Την εικόνα της μητέρας της σχεδόν την είχε ξεχάσει. Το μόνο που ακόμα
κρατούσε η μνήμη της, στον απόηχο μακρινών αναμνήσεων, ήταν λυτά μακρυά
ξανθά μαλλιά να χαϊδεύουν το μάγουλο της. Ο πατέρας της μέχρι και τo
τέλος, σπάνια μιλούσε για εκείνη. Ο θάνατος της τον είχε τσακίσει, γιαυτό
και είχαν φύγει από από το χωριό ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω τους.
Εκείνη κοριτσάκι τότε μόλις πέντε χρονών, δεν καταλάβαινε και πολλά. Όσο
όμως μεγάλωνε ζητούσε απαντήσεις. Τον παρακαλούσε να της μιλήσει για
εκείνη, να της δείξει μια φωτογραφία, να της πει μια ιστορία. Aλλά εκείνος
ήταν αμετάκλητος. Το μόνο που της έλεγε ήταν πως η μητέρα της ήταν μια
ιδιαίτερα όμορφη και καλόψυχη γυναίκα. Όταν στα δεκαοχτώ του ζήτησε να
μάθει που ήταν το χωριό, ελπίζοντας να βρει εκεί απαντήσεις, εκείνος την
κοίταξε με τέτοιο πανικό, που για να τον ηρεμήσει του υποσχέθηκε πως δεν
θα ξαναρωτούσε. Τον αγαπούσε πολύ για να τον βλέπει να υποφέρει, έβαλε
έτσι στην άκρη τα ερωτηματικά της. Με τα χρόνια πλέον μόνο όταν
βούρτσιζε τα μαύρα άχαρα μαλλιά της, σκεφτόταν χολωμένη, πως ίσως αυτή η
μητέρα να μην είχε υπάρξει ποτέ μιας και το δικό της παρουσιαστικό, δεν
θύμιζε σε τίποτα αυτό το αέρινο πλάσμα της φαντασίας της, που τόσο είχε
αγαπήσει ο πατέρας της.
Παρά το ότι
όμως εμφανισιακά δεν την έλεγες και όμορφη, από νωρίς στην εφηβεία είχε
άπειρες κατακτήσεις. Στην αρχή δυσκολευόταν και εκείνη να καταλάβει το
λόγο που τραβούσε τα αρσενικά σαν το μέλι. 'Ώσπου τελικά αποδέχτηκε, πως
μάλλον με κάποια κρυφή γοητεία την είχε προικίσει ο Θεός και το
εκμεταλευόταν όσο μπορούσε. Το πρόβλημα της λοιπόν δεν ήταν να βρει
σύντροφο, το πρόβλημα της ήταν να καταφέρει να δεθεί μαζί του. Λες και ο
χρόνος της προκαλούσε τάσεις φυγής και συνήθως εξαφανιζόταν χωρίς πολλές
εξηγήσεις. Ο ψυχολόγος της της έλεγε, πως η απουσία της μητρικής
φιγούρας ήταν αυτό που ευθυνόταν για την αδυναμία σύναψης μακροχρόνιων
δεσμών. Αλλά εκείνης αυτή η πασιφανής εξήγηση, δεν της αρκούσε. Βαθιά μέσα
της διψούσε να βρει έναν άντρα και να μείνει μαζί του για πάντα. Κανένας
όμως δεν έμοιαζε κατάλληλος. Ούτε καν εκείνος, που παρά τον υδραργυρικό
χαρακτήρα της, πάντα δεχόταν να την βλέπει χωρίς να υπολογίζει τι μπορεί
να είχε μεσολαβήσει από τον χωρισμό τους, μέχρι την επόμενη συνάντηση
τους. Αν τον αγαπούσε;;; Έτσι νόμιζε, αλλά το ότι πάντα έφευγε, την έκανε
να το αμφισβητεί.
Ο θάνατος του
πατέρα της λίγο πριν τα τριακοστά γενέθλια της την καταρράκωσε. Για
μέρες αρνιόταν να φάει, να πλυθεί, να κοιμηθεί. Μόνο έκλαιγε βουβά. Και
εκείνος πάλι είχε τρέξει να της κρατάει το χέρι τις δύσκολες ώρες που
περνούσε. Μέρες μετά όταν άνοιξε η διαθήκη, ένας δικηγόρος που πρώτη φορά
έβλεπε, της αράδιαζε ένα σωρό περιουσιακά στοιχεία που εκείνη αγνοούσε
και που δεν ήταν σε θέση να συγκρατήσει. Έβαλε μόνο ότι υπογραφές της
ζήτησε και ντυμένη στα μαύρα επέστρεψε στο πατρικό της, διώχνοντας ακόμα
και εκείνον, για να μπορέσει να βουλιάξει ανενόχλητη στο πένθος της. Ένα
μήνα κράτησε αυτή η κατάσταση και όταν πλέον στέρεψαν τα δάκρυα της, το
πήρε απόφαση πως έπρεπε να προχωρήσει μπροστά. Άρχισε λοιπόν να μαζεύει
τα πράγματα του πατέρα της σε κούτες για να αδειάσει το σπίτι, ελπίζοντας
πως αν αποχωριζόταν όλα τα υλικά, ίσως έφευγε μαζί τους και το τεράστιο
κενό που ένιωθε.
Κάτω από το
κρεββάτι όμως, που εκείνος κοιμόταν τόσα χρόνια, βρήκε ένα κουτί με ένα
λουκέτο να το κρατάει ερμητικά κλειστό. Γεμάτη περιέργεια και μετά από
κάμποσες προσπάθειες, κατάφερε να το σπάσει, ελπίζοντας να βρει μέσα κάτι
σημαντικό. Απογοητευμένη όμως το μόνο που βρήκε, ήταν ένα κιτρινισμένο
μαντίλι με το όνομα της κεντημένο πάνω. Το πέταξε μέσα στην τσάντα της
χωρίς να το πολύ σκεφτεί και συνέχισε το μάζεμα. Και οι μήνες κυλούσαν, ο
πόνος γινόταν πιο οικείος και η ζωή της έμοιαζε να μπαίνει και πάλι στη
συνηθισμένη τροχιά. Ώσπου μια μέρα τακτοποιώντας τα έγγραφα της
φορολογικής της δήλωσης, πρόσεξε ένα αγροτεμάχιο σε ένα ορεινό χωρίο.
