Τρίτη 1 Μαΐου 2018

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ : κεφάλαιο δέκατο έκτο



Ο ζεστός αέρας που τη χτύπησε, βγαίνοντας από το αποστειρωμένο περιβάλλον του αεροδρομίου, της έφερε ζάλη. Σαστισμένη κοίταξε δεξιά και αριστερά αναζητώντας ένα ταξί να την μεταφέρει στη διεύθυνση που κρατούσε στο δεξί της χέρι. Ένας βιαστικός κύριος με μια τεράστια βαλίτσα την έσπρωξε και παραπάτησε. "Τι σκατά έκανε εκεί πέρα;" αναρωτήθηκε και πίεσε τον εαυτό της να συγκρατήσει τα δάκρυα της που ετοιμαζόντουσαν να δραπετεύσουν. Δεν ήταν ώρα για μεμψιμοιρίες και πισωγυρίσματα, ο χρόνος πίεζε και μάλιστα ασφυκτικά. Πριν λίγες ώρες της φαινόταν το πιο λογικό πράγμα στο κόσμο. Δεν θα έκανε πίσω τώρα που είχε φτάσει μέχρι εκεί. Αποφασιστικά πλησίασε έναν υπάλληλο του αεροδρομίου που μάζευε τα καροτσάκια και τον ρώτησε από που θα μπορούσε να πάρει ένα ταξί.

Λίγη ώρα αργότερα βρισκόταν έξω από την εταιρεία που δούλευε ο Γιώργος. Σε αυτή τουλάχιστον τη διεύθυνση είχε ταχυδρομήσει τότε τα χαρτιά της. Η ευγενική κοπέλα στην ρεσεψιόν, μόλις τη ρώτησε που θα μπορούσε να βρει τον κύριο Αποστόλου, πρόθυμα, αφού έλεγξε τον υπολογιστή που είχε μπροστά της, της ζήτησε να μάθει ποια κυρία τον ζητάει. Για λίγα δευτερόλεπτα η Έρη δίστασε. Αν του έλεγαν πως ήταν εκείνη, το πιθανότερο να μην δεχόταν να τη δει. Αυθόρμητα έδωσε το όνομα της Λουκίας. Η κοπέλα αμέσως σήκωσε το ακουστικό και μετά από μια σύντομη συνομιλία στα ισπανικά, την ενημέρωσε πως σε λίγα λεπτά ο κύριος Αποστόλου θα κατέβαινε.

Μουδιασμένη την ευχαρίστησε και απομακρύνθηκε κοιτώντας με εκνευρισμό και αγωνία προς τους ανελκυστήρες. Όταν όμως οι πόρτες άνοιξαν και βγήκε εκείνος, η καρδιά της μάτωσε. Η εικόνα του μαρτυρούσε πως πρέπει να ήταν μέρες άυπνος. Θέλησε να τρέξει και να τον πάρει αγκαλιά, κάτι στο βλέμμα του όμως την κράτησε καρφωμένη.

-Νόμιζα πως ήμουν ξεκάθαρος πως δεν επιθυμώ να σε ξαναδώ, είπε θυμωμένα μόλις έφτασε κοντά της και δύο τρεις περαστικοί γύρισαν και τους κοίταξαν με περιέργεια.
-Πρέπει να μιλήσουμε, απάντησε εκείνη σε πιο ήρεμο τόνο ελπίζοντας να τον κάνει να ηρεμήσει.
-Και τι μαλακίες ήταν αυτές; Γιατί έδωσες το όνομα που έδωσες; απαίτησε να μάθει ενώ την τραβούσε με δύναμη προς τις εσωτερικές σκάλες.
-Ξέρω Γιώργο! εξήγησε εκείνη και ελευθέρωσε το χέρι της που ήδη την πονούσε.
-Προχώρα. Ακολούθησε με, διέταξε και άρχισε να κατεβαίνει προς το υπόγειο που λίγα λεπτά αργότερα η Έρη κατάλαβε πως μάλλον ήταν το γκαράζ του κτηρίου. Με ένα κλειδί που έβγαλε από το σακάκι που φορούσε έκανε ένα μαύρο αυτοκίνητο να ξεκλειδώσει. Και μην γυρνώντας καν να κοιτάξει αν ερχόταν από πίσω, μπήκε μέσα βιαστικά. Μόλις η Έρη έκατσε στη θέση του συνοδηγού, έβαλε μπροστά και γκαζώνοντας το αμάξι βγήκαν στον δρόμο.

