Το μικρό περίπτερο εκείνο το βράδυ του Μαρτίου, για κάποιο λόγο, της Κικής της έμοιαζε ακόμα πιο μικρό. Σαν ένα κλουβί με τοίχους από τσιγάρα, σοκολάτες και τσίχλες. Και παρά τη "δροσιά" μιας άνοιξης, που έκανε τα νεύρα του κόσμου κρόσσια με τις τεράστιες αποκλίσεις θερμοκρασίας ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα, εκείνη ένιωθε να καίγεται μέσα στο κουβούκλιο που η ζωή ήθελε να έχει ως εργασιακό χώρο.
Όχι παραπονιάρα δεν ήταν η Κική.... Για την ακρίβεια ήταν ένας αισιόδοξος και θετικός άνθρωπος, που από μικρή έμαθε να βαφτίζει τις τυχόν ατυχίες της ζωής της "μαθήματα". Έτσι πάλεψε την απώλεια των γονιών της, έτσι πάλεψε τα ατελείωτα χρόνια που οι προσωπικές ανάγκες της μπήκαν σε δεύτερη γραμμή πίσω από τις ανάγκες των παιδιών της, έτσι πάλευε και τώρα την οικονομική κρίση που την είχε κάνει λίγο μετά τα πενήντα, να πρέπει να δουλεύει στο περίπτερο για να συμπληρώνει το κουτσουρεμένο εισόδημα του άντρα της.
Και ήταν καλή η ως τώρα ζωή της. Καλή χωρίς να είναι και εύκολη ταυτόχρονα. Γιατί το ήξερε η Κική πως το καλό συνήθως, δεν είναι και εύκολο. Το έμαθε νωρίς αυτό με έναν δύσκολο τρόπο και τότε ήταν που αποφάσισε πως όλα είναι θέμα προτεραιοτήτων. Αν έμεινε λοιπόν τότε που το πήρε γραμμή, δεν ήταν γιατί ένα αγόρι 4 χρονών και ένα κορίτσι 6 χρονών κρεμόντουσαν από πάνω της σαν βδέλλες, αλλά γιατί τον αγαπούσε. Ποτέ της δεν παραμύθιασε τον εαυτό της πως έγινε θυσία στο βωμό της μητρότητας. Θυσία έγινε στο βωμό της μνήμης του μεγαλύτερου πάθους της ζωής της. Και έκανε η Κική με στωικότητα τα στραβά τα μάτια στις δικές του κουτσουκέλες, γιατί τον ήθελε και στο δικό της κρεβάτι, τι και αν αυτός ερχόταν κατευθείαν από κάποιο ξένο. Όσο άνοιγε ακόμα την αγκαλιά του και την έχωνε μέσα, ο κόσμος της κινούταν σε ορθή τροχιά! Και εκείνος πάντα γυρνούσε στο δικό της κρεβάτι και πάντα άνοιγε την αγκαλιά του...
Μα τι της είχε έρθει Μάρτη μήνα να φτιάξει γεμιστά. Αυτά τα ρημάδια τα γεμιστά έφταιγαν για όλα. Αν είχε φτιάξει σουπιές με σπανάκι, όπως σκεφτόταν αρχικά, τώρα θα έλυνε σταυρόλεξα μέσα στο περίπτερο αντί να προσπαθεί να πάρει ανάσα. Μα ήταν ο καιρός τόσο όμορφος σήμερα το πρωί, και ο ήλιος θύμιζε τόσο καλοκαίρι, που ζήλεψε ένα καλοκαιρινό φαγητό. Χωρίς λογική λοιπόν αγόρασε τα υλικά στο σούπερ μάρκετ και μόνο όταν έφτασε στο ταμείο, κατάλαβε την γκάφα που είχε κάνει. Εφτά πιπεριές τις είχε πληρώσει 5,5 ευρώ, αλλά ήταν πλέον αργά να κάνει πίσω. Έτσι όμως ήταν με όλα τα πράγματα, όχι μόνο με τα ζαρζαβατικά. Όταν κάτι πας να το διεκδικήσεις εκτός εποχής το πληρώνεις κομματάκι ακριβότερα. Αγνοώντας λοιπόν το πρώτο σοκ, γύρισε χαρούμενη σπίτι της και βάζοντας το ραδιόφωνο να παίζει, ξεκίνησε να μαγειρεύει το φαγητό. Και αφού το ταψί μπήκε στο φούρνο, κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας και άναψε ένα τσιγάρο.