Αμέσως κατάλαβε πως εκείνο πρέπει να ήταν το χωριό που είχε γεννηθεί και
χωρίς να πατήσει τον όρκο της, μιας και πατέρας της δεν ζούσε πλέον, γέμισε το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου της ένα χλωμό πρωινό του Νοέμβρη
και ξεκίνησε.
Φτάνοντας στην
πλατεία του χωρίου, προσπάθησε να ζορίσει την μνήμη της, μήπως και
ανασύρει κάποια ανάμνηση. Αλλά στάθηκε αδύνατο. Απογοητευμένη και
μετανιωμένη έκανε να φύγει όταν πρόσεξε ένα ξανθό κοριτσάκι να την
κοιτάζει με περιέργεια.
"Πώς σε λένε;" ρώτησε το μικρό κορίτσι που πάνω από 6 χρονών δεν θα ήταν. Και εκείνο χαμογέλασε ντροπαλά και έτρεξε να κρυφτεί σε ένα σπίτι με μια μεγάλη μουριά στην αυλή. Αυτή η μουριά κάτι της θύμιζε, αλλά τι; Για κάμποσα λεπτά απλά κοιτούσε την μουριά, αλλά όσο την κοιτούσε τόσο πειθόταν πως το μυαλό της μάλλον της έπαιζε παιχνίδια.
"Ξένη είσαι κόρη μου; Ψάχνεις κάτι;" άκουσε μια ηλικιωμένη γυναίκα να της λέει βγάζοντας την από τις ονειροπολήσεις της.
"Αυτό το σπίτι σε ποιόν ανήκει;" ρώτησε αυθόρμητα χωρίς να σκεφτεί, πως ίσως γινόταν αδιάκριτη.
"Α ξένη είσαι καλά το κατάλαβα! Αν ήσουν από τα μέρη μας θα ήξερες πως αυτό το σπίτι είναι το σπίτι της νεράιδας." είπε η γριούλα με καμάρι.
"Της νεράιδας;" ρώτησε επιφυλακτικά λες και μιλούσε με κάποιον τρόφιμο ψυχιατρείου.
"Της νεράιδας καλέ. Δεν την ξέρεις την ιστορία; Όλοι την ξέρουν!" απάντησε η γριά σχεδόν θυμωμένη που την αμφισβητούσε με τόσο εμφανή τρόπο.
"Είδα ένα κοριτσάκι να μπαίνει μέσα. Το κοριτσάκι λέτε νεράιδα; Γιατί ήταν όμορφο σαν νεράιδα η αλήθεια.." είπε χαμογελώντας σε μια προσπάθεια να κατευνάσει την γυναίκα.
"Το σπίτι είναι ακατοίκητο εδώ και χρόνια. Δεν βλέπεις τα σφαλιστά παντζούρια; Από τότε που πέθανε η κυρα Ελένη ερήμωσε...Καλή γυναίκα η κυρα Ελένη, αλλά πόσες στεναχώριες να αντέξει και εκείνη. Δεν υπάρχει παιδί μου χειρότερο πράγμα από μια μάνα να χάνει παιδί και εγγόνι. Αλλά τι σου λέω, παλιές στενάχωρες ιστορίες. Μην σου μαυρίζω και εσένα την ψυχή. Ο Θεός από ότι φαίνεται δεν κάνει εξαιρέσεις ούτε και στα πλάσματα που έχουν παραμυθένιο αίμα. Θέλεις να έρθεις σπίτι μου; Να εδώ απέναντι μένω. Να σου ψήσω ένα καφεδάκι, να μου πεις και ποιος καλός άνεμος σε έφερε στο χωριό μας." πρότεινε με ειλικρινή καλοσύνη και εκείνη χωρίς να ξέρει το γιατί, δέχτηκε και βρέθηκε να ακολουθεί βουβά την άγνωστη γυναίκα.
Το σπιτάκι της έμοιαζε με εκείνα που στα αναγνωστικά του δημοτικού είχαν δίπλα στην λέξη χωριό. Κοφτές κουρτίνες φτιαγμένες με βελονάκι, μια σόμπα υγραερίου στην μέση του δωματίου, ένα μαρμάρινος νεροχύτης και πάνω σε μια παλιά σερβάντα μια τηλεόραση σαν παραφωνία να σπάει τη μαγεία αυτού του δωματίου που την έκανε να νιώθει λες και είχε μπει σε χρονομηχανή. Στο σύνολο του όλο το χωριό, στο λίγο που πρόλαβε να το εξερευνήσει, ήταν ένα κράμα παλιού και καινούριου. Χαμηλά σπιτάκια με φρεσκοασβεστωμένες μάντρες και κεραμιδένιες σκεπές, πάνω στις οποίες ξεχώριζαν επιβλητικοί ηλιακοί θερμοσίφωνες και πιάτα συνδρομητικών καναλιών. Λες και κάποιος είχε χτυπήσει στο μπλέντερ το χτες με το σήμερα. Κάθισε μελαγχολικά στη ψάθινη καρέκλα και με το χέρι της, έξυσε το μεγάλο κόκκινο τριαντάφυλλο που δέσποζε πάνω στο σχεδόν πλαστικό τραπεζομάντιλο.
"Μα δεν είναι όμορφο; Αλέκιαστο είναι. Το διαφήμιζε και στην τηλεόραση. Ότι και να πέσει πάνω, με ένα βρεγμένο πανάκι φεύγει! Τέτοια έπρεπε να είχαμε τότε που πλέναμε στην σκάφη. Τώρα με τα πλυντήρια σωθήκαμε. Το αγόρασα όμως γιατί μ άρεσε το τριαντάφυλλο! Ώρες ώρες νομίζω πως μυρίζει κιόλας!"
"Πράγματι σαν αληθινό είναι!"
