επιθυμίες με ακριβό make up. Σήμερα έδιωξα την μπόχα των σαπισμένων μου ονείρων με ακριβό άρωμα. Σήμερα πήρα το μακρύ, δαντελένιο, φρεσκοσιδερωμένο πέπλο μου και το φόρεσα σφιχτά. Μα γιατί κλαις; Αυτό δεν ήθελες;»
Μια αχτίδα φωτός έμπαινε μέσα από την κουρτίνα και χάιδευε το αιωρούμενο λευκοντυμένο κορμί. Σαν παραφωνία, ένα άσπρο ψηλοτάκουνο λουστρίνι είχε δραπετεύσει από το ένα πόδι και αναποδογυρισμένο στεκόταν λίγο παραπέρα. Αν πρόσεχες λίγο καλύτερα το πόδι από όπου είχε ξεφύγει, μπορούσες να διακρίνεις τις κοκκινίλες και τις φουσκάλες στις φτέρνες και στα δάχτυλα. Το πικ απ που λίγο νωρίτερα έπαιζε τραγούδια, είχε σωπάσει. Το μόνο που ακουγόταν ήταν τα ουρλιαχτά της γυναίκας, που γονατιστή, κάτω από το ακόμα κρεμασμένο άψυχο σώμα της κόρης της, φιλούσε και χάιδευε το ξυπόλυτο πόδι. Όταν είχαν προσπαθήσει συγγενείς να την απομακρύνουν εκείνη τους είχε γρατζουνίσει με τα νύχια της. Μόλις όμως ο άντρας της την έπιασε από το χέρι και την κοίταξε κατάματα, εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα, σκούπισε τα δάκρυα και πειθήνια δέχτηκε να σηκωθεί. Πήγε να απομακρυνθεί αποκαμωμένη, στηριζόμενη στην αγκαλιά του, αλλά κάτι την σταμάτησε απότομα. Γύρισε αργά, μάζεψε το αναποδογυρισμένο παπούτσι και το φόρεσε στο γυμνό πόδι. Καινούργια δάκρυα άρχισαν να τρέχουν και πάλι στα μάγουλα της.

«Κοίτα την, Κωστή μου. Κοίτα την κόρη μας. Σαν μπομπονιερίτσα είναι…» είπε μέσα σε αναφιλητά και χώθηκε στην αγκαλιά του.