Για την επόμενη μισή ώρα εκείνος οδηγούσε νευρικά και εκείνη απλά τον κοιτούσε. Του έδινε χρόνο. Λίγο χρόνο να αποδεχτεί πως είτε του άρεσε, είτε όχι θα έπρεπε να κάνει μαζί της διάλογο. Δεν ήταν παράλογη η Έρη. Κατανοούσε το σοκ που προφανώς είχε πάθει, καθώς και όλες τις μετέπειτα αντιδράσεις του. Ο κόσμος που ήξερε είχε καταρρεύσει σαν να ήταν φτιαγμένος από τραπουλόχαρτα. Ο χρόνος όμως με ένα διαστροφικό τρόπο, δεν έδινε περιθώρια για να δουλέψει μέσα του όσα είχε μάθει. Γι αυτό είχε πάει να τον βρει. Για να του εξηγήσει αυτό ακριβώς. Πως όσο και αν είχε πληγωθεί, δυστυχώς δεν είχε την πολυτέλεια να κάνει πείσματα. Ένα ποτάμι φάνηκε στον ορίζοντα. Δεν ήξερε η Έρη πως η Μαδρίτη είχε ποτάμι. Σκέφτηκε να τον ρωτήσει πως λέγεται, αλλά το μετάνιωσε. Δεν είχε φτάσει μέχρι εκεί για τουρισμό.

Όταν επιτέλους το αμάξι σταμάτησε βγήκε από αυτό και άναψε ένα τσιγάρο. Χωρίς νικοτίνη αυτή η συζήτηση δεν θα παλευόταν. Σε κάποιο πάρκο είχαν πάει. Ησυχία επικρατούσε τριγύρω. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το θρόισμα κάποιων φύλλων καθώς ο καυτός αέρας τα κουνούσε. Σε λίγο θα έμπαινε το καλοκαίρι, σκέφτηκε και τον αναζήτησε με τη ματιά της. Εκείνος καθόταν ακόμα μέσα στο αμάξι και έσφιγγε με δύναμη το τιμόνι κάνοντας τους κόμπους των δαχτύλων του να ασπρίζουν.