"Στην εγγονή μου δεν αρέσει. Να δεις πως το είπε....κιτς νομίζω. Το θυμάμαι γιατί στην αρχή νόμιζα ότι είπε Κίτσο. Δεν ξέρω τι σημαίνει, αλλά από το ύφος της μάλλον κάτι κακό θα σημαίνει... Αλλά αφού εμένα μ αρέσει το στρώνω! Μονάχη μου είμαι άλλωστε, τα παιδιά και τα εγγόνια μου Πάσχα πατάνε μονό για να σουβλίσουμε το αρνί. Πως το πίνεις το καφέ σου;"
"Μέτριο...ευχαριστώ"
"Λοιπόν όσο τον ψήνω για πες μου. Πώς και βρέθηκες εδώ; Τι γυρεύεις;"
"Φωτογράφος είμαι και ετοιμάζω μια έκθεση με θέμα την ελληνική επαρχία" είπε και αμέσως ένιωσε άσχημα που έλεγε ψέμματα σε αυτή τη φιλόξενη γυναίκα, που με τόση άνεση την έβαλε μέσα στο σπιτικό της.
"Μάλιστα. Εδώ κόρη μου δεν ξέρω τι ενδιαφέρον θα βρεις να φωτογραφίσεις. Αλλά εσύ ξέρεις καλύτερα. Έτοιμο και το καφεδάκι σου. Μωρέ εμένα κάποιον μου θυμίζεις...έχω σπάσει το κεφάλι μου τόση ώρα. Που θα μου πάει θα το θυμηθώ!"
"Θα μου πείτε την ιστορία της νεράιδας;"
"Η μάνα σου και η γιαγιά σου παραμύθια δεν σου έλεγαν όταν ήσουνα παιδί; απόρησε η γυναίκα. Και εκείνη στο άκουσμα της λέξης μάνα, ένιωσε ένα χέρι να της πιέζει με δύναμη την καρδιά.
"Ορφανή είμαι από μητέρα από παιδάκι και γιαγιάδες δεν γνώρισα. Λοιπόν θα μου κάνετε την χάρη να μου την πείτε;"
"Να στην πώ κόρη μου. Τα παλιά χρόνια, τότε που δεν υπήρχαν όλα αυτά τα κέρατα που εσείς οι νέοι κουβαλάτε και ασχολείστε συνέχεια, ξέρεις αυτά τα μαραφέτια που σας αποβλακώνουν, οι άνθρωποι ήταν πιο απλοί. Τόσο απλοί που οι αισθήσεις τους μπορούσαν και καταλάβαιναν πράγματα που πια δεν μπορούν. Ίσως απλά και να βαριόντουσαν και να τα βγάζανε και από την φαντασία τους.... Λέγανε λοιπόν πως μέσα στα δάση ζούσαν νεράιδες. Πλάσματα με γυναικεία μορφή τόσο όμορφα, που μόλις τα αντίκριζες μαγευόσουν από την χάρη τους. Τα βράδια λοιπόν με ολόγιομο φεγγάρι, και πάντα κοντά σε νερό, οι νεράιδες έβγαιναν και χόρευαν λουσμένες από το φως τους φεγγαριού μέχρι το ξημέρωμα. Και όποιος άντρας είχε την ατυχία να τις συναντήσει, ερωτευόταν πάντα κάποια από αυτές και με το καημό αυτού του έρωτα ζούσε το υπόλοιπο της ζωής του μαραζωμένος από το σαράκι του πόθου.Κάποτε ένας από αυτούς τους άτυχους άντρες, ερωτεύτηκε μια από δαύτες και ήταν τόσος ο έρωτας του, που σχεδόν αποτρελάθηκε και κάθε πανσέληνο τριγύριζε στο δάσος ελπίζοντας να την ξαναδεί. Ούτε και ο ίδιος δεν το πίστεψε όταν την είδε να κάθεται στην άκρη μια πηγής λίγο πιο κάτω από το χωρίο μας και να πίνει νερό. Εκείνη τρομαγμένη μόλις τον είδε έτρεξε να φύγει αλλά στην βιασύνη της, της έπεσε το μαντίλι της που είχε τυλιγμένο στην λυγερή της μέση. Εκείνος το μάζεψε, το φίλησε και το έβαλε στον κόρφο του χαρούμενος που είχε κάτι δικό της. Για τις νεράιδες βλέπεις το μαντίλι τους ήταν ότι πιο πολύτιμο είχαν. Και αν κάποιος τους το έπαιρνε, τότε εκείνες δεν μπορούσαν να επιστρέψουν εκεί από όπου ερχόντουσαν. Απελπισμένη η νεράιδα, αφού τριγύρισε κάμποσο στο δάσος, επέστρεψε στην πηγή να τον βρει και δακρυσμένη τον παρακάλεσε να της το δώσει πίσω. Εκείνος όμως αρνήθηκε ... Την πήρε λοιπόν μαζί του και ευτυχισμένος την παντρεύτηκε και έκανε μαζί της παιδιά. Τα χρόνια περνούσαν και εκείνη όσο ευτυχισμένη και αν ήταν με την νέα της οικογένεια, πάντα ζητούσε από τον άντρα της το μαντίλι της και εκείνος πάντα μα πάντα της το αρνιόταν...την αγαπούσε τόσο πολύ που φοβόταν πως θα την έχανε. Στο γάμο του πρωτότοκου γιου τους τον ξαναπαρακάλεσε λέγοντας του πως πλέον ακόμα και αν της το έδινε εκείνη δεν θα έφευγε...Σε λίγο θα είχαν εγγόνια...Και εκείνος λύγισε και της το έδωσε. Χαρούμενη το τύλιξε στην μέση της και φίλησε γλυκά τον άντρα της. Όταν ο γάμος τελείωσε φίλησε ένα ένα τα παιδιά της και ενώ όλοι νόμιζαν πως το έκανε λόγο της ημέρας, εκείνη απομακρύνθηκε και κάνοντας μερικές στροφές εξαφανίστηκε.... "
"Και αυτό το σπίτι γιατί το λέτε σπίτι της νεράιδας;"
"Σ αυτό το σπίτι έμενε τότε λένε η νεράιδα και έμεινε το όνομα. Βέβαια έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, αλλά για τους ντόπιους έτσι έχει μείνει. Και τώρα που πέθανε και η κυρα Ελένη σε λίγο δεν θα θυμάται κανένας την ιστορία..."
"Ποια ήταν η κυρα Ελένη;"
"Τα παιδιά της νεράιδας κάνανε δικά τους παιδιά και εκείνα άλλα παιδιά και για να μην πολυλογώ, είτε παραμύθι είναι η ιστορία αυτή είτε αλήθεια, για χρόνια είχαμε απογόνους της τότε νεράιδας εδώ στο χωριό. Η κυρα Ελένη ήταν η τελευταία... Βλέπεις σαν απογόνους μετρούσαν πάντα μόνο τα θηλυκά παιδιά. Μόνο σε εκείνα λέει πήγαινε το αίμα."
"Και η κυρα Ελένη δεν έκανε κορίτσια;"
"Αχ παιδί μου αυτή είναι μια άλλη στενάχωρη και σίγουρα αληθινή ιστορία. Η Κυρα Ελένη μια κόρη έκανε, και μάλιστα τόσο όμορφη, που ακόμα και εκείνοι που δεν πίστευαν την ιστορία της νεράιδας παραδέχονταν πως ήταν όμορφη σαν νεράιδα...Την ημέρα που γεννήθηκε, αν θες πίστεψε το, ένα τεράστιο ουράνιο τόξο εμφανίστηκε από την μια άκρη του χωριού ως την άλλη. Κατάξανθη, με κατάλευκο δέρμα λες και ήταν διάφανο και δύο τεράστια μαύρα μάτια. Όταν έγινε κοπέλα άντρες από όλη την περιφέρεια ερχόντουσαν και την ζητούσαν. Εκείνη όμως δεν ήθελε κανένα και η κυρα Ελένη δεν την πίεζε, την άφηνε..."θα χτυπήσει Μαργαρίτα η καρδιά της κάποια στιγμή. Όλων κάποτε χτυπάει" μου λεγε κάθε φορά που έδιωχνε ακόμα ένα προξενιό. Και χτύπησε για ένα ξένο...Δάσκαλος ήρθε εδώ και εκείνη τον αγάπησε και ας μην ήταν τόσο όμορφος. Στους γάμους τους ήταν μια οπτασία με το μαντίλι της δεμένο στη μέση της και όταν μετά το μυστήριο, έλυσε το μαντίλι της και του το έβαλε στα χέρια, όλο το χωριό δάκρυσε... Βλέπεις ακόμα και παραμύθι να είναι η ιστορία της νεράιδας, σαν παράδοση όλα τα θηλυκά της οικογένειας αυτής, όταν γεννούσαν ένα θηλυκό όφειλαν για να τιμήσουν την ιστορία, να φτιάξουν ένα μαντίλι στην κόρη τους με το όνομα της κεντημένο πάνω. Ένα μαντίλι που εκείνη θα χάριζε με την σειρά της στον άντρα που θα έκλεβε την καρδία τους, σαν απόδειξη αιώνιας πίστης. Έτσι για να ξορκίσουν την προδοσία εκείνης της νεράιδας. Αυτό έκανε και εκείνη την μέρα του γάμου της και ο δασκαλάκος μόλις του το έδωσε έπεσε στα πόδια της δακρυσμένος. Για έξι χρόνια ζούσαν ερωτευμένοι και ευτυχισμένοι. Στον πρώτο χρόνο μάλιστα έκαναν και ένα κοριτσάκι που αν και έμοιαζε περισσότερο στο πατέρα του, εκείνη έλεγε παντού πως ομορφότερο παιδί δεν είχε ξαναδεί. Το λάτρευε το παιδί της, όπως λάτρευε και τον άντρα της και η κυρα Ελένη έλεγε, πως μπορεί η εγγονή της να μην ήταν όμορφη, είχε όμως μια γοητεία που όμοια της δεν είχε ξανασυναντήσει. Ώσπου αρρώστησε η δόλια η κοπέλα και άρχισε να λιώνει σαν το κεράκι της Λαμπρής. Ο άντρας της και η κυρα Ελένη την τρέξανε σε όλους τους γιατρούς. Μέχρι και στην πρωτεύουσα την πήγαν, αλλά χαμένος κόπος. Ο Χάρος είχε ζηλέψει την ευτυχία τους... Τον τελευταίο μήνα η κακομοίρα υπέφερε πολύ. Πονούσε αλλά για χάρη της κόρης, του άντρα και της μάνας της έκανε υπομονή. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το βράδυ που την χάσαμε...Το κοριτσάκι της χωμένο στην αγκαλιά της κυρα Ελένης έκλαιγε βουβά και εκείνος σαν φάντασμα στα πόδια του κρεβατιού να την ακούει να υποφέρει και να μην μπορεί να κάνει τίποτα. Λες και κρατιόταν υπομένοντας τους πόνους για να μην πικράνει με το θάνατο της τους αγαπημένους της. Και εκεί γύρω στο ξημέρωμα, σηκώθηκε εκείνος, την πλησίασε, της φίλησε τα μαλλιά και έβγαλε από τον κόρφο του το μαντίλι της και της το έδεσε στην μέση. Εκείνη άνοιξε τα μάτια της, τον κοίταξε, του χαμογέλασε και ξεψύχησε λουσμένη από το φως της πανσελήνου. Ο ταλαίπωρος δεν άντεχε να την βλέπει άλλο σε αυτή την κατάσταση, της έδωσε έτσι το μαντίλι της σαν να της έλεγε πως την άφηνε να φύγει ήσυχη. Με το μαντίλι την κηδέψαμε την επόμενη μέρα και μέχρι το απόγευμα εκείνος μαζί με το κοριτσάκι είχαν φύγει από το χωριό χωρίς να αφήσουν κανέναν ίχνος. Η Κυρα Ελένη με το καημό της χαμένης της εγγονής πέθανε . Ήταν λογική γυναίκα. Την κόρη της την θρήνησε, αλλά τον αποδέχτηκε στο τέλος τον θάνατο της. Εκείνο όμως το μελαχρινό κοριτσάκι με τα τεράστια μαύρα μάτια που τόσο απότομα της το πήραν μακρυά της, μέχρι και πριν τρία χρόνια που πέθανε και εκείνη, πάντα το μνημόνευε και το αποζητούσε...Κλαις κόρη μου; Γιατί κλαις; Αχ σε στεναχώρησα η τρελή με τις ιστορίες που σου λέω... "
"Πρέπει να φύγω. Μην σας καθυστερώ και εσάς από τις δουλειές σας. Σας ευχαριστώ και για τον καφέ και για την ιστορία" είπε και σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα. Άνοιξε την τσάντα της να βγάλει ένα χαρτομάντιλο να σκουπίσει τα δάκρυα της, και το μαντίλι με το όνομα της κεντημένο πάνω, έπεσε στο πάτωμα μπροστά στα πόδια της γριάς, που με το χέρι της να τρέμει έσκυψε και το μάζεψε.
"Μα ναι...πως δεν το κατάλαβα τόση ώρα η χαζή.." είπε συγκινημένη δίνοντας πίσω το μαντίλι.
"Σας παρακαλώ μην..."
"Μην σε νοιάζει. Κουβέντα δεν θα πω σε κανένα. Σου δίνω τον λόγο μου. Αχ τρία χρόνια νωρίτερα να χες έρθει θα έκανες πολύ ευτυχισμένη μια γριά γυναίκα...τρία χρόνια νωρίτερα.."
"Δεν είχα ιδέα για τίποτα από όλα αυτά.... Ο πατέρας μου δεν μου είχε πει τίποτα..."
"Ο πατέρας σου είναι καλός άνθρωπος. Μην του κρατήσεις κακία που δεν στα είπε κόρη μου. Πληγωμένος είναι ο κακομοίρης που έχασε την αγάπη του..."
"Τον έχασα και αυτόν. Δεν ζει πια.. Πλέον όλοι τους έχουν πεθάνει"
"Πήγε και την βρήκε! Σκούπισε τα μάτια σου και μην κλαις. Είναι κρίμα αυτά τα μάτια να είναι δακρυσμένα."
"Πρέπει να φύγω θα νυχτώσει σε λίγο..και έχω δρόμο"
"Να πας στην ευχή του Θεού και όποτε θες να περνάς να τα λέμε. Έχω να σου πω πολλές ιστορίες για την μαμά σου και τη γιαγιά σου. Τις αγαπούσα πολύ και τις δύο."
"Σας το υπόσχομαι..." είπε και βγήκε από το σπίτι . Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο έριξε μια τελευταία ματιά στο σπίτι με την μουριά και της φάνηκε πως ένα κοριτσάκι με μαύρα μαλλάκια καθόταν σε μια κούνια κρεμασμένη στο μεγάλο δέντρο και μια γυναίκα με ξανθά λυτά μακριά μαλλιά χαμογελούσε και κουνούσε ευτυχισμένη το κοριτσάκι, που κάθε φορά που η κούνια έφτανε ψηλά, ξεκαρδιζόταν στα γέλια.
Λίγες ώρες αργότερα πάρκαρε το αυτοκίνητο της κάτω από το σπίτι του. Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και μόλις τον αντίκρισε χώθηκε στην αγκαλιά του. Εκείνος τρομαγμένος την κοίταξε και της χάιδεψε με τρυφερότητα το μάγουλο.
"Είσαι καλά μωρό μου;"
"Νομίζω πως πλέον είμαι καλά..."
"Τότε γιατί κλαις; Τι έγινε; Μην κλαις σε παρακαλώ αυτά τα μάτια δεν πρέπει να κλαίνε..."
"Γιατί ειδικά αυτά τα μάτια;" ρώτησε και τραβήχτηκε για να τον κοιτάζει την ώρα που θα της απαντούσε..
"Σε ξέρω τόσα χρόνια και ποτέ δεν με ρώτησες τι με κρατάει δεμένο μαζί σου....Τα μάτια σου ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή. Λες και τα μάτια σου με μάγεψαν και λες και μέσα από αυτά μόνο μπορώ να δω πλέον την ευτυχία μου..Γλυκανάλατο το ξέρω....Μην κλαις όμως ...Σε παρακαλώ..." είπε και την έσφιξε και πάλι στην αγκαλιά του. Και εκείνη έβγαλε το μαντίλι της μέσα από την τσάντα και του το έχωσε μέσα στο χέρι._
*εμπνευσμένο από λαϊκό παραμύθι
"Πώς σε λένε;" ρώτησε το μικρό κορίτσι που πάνω από 6 χρονών δεν θα ήταν. Και εκείνο χαμογέλασε ντροπαλά και έτρεξε να κρυφτεί σε ένα σπίτι με μια μεγάλη μουριά στην αυλή. Αυτή η μουριά κάτι της θύμιζε, αλλά τι; Για κάμποσα λεπτά απλά κοιτούσε την μουριά, αλλά όσο την κοιτούσε τόσο πειθόταν πως το μυαλό της μάλλον της έπαιζε παιχνίδια.
"Ξένη είσαι κόρη μου; Ψάχνεις κάτι;" άκουσε μια ηλικιωμένη γυναίκα να της λέει βγάζοντας την από τις ονειροπολήσεις της.
"Αυτό το σπίτι σε ποιόν ανήκει;" ρώτησε αυθόρμητα χωρίς να σκεφτεί, πως ίσως γινόταν αδιάκριτη.
"Α ξένη είσαι καλά το κατάλαβα! Αν ήσουν από τα μέρη μας θα ήξερες πως αυτό το σπίτι είναι το σπίτι της νεράιδας." είπε η γριούλα με καμάρι.
"Της νεράιδας;" ρώτησε επιφυλακτικά λες και μιλούσε με κάποιον τρόφιμο ψυχιατρείου.
"Της νεράιδας καλέ. Δεν την ξέρεις την ιστορία; Όλοι την ξέρουν!" απάντησε η γριά σχεδόν θυμωμένη που την αμφισβητούσε με τόσο εμφανή τρόπο.
"Είδα ένα κοριτσάκι να μπαίνει μέσα. Το κοριτσάκι λέτε νεράιδα; Γιατί ήταν όμορφο σαν νεράιδα η αλήθεια.." είπε χαμογελώντας σε μια προσπάθεια να κατευνάσει την γυναίκα.
"Το σπίτι είναι ακατοίκητο εδώ και χρόνια. Δεν βλέπεις τα σφαλιστά παντζούρια; Από τότε που πέθανε η κυρα Ελένη ερήμωσε...Καλή γυναίκα η κυρα Ελένη, αλλά πόσες στεναχώριες να αντέξει και εκείνη. Δεν υπάρχει παιδί μου χειρότερο πράγμα από μια μάνα να χάνει παιδί και εγγόνι. Αλλά τι σου λέω, παλιές στενάχωρες ιστορίες. Μην σου μαυρίζω και εσένα την ψυχή. Ο Θεός από ότι φαίνεται δεν κάνει εξαιρέσεις ούτε και στα πλάσματα που έχουν παραμυθένιο αίμα. Θέλεις να έρθεις σπίτι μου; Να εδώ απέναντι μένω. Να σου ψήσω ένα καφεδάκι, να μου πεις και ποιος καλός άνεμος σε έφερε στο χωριό μας." πρότεινε με ειλικρινή καλοσύνη και εκείνη χωρίς να ξέρει το γιατί, δέχτηκε και βρέθηκε να ακολουθεί βουβά την άγνωστη γυναίκα.
Το σπιτάκι της έμοιαζε με εκείνα που στα αναγνωστικά του δημοτικού είχαν δίπλα στην λέξη χωριό. Κοφτές κουρτίνες φτιαγμένες με βελονάκι, μια σόμπα υγραερίου στην μέση του δωματίου, ένα μαρμάρινος νεροχύτης και πάνω σε μια παλιά σερβάντα μια τηλεόραση σαν παραφωνία να σπάει τη μαγεία αυτού του δωματίου που την έκανε να νιώθει λες και είχε μπει σε χρονομηχανή. Στο σύνολο του όλο το χωριό, στο λίγο που πρόλαβε να το εξερευνήσει, ήταν ένα κράμα παλιού και καινούριου. Χαμηλά σπιτάκια με φρεσκοασβεστωμένες μάντρες και κεραμιδένιες σκεπές, πάνω στις οποίες ξεχώριζαν επιβλητικοί ηλιακοί θερμοσίφωνες και πιάτα συνδρομητικών καναλιών. Λες και κάποιος είχε χτυπήσει στο μπλέντερ το χτες με το σήμερα. Κάθισε μελαγχολικά στη ψάθινη καρέκλα και με το χέρι της, έξυσε το μεγάλο κόκκινο τριαντάφυλλο που δέσποζε πάνω στο σχεδόν πλαστικό τραπεζομάντιλο.
"Μα δεν είναι όμορφο; Αλέκιαστο είναι. Το διαφήμιζε και στην τηλεόραση. Ότι και να πέσει πάνω, με ένα βρεγμένο πανάκι φεύγει! Τέτοια έπρεπε να είχαμε τότε που πλέναμε στην σκάφη. Τώρα με τα πλυντήρια σωθήκαμε. Το αγόρασα όμως γιατί μ άρεσε το τριαντάφυλλο! Ώρες ώρες νομίζω πως μυρίζει κιόλας!"
"Πράγματι σαν αληθινό είναι!"
"Στην εγγονή μου δεν αρέσει. Να δεις πως το είπε....κιτς νομίζω. Το θυμάμαι γιατί στην αρχή νόμιζα ότι είπε Κίτσο. Δεν ξέρω τι σημαίνει, αλλά από το ύφος της μάλλον κάτι κακό θα σημαίνει... Αλλά αφού εμένα μ αρέσει το στρώνω! Μονάχη μου είμαι άλλωστε, τα παιδιά και τα εγγόνια μου Πάσχα πατάνε μονό για να σουβλίσουμε το αρνί. Πως το πίνεις το καφέ σου;"
"Μέτριο...ευχαριστώ"
"Λοιπόν όσο τον ψήνω για πες μου. Πώς και βρέθηκες εδώ; Τι γυρεύεις;"
"Φωτογράφος είμαι και ετοιμάζω μια έκθεση με θέμα την ελληνική επαρχία" είπε και αμέσως ένιωσε άσχημα που έλεγε ψέμματα σε αυτή τη φιλόξενη γυναίκα, που με τόση άνεση την έβαλε μέσα στο σπιτικό της.
"Μάλιστα. Εδώ κόρη μου δεν ξέρω τι ενδιαφέρον θα βρεις να φωτογραφίσεις. Αλλά εσύ ξέρεις καλύτερα. Έτοιμο και το καφεδάκι σου. Μωρέ εμένα κάποιον μου θυμίζεις...έχω σπάσει το κεφάλι μου τόση ώρα. Που θα μου πάει θα το θυμηθώ!"
"Θα μου πείτε την ιστορία της νεράιδας;"
"Η μάνα σου και η γιαγιά σου παραμύθια δεν σου έλεγαν όταν ήσουνα παιδί; απόρησε η γυναίκα. Και εκείνη στο άκουσμα της λέξης μάνα, ένιωσε ένα χέρι να της πιέζει με δύναμη την καρδιά.
"Ορφανή είμαι από μητέρα από παιδάκι και γιαγιάδες δεν γνώρισα. Λοιπόν θα μου κάνετε την χάρη να μου την πείτε;"
"Να στην πώ κόρη μου. Τα παλιά χρόνια, τότε που δεν υπήρχαν όλα αυτά τα κέρατα που εσείς οι νέοι κουβαλάτε και ασχολείστε συνέχεια, ξέρεις αυτά τα μαραφέτια που σας αποβλακώνουν, οι άνθρωποι ήταν πιο απλοί. Τόσο απλοί που οι αισθήσεις τους μπορούσαν και καταλάβαιναν πράγματα που πια δεν μπορούν. Ίσως απλά και να βαριόντουσαν και να τα βγάζανε και από την φαντασία τους.... Λέγανε λοιπόν πως μέσα στα δάση ζούσαν νεράιδες. Πλάσματα με γυναικεία μορφή τόσο όμορφα, που μόλις τα αντίκριζες μαγευόσουν από την χάρη τους. Τα βράδια λοιπόν με ολόγιομο φεγγάρι, και πάντα κοντά σε νερό, οι νεράιδες έβγαιναν και χόρευαν λουσμένες από το φως τους φεγγαριού μέχρι το ξημέρωμα. Και όποιος άντρας είχε την ατυχία να τις συναντήσει, ερωτευόταν πάντα κάποια από αυτές και με το καημό αυτού του έρωτα ζούσε το υπόλοιπο της ζωής του μαραζωμένος από το σαράκι του πόθου.Κάποτε ένας από αυτούς τους άτυχους άντρες, ερωτεύτηκε μια από δαύτες και ήταν τόσος ο έρωτας του, που σχεδόν αποτρελάθηκε και κάθε πανσέληνο τριγύριζε στο δάσος ελπίζοντας να την ξαναδεί. Ούτε και ο ίδιος δεν το πίστεψε όταν την είδε να κάθεται στην άκρη μια πηγής λίγο πιο κάτω από το χωρίο μας και να πίνει νερό. Εκείνη τρομαγμένη μόλις τον είδε έτρεξε να φύγει αλλά στην βιασύνη της, της έπεσε το μαντίλι της που είχε τυλιγμένο στην λυγερή της μέση. Εκείνος το μάζεψε, το φίλησε και το έβαλε στον κόρφο του χαρούμενος που είχε κάτι δικό της. Για τις νεράιδες βλέπεις το μαντίλι τους ήταν ότι πιο πολύτιμο είχαν. Και αν κάποιος τους το έπαιρνε, τότε εκείνες δεν μπορούσαν να επιστρέψουν εκεί από όπου ερχόντουσαν. Απελπισμένη η νεράιδα, αφού τριγύρισε κάμποσο στο δάσος, επέστρεψε στην πηγή να τον βρει και δακρυσμένη τον παρακάλεσε να της το δώσει πίσω. Εκείνος όμως αρνήθηκε ... Την πήρε λοιπόν μαζί του και ευτυχισμένος την παντρεύτηκε και έκανε μαζί της παιδιά. Τα χρόνια περνούσαν και εκείνη όσο ευτυχισμένη και αν ήταν με την νέα της οικογένεια, πάντα ζητούσε από τον άντρα της το μαντίλι της και εκείνος πάντα μα πάντα της το αρνιόταν...