-Ελένη...Ελένη έλα λίγο που σε θέλω.
-Τι θέλεις ρε μαμά; Γράφω μια εργασία για τη σχολή;
-Βρε παιδί μου, έλα ένα λεπτό.
-Αμάν, ήρθα, λέγε!
-Ποιο τραγούδι είναι αυτό; Το ξέρεις;
-Άτσα η μάνα. Ακούς και Μποφίλιου κυρα Κικίτσα;
-Δεν με νοιάζει ποια το λέει. Να μου το γράψεις θέλω σε cd. Μπορείς;
-Δεν χρειάζεται να στο γράψω. Το έχω το cd. "Mέχρι το τέλος" λέγεται το άσμα και στο χαρίζω το cd. Εγώ δεν την αντέχω την Μποφίλιου, μες την κλάψα είναι. Δώρο μου το έκανε μια φίλη, θα στο αφήσω πάνω στο τραπέζι του σαλονιού. Τι μαγειρεύεις;
-Γεμιστά φτιάχνω.
-Αμάν ρε μαμά! Αφού σου είπα κάνω δίαιτα! Θα κόψω μια σαλάτα να φάω πιο αργά. Πάω να τελειώσω την εργασία, είπε η Ελένη και έφυγε από την κουζίνα αφήνοντας την Κική πάλι μόνη της.
Αυτό που η κόρη της κάθε τρεις και λίγο το έριχνε στα μαρούλια, πολύ τη δυσκόλευε στον προγραμματισμό του φαγητού. Γιατί η Ελένη μονίμως σε μια κατάσταση "κάνω δίαιτα" ήταν, αλλά ποτέ δεν ήξερε αν το εννοούσε ή αν το έλεγε έτσι. Σήμερα μάλλον το εννοούσε, αν έκρινε από την αποστροφή της στο άκουσμα της λέξης γεμιστά. Δύο πιπεριές θα έμεναν... Δεν πειράζει θα τις έτρωγε εκείνη την επόμενη μέρα...
-Μάνα φεύγω..
-Που πας; Σε μισή ώρα το φαγητό θα είναι έτοιμο αγόρι μου.
-Έχω κανονίσει με παρέα να φάω έξω.
-Και γιατί βρε παιδί μου δεν μου το είπες νωρίτερα;
-Άσε μας ρε μάνα, που θα πρέπει να σου δίνω και αναφορά.
-Και εγώ τι θα το κάνω τόσο φαΐ; Που είσαστε όλοι κακομαθημένοι και δεν το τρώτε την επόμενη μέρα, μου λες; Να σου φυλάξω δύο πιπεριές, που σου αρέσουν, για το βράδυ;
-Φεύγω λέμε και θα αργήσω να γυρίσω. Δώσε στον Αζόρ τις πιπεριές μου. Δώρο πες του από μένα. Άντε γεια.... είπε και κοπάνησε την πόρτα πίσω του.
Ωραία, ούτε ο Νίκος θα έτρωγε. Τα "χρυσά" γεμιστά εκείνη και ο σκύλος θα τα έτρωγαν όπως πήγαινε το πράγμα. Αλλά όχι, θα γύριζε εκείνος. Εκείνος λάτρευε τις γεμιστές πιπεριές , σκέφτηκε και έσβησε τον φούρνο. Είχε ακόμα μια ώρα μέχρι να γυρίσει εκείνος. Θα έκανε ένα μπάνιο, θα έστρωνε όμορφα το τραπέζι και θα έτρωγαν οι δυο τους, όπως τότε που είχαν πρωτογνωριστεί.