-Βγες σε παρακαλώ να μιλήσουμε και θα φύγω. Δύο πράγματα θέλω να σου πω. Σε τέσσερις ώρες φεύγει το αεροπλάνο μου, είπε σχεδόν παρακαλετά βλέποντας το ρολόι στον καρπό της.
-Δεν έπρεπε να έρθεις το κέρατο μου! ούρλιαξε και κοπάνησε την πόρτα πίσω του.
-Γιώργο κόψε τις μαλακίες. Δεν ήρθα καν για σένα. Για εκείνους ήρθα.
-Για εκείνους ήρθες; Τότε ακόμα χειρότερα! Τι θέλεις Εριφύλη; Γιατί μπλέκεσαι σε κάτι που δεν σε αφορά; Τόσο άδεια είναι ζωή σου, που μέσα από τις δικές μας μαλακίες βρήκε ενδιαφέρον; ρώτησε ειρωνικά και την κοίταξε κατάματα περιμένοντας τις αντιδράσεις της.
-Κάποτε αυτά ίσως να δούλευαν. Αυτή τη στιγμή όμως όχι! Δεν είμαι εγώ το θέμα, δεν είσαι καν εσύ ηλίθιε! Ο Μενέλαος δεν θα ζήσει! Μετράει μέρες αν όχι ώρες. Στο έχω πει και στο παρελθόν, στο λέω λοιπόν ξανά, και αυτή τη φορά άκουσε με καλά! Δεύτερη ευκαιρία δεν θα έχεις! Δεν θα μπορείς να γυρίσεις τον χρόνο πίσω μετά. Ό,τι έχει γίνει, έχει γίνει. Ξέρω πως σου είναι δύσκολο να το αντιμετωπίσεις. Ξέρω πως μέσα σου παλεύεις. Δεν έχεις χρόνο όμως δυστυχώς. Κάθε λεπτό που περνάει, είναι σημαντικό. Δώσε τους μια ευκαιρία να σου εξηγήσουν. Άκου τη δική τους εκδοχή. Έκαναν λάθη. Όλοι μας κάνουμε. Μην τους απορρίπτεις επειδή θέλησαν να σε προστατεύσουν.
-Πως ακριβώς με προστάτευσαν; Φλομώνοντας με στο ψέμα; Σήκω φύγε ρε Εριφύλη. Ο πατέρας μου ήταν ένας βασανιστής, η μάνα μου μια δολοφόνος και ο αδελφός μου ένας ψεύτης. Τι σε κάνει να πιστεύεις πως εγώ είμαι κάτι καλύτερο;
-Αν δεν έρθεις μαζί μου στην Ελλάδα, ναι. Θα είσαι και εσύ ακόμα ένα κομμάτι σε αυτή την παρανοϊκή αλυσίδα. Εγώ ξέρω όμως πως δεν είσαι. Δώσε εσύ ένα τέλος. Χάρισε τους λίγη γαλήνη. Τους την χρωστάς! Πατέρας είσαι. Μέχρι που θα έφτανες για τα παιδιά σου;
-Τα παιδιά μου άστα έξω από την κουβέντα. Εγώ τα παιδιά μου δεν τα κορόιδεψα ποτέ! Εγώ για τα παιδιά μου, έμεινα σ' έναν γάμο που δεν έβγαζε πουθενά. Εγώ έκανα τις επιλογές μου και τις τίμησα μέχρι τελευταία στιγμή. Η Μαρίνα ζήτησε να χωρίσουμε λίγο πριν έρθω για Πάσχα στην Ελλάδα. Αν εκείνη δεν το είχε ζητήσει, εγώ δεν θα το είχα κάνει ποτέ. Η μάνα μου όμως φέρθηκε σαν την χειρότερη τσούλα. Τον σκότωσε και μετά άρχισε να πηδιέται με το γιο του λες και δεν έτρεχε τίποτα!
-Δεν είναι έτσι και το ξέρεις. Κοίτα μέσα σου. Ανάσυρε τις εικόνες της ζωής σου και θα δεις πως δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ίσως να μην ξέρεις την ιστορία, όπως την ξέρω εγώ... Τον ερωτεύτηκε; Ναι τον ερωτεύτηκε με όλη της την καρδιά. Ποτέ της όμως δεν το χάρηκε. Ούτε ένα λεπτό! Χρόνια πήρε και στους δυο να μπορέσουν να λειτουργήσουν σαν ζευγάρι και ας λαχταρούσαν ο ένας τον άλλο. Ξέρεις πως είναι να λαχταράς κάτι και να μην σε αφήνει η ενοχή και η ντροπή να το χαρείς; Αν δεν ήσουν εσύ στη μέση θα είχαν τραβήξει χωριστούς δρόμους μετά από όσα έγιναν. Υπήρχες όμως εσύ και είχαν υποσχεθεί σ' έναν άνθρωπο που θυσίασε τη ζωή του, πως θα σε μεγάλωναν με αγάπη. Δεν έμειναν μαζί επειδή ήταν εγωιστές. Δεν έμειναν μαζί επειδή επιτέλους ήταν ελεύθεροι να απολαύσουν τον έρωτα τους. Έμειναν μαζί παρά το γεγονός πως κάθε φορά που αγγίζονταν, τα φαντάσματα των πράξεων τους ζωντάνευαν και πάλι! Έγιναν όμως γροθιά. Γροθιά για να μην σε αγγίξουν και εσένα όλα αυτά.
-Από την άνεση της ζωούλας σου τα βλέπεις όλα ρομαντικά, λες και είναι ταινία. Και έρχεσαι μέχρι εδώ να μου απαιτήσεις ένα γλυκανάλατο φινάλε που δεν μπορώ να δώσω. Νομίζεις πως μετά από όλα αυτά, εγώ θα συγχωρήσω εκείνους και θα ζήσουμε όλοι μαζί σαν μια ευτυχισμένη οικογένεια; Δεν υπάρχει τίποτα στο μέλλον. Εκείνοι θα πεθάνουν μέσα στις τύψεις τους και εγώ μέσα στις δικές μου. Τράβα τον δρόμο σου. Η παράσταση έλαβε τέλος, είπε και της γύρισε την πλάτη.