την αγαπούσε τόσο πολύ που φοβόταν πως θα την έχανε. Στο γάμο του πρωτότοκου γιου τους τον ξαναπαρακάλεσε λέγοντας του πως πλέον ακόμα και αν της το έδινε εκείνη δεν θα έφευγε...Σε λίγο θα είχαν εγγόνια...Και εκείνος λύγισε και της το έδωσε. Χαρούμενη το τύλιξε στην μέση της και φίλησε γλυκά τον άντρα της. Όταν ο γάμος τελείωσε φίλησε ένα ένα τα παιδιά της και ενώ όλοι νόμιζαν πως το έκανε λόγο της ημέρας, εκείνη απομακρύνθηκε και κάνοντας μερικές στροφές εξαφανίστηκε.... "
"Και αυτό το σπίτι γιατί το λέτε σπίτι της νεράιδας;"
"Σ αυτό το σπίτι έμενε τότε λένε η νεράιδα και έμεινε το όνομα. Βέβαια έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, αλλά για τους ντόπιους έτσι έχει μείνει. Και τώρα που πέθανε και η κυρα Ελένη σε λίγο δεν θα θυμάται κανένας την ιστορία..."
"Ποια ήταν η κυρα Ελένη;"
"Τα παιδιά της νεράιδας κάνανε δικά τους παιδιά και εκείνα άλλα παιδιά και για να μην πολυλογώ, είτε παραμύθι είναι η ιστορία αυτή είτε αλήθεια, για χρόνια είχαμε απογόνους της τότε νεράιδας εδώ στο χωριό. Η κυρα Ελένη ήταν η τελευταία... Βλέπεις σαν απογόνους μετρούσαν πάντα μόνο τα θηλυκά παιδιά. Μόνο σε εκείνα λέει πήγαινε το αίμα."
"Και η κυρα Ελένη δεν έκανε κορίτσια;"
"Αχ παιδί μου αυτή είναι μια άλλη στενάχωρη και σίγουρα αληθινή ιστορία. Η Κυρα Ελένη μια κόρη έκανε, και μάλιστα τόσο όμορφη, που ακόμα και εκείνοι που δεν πίστευαν την ιστορία της νεράιδας παραδέχονταν πως ήταν όμορφη σαν νεράιδα...Την ημέρα που γεννήθηκε, αν θες πίστεψε το, ένα τεράστιο ουράνιο τόξο εμφανίστηκε από την μια άκρη του χωριού ως την άλλη. Κατάξανθη, με κατάλευκο δέρμα λες και ήταν διάφανο και δύο τεράστια μαύρα μάτια. Όταν έγινε κοπέλα άντρες από όλη την περιφέρεια ερχόντουσαν και την ζητούσαν. Εκείνη όμως δεν ήθελε κανένα και η κυρα Ελένη δεν την πίεζε, την άφηνε..."θα χτυπήσει Μαργαρίτα η καρδιά της κάποια στιγμή. Όλων κάποτε χτυπάει" μου λεγε κάθε φορά που έδιωχνε ακόμα ένα προξενιό. Και χτύπησε για ένα ξένο...Δάσκαλος ήρθε εδώ και εκείνη τον αγάπησε και ας μην ήταν τόσο όμορφος. Στους γάμους τους ήταν μια οπτασία με το μαντίλι της δεμένο στη μέση της και όταν μετά το μυστήριο, έλυσε το μαντίλι της και του το έβαλε στα χέρια, όλο το χωριό δάκρυσε... Βλέπεις ακόμα και παραμύθι να είναι η ιστορία της νεράιδας, σαν παράδοση όλα τα θηλυκά της οικογένειας αυτής, όταν γεννούσαν ένα θηλυκό όφειλαν για να τιμήσουν την ιστορία, να φτιάξουν ένα μαντίλι στην κόρη τους με το όνομα της κεντημένο πάνω. Ένα μαντίλι που εκείνη θα χάριζε με την σειρά της στον άντρα που θα έκλεβε την καρδία τους, σαν απόδειξη αιώνιας πίστης. Έτσι για να ξορκίσουν την προδοσία εκείνης της νεράιδας. Αυτό έκανε και εκείνη την μέρα του γάμου της και ο δασκαλάκος μόλις του το έδωσε έπεσε στα πόδια της δακρυσμένος. Για έξι χρόνια ζούσαν ερωτευμένοι και ευτυχισμένοι. Στον πρώτο χρόνο μάλιστα έκαναν και ένα κοριτσάκι που αν και έμοιαζε περισσότερο στο πατέρα του, εκείνη έλεγε παντού πως ομορφότερο παιδί δεν είχε ξαναδεί. Το λάτρευε το παιδί της, όπως λάτρευε και τον άντρα της και η κυρα Ελένη έλεγε, πως μπορεί η εγγονή της να μην ήταν όμορφη, είχε όμως μια γοητεία που όμοια της δεν είχε ξανασυναντήσει. Ώσπου αρρώστησε η δόλια η κοπέλα και άρχισε να λιώνει σαν το κεράκι της Λαμπρής. Ο άντρας της και η κυρα Ελένη την τρέξανε σε όλους τους γιατρούς. Μέχρι και στην πρωτεύουσα την πήγαν, αλλά χαμένος κόπος. Ο Χάρος είχε ζηλέψει την ευτυχία τους... Τον τελευταίο μήνα η κακομοίρα υπέφερε πολύ. Πονούσε αλλά για χάρη της κόρης, του άντρα και της μάνας της έκανε υπομονή. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το βράδυ που την χάσαμε...Το κοριτσάκι της χωμένο στην αγκαλιά της κυρα Ελένης έκλαιγε βουβά και εκείνος σαν φάντασμα στα πόδια του κρεβατιού να την ακούει να υποφέρει και να μην μπορεί να κάνει τίποτα. Λες και κρατιόταν υπομένοντας τους πόνους για να μην πικράνει με το θάνατο της τους αγαπημένους της. Και εκεί γύρω στο ξημέρωμα, σηκώθηκε εκείνος, την πλησίασε, της φίλησε τα μαλλιά και έβγαλε από τον κόρφο του το μαντίλι της και της το έδεσε στην μέση. Εκείνη άνοιξε τα μάτια της, τον κοίταξε, του χαμογέλασε και ξεψύχησε λουσμένη από το φως της πανσελήνου. Ο ταλαίπωρος δεν άντεχε να την βλέπει άλλο σε αυτή την κατάσταση, της έδωσε έτσι το μαντίλι της σαν να της έλεγε πως την άφηνε να φύγει ήσυχη. Με το μαντίλι την κηδέψαμε την επόμενη μέρα και μέχρι το απόγευμα εκείνος μαζί με το κοριτσάκι είχαν φύγει από το χωριό χωρίς να αφήσουν κανέναν ίχνος. Η Κυρα Ελένη με το καημό της χαμένης της εγγονής πέθανε . Ήταν λογική γυναίκα. Την κόρη της την θρήνησε, αλλά τον αποδέχτηκε στο τέλος τον θάνατο της. Εκείνο όμως το μελαχρινό κοριτσάκι με τα τεράστια μαύρα μάτια που τόσο απότομα της το πήραν μακρυά της, μέχρι και πριν τρία χρόνια που πέθανε και εκείνη, πάντα το μνημόνευε και το αποζητούσε...Κλαις κόρη μου; Γιατί κλαις; Αχ σε στεναχώρησα η τρελή με τις ιστορίες που σου λέω... "
"Πρέπει να φύγω. Μην σας καθυστερώ και εσάς από τις δουλειές σας. Σας ευχαριστώ και για τον καφέ και για την ιστορία" είπε και σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα. Άνοιξε την τσάντα της να βγάλει ένα χαρτομάντιλο να σκουπίσει τα δάκρυα της, και το μαντίλι με το όνομα της κεντημένο πάνω, έπεσε στο πάτωμα μπροστά στα πόδια της γριάς, που με το χέρι της να τρέμει έσκυψε και το μάζεψε.
"Μα ναι...πως δεν το κατάλαβα τόση ώρα η χαζή.." είπε συγκινημένη δίνοντας πίσω το μαντίλι.
"Σας παρακαλώ μην..."
"Μην σε νοιάζει. Κουβέντα δεν θα πω σε κανένα. Σου δίνω τον λόγο μου. Αχ τρία χρόνια νωρίτερα να χες έρθει θα έκανες πολύ ευτυχισμένη μια γριά γυναίκα...τρία χρόνια νωρίτερα.."
"Δεν είχα ιδέα για τίποτα από όλα αυτά.... Ο πατέρας μου δεν μου είχε πει τίποτα..."
"Ο πατέρας σου είναι καλός άνθρωπος. Μην του κρατήσεις κακία που δεν στα είπε κόρη μου. Πληγωμένος είναι ο κακομοίρης που έχασε την αγάπη του..."
"Τον έχασα και αυτόν. Δεν ζει πια.. Πλέον όλοι τους έχουν πεθάνει"
"Πήγε και την βρήκε! Σκούπισε τα μάτια σου και μην κλαις. Είναι κρίμα αυτά τα μάτια να είναι δακρυσμένα."
"Πρέπει να φύγω θα νυχτώσει σε λίγο..και έχω δρόμο"
"Να πας στην ευχή του Θεού και όποτε θες να περνάς να τα λέμε. Έχω να σου πω πολλές ιστορίες για την μαμά σου και τη γιαγιά σου. Τις αγαπούσα πολύ και τις δύο."
"Σας το υπόσχομαι..." είπε και βγήκε από το σπίτι . Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο έριξε μια τελευταία ματιά στο σπίτι με την μουριά και της φάνηκε πως ένα κοριτσάκι με μαύρα μαλλάκια καθόταν σε μια κούνια κρεμασμένη στο μεγάλο δέντρο και μια γυναίκα με ξανθά λυτά μακριά μαλλιά χαμογελούσε και κουνούσε ευτυχισμένη το κοριτσάκι, που κάθε φορά που η κούνια έφτανε ψηλά, ξεκαρδιζόταν στα γέλια.
Λίγες ώρες αργότερα πάρκαρε το αυτοκίνητο της κάτω από το σπίτι του. Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και μόλις τον αντίκρισε χώθηκε στην αγκαλιά του. Εκείνος τρομαγμένος την κοίταξε και της χάιδεψε με τρυφερότητα το μάγουλο.
"Είσαι καλά μωρό μου;"
"Νομίζω πως πλέον είμαι καλά..."
"Τότε γιατί κλαις; Τι έγινε; Μην κλαις σε παρακαλώ αυτά τα μάτια δεν πρέπει να κλαίνε..."
"Γιατί ειδικά αυτά τα μάτια;" ρώτησε και τραβήχτηκε για να τον κοιτάζει την ώρα που θα της απαντούσε..
"Σε ξέρω τόσα χρόνια και ποτέ δεν με ρώτησες τι με κρατάει δεμένο μαζί σου....Τα μάτια σου ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή. Λες και τα μάτια σου με μάγεψαν και λες και μέσα από αυτά μόνο μπορώ να δω πλέον την ευτυχία μου..Γλυκανάλατο το ξέρω....Μην κλαις όμως ...Σε παρακαλώ..." είπε και την έσφιξε και πάλι στην αγκαλιά του. Και εκείνη έβγαλε το μαντίλι της μέσα από την τσάντα και του το έχωσε μέσα στο χέρι._
*εμπνευσμένο από λαϊκό παραμύθι