Εκείνος όμως δεν είχε έρθει. Και ούτε τηλέφωνο δεν είχε μπει στον κόπο να την πάρει. Και όταν εκείνη ανήσυχη τον αναζήτησε, πήρε τις γνωστές δικαιολογίες, που είχε πιστέψει εδώ και δύο χρόνια πως δεν θα ξανάκουγε. Και έφυγε και η Ελένη και έμεινε ολομόναχη να μετράει τις ώρες για να πάει στη δουλειά, με το ταψί με τις γεμιστές πιπεριές άθικτο πάνω στο πάγκο της κουζίνας να παγώνει και μαζί με αυτό να παγώνει και η ψυχή της.
Έτσι παγωμένη έφτασε στο περίπτερο να αναλάβει τη νυχτερινή βάρδια εκείνο το βράδυ του Μάρτη. Και χωρίς να καταλάβει πως και γιατί, σταδιακά ένιωσε το πάγωμα να γίνεται μια πυρκαγιά από παράπονο και να την καίει συθέμελη. Όχι δεν ήταν παραπονιάρα η Κική. Αλλά εκείνο το βράδυ του Μάρτη, μ' ένα άθικτο ταψί γεμιστές πιπεριές, που είχαν στοιχίσει χρυσάφι, είχε κάνει μια διαπίστωση, που ήξερε πως θα της άλλαζε τη ζωή. " Όταν κάτι πας να το διεκδικήσεις εκτός εποχής, το πληρώνεις κομματάκι ακριβότερα". Και όπως είχε πληρώσει τις πιπεριές, έτσι ήταν επιτέλους διατεθειμένη να "πληρώσει" το όποιο κόστος για κάτι που καιρό πριν έπρεπε να είχε διεκδικήσει. "Μέχρι το τέλος", σκέφτηκε αναψοκοκκινισμένη και έβαλε το cd της κόρης της να παίζει τέρμα.
"Μέχρι το τέλος η ψυχή
και όμως πηγαίνει και πιο εκεί..
καλά που βρέθηκες εσύ
να μου την ταξιδέψεις.."
και μια παρέα από πιτσιρικάδες που κατηφόριζαν τον δρόμο, γύρισαν ξαφνιασμένοι, να εντοπίσουν από που ερχόταν ο ήχος.
"και μην σε νοιάζουν τα λεφτά
αν μ αρνηθείς ως τις εφτά ...
θα περισσέψουν αρκετά
τριάντα θα ξοδέψεις"
και μαγνητισμένοι από το απρόσμενο ηχητικό ερέθισμα, άρχισαν να πλησιάζουν το περίπτερο χασκογελώντας.
"όχι που τρέμω τον σταυρό
αλλά που δεν μπορώ να βρω
χρυσά καρφιά που να αξίζουν τη θυσία"
και λίγο κάτι μπύρες που είχαν πιει νωρίτερα, λίγο η περιπτερού που τραγουδούσε μερακλωμένη τους στίχους, λίγο η ηλικία τους και άρχισαν εκεί, μες την μέση του δρόμου, να χορεύουν.
"δεν φεύγω για παλικαριά
αλλά που μου πεσε βαριά
μες τον Παράδεισο η τόση προδοσία"
και εκεί μέσα σε ένα δρομάκι, σε μια πόλη τόσων εκατομμυρίων ανθρώπων, μπροστά σε ένα περίπτερο, το παράπονο της Κικής άρχισε να μοιάζει με κάλεσμα σειρήνας κάνοντας και άλλους διερχόμενους να σταματάνε μαγνητισμένοι. Εκείνο το βράδυ του Μαρτίου η Κική κέρασε μπύρες όλους όσους σταμάτησαν και το τραγούδι έπαιξε άπειρες φορές στην επανάληψη, έπειτα από παράκληση του κόσμου. Εκείνο το βράδυ η Κική αποφάσισε οριστικά πως "μέχρι το τέλος η ψυχή και όμως πηγαίνει και πιο εκεί..." και πέταξε στα σκουπίδια, χωρίς δεύτερη σκέψη, γυρνώντας στο σπίτι, το ταψί με τα γεμιστά, αλλά και όλα εκείνα που τη βάραιναν.
Εμπνευσμένο από ένα σχόλιο στο youtube, κάτω από αυτό το τραγούδι. Γιατί μια περιπτερού, κάποτε, κοντά στο Μοναστηράκι, πραγματικά έπαιζε το τραγούδι αυτό τέρμα...