Θολωμένη δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε πυροδοτήσει τον ανεξέλεγκτο θυμό της. Τα λόγια του; Το πείσμα του; Οι υπαινιγμοί του; Με φόρα έτρεξε πίσω του και άρχισε να τον χτυπάει δυνατά στην πλάτη βρίζοντας τον με λέξεις που ποτέ της δεν είχε ξεστομίσει. Με δύναμη έμπηγε τα νύχια της στον λαιμό του.

Να την σπρώξει ήθελε. Να ελευθερωθεί. Κουρασμένος όμως, δεν υπολόγισε τη δύναμη του. Και έτσι όπως την απομάκρυνε εκείνη παραπάτησε και το κεφάλι της βρέθηκε πάνω σε μια μεγάλη πέτρα κάνοντας έναν "κρακ" που τον έκανε να παγώσει. Ξαφνικά δεν ήταν εκείνος. Ξαφνικά βρισκόταν στο δωμάτιο στην Αλεξάνδρεια. Ξαφνικά η κοπέλα που αιμορραγούσε δεν ήταν η Έρη. Πέντε δευτερόλεπτα. Πέντε δευτερόλεπτα μπορούσαν να αλλάξουν ανθρώπινες ζωές. Πέντε δευτερόλεπτα, μια ατυχής κίνηση και τίποτα δεν θα ξαναήταν ίδιο. Τρέμοντας έσκυψε δίπλα της. "Μόνο να μην πεθάνει...Μόνο να μην πεθάνει!" επαναλάμβανε κλαίγοντας, όταν άκουσε την αδύναμη ανάσα της να χτυπάει στο μάγουλο του και την έσφιξε στην αγκαλιά του ανακουφισμένος.

Μέχρι να φτάσουν στο νοσοκομείο η Έρη είχε αρχίσει ήδη να συνέρχεται. Τέσσερα ράμματα και αρκετές εξετάσεις μετά καθόταν οκλαδόν πάνω στο κρεββάτι του νοσοκομείου μόνη της και κοιτούσε το χαρτί που ο γιατρός της είχε δώσει νωρίτερα αποχαυνωμένη. Το αεροπλάνο της εκείνη την ώρα θα απογειωνόταν. Ο Γιώργος ήταν άφαντος. Η Ερασμία και ο Μενέλαος αβοήθητοι και χωριστά και εκείνη μόλις είχε μάθει πως μέσα της χτυπούσε και πάλι μια καρδιά. Και ενώ νωρίτερα μάλωνε τον εαυτό της που είχε γίνει κομμάτι αυτής της ιστορίας που δεν θα έπρεπε να την αφορά, πλέον ήξερε πως υπήρχε λόγος. Ένας μικρός λόγος που σύντομα θα μεγάλωνε.                        
        
για τη συνέχεια πατήστε εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλιαστε: